March 31, 2016

Με γνώση και συγκίνηση


Μπορεί ο σύγχρονος ακροατής, χορτασμένος από εντυπωσιακούς συμφωνικούς και χορωδιακούς όγκους, να ακούσει και να δεχτεί και να απολαύσει το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ από μόλις 28μελή ορχήστρα και μάλιστα με όργανα εποχής και από μόλις 24μελή χορωδία -δώδεκα γυναικείες και δώδεκα ανδρικές φωνές; Αν στο πόντιουμ στέκεται ένας μαέστρος ταλαντούχος, που γνωρίζει καλά τα στιλ, αν γίνει σκληρή δουλειά, αν τα σύνολα είναι ικανά και αν υπάρχουν άξιοι σολίστ, η απάντηση είναι ναι. Το ναι αυτό το φώναξε -καθόλου ηχηρά αλλά σεμνά, μεστά πάντως, και με συγκίνηση- η χτεσινοβραδινή συναυλία της «Καμεράτας-Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής» με τον Μάρκελλο Χρυσικόπουλο στη θέση του αρχιμουσικού.

Η βραδιά άνοιξε με το ευλαβικό «Stabat Mater (1736) του Τζοβάνι Μπατίστα Περγκολέζι -βασισμένο σε λειτουργικό κείμενο του 13ου αιώνα που διαλογίζεται για τον πόνο της Παρθένου Μαρίας, μητέρας του Χριστού. Δωδεκαμερές, γραμμένο -λίγες εβδομάδες πριν ο συνθέτης πεθάνει στα 26 του, μόλις, χρόνια- για σοπράνο, μέτζο σοπράνο, έγχορδα και κοντίνουο, κτισμένο σαν ιταλική καντάτα του 18ου αιώνα με άριες και ντουέτα, αποδόθηκε με στέρεη γνώση του ύφους μπαρόκ, με μέτρο και σεβαστικά. Η εκτέλεση είχε, επιπλέον, την τύχη να διαθέτει ως σολίστ τη σοπράνο Μυρτώ Παπαθανασίου -φωνή ώριμη, μεστή, πλούσια, υπέροχη αλλά και ελεγχόμενη από καλή τεχνική- και την ιταλίδα μέτζο -κοντράλτο θα ήταν το πιο σωστό- Ρομίνα Μπάσο -φωνή με μικρότερο όγκο, που την έλλειψή αυτή η κοντράλτο την αναπληρώνει με άριστη τεχνική και, κυρίως, με μία εκχειλίζουσα, καθηλωτική μουσικότητα- οι οποίες δέθηκαν αρμονικότατα.


Η συναυλία κορυφώθηκε στο δεύτερο μέρος με το «Ρέκβιεμ» του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1791, ημιτελές, συμπληρωμένο από το μαθητή του Φραντς Ξάβερ Σουσμάγιερ). Το έργο αυτό της πλήρους ωριμότητας του Μότσαρτ έτυχε μιας πέραν πάσης προσδοκίας καλής εκτέλεσης. Ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος, που για άλλη μία φορά, αποδεικνύει τις ικανότητές του και στο πόντιουμ, ισορρόπησε έξοχα τους ηχητικούς όγκους, τιθάσευσε και έδεσε ορχήστρα, χορωδία -την άψογη «Musica Atenea», διδαγμένη από τον Κωστή Κωνσταντάρα- και τους τέσσερις σολίστ που τους αγκάλιασε με θέρμη και τους σεβάστηκε και διηύθυνε με μεγάλη προσοχή και ακρίβεια, παράγοντας έναν ήχο κιαροσκούρο, απόλυτα ταιριαστό με το έργο, και επιτυγχάνοντας θαυμαστά συντονισμένα κλεισίματα στο κάθε μέρος.
Εξαιρετικές και εδώ η Μυρτώ Παπαθανασίου και η Ρομίνα Μπάσο, όπως και ο τενόρος Γιάννης Φίλιας με πιο αδύναμο κρίκο τον μπάσο Πέτρο Μαγουλά.
Το συμπέρασμα. Μία συναυλία υψηλού επιπέδου -ήταν αφιερωμένη στη μνήμη της Ελίζαμπετ Σέφερ, βιολίστριας της ορχήστρας, η οποία έφυγε από τη ζωή λίγες μέρες πριν- που με ενθουσίασε. Θα έπρεπε, ίσως, να επαναληφθεί, ειδικά μετά την επιτυχία που είχε.

«Καμεράτα-Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής», Μέγαρο Μουσικής Αθηνών/Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», 30 Μαρτίου 2016.

March 30, 2016

«Πλατεία Ηρώων» του Μπέρνχαρντ στο θέατρο «Λευτέρης Βογιατζής» απ’ τον Δημήτρη Καραντζά με Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Μαρία Σκουλά, Χρήστο Στέργιογλου


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση 



Το άπαιχτο στην Ελλάδα, ύστατο -και εξαιρετικά επίκαιρο σήμερα...- έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ «Πλατεία Ηρώων», που η πρεμιέρα του στην Αυστρία προκάλεσε τεράστιο σκάνδαλο,  θ’ ανεβάσει τον προσεχή Ιανουάριο, ο Δημήτρης Καραντζάς στο θέατρο «Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής» με πρωταγωνιστές την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, την Μαρία Σκουλά, τον Χρήστο Στέργιογλου, την Υβόννη Μαλτέζου, την Άννα Καλαϊτζίδου, τον Γιώργο Μπινιάρη, την Σύρμω Κεκέ -θίασος γερός που δεν έχει ακόμα συμπληρωθεί- και σε παραγωγή της «Λυκόφως» του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου.

Το έργο αρχίζει μετά την αυτοκτονία του στοχαστή και φιλόσοφου καθηγητή Γιόζεφ Σούστερ, στην Βιένη, το 1988, χρονιά που το «Πλατεία Ηρώων» πρωτοπαίχτηκε. To 1938, 50 χρόνια πριν, ύστερα απ το «Άνσλους» -την «Σύνδεση»-, ήτοι, στην πραγματικότητα, την προσάρτηση της Αυστρίας στην Γερμανία, που ο Άντολφ Χίτλερ είχε κηρύξει στην κεντρική πλατεία Ηρώων -εξ ου κι ο τίτλος του έργου- της Βιένης, μπροστά απ’ το ανάκτορο Χόφμπουργκ, ενώπιον ενός καθόλου ευκαταφρόνητου πλήθους ενθουσιώντων Αυστριακών…, ο εβραίος καθηγητής είχε χάσει τη θέση του στο πανεπιστήμιο, το είχε σκάσει απ’ τους εθνικοσοσιαλιστές κι είχε αφήσει την Αυστρία για να βρει καταφύγιο στην Οξφόρδη. Μετά το τέλος του πολέμου, τη δεκαετία του ’50, ο δήμαρχος της Βιένης του είχε ζητήσει να γυρίσει στο πανεπιστήμιο, πράγμα που και έκανε. 
Αλλά οι διαπιστώσεις του, τα χρόνια που μεσολάβησαν, πως η κατάσταση στη σύγχρονη Αυστρία είναι «πολύ χειρότερη απ’ ό,τι πριν από 50 χρόνια» κι ότι ο αντισημιτισμός των συμπατριωτών του παραμένει αλώβητος τον οδηγούν να μη δει άλλη διέξοδο εκτός απ’ την αυτοκτονία και να πηδήξει απ’ το μπαλκόνι του διαμερίσματός του που, όχι τυχαία, βλέπει την πλατεία Ηρώων. Η οικογένειά του, μετά την κηδεία, συγκεντρώνεται στο διαμέρισμά του και συζητάει πάνω στα στοιχεία που οδήγησαν τον καθηγητή στο απονενοημένο διάβημα. 
Ο ακραίος, δύστροπος, μονόχνωτος, εμμονικός, εριστικός, εμπαθής, μεμψίμοιρος, μισάνθρωπος -αλλά πολυβραβευμένος- Μπέρνχαρντ που δεν έπαυε να θίγει τα κακώς κείμενα στην πατρίδα του, την Αυστρία - «πολιτιστικό και πνευματικό βόθρο» και «μουσείο καθολικο-εθνικοσοσιαλιστικής τέχνης» την αποκαλούσε, όπως έχει γράψει ο Αλέξανδρος Ίσαρης ο οποίος τον έχει μεταφράσει κι έχει επισταμένως ασχοληθεί με τη δουλειά του- και δεν έπαυε να προκαλεί με τα έργα του και τις δηλώσεις του την αυστριακή ηγεσία, το κατεστημένο και, γενικά, τους συμπατριώτες του τους οποίους συχνότατα αποκαλούσε «ηλίθιους καθυστερημένους μικροαστούς που δεν έχουν τίποτα να πουν», στο έργο του αυτό, που έμελλε να είναι το τελευταίο του απ’ τα δεκαοκτώ που άφησε -πέθανε, στα 58 του χρόνια, την επόμενη χρονιά, το 1989-, εκθέτει και πάλι ανοιχτά και με χιούμορ βιτριολικό, έστω και αγγίζοντας την υπερβολή, την πολιτική, ηθική και πνευματική εικόνα της Αυστρίας.
Το έργο που πρωτοανέβηκε στο κρατικό «Μπούργκτεάτερ» της Βιένης -το Εθνικό Θέατρο της Αυστρίας- στις 14 Οκτωβρίου του 1988, μέρα της συμπλήρωσης ακριβώς 100 χρόνων απ’ τα εγκαίνια του ιστορικού θεάτρου, σε σκηνοθεσία του τότε (και απ’ το 1986 μέχρι το 1999) καλλιτεχνικού διευθυντή του Κλάους Πάιμαν, στενού συνεργάτη του Μπέρνχαρντ και σχεδόν μόνιμου σκηνοθέτη των έργων του στο πρώτο τους ανέβασμα, είχε αρχίσει να προκαλεί βίαιες αντιδράσεις στον αυστριακό Τύπο
-πόσο μάλλον όταν με το ανέβασμα αυτό γιορταζόταν τα 100 χρόνια του Μπούργκτεάτερ, ενός θεάτρου που αντιπροσώπευε μια παράδοση ριζωμένη στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία και που το ρεπερτόριό του αυτή την παράδοση αντανακλούσε, καθώς είχε μυριστεί, επιπλέον, ο Τύπος πως ανεβαζόταν μάλλον και για την επέτειο των 50 χρόνων απ’ το «Άνσλους»…- πριν ακόμα απ’ την πρεμιέρα του που έγινε προσπάθεια να ακυρωθεί ενώ ηθοποιοί έφυγαν απ τις δοκιμές αρνούμενοι να παίξουν στο συγκεκριμένο έργο. Ο σχετικά πρόσφατα διορισμένος στη διευθυντική θέση, την πιο εξέχουσα κι επιδραστική, ίσως, στο χώρο των παραστατικών τεχνών στην Αυστρία, Κλάους Πάιμαν, εξάλλου, καλλιτεχνικός διευθυντής προηγουμένως στην Στουτγκάρδη και το Μπόχουμ, έφερε, επίσης, τη φήμη του προκλητικού αλλά και του συμπαθούντος την Αριστερά. 
Ο Μπέρνχαρντ στο έργο χαρακτηρίζει, όπως διαβάζω στα πολύτιμα «Θεατρικά Τετράδια» του Νικηφόρου Παπανδρέου (τεύχος 37, Αφιέρωμα στον Τόμας Μπέρνχαρντ), τους Αυστριακούς «αργόστροφους», «μαζικούς δολοφόνους» και «αδιόρθωτους νάτσι» -το νεονατσιστικό Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας του Γιόργκ Χάιντερ ήδη ανερχόταν-, τον τότε πρόεδρο της Αυστρίας Κουρτ Βάλντχάιμ, πρώην Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ αλλά και
αξιωματικό της Βέρμαχτ στον πόλεμο, με υπηρεσία στην Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα, που είχε κατηγορηθεί για ανάμειξη σε εγκλήματα πολέμου, ως «ψεύτη», τον τότε αυστριακό καγκελάριο Φραντς Βρανίτσκι ως «κομπιναδόρο του χρηματιστηρίου» και τους σοσιαλιστές του πρώην καγκελάριου Μπρούνο Κράισκι, «που δεν είναι πια σοσιαλιστές», ως «νεκροθάφτες του κράτους».

Η πρεμιέρα ήταν ένα σκάνδαλο που παραμένει θρυλικό: κοπριές ριγμένες στην είσοδο του «Μπούργκτεάτερ» και, στο τέλος, ηχηρές αποδοκιμασίες από μεγάλο μέρος του κοινού -που ανάμεσά του, αναμφίβολα, θα ήταν και άτομα που βρίσκονταν ανάμεσα και στο πλήθος που επευφημούσε τον Χίτλερ το 1938 στην πλατεία Ηρώων…- οι οποίες κράτησαν πολλή ώρα. 
Ο Μπέρνχαρντ έγινε στόχος των αυτόκλητων προασπιστών της τιμής της Αυστρίας: απειλές, μια γηραιά κυρία τον χτύπησε με την ομπρέλα της, ο πρόεδρος Βάλντχάιμ αποκάλεσε το έργο «προσβολή προς τον αυστριακό λαό», δηλώσεις, δημοσιεύματα… Πεθαίνοντας, στη διαθήκη του, όρισε για εβδομήντα χρόνια απ’ το θάνατό του, όσο βρίσκονται σε ισχύ τα συγγραφικά του δικαιώματά του, να μην τυπωθεί, παιχτεί ή ακόμα και διαβαστεί δημόσια οποιοδήποτε κείμενο φέρει την υπογραφή του. Αλλά το Ίδρυμα «Τόμας Μπέρνχαρντ» που δημιούργησε ο ετεροθαλής αδελφός-του Πέτερ Φάμπιαν το 1999, βρήκε τον τρόπο να αγνοήσει τη διαθήκη και να επιτρέψει το ανέβασμα των έργων του στις αυστριακές Σκηνές…
Τον -θεατρικό συγγραφέα- Τόμας Μπέρνχαρντ μας παρουσίασε πρώτος στην Ελλάδα ο Λευτέρης Βογιατζής που ανέβασε με την «νέα Σκηνή» του, κατά ευτυχή σύμπτωση στο ίδιο θέατρο όπου θα ανεβεί και η «Πλατεία Ηρώων» -το θέατρο «Οδού Κυκλάδων», τη σεζόν 1990/1991, το έργο-του «Ρίτερ, Ντένε, Φος» με πρωταγωνιστές τον ίδιο, την Λυδία Κονιόρδου και την Όλια Λαζαρίδου -μια παράσταση που έχει αφήσει εποχή.
Τον Μπέρνχαρντ, πάντως -ως πεζογράφο- μας τον είχε κάνει γνωστό ήδη απ’ το 1988 o Αλέξανδρος Ίσαρης, όταν μετέφρασε το μυθιστόρημά του «Μπετόν», που κυκλοφόρησε απ’ τις Εκδόσεις «Αξιός/Βαστέρ» -το 1996 επανεκδόθηκε απ’ την «Εστία».
Αρκετά θεατρικά έργα του Μπέρνχαρντ έχουν ανεβεί έκτοτε στην Ελλάδα. Φέτος ήταν δυο: ο Γιάννος Περλέγκας σκηνοθέτησε για το Εθνικό Θέατρο και την «Πειραματική Σκηνή« του το «Ο αδαής και ο παράφρων» στην Σκηνή «Κατίνα Παξινού» («-1») του «Ρεξ» κι ο Ακύλλας Καραζήσης τον «Θεατροποιό» που παίζεται στο «Πόρτα».
Ο Δημήτρης Καραντζάς επανέρχεται στο θέατρο «Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής» για δεύτερη φορά μετά το έργο του Δημήτρη Δημητριάδη «Φαέθων» που ανέβασε εκεί -μια εξαιρετική παράσταση- πρόπερσι, τη σεζόν 2014/2015.

March 29, 2016

Εθνικό: Σαουλίδου, Κολιανδρή, Χατζόπουλος, Χρυσοστόμου, Σαράντης, Ρίζου το χειμώνα στην «Δωδέκατη νύχτα» του Δημήτρη Καραντζά


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση 

Η Έμιλυ Κολιανδρή θα ερμηνεύσει την Βιόλα, η Εύη Σαουλίδου την Ολίβια, ο Γιώργος Χρυσοστόμου τον Δούκα Ορσίνο, ο Νίκος Χατζόπουλος τον Μαλβόλιο, ο Μιχάλης Σαράντης τον Σερ Άντριου, η Ελίνα Ρίζου την Μαρία, ο Άρης Μπαλής τον Σεμπάστιαν στην «Δωδέκατη νύχτα» που θ ανεβάσει τον προσεχή Οκτώβριο ο Δημήτρης Καραντζάς στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, στη μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου. 
Ενώ στη διανομή, που δεν έχει ακόμα συμπληρωθεί, θα ’ναι κι οι Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιάννης Κλίνης και Αινείας Τσαμάτης -οι περισσότεροι, ηθοποιοί με τους οποίους έχει ήδη συνεργαστεί ο Δημήτρης Καραντζάς. Τα σκηνικά ανέλαβε η Κλειώ Μπομπότη, τα κοστούμια η Ιωάννα Τσάμη, την ηχητικη δραματουργια ο Δημήτρης Καμαρωτος, την κίνηση η Σταυρούλα Σιάμου.
Στην έξοχη κωμωδία του Σέξπιρ -«Δωδέκατη νύχτα ή Ό,τι θελήσετε» ο πλήρης τίτλος- που παρουσίασή της καταγράφεται για πρώτη φορά το 1602,
οπότε συνάγεται ότι γράφτηκε το 1601 ή και νωρίτερα- η Βιόλα κι ο δίδυμος και πανομοιότυπος αδελφός της Σεμπάστιαν ναυαγούν σε ακτή μιας φανταστικής, σεξπιρικής Ιλιρίας και χάνουν ο ένας τον άλλον πιστεύοντας, ο ένας για τον άλλο, ότι πνίγηκε. 
Η Βιόλα για να καταφέρει να μείνει σώα μεταμφιέζεται σε άντρα με το όνομα Σεζάριο και μπαίνει την υπηρεσία του Δούκα της Ιλιρίας Ορσίνο,
ερωτευμένου με την αρχόντισσα Ολίβια. Ο Δούκας τον κάνει αγγελιαφόρο του έρωτά του στέλνοντας με τον Σεζάριο μηνύματα αγάπης στην Ολίβια, που, καθώς πενθεί πατέρα και αδελφό, τον αποκρούει μεν, ερωτεύεται τον Σεζάριο/Βιόλα δε! Ο οποίος, καθότι Βιόλα, ερωτεύεται με τη σειρά του/της τον Δούκα. Το μπέρδεμα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο, όταν εμφανίζεται, χωρίς η Βιόλα να το μάθει, ο δίδυμός της Σεμπάστιαν που τελικά έχει σωθεί και τον εκλαμβάνουν ως Σεζάριο.
Στην ιστορία μπλέκεται και μια υπέροχη παρέα κωμικών: ο, πάντα σε κατάσταση ευθυμίας από το κρασί που κατεβάζει, Σερ Τόμπι, συγγενής της Ολίβια -ένας πρόδρομος του Φάλσταφ-, ο γελωτοποιός-της Φέστε κι η Μαρία, καμαριέρα της, που στήνουν χοντρές φάρσες στον Σερ Άντριου, έναν ιππότη της συμφοράς, που πιστεύει πως μπορεί να διεκδικήσει την καρδιά της Ολίβια, και στον αντιπαθέστατο, αλαζόνα αρχιθαλαμηπόλο-της Μαλβόλιο που, επίσης, πιστεύει το ίδιο και τους γελοιοποιούν. 
Η κωμωδία τελειώνει με την αλήθεια και τα φύλα να αποκαλύπτονται και με την Βιόλα να σμίγει με τον Δούκα και την Ολίβια με τον Σεμπάστιαν. 
Θα ναι η πέμπτη φορά στην ιστορία του που το Εθνικό Θέατρο παρουσιάζει την «Δωδέκατη νύχτα». Η πρώτη ήταν απ τον Δημήτρη Ροντήρη, τη σεζόν 1935/1936, με Βιόλα την Βάσω Μανωλίδου, Ολίβια την Κατίνα Παξινού, Δούκα Ορσίνο τον Νίκο Δενδραμή, Κυρ-Τόμπι (η μεταγραφή των ονομάτων στη μετάφραση του Βασίλη Ρώτα) τον Αιμίλιο Βεάκη, Μαλβόλιο τον Νίκο Παρασκευά, Κυρ-Ανδρέα τον Χρήστο Ευθυμίου, Φέστα τον Γιώργο Γληνό και Μαρία την Μιράντα Μυράτ ενώ ο Μάνος Κατράκης κρατούσε το σύντομο ρόλο του Σεβαστιανού -διανομή μυθική.
Η παράσταση ξαναπαρουσιάστηκε, με κάποιες αλλαγές στη διανομή, το καλοκαίρι του 1940, στην Θεσσαλονίκη.
Το καλοκαίρι του 1971 το έργο ανέβασε ο Μήτσος Λυγίζος για το «Άρμα Θέσπιδος», την Κινητή Μονάδα του, τότε, Οργανισμού Κρατικών Θεάτρων Ελλάδος στον οποίο είχε ενταχθεί το Εθνικό, σε περιοδεία, το χειμώνα, όμως, του 1971/1972 η παράσταση παίχτηκε και την Κεντρική Σκηνή του Εθνικού.
Την «Δωδέκατη νύχτα» για το Εθνικό σκηνοθέτησε στη συνέχεια ο Σπύρος Ευαγγελάτος -τη σεζόν 1975/1976- και, τελευταίος, ο Κώστας Μπάκας το χειμώνα 1989/1990. Η παράστασή του αυτή πήγε περιοδεία και επαναλήφθηκε την επόμενη σεζόν 1990/1991 οπότε και πάλι περιόδευσε.
Τα πιο πρόσφατα ανεβάσματα του έργου στην ελληνική σκηνή έγιναν και τα δυο φέτος: σε σκηνοθεσία Νότη Παρασκευόπουλου, στο θέατρο «ΠΚ» του Νέου Κόσμου και σε σκηνοθεσία Ράιας Μουζενίδου, σε εκδοχή μιούζικαλ, με τον τίτλο «11+1=12η νύχτα», στο «Δίπυλον». Και οι δυο παραστάσεις παίζονται ακόμη.
Ο νεαρός -στα 29 του ακόμα- Δημήτρης Καραντζάς, ο οποίος απ’ το 2008 που πρωτοσκηνοθέτησε, στα οκτώ χρόνια που μεσολάβησαν, έχει μια ραγδαία άνοδο, σημειώνω ότι φέτος το χειμώνα ανέβασε το «Τέφρα και σκιά» του Χάρολντ Πίντερ, που παίχτηκε στο θέατρο «Ροές», αλλά και «Τα κύματα» της Βιρτζίνια Γουλφ και το «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί» του Χένρικ Ίψεν, που παρουσιάζονται, ακόμα, στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση και στο Υπόγειο του «Θεάτρου Τέχνης», αντίστοιχα.

March 28, 2016

Από το Βιβλίο στο Μικρόφωνο


Η ραδιοφωνική εκπομπή «Το Βιβλίο στο Μικρόφωνο» 1983-1991: μνήμες                                                                     
                                                                 Στη μνήμη του φίλου Βάιου Παγκουρέλη

Τον περασμένο Αύγουστο μου ζητήθηκε εκ μέρους του δημοσιογράφου Γιώργου Χατζηδάκη και μέσω του facebook «ένα κείμενο για τη σχέση μου με το ραδιόφωνο, την εκπομπή μου στο Πρώτο Πρόγραμμα, τους ανθρώπους που συνάντησα κτλ.» και «Χωρίς περιορισμό στις λέξεις» για τον τόμο με την ιστορία της Ελληνικής Ραδιοφωνίας που ετοίμαζε -σας έγραψα σχετικά στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 25 Φεβρουαρίου. Έγραψα το κείμενο και εκ των υστέρων μου έγινε σαφές ότι απλώς θα χρησίμευε για να αντληθούν στοιχεία. Όταν ο τόμος εκδόθηκε και έφτασε στα χέρια μου δεν υπήρχε ούτε μία αράδα. Ούτε εξήγηση μου δόθηκε. Συμβαίνουν αυτά… Οπότε δημοσιεύω το κείμενο εδώ με κάποιες, πολύ μικρές, επεμβάσεις.


Εν αρχή ην ο Βάιος Παγκουρέλης. Δημοσιογράφος, πολιτιστικός συντάκτης διακεκριμένος στο τότε «Βήμα», ειδικευμένος σε θέματα θεάτρου, που τον διάβαζα και τον εκτιμούσα. Το 1983 έφυγε από το «Βήμα» και μεταπήδησε στον «Ελεύθερο Τύπο» -που, χρησιμοποιώντας έναν παλαιότερο τίτλο, μόλις, δόξη και τιμή, είχε εκδοθεί- για να αναλάβει την κριτική θεάτρου την οποία κράτησε μέχρι τον αδόκητο θάνατό του σε δυστύχημα στα 52 του χρόνια. Εγώ, τότε, στο περιοδικό «Διαβάζω» -είχα τη γραμματεία σύνταξης. Ο Βάιος είχε ξεκινήσει να γράφει μία στήλη με βιβλιοπαρουσιάσεις στο «Διαβάζω». Μ’ αυτή την αφορμή τον γνώρισα. Η κοινή μας αγάπη για το θέατρο μας έφερε κοντά, ζεστός άνθρωπος, με χιούμορ, γίναμε φίλοι. Δούλευε, παράλληλα, στην Ελληνική Ραδιοφωνία, ως σύμβουλος του διευθυντή της Ιάκωβου Καμπανέλλη. Μου πρότεινε να αναλάβω μία εκπομπή για το βιβλίο -την παρουσίαση της εκδοτικής κίνησης. Κάποια υπήρχε ήδη αλλά δεν τους ικανοποιούσε. «Μα δεν έχω ιδέα από ραδιόφωνο» του αντέταξα εγώ, πάντα διστακτικός έως δειλός για το καινούργιο. «Δεν πειράζει, θα μάθεις, εύκολο είναι» υπερασπίστηκε την πρότασή του.
Θα έκανα εγώ την παραγωγή, τα κείμενα, τη μουσική επιμέλεια και την παρουσίαση και ο Μίλτος Σαλβαρλής, κοινός φίλος μας, το ρεπορτάζ -τις συνεντεύξεις. Οργανώσαμε την εκπομπή έτσι ώστε να παρουσιάζουμε 4-5 βιβλία κάθε φορά: μία μικρή εισαγωγή δική μου για το συγγραφέα, μία μικρή συνέντευξή του και ανάγνωση αποσπασμάτων του παρουσιαζόμενου βιβλίου από δύο ηθοποιούς -μία γυναικεία και μία ανδρική φωνή -και όλα αυτά μιξαρισμένα. Ο τίτλος που επέλεξα ήταν «Το Βιβλίο στο Μικρόφωνο», φόρος τιμής στο «Θέατρο στο Μικρόφωνο» του Αχιλλέα Μαμάκη, από τις εκπομπές με τις οποίες μεγάλωσα -παιδί της εποχής του ραδιοφώνου κι εγώ- και με μύησαν στο θέατρο. Έψαξα να βρω τη μουσική για το σήμα της εκπομπής -δεν μπορώ να θυμηθώ τελικά ποια μουσική διάλεξα, έχουν περάσει πολλά χρόνια και το αρχείο που έχω είναι χαντακωμένο μετά από κάποια μετακόμιση. Την εκπομπή τη χαρακτηρίσαμε «Ένα εβδομαδιαίο ραδιοφωνικό περιοδικό για τα βιβλία» ενώ ένας εκφωνητής θα εκφωνούσε πάνω στο σήμα, στην αρχή και στο τέλος, τα ονόματα των εκάστοτε δύο ηθοποιών και του ηχολήπτη. Θα μεταδιδόταν 18.00 με 18.30 -αργότερα έγινε 18.05 με 18.30, λόγω, νομίζω, κάποιου σύντομου δελτίου ειδήσεων που πρόσθεσαν στις 6-, κάθε Σάββατο, από το Πρώτο Πρόγραμμα.
Κάναμε τον πιλότο μετά βασάνων -ήθελα να χωρέσω πέντε βιβλία αλλά ήταν πολύ δύσκολο να στριμωχτούν, οι συνεντεύξεις που ήρθαν ήταν πολύ μεγάλες και στο μοντάρισμα που δεν το ήξερα έβγαλα την ψυχή του τεχνικού…-, τον άκουσαν ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Βασίλης Ριζιώτης, διευθυντής τότε του Πρώτου Προγράμματος, η Ειρήνη Διαβατίδου, προϊσταμένη του Τμήματος Λόγου του Πρώτου Προγράμματος και, βέβαια, ο Βάιος Παγκουρέλης έμειναν ικανοποιημένοι, κάναμε κάποια τεχνικά φινιρίσματα ξαναμοντάροντας και ξεκινήσαμε. Ένα Σάββατο του Δεκεμβρίου του 1983 -δεν μπορώ να βρω την ακριβή ημερομηνία, νομίζω στις 17 ήταν- βγήκε ως πρώτη εκπομπή ο «καλαφατισμένος» πιλότος με την Γιούλα Ζουμπουλάκη, που δεν υπάρχει πια, και τον Γιάννη Ροζάκη να διαβάζουν και τεχνικό τον Θόδωρο Γεωργακόπουλο.
Σιγά-σιγά πήρα το κολάι. Μετά από μερικές εκπομπές ο Μίλτος Σαλβαρλής επέλεξε να σταματήσει, οπότε ανέλαβα και τις συνεντεύξεις -την πλήρη ευθύνη της εκπομπής δηλαδή. Τις συνεντεύξεις τις έκανα στα σπίτια ή στα γραφεία των συγγραφέων, στο γραφείο του «Διαβάζω» στην Ανδρέου Μεταξά, ακόμη και όταν -πολύ σύντομα- έφυγα από το «Διαβάζω» για να πάω ως δημοσιογράφος στα «Νέα» -όλα τότε μου ήρθαν απανωτά-, ή και στο σπίτι μου. Και σιγά-σιγά το ραδιόφωνο άρχισε να μου αρέσει πολύ. Μα πολύ. Έλεγαν πως η φωνή μου ήταν πολύ «ραδιοφωνική», εμένα οι τόνοι μου δεν μου άρεσαν, δεν τους έβρισκα αρκετά… αρρενωπούς και ένοιωθα να σφίγγομαι και να ακούγομαι αφύσικος -πάντα άβολα αισθανόμουν στην παρουσίαση. Εκείνο που με γοήτευε ήταν το μοντάρισμα και οι μουσικές γέφυρες, πώς τις περνούσαμε κάτω από τα κείμενα, εκείνα τα fade out…
H συνεργασία με τους ηθοποιούς, που άλλαζαν ανά τρεις εκπομπές αλλά, αν μου άρεσε πώς διάβαζαν, τους ξανακαλούσα μετά από κάποιο διάστημα, ήταν άλλο θέμα. Πέρασαν πάρα πολλοί ηθοποιοί από «Το Βιβλίο στο Μικρόφωνο». Ζητούσα να έρθουν ηθοποιοί που μου άρεσαν αλλά έμαθα πως οι καλοί ηθοποιοί στη σκηνή δεν είναι πάντα καλοί και στην ανάγνωση, όπως, μερικές φορές και το αντίστροφο... Διάβασαν από Μάγια Λυμπεροπούλου -αξιοθαύμαστη, ακόμα την «ακούω» να διαβάζει Χειμωνά- μέχρι Σμαράγδα Σμυρναίου και Σοφία Μυρμηγκίδου, από Γρηγόρη Βαλτινό και Δημήτρη Λιγνάδη μέχρι Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο και Γιάννη Γεωργαντά. Στην αρχή κάποιους «ευνοούμενους» μου επέβαλλε η ΕΡΑ μέσω του αρμόδιου Τμήματος αλλά όταν δεν μου άρεσαν -έπαθα και μερικά φιάσκα…- άρχισα να θέτω βέτο και να μην τους δέχομαι πάλι. Στο τέλος με άφησαν ελεύθερο στις επιλογές μου.
Μερικές φορές απολάμβανα τις αναγνώσεις. Μερικές φορές απογοητευόμουν. Μερικές φορές μου έρχονταν και κάποιοι αδιάβαστοι… Θυμάμαι πως το μεγαλύτερο πρόβλημα το είχα με τον Γιώργο Αρμένη. Έκανα δύο εκπομπές αφιερωμένες στον Δημήτρη Χατζή, τον πολυαγαπημένο μου. Ηπειρώτης ο Χατζής -Γιαννιώτης-, είχα την ιδέα να διαβάσουν τα αποσπάσματα από τα βιβλία του δύο Ηπειρώτες ηθοποιοί -που επιπλέον τους εκτιμούσα: η Αμαλία Γκιζά και ο Γιώργος Αρμένης. Ο Αρμένης με προειδοποίησε: «Εγώ, δεν ξέρω να διαβάζω». Την αλήθεια έλεγε. Ήταν επώδυνη εκείνη η ηχογράφηση. Για εκείνον, για μένα, για τον ηχολήπτη... Κάθε φράση και σαρδάμ. Κάθε φράση και επανάληψη μία, δύο, τρεις φορές, κάθε φράση και κόλλημα… Και όμως! Το αποτέλεσμα με δικαίωσε. Δεν μπορώ πια να διαβάσω την «Τελευταία αρκούδα του Πίνδου» χωρίς να ακούω τη φωνή του Αρμένη.
Επίσης κάποιοι τεχνικοί, στην αρχή, είχαν «ύφος» για να ψαρώσουν τον πρωτάρη: καθυστερούσαν, έδειχναν ότι βαριούνται, δεν ήταν συνεργάσιμοι… Πολύ γρήγορα, όμως, με όλους σχεδόν έγινα φίλος. Θυμάμαι από τους παλαιότερους τον Σπύρο Πιπεράκη, τον Σήφη Σιγανό, τον Νίκο Χανιώτη, από τη νεότερη, τότε, γενιά την Όλγα Μπενέα, την Ελένη Μπαρώνου, τον Νίκο Μορτάκη, τον Δημήτρη Καλοστύπη, την Χριστίνα Σκάντζικα, τον Μάκη Γίγα, τον Θοδωρή Σφέτσα, τον Γιάννη Παπαδόπουλο -τον γλυκύτατο αδελφό του Λάκη με τα Ψηλά Ρεβέρ-, τον Μάκη Μπιρμπίλη -που πρόσφατα, με χαρά, ανακάλυψα πως είναι πατέρας του, εκ των κορυφαίων διευθυντών μας φωτισμών στο θέατρο, Σάκη Μπιρμπίλη…
Η εκπομπή στέριωσε. Κάθε Σάββατο ήταν παρούσα -εκτός από πολύ ελάχιστες φορές που υπήρχαν κάποια έκτακτα γεγονότα. Ηχογραφούσα κάθε Τρίτη απογευματάκι. Με κρύα και με καύσωνες, με βροχές και με χαλάζια έφευγα από την εφημερίδα και ανέβαινα σφαίρα με τη μηχανή στην Αγία Παρασκευή. Όταν το καλοκαίρι έπαιρνα άδεια από την εφημερίδα για να φύγω σε διακοπές, σκοτωνόμουν να ετοιμάσω στοκ. Αργότερα μου είπαν: «Είσαι υπερβολικός, μπορούμε να κάνουμε επαναλήψεις, όταν λείπεις». Κι έτσι γινότανε πια. Η μεγαλύτερη δικαίωση που ένοιωσα από την εκπομπή ήταν όταν, δύο φορές, φίλοι μού είπαν πως μπαίνοντας σε ταξί βρήκαν τον οδηγό να την ακούει -και όχι, όπως τους είπε, τυχαία. Δεν ξέρω αν ήταν το ίδιο ταξί…
Έχω πολλές καλές αναμνήσεις από «Το Βιβλίο στο Μικρόφωνο» και από ανθρώπους που γνώρισα χάρη σ’ αυτό αλλά υπάρχουν και δύο δυσάρεστες που τις έχω συγκρατήσει -πέρα από γκρίνιες, αγένειες, απρέπειες, μιζέριες συγγραφέων, μεταφραστών, εκδοτών κλπ που δεν έλειψαν.
Σε μία εκπομπή παρουσίασα το καινούργιο, τότε, βιβλίο του Βασίλη Αλεξάκη «Το κεφάλι της γάτας». Ζήτησα -όπως έκανα πάντα, καταρχάς, πριν διαλέξω εγώ, αν δεν είχε τη διάθεση ο συγγραφέας- από τον ίδιο να μου συστήσει κάποια αποσπάσματα για να διαβαστούν στην εκπομπή. Διάλεξε ένα ολίγον σουρεαλιστικό το οποίο αναφερόταν στο χέρι ενός ανθρώπου που γίνεται ανεξέλεγκτο και στο τέλος χουφτιάζει μία γυναίκα. Τολμηρούτσικο αλλά τίποτα το σοκαριστικό. Η τότε κριτικός τηλεόρασης, όμως, της -δεξιάς- «Απογευματινής» Χριστίνα Λυκιαρδοπούλου που άκουσε το Σάββατο την εκπομπή σοκαρίστηκε. Και έγραψε ένα σχόλιο για την… κατάντια της ΕΡΑ -ήταν το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία τότε…- που επιτρέπει να μεταδίδονται τέτοιες αισχρότητες στις έξι το απόγευμα και να τις ακούν παιδάκια την ώρα που οι γονείς τους -ήταν καλοκαίρι- τα γυρίζουν από το μπάνιο με τα αυτοκίνητά τους και με ανοιχτά ραδιόφωνα… Το αντιμετώπισα ως φαιδρότητα αλλά δεν περίμενα ότι τυχαία θα συναντούσα τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, λίγες μέρες μετά, σε ένα στούντιο και έκπληκτος θα τον άκουγα οργισμένος να μου λέει: «Αχ, τι μου έκανες, τι μου έκανες!»…
Η δεύτερη δυσάρεστη έκπληξη ήταν όταν στις αρχές της ζωής της εκπομπής επρόκειτο να παρουσιάσω μία ανθολογία με θεσσαλονικιούς συγγραφείς και επέλεξα για ανάγνωση ένα απόσπασμα από το «Αγγέλιασμα» του Βασίλη Βασιλικού το οποίο περιλάμβανε η ανθολογία. Τον πήρα στο τηλέφωνο να ζητήσω την άδειά του και με ψιλοέβρισε γιατί «όλο για τα παλιά μου βιβλία μιλάτε και όχι για τα καινούργια»…
Εφτάμισι, σχεδόν, χρόνια άντεξε «Το Βιβλίο στο Μικρόφωνο» ενώ άλλες εκπομπές λόγου σταμάτησαν, διακόπηκαν… Τον Ιάκωβο Καμπανέλλη στη διεύθυνση της ΕΡΑ τον διαδέχτηκαν ο Στρατής Καρράς και, κατόπιν, ο Νίκος Παροίκος, τον Βασίλη Ριζιώτη στο Πρώτο Πρόγραμμα ο Δημήτρης Πολίτης, την Ειρήνη Διαβατίδου στο Τμήμα Λόγου η Ρηνιώ Μίσσιου… Προς το τέλος μού έκοψαν τους ηθοποιούς. Οι εκφωνητές -που οι περισσότεροι θέατρο είχαν σπουδάσει- είχαν ζητήσει να διαβάζουν οι ίδιοι και όχι ηθοποιοί τα κείμενα, είχαν αρχίσει και κάποιες περικοπές στα οικονομικά… Τα αποτελέσματα με τους εκφωνητές λίγες φορές ήταν επιτυχημένα, ορισμένοι διάβαζαν καλά, οι περισσότεροι ψυχρά, διεκπεραιωτικά, «επαγγελματικά». Ήταν ο ένας από τους λόγους που αποφάσισα να σταματήσω την εκπομπή. Οι άλλοι ήταν ότι είχε καθηλωθεί οικονομικά και ότι είχα κουραστεί -οι υποχρεώσεις στην εφημερίδα είχαν πια αυξηθεί. Η τελευταία μεταδόθηκε στις 30 Μαρτίου 1991 -ήταν η μέρα των γενεθλίων της μητέρας μου και της την αφιέρωσα, πάντα στήνονταν με τον πατέρα μου και την άκουγαν και μου την ηχογραφούσαν. Είχαν μεταδοθεί -πέρα από τις επαναλήψεις- 347 εκπομπές. Και είχαν περάσει από το ημίωρό του δεκάδες συγγραφείς, ποιητές, δοκιμιογράφοι, μεταφραστές... Και ηθοποιοί.

March 26, 2016

Ο ισπανός παπαγάλος του Κιμ και η Τζούλι Άντριους ή Πώς κάηκε η Τζάνις


18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης / Ημέρα (μου) τέταρτη 

Τέταρτη και τελευταία μου μέρα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, τελευταία μέρα και του Φεστιβάλ.
Στον «Σιωπηλό μάρτυρα» (Ελλάδα, 2016, «Η Καταγραφή της Μνήμης») ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος καταπιάνεται με την παλιά φυλακή των Τρικάλων -της πατρίδας του. Με «έτος γεννήσεως» το 1896, στοίχειωσε το κέντρο των πόλης 110 χρόνια -μέχρι το 2006 που μεταφέρθηκε. Το κτίριο εγκαταλειμμένο, με συγκινητικά χνάρια των ανθρώπων που πέρασαν από εκεί - προσωπικού και κρατουμένων -και ήταν πολλοί, ποινικοί και πολιτικοί…- πήρε το δρόμο της «αξιοποίησης». Ο Δήμος αποφάσισε το 2011 να δημιουργήσει εκεί ένα Κέντρο Έρευνας/Μουσείο Βασίλη Τσιτσάνη, στη μνήμη του σπουδαίου Τρικαλινού τού ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού.
Πριν αρχίσουν οι εργασίες ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος θέλησε να καταγράψει την μακρά ιστορία της φυλακής αυτής μέσα από μαρτυρίες προσώπων που την έζησαν, κυρίως, «από μέσα»: ο «διάσημος» για τις αποδράσεις του αλλά και για το βιβλίο που εξέδωσε ποινικός Κώστας Σαμαράς, ένας πρώην φύλακας, ο τελευταίος διευθυντής της φυλακής -και σήμερα της νέας-, η άλλοτε διευθύντρια του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας της φυλακής, δύο πολιτικοί κρατούμενοι που «φιλοξενήθηκαν» εκεί -ο Αλκιβιάδης Ζαμπακάς, αντάρτης, σύντροφος του Άρη Βελουχιώτη (πέθανε το περασμένο καλοκαίρι στα 89 του), που πέρασε στη φυλακή των Τρικάλων πολλά χρόνια της ζωής του, από τον Εμφύλιο και μετά (η πιο ισχυρή μαρτυρία από έναν αειθαλή, με κοφτερό μυαλό γέροντα) και ο Θανάσης Αθανασίου από την περίοδο της Χούντας- και η ντόπια συγγραφέας Μαρούλα Κλιάφα, που δεν έχει ζήσει από μέσα τη φυλακή αλλά ασχολείται με την τοπική ιστορία και ξέρει όσα λίγοι ξέρουν για το θέμα, τις καταθέτουν.
Το 2013, όταν τα γυρίσματα, που είχαν ξεκινήσει το 2011, τελείωσαν έρχεται η ανατροπή. Στη διάρκεια των εργασιών για την αποκατάσταση του κτιρίου οι αρχαιολόγοι ανακαλύπτουν πως η φυλακή είχε κτιστεί πάνω σε χαμάμ της οθωμανικής περιόδου: ανασκαφές, αλλάζουν τα σχέδια, το Μουσείο αποφασίζεται να δημιουργηθεί στον πρώτο όροφο και στο ισόγειο να αναδειχθεί το εύρημα του χαμάμ. Η ταινία δεν θα αφήσει αναξιοποίητο το γεγονός και συμπληρώνεται, με την Μαρούλα Κλιάφα να διαφωνεί επιμένοντας ότι θα έπρεπε να διατηρηθεί η εικόνα της φυλακής, άρρηκτα συνδεδεμένης με την κοινωνική ιστορία του τόπου.
Ενδιαφέρον το θέμα, η επιλογή των μαρτυριών είναι καίρια, το ντοκιμαντέρ σε κρατάει αλλά δεν ξεφεύγει από τη λογική του τηλεοπτικού προορισμού ενώ το θέμα της ανακάλυψης του χαμάμ δεν έχει ενταχτεί πλήρως, φαίνεται ότι είναι τσόντα που προστέθηκε εκ των υστέρων -πιστεύω πως το μοντάζ θα έπρεπε να αναθεωρηθεί.
Ήδη γνωστός για τις οικολογικές ανησυχίες του από το προηγούμενο ντοκιμαντέρ του «Ο όρμος», που τιμήθηκε μάλιστα με Όσκαρ, ο ελληνικής καταγωγής Αμερικανός Λούι Ψυχογιός επανέρχεται με το ντοκιμαντέρ «Ραγδαίος αφανισμός» (ΗΠΑ, 2015, «Περιβάλλον»). Διανύουμε την «Ανθρωπόκαινο» γεωλογική εποχή, που, κατά την ταινία, πρέπει πια να θεωρηθεί ως η έκτη μεγάλη περίοδος αφανισμού στην ιστορία της γης -η πέμπτη ήταν αυτή που οδήγησε στην εξαφάνιση των δεινοσαύρων. Ο άνθρωπος έχει πυροδοτήσει αλλαγές ολέθριες για τη χλωρίδα και την πανίδα: υπερθέρμανση του πλανήτη, υπερπληθυσμός, παγκοσμιοποίηση, λαθροθηρία, κτηνοτροφία, οι καταστρεπτικές εκπομπές υπερβολικών ποσοτήτων διοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου…
Οι παθιασμένοι με το θέμα οικολόγοι ακτιβιστές της Oceanic Preservation Society, της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης στην οποία ανήκει και ο σκηνοθέτης, οργανώνουν δράσεις που καταγράφονται στο ντοκιμαντέρ: εκθέτουν στις ΗΠΑ ένα εστιατόριο που σερβίρει παράνομα σούπες από πτερύγια καρχαρία -το εστιατόριο κλείνει-, επεμβαίνουν κινηματογραφώντας, με κρυμμένη κάμερα, στο Χονγκ Κονγκ αποθήκες τιγκαρισμένες από πτερύγια καρχαρία που χρησιμοποιούνται στην Κίνα για παραδοσιακά φάρμακα αλλά κινηματογραφούν και καρχαρίες που αγωνίζονται να επιζήσουν στη θάλασσα με κομμένα πτερύγια -εικόνες αποτρόπαιες…-, κινηματογραφούν παράνομη αλιεία σαλαχιών στην Ινδονησία…
Η ταινία, η οποία δίνει έμφαση στα θαλάσσια είδη που εκλείπουν, κλείνει με άλλη μία δράση που θέλει να γνωρίσει ευρύτερα στον κόσμο το τεράστιο πρόβλημα: εντυπωσιακές προβολές πάνω σε δημόσια κτίρια απειλούμενων ή εξαφανισμένων ειδών.
Συναρπαστικές υποβρύχιες λήψεις, πανέμορφα κήτη, πολύ σημαντική η οικολογική συμβολή της ταινίας, αλλά η ιλουστρασιόν αισθητική της, η χολιγουντιανή οπτική της -μία υπερπαραγωγή με υπερβολές και μεγάλη αυτοπεποίθηση-, η, χωρίς να τηρούνται οι ισορροπίες, κατανομή των ευθυνών -η βιομηχανία και οι βλαβερές συνέπειές της, πιο βλαβερές από το ψάρεμα των σαλαχιών από τους ψαράδες της Ινδονησίας, απουσιάζουν…- και η τάση της να τα πει όλα χωρίς να εστιάζει θεματικά αδυνατίζουν το αποτέλεσμα.



«Το παιχνίδι της προπαγάνδας» του Ισπανού Άλβαρο Λονγκορία (Ισπανία, 2015, «Όψεις του Κόσμου») ήταν ίσως το πιο ερεθιστικό από τα ντοκιμαντέρ που είδα στο Φεστιβάλ.
Μία πόλη υπέροχη, αψεγάδιαστη: πεντακάθαρη, «γλειμμένη», με ατμόσφαιρα διαυγέστατη, μία αχανής πλατεία χωρίς το παραμικρό σκουπιδάκι, κοτεράκια πλέουν ανέμελα στο ποτάμι με τα καθαρά νερά, αγάλματα στους δρόμους, τα παιδιά με τα ποδηλατάκια τους, παίζουν, γελάνε, πατινάρουν, ασκούνται, οι ενήλικες, καλοντυμένοι, χορεύουν σε κιόσκια, ένα ευτυχισμένο, νιόπαντρο ζευγάρι -εκείνος στρατιωτικός, η νύφη με υπέροχη εθνική στολή-, χοροί, τραγούδια… -ένα περιβάλλον ειδυλλιακό. Λες, να, τώρα θα βγει και η Τζούλι Άντριους να τραγουδήσει την «Μελωδία της ευτυχίας». Όχι, δεν είναι η Ντίσνεϊλαντ. Είναι η Πιονγκγιάνγκ -η πρωτεύουσα της Βόρειας Kορέας. Το καταλαβαίνουμε από τα πορτρέτα και τα γιγάντια αγάλματα του Κιμ Ιλ-σονγκ και του Κιμ Τζονγκ-ιλ, παππού και πατέρα, αντίστοιχα, και προκατόχων στην εξουσία του σημερινού Ανώτατου Ηγέτη Κιμ Τζονγκ-ουν -η οικογένεια Κιμ έχει αναλάβει να κυβερνάει την Βόρεια Κορέα επί μονίμου βάσεως από το 1948, όταν ανακηρύχθηκε σε κράτος, και έχει εξελιχθεί, πια, σε δυναστεία-, που κατακλύζουν την πόλη.
Ο Λονγκορία κατάφερε να εισδύσει -με επίσημη κυβερνητική ευλογία- στο απομονωμένο κράτος και μάλιστα με κάμερα. Για να γυρίσει αυτό το ντοκιμαντέρ. Καθόλου εύκολη δουλειά. Προφανώς εισήλθε ως συμπαθών. Προφανώς ρόλο βασικό έπαιξε ένας συμπατριώτης του εγκατεστημένος στην Βόρεια Κορέα, ο Αλεχάνδρο Κάο δε Μπενός. Στον Κάο, τον μόνο Δυτικό που έχει αποσπάσει την εμπιστοσύνη του κορεατικού καθεστώτος, έχει ασπαστεί τη φιλοσοφία και την πολιτική γραμμή του και δουλεύει γι αυτό ως πρόεδρος του Συνδέσμου Κορεατικής Φιλίας, ενός, κάπως ακαθόριστου, υποτίθεται επίσημου, πρακτορείου που δραστηριοποιείται στο χώρο του τουρισμού και των μορφωτικών σχέσεων αλλά το κύριο αντικείμενό του είναι η προπαγάνδα υπέρ της Βόρειας Κορέας, έναν τύπο εξαμβλωματικά δουλικό, γλοιώδη, αηδιαστικό, μειωμένης ευφυΐας, που τα βρίσκει όλα τέλεια στην Βόρεια Κορέα και, με πλάκα τα παράσημα, παπαγαλίζει τα λόγια που του έχουν υπαγορεύσει -ένας παπαγάλος του Κιμ-, ανατίθεται να συνοδεύσει το σκηνοθέτη. Στον οποίο δίνεται η άδεια να κινηματογραφήσει ό,τι θέλει αλλά μόνο σε χώρους που του υποδεικνύονται και μόνο συνοδευόμενος…
Για χάρη του στήνονται, προφανώς, «χωριά Πατιόμκιν» -τα χωριά- μαϊμούδες που έστηνε ο στρατάρχης Πατιόμκιν όταν περιόδευε η Μεγάλη Αικατερίνη για να έχει η τσαρίνα την αίσθηση ότι όλα λειτουργούν στην εντέλεια στη ρωσική αυτοκρατορία… Ο Λονγκορία συναντάει μόνον ευτυχισμένους Βορειοκορεάτες, συζητάει με απόλυτα ικανοποιημένους πολίτες, μιλάει με μία ξεναγό που, μόλις τη ρωτάει για τον προηγούμενο Ανώτατο Ηγέτη Κιμ Τζόνγκ-ιλ, πατέρα του νυν, που, όταν πέθανε, στην κηδεία του, εκατομμύρια πολίτες σπάραζαν από το κλάμα, σε βαθμό που όλοι να πιστέψουμε ότι επρόκειτο για κλάμα διατεταγμένο, συγκινείται σαν από κεκτημένη ταχύτητα, επισκέπτεται ένα -υπερσύγχρονο, τέλειο- διαμέρισμα όπου, όμως, η χαρωπή νοικοκυρά δεν του ανοίγει το ψυγείο όπως της ζητάει και ταξιδεύει μέχρι τον 38ο Παράλληλο όπου και τα υπερστρατικοποιημένα σύνορα με την Νότια Κορέα. Για χάρη του μέχρι και λειτουργία-μαϊμού στην καθολική εκκλησία της Πιονγκγιάνγκ οργανώνει, ως προκύπτει εκ των συμφραζομένων, ο Αλεχάνδρο για να υποστηρίξει ότι οι θρησκείες στην Βόρεια Κορέα δεν διώκονται…
Ο Λονγκορία, επίσημος προσκεκλημένος, δεν γίνεται αδιάκριτος, μόνο κάποιους υπαινιγμούς κάνει αλλά, για να κρατήσει τις ισορροπίες στην ταινία του, έχει καλέσει ειδικούς επί των θεμάτων της Βόρειας Κορέας από Ανατολή και Δύση, εκπρόσωπο της Διεθνούς Αμνηστίας και έναν αντιφρονούντα που έχει αυτομολήσει, οι οποίοι υποστηρίζουν πως πρόκειται για δικτατορικό καθεστώς που παραβιάζει κατάφωρα τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Πάντως και η προπαγάνδα κατά της Βόρειας Κορέας καλά κρατεί και ανταγωνίζεται τη βορειοκορεατική με κάθε τρόπο, διαδίδοντας φήμες, όπως, για παράδειγμα, ότι η εκτέλεση του θείου του Κιμ, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο, έγινε με σκυλιά που τα έριξαν εναντίον του και τον κατασπάραξαν… Άλλωστε και η κοπελίτσα πρόσφυγας από την Βόρεια Κορέα που βλέπουμε να κλαίει στην τηλεόραση, στο φινάλε, δεν είναι πιο πειστική από τους «ευτυχείς» της Πιονγκγιάνγκ…
Η αλήθεια, ίσως, μετά από πολλά χρόνια γίνει γνωστή, ίσως και να μη γίνει ποτέ... Πάντως ο Λονγκορία καταθέτει ένα πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ με κρυμμένα μηνύματα.
Τελευταία ταινία, το ντοκιμαντέρ της Έιμι Τζ. Μπεργκ «Τζάνις: Το κορίτσι τραγουδάει τα μπλουζ» (ΗΠΑ, 2015, «Μουσική»): η ζωή, η σύντομη καριέρα, το άδοξο τέλος και η μεταθανάτια δόξα της Τζάνις Τζόπλιν.
Ξεκίνησε την καριέρα της πληγωμένη από δύσκολα παιδικά χρόνια και προβληματική σχολική ζωή -δεν βοηθούσαν ούτε ο χαρακτήρας ούτε η εμφάνισή της-, ερασιτεχνικά, το 1962. Λάτρις των μπλουζ, τo 1966 προσχώρησε στο ψυχεδελικό συγκρότημα Big Brother and the Holding Company και δέθηκε μαζί τους. «Μαύρη» -αν και στη λευκή φυλή ανήκε η Τζόπλιν- φωνή, σπουδαία, το 1967, στο Ποπ Φεστιβάλ του Μόντερέι, ως τραγουδίστριά τους, εκτινάσσεται στο στερέωμα των σταρ αλλάζοντας ολοσχερώς στιλ -τρελά ρούχα, συμπεριφορές εξεζητημένες, καπρίτσια… Εγκαταλείπει το συγκρότημα το 1969 για σόλο καριέρα. Το Γούντστοκ θα είναι άλλος ένας ένδοξος σταθμός στην καριέρα της που, όλο κι όλο, μετρώντας από την αρχή, δεν κράτησε πάνω από οκτώ χρόνια. Ανασφαλής, με έντονη την επιθυμία για αποδοχή να τη βασανίζει μόνιμα, με προβλήματα στην προσωπική ζωή της, βουλιάζει στα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Θα καεί: το 1970 τη βρίσκουν νεκρή, από υπερβολική δόση ηρωίνης, συνδυασμένης με αλκοόλ, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου του Χόλιγουντ. Ήταν 27 χρόνων. Έτσι, το ανασφαλές κοριτσάκι που δεν έπαυε να γράφει γράμματα στη μαμά του επιζητώντας  -αυτή, η σταρ!- την αναγνώριση και από τους δικούς της, γιατί δεν την είχε…- θα γίνει θρύλος σημαδεύοντας τη ροκ μουσική.
Η σκηνοθέτρια ακολουθεί την πορεία της Τζάνις Τζόπλιν από το γενέθλιο Πορτ Άρθουρ του Τέξας μέσα από μαρτυρίες των αδελφών της, συμμαθητών, φίλων, συντρόφων της, μουσικών που συνεργάστηκαν μαζί της αλλά και μέσα από συνεντεύξεις της ίδιας, ερασιτεχνικά βίντεο, κινηματογραφημένες εμφανίσεις της και μέσα από πολλές εκτελέσεις τραγουδιών της -ένα πλούσιο, σπάνιο αρχειακό υλικό. Και φωτίζει την πορεία αυτή. Με πιο συγκινητική στιγμή το βίντεο από τη συμμετοχή της στη σύναξη των συμμαθητών της, εκείνο το τραγικό 1970, για την επέτειο των δέκα χρόνων από την αποφοίτησή τους. Η αμηχανία της παρδαλά ντυμένης σταρ ανάμεσα στους ανθρώπους αυτούς που κάποτε την περιφρονούσαν και την κορόιδευαν δεν περιγράφεται…
Η Έιμι Μπεργκ έχει κάνει ένα ντοκιμαντέρ που μπορεί να μην το χαρακτηρίζεις αριστούργημα αλλά σου προκαλεί και σου κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον.
Το 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης πέθανε, ζήτω το 19ο Φεστιβάλ! Η σούμα μου, δεκατρείς προβολές, δεκάξι ταινίες. Και του χρόνου!

Αίθουσες «Παύλος Ζάννας», «Ολύμπιον, «Τώνια Μαρκετάκη», 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, 20 Μαρτίου 2016.

March 25, 2016

Πρώην «Μαύρος Πάνθηρας», νυν χαφιές του FBI Ή Αίμα και μπλουζ στην Τσετσενία


18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης / Ημέρα (μου) τρίτη 


«Τρόμος/Νόμος» (ΗΠΑ, 2015, Ενότητα «Μικρές Αφηγήσεις») είναι -στην πολύ αμήχανη μετάφραση του «(T)error»- ο ελληνικός τίτλος του ντοκιμαντέρ της Λίρικ Ρ. Καμπράλ και του Ντέιβιντ Φίλιξ Σάτκλιφ. Ο Σαΐντ Τόρες, μαύρος και μουσουλμάνος, κάποτε ανήκε στους «Μαύρους Πάνθηρες». Τώρα, εδώ και πολλά χρόνια, δουλεύει ως freelancer πληροφοριοδότης του FBI σε θέματα τρομοκρατίας -είναι ο «Σαρίφ». Και όταν αναλαμβάνει μία υπόθεση και τη διεκπεραιώνει αμείβεται φυσικά. Αυτή που ανέλαβε τώρα είναι να ξεμπροστιάσει τον Καλίφα Αλ-Ακίλι, έναν λευκό προτεστάντη που έγινε μουσουλμάνος και τον οποίο το FBI έχει ήδη στοχοποιήσει ως ισλαμιστή, άρα ως δυνητικό τρομοκράτη, με βάση το ποινικό μητρώο του και τα εμπρηστικά του σχόλια στο φέϊσμπούκ.
Ο «Σαρίφ» θα τον πλευρίσει και θα προσπαθήσει να συγκεντρώσει στοιχεία που τον ενοχοποιούν. Εις μάτην. Οι σύνδεσμοί του, όμως, στο FBI, τον πιέζουν. Ο Αλ-Καλίλι θα τον μυριστεί. Και θα τον εκθέσει δημοσιοποιώντας στο fb το όνομα και το τηλέφωνό του. Ο «Σαρίφ» θα πέσει σε κατάθλιψη.
Το ιδιαίτερο της ταινίας είναι ότι οι δύο σκηνοθέτες έχουν καταφέρει –επίτευγμα!- να παρακολουθήσουν ζωντανά και εκ του σύνεγγυς όλη αυτή την επιχείρηση του FBI αποσπώντας -άγνωστο πώς…- την εμπιστοσύνη του «Σαρίφ» -που τους αφήνει ακόμα και τα τηλεφωνήματα με τους «προϊσταμένους» του να κινηματογραφούν- αλλά μιλώντας και με τον Αλ-Καλίλι. Ο οποίος, τελικά, αν και δεν έχουν προκύψει στοιχεία, συλλαμβάνεται για… παράνομη κατοχή όπλου -στις ΗΠΑ της ανεξέλεγκτης οπλοχρησίας!- και καταδικάζεται σε οκτώ χρόνια φυλάκιση βάσει μόνο μιας φωτογραφίας του από άσκηση σκοποβολής που έκανε… Ενώ η γυναίκα και το παιδί του απελαύνονται.
Η ταινία ανάγλυφα αποδεικνύει, έστω και αν, κάποιες στιγμές, δεν είναι απόλυτα διαυγής, ότι το αντιτρομοκρατικό του FBI δεν προλαβαίνει μόνο τους τρομοκράτες, τους κατασκευάζει κιόλας… Στήριγμά του βασικό, οι άλλοτε 1500 πληροφοριοδότες του που, μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, έχουν γίνει, όπως το ντοκιμαντέρ μας πληροφορεί, 15.000…: άνθρωποι της διπλανής πόρτας, ενίοτε συμπαθητικοί, με χιούμορ, μάγειρες, ερασιτέχνες μουσικοί και προπονητές του μπάσκετ, τρυφεροί πατεράδες που φροντίζουν τα παιδιά τους και παίζουν μαζί τους… Όπως ο Σαΐντ/«Σαρίφ».
Σε εντελώς διαφορετικό κλίμα από το «Είμαι το Μπελφάστ», το δεύτερο ντοκιμαντέρ του Μαρκ Κάζινς που είδα: «Ατομική ενέργεια: Ζώντας με φόβο και ελπίδα» (Ενωμένο Βασίλειο, 2015, «Αφιέρωμα στον Μαρκ Κάζινς»). Επίσης, όμως, εξαιρετικά ενδιαφέρον. Ο σκηνοθέτης, χωρίς αφηγηματικό σχόλιο αλλά με τη μουσική του σκοτσέζικου ροκ συγκροτήματος Μόγκγουέι να πλημμυρίζει την ταινία, συναρμολογεί κινηματογραφημένο αρχειακό υλικό με θέμα την ατομική ενέργεια: υλικό τρόμου -από τη βόμβα της Χιροσίμα, 70 χρόνια πριν, τις ατομικές δοκιμές, την αμερικάνικη υστερία με τις προπαγανδιστικές ταινίες «πώς θα προστατευτείτε από πυρηνική επίθεση των ρώσων κομμουνιστών», τις πορείες διαμαρτυρίας για την κατάργηση των ατομικών οπλοστασίων μέχρι τους εφιάλτες του Τσερνόμπιλ και της Φουκουσίμα- αλλά και υλικό ελπίδας, καθώς η ταινία του καταλήγει στα οφέλη από την ειρηνική χρήση της ατομικής ενέργειας -στην ιατρική, για παράδειγμα, στην ανίχνευση του καρκίνου.
Ακτίνα ελπίδας στο ζόφο των δύο Ρωσοτσετσενικών Πολέμων της δεκαετίας του ’90 και όσων τραγικών προηγήθηκαν, επακολούθησαν και συνεχίζουν να συμβαίνουν, με τις απεγνωσμένες τρομοκρατικές ενέργειες Τσετσένων, ρίχνει o Ιταλός Νικόλα Μπελούτσι με το ντοκιμαντέρ του «Τα μπλουζ του Γκρόζνι» (Ελβετία, 2015, «Όψεις του Κόσμου»).
Σε μία χώρα που πολέμησε για την ανεξαρτησία της από την Ρωσία αλλά δεν τα κατάφερε παρά να παραμείνει η, απλώς, αυτόνομη στους κόλπους της μητέρας Ρωσίας Ομόσπονδη Δημοκρατία της Τσετσενίας, με πρόεδρο, από το 2007, το ανδρείκελο του Πούτιν, τον φαιδρό Ραμζάν Καντίροφ, που τα γιγαντοπορτρέτα του, μαζί με του επίσης προέδρου πατέρα του που δολοφονήθηκε το 2004, προσωπολατρικά κατακυριεύουν -τα βλέπεις σε κάθε δεύτερο πλάνο της ταινίας…- το Γκρόζνι, την πρωτεύουσα, σε μία χώρα που ακόμα κλαίει τους νεκρούς και τους αγνοουμένους της, σε μία χώρα με διχασμένη κοινωνία, σε μία χώρα όπου μία ηλικιωμένη γυναίκα ξετυλίγει μπροστά στην κάμερα αφίσα με τη φωτογραφία του δολοφονημένου προέδρου της ανεξαρτησίας Ντουντάγιεφ -ένας θρύλος της Τσετσενίας, για πολλούς-, σε μία χώρα όπου η ισλαμοποίηση προχωρεί ακάθεκτη, τέσσερις γυναίκες με μαντήλες, τέσσερις ακτιβίστριες, που έχουν συγκεντρώσει με τις κάμερές τους, διακινδυνεύοντας, πολύτιμο κινηματογραφημένο υλικό από την πρόσφατη τραγική ιστορία της πατρίδας τους, αγωνίζονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα που καταπατώνται ασύστολα με μία ωριμότητα που εκπλήσσει. Και, παράλληλα, σε μία πόλη γκρίζα και ποτισμένη από αίμα, με χαίνοντα ακόμα ερείπια, ένα κλαμπ συνεχίζει να παίζει τα μπλουζ.
Ο Μπελούτσι αντιτάσσει στο σκοτάδι -τόσο σκοτάδι που μπορεί να ερμηνεύσει, ίσως, την απόγνωση των γυναικών αυτών, οι οποίες, χήρες πολέμου και μίσους, ζώνονται τα εκρηκτικά και γίνονται παρανάλωμα παίρνοντας μαζί τους αθώους, η πρώτη σκηνή της ταινίας είναι εύγλωττη…- τη θετική ενέργεια και την αποφασιστικότητα που υλοποιούνται σε ακτιβισμό και τέχνη.
Η τελευταία προβολή της τρίτης μέρας μου στο Φεστιβάλ, αφιερωμένη στο queer σινεμά: 
Η Άννα έχει κάνει επέμβαση επαναπροσδιορισμού φύλου -και είναι ακτιβίστρια, προασπίζεται τα δικαιώματα των τρανς ατόμων. Η Νανά είναι -ήταν, έφυγε από τη ζωή μετά τα γυρίσματα της ταινίας- τρανς χωρίς να έχει κάνει επέμβαση -προνόμιο, τελικά, όπως, απολαυστικά εξομολογείται, για μία εκδιδόμενη τρανς…. Η Ντένυ, μικρή ακόμη, βρίσκεται στο πρώτο στάδιο του επαναπροσδιορισμού και μοιάζει κάπως αναποφάσιστη. Και οι τρεις εκθέτουν στο «Spectrum» (Ελλάδα, 2015, «Ελληνικό Πανόραμα»), τη μικρού μήκους ταινία που συνυπογράφουν η Χαρά Καλλιοντζή, η Ιωάννα Παπαϊωάννου, η Διώνη Τέγου και η Δήμητρα Τσαλκιτζόγλου και η οποία άνοιγε το δίπτυχο της προβολής, τα -τεράστια- προβλήματα που θα αντιμετωπίσει ο άνδρας που νοιώθει πως δεν έχει το σωστό φύλο και θέλει να το επαναπροσδιορίσει. Και που, αν το κάνει, η μόνη διέξοδος που έχει για να επιζήσει είναι η πορνεία, έστω και αν υπάρχουν πια οι εξαιρέσεις. Μιλούν για τις πληγές που δημιουργεί η κοινωνική απόρριψη, για τις απειλές και τις επιθέσεις που δέχονται, για τα περίεργα βλέμματα -αν δεν είναι κράξιμο…- που τις συνοδεύουν -χρειάζονται μεγάλες αντοχές…
Σπουδαστικών προδιαγραφών το φιλμάκι, αλλά πολύ χρήσιμο. Οι τρεις πρωταγωνίστριές του αποδεικνύουν ότι, ναι, οι τρανς μπορούν να είναι σκεπτόμενα πλάσματα, με χιούμορ και σοβαρότητα.
Ο Στου Μάνταξ στο «Τι παίζεται μέσα στην ντουλάπα» -άλλη μία περίεργη μετάφραση του τίτλου «Reel in the Closet»…- (ΗΠΑ, 2015, Ενότητα «Καταγραφή της μνήμης») ανθολογεί σπάνια ντοκουμέντα, θησαυρούς για το LGBT κίνημα και τους ιστορικούς του. Ήτοι ερασιτεχνικά φιλμάκια από την γκέι προσωπική και δημόσια -όσο δημόσια μπορούσε να είναι…- ζωή στις ΗΠΑ, που χρονολογούνται ακόμα και από τη δεκαετία του ’30 και που διασώθηκαν, καταχωνιασμένα σε ντουλάπες -«Μπομπίνες στην ντουλάπα» είναι ο πρωτότυπος τίτλος του ντοκιμαντέρ, άλλωστε-, λίγο πριν οι «θιγόμενες» οικογένειες των γκέι που τις τράβηξαν τις εξαφανίσουν: πορείες για τα δικαιώματα των γκέι, παρέες γκέι, γκέι διακοπές, γκέι γυμνιστές, ένα «κρυφό» κλαμπ για λεσβίες… Φιλμάκια τα οποία σχολιάζουν ειδικοί επί του θέματος.
Η ταινία πάσχει από κάποια υπερβολή ως προς τη σημασία των ευρημάτων και ολίγον πλατειάζει αλλά σίγουρα έχει ενδιαφέρον.
Αύριο, η τέταρτη και τελευταία μέρα μου στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ.

Αίθουσες «Σταύρος Τορνές», «Παύλος Ζάννας», «Τζων Κασσαβέτης», 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, 19 Μαρτίου 2016.