March 24, 2018

Tip: «Βάκχες»


Ένας καινούργιος θεός: η ιεροτελεστία της (σκληρής) άνοιξης 



Από τις κορυφαίες τραγωδίες του Ευριπίδη και ίσως η πιο «δυσανάγνωστη» από τις σωζόμενες, οι «Βάκχες» του. Ίσως, όμως, και η πιο «μοντέρνα». Και η πιο πολυσήμαντη, αυτή που δίνει τη μεγαλύτερη δυνατότητα διαφορετικών αναγνώσεων στους σύγχρονους σκηνοθέτες -επιτρέπει, ωθεί σε «ανασκαφές». Ο Άρης Μπινιάρης, στην παράσταση που ανέβασε στην «Στέγη» του 

Ιδρύματος Ωνάση, επέλεξε μία μορφή κινούμενου σε ροκ ήχους ορατόριου. Ξεκίνησε από την έξοχη -αλλά εντελώς προσωπική- μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά που τη διασκεύασε μαζί με την Θεοδώρα Καπράλου η οποία είχε και την τελική ευθύνη της δραματουργικής επεξεργασίας. Προέκυψε ένα εξαιρετικό, 

συμπυκνωμένο, σφιχτό κείμενο που σέβεται -και θα έλεγα αναδεικνύει- το πνεύμα του Ευριπίδη -έστω και αν απιστεί ως προς το ακριβές γράμμα του, έστω και αν τα ονόματα των ηρώων της τραγωδίας έχουν εξαφανιστεί-, καθώς αντλεί, κυρίως, από στίχους 
των «Βακχών» που τους προσαρμόζει διαφορετικά: μία δουλειά-κέντημα. Πάνω στο κείμενο αυτό ο σκηνοθέτης δούλεψε με τους δύο μουσικούς του, τον Βίκτωρα Κουλουμπή και τον Πάνο Σαρδέλη, οι οποίοι συμμετέχουν ενεργά (μπάσο και τύμπανα, αντίστοιχα) στην παράσταση, επί σκηνής, ενταγμένοι στο σύνολο, και οι οποίοι έχουν συνθέσει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον μουσικό χαλί. Πάνω στο χαλί αυτό το σύνολο των ηθοποιών, που ως σκιές εμφανίζονται από το πουθενά και ως σκιές χάνονται, στο τέλος, στο πουθενά, τελεί μία ροκ τελετουργία, «χρησιμοποιώντας» το κείμενο των «Βακχών» ως παραβολή: η καινούργια θρησκεία που το παλιό τη μάχεται αλλά τελικά θριαμβεύει συντρίβοντάς το. Μία
τελετουργία, μία ιεροτελεστία όπου ο λόγος αντιμετωπίζεται ως «άσμα»: με εκφορά που ρυθμοδοτείται από τη μουσική, με συνεκφορά, με τραγούδι. Ο Άρης Μπινιάρης έχει ανασύρει από το κείμενο τη μουσικότητά του και εκεί ρίχνει το βάρος. Λόγος αδόμενος ή ρυθμικός λογικό να οδηγεί στην κίνηση. Κίνηση, που, διδαγμένη από την Αμάλια Μπένετ, αποκτά διαστάσεις χορογραφίας -ελεύθερης, καθόλου αυστηρής, κοντά στο πρωτόγονο: μία ομάδα ηθοποιών που αναπαριστά, που ζωντανεύει βιωματικά τις «Βάκχες» του Ευριπίδη. Ένα Νέος Θεός (στο πρωτότυπο ο 
Διόνυσος), που κομίζει το άγριο, το πρωτόγονο, το αισθησιακό, το οργιαστικό, το ανατρεπτικό, διώκεται, φυλακίζεται από τον Βασιλιά (ο Πενθέας), ελευθερώνεται με τρόπο θαυματουργό καθώς σεισμός που προκαλεί γκρεμίζει τη φυλακή του και πείθει τον Βασιλιά να μεταμορφωθεί (όχι σε γυναίκα, όπως στον Ευριπίδη, αλλά σε ζώο -σε τράγο θηριώδη-, εύρημα που παραπέμπει και στον θεμελιωτή της εθνολογίας και της θρησκειολογίας στην Ελλάδα Παναγή Λεκατσά), για να κατασκοπεύσει στον Κιθαιρώνα τις βακχευόμενες γυναίκες της πόλης του -ανάμεσά τους και η Μητέρα του (η Αγαύη)- που, όμως, ο Νέος Θεός τις οδηγεί να τον ανακαλύψουν και που, με πρώτη την Μητέρα του, τον διαμελίζουν 

φριχτά και του κόβουν το κεφάλι το οποίο εκείνη κομίζει ως τρόπαιο στην πόλη, για να καταρρεύσει ανακαλύπτοντας την αλήθεια, όταν ο Πατέρας της (ο Κάδμος) τη φέρνει στα σύγκαλά της -συγκλονιστική, πολυσήμαντη η ιδέα το κεφάλι να είναι καύκαλο γιγάντιου τράγου (η τραγωδία εκ του τράγων ωδή…). Ο Νέος Θεός έχει εδραιώσει με σκληρό, άγριο, απάνθρωπο τρόπο μία καινούργια θρησκεία, πιο κοντά -η αντίφαση- στη χαρά της ζωής και στην άνοιξη. Η ιεροτελεστία του Άρη Μπινιάρη έχει συμμάχους το συναρπαστικό στη λιτότητά του σκηνικό του Πάρι Μέξη -αυτή η γιγάντια στεφάνη που παραπέμπει σε ανεστραμμένη ορχήστρα αρχαίου θεάτρου αλλά 
και σε φωτοστέφανο, φωτισμένη υπερκόσμια από τον Λευτέρη Παυλόπουλο -και τα κατάλευκα, σύγχρονα κοστούμια του -μακριές τουαλέτες, με γαντάκια για τις γυναίκες, κοστούμια για τους άνδρες -τα οποία μου άφησαν την αίσθηση της κάθαρσης που απαιτεί η τελετουργία. Η παράσταση, εξαίσια συντονισμένη, άψογα κορυφούμενη και με σαφή στόχο, υπηρετείται από ένα υψηλής απόδοσης σύνολο ηθοποιών -που δεν χάνουν την ατομικότητά τους. Ο Γιώργος Γάλλος, η Άννα Καλαϊτζίδου, η Αμάλια Μπένετ -έξοχη κίνηση-, ο ίδιος ο σκηνοθέτης Άρης Μπινιάρης -αν και ο πιο αδύναμος στην κίνηση-, ο Ονησίφορος Ονησιφόρου, η Εύη Σαουλίδου, ο Κωνσταντίνος Σεβδαλής, ο Χάρης Χαραλάμπους προσφέρουν το καλύτερο σε μία υπόθεση που είναι σαφές ότι την πιστεύουν. Θα ξεχωρίσω την ακαταπόνητη, κυριαρχική Καρυοφυλλιά 
Καραμπέτη και τον Χρήστο Λούλη. Αυτός ο Νέος Θεός, αυτός ο μη κατονομαζόμενος Διόνυσος τον οποίο δεν ερμηνεύει αλλά βιώνει είναι ένας συναρπαστικός συνδυασμός σκηνικής γοητείας, εξαιρετικής κίνησης -τα σε διάσταση πόδια-, φωνητικής ευρύτητας, υψηλής δυναμικής, υπερφυσικών εντάσεων, ελεγχόμενων «εξ ύψους» κραυγών και εκφραστικότητας -υποκριτική που αγγίζει τα όρια και μία αξιομνημόνευτη, συγκλονιστική, αξέχαστη ερμηνεία-σταθμός. Δεν θέλω να υπερβάλω αλλά έχοντας δει όλες τις ελληνικές παραστάσεις των «Βακχών» μετά το 1970 πιστεύω ότι η συγκεκριμένη, του Άρη Μπινιάρη, είναι η καλύτερη. Και είμαι 

σίγουρος ότι θα έχει -πρέπει να έχει- και εκτός των συνόρων μας συνέχεια. Να τη δείτε οπωσδήποτε! Αλλά και μία παρατήρηση: θέλω να πιστεύω ότι, μετά το «Θείο τραγί», «Το 21», τους «Πέρσες» και τις «Βάκχες» όπου έχει ακολουθήσει την ίδια γραμμή, ο Άρης Μπινιάρης δεν θα εγκλωβιστεί σ’ αυτή την επιλογή του και ότι δεν θα την μετατρέψει σε μανιέρα.

March 21, 2018

Tip: «Λουτσία ντι Λαμερμούρ»


Έρωτας πνιγμένος στο αίμα ή Ο θρίαμβος της σκηνοθεσίας


Τριάντα έξι ολόκληρα χρόνια χρειάστηκαν από το τελευταίο ελληνικό ανέβασμα της όπερας του Γκαετάνο Ντονιτσέτι, για να παρουσιάσει η Εθνική Λυρική Σκηνή και πάλι -στο πλαίσιο του φετινού Κύκλου «Ιταλική Όπερα»- την «Λουτσία ντι Λαμερμούρ», σε μία παράσταση-συμπαραγωγή με την Βασιλική Όπερα, Κόβεντ 
Γκάρντεν του Λονδίνου, που έκανε εκεί την πρεμιέρα της τη σεζόν 2015/2016. Ο έρωτας, στην Σκοτία των αρχών του 18ου αιώνα, της Λουτσία του Λαμερμούρ με τον Εντγκάρντο, λόρδο Ρέιβενσγουντ,
θανάσιμο εχθρό του αδελφού της Ενρίκο Άστον, λόρδου 
Λαμερμούρ ο οποίος, όταν τον πληροφορείται, την υποχρεώνει να 
παντρευτεί τον λόρδο Αρτούρο Μπάκλο, έρωτας με τραγική έκβαση, καθώς ο Εντγκάρντο εμφανίζεται στη διάρκεια της τελετής του γάμου και καταριέται για την, όπως πιστεύει, προδοσία της την Λουτσία που παραφρονεί, σκοτώνει τον άντρα της και 
πεθαίνει ενώ ο Εντγκάρντο, όταν μαθαίνει το θάνατό της αυτοκτονεί, τρίπρακτη όπερα σε λιμπρέτο του Σαλβατόρε Καμαράνο (βασισμένο στο γκόθικ ρομαντικό, ιστορικό -καθώς αντλεί από ένα ιστορικό γεγονός του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα- μυθιστόρημα «Η νύφη του Λάμερμουρ» (1819) του Σκότου σερ Ουόλτερ Σκοτ), από τις κορυφαίες του μπελκάντο -η αποθέωσή του-, ιδεώδες, δεξιοτεχνικό μελόδραμα, βρήκε ιδανική σκηνοθέτρια στο πρόσωπο
της Αγγλίδας Κέιτι Μίτσελ. Η Κέιτι Μίτσελ έσκυψε με τόλμη αλλά και με περίσκεψη και με μεγάλη προσοχή και ανέσκαψε με ιδιαίτερη φροντίδα την όπερα του Ντονιτσέτι -μουσική και λιμπρέτο- ανατρέχοντας στις γκόθικ ρίζες της αλλά τοποθετώντας την στην εποχή που γράφτηκε (1835). Δεν έπεσε στην παγίδα του εύκολου «εκσυγχρονισμού» και των προς εντυπωσιασμόν, όπως λάχει, ευρημάτων για τα ευρήματα, στο δήθεν μεταδραματικό κιτς και στην αποδόμηση. Της ήταν περιττά. Προτίμησε την έρευνα και την ουσία. Στη σκηνοθεσία της, που


εδώ  την έχει αναβιώσει ο Ρόμπιν Τέμπατ, σε αντίθεση με τα, συνήθη στις οπερατικές σκηνές, grosso modo -«χοντρικά»- ανεβάσματα, η έμφαση που δίνεται στη λεπτομέρεια είναι αξιοπρόσεκτη -τα γυαλιά του που καθαρίζει ο Εντγκάρντο στην ερωτική σκηνή, η Λουτσία που προσπαθεί να τον γδύσει, εκείνο το συγκλονιστικό ξεχείλισμα της μπανιέρας στο φινάλε... Κάθε σκηνή, κάθε πλάνο, κάθε εύρημα είναι αντλημένο από το κείμενο 
και συμπλέει με τη μουσική. Η διαίρεση στα δύο της σκηνής στο εξαιρετικό και εξαιρετικά φωτισμένο από τον Τζον Κλαρκ -αυτά τα «ομιχλώδη» ημίφωτα!- σκηνικό της Βίκι Μόρτενσεν, που υπογράφει και τα πειστικής αυθεντικότητας κοστούμια, επιτρέπει στη σκηνοθεσία να εμπλουτίσει την κύρια δράση με δράση παράλληλη, βουβή, συμπληρωματική, επεξηγηματική της πλοκής αλλά ποτέ φλύαρη, ποτέ περιττή. Τα δύο φαντάσματα από το παρελθόν τα οποία 

εμφανίζονται -της ερωτευμένης κοπέλας που σκότωσε ο εραστής της, ένας ζηλότυπος πρόγονος του Ρέιβενσγουντ, και της μητέρας της Λουτσία, που πρόσφατα έχει πεθάνει-, στοιχειώνοντας το παρόν, δένονται -η γκόθικ πινελιά- οργανικά στη δράση και η τρέλα στην οποία κυλάει η Λουτσία προκύπτει «λογικά», «αβίαστα», ως αποτέλεσμα της τρομερής καταπίεσης από τον αδελφό της, της
κοινωνικής πίεσης που υφίσταται, των ασφυκτικών απαιτήσεων και της απόρριψης από τον Εντγκάρντο αλλά και της εγκυμοσύνης της η οποία καταλήγει σε αιματηρή αποβολή -ευφυές σκηνοθετικό εύρημα: μία γυναίκα απόλυτα καταπιεσμένη από παντού που φτάνει, με τη βοήθεια μιας άλλης γυναίκας, της έμπιστης υπηρέτριάς της Αλίζα, στο φόνο του κατ’ επιταγήν συζύγου της -μία ακραία κίνηση πρώιμου φεμινισμού. Η Κέιτι Μίτσελ έχει ανεβάσει, τελικά, ένα αιματοβαμμένο θρίλερ, κοντά 

στο σπλάτερ, που, όμως, με την υψηλότατη αισθητική του -απόλυτα λειτουργική κι η κινησιολογία/χορογραφία του Τζόζεφ Άλφορντ-, αναβαθμίζει, «γεμίζει», την όπερα του Ντονιτσέτι. Μία σπουδαία σκηνοθεσία που δεν καπελώνει αλλά αναδεικνύει το έργο.  Η ορχήστρα της Λυρικής υπό τον Γιώργο Πέτρου συμβάλλει θετικά στο μουσικό κομμάτι της παράστασης, αν και, ειδικά στο πρώτο μέρος, υπήρχαν κάποια προβλήματα σύμπλευσης με τους τραγουδιστές. Ικανοποιητική και η Χορωδία 
της Λυρικής σε διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου. Βρήκα με κάποιες φωνητικές αδυναμίες τον Νορμάνο του Χαράλαμπου Βελισσάριου και κάπως άχρωμο υποκριτικά τον Αρτούρο του Νίκου Στεφάνου. Εξαιρετικός, όπως πάντα, ο Τάσος Αποστόλου ως Ραϊμόντο -φωνητικά στέρεος και υποκριτικά ικανός ακόμα και όταν σιωπά, ξέρει να πατάει γερά το σανίδι. Σωστός, φωνητικά και ερμηνευτικά, Ενρίκο ο ιταλός βαρύτονος Μάρκο Καρία. O τενόρος Αλεξέι Ντόλγκοφ -ήταν ο Λένσκι στον συγκλονιστικό τσαϊκοφσκικό «Ευγένιο Ονιέγκιν» του Ντμίτρι Τσερνιάκοφ, που μας έφερε η Όπερα Μπαλσόι στο Μέγαρο Μουσικής, το 2011, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών του Γιώργου Λούκου- είναι ένας έξοχος Εντγκάρντο -εμφανισιακά, φωνητικά, υποκριτικά. Η Χριστίνα Πουλίτση πραγματοποιεί έναν άθλο: ακροβατεί φωνητικά με θριαμβευτική επιτυχία στο ρόλο της Λουτσία αλλά και, καλά οδηγημένη από τη σκηνοθεσία, ερμηνεύει αυτό το κορίτσι, που ασφυκτιά από την καταπίεση και που εξεγείρεται απεγνωσμένα για να καταρρεύσει από την υπεράνθρωπη προσπάθεια να υπερβεί
τους κανόνες της κοινωνίας της, συναρπαστικά. Να επισημάνω τη συμβολή της μέτζο Θεοδώρας Μπάκα: πέρα από την άψογη φωνητική απόδοσή της, με την παρουσία της και με την υποκριτική της, ενεργή ακόμα και στις -πολλές- σιωπές της, ανέδειξε, με τη συμβολή της σκηνοθεσίας, τον περιορισμένο ρόλο της Αλίζα  σε πρωταγωνιστικό. Μία παράσταση σπουδαία, κατά τη γνώμη μου από τις σημαντικότερες στην ιστορία της Λυρικής. Προσπαθήστε να τη δείτε (Οι φωτογραφίες που δεν υπογράφονται: Ανδρέας Σιμόπουλος).

March 15, 2018

Tip: «Ζ»


Όταν το παρακράτος τραγουδάει...



Ένα εγχείρημα δύσκολο όσο δεν παίρνει: να μεταφέρεις στη σκηνή, και μάλιστα ως μουσικό θέατρο, το «Ζ» (1966) του Βασίλη Βασιλικού. Η σκοτεινή έως βρομερή υπόθεση της δολοφονικής επίθεσης με τρίκυκλο, στις 22 Μαΐου 1963, κατά του τότε συνεργαζόμενου με την ΕΔΑ βουλευτή, γιατρού και από τους επικεφαλής του Κινήματος για την Ειρήνη, Γρηγόρη Λαμπράκη,


που κατέληξε με το θάνατό του στις 27 Μαΐου, υπόθεση η οποία φωτίστηκε, όσο ήταν δυνατόν, από τον ανακριτή Χρήστο Σαρτζετάκη, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του δεξιόστροφου, μετεμφυλιακού κράτους και των οργάνων του, συνεπικουρουμένων από παρακρατικά λουλούδια… -ανάμεσά

τους πολλά κοινωνικά κατακάθια-, να τη συγκαλύψουν, πολύπτυχη, πολύπλοκη, πολυπλόκαμη, όπως καταγράφηκε σ αυτό το «φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος», καθώς ο ίδιος ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει, γραμμένο εν θερμώ μέσα στη δίνη των γεγονότων που ακολούθησαν τη δολοφονία -και που
επηρέασαν έως και σημάδεψαν τη σύγχρονη ελληνική ιστορία-, ίσως όχι «αντικειμενικό» αλλά σίγουρα με την αλήθεια στην ψίχα του, επηρεασμένο, ως προς τον τρόπο γραφής, από το non-fiction novel «Εν ψυχρώ» του Αμερικανού Τρούμαν Καπότι, χωρίς τα πραγματικά ονόματα των ηρώων στους οποίους ο Βασιλικός δίνει παρανόμια (ο Λαμπράκης είναι ο Ζ), έχει μετασχηματιστεί από τον Μηνά Μπορμπουδάκη σε «όπερα» -αν και θεωρώ λάθος το χαρακτηρισμό, πρόκειται, όπως άλλωστε, ο ίδιος ο συνθέτης αναφέρει σε συνέντευξή του στο πρόγραμμα της παράστασης, για 
σύγχρονο μουσικό θέατρο με τη σημασία που του δίνει η σύγχρονη μουσική- η οποία, με τον τίτλο «Ζ», παρουσιάζεται από την Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής το ΚΠΙΣΝ. Η μουσική ως «χαλί» -ήχοι, «θόρυβοι»…-, το τραγούδι και η πρόζα ισορροπούν σε μία σύνθεση που το λιμπρέτο της υπογράφει ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης -ένα κείμενο σφιχτοδεμένο, αντλημένο από το μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού αλλά και με ποιητικές παρεμβάσεις ή και κωμικές σκηνές που διεμβολίζουν, 
«υπονομεύουν» την πολιτική υφή του και το καθιστούν πιο άμεσο, πιο ανθρώπινο. Πάνω στο λιμπρέτο αυτό ο Μηνάς Μπορμπουδάκης έχει συνθέσει, ακολουθώντας σύγχρονα μουσικά ιδιώματα, ένα εξαίρετο, υποβλητικό, εκφραστικότατο, καλά σφιγμένο, λιτότατο, καθαρό, χωρίς τερτίπια κομμάτι μουσικού θεάτρου, που έχει την ικανότητα, χωρίς να καταφεύγει σε ευκολίες, να γίνεται αποδεκτό και από αυτιά μη ασκημένα στη σύγχρονη μουσική. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου ακολούθησε σεβαστικά, 
σχολαστικά παρτιτούρα και λιμπρέτο: έχει στήσει, με τη βοήθεια, του εξαίρετου στη λιτότητά του, άψογα φωτισμένου από τον Σίμο Σαρκετζή, σκηνικού της Εύας Μανιδάκη -υπέροχη η ιδέα των σκορπισμένων στο δάπεδο κόκκινων λουλουδιών που δεν έχουν την ευκολία να είναι γαρύφαλλα…- και των ανάλογων, σε γαιώδη χρώματα, κοστουμιών της Βασιλικής Σύρμα, μία αυστηρή, μετρημένη, 
αφαιρετική -τη σκηνή της δολοφονικής επίθεσης, ομολογώ, βέβαια, πως θα την ήθελα λίγο πιο «συγκεκριμένη» χωρίς να εννοώ ότι θα ήθελα τρίκυκλο επί σκηνής…-, χωρίς εντυπωσιασμούς και σκηνοθετισμούς, χωρίς εύκολες συγκινήσεις, αργά κινημένη, σχεδόν στιλιζαρισμένη, σχεδόν τελετουργική -κάτι σαν ρέκβιεμ in memoriam-, «ψυχρή», «γκρίζα» παράσταση. Το μουσικό σύνολο Ergon Ensemble, με το συνθέτη Μηνά Μπορμπουδάκη στο πόντιουμ, οδηγεί ιδανικά το μουσικό αποτέλεσμα. Ιδεώδης Z, ακριβέστατος -φιγούρα, κίνηση,  εκφορά του λόγου, ερμηνεία...-
ο ηθοποιός Δημήτρης Παπανικολάου. Γύρω του, οι λυρικοί Τζίνα Φωτεινοπούλου, Γιάννης Γιαννίσης, Αρκάδιος Ρακόπουλος, Χρήστος Κεχρής, Βαγγέλης Μανιάτης, Διονύσης Τσαντίνης, Γιώργος Παπαδημητρίου, Βασίλης Δημακόπουλος, Μιχάλης Κατσούλης, Ιωάννης Κάβουρας, Διαμάντη Κριτσωτάκη και Βασιλικη Κατσουπάκη κάνουν ό,τι μπορούν, ικανοί, οι περισσότεροι, φωνητικά, ορισμένοι με υποκριτικές αδυναμίες ή υπερβολές που δεν τις ελέγχει πάντα η σκηνοθεσία αλλά δεν αλλοιώνουν το αποτέλεσμα.


Ειδική μνεία: η ηθοποιός Ειρήνη Λαμπράκη, εγγονή στη ζωή του «Ζ», πέραν του ονόματος που κομίζει επί σκηνής ως συγκινητικό «κλείσιμο ματιού», αν και στους «βοηθητικούς» ρόλους, αν και βουβή ως Γραμματέας του Ανακριτή, εκτός από τη δυνατή παρουσία της -ένα πρόσωπο σαν από φαγιούμ- δίνει ένα απρόσμενο στίγμα με τη σιωπηλή αλλά τόσο ενεργή συμμετοχή της στα δρώμενα, χωρίς ούτε στιγμή να ξεπερνάει το όριο. Μία παράσταση που η Λυρική πρέπει να κρατήσει στο ρεπερτόριό της. Και που ανεπιφύλακτα θα σας συνιστούσα να δείτε (Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης).

March 13, 2018

«Ηλέκτρα» του Ευριπίδη ανεβάζει ο Θέμης Μουμουλίδης με Λένα Παπαληγούρα, Νίκο Κουρή, Χρήστο Χατζηπαναγιώτη


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση 



Η Λένα Παπαληγούρα στον επώνυμο ρόλο, ο Νίκος Κουρής ως Ορέστης κι ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης ως Παιδαγωγός θα πρωταγωνιστήσουν στην «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη που θ’ ανεβάσει, τελικά, το καλοκαίρι, ο Θέμης Μουμουλίδης με την «5η Εποχή» του αντί της κωμωδίας του Αριστοφάνη «Εκκλησιάζουσες» που είχε αρχικά αναγγείλει με τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη ως Πραξαγόρα.

Στην «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη, την επώνυμη ηρωίδα, ο Αίγισθος -ο εραστής της μάνας-της Κλυταιμνήστρας, που μαζί έχουν σκοτώσει τον σύζυγό της Αγαμέμνονα και κατέχουν πια την εξουσία στις Μυκήνες- την έχει παντρέψει μ έναν φτωχό γεωργό ώστε τα παιδιά της, όχι πια από βασιλική γενιά, να μην έχουν δικαιώματα στο θρόνο. Ενώ έχει υποσχεθεί αμοιβή σ’ όποιον σκοτώσει τον αδελφό της Ορέστη τον οποίο, μετά το φόνο του πατέρα του, ο γέροντας παιδαγωγός του τον έχει φυγαδεύσει στην Φωκίδα.
Ο Ορέστης, όμως, θα γυρίσει μαζί με το φίλο του, τον Πυλάδη και με χρησμό του Απόλλωνα, εκδικητής. Θα συναντήσει την αδελφή του στο φτωχόσπιτό της στην ύπαιθρο, όπου ζει με τον άντρα της που έχει σεβαστεί το γένος της και δεν την έχει αγγίξει, θ’ αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλον, ο Ορέστης θα σκοτώσει μαζί με τον Πυλάδη και με τη συμπαράσταση του παιδαγωγού του, τον Αίγισθο στο κτήμα του και στη συνέχεια τη μάνα του που με δόλο -ότι δήθεν γέννησε- η Ηλέκτρα καλεί στο σπίτι της.
Οι από μηχανής θεοί Διόσκουροι, αδέλφια της Κλυταιμνήστρας, θα δώσουν τη λύση: ο Ορέστης θα πάει στην Αθήνα να δικαστεί απ’ τον Άρειο Πάγο ενώ η Ηλέκτρα θα πάρει σύζυγο τον Πυλάδη και θα φύγουν στην πατρίδα του, την Φωκίδα, παίρνοντας μαζί και τον Γεωργό για να τον αμείψουν για τη στάση του.
Διεισδυτική σπουδή πάνω στις έννοιες της εκδίκησης, της ενοχής, της μεταμέλειας και της δικαιοσύνης, η «Ηλέκτρα» αντλεί το θέμα της απ’ τον κύκλο της καταραμένης γενιάς των Ατρειδών παρακολουθώντας, βήμα-βήμα, την πορεία της Ηλέκτρας και του Ορέστη προς τη μητροκτονία. Όμως, ο ποιητής, με την ερμηνεία του μύθου που προκρίνει, αρνείται στην πράξη αυτή οποιαδήποτε δικαίωση μετατρέποντας τη δική του «Ηλέκτρα» -το ίδιο θέμα είχαν χειριστεί προγενέστερα ο Αισχύλος στις «Χοηφόρους» του (τη μεσαία τραγωδία της τριλογίας του «Ορέστεια») κι ο Σοφοκλής στην «Ηλέκτρα» του- σε μια ανελέητη μελέτη πάνω στη διαβρωτική διαδικασία της εκτέλεσης ενός εγκλήματος: μετά την εκτέλεση του φόνου τα δυο αδέλφια σωριάζονται κάτω απ’ το βάρος της πράξης τους, μιας πράξης που δεν έπρεπε να ’χει γίνει ποτέ. Ο ποιητής θα αποφανθεί στο τέλος, με το στόμα των Διόσκουρων, ότι ναι μεν η Κλυταιμνήστρα έπαθε δίκαια, όμως ο Ορέστης δεν έπραξε δίκαια. Ο σοφός θεός των Δελφών χρησμοδότησε άσοφα.
Ο ιδιόμορφος τρόπος με τον οποίο ο πάντα ανατρεπτικός Ευριπίδης διαχειρίζεται το γνωστό μύθο της μητροκτονίας εισάγοντας μια σειρά από νεοτερισμούς κι αφηγηματικές καινοτομίες, συνθέτει ένα σκληρό αλλά εξαιρετικά αναγνωρίσιμο στην εποχή μας έργο.


Ο Θέμης Μουμουλίδης άρχισε να ασχολείται με το αρχαίο δράμα 26 χρόνια πριν, ξεκινώντας απ’ τον Αριστοφάνη: το 1992 ανέβασε για το θίασο «Ράμπα» του Οργανισμού Εταιρικών Θιάσων του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών τις «Εκκλησιάζουσές» του.
Το καλοκαίρι του 2001 ξεκίνησε την ενασχόλησή του και με τους αρχαίους τραγικούς αλλά «πλαγίως», όταν ανέβασε με το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, του οποίου τότε ήταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής, και ξεκινώντας απ' το Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας, την παράσταση «Ορέστης-Από τον Ρίτσο στους τραγικούς», όπου γύρω από τον «Ορέστη» του Γιάννη Ρίτσου έπλεξε αποσπάσματα απ’ τις «Χοηφόρους» του Αισχύλου, την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή και την «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη -η πρώτη επαφή του με τη συγκεκριμένη τραγωδία. Και συνέχισε το καλοκαίρι του 2003, και πάλι με το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, ακριβώς, με την «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη -η δεύτερη επαφή του με το έργο-, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου. Με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στον επώνυμο ρόλο, Ορέστη τον Δημήτρη Αλεξανδρή, Κλυταιμνήστρα την Μάγια Λυμπεροπούλου, Παιδαγωγό τον Άρτο Απαρτιάν, Γεωργό τον Χάρη Σώζο…
Ακολούθησαν, με το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας πάντα, η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη το 2004 κι οι «Όρνιθες» του Αριστοφάνη (με τον τίτλο «Όρνιθες-06») το 2006. Και με την «5η Εποχή» του το 2012 και πάλι η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», το 2014 οι «Τρωάδες» του Ευριπίδη και το 2016 (η παράσταση επαναλήφθηκε το καλοκαίρι του 2017) η «Αντιγόνη του Σοφοκλή -όλα σε συνεργασία με το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας.
Στο δεύτερο αυτό, μετά από 15 χρόνια, ανέβασμα της «Ηλέκτρας» του Ευριπίδη -και τρίτη προσέγγισή του στο έργο- ο Θέμης Μουμουλίδης θα χρησιμοποιήσει και πάλι την μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη. Οι συζητήσεις για τους άλλους συντελεστές και τη συμπλήρωση της διανομής βρίσκονται σε εξέλιξη. Η πρεμιέρα θα δοθεί στις 25 Ιουνίου στην Αθήνα. Στη συνέχεια η παράσταση θα παιχτεί σε 20 επιλεγμένα ανοιχτά θέατρα σ’ όλη την Ελλάδα.
Επισημαίνω ότι η «Ηλέκτρα του Ευριπίδη έχει να παιχτεί στην Ελλάδα απ’ το καλοκαίρι του 2015, όταν την ανέβασε ο Σπύρος Α. Ευαγγελάτος στο «Badminton» -ακολούθησε περιοδεία-, με Ηλέκτρα την Μαρίνα Ασλάνογλου, Ορέστη τον Θανάση Κουρλαμπά, Κλυταιμνήστρα την Ρένη Πιττακή, Πρεσβύτη (Παιδαγωγός) τον Γιάννη Βόγλη, Γεωργό τον Γιώργο Ψυχογιό…
Αξιοσημείωτο -και πολύ ενδιαφέρον- ότι το καλοκαίρι θα δούμε και την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή -απ’ το Εθνικό Θέατρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου. Σε σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου, με την Αλεξία Καλτσίκη στον επώνυμο ρόλο και Κλυταιμνήστρα, όπως σας έγραψα στο totetartokoudouni.blogspot.com στις 12 Νοεμβρίου, την Μαρία Ναυπλιώτου.

March 10, 2018

Ο Δημήτρης Καραντζάς ανεβάζει «Βρικόλακες» του Ίψεν στο «Τέχνης» με Ρένη Πιττακή, Μιχάλη Σαράντη, Θέμη Πάνου


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση 


Ο Δημήτρης Καραντζάς επανέρχεται στο «Θέατρο Τέχνης» την επόμενη χειμερινή σεζόν 2018/2019, με Ίψεν και πάλι, συνεχίζοντας τη διαρκώς ανοδική πορεία του: ανεβάζει στην αρχή του 2019, στο θέατρο «Κάρολος Κουν» της Φρυνίχου, τους «Βρικόλακες» με Κυρία Άλβινγκ την Ρένη Πιττακή


Όσβαλντ θα ’ναι ο Μιχάλης Σαράντης, Πάστορας Μάντερς ο Θέμης Πάνου, Ρεγγίνα η Ιωάννα Κολλιοπούλου, Έγκστραντ ο Κώστας Μπερικόπουλος -εξαιρετική, στο σύνολό της, διανομή.
Ο Δημήτρης Καμαρωτός θα υπογράψει τη μουσική της παράστασης, η Ιωάννα Τσάμη τα κοστούμια κι ο Τάσος Καραχάλιος την κίνηση -όλοι τακτικοί συνεργάτες του σκηνοθέτη- ενώ για τους υπόλοιπους συντελεστές γίνονται ακόμα συζητήσεις.
Στο τρίπρακτο ρεαλιστικό κοινωνικό δράμα του Χένρικ Ίψεν η Χελένε Άλβινγκ, ευκατάστατη, μεσήλικη χήρα του λοχαγού Άλβινγκ, βρίσκεται σε μια φαινομενικά ευτυχισμένη στιγμή της ζωής της: ο Όσβαλντ, ο αγαπημένος της μοναχογιός, ανερχόμενος 

ζωγράφος, έχει γυρίσει στο πατρικό του σπίτι, κάπου στην Δυτική Νορβιγία, ύστερα από μακρόχρονη παραμονή στο Παρίσι, με σκοπό να περάσει όλο το χειμώνα μαζί με τη μητέρα του, ίσως -γιατί όχι;- και να μείνει μόνιμα πια εκεί, απ’ την άλλη μόλις έχει ολοκληρωθεί το έργο της ζωής της, ένα άσυλο για φτωχά κι ορφανά παιδιά, το οποίο έχει ανεγείρει για να τιμήσει τη μνήμη του συζύγου της, του σεβαστού απ’ όλη την τοπική κοινωνία, λοχαγού Άλβινγκ που πέθανε πρόωρα, πριν από δέκα χρόνια. Το κτίριο έχει ολοκληρωθεί, τα του κληροδοτήματος έχουν όλα κανονιστεί και την επομένη απομένει η γιορτή για τα εγκαίνια του κτιρίου. Τα πάντα, όμως, που φαίνονται ρόδινα, δεν είναι. Και θ ανατραπούν εντελώς.
Για να παραστεί στη γιορτή και να εκφωνήσει τον σχετικό πανηγυρικό, φτάνει απ’ την πόλη, ο Πάστορας Μάντερς. Ο πάστορας- παλιός φίλος της οικογένειας- είναι ταυτόχρονα και οικονομικός διαχειριστής του κληροδοτήματος. Πάνω στη συζήτηση για τον Όσβαλντ, την «άτακτη» ζωή του και τις αρχές του, που αυτός, ο αφιερωμένος στο καθήκον πάστορας, κριτικάρει αυστηρά, η κυρία Άλβινγκ αρχίζει να του κάνει ανείπωτες μέχρι τότε εκμυστηρεύσεις: η ζωή της δεν ήταν καθόλου έτσι όπως φαινόταν. Ο άντρας της δεν ήταν παρά ένας αλκοολικός, γλεντζές, ερωτύλος, ανεύθυνος και τεμπέλης. Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να τον αφήσει και να φύγει -η αυστηρότητα του Πάστορα την είχε αποτρέψει τότε-, έμεινε κοντά του κι αποφάσισε να θυσιάσει τη ζωή και την ευτυχία της για να κρύψει απ’ την κοινωνία την πραγματικότητα -το ζωτικό ψεύδος, λάιτ μοτίφ του Ίψεν. Για να προστατέψει το γιο της απ’ την ολέθρια επίδραση του πατέρα του, τον έδιωξε απ’ το σπίτι κι ο νεαρός Όσβαλντ μεγάλωσε, από τότε, σε ιδιωτικά σχολεία κι ύστερα στο εξωτερικό- ενώ ταυτόχρονα πήρε η ίδια τη διαχείριση των οικονομικών της οικογένειας ενώ τα βράδια αγωνιζόταν να αποτρέψει τον Άλβινγκ απ’ το ποτό.
Η χειρότερη στιγμή, ωστόσο, θα ερχόταν τη μέρα που θα ’πιανε τον άντρα της να ερωτοτροπεί με την υπηρέτρια του σπιτιού, την Γιοχάνα. 
Καρπός απ’ το σμίξιμό τους, η Ρεγγίνα που η κυρία Άλβινγκ αποφάσισε να κρατήσει στο σπίτι της -είναι η ψυχοκόρη, σήμερα, των Άλβινγκ- εν αντιθέσει προς τη μητέρα της που, αφού την αποζημίωσε μ’ ένα σεβαστό ποσό, την πάντρεψε με τον ξυλουργό Έγκστραντ ο οποίος δέχτηκε να εμφανιστεί ως ο νόμιμος πατέρας του κοριτσιού. Κι ολ’ αυτά, για να κρατηθεί «αλέκιαστη» η τιμή της οικογένειας Άλβινγκ.
Όμως, η μοίρα ενεδρεύει. Με τα ίδια της τα μάτια η Κυρία Άλβινγκ βλέπει τον Όσβαλντ, σαν άλλος λοχαγός Άλβινγκ με την Γιοχάνα, να ερωτοτροπεί με την Ρεγγίνα. «Βρικόλακες» («φαντάσματα», «νεκροζώντανοι» θα ’ταν το πιο σωστό, ο ίδιος ο Ίψεν διαφωνούσε με τη μετάφραση στα αγγλικά του τίτλου ως «Ghosts», που όμως καθιερώθηκε), όπως λέει με απόγνωση η Κυρία Άλβινγκ στο τέλος της πρώτης πράξης.
Βλέποντας το δράμα να επαναλαμβάνεται ως τραγωδία πια αλλά δειλιάζοντας να ομολογήσει στους δυο νέους ότι είναι ετεροθαλή αδέλφια, ετοιμάζεται να διώξει και την Ρεγγίνα, να τη στείλει να μείνει με τον «πατέρα» της, τον Έγκστραντ,  
και να πει και πάλι ψέματα στο γιο της. Όμως, η πυρκαγιά, το ίδιο βράδυ, στο νεότευκτο ορφανοτροφείο, πυρκαγιά που το καταστρέφει ολοσχερώς, της δίνει την αφορμή να τα εξομολογηθεί όλα στο γιο της. Αλλά κι εκείνος έχει να της κάνει τις δικές του, συνταρακτικές εξομολογήσεις: έχει κολλήσει -όπως πιστεύει- σύφιλη, βασανίζεται απ’ την αρρώστια τα τελευταία χρόνια και γι αυτό επέστρεψε στο σπίτι του, να πεθάνει εκεί. Η επόμενη κρίση της αρρώστιας που έχει πλήξει τον εγκέφαλό του μπορεί να ’ναι μοιραία. Και παρακαλεί τη μητέρα του, όταν έρθει η κρίση κι ο εγκέφαλός του αρχίσει να εκφυλίζεται, να τον βοηθήσει ν’ αυτοκτονήσει δίνοντάς του τα χάπια μορφίνης που ’χει φέρει μαζί του. Η Κυρία Άλβινγκ, προσπαθώντας να τον παρηγορήσει, του λέει, πως η αρρώστια δεν ήταν δικό του φταίξιμο αλλά την κληρονόμησε απ’ τον πατέρα του. Η κρίση, όμως, φτάνει…

Το έργο, γραμμένο το 1881 στην Ιταλία όπου τότε ζούσε ο Νορβηγός Ίψεν και εκδομένο την ίδια χρονιά στην Κοπεγχάγη, ξεσήκωσε, με την εξαιρετικά προχωρημένη, ανατρεπτική, αδιανόητη για την προτεσταντική κοινωνία της εποχής θεματολογία του, θύελλα αντιδράσεων. Το κατηγόρησαν ως μηδενιστικό, αθεϊστικό, ότι αναφέρεται στη σύφιλι, ότι προάγει τον ελεύθερο έρωτα και διαφημίζει της έκλυτη ζωή, ότι προτείνει την αιμομιξία και την ευθανασία... Λογοκρίθηκε, απαγορεύτηκε, το βιβλίο κατέβηκε απ’ τα ράφια των βιβλιοπωλείων, απορρίφθηκε από πολλά Θέατρα…
Πρωτοπαρουσιάστηκε στις ΗΠΑ, στο Σικάγο, το 1882, από θίασο δανών και νορβηγών ερασιτεχνών, με μόνη επαγγελματία ηθοποιό, ανάμεσά τους, την Δανή Χέλγκα φον Μπλούμε που επωμίστηκε την Κυρία Άλβινγκ -το έργο ήταν γραμμένο στα δανικά, τη γλώσσα που, τότε, χρησιμοποιούνταν, ως γραπτή, στην Νορβηγία.
Οι «Βρικόλακες» ήταν το πρώτο έργο του Ίψεν που παρουσιάστηκε στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την εγκυρότατη, εξαντλητική μελέτη «Ο Ερρίκος Ίψεν στην ελληνική σκηνή. Από τους ‘Βρυκόλακες’ του 1894 στις αναζητήσεις της εποχής μας» του σκηνοθέτη Γιάννη Μόσχου (εκδόσεις «Αμολγός») -που ξεκίνησε ως διδακτορική διατριβή του- το ιψενικό δράμα ανέβασε, στο «Θέατρο των Κωμωδιών», ο θίασος του Ευτύχιου Βονασέρα (που είχε και την άτυπη σκηνοθεσία), με Κυρία Άλβινγκ την Ελένη Αρνιωτάκη, Όσβαλντ τον ίδιο και Πάστορα Μάντερς τον Ευάγγελο Παντόπουλο. Πριν απ’ την πρεμιέρα, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έδωσε, με σκοπό να βοηθήσει τους θεατές να το καταλάβουν, μια μικρή εισαγωγική διάλεξη για το έργο που θα γίνει, πάντως, εχθρικά δεκτό απ’ τον Τύπο αλλά θα ’χει επιτυχία στο κοινό.
Έκτοτε οι «Βρυκόλακες» παρουσιάστηκαν στην ελληνική σκηνή περισσότερο από κάθε άλλο έργο του Ίψεν -τουλάχιστον μέχρι το 1999 που καταγράφει τις ιψενικές παραστάσεις η μελέτη του Γιάννη Μόσχου.
Το πιο πρόσφατο ανέβασμα του έργου στην Ελλάδα ήταν μια συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ. Κοζάνης με το θεσσαλονικιώτικο Θέατρο «Τ», σε σκηνοθεσία Γλυκερίας Καλαντζή, που παίχτηκε στα δυο Θέατρα, στην Κοζάνη και στην Θεσσαλονίκη αντίστοιχα, τη σεζόν 2015/2016, με Κυρία Άλβινγκ την Ελένη Δημοπούλου, Όσβαλντ τον Δημήτρη Φουρλή, Πάστορα Μάντερς τον Δημήτρη Ναζίρη.
Στην Αθήνα -στην περιφέρεια- το έργο παρουσιάστηκε για τελευταία φορά το χειμώνα 2014/2015, στο θέατρο «Διθύραμβος», στο Μαρούσι, σε σκηνοθεσία Έφης Νιχωρίτη, με την ίδια ως Κυρία Άλβινγκ, Όσβαλντ τον Σάββα Πετρίδη και Πάστορα Μάντερς τον Τάσο Ράπτη.
Σε κεντρικό αθηναϊκό θέατρο για τελευταία φορά το ’χει ανεβάσει ο Στάθης Λιβαθινός στο θέατρο «Οδού Κεφαλληνίας, το χειμώνα 2013/2014, για την «Πράξη» της Μπέττυς Αρβανίτη που ερμήνευσε την Κυρία Άλβινγκ, με Όσβαλντ τον Κώστα Βασαρδάνη και Πάστορα Μάντερς τον Νίκο Χατζόπουλο.
Οι «Βρικόλακες» είναι ο τρίτος Ίψεν με τον οποίο καταπιάνεται ο Δημήτρης Καραντζάς στη δεκάχρονη καριέρα του -τα δυο πρώτα έργα ήταν απ’ τα σπανιότερα παιζόμενα στην Ελλάδα του Ίψεν: ξεκίνησε με τον «Μικρό Έγιολφ» που παρουσίασε με την Ομάδα «Grasshopper» στο Φεστιβάλ Αθηνών 2012, στη Μικρή Σκηνή του θεάτρου «Πόρτα» -παράσταση που επαναλήφθηκε στον
ίδιο χώρο το χειμώνα 2012/2013-, και συνέχισε με το «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί» που ανέβασε στο «Υπόγειο», το 2015/2016 -παράσταση που σήμανε και την πρώτη συνεργασία του τόσο με το «Θέατρο Τέχνης» όσο και με την Ρένη Πιττακή (η οποία τώρα δρέπει δάφνες με μια συγκλονιστική ερμηνεία στο -βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ- «Misery» του Γουίλιαμ Γκόλντμαν, με τον ισάξιο Λάζαρο Γεωργακόπουλο πλάι της, σε σκηνοθεσία -εξαιρετική παράσταση- Τάκη Τζαμαργιά, στο «Ιλίσια Βολανάκης») η οποία ερμήνευσε την Ιρένε, και που παρουσιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2016, και στο Όσλο, στο πλαίσιο του «Διεθνούς Φεστιβάλ Ίψεν» το οποίο διοργανώνεται, ανά διετία, απ’ το Εθνικό Θέατρο της Νορβηγίας.
Θυμίζω ότι ο Δημήτρης Καραντζάς στην αρχή της σεζόν 2018/2019 πρόκειται να κάνει τον «Γυάλινο κόσμο» του Τενεσί Γουίλιαμς, στο θέατρο «Οδού Κεφαλληνίας», για την «Πράξη» της Μπέττυς Αρβανίτη, με Αμάντα την ίδια, Τομ τον Χάρη Φραγκούλη, Λόρα την Ελίνα Ρίζου, όπως σας έχω ήδη γράψει εδώ, στις 22 Δεκεμβρίου αλλά και Τζιμ -άλλη μια είδηση- τον Έκτορα Λιάτσο τον οποίο ξεχώρισα στο «Η καρφίτσα ή Απλά μαθήματα επιβίωσης» της Ελένης Ζιώγα, που είδα στο «Bios», σ’ επιμέλεια σκηνοθεσίας Έφης Καρακώστα (Φωτογραφίες: 1. Γκέλυ Καλαμπάκα, 4. Constantinos Caravatellis, 6. Χρυσαφένια Μόσχου, 11. Μαριάννα Τζουβελέκη).

March 2, 2018

Ο Γιώργος Πάτσας 430 σκηνογραφίες μετά...: «Με εμπνέουν οι δύστροποι, μικροί χώροι»


Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ στις 27 Ιανουαρίου 2007, με τις γνωστές, λόγω χώρου, περικοπές. Την αναρτώ αυτούσια, με ελάχιστες διορθώσεις, στη μνήμη του Καλλιτέχνη Γιώργου Πάτσα που έφυγε από τη ζωή τη νύχτα.


«Το θέατρο άρχισε να με ενδιαφέρει από μικρό. Χωρίς να ξέρω τι και πώς. Χωρίς να με πάρει κανείς από το χέρι και να με πάει. Μόνος μου άρχισα να πηγαίνω. Από πιτσιρικάς. Με εξαίρεση τις δυο φορές που ο πατέρας μου με κατέβασε στην Επίδαυρο να δω την Κάλλας. Πήγαινα στο Κρατικό απ’ την πρώτη του παράσταση, στο Εθνικό όταν ερχόταν στην Θεσσαλονίκη, στο ‘Θέατρο Τέχνης’… Θυμάμαι πόσο καθοριστικό ήταν όταν είδα την ‘Ευρυδίκη’ του Ανούιγ. Είχα φύγει μαγεμένος».
Και την απόφαση να ασχοληθείτε ειδικά με τη σκηνογραφία-ενδυματολογία πότε την πήρατε;
«Από την πρώτη στιγμή, τη σκηνογραφία ήθελα. Μου άρεσε το θέατρο αλλά ούτε μια στιγμή δεν είπα ‘θέλω να γίνω ηθοποιός’» λέει ο Γιώργος Πάτσας.

Γεννήθηκε στη Σαλονίκη. Το ’44. Και εκεί μεγάλωσε. Οι ρίζες του πατέρα από την Δυτική Μακεδονία, της μάνας από την Κωνσταντινούπολη. Δεν του αρέσει να θυμάται τα παιδικά του χρόνια -δεν ήταν ευτυχισμένα. Και δεν του αρέσει να τα κουβεντιάζει. Η δουλειά του προέχει.
Σπουδές στη Σχολή Βακαλό, η επίδραση του Γιώργου Βακαλό, πρώτη του «ανεπίσημη» δουλειά τα σκηνικά για έναν «Τροβατόρε» στην Θεσσαλονίκη το 1965, η πρώτη του «καθαρά επαγγελματική», στο ΚΘΒΕ το ’68: «Ταρτούφος» του Μολιέρου, σκηνοθέτης ο Κυριαζής Χαρατσάρης, διευθυντής του Θεάτρου τότε ο Γιώργος Κιτσόπουλος. Θεωρεί καθοριστική τη συνάντηση μαζί του. Είδε σχέδιά του, του ζήτησε να κάνει μακέτες, του άρεσαν και τον πρότεινε στο σκηνοθέτη ο οποίος ήδη τον γνώριζε. Αυτό ήταν.
Τριάντα εννιά χρόνια «επίσημα» στο θέατρο, ο Γιώργος Πάτσας ανάσα δεν έχει πάρει: πάνω από τετρακόσιες δουλειές του στο θέατρο, την όπερα, τον κινηματογράφο μετράω στο εξαίσιο λεύκωμα για τη δουλειά του που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις «Ergo» -«ευχαριστώ πολύ τον Παναγιώτη Αναστασόπουλο που πολλά ρισκάρισε με την έκδοση αυτή» μου λέει.
Κάθεται απέναντί μου, τον βλέπω -χρόνια τον ξέρω- κι απορώ -χρόνια απορώ: πώς αυτός ο χαμηλόφωνος, χαμηλότονος, ντροπαλός, ελάχιστα «κοινωνικός» άνθρωπος, ο «λάθε βιών», κατάφερε να κάνει μια τόσο ζηλευτή καριέρα, να τύχει αλλεπάλληλων βραβεύσεων -με κορυφαία τα δύο ασημένια μετάλλια που μας έφερε από την Κουαντρενιάλ Σκηνογραφίας της Πράγας το 1995 και το 2003- και να συγκαταλέγεται στους εντελώς κορυφαίους σκηνογράφους-ενδυματολόγους μας; Φαίνεται πως οι καρποί της δουλειάς του υπερέβησαν τις… βλαβερές συνέπειες του «αντιεπικοινωνιακού προφίλ» του. Γιατί ο Γιώργος Πάτσας μπορεί να οργανώσει μαγικά σκηνικά περιβάλλοντα, από την Επίδαυρο μέχρι τα πιο μίζερα και δύσκολα ελληνικά θεατράκια και να σχεδιάσει κοστούμια υπέροχα «ακτινοσκοπώντας» τα κείμενα των συγγραφέων και αναδεικνύοντας τις παραστάσεις, κάποτε, και σε γεγονότα.
Η επόμενη καθοριστική του συνάντηση ήταν ο Σπύρος Ευαγγελάτος.
«Εντελώς καθοριστική. Ο Κιτσόπουλος ήταν που με σύστησε και στον Σπύρο. Κάναμε το καλοκαίρι του ’69 στο Θέατρο Κήπου τις ‘Εκκλησιάζουσες’. Όλο το καλοκαίρι παιζότανε η παράσταση, άφησε εποχή. Έμαθα πολλά από τον Ευαγγελάτο. Εκτός από την αξία που έχει ως σκηνοθέτης είναι και εξαίρετος άνθρωπος. Του οφείλω πολλά και σε επίπεδο καλλιτεχνικό αλλά και σε επίπεδο φιλίας».
 
Τι σας εμπνέει περισσότερο; Το ίδιο το έργο που αναλάβατε ή ο σκηνοθέτης;
«Ο σκηνοθέτης είναι κάτι το καθοριστικό. Είτε το θέλουμε είτε όχι. Δεν μου αρέσει να δουλεύω ερήμην της σκηνοθετικής γραμμής. Προσπαθώ να βλέπω τι θέλει ο άνθρωπος που κατευθύνει την όλη ροή και το ύφος της παράστασης. Προσπαθώ, ακόμα κι όταν έχω αντιρρήσεις, να γίνουν πιο ξεκάθαρα τα πράγματα. Μου αρέσει το παιχνίδι να ερμηνεύουμε τον ίδιο συγγραφέα με ένα σκηνοθέτη με ένα τρόπο, με ένα άλλο σκηνοθέτη με άλλο τρόπο, με ένα άλλο σκηνοθέτη με ένα τρίτο τρόπο… Μου αρέσει η αλλαγή. Μπορεί από τους τρόπους αυτούς εγώ να προτιμώ ένα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει και να τον επιβάλω σε όλους τους σκηνοθέτες. Δεν είναι στη λογική μου αυτό». 
Προσπαθείτε να φέρετε με τρόπο το σκηνοθέτη στα νερά σας;
«Προσπαθώ. Αλλά μόνο όταν πιστεύω πως έχω κάτι να πω. Και για το καλό της παράστασης. Όχι για να περάσει το δικό μου. Προς Θεού!».
Και η συνεργασία σας με τους σκηνοθέτες; Φτάσατε ποτέ στο σημείο να θέλετε να τα βροντήξετε και να φύγετε; 
«Όχι, δεν τσακώνομαι. Ούτε τα έχω ποτέ βροντήξει».
Οι μικρές, δύσκολες σκηνές -κολώνες, στρίμωγμα…-, όπου κάνετε και ξανακάνετε σκηνικά, σας καταπιέζουν ή είναι πρόκληση; 
«Είναι πρόκληση. Μου αρέσουν αυτοί οι ‘δύστροποι’ και μικροί χώροι. Με εμπνέουν. Μου αρέσει στους χώρους αυτούς η σχέση των ηθοποιών με το θεατή. Την ιταλική σκηνή ομολογώ ότι δεν την πολυθέλω. Κλείνει η αυλαία, χωρίζεται το θέατρο στους ηθοποιούς και στους θεατές… Δεν μου αρέσει αυτό».
«Προσπαθούσα και προσπαθώ να βλέπω όσο περισσότερες παραστάσεις μπορώ στο εξωτερικό», μου λέει. «Έτσι έμαθα και μαθαίνω. Έτσι προχώρησα στην αφαίρεση, έτσι προχώρησα στη λιτότητα».
Μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να ξεπατικώσετε κάτι που σας γοήτευσε; 
«Πολλά με γοήτευσαν. Αλλά όχι για να τα ξεπατικώσω. Αλλά στοιχεία τους έχουν περάσει στις δουλειές μου. Αναμφισβήτητα».
Και ο πειρασμός να κάνετε «αισθητή» την παρουσία σας μέσω της εικαστικότητας της δουλειάς σας; 
«Νομίζω πως πρέπει να θέλουμε να κάνουμε αισθητή την παρουσία μας. Όχι με την έννοια να ‘βγούμε μπροστά’, ως πρωταγωνιστές. Αλλά δεν μπορεί αυτά που κάνουμε να είναι ‘ανώδυνα’. Να μη ‘γράφουνε’, να μην υπάρχουν… Ο ηθοποιός είτε μικρό ρόλο έχει, είτε μεγάλο δεν πρέπει να τα δώσει όλα;».
Πώς αντιμετωπίζετε την αισθητική του μεταμοντέρνου; 
«’Μεταμοντέρνο’ τι σημαίνει; Το κιτς; Αν ναι, τότε δεν μπορώ να πω ότι αγαπάω αυτή την αισθητική που ευδοκιμεί κυρίως στον γερμανόφωνο χώρο. Εκτιμώ πράγματα που γίνονται αλλά δεν θέλω εγώ να τα κάνω. Δεν με ενδιαφέρει. Δεν μου ’ρχεται…». Γελάει. «Εκτός κι αν γίνει με συγκεκριμένο σκοπό. Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, χρησιμοποιούν το κιτς επίμονα. Είτε κάνουν αρχαία τραγωδία, είτε Σέξπιρ, είτε Τσέχοφ, είτε σύγχρονο θέατρο, το κιτς στην πρώτη γραμμή. Μα, σκοινί - κορδόνι; Ίσως κάνω λάθος αλλά πιστεύω πως, αν φύγει από τη μόδα και βλέπουνε αυτές τις δουλειές οι νεότερες γενιές, μάλλον θα γελάνε».
Κάνετε πρόζα, όπερα, κινηματογράφο… Τι προτιμάτε; 
«Την πρόζα. Δεν την αλλάζω με τίποτα».
Τι υλικά προτιμάτε; 
«Τα σύγχρονα. Προτιμώ να μην έχω βαμμένα τελάρα. Δεν θέλω αναπαράσταση υλικών. Αν χρειάζεται ξύλο, θέλω να είναι ξύλο, αν χρειάζεται σίδερο θέλω να είναι σίδερο. Αυθεντικά υλικά. Και αν είναι δυνατόν να μην τα βάφουμε».
Το πλαστικό; Δεν είναι ψυχρό; 
«Και τα πλαστικά χρησιμοποιώ, και τα βινίλ, αν χρειάζεται, και το πλεξιγκλάς πολύ… Και το μέταλλο. Δεν είναι ψυχρό το μέταλλο. Αλλά κάτι ψυχρό στη σκηνή είναι πάρα πολύ γοητευτικό. Για μένα τουλάχιστον».
Όταν σχεδιάζετε ένα κοστούμι αφήνεστε στην έμπνευσή σας ή παίρνετε υπόψη σας και τον ηθοποιό που θα το φορέσει, το σώμα του…; 
«Χρειάζεται να τα παντρεύει κανείς. Πάρα πολλές φορές ρωτάω τους ίδιους τους ηθοποιούς, πριν ακόμα ξεκινήσω, πώς φαντάζονται το κοστούμι τους. Ιδιαίτερα όταν δεν αισθάνομαι σίγουρος ο ίδιος. Και πολλές φορές με έχουν βοηθήσει».
Σκηνικά ή κοστούμια; 
«Μου αρέσουν και τα δύο γιατί προσπαθώ να τα ταιριάξω. Πολλές φορές που έκανα μόνο τα σκηνικά και όχι και τα κοστούμια το μετάνιωσα. Νοιώθω ότι δεν κολλάνε. Δεν με ενδιαφέρει το κοστούμι να προβάλλεται ως κοστούμι. Όσο πιο απλά τα κοστούμια, τόσο καλύτερα. Σε οποιοδήποτε θεατρικό είδος».
Δεν έχετε κουραστεί; Κάνετε, κατά μέσο όρο, πάνω από δέκα δουλειές το χρόνο. 
«Σωματικά έχω λίγο κουραστεί. Αλλά η διάθεσή μου δεν έχει κουραστεί. Το πρόβλημα είναι αλλού: να εξακολουθεί κανείς να κάνει κάποια πράγματα φρέσκα ακολουθώντας το ρυθμό της εποχής του».
Και πώς το καταφέρνει; 
«Πιστέψτε με, είναι πάρα πολύ δύσκολο».
Με συνεργασίες με νεότερους; 
«Σίγουρα. Αλλά και παρακολουθώντας τα ρεύματα του καιρού. Στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Χρειάζεται να έχεις τις κεραίες σου τεντωμένες.
Αν του ζητούσαν απολογισμό; 
«Θεωρώ πως έκανα το μάξιμουμ που μπορούσα να κάνω. Πόσο καλά ή πόσο άσχημα το έκανα δεν είμαι εγώ αρμόδιος να το κρίνω. Θεωρώ, πάντως, ότι ήμουν τυχερός. Μου δόθηκαν ευκαιρίες. Αν δεν μπόρεσα να τις εκμεταλλευτώ μόνο εγώ φταίω. Κανένας, μα απολύτως κανένας άλλος».
Η κόρη του από τον πρώτο του γάμο -με την Μαλβίνα Κάραλη-, η Μαριάννα -στα εικοσιοκτώ-, ο γιος του Νικηφόρος -στα πέντε-, η γυναίκα του -η σκηνοθέτρια Νικαίτη Κοντούρη- είναι τα πρόσωπα από τα οποία αντλεί.
Και το λεύκωμα αυτό το κάνατε για να δούμε εμείς συγκεντρωμένη τη δουλειά σας ή για να τη δείτε εσείς;
Γελάει.
«Αυτή την ερώτηση, κατά κάποιο τρόπο, την έχω υποβάλει κι εγώ στον εαυτό μου. Το λεύκωμα αυτό καταρχάς κάνει καλό σε μένα. Ποτέ δεν μπορώ να ανατρέξω στο αρχείο μου. Τα είχα ξεχάσει όσα έκανα. Μ’ αυτή την ευκαιρία τα θυμήθηκα. Και μπήκαν όλα σε ένα τόμο που μπορώ να τον ξεφυλλίσω κι εγώ κι όποιος άλλος θέλει».
Συγκεντρώνοντας το υλικό πώς νιώσατε; 
«Συγκινήθηκα».
Έχετε απογοητευτεί καθόλου; 
«Πολλές φορές. Θεωρώ, όμως, καλό σημάδι ότι έχω διαγράψει πάρα πολλά απ’ όσα έχω κάνει. Κανονικά τα έχω διαγράψει. Και όχι μόνο από τις παλιές μου δουλειές αλλά και από τις πρόσφατες. Κάνει καλό η αυτοκριτική. Ακόμα και για τις δουλειές που θεωρώ καλές έχω τις αμφιβολίες μου. Πρέπει να περάσουν χρόνια για να κατασταλάξουν μέσα μου».


Η φετινή δραστηριότητα του Γιώργου Πάτσα 

** «Οιδίπους τύραννος» (σκηνικά και κοστούμια) στο θέατρο «Αλεξαντρίνσκι» / Αγία Πετρούπολη (σκηνοθεσία Θεόδωρος Τερζόπουλος).
** «Ματωμένος γάμος» (σκηνικά) στο θέατρο «Κάππα» για το Εθνικό Θέατρο (σκην. Σωτήρης Χατζάκης).
** «Ντόλι» (σκηνικά και κοστούμια) στο Βασιλικό Θέατρο / Θεσσαλονίκη για το ΚΘΒΕ (σκην. Γιάννης Ιορδανίδης) -επανάληψη.
** «Machinal» (σκηνικά και κοστούμια) στο θέατρο της ΕΜΣ / Θεσσαλονίκη για το ΚΘΒΕ (σκην. Νικαίτη Κοντούρη).
** «Παντρολογήματα» στο «Θέατρο Τέχνης»-Φρυνίχου (σκην. Γιάννης Μπέζος).
** «Ξενοδοχείο των δύο κόσμων» (σκηνικά και κοστούμια) στο «Αμφι – Θέατρο» (σκην. Σπύρος Ευαγγελάτος).
** «Εφτά λογικές απαντήσεις» (σκηνικά και κοστούμια) στο «Απλό Θέατρο» (σκην. Αντώνης Αντύπας).
** «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» (σκηνικά και κοστούμια) στο θέατρο «Καρέζη» (σκην. Γιάννης Ιορδανίδης).
** «Ντα» (σκηνικά) στο θέατρο «Βασιλάκου (σκην. Γιώργος Μιχαλακόπουλος).
** Λεύκωμα «Ο ήχος του άδειου χώρου-Σκηνογραφίες 1965-2005» (Εκδόσεις «Ergo», Αθήνα, 2007. Σελ. 372. Τιμή: 85 ευρώ) (Φωτογραφία 1: Ανδρέας Σιμόπουλος).