December 9, 2018

Στο Φτερό / Μνήμες-θρύψαλα...


«Ο γυάλινος κόσμος» του Τενεσί Γουίλιαμς / Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς. 


Σεντ Λούις, Μιζούρι, ΗΠΑ. Οικογένεια Γουίνγκφιλντ. Ο πατέρας, γοητευτικός άντρας που εργαζόταν σε τηλεφωνική εταιρεία αλλά ερωτεύτηκε, λέει, τις μακρινές αποστάσεις, παράτησε τη δουλειά του, παράτησε την οικογένεια - ίσως και να τους βαρέθηκε, να μην τους άντεχε πια...- κι εξαφανίστηκε -έχουν περάσει πολλά χρόνια και μια κάρτα του, μόνο, έχουν λάβει έκτοτε, απ’ το Μεξικό. Τ’
άλλα τρία μέλη τσιτσιρίζονται οικονομικά -η περίοδος της Μεγάλης Ύφεσης που ξεκίνησε με το κραχ του 1929 καλά κρατεί-, ζώντας σ’ ένα μίζερο κι ανήλιαγο διαμερισματάκι, στον δικό τους κόσμο ο καθένας: η Αμάντα, η μάνα, μεσήλικη, ξεθωριασμένη 
καλλονή του Νότου, στον φαντασιακό κόσμο της νιότης της, με τις αναμνήσεις των δανδήδων που ’χε, υποτίθεται, τότε, γοητεύσει για να καταλήξει στον τηλεφωνητή Γουίνγκφιλντ... Η Λόρα, η κόρη, εικοσικάτι, ελαφρά ανάπηρη στο ένα πόδι, με εντελώς ιδιαίτερο, εύθραυστο ψυχισμό, παθολογικά δειλή και ντροπαλή, προφανώς από σύμπλεγμα κατωτερότητας, κλεισμένη στο σπίτι, νοσηρά απομονωμένη στον κόσμο των μικροσκοπικών γυάλινων θηρίων της συλλογής της και των παλιών, φθαρμένων δίσκων, 
κληρονομιάς του πατέρα της, που παίζει, ξανά και ξανά, στο παλιό γραμμόφωνο προσπαθώντας ν’ αποφύγει την πραγματικότητα. Κι ο Τομ, ο γιος, αφηγητής στο έργο το οποίο δεν είναι παρά οι μνήμες του, δυο χρόνια νεότερος απ’ την Λόρα, ο οποίος δουλεύει αναγκαστικά σε μια αποθήκη παπουτσιών ενώ εκείνο που βαθιά επιθυμεί είναι να γράφει ποίηση, τ’ όνειρό του είναι να ξεφύγει απ’ 

τη μιζέρια και κόσμος του είναι ο κινηματογράφος και το ποτό στα οποία καταφεύγει για ν’ αποφύγει αυτό που υφίσταται: την εξοντωτική καταπίεση που ασκεί η Αμάντα στα παιδιά της η οποία ονειρεύεται να τα δει «βολεμένα», όπως εκείνη πιστεύει, χωρίς να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα: ότι και τα δυο είναι διαφορετικά 


-η Λόρα μια ανάπηρη που ποτέ δε θα μπορέσει να παντρευτεί κι ο Τομ ένας «αλλιώτικος» που ποτέ δε θα μπορέσει να γίνει ο υπάλληλος ο οποίος θα «εξελιχθεί» και θα «προοδεύσει». Οι πιέσεις της στον Τομ, με τον οποίο βρίσκεται σε διαρκείς προστριβές και 
συγκρούσεις, μ’ αποτέλεσμα εκείνος να γίνεται σκληρός, επιθετικός και προσβλητικός προς τη μάνα του, να τον πείσει να φέρει στο σπίτι κάποιο φίλο του για να τον προξενέψουν στην Λόρα θα υλοποιηθούν, όταν εκείνος καλέσει για φαγητό το συνάδελφό του Τζιμ, με το λαμπρό σχολικό παρελθόν, τη φαινομενικά μεγάλη αυτοπεποίθηση και τα φιλόδοξα σχέδια -το Αμερικάνικο Όνειρο με 
σάρκα και οστά...-, γνώριμο των δυο αδελφών απ’ το Λύκειο, αλλά το γεύμα θα καταλήξει σε ναυάγιο. Γιατί ο Τζιμ θα προσεγγίσει, μεν, ερωτικά την Λόρα αλλά θα αποδειχθεί πως δεν είναι ο ιδεώδης γαμπρός που φαντασιώνεται η Αμάντα και -το κυριότερο- πως ετοιμάζεται σύντομα να παντρευτεί με μια κοπέλα με την οποία έχει σχέση... Στο τέλος ο Τομ θα δώσει μια κλοτσιά σ’ όλα 

-ανεπιθύμητη δουλειά, δυσλειτουργική οικογένεια...- και θα βρει προσωρινό καταφύγιο στο εμπορικό ναυτικό. Αλλά οι μνήμες δεν τον εγκαταλείπουν. Κι ας σβήνει στο τέλος, όπως της το ζητάει, η Λόρα τα κεριά της -«γιατί τώρα ο κόσμος φωτίζεται από 

αστραπές» (κι όχι «τώρα τον κόσμο τον φωτίζει ο κεραυνός», κατά τη μετάφραση). Ο Τενεσί Γουίλιαμς, με τον «Γυάλινο κόσμο» του (1944), έγραψε, εισάγοντας τον ποιητικό ρεαλισμό στο θέατρο, το καλύτερο έργο του -αφού είχε ήδη δοκιμάσει το θέμα του σ’ ένα μονόπρακτο, σ’ ένα διήγημα και σ’ ένα σενάριο, που τελικά, 
μετεξελίχθηκαν στο θεατρικό αυτό έργο το οποίο δεν κρύβει την κινηματογραφική του καταγωγή- αλλά και το πιο αυτοβιογραφικό: ο Τομ είναι ο ίδιος, η Αμάντα κι η Λόρα, η μητέρα του που ευνούχισε τα παιδιά της κι η αδελφή του που κατέληξε, λοβοτομημένη, σύμφωνα με τη θεραπευτική πρακτική της εποχής, σε ψυχιατρείο. Ένα έργο μνήμης, τρυφερό, μελαγχολικό αλλά και με χιούμορ, που η ποίησή του παραμένει ακόμα ακμαία.  
Ο Δημήτρης Καραντζάς, πάνω στη φιλόδοξη αλλά όχι ιδιαίτερα επιτυχημένη, κατά τη γνώμη μου, μετάφραση του Αντώνη Γαλέου, με τις ακυριολεξίες και τη χρήση αδόκιμων λέξεων -εκείνο το «Μπλε Ρόδα» που, χωρίς άρθρο, μπορεί κάλλιστα, να εκληφθεί ως «Η Μπλε Ρόδα» αντί «Τα Μπλε Ρόδα»...-, βάσισε, ακριβώς και πολύ σωστά- τη σκηνοθεσία του στο στοιχείο της μνήμης: οι κόσμοι και των τριών ηρώων είναι γυάλινοι και, ήδη, πριν αρχίσει το έργο, σπασμένοι σε θρύψαλα. Η άμορφη γυάλινη μάζα η οποία αντανακλάται στον καθρέφτη του βάθους, μάζα που έστησε στο σκηνικό της η Ελένη Μανωλοπούλου κι έχει αρχίσει να θρυμματίζεται πριν αρχίσει η παράσταση, αυτό θέλει να εκφράσει. Αλλά φοβάμαι ότι ο περιορισμένος σκηνικός χώρος του συγκεκριμένου θεάτρου δεν ήταν πρόσφορος για τη λύση αυτή. Η υαλομάζα και τα σκορπισμένα θραύσματα, μαζί με τα τρία τεράστια πορτρέτα/αρνητικά φωτογραφιών του πατέρα που κατεβαίνουν και τον καταλαμβάνουν, δυσκολεύουν την κίνηση, 
όπως κι οι δυο καταπακτές που οι ηθοποιοί τις ανοίγουν για να βγάλουν τα τραπέζια του σκηνικού. Η -επίσης πολύ καλή- ιδέα να «κινήσει» την όλη παράσταση, ως παράγωγο της μνήμης του, ο Τομ, μετακινώντας προβολείς εδάφους, σκίζοντας τα χαρτόνια που καλύπτουν το δάπεδο και παρουσιάζοντας ή καρφώνοντας στις κολώνες χαρτιά με γραμμένους τους ενδιάμεσους τίτλους που ζητάει ο Τενεσί Γουίλιαμς να προβάλλονται σε οθόνη, επιδιώκοντας μια μπρεχτική αποστασιοποίηση και αποσκορακίζοντας το ρεαλισμό, δε λειτουργούν θετικά -οι ηθοποιοί πρέπει να προσέχουν διαρκώς να 
μη σκοντάψουν και να μην μπερδευτούν στα καλώδια ενώ τα γραμμένα στα χαρτιά από λίγους θεατές γίνονται ορατά. Όλοι αυτοί οι χειρισμοί, καθώς και τα σκοτάδια -η αχλύς της μνήμης- που, επίσης δικαιολογημένα, ζητήθηκαν απ’ τον Αλέκο Αναστασίου -έξοχοι οι φωτισμοί του- υπερφορτώνουν -αρνητικά- την παράσταση, την κάνουν δύσκαμπτη και, κυρίως, καταστρέφουν τους ρυθμούς της ενώ, παράλληλα, καθιστούν τον σκηνικό χώρο, τον εγκατεσπαρμένο με χιλιάδες γυαλάκια-θρύψαλα, σε ναρκοπέδιο, επικίνδυνο για τους ηθοποιούς. Εν ολίγοις, οι πολύ ενδιαφέρουσες ιδέες της σκηνοθεσίας σκοντάφτουν στην 
υλοποίηση. Καλή η ενδυματολογική δουλειά της Ιωάννας Τσάμη αλλά περίμενα την παλιά τουαλέτα, που ανασκάπτει η Αμάντα για να φορέσει στο γεύμα και που σοκάρει τον Τομ ενώ η ίδια τη χαρακτηρίζει αρχαιολογία, λιγότερο κομψή και περισσότερο γελοία... Η μουσική δραματουργία κι οι πρωτότυπες συνθέσεις του Κορνήλιου Σελαμσή εξυπηρετούν το σκηνοθετικό όραμα. Δε θα λεγα το ίδιο και για τη διανομή. Η Μπέττυ Αρβανίτη, βέβαια, είναι μια άνετη και -κυρίως- με χιούμορ Αμάντα. Δε βρίσκω την Ελίνα Ρίζου, καλή κατά τα άλλα ηθοποιό, τόσο εύθραυστη για Λόρα. Όσο για τον Χάρη Φραγκούλη-Τομ, την υιοθέτηση αυτού του πεπαλαιωμένου, κλαψιάρικου, ψευτοποιητικού ύφους, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, τη βρήκα λύση ξεπερασμένη -περίμενα μια πιο

σύγχρονη ερμηνεία. Ο Έκτορας Λιάτσος, αντίθετα, όχι μόνο διαθέτει την υποτιθέμενη «υγεία» του φορέα, του έτοιμου να υλοποιήσει το Αμερικάνικο Όνειρο. Είναι προικισμένος μ’ ένα σταθερό πάτημα στο σανίδι -όσο κι αν, εδώ, τα σπασμένα γυαλιά τον εμποδίζουν...- και με μια εξαιρετική αγωγή λόγου, πράγμα που σπανίζει σήμερα στους νέους ηθοποιούς. Συν μια εμφάνιση όχι εκθαμβωτικά ωραία αλλά ούτε και χαρακτηριστική, ώστε να πιστεύω ότι στο μέλλον θα μπορέσει ν’ απλώσει μια γκάμα ευρεία. Μια παράσταση εμπνευσμένη αλλά όχι ανάλογα υλοποιημένη (Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή).
(Εξαιρετικό, πληρέστατο, εξαντλητικά διαφωτιστικό -αν και στο άβολο μεγάλο σχήμα που ’χει καθιερώσει η «Πράξη» στα προγράμματά της-, το έντυπο πρόγραμμα -επιμέλεια Παναγιώτης Μιχαλόπουλος- που, εκτός απ’ το κείμενο του έργου στη μετάφραση του Αντώνη Γαλέου για την παράσταση, περιλαμβάνει, σε μετάφραση του ίδιου, έως και το διήγημα του Γουίλιαμς «Πορτρέτο κοριτσιού σε γυαλί», πρότερη μορφή του κατοπινού θεατρικού. Αποκτήστε το!). 

Θέατρο «Οδού Κεφαλληνίας» / Α΄ Σκηνή, Θεατρική Εταιρία «Πράξη», 28 Νοεμβρίου 2018.

No comments:

Post a Comment