July 30, 2021

Στο Φτερό / Κραυγές χωρίς ψίθυρους...

 
«Οθέλος» του Ουίλιαμ Σέξπιρ / Σκηνοθεσία: Αιμίλιος Χειλάκης-Μανώλης Δούνιας. 
 
Ο Μαυριτανός Οθέλος, στρατηγός-ήρωας  του βενετσιάνικου στρατού, ερωτεύεται και παντρεύεται κρυφά στην Βενετία τη νεαρή Δισδεμόνα, η οποία είναι επίσης ερωτευμένη μαζί του, προκαλώντας την οργή του αριστοκράτη πατέρα της Βραβάντιου που τους καταριέται, πριν πεθάνει από τον καημό του, χωρίς να βρει δικαίωση στον Δόγη στον οποίο προσφεύγει, γιατί η Βενετία χρειάζεται τον Οθέλο στην Κύπρο, κτήση των Βενετσιάνων, που απειλείται από τους Τούρκους 
Ο σημαιοφόρος του Ιάγος, τον οποίο ο Οθέλος θεωρεί τίμιο και απολύτως έμπιστό του, θιγμένος από την απόφαση του στρατηγού να κάνει υπασπιστή του τον νεαρό Κάσιο, αποφασίζει να τους εκδικηθεί: αφού έχει προδώσει στον Βραβάντιο τον μυστικό γάμο του Οθέλου, τον ακολουθεί στην Κύπρο όπου βάζει μπρος ένα δόλιο σχέδιο υποκίνησης της
ζήλιας του για την αγνή και πιστή γυναίκα του, με διαβολές και με όργανά του, ερήμην τους, τον Κάσιο που τον φωτογραφίζει στον Οθέλο ως εραστή της Δισδεμόνας, τον ανόητο και άσωτο Ροδρίγο, ερωτευμένο με την Δισδεμόνα, τον οποίο απέρριψε ο πατέρας της όταν ζήτησε το χέρι της και που τους έχει ακολουθήσει στην Κύπρο ελπίζοντας να την κερδίσει, και τη γυναίκα του Εμιλία, καμαριέρα της Δισδεμόνας. Οι δολοπλοκίες του «ευοδώνονται». Ο Οθέλος, ανεξέλεγκτος 
πια, προσβάλλει δημόσια την αθώα γυναίκα του και τη νύχτα τη στραγγαλίζει στη συζυγική παστάδα. Ο Κάσιος έχει πληγωθεί αλλά όχι θανάσιμα από τον Ροδρίγο που επιχειρεί, εν γνώσει του Οθέλου, τη δολοφονία του με υποκίνηση του Ιάγου και που, επειδή αποτυγχάνει στο σχέδιό του, τον
σκοτώνει ο Ιάγος ο οποίος σκοτώνει και τη γυναίκα του, όταν εκείνη αποκαλύπτει την πλεκτάνη του και την αλήθεια για την αθωότητα της Δισδεμόνας και του Κάσιου. Ο Οθέλος πληγώνει το προσωποποιημένο στον Ιάγο κακό, πριν τον συλλάβουν, και αυτοκτονεί. Ο αριστουργηματικά πλεγμένος από τον Ουίλιαμ Σέξπιρ «Οθέλος» («Η τραγωδία του Οθέλου, του Μαυριτανού της Βενετίας», 1604) δεν είναι παρά μία προσαρμογή του από το 
παραμύθι-νουβέλα «Ένας μαυριτανός αρχηγός» του προγενέστερου Ιταλού Τσίντσιο (Τζοβάνι Μπατίστα Τζιράλντι), που περιλαμβάνεται στο, α λα «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου, βιβλίο του με εκατό παραμύθια-νουβέλες «Οι Εκατόμυθοι» (1565) και που, πιθανόν, αναφέρεται σε ένα πραγματικό περιστατικό που συνέβη στην Βενετία το 1508 αλλά θυμίζει και μία ιστορία από τις «Χίλιες και μία νύχτες» Πάνω στη μετάφραση του Διονύση Καψάλη 
-ενδιαφέρουσα αλλά όχι ισάξια άλλων του σεξπιρικών-, ο Αιμίλιος Χειλάκης ανέβασε το έργο, μαζί με τον Μανώλη Δούνια που υπογράφει και τη διακριτική διασκευή -έκανε ικανές περικοπές, ώστε η διάρκεια της περιοδεύουσας και χωρίς διάλειμμα παράστασης να μην ξεπερνάει τα 100΄, μείωσε τα πρόσωπα, έκανε κάποιες αλλαγές στο κείμενο και μετέφερε -ενδιαφέρουσα ιδέα- στην αρχή τον τελευταίο μονόλογο του Οθέλου, εν είδει προλόγου,
που προαναγγέλλει, με voice over και με το θίασο σε tableau vivant, όσα θα συμβούν, ώστε το έργο να ακολουθήσει ως flash back. Δυστυχώς, αυτή τη φορά, η συνεργασία Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια δεν ευτυχεί, κατά τη γνώμη μου, όπως στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και στην «Αντιγόνη» που ανέβασαν, σε καλοκαιρινές περιοδείες επίσης, το 2017 και το 2018,
αντίστοιχα. Η παράσταση, αναποφάσιστων μπρεχτικών διαθέσεων, με όλους τους ηθοποιούς επί σκηνής, μακιγιαρισμένους με τρόπο που τα πρόσωπά τους να παραπέμπουν σε μάσκες, και με τα μετακινούμενα από τους ίδιους δύο τροχήλατα, α λα Αριάν Μνουσκίν, πατάρια, 
αποδίδεται θολή και κραυγάζουσα -εκείνη η «ραπαρισμένη» σκηνή του γλεντιού στην Κύπρο...-, με τα φορητά μικρόφωνα να εξογκώνουν και να παραμορφώνουν  τις φωνές των ηθοποιών που ήδη κραυγάζουν -απωθητική, για μένα, η τάση αυτή, των τελευταίων χρόνων, με τους ηθοποιούς να κραυγάζουν και να νοσταλγείς τους ήσσονες τόνους. Στα μείον προσθέτω τα στοιχειώδη σκηνικά (σύλληψη σκηνικού χώρου Αιμίλιος Χειλάκης, διαμόρφωση σκηνικού χώρου Κατερίνα Χάρου) -αυτά τα σκόρπια, άχαρα, μεγάλα γράμματα
του ελληνικού αλφάβητου από φελιζόλ, με τα οποία οι ηθοποιοί σχηματίζουν τα τοπωνύμια του έργου (Βενετία, Κύπρος) ή λέξεις «σημαδιακές» (άλλος, γιατί, ξένος...) με το μεγάλο  Όμικρον εν είδει πύλης (το αρχικό του Οθέλος ή παραπομπή στο αιδοίο που πυροδοτεί το έργο;), τα οποία, άχαρα
φωτισμένα από τον Νίκο Βλασόπουλο, καθόλου δεν βοηθούν, αντίθετα προξενούν σκηνική αμηχανία και καταστρέφουν το ρυθμό. Όσο για τα κοστούμια που υπογράφει το Makis Tselios Atelier δίνουν τη χαριστική βολή: τα φράκα των βενετσιάνων αρχόντων, τα ντυμένα με κόκκινες σατέν φόδρες, δίκην οπερέτας ή μιούζικαλ, το μίζερο «μιλιτέρ» της Εμιλίας, το ημιδιαφανές λευκό της Δισδεμόνας συνδυασμένο με μαύρα μποτάκια, το σκούρο μπλε, με τα κόκκινα ρέλια και τη μισή κάπα, του Οθέλου, με πρωτεύον του Ιάγου, αυτή η 
ασύμμετρη ρεντινγκότα με τα, επίσης, κόκκινα ρέλια και την, επίσης, μισή κάπα στον ένα ώμο, κακοραμμένα επιπλέον, αν και με προθέσεις συμβολικές, τελικά στέφουν το κιτς πρωταγωνιστή της παράστασης. Το διαρκές μουσικό χαλί του διακεκριμένου Δημήτρη Καμαρωτού, πέρα από την καθαυτή αξία του, μοιάζει να είναι γραμμένο για άλλη παράσταση, τόσο δεν δένει με το -μη- ύφος της. Όπως άδετοι μεταξύ τους είναι και οι ηθοποιοί 
-ευθύνη της σκηνοθεσίας. Ο Γιάννης Μπέζος, στον δεύτερο, αν δεν κάνω λάθος, σοβαρό δραματικό ρόλο του -ο πρώτος ήταν ο Κρέων στην «Αντιγόνη» του Ανούιγ(ι)-, μετά από δεκαετίες ευδόκιμης θητείας στην κωμωδία, μοιάζει συγκρατημένος και άτολμος και αβαθής Οθέλος, χωρίς καμία ουσιαστική σύνδεση με την επαρκή αλλά επίπεδη Δισδεμόνα της Μάιρας Γραβάνη. Η καλή Μυρτώ Αλικάκη (Εμιλία) μοιάζει να παίζει σε άλλο έργο. Αδύναμους βρήκα και τους Κώστα Κορωναίο (Βραβάντιος), Αλέξανδρο Βάρθη (Κάσιος), 
Κωνσταντίνο Γαβαλά (Ροδρίγος), Κρις Ραντάνοφ (Μοντάνος), Νίκο Τσιμάρα (Λουδοβίκος), ακόμα πιο αδύναμο τον Μανώλη Δούνια (Δόγης) αλλά με κάπως καλύτερα στοιχεία την Μπιάνκα της Ελευθερίας Κοντογεώργη. Ο Αιμίλιος Χειλάκης, ηθοποιός, πέραν του μοναδικού φωνητικού μετάλλου του, με κύρος, σθένος και βάθος, σαφώς ξεχωρίζει ως Ιάγος. Αλλά είναι αυτό αρκετό για να μη θεωρήσω την παράσταση αποτυχία; Και μία παρατήρηση: βρήκα πολύ παλιό, λανθασμένο έως απαράδεκτο, στον χαιρετισμό, την Δισδεμόνα, πολύ νέα ηθοποιό που, πολύ σωστά μεν, χαιρετάει δεύτερη από τους έντεκα της παράστασης, στο τέλος να μην την καλούν να χαιρετήσει και μαζί με τα τρία «εμπορικά» ονόματα, όταν έχει επιλεγεί για τον πρώτο γυναικείο ρόλο του έργου (Φωτογραφίες: Κώστας Γκιόκας).
 
(Το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης αποκλειστικά με ερανισμένα -πολύ ενδιαφέροντα, πάντως, κείμενα-, μέτριο, με εξώφυλλό τους τρεις πρωταγωνιστές-φίρμες χωρίς και πάλι την Δισδεμόνα).
 
«Θέατρο Πέτρας», Πετρούπολη, Διεθνές Φεστιβάλ Πέτρας 2021, «Θεατροχώρος» Ε.Ε. , 21 Ιουνίου 2021.

July 28, 2021

Οι παιδεραστές και οι βιαστές είναι και ατάλαντοι; ή Πριν αλέκτορα φωνήσαι...

 

Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες,Τέτοια Λόγια... 66 

 

Θέλω από καιρό να μιλήσω αλλά έπνιγα τη φωνή μου. Γιατί θα ήταν κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα. Και, πιθανόν, η έκφραση της γνώμης μου θα είχε συνέπειες. Αλλά ώς εδώ.

Ο Κέβιν Σπέισι κατηγορήθηκε για παιδεραστία -αν και οι κατηγορίες αποσύρθηκαν. Η εικόνα του, πάντως, στα μάτια μας αμαυρώθηκε, μπορεί και να τον σιχαθήκαμε. Αλλά αυτό σημαίνει ότι δεν είναι ένας σπουδαίος ηθοποιός; 

Στα δικά μας τώρα: ο Δημήτρης Λιγνάδης φέρεται ως παιδεραστής, με απεχθείς κατηγορίες εις βάρος του και είναι προφυλακισμένος. Ο Δημήτρης Λιγνάδης είχε κάνει ήδη πολλά λάθη -κινήσεις που τις είχα εκτιμήσει αρνητικά και με είχαν απογοητεύσει έως και απωθήσει: οι σχέσεις του με διάφορες εξουσίες, οι εθνικιστικές κορόνες του -«Γιατί θα πάω στο συλλαλητήριο για την Μακεδονία»-, το καθόλου έξυπνο, επείγον, μόλις διορίστηκε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, βάφτισμα της ισόγειας αίθουσας του «Rex» με το όνομα της -σπουδαίας ηθοποιού, ναι!- Ελένης Παπαδάκη χωρίς να κάνει μια εξισορροπιστική κίνηση βαφτίζοντας μια άλλη αίθουσα του Εθνικού με το όνομα, για παράδειγμα, του Αιμίλιου Βεάκη -επίσης σπουδαίος ηθοποιός, ναι!-, το πατριδοκαπηλικό φιλί στην πλαστική μακέτα του Παρθενώνα στην Επίδαυρο... Όπως με απώθησε τόσο η επιλογή του δικηγόρου που θα τον υπερασπιστεί, όσο και οι δηλώσεις του που εμπλέκουν το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών ως «υποκινητή». Αλλά όλα αυτά θα πρέπει να έχουν ως συνέπεια να τον καταγγέλλω, όπως βλέπω, κατά συρροή, να συμβαίνει, ως ατάλαντο ηθοποιό; Ε, όχι! Τον θεωρώ ως έναν από τους τρεις σημαντικότερους ρολίστες που διαθέτουμε, το ’χω γράψει και δε θα το ξεγράψω πριν αλέκτορα φωνήσαι. 

Ο Πέτρος Φιλιππίδης, φέρεται ως βιαστής, με επίσης απεχθείς κατηγορίες εις βάρος του, με κοπέλες και γυναίκες να περιγράφουν αηδιαστικές σκηνές στις οποίες τις ενέπλεξε κάνοντας κατάχρηση της εξουσίας του, και επίσης μόλις προφυλακίστηκε. Ο Πέτρος Φιλιππίδης είχε κάνει ήδη πολλά λάθη -κινήσεις που τις είχα εκτιμήσει αρνητικά και με είχαν απογοητεύσει έως και απωθήσει: καλλιτεχνικές επιλογές φτηνιάρικες, απελπιστικά δείγματα αλαζονείας σε συνεντεύξεις του, όπου κομπορρημονούσε ασύστολα -σε μια από τις τηλεοπτικές συνεντεύξεις του είχα πέσει κι εγώ θύμα κατηγοριών και ειρωνειών του. Αλλά όλα αυτά θα πρέπει, τώρα, να έχουν ως συνέπεια να τον καταγγέλλω, όπως βλέπω, κατά συρροή, να συμβαίνει, ως ατάλαντο ηθοποιό; Ε, όχι! Τον θεωρώ τον σημαντικότερο κωμικό μας ηθοποιό που βγήκε από τη δεκαετία του ’80 και μετά. Το ’χω γράψει και δεν θα το ξεγράψω πριν αλέκτορα φωνήσαι. 

Αυτό τι σημαίνει; Ότι τους ξεπλένω; Αυτό τι σημαίνει; Ότι υποστηρίζω παιδεραστές και βιαστές; Στα χρόνια που ζούμε και στα social media που κυκλοφορούμε μπορεί, ναι, και να συμβεί να μου το προσάψουν. Και να χρησιμοποιήσουν ως επιχείρημα το -τραγικά λανθασμένο- «ηθοποιός σημαίνει ποιώ Ήθος». Που δε σημαίνει αυτό... -αφήστε που τα παραδείγματα από το παρελθόν του θεάτρου μας αφθονούν, πόσο πολλές φορές ασύμβατες ήταν οι έννοιες «Ήθος» και «Μεγάλος ηθοποιός». Αλλά -λυπάμαι- κανένας δε θα αλλάξει τη γνώμη μου. 

July 26, 2021

Ήταν όλοι τους παιδιά της

 
Οι καρέκλες για τους συγγενείς ήταν κενές. Δεν υπήρχαν συγγενείς. Δεν είχε παιδιά, δεν είχε αδέλφια εν ζωή, δεν είχε συγγενείς η Μάγια Λυμπεροπούλου. Κάτι ξαδέλφια στην Γερμανία, μόνο. Έτσι η πολιτική κηδεία της έγινε στην ειδική αίθουσα του Πρώτου Κοιμητηρίου, με το φέρετρο κλειστό και χωρίς συγγενείς. Είμαι ακριβής όταν το γράφω αυτό αλλά δεν είμαι απολύτως ειλικρινής. Η Μάγια κηδεύτηκε ανάμεσα σε αγαπημένους της που ήταν καλύτεροι από συγγενείς, κηδεύτηκε ανάμεσα στα παιδιά της. Που η Ηθοποιός Μάγια, η Δασκάλα Μάγια δεν τα γέννησε με φυσικό τοκετό αλλά με την ψυχή της και με τον τρόπο της.
Η πολιτεία έλαμψε δια της απουσίας της -φυσικό ήταν, υπουργός Πολιτισμού δεν είναι η Μελίνα Μερκούρη, ούτε ο Θάνος Μικρούτσικος, ούτε ο Σταύρος Μπένος... Η υπουργός Πολιτισμού και ο υφυπουργός για Θέματα Σύγχρονου Πολιτισμού εξέδωσαν δύο συλλυπητήριες ανακοινώσεις και... ώς εκεί ήταν. Ούτε «δημοσία δαπάνη», ούτε παρουσία τους, ούτε εκπροσώπηση, ούτε καν ένα στεφάνι. Μη μιλήσω για ανώτερα κλιμάκια, μη μιλήσω για Δήμο Αθηναίων... Το Εθνικό Θέατρο και το «Θέατρο Τέχνης» εξέδωσαν ανακοινώσεις και έστειλαν στεφάνι, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας εξέδωσαν ανακοινώσεις χωρίς στεφάνι ενώ στεφάνι είχε στείλει και το Ίδρυμα «Μελίνα Μερκούρη». Κανείς από τις κεφαλές τους, πάντως, δεν παρέστη στην κηδεία. Η πιο ηχηρή απουσία, όμως, ήταν του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου -άκρα του τάφου σιωπή κι ας το είχε τιμήσει με το παραπάνω η Μάγια Λυμπεροπούλου παίζοντας ή σκηνοθετώντας εκεί πολλές φορές. Πλάι στο φέρετρο και ένα στεφάνι «Στην Μάγια του Θεάτρου» από την Ειρήνη Λεβίδη εκ μέρους της «νέας Σκηνής» του Λευτέρη Βογιατζή. Αν τις είχε ανάγκη τις τιμές η Μάγια Λυμπεροπούλου; Καμία ανάγκη! Το είχε αποδείξει στη ζωή της. Η Μάγια Λυμπεροπούλου θα μείνει η Μάγια Λυμπεροπούλου στην ιστορία του θεάτρου μας. Οι υπόλοιποι θα πάνε από ’κει που ’ρθαν.
Ούτε μουσικές ακούστηκαν -δεν τις επιτρέπουν, λέει, οι αρχές του Νεκροταφείου-, ούτε κείμενα διαβάστηκαν, ούτε επίσημοι επικήδειοι εκφωνήθηκαν. Μόνο που, στο τέλος, «αυθαίρετα», είπαμε, κάποιοι δικοί της άνθρωποι, απλώς να μιλήσουν, έξω από την αίθουσα, για την Μάγια. Και μίλησαν. Συγκρατώντας τη συγκίνησή τους ή χωρίς να καταφέρουν να τη συγκρατήσουν: η Κάτια Γέρου, η Μάνια Παπαδημητρίου, η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, ο Νίκος Χατζόπουλος, ο Περικλής Βασιλόπουλος -από την εποχή της στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας-, ομότεχνοί της όλοι, ο σκηνογράφος/ενδυματολόγος Γιώργος Ζιάκας κι ένας φετινός απόφοιτος της δραματικής σχολής του «Θεάτρου Τέχνης», ο Χρήστος Δεσπότης, που περισσότερο την αγωνία του για την τύχη του Θεάτρου εξέφρασε, αγωνία που έτρωγε και την Μάγια. Αυτοσχεδίασαν, τραύλισαν τα λόγια τους, τρέχαν τα δάκρυα, ρουφούσαν μύξες, έκαναν λάθη, αλλά ΑΥΤΟ ήταν: ό,τι καλύτερο, ό,τι πιο ουσιαστικό, ό,τι πιο συγκινητικό έχω ακούσει και δει σε κηδεία. Ο ένας επενέβαινε στα λόγια του άλλου και τα συμπλήρωνε, η Κάτια Γέρου έδινε χαρτομάντηλο στην απαρηγόρητη Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, αγκαλιάζονταν... Μια παρέα που κουβέντιαζε και αποχαιρετούσε την Μάγια με αγάπη, με πολλή αγάπη -σίγουρα αυτό πολύ θα της άρεσε. Δεν ήταν πολλοί αλλά ήταν αρκετοί και διαλεχτοί: από μια συμμαθήτριά της στο Κολέγιο έως μαθητές της στη δραματική του ΚΘΒΕ και στα σεμινάριά της, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, μεταφραστές... -δεν θέλω ν αρχίσω τη στείρα ονοματολογία γιατί κάποιους θα ξεχάσω που θα πικραθούν, μόνο την Βίκυ Βολιώτη να αναφέρω, που η τόσο διακριτική παρουσία της ήταν αντιστρόφως ανάλογη προς την παρουσία της στη ζωή, στα εύκολα και στα δύσκολα της Μάγιας, και τον Πέτρο Σεβαστίκογλου, τον γιο του Γιώργου Σεβαστίκογου με τον οποίο πολύ δυνατές στιγμές έδεσαν την Μάγια. Εκεί ήταν κι αυτοί που έλειπαν αλλά ξέρω ότι εκεί ήθελαν να είναι.
Και, μετά, σήκωσαν το φέρετρο και το έβαλαν στην νεκροφόρα για να το μεταφέρουν στο αποτεφρωτήριο. Κι άρχισε ένα χειροκρότημα, μα τι χειροκρότημα! Που τελειωμό δεν είχε -μέχρι που η νεκροφόρα ξεκίνησε.
Τώρα πια η Μάγια είναι «μια φούχτα στάχτη, σ ένα μικρό λεβέτι μέσα». Αλλά η στάχτη αυτή θα είναι σκορπισμένη στην ψυχή μας και στο ελληνικό θέατρο.
Έτυχε να είμαι ο μόνος παρών δημοσιογράφος και θεώρησα υποχρέωσή μου να τα καταγράψω αυτά για να μείνει η στιγμή. Αλλά...δεν μπορώ άλλο...

July 24, 2021

Η αξεπέραστη «τσαγκαρική» της Μάγιας Λυμπεροπούλου

 
Δύσκολο. Πολύ δύσκολο. Να γράψω για την Μάγια Λυμπεροπούλου που έφυγε από τη ζωή προχτές. Ώρες το παλεύω -από προχτές που έμαθα το θάνατό της. Δεν της αξίζουν τα τετριμμένα -«Μεγάλη», και «σπουδαία», και «έφυγε», και «απώλεια», και «γίναμε φτωχότεροι», και «καλό παράδεισο», και «αναντικατάστατη»... Δεν της αξίζει μια αγιογραφία. Ούτε ένα στεγνό βιογραφικό της αξίζει. Δεν μου πάνε, άλλωστε, αυτά. Με απλότητα θέλω να γράψω. Όπως απλά έζησε εκείνη, όπως απλά ντυνόταν, όπως απλά έτρωγε... Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω. Είναι πολύ δύσκολο, όταν σε πλημμυρίζει η συγκίνηση.
Από το Θέατρο η Μάγια Λυμπεροπούλου δεν θα λείψει. Έλειπε ήδη από το 2015. Οι νεότεροι δεν την ξέρουν -ελάχιστες ταινίες έκανε, σχεδόν δεν έκανε τηλεόραση. Δεν ήταν αυτό που λέμε «δημοφιλής», «λαοφιλής», «γνωστή στο πανελλήνιο»... Την ήξερε ο χώρος της και την ήξερε το
θεατρόφιλο κοινό -ένα κοινό που ξέρουμε ότι είναι περιορισμένο. Η αύρα της, όμως, θα συνεχίσει να μας δροσίζει, να μας ευεργετεί. Όσους την είδαμε στη σκηνή, όσους τη γνωρίσαμε. Και όταν εμείς θα έχουμε φύγει, ο απόηχός της θα φτάνει στους επερχόμενους. Μαζί με τα ονόματα του Κουν, του Λαζάνη, του Κουγιουμτζή... Αυτών που στέριωσαν το «Θέατρο Τέχνης» και δεν υπάρχουν πια. Έστω κι αν δεν τα έχουν ακούσει τα ονόματα αυτά. Η αύρα δεν έχει όνομα.
Στο «Θέατρο Τέχνης», στο Υπόγειο, το 1969 γνώρισα την Ηθοποιό Μάγια Λυμπεροπούλου. Την είχα, ήδη, δει, προφανώς, το καλοκαίρι του ’66, στον Βόλο, στους «Βάτραχους» του Αριστοφάνη, που είχε φέρει στο αρχαίο
θέατρο της Δημητριάδος, ο Κάρολος Κουν, με το «Θέατρο Τέχνης» -ήταν Πρώτη Μύστις στο Χορό των Μυστών αλλά δεν τη θυμάμαι. Τότε, στο «Θέατρο Τέχνης», όλοι έπαιζαν όλα, ανάλογα με τις ανάγκες της παράστασης -από ρόλους πρωταγωνιστικούς μέχρι και στο μπούγιο. Η Μάγια (Μαρία, γεννημένη στις 11 Μαρτίου 1940, ένα κορίτσι του Κολεγίου, με σπάνια ομορφιά, αριστοκρατικότητα και φινέτσα, από οικογένεια μεγαλοαστική και καλλιεργημένη -η μικρότερη αδελφή της Νερίνα, πρώτη σύζυγος του Κώστα Καζάκου και, κατόπιν, του αρχιτέκτονα Αντώνη Κιτσίκη, η οποία πέθανε το 2003, στα 61 της, από καρκίνο, γεγονός που επηρέασε πολύ την Μάγια,
ήταν ζωγράφος-, φίλη αχώριστη με τη συγγραφέα και εικονογράφο παιδικών βιβλίων Σοφία Ζαραμπούκα) είχε πρωτοπατήσει το σανίδι, στο Υπόγειο, το 1959. Ο Κουν την είχε ρίξει να κολυμπήσει στα βαθιά, μόλις, ακόμα, ξεκινούσε το δεύτερο έτος της σχολής, με άδεια «εξαιρετικού ταλέντου» από την ειδική επιτροπή -τότε υπήρχε ακόμα η άδεια για τους
ηθοποιούς: Κάθριν στο «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» του Τενεσί Γουίλιαμς. Σαν κεραυνός να έπεσε στο Θέατρο. Ο Άγγελος, ένας παλιός φίλος που δεν υπάρχει πια, μου έλεγε πως ήταν ένα πλάσμα βγαλμένο λες από άλλους κόσμους. Έκτοτε και τι δεν έπαιξε εκεί... Το ’69, που πρωτοπήγα, έπαιζε Ισαβέλα στο «Με το ίδιο μέτρο» του Σέξπιρ πλάι στον Γιώργο Λαζάνη-Άγγελο -σύζυγό της τότε, η σχέση τους, όταν είχε γίνει γνωστή από κάποιον καλοθελητή που την κάρφωσε στον Κουν, κλόνισε εκ θεμελίων το «Θέατρο Τέχνης» που είχε ορισμένα ταμπού και ο Κουν την είχε προσωρινά απομακρύνει από το θίασο. Θυμάμαι ένα αιθέριο πλάσμα, ένα μίσχο, με λαιμό κύκνου. 
Μετά την έχασα -δεν είχα προλάβει την Αηδόνα της στους «Όρνιθες», δεν είχα προλάβει την Αγγέλα της στο έργο του Σεβαστίκογλου, δεν είχα προλάβει την κατατονική της που παίζει την Σαρλότ Κορντέ στην «Δολοφονία του Ζαν Πολ Μαρά» του Βάις, το ’71 έφυγε στο Παρίσι. Ξαναγύρισε μετά τη χούντα, το ’76 και εντάχτηκε -ιδρυτικό στέλεχος- στο «Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο» που ίδρυσε ο Λεωνίδας Τριβιζάς. Και παράλληλα άρχισε να διδάσκει στη δραματική σχολή του. Στη σκηνή του «Πορεία» («Οι γάμοι των μικροαστών» του Μπρεχτ, «Ρωμέικο πανόραμα» του Βαγγέλη Γκούφα...) άρχισα να αντιλαμβάνομαι τις τεράστιες δυνατότητές της. Δεν κατάφερα να δω -ήμουν φαντάρος, στο Ναύπλιο- την ιστορική Κατερίνα της στο σεξπιρικό «Ημέρωμα της στρίγγλας» του Γιώργου Σεβαστίκογλου, που άφησε εποχή -ακόμα μιλάνε για την παράσταση και την ερμηνεία της. Την είδα, όμως, Ελένη στην Επίδαυρο, με το «Θέατρο Τέχνης», στις «Τρωαδίτισσες» του Κουν. Αλλά χρειάστηκε να φτάσει το 1980 για να συνειδητοποιήσω το μέγεθός της: «Ντόλι» του Θόρντον Γουάιλντερ, σε σκηνοθεσία -εξαιρετική παράσταση- που υπέγραφε ο Μίνως Βολανάκης, στον επώνυμο ρόλο η Έλλη Λαμπέτη, η Μάγια, Αϊρίν Μολόι, η καπελού του έργου, ο δεύτερος γυναικείος ρόλος του. Η αύρα της Λαμπέτη, η αγάπη που της είχε το κοινό, το μεγάλο ταλέντο της, το χιούμορ της εκεί ήταν αλλά -ε, ναι!- η Μάγια Λυμπεροπούλου ήταν που
έκλεβε την παράσταση: ένα στρόβιλο πάνω στη σκηνή θυμάμαι. Αυτή ήταν η Μεγάλη Ηθοποιός. Από τότε πίστεψα και με τόλμη επέμεινα ότι ήταν η σημαντικότερη, η κορυφαία ηθοποιός που έβγαλε το ελληνικό θέατρο μεταπολεμικά.
Σε ό,τι την είδα έκτοτε, κάθε φορά, επιβεβαίωνα τη γνώμη μου. Τι να πρωτοθυμηθώ; Ίσως αυτά που με σημάδεψαν: Λότε Κότε α-νε-πα-νά-λη-πτη στο «Μεγάλο και μικρό» του Μπότο Στράους, στο Υπόγειο, εκεί στην «Εβρέα» του Μπρεχτ, εκεί Μπεθ στο «Τοπίο» του Πίντερ, στην Φρυνίχου Μαρί Γκάιλα στα «Θεϊκά λόγια» του Βάγιε Ινκλάν -αξέχαστη στη σκηνή της διαπόμπευσης, με γυμνά τα στήθια-, Αμάντα στον 
«Γυάλινο κόσμο» του Γουίλιαμς στην Πάτρα, «Ελένη» του Ρίτσου -έχω την εικόνα της να κάθεται ξυπόλυτη, διαλυμένη, σε μια καρέκλα, στη σκηνή του Κολεγίου, όπου είχε φέρει, από την Πάτρα, την παράσταση, Μαντλέν στο «Η σιωπή του Μολιέρου» στην Φρυνίχου, Κυρία Περνέλ στον «Ταρτούφο» του Μολιέρου -μία εκρηκτική εναρκτήρια σκηνή που σε συνέπαιρνε και ωθούσε ως ατμομηχανή ολόκληρη την παράσταση της Νικαίτης Κοντούρη-, στο «Αμόρε»,
Κυρία αγνώριστη, με Κλερ την Ρένη Πιττακή και Σολάνζ την Μπέττυ Αρβανίτη, στις «Δούλες» του Ζενέ, την αξεπέραστη παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή, στο «Κεφαλληνίας», Χάνα Πόρτερ-Πιτ στο «Άγγελοι στην Αμερική» του Τόνι Κούσνερ στο Φεστιβάλ Αθηνών και απολαυστική ερωτιάρα γηραιά θεία Σαμπίνα, στην «Τριλογία του παραθερισμού» του Γκολντόνι, και τα δύο σε σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη, «Η κοκόνα η Μαρώ» -ο μονόλογος του Νάνου Βαλαωρίτη- στην Β΄ Σκηνή του «Κεφαλληνίας» μέχρι την τελευταία εμφάνισή της, το καλοκαίρι του 2015, στο «Αβάντι Ντάριο», μια παράσταση του Σταμάτη Κραουνάκη και της Λίνας Νικολακοπούλου στο Ηρώδειο, στο Φεστιβάλ Αθηνών, για τον Ντάριο Φο -διάβαζε καθηλωτικά ένα απόσπασμα από την ομιλία του στην απονομή του Νομπέλ. 56 χρόνια θέατρο!
Με μεγάλο μεράκι πέρασε και στη σκηνοθεσία. Τα αποτελέσματα, κατά τη γνώμη μου, δεν ήταν εξίσου θεαματικά. Αλλά συγκρατώ τον υποδειγματικό Μπέρνχαρντ -«Στον προορισμό»-, ίσως τον καλύτερο που έγινε στην Ελλάδα, τον οποίο έκανε στο Υπόγειο  και το δίπτυχο «Έμα Μπ.-Χήρα Ιοκάστη» του Αλμπέρτο Σαβίνιο και «Κλυταιμνήστρα ή Το έγκλημα» της Γιουρσενάρ, στους Μονόλογους της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, όπου μεταμόρφωσε την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, αγαπημένη της μαθήτρια. Έκανε, επίσης, αρκετές μεταφράσεις, έκανε ραδιόφωνο και δίδαξε. Εκτός από τη δραματική του «Λαϊκού
Πειραματικού», στη δραματική σχολή του «Θεάτρου Τέχνης», στα «Χορικά» της Ζουζούς Νικολούδη και, πιο πρόσφατα, στη δραματική του «Νέου Ελληνικού Θεάτρου» του Γιώργου Αρμένη. Αλλά, ενδιάμεσα, έκανε και πολλά ιδιωτικά εργαστήρια-σεμινάρια που άφησαν εποχή. Δίδασκε παθιασμένα, όπως παθιασμένα τα έκανε όλα στη ζωή της. Παθιασμένα αλλά και απολύτως συγκροτημένα, με φοβερή ακρίβεια και αυτοέλεγχο. Όσοι ήταν μαθητές της σημαδεύτηκαν, η Μάγια έγραψε πάνω τους και μέσα τους για πάντα. Γιατί ήταν ταμένη στο θέατρο -ψυχή τε και σώματι. Όταν μιλούσες μαζί της, μόνο για το θέατρο ήταν η κουβέντα ή στο θέατρο κατέληγε. Η «τσαγκαρική του θεάτρου» ήταν ο αγαπημένος, δικός της όρος. Αυτής, μιας, κατά κυριολεξία, διανοούμενης του θεάτρου. «Διδάσκει υστερία θεάτρου» ήταν το ανέκδοτο που είχε κυκλοφορήσει εις βάρος της ένας «χιουμορίστας» πρωταγωνιστής του θεάτρου μας, που ούτε στο νυχάκι της δεν έφτασε... 
Δεν έκανε παιδιά -παιδιά της ήταν οι μαθητές της, με πιο κοντινή της την Βίκυ Βολιώτη που της στάθηκε σαν κόρη της μέχρι την τελευταία στιγμή-, έζησε μερικές έντονες, ελεύθερες, τολμηρές για την εποχή της ερωτικές ιστορίες, με ανθρώπους του θεάτρου βασικά, έμενε σ’ ένα μαζεμένο δυαράκι, υπερυψωμένο ισόγειο, στην οδό Ερεσού, στα Εξάρχεια, αντιστρόφως ανάλογο του μεγέθους της. Μετρημένα, ταπεινά, με αξιοπρέπεια, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί.
Η Μάγια ήταν ένα θεατρικό θαύμα της φύσης. Τεχνική τερατώδης, μέτρο, έλεγχος των μέσων, πειθαρχία... «Εγκεφαλική ηθοποιός» έλεγαν. Ναι, αλλά ο εγκέφαλός της ήταν ικανός, μέσα από την τεχνική αυτή, να μεταδώσει συναίσθημα. Η γκάμα της, τεράστια: από την τραγωδία έως την κωμωδία, από το ρεαλισμό έως το παράλογο, από το δράμα έως τη φάρσα -το χιούμορ της ήταν εξαιρετικό στη σκηνή αλλά και στη ζωή, όπου άνετα έφτανε μέχρι τον αυτοσαρκασμό. Και νοιαζόταν βαθιά για την πορεία του τόπου και, κυρίως, του θεάτρου, πορεία που αντιμετώπιζε πεσιμιστικά.
Όταν πήγα στα «Νέα», το ’84, η πρώτη συνέντευξη που ζήτησα να κάνω -και την έκανα- ήταν με την Μάγια Λυμπεροπούλου -το όνειρό μου. Έτσι τη γνώρισα από κοντά. Ετοίμαζαν, τότε, τους «Αλλοπαρμένους» των Μίντλετον και Ρόουλεϊ, στο «Αεικίνητο» που είχε δημιουργήσει ο Κώστας Αρζόγλου, με σκηνοθέτη τον Γιώργο Σεβαστίκογλου.
Και η φωνή της, ο λόγος της; Μια φωνή βιολοντσέλο, με όλες τις αποχρώσεις και ένας λόγος στέρεος, ζυγισμένος, ακριβής, γειωμένος, όπου η κάθε λέξη αποκτούσε το βάρος που της αναλογούσε, όπου η κάθε λέξη αποκτούσε τη σημασία της, χωρίς ο λόγος να φεύγει στον αέρα, «ποιητικά» και φλου. Αν την ακούσετε στο βίντεο που ανέβασα όπου διαβάζει -ερμηνεύει είναι το σωστό, χωρίς, όμως -προσοχή!- να «παίζει»- το Ν της «Ιλιάδας» στη μοναδική μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, θα καταλάβετε τι θέλω να πω.
Αυτή η φωνή, αυτός ο τρόπος της να διαβάζει μας έφερε πιο κοντά. Μεταξύ 1983 και 1991 είχα στην ΕΡΑ1 την εκπομπή «Το Βιβλίο στο Μικρόφωνο» -παρουσιάσεις καινούργιων εκδόσεων, με συνεντεύξεις των συγγραφέων και δύο ηθοποιούς που διάβαζαν αποσπάσματα από τα παρουσιαζόμενα βιβλία. Η Μάγια Λυμπεροπούλου ήταν ανάμεσα στους πρώτους που κάλεσα. Και ήρθε πολλές φορές. Ήταν τιμή μου. Πέρασαν πάνω από 100 ηθοποιοί στα οκτώ χρόνια της εκπομπής, μερικοί διάβασαν πολύ καλά, εξαιρετικά αλλά σαν την Μάγια Λυμπεροπούλου κανείς. Στα αυτιά μου ηχεί, ακόμα, η φωνή της στον πρώτο μονόλογο της Ηλέκτρας, όταν παρουσιάσαμε την πρώτη έκδοση της μετάφρασης από τον Γιώργο Χειμωνά της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή: «Φως. Άσπρο. Κι ο αέρας που φυσά πάνω σ’ όλη την Γη. Φως. Τι ατέλειωτα τραγούδια θρήνου άκουσες από μένα. Τι πληγές, που ματώνουν ακόμα έφεξες πάνω στο στέρνο μου. Που το χτυπώ και το χτυπώ ώσπου να στραγγιστεί εντελώς όλο το μαύρο σκοτάδι της νύχτας».
Κάναμε έκτοτε πολλές συνεντεύξεις -με εμπιστευότανε. Και την ακολούθησα πιστά στην Πάτρα -πηγαινοερχόμουνα για να βλέπω τις παραστάσεις τους-, όταν δημιουργήθηκε το «Θέατρο Πάτρας», όπου ανέλαβε τη συνδιεύθυνση μαζί με τον Βίκτωρα Αρδίττη, που αργότερα αποχώρησε, ενώ το Θέατρο μετασχηματίστηκε στο νυν Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Πάτρας.
Για τελευταία φορά άκουσα, ζωντανά, τη φωνή της σε ανάγνωση, στις 31 Οκτωβρίου του 2016. Έγραψα τότε στις 3 Νοεμβρίου 2016 εδώ: «‘Τον γνώρισα λίγο. Δεν πρόλαβα να πάρω όλα όσα ήθελα και δεν πρόλαβε να δώσει όλα όσα μπορούσε στο ελληνικό θέατρο που αριθμητικά ευημερεί αλλά πένεται σε προσωπικότητες: η Μάγια Λυμπεροπούλου εκτίναξε την παρουσίαση του βιβλίου της Κωνσταντίνας Ζηροπούλου Γιώργος Σεβαστίκογλου. Αγωνιστής του θεάτρου και της ζωής. Με το έξοχο κείμενο που ’χε ετοιμάσει και που διάβασε για τον σπουδαίο θεατράνθρωπο με τον οποίο τη συνέδεσαν δυο σταθμοί στην ένδοξη πορεία της στο θέατρο: ήταν η Αγγέλα στο ομώνυμο έργο του που ανέβασε ο Κάρολος Κουν στο Υπόγειο το 1964/1965, με τον Σεβαστίκογλου πολιτικό πρόσφυγα, ακόμα, στην Σοβιετική Ένωση, κι έχει κάνει Κατερίνα στο σεξπιρικό Ημέρωμα της στρίγγλαςπου ο Σεβαστίκογλου σκηνοθέτησε στο ΚΘΒΕ το 1978/’79 -δυο ιστορικές παραστάσεις για το ελληνικό θέατρο.
Και, κατόπιν, σηκώθηκε όρθια και είπε: ‘Αυτό το γράμμα νομίζω πως πρέπει να το διαβάσω όρθια. Και διάβασε το γράμμα που ο Γιώργος Σεβαστίκογλου έγραψε τον Οχτώβρη του 1958, ήδη εννιά χρόνια πρόσφυγας, στον Κουν και που περιλαμβάνεται στο βιβλίο. Και το οποίο τελειώνει: Χαιρέτα μου όλους… κι αυτούς που με ξέχασαν -ίσως με θυμηθούν. Εκεί, η φωνή-τσέλο της Μάγιας Λυμπεροπούλου έσπασε απ’ τη συγκίνηση. Κι εμένα μια χορδή έσπασε μέσα μου… -πονάνε ακόμα αυτά, ε;». 
Δεν ήταν εύκολος άνθρωπος η Μάγια: αυστηρή, ενίοτε σκληρή, απόλυτη στις απόψεις της, ανυποχώρητη, απαιτητική από τους συνεργάτες και τους μαθητές της, με εμμονές, επικεντρωμένη αποκλειστικά στη δουλειά της. Αλλά όλα αυτά τα παραμέριζε το ήθος της, η εντιμότητά της -μια κοινή φίλη μού έλεγε πώς υπερασπίστηκε, μέσα από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ελληνικού Φεστιβάλ, του οποίου ήταν μέλος, τον Γιώργο Λούκο, όταν οι γνωστοί κακόβουλοι του έστησαν την παγίδα για να τον απομακρύνουν-, η ακεραιότητά της, η ανεξιθρησκεία της, η αξιοπρέπειά της, η μόρφωση και η προσωπικότητά της -γιατί η Μάγια Λυμπεροπούλου ήταν μια ισχυρή προσωπικότητα. Και πάνω απ’ όλα το Πάθος της για το Θέατρο.
Άφησε, δυστυχώς, μισοτελειωμένο, ένα πολύτιμο βιβλίο για τη μέθοδο του Κάρολου Κουν και το «Θέατρο Τέχνης», που θα ήταν ευχής έργο, αν κάποιος μπορέσει να το ολοκληρώσει με βάση τις σημειώσεις της. Γιατί η Μάγια είχε και το ταλέντο να γράφει. Να γράφει καλά.
Θα μου λείψει πολύ. Την αισθανόμουν σαν μεγαλύτερη αδελφή. Και ήταν ανάμεσα σ’ αυτούς που μ’ έκαναν ν’ αγαπήσω τόσο το θέατρο. Πονάνε ακόμα αυτά, ε; (Για τις φωτογραφίες ευχαριστώ τις κ.κ. Γεωργία Σιδέρη του «Θεάτρου Τέχνης», Σάσα Παπαχριστοπούλου της Εταιρίας Θεάτρου «Πράξη» (Θέατρο «Οδού Κεφαλληνίας»), Σοφία Μαυρίδη του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας και, ιδιαιτέρως, την κ. Ιφιγένεια Ροκανά-Γιαλλάφου για τη σπάνια φωτογραφία 2 της 17χρονης Μάγιας Λυμπεροπούλου, τελειόφοιτης μαθήτριας του Κολεγίου). 
(Την Μάγια Λυμπεροπούλου θα αποχαιρετήσουμε με το χειροκρότημα που της αξίζει την Δευτέρα, στις 11 το πρωί, στο Πρώτο Κοιμητήριο).