«Dogman» / Σκηνοθεσία: Ματέο Γκαρόνε
Ρόμη: η «Αιωνία Πόλη». Κι όμως... Ρόμη δεν είναι μόνο η Ρόμη του Φελίνι ούτε η Ρόμη των «Διακοπών στη Ρόμη» και της Όντρεϊ Χέπμπερν. Ρόμη είναι κι η Μαλιάνα. Στα περίχωρα της ιταλικής πρωτεύουσας. Βρισκόμαστε σε μια γειτονιά της Μαλιάνα. Που πιο υποβαθμισμένη, πιο άθλια, πιο μίζερη, πιο θλιβερή, πιο τριτοκοσμική δύσκολο να βρεις -μπετόν και παράγκες. Εκεί ζει ο
Μαρτσέλο. «Dogman», το κατάστημά του. Φιλοξενεί και περιποιείται σκύλους -λούσιμο, κούρεμα, νύχια... Αλλά διακινεί και μικροποσότητες κοκαΐνης. Συνεργάζεται και σ’ άλλες βρομοδουλειές -διαρρήξεις για παράδειγμα. Έτσι επιζείς εκεί...
Άσκημος άνθρωπος, κοντούτσικος, με μια φωνούλα γελοία... -ένα
Άσκημος άνθρωπος, κοντούτσικος, με μια φωνούλα γελοία... -ένα
απολειφάδι. Αλλά κι άνθρωπος ήμερος, γλυκός, άκακος, τρυφερός. Γίνεται μέλι όταν ασχολείται με τα σκυλιά -ακόμα και με τα πιο άγρια κι επικίνδυνα. Και με το κοριτσάκι του -ο γάμος του έχει διαλυθεί-, την Αλίντα, που το λατρεύει κι, όταν το φιλοξενεί, γιατί το ’χει κρατήσει η μάνα του,
μαζί ονειρεύονται ταξίδια μακρινά κι εξωτικές διακοπές. Τη ζωή του, όμως, εκείνος που τη σημαδεύει είναι ο Σιμοντσίνο. Πρώην μποξέρ, τεράστιος -ένα βουβαλόπαιδο-, διπλός απ’ τον Μαρτσέλο, χαμηλής νοημοσύνης, εξαρτημένος απ’ την κοκαΐνη -ο ακραία βίαιος, ανεξέλεγκτος τραμπούκος της γειτονιάς, που κάνει ό,τι θέλει, δέρνει, αρπάζει, κλέβει, σπάζει, καταστρέφει... Αλλά είναι «φίλος» του. Δηλαδή έχει τον άβουλο, αδύναμο Μαρτσέλο
υποτακτικό του, υποχείριό του, ασκώντας βία πάνω του -μια σχέση φόβου, μια σχέση υποταγής, μια σχέση αφέντη-σκλάβου. Ο Σιμοντσίνο τον εξαναγκάζει να κρατάει τσίλιες σε μια διάρρηξη που οργάνωσε -όταν ο Μαρτσέλο μαθαίνει, κατόπιν εορτής, ότι έκλεισαν το σκυλάκι του σπιτιού στην κατάψυξη για να μη γαβγίζει, για να το γλυτώσει, γυρίζει μόνος του πίσω, σκαρφαλώνει, το βγάζει απ’ το
ψυγείο και το συνεφέρει κάνοντάς του… απόψυξη! Ο Σιμοντσίνο τον σέρνει μαζί του στους έμπορους κοκαΐνης, όπου δέρνει τον ένα τους γιατί δεν του δίνουν κόκα, επειδή τους χρωστάει λεφτά, και κλέβει την κόκα. Ο Σιμοντσίνο τον σέρνει στην κόκα και τα κακόφημα μπαρ με «κορίτσια». Όταν του στήνουν ενέδρα του Σιμοντσίνο και τον πυροβολούν, ο Μαρτσέλο είναι που τον σώζει
και τον κουβαλάει στη μάνα του. Ώσπου εντοπίζει ο Σιμοντσίνο ότι το μαγαζί του Μαρτσέλο είναι μεσοτοιχία μ’ ένα κοσμηματοπωλείο. Τον υποχρεώνει να του δώσει τα κλειδιά του μαγαζιού για να μπει τη νύχτα και να κάνει ριφιφί στο διπλανό, αφήνει, όμως, εκεί και τα κλειδιά. Φυσικά πιάνουν τον Μαρτσέλο αλλά εκείνος, αν κι η αστυνομία ξέρει πολύ καλά τι συνέβη, αρνείται να μαρτυρήσει εναντίον του -ο φόβος; Κάτι περισσότερο;- και τρώει ένα χρόνο φυλακή. Όταν απολυθεί και ζητήσει απ’ τον Σιμοντσίνο το μερτικό του απ’ τη διάρρηξη -κι ενώ όλοι οι φίλοι κι οι γείτονες τον θεωρούν μίασμα και του ’χουν γυρίσει την πλάτη-, εκείνος όχι μόνο δεν του το δίνει αλλά τον σπάει στο ξύλο. Οπότε
φτάνει η ώρα της έκρηξης του ταπεινού και καταφρονεμένου. Παγιδεύει, με πρόσχημα μια ληστεία που σχεδιάζει, το κτήνος Σιμοντσίνο στο μαγαζί, τον κλειδώνει σ’ ένα κλουβί σκυλιού, όταν καταφέρει να βγει, τον χτυπάει στο κεφάλι, μετά τον δένει μ’ αλυσίδες και, στο τέλος, τον στραγγαλίζει με τις αλυσίδες. Θα κουβαλήσει το ασήκωτο για το μίζερο κορμάκι του πτώμα του τραμπούκου σε μια ερημιά και θα προσπαθήσει να το κάψει. Είναι
φτάνει η ώρα της έκρηξης του ταπεινού και καταφρονεμένου. Παγιδεύει, με πρόσχημα μια ληστεία που σχεδιάζει, το κτήνος Σιμοντσίνο στο μαγαζί, τον κλειδώνει σ’ ένα κλουβί σκυλιού, όταν καταφέρει να βγει, τον χτυπάει στο κεφάλι, μετά τον δένει μ’ αλυσίδες και, στο τέλος, τον στραγγαλίζει με τις αλυσίδες. Θα κουβαλήσει το ασήκωτο για το μίζερο κορμάκι του πτώμα του τραμπούκου σε μια ερημιά και θα προσπαθήσει να το κάψει. Είναι
τελειωμένος αλλά (πιστεύει ότι) είναι και περήφανος που κατάφερε αυτό που οι γείτονες συζητούσαν: να καθαρίσουν το κάθαρμα. Είναι, όμως, πια κι ολομόναχος. Ο Ματέο Γκαρόνε με το «Dogman» (2018) γυρίζει στα οικεία χωράφια του «Γόμορα» που
τον εκτόξευσε: λούμπεν προλεταριάτο, περιθώριο, ζωή που δεν είναι ζωή, «άνθρωποι» χωρίς παρελθόν, παρόν και μέλλον, παραβατικότητα, έγκλημα... Μέσα από ένα ρεαλισμό στεγνό, ψυχρό, αδυσώπητο. Που τον υπαγορεύουν οι χώροι που διάλεξε -αυτή η «έρημη χώρα»- και τον τονίζει, τον υπογραμμίζει, τον υποθάλπει, τον κατευθύνει η συγκλονιστική ανήλιαγη φωτογραφία του Δανού Νικολάι Μπρουλ. Ο «Κλέφτης (κλέφτες) ποδηλάτων»
τον εκτόξευσε: λούμπεν προλεταριάτο, περιθώριο, ζωή που δεν είναι ζωή, «άνθρωποι» χωρίς παρελθόν, παρόν και μέλλον, παραβατικότητα, έγκλημα... Μέσα από ένα ρεαλισμό στεγνό, ψυχρό, αδυσώπητο. Που τον υπαγορεύουν οι χώροι που διάλεξε -αυτή η «έρημη χώρα»- και τον τονίζει, τον υπογραμμίζει, τον υποθάλπει, τον κατευθύνει η συγκλονιστική ανήλιαγη φωτογραφία του Δανού Νικολάι Μπρουλ. Ο «Κλέφτης (κλέφτες) ποδηλάτων»
του Ντε Σίκα είναι παρών -δεν είναι τυχαίος ο τίτλος της ταινίας...-, ο Παζολίνι εκεί είναι, ο νεορεαλισμός γενικότερα αχνοφαίνεται πίσω, στο βάθος, το «Bίαιοι, βρώμικοι και κακοί» του Έτορε Σκόλα ανήκει στους προγόνους, ο Σαμ Σέπαρντ δε λείπει. Κι ο μικροσκοπικός Μαρτσέλο του, παρέα με το γίγαντα Σιμοντσίνο, παραπέμπουν στο ζευγάρι Τσάρλι Τσάπλιν-Έρικ Κάμπελ στις μικρού μήκους βουβές ταινίες του πρώτου, στο ζευγάρι Ντάστιν Χόφμαν/Ράτσο-Τζον Βόιτ/Τζο στον
«Καουμπόι του μεσονυκτίου» του Σλέσινγκερ κι όχι μόνον οπτικά... Ο Ματέο Γκαρόνε, ένα απεγνωσμένο γουέστερν α λα ιταλιάνα -αλλά σίγουρα όχι της κατηγορίας σπαγκέτι γουέστερν…- σκηνοθέτησε. Που δεν του λείπει το πικρό χιούμορ -η φάτσα του πρωταγωνιστή του, Μπάστερ Κίτον θυμίζει. Μόνο που η ταινία ξεκινάει στο πρώτο μέρος να φτάσει -και τη φτάνει- τη δύναμη του «Γόμορα» αλλά στο δεύτερο μέρος δεν τα καταφέρνει και τη χάνει. Το σενάριο που συνυπογράφουν ο σκηνοθέτης κι οι Ούγκο Κίτι και
Μάσιμο Γκαουντιόζο, σε συνεργασία με τους Μάρκο Περφέτι, Νταμιάνο ντ’ Ινοτσέντσο, Φάμπιο ντ’ Ινοτσέντσο και Τζούλιο Τρόλι, με τις σπλάτερ λύσεις που προτείνει στο φινάλε, παύει να είναι πειστικό -κι ας είναι εμπνευσμένο από μια πραγματική ιστορία (την υπόθεση Πιέτρο ντε Νέγκρι) που συγκλόνισε την Ιταλία τη δεκαετία του ’80. Ο Μαρτσέλο Φόντε -που κρατάει το μικρό του όνομα στο ρόλο-, χωρίς σπουδές υποκριτικής, σχεδόν ερασιτέχνης, απόλυτος άξονας της ταινίας, δεν είναι μόνο μια
εξαιρετική επιλογή: ζει, ταυτίζεται, ανασαίνει με το ρόλο, ΕΙΝΑΙ ο ρόλος, ταινία χωρίς αυτόν δε θα υπήρχε. Αυτό το κράμα δειλίας, ευγένειας, εξανδραποδισμού, τρυφερότητας, ταπεινοσύνης και
δουλοπρέπειας αλλά και σκληρότητας που αιφνίδια αναδύεται από μέσα του, απόγνωσης και μοναξιάς διαγράφεται ανάγλυφα στο ιδιαίτερο, αλλόκοτο πρόσωπό του. Αντάξια η πλαισίωσή του απ’ τους υπόλοιπους, διαλεγμένους με μεγάλη προσοχή, με ιδιαίτερα πειστικό τον Εντοάρντο Πέσε/Σιμοντσίνο. Μια ενδιαφέρουσα ταινία, παρά τις αντιρρήσεις μου. Κρατώ το βλέμμα της μικρής κόρης του Μαρτσέλο, όταν βλέπει να κακοποιούν τον πατέρα της.
δουλοπρέπειας αλλά και σκληρότητας που αιφνίδια αναδύεται από μέσα του, απόγνωσης και μοναξιάς διαγράφεται ανάγλυφα στο ιδιαίτερο, αλλόκοτο πρόσωπό του. Αντάξια η πλαισίωσή του απ’ τους υπόλοιπους, διαλεγμένους με μεγάλη προσοχή, με ιδιαίτερα πειστικό τον Εντοάρντο Πέσε/Σιμοντσίνο. Μια ενδιαφέρουσα ταινία, παρά τις αντιρρήσεις μου. Κρατώ το βλέμμα της μικρής κόρης του Μαρτσέλο, όταν βλέπει να κακοποιούν τον πατέρα της.
Κινηματογράφος «Mikrokosmos», 26 Νοεμβρίου 2018.
No comments:
Post a Comment