October 31, 2013

Η Βασίλισσα της Βραδιάς


Το Τέταρτο Κουδούνι / 31 Οκτωβρίου 2013










Έλεος! Όχι άλλες λάιφ στάιλ φωτογραφίες απ’ τα κρατικά Θέατρα _ Εθνικό και ΚουΘουΒουΕ. Όχι άλλες! Έλεος!
Ειδικά απ’ το ΚουΘουΒουΕ, βομβαρδισμός: δεκάδες οι φωτογραφίες του «κοινωνικού» ρεπορτάζ που ’ρχονται απ’ τις πρεμιέρες. Μ’ όλους αυτούς τους _ συχνά αμφιλεγόμενους... _ καλεσμένους _ πολιτικούς, επιχειρηματίες, καλλιτέχνες… Και _ βασικά _ όχι άλλη κυρία Μένη Λυσαρίδου _ πρόεδρος του Δ. Σ. του ΚΘΒΕ _, όχι-άλλη-κυρία-Μένη-Λυσαρίδου! Μπρεχτ ανέβασαν _ τον «Αρτούρο Ούι» _, είκοσι δυο φωτογραφίες με κοσμικότητες (τέλος πάντων, ο Θεός να τις κάνει, μην ανοίξω περισσότερο το στόμα μου…) έστειλαν, σε τέσσερις είναι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας που παρέστη, σε έξι ο σκηνοθέτης της παράστασης Νίκος Χαραλάμπους, σε εννιά ο καλλιτεχνικός διευθυντής Γιάννης Βούρος _ που, εν πάση περιπτώσει, εκείνος είναι που ’χει την καλλιτεχνική διεύθυνση _, σε έντεκα, παρακαλώ, η κ. Λυσαρίδου (αριστερά στη φωτογραφία, στο βάθος ο Κώστας Πρέκας σε αφίσα απ’ «Τα σύνορα της προδοσίας»!) _ που ως πρόεδρο του Δ.Σ., ε, ξέρουμε πόσες και ποιες αρμοδιότητες και πόσο αποφασιστικές τής δίνει ο νόμος για τα κρατικά Θέατρα… Η Βασίλισσα της Βραδιάς!
Και δεν είναι η πρώτη φορά που το εντοπίζω το σύμπτωμα. Μου ’χει πλέον δημιουργηθεί η εντύπωση πως οι πρεμιέρες στο ΚουΘουΒουΕ γίνονται αποκλειστικά για να μας στέλνουν φωτογραφίες της κ. Λυσαρίδου. Αφήστε τις συνεντεύξεις Τύπου, και τις υποδοχές πατριαρχών, και τις ανακοινώσεις τουριστικών γραφείων ότι δρομολογούν λεωφορεία για τους Λαζαριστές, και…, και… : η κυρία Λυσαρίδου εκεί! Οποία δίψα για δημοσιότητα!
Χρόνια ήταν η Αρβελέρ πρόεδρος τους Δ.Σ. του Εθνικού, σε πόσες φωτογραφίες «κοινωνικού» ρεπορτάζ την είδατε; Και επιτέλους είναι η Αρβελέρ! Καθηγήτρια πανεπιστημίου και πρώην πρύτανης στην Σορβόνη. Όχι πρώην υπεύθυνη πολιτικού σχεδιασμού της Νέας Δημοκρατίας και της προεκλογικής εκστρατείας του αλήστου μνήμης Παναγιώτη Ψωμιάδη. Ε, μα πια!
Αύριο που τον κάλεσαν κι έρχεται ο Ρεμί ντε Βος, συγγραφέας του «Débrayage» το οποίο επίσης παίζεται στο ΚουΘουΒουΕ, άντε πάλι η κυρία Λυσαρίδου να συμπρωταγωνιστεί στις φωτό. Θυμηθείτε με.
Έστειλε κι η Λυρική φωτογραφίες απ’ τη φετινή εναρκτήρια πρεμιέρα της «Σταχτοπούτας». Τέσσερις, όλες κι όλες, δυο παράστασης και δυο απ’ τον χαιρετισμό στο τέλος της παράστασης. Όχι αυτό το λάιφ στάιλ σούργελο του ΚουθουΒουΕ. Όχι η ξεφτίλα «παρέστησαν ο κύριος και η κυρία Φούφουτου». Λίγη αξιοπρέπεια δεν βλάπτει. Ας αφήσουνε τις φωτογραφίες αυτές για τις «επίσημες» των θεάτρων της πιάτσας.



Α, μια κι είπαμε για προέδρους. Μωρέ, θυμάστε; Το Εθνικό έχει πρόεδρο; Το ’χω ξεχάσει _ τέσσερις μήνες, πάνω κάτω, είναι πια που παραιτήθηκε ο Σταύρος Ξαρχάκος. Μπα… Νομίζω δεν έχει. Τώρα, λοιπόν, που σας το γράφω _ εξ ιδίων τα αλλότρια _, αντελήφθην τι έχει συμβεί: το θέμα το ξεχάσανε και στο υπουργείο Πολιτισμού. Έτσι είναι. Αυτά, άμα τα ξεχάσεις σε ξεχνάνε…



Απ’ τους πιο πολυπράγμονες του θεάτρου μας αυτή τη στιγμή, ο Ακύλλας ο Καραζήσης _ ο καλός και ηθοποιός αλλά και, όπως έχει αποδειχθεί, σκηνοθέτης: Έζρα Μάνον στην επερχόμενη σε λίγες μέρες στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού επανάληψη του έργου του Ο’ Νιλ «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, Φάουστ στο ομώνυμο έργο του Γκέτε με σκηνοθέτη τον Μιχαήλ Μαρμαρινό στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση τον Ιανουάριο αλλά και στη διανομή του «Blasted –Ερείπια» της Σάρα Κάιν που θα κάνει ο Δημήτρης Τάρλοου στο «Πορεία» τον Μάρτιο κι ενώ στο «Bios» παίζεται ακόμα η παράσταση που ετοίμασε την περασμένη σεζόν με τους τελειόφοιτους μαθητές του στη δραματική σχολή του Εθνικού ως διπλωματική τους εργασία πάνω στην «Πενθεσίλεια» του Κλάιστ, ο Ακύλλας Καραζήσης ανεβάζει από αύριο στο θέατρο «Βασιλάκου» και την παράσταση «Ακυβέρνητη πολιτεία / Σκίτσα της Αθήνας».
Πρόκειται για την πρώτη παράσταση στη σειρά του αφιερώματος στην Αθήνα που οργανώνει τον Νοέμβριο ο Θεατρικός Οργανισμός «Ακροπόλ». Κι είναι μια σύνθεση _ μεταξύ «ντοκιμαντέρ και jam session» _ με πρώτη ύλη της τις «Μέρες» του Σεφέρη, αποσπάσματα από βιβλία του Θανάση Βαλτινού και του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, φράσεις του Χρήστου Βακαλόπουλου, θραύσματα απ’ τα ημερολόγια του αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη, ποιήματα του Σίμου του Υπαρξιστή, στίχους του Δημήτρη Πουλικάκου… Κι αυτά όχι από ηθοποιούς αλλά από δέκα επί σκηνής αθηναίους πολίτες με, επίσης επί σκηνής, τον Λόλεκ να δημιουργεί ζωντανά το soundtrack της παράστασης και τον ίδιο τον Ακύλλα Καραζήση που υπογράφει και την επιλογή των κειμένων _ να συντονίζει το όλο σκηνικό δρώμενο.



Αχού... «Cirque du Soleil», «Cirque du Soleil», και ξανά «Cirque du Soleil», και μανά «Cirque du Soleil»… Μωρέ, καλό _ το καλύτερο _, χρυσό μπορεί να ’ναι, αλλά, ε, δεν την αντέχω πια αυτή την πλύση εγκεφάλου. Που μέχρι στις καθαρίστριες του συγκροτήματος έχουν κάνει συνέντευξη. Και να οι Έλληνες του «Cirque», και να πόσοι τόνοι είναι το σκηνικό, και να τι ύψος και τι πλάτος η μεταλλική πλάτη του, και να τα τρία στρέμματα της σκηνής, και να τα 83.876 _ ή κάτι τέτοιο _ κοστούμια, και να πόσα μέτρα υφάσματος έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή τους, και να πόσα ζευγάρια παπούτσια βάφουν, λέει, στο χέρι κάθε μέρα, και να πόσες χιλιάδες προφυλακτικά έχουν χρησιμοποιήσει στην περιοδεία οι καλλιτέχνες (όχι, αυτό το τελευταίο δεν το ’χουν γράψει _ ακόμα… _, δικό μου είναι)…
Κι όλα αυτά για δεύτερη, κατά συνέχεια, χρονιά που μας έρχεται το συγκρότημα. Λυπηθείτε μας, δηλαδή. Φτάνει, πήξαμε, δε θέλω να πάω, τα ’δα όλα και τα ’μαθα όλα περί «Cirque du Soleil». Χωρίς να το δω. Μόνο για τις τιμές των εισιτηρίων δε λένε πολλά _ ή , μάλλον, τίποτα δε λένε...: 120, ναι, εκατόν είκοσι ευρώ _ το ακριβό! Έως και 35, ναι, τριάντα πέντε το φτηνότερο! Που πα’, ρε Καραμήτρο;



«Υποδύεται έναν από τους δυσκολότερους ρόλους στην καριέρα της. Κι όμως… Η Γιούλη Ζήκου, που πρωταγωνιστεί στη θεατρική παράσταση «Γιαννούλης Χαλεπάς – Η κοιμωμένη μου», […] πατά γερά στα πόδια της.


Ερώτηση: Έχουν γραφτεί πολλά θετικά και επαινετικά σχόλια για την ερμηνεία σας στην παράσταση “Γιαννούλης Χαλεπάς - Η κοιμωμένη μου”. Πώς νιώθετε για αυτό;

«Πάντα τα επαινετικά λόγια είναι η ανταμοιβή του καλλιτέχνη. Μου γεμίζουν την ψυχή! Νιώθω μια πληρότητα! Μια δικαίωση! Όμως οι υπερβολές που γράφτηκαν, του τύπου ότι είμαι η συνέχεια της Παπαδάκη, της Παξινού και της Λαμπέτη δεν με άγγιξαν. Και δεν το λέω από ταπεινότητα αλλά από πλήρη επίγνωση του δρόμου ή μάλλον της ανηφόρας που έχω μπροστά μου για να συναντήσω αυτές τις ιέρειες του θεάτρου».
Ποιος τα ’πε αυτά; Η Γιούλη Ζήκου. Η οποία πρωταγωνιστεί στην ανωτέρω παράσταση που παίχτηκε _ και παίζεται και φέτος, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόρτζου _ στην Αθήνα και το καλοκαίρι σε περιοδεία. Και τα ’πε το καλοκαίρι _ τώρα έπεσε η συνέντευξη στα χέρια μου _ απαντώντας σε ερώτηση συντάκτριας της εφημερίδας «Πατρίς» του Ηρακλείου που της έκανε συνέντευξη κι η οποία τονίζει πως «οι κριτικοί του θεάτρου έχουν μιλήσει με τα επαινετικότερα λόγια για την πορεία και την ερμηνεία της». Δεν αναφέρονται οι συγκεκριμένοι κριτικοί αλλά τι σημασία έχει; Σημασία έχει η ανηφόρα η μεγάλη.



Τι μπορεί να φέρει, όμως, η κρίση στον Τύπο… Ακόμα και να δεις «Το Βήμα της Κυριακής» να μοιράζει τι; «Τα αετόπουλα», το αναγνωστικό για το Δημοτικό της «Κυβέρνησης του Βουνού».
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

October 28, 2013

Βαθύ κόκκινο, καυτό


Θυμάμαι ακόμα τη μέρα που την πρωτοείδα. Μεγάλη Βδομάδα του ’76. Μόλις είχαμε φτάσει στα Χανιά, ήμουνα στην αυλή της Αναγνώστη Μάντακα και βγήκε στο μπαλκόνι του δεύτερου να πει το «καλώς ήρθατε». Ήταν νέα και όμορφη η Ρίτσα η Χατζηδάκη. Ήταν γενναιόδωρη. Ήταν φιλόξενη _ η προσωποποίηση της φιλοξενίας. Ήταν νοικοκυρά σπουδαία. Ήταν μαγείρισσα ανυπέρβλητη _ σαν τη μάνα της, την κυρία Κατίνα, σαν τις θείες της. Ήταν ανοιχτό βιβλίο. Ήταν ενθουσιώδης, ορμητική, ισοπεδωτική _ ένας οδοστρωτήρας, φωτιά και λαύρα. Το μικρασιάτικο αίμα στη χανιώτικη γη είχε ανθίσει και τα λουλούδια ήταν κατακόκκινα _ βαθύ κόκκινο, καυτό. Ο Νώντας της ήταν μωράκι, η Βίβια _ έτσι τη λέγαμε τότε _ ήταν μικρό κοριτσάκι.
Πέρασαν τα χρόνια. Ήρθανε βάσανα πολλά. Τα αντιμετώπισε με αξιοπρέπεια. Πάντα. Το θέατρο _ που είχε ήδη κερδίσει έναν της οικογένειας, τον Γιάννη τον Ροζάκη, τον αδελφό της _ έγινε το αποκούμπι της. Από το ’83 ιδρυτικό μέλος της χανιώτικης ερασιτεχνικής «Αρένας», πλάι στο σκηνογράφο Γιάννη Κύρου ο οποίος τη δημιούργησε, την ανέλαβε απ’ το ’94, μετά τον, επίσης, πρόωρο θάνατό του. Αφοσιώθηκε. Τάχτηκε. Η Ομάδα έγινε η δεύτερη οικογένειά της.
Αλλά ο Δίας κάτι είχε μαζί της. Της έριξε κατακούτελα τον πιο δυνατό του κεραυνό _ να χάσει το παλικάρι της πάνω στον ανθό της νιότης του. Μαυροφορέθηκε για πάντα _ «πέτα επιτέλους τα μαύρα, δεν σημαίνουν τίποτα» της έλεγα, «όχι, για μένα σημαίνουν» ήταν η απάντηση. Κοφτή. Απομονώθηκε από τη δημόσια ζωή στα Χανιά _ σαν να τιμωρούσε τον εαυτό της για κάτι για το οποίο δεν είχε φταίξει όμως εκείνη. Έκλαψε, στέγνωσε, μαράθηκε. Εξωτερικά. Η φλόγα όμως μέσα της δεν έσβησε. Το θέατρο και η «Αρένα» τη στήριξαν. Και πάνω τους στηρίχτηκε. Από το 2001 άρχισε να σκηνοθετεί. Έψαχνε, έψαχνε, αγόραζε βιβλία, διάβαζε, προσπαθούσε να βρει τα κατάλληλα έργα για την ομάδα, μου «φορτωνόταν» να της βρω έργα, να της προτείνω, να τη φέρω σε επαφή με ανθρώπους του χώρου. Χαρά μου ήταν. Όσοι τη γνώριζαν τη λάτρευαν.
Ήταν φίλη μου. Μια φίλη εκ του μακρόθεν, που δεν την έβλεπα συχνά, που δεν έκανα συχνά παρέα μαζί της, πότε πότε μιλούσαμε μόνο στο τηλέφωνο. Κι όμως πάντα μου προκαλούσε τη διάθεση να ανοιχτώ, να της μιλήσω, να της εξομολογηθώ, να της τα πω όλα. Σε άκουγε. Η Διαθεσιμότητα προσωποποιημένη. Και στα δύσκολα μου στάθηκε. Σαν αδελφή ήταν. Και πέρσι, στις 28 του Οκτώβρη, σαν να έχασα μια αδελφή _ ο χρόνος αυτός που ακολούθησε θέλησε, αλίμονο, να μου στερήσει κι άλλη μία. Μου λείπει η Ρίτσα. Και όπως οι συνθήκες διαμορφώθηκαν μου λείπει περισσότερο… Αλλά, έτσι κι αλλιώς, δεν θα την ξεχάσω: Ρίτσα, τέτοιες τηγανιτές πατατούλες κανένας δεν θα μου τηγανίσει ποτέ ξανά.


* Το κείμενο γράφτηκε ειδικά για την περίσταση και τμήμα του δημοσιεύεται στο πρόγραμμα της παράστασης με το έργο του Μόρις Πάνιτς «Η επίσκεψη» που παρουσιάζει η Θεατρική Σκηνή «Ρίτσα Χατζηδάκη» στα Χανιά στη μνήμη της Ρίτσας Χατζηδάκη.

October 27, 2013

Ρέκβιεμ για μια Ιουλιέτα του Χελμού

Το έργο. Ο Τάσος και η Γκόλφω. Παιδιά ακόμα _ εκείνη στα 17, ορφανή από πατέρα. Θεόφτωχοι. Και ερωτευμένοι _ με όρκο αγάπης. Τέλος του 19ου αιώνα. Σ’ ένα ορεινό χωριό _ κάπου στην Βόρεια Πελοπόννησο, στον Χελμό. Κοντά στην σημαδιακή πηγή της Στυγός _ κατά την ελληνική μυθολογία πύλη του Κάτω Κόσμου και εκεί όπου οι θνητοί έδιναν τον όρκο τον πιο ιερό. Τον κρύβουν τον έρωτά τους τα δυο παιδιά _ σε μία κοινωνία πλούσιων τσελιγκάδων και φτωχών βοσκών ζουν… Αλλά όταν ο Τάσος δέχεται δώρο χρηματικό αναπάντεχο από έναν άγγλο λόρδο που ο νεαρός βοσκός τον έσωσε από το θάνατο, δημοσιοποιεί τον έρωτά τους και αρραβωνιάζεται την Γκόλφω. Στα σχέδιά τους, γρήγορα να γίνει ο γάμος.
Οι κακοί όμως καιροφυλακτούν. Ο Κίτσος, ο πλούσιος ανηψιός του πλούσιου αρχιτσέλιγκα Ζήση που θέλει την Γκόλφω για γυναίκα του αλλά εκείνη τον αποκρούει κι αυτός προσβάλλεται, βάζει προξενητή να πείσει τον Τάσο να παντρευτεί την κόρη του Ζήση _ και ξαδέλφη του _, τη μοχθηρή Σταυρούλα. Έτσι η Γκόλφω, ελεύθερη πια, θα είναι ευκολότερο να πέσει _ πιστεύει _ στα δίχτυα του.
Λέγε – λέγε, μπροστά στη μεγάλη προίκα και στο άνετο μέλλον που του εξασφαλίζεται, ο Τάσος, τελικά, πείθεται. Τσαλαπατάει τον όρκο του τον ιερό και χαλάει τον αρραβώνα με την Γκόλφω. Εκείνης όμως ο έρωτας δεν σβήνει έτσι εύκολα. Πέφτει στα πόδια του, σέρνεται πίσω του, τον παρακαλάει, με σύμμαχο τον πατέρα του τον Θανάσουλα, τον καταριέται στο τέλος αλλά ο Τάσος δεν πείθεται με τίποτα. Όπως με τίποτα δεν πείθεται και η Γκόλφω να δεχτεί την πρόταση του Κίτσου. Την παραμονή του γάμου Τάσου και Σταυρούλας, παραλοϊσμένη, θα εμφανιστεί στο γλέντι και θα πάρει πίσω τις κατάρες. Ο Τάσος, συγκλονισμένος από το ψυχικό της μεγαλείο, θα τρέξει πίσω της. Είναι αργά. Η Γκόλφω έχει φαρμακωθεί. Θα ξεψυχήσει στην αγκαλιά του κι εκείνος θα την ακολουθήσει: αυτοκτονεί.
Ένα ρομαντικό μελόδραμα είναι η «Γκόλφω» (1893), το έμμετρο «δραματικό ειδύλλιο» του Σπυρίδωνος Περεσιάδη. Αλλά ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος του, που αντλεί κατευθείαν από μία πλούσια λαϊκή παράδοση, μακριά από τη στομφώδη καθαρεύουσα του «επίσημου» θεάτρου της εποχής, αποπνέει ποίηση _την ποίηση της απλότητας και της αθωότητας, μια λαϊκή φρεσκάδα που θυμίζει εκείνα τα απλoϊκά στιχάκια των παλιών, επιτοίχιων ημερολογίων. Και γεννάει μια καθαρή συγκίνηση. Γι αυτό, ίσως, αγαπήθηκε τόσο από το λαϊκό κοινό.
Η παράσταση. Ο Νίκος Καραθάνος αγάπησε κι αυτός πολύ το «αφελές» αυτό έργο, το φθαρμένο από την πολυχρησία, το σωσίβιο των μπουλουκιών, το κατασυκοφαντημένο, το σνομπαρισμένο ως φτηνό, βουκολικό εργάκι κατάλληλο για χωριάτες και το ανέβασε με σεβασμό. Αλλά και με πνοή ανανεωτική. Και το ανέδειξε _ το εκτόξευσε. Αφήνοντάς το να ακουστεί καθαρό, χωρίς να το καπελώσει με σκηνοθετισμούς. Στο δημιουργικά επεξεργασμένο από την Γιούλα Μπούνταλη κείμενο, έκανε περικοπές, κάποιες μικροπροσθήκες, τον ύμνο / θρήνο της αγάπης τον έδεσε αρμονικά με μερικούς έξοχους στίχους της Λένας Κιτσοπούλου και αφέθηκε _ καθόλου, όμως, ανεξέλεγκτα _ σε έναν δημιουργικό οίστρο.
Το εύρημα με τα τρία ζευγάρια Γκόλφως - Τάσου σε τρεις διαφορετικές ηλικίες δεν είναι πρωτότυπο, ποτέ όμως δεν έχω δει καλύτερη ανάπτυξή του: το νεαρό ζευγάρι της αθωότητας, που πετάει στα σύννεφα, το ώριμο της προσγείωσης στην πραγματικότητα και της προδοσίας και της απόγνωσης και το γηραιό _ στην ηλικία που δεν πρόλαβαν να φτάσουν οι δύο ήρωες αλλά την έφτασε και την ξεπέρασε το έργο τους διασχίζοντας τρεις αιώνες _, σιωπηλό, μελαγχολικό _ σαν άγγελοι προαναγγελθέντος θανάτου _, κατακαθισμένο, με την παραδοχή και την κατανόηση για τα ανθρώπινα γραμμένες πάνω του, που σφραγίζει καθοριστικά με το σιωπηλό φιλί του το άνοιγμα της παράστασης και αναδεικνύεται σε σύμβολο πολυσήμαντο.
Τα πολλά μετωπικά στησίματα δίνουν στο έργο μία αίσθηση ρέκβιεμ _ ρέκβιεμ για έναν έρωτα που γεννήθηκε και πέθανε στον Χελμό. Με αποκορύφωμα _ ένα Lux Aeterna _, τον συγκλονιστικό ύμνο / θρήνο της αγάπης: το στήσιμο στο προσκήνιο απέναντι στο κοινό των καθισμένων σε δύο σειρές καρέκλες ηθοποιών _ στην πρώτη οι τρεις που ερμηνεύουν την Γκόλφω _ με κορυφαία την Λυδία Φωτοπούλου, στα πόδια της το πλαστικό καλαθάκι αχρήστων απ’ όπου βγάζει τελετουργικά ένα πακέτο χαρτομάνδηλα και τα μοιράζεται με τις άλλες δύο αφού τα ποτίσει με νεράκι από ένα μικρό μπουκάλι εμφιαλωμένο, χαρτομάνδηλα που όταν αρχίζει να κυλάει το κείμενο οι τρεις τα στύβουν μπροστά στα μάτια τους και τα νερά που τρέχουν γίνονται ποταμοί δακρύων, με τα όργανα που παίζουν ζωντανά οι άλλοι ηθοποιοί να σπαράζουν πένθιμα συνιστούν μία εμπνευσμένη, μία μεγάλη _ και καθόλου εύκολα δεν χρησιμοποιώ αυτό το επίθετο… _ στιγμή του ελληνικού θεάτρου. Την οποία έχω βάλει στην προσωπική ανθολογία μου και δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Όπως, πιστεύω, δεν θα την ξεχάσει κανένας που την είδε ή θα τη δει.
Το επίσης συγκλονιστικό φινάλε «Τρέχα Τάσο, τρέχα», που αφήνει, με τρόπο ιδιοφυή, ανοιχτό το τέλος του έργου _ οι ήρωες του Περεσιάδη στο έργο πεθαίνουν αλλά η ιστορία που το έργο έγραψε και γράφει δεν τους αφήνει να πεθάνουν, ο Καραθάνος με την παράσταση αυτή κάνει ένα ευφυές παράλληλο σχόλιο πάνω σ’ αυτό καθαυτό το θέατρο _ είναι η αμέσως επόμενη σημαντική στιγμή της παράστασης. Αλλά δεν είναι οι μόνες _ είναι δύο από τις πολλές. 
Ο Νίκος Καραθάνος έχει εκμεταλλευτεί την κάθε λέξη του κειμένου. Ποιώντας μουσική. Διότι η παράστασή του είναι ουσιαστικά μία μουσική παράσταση _ και όχι γιατί έχει πολλές μουσικές. Οι παύσεις, δύο - τρεις βαριές, ασήκωτες σιωπές με μόνο τον ήχο του τρεχούμενου νερού, οι άψογοι ρυθμοί, όλα καταλήγουν σε ένα μουσικό αποτέλεσμα συναρπαστικό που δεν του λείπουν και τα αγγίγματα του χιούμορ.
Αν βρήκα ελαττώματα; Ναι, κάποια. Ας πούμε η εμφάνιση της Σταυρούλας ως αρκούδας μού φάνηκε ένα πολύ γκροτέσκο στοιχείο. Και, ορισμένες στιγμές, είδα κάποιες αμηχανίες, Αλλά, μπροστά στο σύνολο, παρωνυχίδες θα μπορούσα να τα χαρακτηρίσω.
Ο Νίκος Καραθάνος είχε βέβαια και συνεργάτες που τους ενέπνευσε _ ή και που τον ενέπνευσαν. Η Έλλη Παπαγωργακοπούλου μ’ αυτούς τους μαύρους, μαλακούς σαν μαξιλάρια, ακατέργαστους αλλά τόσο ευλύγιστους όγκους τους ριγμένους στη σκηνή, που αλλάζουν διαρκώς σχήματα, δεν έκανε μόνο στιλ και δεν δημιούργησε μόνον ένα λειτουργικό σκηνικό. Μετέφερε την αίσθηση αυτών των ξερόβραχων του Χελμού όπου το έργο διαδραματίζεται αλλά ταυτόχρονα και την αίσθηση της τρυφερότητας, του ερωτισμού που πλανάται. Και τα έξοχα κοστούμια της, με ρίζες στην παράδοση, _ απηχήσεις από φουστανέλες και φαρδομάνικα _, όλα μαύρα, που μετατρέπουν τους ηθοποιούς σε κοπάδι μαύρων πουλιών με απλωμένες φτερούγες και συντελούν αποφασιστικά σ’ αυτά τα μοναδικά γκρουπαρίσματα τα οποία ο σκηνοθέτης επαναφέρει τακτικά, δεν είναι μόνον υψηλή αισθητική. Βοηθούν και στην ανάπτυξη της συνεχούς κίνησης, του στροβιλισμού αυτού που την σοφή επιμέλειά του είχε η Αμάλια Μπένετ.
Ο Άγγελος Τριανταφύλλου με τις παιγμένες ζωντανά μουσικές του και με τα δύο δημοτικά τραγούδια που επέλεξε συμπορεύτηκε με τη σκηνοθεσία στη συγκίνηση, την επέτεινε αλλά και την συγκράτησε να μη γίνει μελό, οδηγώντας την στο κατακόρυφο. Τελευταίος αλλά καθόλου έσχατος ο _ πολύτιμος πλέον _ Λευτέρης Παυλόπουλος: οι φωτισμοί που σχεδίασε, οι πηγές φωτισμού που επινόησε σε αφήνουν άφωνο. Και χαρίζουν σε έργο και παράσταση όχι μόνο τη σφραγίδα του αλλά και ακόμα πιο ουσιαστικές φωτοσκιάσεις.
Οι ερμηνείες. Ο Νίκος Καραθάνος δεν είχε μόνο στη διάθεσή του μία πολύ καλή διανομή. Ήξερε να διδάξει και να κατευθύνει τους καλούς ηθοποιούς του.

Εύη Σαουλίδου, Άγγελος Τριανταφύλλου, Γιάννης Κότσιφας, Γιώργος Μπινιάρης, Μαρία Διακοπαναγιώτου αποφασιστικά βοηθούν. Έχω δει σε πολλές εξαιρετικές ερμηνείες την Αλίκη Αλεξανδράκη. Ποτέ δεν την έχω δει να γίνεται τόσο λιτή και άμεση. Για την Χριστίνα Μαξούρη θα έγραφα πως υποκριτικά είναι άριστη. Αλλά θα αρκούσε και μόνο το δημοτικό που τραγουδάει συγ-κλο-νι-στι-κά για να μείνει αξέχαστη. Ο Άγγελος Παπαδημητρίου κάνει τον καλύτερο και πιο ώριμο ρόλο του χωρίς να χάνει το υποδόρειο χιούμορ του. Ο Μιχάλης Σαράντης, φιγούρα που γράφει μοναδικά, κίνηση θαυμάσια, δείχνει να έχει εξελιχθεί ουσιαστικά. Ο Χάρης Φραγκούλης επιβεβαιώνει όλες στις ελπίδες που έχει γεννήσει η παρουσία του στη σκηνή: παλλόμενος, φτερωμένος, εφηβικός Τάσος, δίνει μία ερμηνεία εκ βαθέων.
Ο Γιάννης Βογιατζής θα πρέπει να είναι ευτυχής επισφραγίζοντας την καριέρα του με το ρόλο του _ γέροντα _Τάσου. Είναι ο καλύτερός του.
Άφησα τελευταία την Λυδία Φωτοπούλου. Τα δύο μεγάλα της σόλι _ η «Αγάπη» και ο «Κομμός» _, στα οποία άφοβα φτάνει το επικίνδυνο κρεσέντο που της ζητήθηκε στο ξεφωνητό, στο «τελάλημα», ξεκολλούν από τα σπλάχνα της. Σπουδαία ηθοποιός. Αφοπλιστική. Χωρίς την Λυδία Φωτοπούλου η παράσταση αυτή δεν θα ήταν η ίδια.
Το συμπέρασμα. Αυτή, λοιπόν, την παράσταση πρέπει οπωσδήποτε να τη δείτε. Θα ανασάνετε αέρα βουνήσιο, θα μυρίσετε θυμάρι, θα ακούσετε γάργαρα νεράκια να τρέχουν… _ και μην πάει ο νους σας σε γραφικότητες. Και τα μάτια σας θα τρέξουν δάκρυα. Όχι για λόγους επιπόλαιους _ από εύκολη συγκίνηση. Αλλά από ανάταση. Επιτρέψτε μου όλους αυτούς τους ασυγκράτητους υπερθετικούς. Είδα την «Γκόλφω» δύο φορές, πέρσι και φέτος, και η γνώμη μου παραμένει σταθερή: την έχω λατρέψει.

Εθνικό Θέατρο / θέατρο «Rex» / Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», 6 Απριλίου 2013 και Κτίριο Τσίλερ / Κεντρική Σκηνή, 25 Οκτωβρίου 2013. 

October 24, 2013

Σώσον Κύριε το ΚουΘουΒουΕ Σου


Το Τέταρτο Κουδούνι / 24 Οκτωβρίου 2013


Τώρα, στο Θεό σας _ που εδώ δένει και με την περίσταση… _, τι βρήκαν να πουν η διοίκηση κι ο Γιάννης ο Βούρος, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ, με τον Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο στην συνάντηση τους η οποία ανακοινώθηκε μάλιστα επισήμως; Με την απορία αυτή έχω μείνει: τι τον κουβάλησαν το χριστιανό στους Λαζαριστές; Περί ΚουΘουΒουΕ μίλησαν; Κάτι τραβηγμένα απ’ τα μαλλιά «πιστεύουμε ότι στο θέμα του πολιτισμού πορευόμαστε σε κοινά μονοπάτια» είπε η πρόεδρος Μένη Λυσαρίδου, πέταξε κι ο Παναγιώτατος ένα «η Εκκλησία δεν μπορεί παρά να είναι στο πλευρό των γνησίων καλλιτεχνών, διότι υπάρχουν και εκείνοι που καπηλεύονται την τέχνη και στο όνομα της κάνουν τερατουργήματα» _ που ένας Θεός ξέρει τι και ποιους εννοούσε, καθότι, μεταξύ μας, η Εκκλησία δεν είναι και πολύ της πρωτοπορίας…
Το πολύ - πολύ ο Παναγιώτατος ένα ευχέλαιο να ’κανε για να φύγουν τα κακά πνεύματα κι οι καλικάντζαροι απ’ το Θέατρο, κανέναν αγιασμό να τελούσε για να μην επανέλθει το ΚουΘουΒουΕ στο ρεπερτόριο _ που φαίνεται σε καλό δρόμο να πηγαίνει φέτος _ των περασμένων χρόνων, καμιά ευχή να ’ψελνε κατά λαϊκισμού και κατά κρεμασμένων στην πρόσοψη κουρελόπανων… Πιο αποτελεσματικό θα το ’βρισκα.



Εγώ, αν με ρωτούσατε, θα σας συνιστούσα να μην το χάσετε: το έργο του Δημήτρη Δημητριάδη «Ο κυκλισμός του τετραγώνου» που παίζεται στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά. Ένας καινούργιος, αλλιώτικος Δημητριάδης, ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ενδιαφέρων και καθόλου ερμητικός, σε μια εξαίρετη παράσταση με θαυμάσιες ερμηνείες. Μπορεί και να κουραστείτε _ κρατάει δυο ώρες και τριάντα πέντε λεπτά χωρίς διάλειμμα, τη χρονομέτρησα την παράσταση, εγώ, πάντως, ειλικρινά σας λέω πως καθόλου δεν κουράστηκα _, αλλά αξίζει τον κόπο. Πιστεύω πως είναι μια καινούργια πρόταση _ θα επανέλθω. Δημητριάδης και Καραντζάς, πάντως, δικαιώνονται. 


Από συνέντευξη του Γιώργου Κιμούλη στην Μυρτώ Λοβέρδου που δημοσιεύτηκε στο «Βήμα της Κυριακής»: «Χωρίς να θέλω να μειώσω τη δύναμη και την αξία του γεγονότος που δημιουργεί το ποιοτικό άλμα, θα έλεγα, πρώτον, ότι η φασιστική συμπεριφορά που μπορεί να διέπει τους νεοέλληνες δεν είναι κάτι καινούργιο. Υπάρχει σε όλες τις σχέσεις μας, διαπροσωπικές, επαγγελματικές, κοινωνικές... Το δεχόμαστε πολλά χρόνια τώρα». Ναι, ναι! Μα πόσο, μα πόοοοοσο συμφωνώ…




«Το Δημοτικό Θέατρο είναι σύμβολο […] μιας χώρας που ξαναγεννιέται, ενός λαού που στέκεται ξανά στα πόδια του» είπε, μεταξύ άλλων, ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς στα _ τέλος πάντων… _ «γκλαμουράτα» εγκαίνια του ανακαινισμένου Δημοτικού του Πειραιά. Άμα (ν’) είναι έτσι, κι είναι σύμβολο «μιας χώρας που ξαναγεννιέται» κι «ενός λαού που στέκεται ξανά στα πόδια του» και ξαναγεννηθεί με τον ίδιο τρόπο που ξαναγεννιέται η χώρα και σταθεί ξανά στα πόδια του με τον ίδιο τρόπο που στέκεται ξανά στα πόδια του ο λαός, ε, τότε, την έβαψε το Δημοτικό… Εκτός κι αν είναι σύμβολο ενός δημάρχου που ξαναγεννιέται μέχρι τις δημοτικές εκλογές. Οπότε αλλάζει το πράμα. 
Καλορίζικο, πάντως, να ’ναι και με συγχωρείτε αν είμαι τόσο καχύποπτος κι απαισιόδοξος περί το θέμα.


Ναι, το ξέρω. Και ο Σωτήρης Χατζάκης, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού, και ο Κώστας Τσιάνος, ο σκηνοθέτης της «Γειτονιάς των αγγέλων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη που ανεβαίνει στην Σκηνή «Κοτοπούλη» του Εθνικού αύριο, πως ομνύουν στ’ όνομα του Νίκου Κούρκουλου και πως απαγγέλλουν το «Πιστεύω» αντικαθιστώντας τ’ όνομα του Θεού με του Νίκου Κούρκουλου _ διετέλεσαν, άλλωστε, και οι δυο τους αναπληρωτές διευθυντές του όταν κυβερνούσε το Εθνικό. Αλλά _ με το παρντόν _ να διορθώσω το σχετικό δελτίο Τύπου που μου ’στειλαν απ’ το Θέατρο. «Το έργο έχει ανεβεί για πρώτη φορά στο θέατρο ‘Κοτοπούλη – Rex’ το 1963» όχι «με πρωταγωνιστές τον Νίκο Κούρκουλο, την Τζένη Καρέζη και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο» αλλά απ’ το θίασο της Τζένης Καρέζη και με πρωταγωνιστές την Τζένη Καρέζη (που επίσης δεν είναι εν ζωή), τον Νίκο Κούρκουλο και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Μ’ αυτή ακριβώς τη σειρά. Για ν’ ακριβολογούμε.




Το διάβασα στο «Αθηνόραμα»: «Το ‘September’ μπορεί να έχει έναν εντελώς αδικαιολόγητο ΑΓΓΛΟΦΩΝΟ (σ.σ. τα κεφαλαία δικά μου) τίτλο, χαρακτηριστικό πολλών σύγχρονων ελληνικών ταινιών, λίγα είναι όμως τα υπόλοιπα στοιχεία που το συνδέουν άμεσα με τη θεματική της οικογενειακής καταπίεσης και το αντιρεαλιστικό στιλιζάρισμά του (σ.σ. πριν αλέκτορα φωνήσαι…) Greek Weird Wave». Τέλειο!



Είχα προσέξει στο αρχικό δελτίο Τύπου για τον «Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν» που ανεβαίνει απόψε στο θέατρο «Χορν» σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, με Γιώργο Κιμούλη, Πέμη Ζούνη (αντί, τελικά, της Ρούλας Πατεράκη, καλά, ουδεμία σχέση ανάμεσα στις δυο…) και Σμαράγδα Σμυρναίου, πως αναφερόταν ότι το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1933 απ’ το Εθνικό Θέατρο «με τον Αιμίλιο Βεάκη και την Κατίνα Παξινού». Πουθενά η Ελένη Παπαδάκη. Που ερμήνευε την Έλα _ τον άλλο απ’ τους δυο ομότιμους πρώτους γυναικείους ρόλους _ στην παράσταση.
Πριν προλάβω να γράψω οτιδήποτε, βλέπω στο επόμενο δελτίο να την έχουν προσθέσει. Πολύ, μα πολύ εκτιμώ το νοιάξιμο αυτό των ανθρώπων της «Ελληνικής Θεαμάτων». Έχουν μάλιστα προσθέσει και το _ άλλο, επίσης, μεγάλο _ όνομα της Βάσως Μανωλίδου που έπαιζε την Φρίντα. Εγώ θα πρόσθετα, τότε, και του ξεχασμένου Νίκου Δενδραμή που έκανε Έρχαρτ.


Απερίφραστα πια ενεργεί. Ανενδοίαστα. Χωρίς καμιά επιφύλαξη. Χωρίς καν να τηρούνται τα προσχήματα. Εκείνη η «δημοσιογραφία» του πολιτιστικού ρεπορτάζ _ αυτό ξέρω ΠΟΛΥ καλά, γι αυτό μιλάω _, που πέταξε και το φύλλον συκής για να αποκαλυφθεί η βασική ιδιότητά της: δημόσιες σχέσεις. Η «δημοσιογραφία» που γλείφει τους πάντες με το μυαλό στα μελλοντικά ωφέλη, που υμνολογεί με κάθε τρόπο αυτούς του θεάτρου απ’ τους οποίους μισθοδοτείται πλέον. Κανονικά. Και νόμιμα.
Ανέκαθεν μιλούσαν _ στο ρεπορτάζ, επιμένω, που κάνω, το πολιτιστικό, ειδικότερα το θεατρικό _ για δημοσιογράφους που «τους τα χώνανε», που «τα παίρνανε». Είτε στην κυριολεξία είτε μεταφορικά _ σχέσεις, τραπεζώματα, τακιμιάσματα… Ήταν η εύκολη συκοφαντία που πέταγαν οι «αντιφρονούντες» αλλά υπήρχε κι ένας κόκκος αλήθειας. Αλλά, τότε, υπήρχε και κάτι που λεγόταν «αρχές». Και κάτι που λεγόταν «δεοντολογία». Και κάτι που λεγόταν «τσίπα». Και που τώρα, όσο πάνε και εκλείπουν _ στις άγνωστες λέξεις πια.
Σε καλούσε, ας πούμε, ο τάδε θεατρικός επιχειρηματίας _ όπως τους λέγανε τότε _, σ’ έχωνε στο γραφείο, κλείδωνε τις πόρτες και σου ’λεγε: «Γιωργάκη, (σ.σ. ας πούμε), σε θέλω να μου κάνεις το γραφείο Τύπου και τα λεφτά θα ’ναι καλά». «Μα κ. Βαγγέλη (σ.σ. ας πούμε), είναι αντιδεοντολογικό». «Δε θα το μάθει κανένας, Γιωργάκη. Σου δίνω λόγο τιμής». «Όχι», εσύ. «Ναι», εκείνος. Και ίδρωνες να ξεκολλήσεις και να σου ξεκλειδώσει την πόρτα. Ή σου ’λεγε ο δείνα θιασάρχης: «Φτιάξε μου το πρόγραμμα της παράστασης». Κι έλεγες εσύ: «Ευχαριστώ, αλλά είναι αντιδεοντολογικό να πληρωθώ από σας για το πρόγραμμα και μετά να γράφω για την παράσταση. Αν δε μου αρέσει;».
Τώρα πάαανε αυτά. «Τα έσβησεν ο Σβώλος», που λέγανε κι οι παλαιοί. Αναφανδόν όλα _ μέχρι τις ταβέρνες και τα καφενεία και τα μπαρ και τα κλαμπ που συχνάζουνε διαφημίζουνε, φάτσα - φόρα. Κάτι λίγοι απομείνανε _ που θεωρούνται και μαλάκες. Αναρωτιέμαι μόνο: εκείνοι που συνεχίζουν να τους διαβάζουν αυτούς τους «δημοσιογράφους», της κατηγορίας αυτής, και να τους υποστηρίζουν και να τους πιστεύουν ΔΕΝ καταλαβαίνουν; Ή κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν; Ή τους συμφέρει να «μην καταλαβαίνουν»;

October 23, 2013

Βάγκνερ με κύρος από την αναβαθμισμένη ΚΟΑ



Δεν είναι πολλές οι φορές που άκουσα την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών από τη μέρα που την ανέλαβε, δυόμισι χρόνια πριν, ως καλλιτεχνικός διευθυντής, ο Βασίλης Χριστόπουλος. Πριν από τον Χριστόπουλο την άκουγα ακόμα λιγότερο.
Το μόνο μας αποκούμπι, των μεγαλύτερων από μας που αγαπούσαμε τη λεγόμενη «κλασική μουσική», η ΚΟΑ ήταν παλιά. Και το Φεστιβάλ Αθηνών τα καλοκαίρια, Ό,τι μας τάιζαν, αμβροσία το θεωρούσαμε. Αφότου εμφανίστηκε το Μέγαρο, αναβάθμισε τα κριτήριά μας. Οι προσφορές του σε μεγάλες ξένες ορχήστρες _ και όχι μόνο, βέβαια… _ ήταν τόσες που η ΚΟΑ να περάσει σε δεύτερη, να μην πω σε τρίτη μοίρα. Σχεδόν την ξέχασα. Στις μάλλον τυχαίες συναντήσεις μου μαζί της οι εντυπώσεις μου πολύ συχνά κινούνταν στα όρια _ ή και κάτω από τα όρια… _ του απογοητευτικού.
Αφότου την ανέλαβε ο Βασίλης Χριστόπουλος οι _ όχι συχνές όπως έγραψα _ επαφές μου με την ορχήστρα συνοδεύονται από αλλεπάλληλες εκπλήξεις: το επίπεδό της ανέβηκε και συνεχίζει να ανεβαίνει με ταχύτητα. Ίσως, ακριβώς γιατί δεν είναι ρουτίνα για μένα οι συναυλίες της, μπορώ να παρατηρώ πιο ψύχραιμα, πιο αποστασιοποιημένα την εξέλιξη: η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών έχει αναβαθμιστεί. Πέραν αυτού η φαντασία με την οποία καταρτίζονται τα προγράμματα, οι «άξονες», οι τολμηρές επιλογές που δεν καταστρέφουν όμως τις ισορροπίες με ένα ρεπερτόριο ελκυστικό στο ευρύτερο κοινό αρχίζουν να λειτουργούν πάνω μου, σιγά – σιγά, σαν μαγνήτης.
Το Γκαλά Βάκνερ, που η ΚΟΑ οργάνωσε για τα 200 χρόνια από τη γέννηση του συνθέτη, δεν θα μπορούσα κάποτε να φανταστώ ότι θα το έβγαζε πέρα _ ήταν υπεράνω των δυνατοτήτων της. Και όμως ο Βασίλης Χριστόπουλος που διηύθυνε τη συναυλία την έφερε στο ύψος της περίστασης.
Ολόκληρη η πρώτη πράξη της «Βαλκυρίας» (1870) δόθηκε _ συναυλιακά _, στο δεύτερο μέρος, με τους ηχητικούς όγκους και το δυναμισμό που απαιτεί ο Βάγκνερ αλλά και με το λυρισμό που διατρέχει το έργο (και ολόκληρη την, αναμφίβολα, μεγαλόστομη _ μουσική και λιμπρέτο _ αλλά οπωσδήποτε αριστουργηματική, εμβληματική στην ιστορία της όπερας Τετραλογία του «Δαχτυλιδιού του Νίμπελουνγκ»). Βεβαίως ο Βασίλης Χριστόπουλος είχε την τύχη να συνεργάζεται με τρεις πρώτης γραμμής σολίστ: ο γερμανός τενόρος Κρίστιαν Έλσνερ (Ζίγκμουντ), η Ελβετή μέτζο Ιβόν Νεφ (Ζίγκλιντε) και ο γερμανός μπάσος Ράιχαρντ Χάγκεν (Χούντινγκ), με φωνές, αν και ώριμοι πια, μεστές και σε πλήρη ακμή, έγκυροι γνώστες του βαγκνερικού ύφους, ο ένας καλύτερος από τον άλλο, έδωσαν μαζί με την ορχήστρα που τους αγκάλιασε αλλά και που, κατά κάποιο τρόπο, την οδήγησαν _ σχέση αμφίδρομη _ τρεις εξαιρετικές ερμηνείες.
Η συναυλία άνοιξε με μία επίσης εξαίρετη εκτέλεση της Εισαγωγής από τον «Λόεγκριν» (1850). Αν έχω κάποιες αντιρρήσεις, είναι για την Εισαγωγή από τους «Αρχιτραγουδιστές της Νιρεμβέργης» (1868) όπου παρατήρησα αδυναμίες συντονισμού. Πέραν αυτών, όμως, μπορώ να μιλήσω για μία υψηλού επιπέδου συναυλία.

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», 18 Οκτωβρίου 2013.

October 22, 2013

Τζαζ σαν καθαρό νεράκι



Κύλησε η βραδιά χωρίς να το καταλάβω _ κυριολεκτώ. Σαν καθαρό νεράκι. Το _ αμερικανικής προελεύσεως _ Κουαρτέτο του Τζόσουα Ρέντμαν, που εμφανίστηκε στο πλαίσιο της Σειράς «Jazz Masters» της «Ελληνικής Θεαμάτων», τα έδωσε όλα.
Ξεκίνησαν με Γουέιν Σόρτερ και Τσάρλι Πάρκερ και μετά πέρασαν στις συνθέσεις του ίδιου του Ρέντμαν για να απογειωθούν: κομμάτια με δύναμη αλλά παράλληλα και μπαλάντες με έναν τρυφερό, μελωδικό ήχο, κομμάτια ξεσηκωτικά αλλά κι ένα τόσο, μα τόσο θλιμμένο, σχεδόν σαν πένθιμο εμβατήριο, κομμάτια προχωρημένα αλλά που να αντλούν και από τις βαθιές ρίζες της αμερικάνικης τζαζ.
Ο _ συμπαθέστατος, συν τοις άλλοις _ Τζόσουα Ρέντμαν έσυρε το χορό με το εκπληκτικό του σαξόφωνο αλλά πλάι του είχε και τρεις ισάξιούς του μουσικούς. Ο σπουδαίος πιανίστας Άρον Γκόλντμπεργκ, ο εξαίρετος μπασίστας Ρούμπεν Ρότζερς και ο ντραμίστας Γκρεγκ Χάτσινσον, ισότιμοι σολίστες, έδωσαν δείγματα υψηλής δεξιοτεχνίας.
Γίνεται τέσσερις σολίστες να σχηματίσουν ένα κουαρτέτο αποδοτικό; Γίνεται, αν τα χνώτα τους ταιριάξουν, αν δέσουν γερά τους ήχους τους, βρουν τα σημεία τους επαφής και, πέρα από τα εκρηκτικά _ αλλά καθόλου ξεκάρφωτα _ σόλι τους, υποτάξουν τη μουσική τους προσωπικότητα σε έναν κοινό σκοπό και γύρω από έναν κοινό άξονα. Οι τέσσερις του Κουαρτέτου Τζόσουα Ρέντμαν το πετυχαίνουν απόλυτα. Ή, τουλάχιστον, το πέτυχαν _ και στο κυρίως πρόγραμμά τους και στα δύο ανκόρ που μας πρόσφεραν _ χτες το βράδυ που ήμουν κι εγώ εκεί.
Το συμπέρασμα: Μια βραδιά  κερδισμένη.

Θέατρο «Παλλάς», 21 Οκτωβρίου 2013.

October 18, 2013

«Οι πεταλούδες είναι ελεύθερες» και ξαναπετούν με Πέτρο Μπουσουλόπουλο


Το Τέταρτο Κουδούνι / Έκτακτο 


Την ανάλαφρη αμερικάνικη κωμωδία του Λέναρντ Γκερς «Οι πεταλούδες είναι ελεύθερες» θα σκηνοθετήσει στην Κεντρική Σκηνή του θεάτρου «Άλμα» _ το οποίο, τελικά, το χειμώνα, δε θα φύγει απ’ τα χέρια της Κατερίνας Μαραγκού και του Βίλη Ανδρέου _ η Ρέινα Εσκενάζυ με πρωταγωνιστή στο ρόλο του τυφλού Ντον Μπέικερ τον Πέτρο Μπουσουλόπουλο.
Χαλαρά βασισμένη στη ζωή ενός υπαρκτού προσώπου, του δικηγόρου Χάρολντ Κρεντς, η πλοκή του έργου _ του οποίου τον τίτλο ο συγγραφέας έχει εμπνευστεί από μια φράση που συνάντησε στο μυθιστόρημα του Τσαρλς Ντίκενς «Ο ζοφερός οίκος» _ περιστρέφεται γύρω από έναν τυφλό νεαρό άντρα, τον Ντον Μπέικερ, που για πρώτη φορά προσπαθεί να ζήσει μόνος του, μακριά απ’ την οικογένειά του και να χειραφετηθεί απ’ την καταπιεστική μητέρα του η οποία θέλει να τον κρατάει υπό τον έλεγχό της και η οποία _ φυσικά… _ αποδοκιμάζει τη σχέση που ο Ντον κάνει με μια ανοιχτόμυαλη, τρελιάρα χίπισσα της εποχής.
Η κωμωδία του Γκερς, που έκανε την πρεμιέρα της, σε σκηνοθεσία του Ελληνοαμερικανού Μίλτον Κατσέλας, το 1969, στο Μπρόντγουέι όπου παίχτηκε θριαμβευτικά για τρία σχεδόν χρόνια μεταφέρθηκε απ’ τον ίδιο στον κινηματογράφο το 1972 με πρωταγωνιστές τον Έντουαρντ Άλμπερτ, την Γκόλντι Χόουν και, ως Κυρία Μπέικερ, την Αϊλίν Χέκαρτ _ η μόνη απ’ την αρχική διανομή της παράστασης _ η οποία τιμήθηκε για την ερμηνεία της με το Όσκαρ Καλύτερης Ηθοποιού σε Δεύτερο Ρόλο.
Στην Ελλάδα το έργο πρωτοπαρουσίασε _ το καλοκαίρι του 1970 στην Θεσσαλονίκη, στο θέατρο «Αυλαία» _, στην απόδοση του Μάριου Πλωρίτη που θα χρησιμοποιηθεί και τώρα και σε σκηνοθεσία Κώστα Μπάκα, ο θίασος Γιάννη Φέρτη και Ξένιας Καλογεροπούλου με την Σμάρω Στεφανίδου και τον Γιώργο Διαλεγμένο. Η παράσταση μεταφέρθηκε το χειμώνα του 1970/’71 στην Αθήνα, στο τότε θέατρο «Αλάμπρα», και το καλοκαίρι του ’71 συνεχίστηκε στο τότε θερινό «Απόλλων».
Για την επιλογή της κοπέλας που θα παίξει τον συμπρωταγωνιστικό ρόλο της Τζιλ η Ρέινα Εσκενάζυ κάνει ακρόαση την Τετάρτη 23 Οκτωβρίου, 11 με 3, στο θέατρο «Άλμα» (Ακομινάτου 15, από Αγίου Κωνσταντίνου), σε ηθοποιούς 20 έως 25 ετών που θα πρέπει να ’χουν μαζί το βιογραφικό τους και μια φωτογραφία.
Στο μεταξύ, στις 10 Νοεμβρίου, στην Β΄ Σκηνή του «Άλμα» ανεβαίνει επίσης μια κωμωδία: η σάτιρα «Mein Komplex» της οποίας το κείμενο υπογράφει η ομάδα «Έκρηξη» που θα την παρουσιάσει σε σκηνοθεσία Μπάμπη Κλαλιώτη. Πρόκειται για μια φανταστική, ιατρικής φύσεως επίσκεψη _ Βιένη του 1920 _ στον ήδη διάσημο ψυχίατρο Φρόιντ του νεαρού ακόμα και άγνωστου Χίτλερ που προσπαθεί ν’ αντιμετωπίσει το σύμπλεγμά του απέναντι τις γυναίκες. Στην παράσταση, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε πέρσι στο θεατράκι «Κέλυφος» του Γιώργου Κώνστα, παίζουν οι Κώστας Καραμουσάλης, Μάνθος Καλαντζής, Νάντια Μητρούδη και ζωντανά τσέλο η Αντιγόνη Σεφερλή.
Στην Κεντρική Σκηνή, τέλος, του «Άλμα», παράλληλα με το «Οι πεταλούδες είναι ελεύθερες», θα παίζεται απ’ τις 23 Νοεμβρίου, συνεχίζοντας τη μακρόχρονη πορεία του, «Το αμάρτημα της μητρός μου» του Γεωργίου Βιζυηνού όπως το ’χει ανεβάσει στη σκηνή ο Ηλίας Λογοθέτης με τον ίδιο και την Μαρία Ζαχαρή.

October 17, 2013

«Διεθνισμός σε γενέθλια γη»: ουπς!


Το Τέταρτο Κουδούνι / 17 Οκτωβρίου 2013


«Ένας διεθνισμός ο οποίος όμως θα έχει μία γενέθλια γη»: η «φιλοσοφία» του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Σωτήρη Χατζάκη. Όπως κατετέθη σε συνέντευξη που ’δωσε στην Αντιγόνη Καράλη στο «Έθνος της Κυριακής». Σχόλιον ουδέν _ μιλάει από μόνο του, κραυγάζει.











Μήπως και δεν το ’δατε πέρσι; Το «Mistero Buffo», το σπαρταριστό, του Ντάριο Φο απ’ την ομάδα «Επτάρχεια» σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου. Αν όχι, μην κάνετε το ίδιο λάθος και φέτος. Καθότι επαναλαμβάνεται απ’ την επόμενη Τετάρτη 23 Οκτωβρίου στο «Θησείον». Όσοι το ’δατε ήδη, ξέρετε, δε χρειάζεται να γράψω κι άλλα. Κι είμαι σίγουρος ότι θα θέλατε να το ξαναδείτε. Όπως κι εγώ. Που θα το ξαναδώ. Εξάλλου κάθε Τρίτη έχει και… bonus. Στους έξι της παράστασης _ που και οι έξι είναι υπέροχοι _ προστίθεται και έβδομος: ο Μανώλης Μαυροματάκης.





Ομοίως: όσοι δεν είδατε ακόμα την «Ολεάνα» του Ντέιβιντ Μάμετ που παίζεται στην «Αυλαία» της Θεσσαλονίκης, με συγκλονιστικούς τον Δημήτρη Καταλειφό και την Λουκία Μιχαλοπούλου σκηνοθετημένους απ’ την Ελένη Σκότη, σπεύσατε έως και την Κυριακή. Κατόπιν, σειρά έχουν όσοι δεν είδαν στην Αθήνα την παράσταση _ αλλά και όσοι την είδαν ίσως…: Η «Ολεάνα» κατεβαίνει απ’ τα βόρεια κι ανεβαίνει, στο «Εμπορικόν» και πάλι, απ’ την επόμενη Πέμπτη 24 Οκτωβρίου. Περιττό να σας πω περισσότερα.


Πρόεδρος της Εφορίας Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, είναι ο συνθέτης Δημήτρης Παπαδημητρίου. Ε, δεν το βρήκα ιδιαίτερα κομψό και σεμνό και διακριτικό στο πρόγραμμα του Δημοτικού για την πρώτη κιόλας χρονιά, που μόλις ανακοινώθηκε, να περιλαμβάνεται συναυλία του προέδρου…



Κάτι γίνεται στην Λυρική. Κάτι γίνεται… Και το φετινό της πρόγραμμα, μ’ όλες αυτές τις έξυπνες παράλληλες δράσεις, δείχνει πως ο Μύρων Μιχαηλίδης το ψάχνει το πράγμα. Και πως κάθε χρόνο που περνάει όλο και καλύτερα το ισορροπεί το ρεπερτόριο. Συνεχίζοντας, παράλληλα, τα ανοίγματα _ η φετινή έκπληξη είναι ο Γιάννης Χουβαρδάς που θα σκηνοθετήσει «Ντον Τζοβάνι» στο Ηρώδειο πραγματοποιώντας όχι μόνο την πρώτη του συνεργασία με την Λυρική 
αλλά και την πρώτη του εν Ελλάδι σκηνοθεσία στην όπερα με την οποία ασχολείται ήδη εδώ και κάποια χρόνια στο εξωτερικό _ αλλά και εμπιστευόμενος τους νεότερους, είτε πολλά υποσχόμενους στο είδος είτε και μη δοκιμασμένους.
Αδιάφορα προς τα επί μέρους αποτελέσματα, νομίζω πως η Λυρική τη γλίτωσε κάνοντας θαρραλέα έως τολμηρά βήματα χωρίς, τελικά, να καταφύγει στο λαϊκισμό _ τύπου ΚΘΒΕ επί Χατζάκη.


«Νταντά εξ ουρανού»: η παράσταση για παιδιά που παίζεται στο «Κολοσσαίον» της συμπρωτεύουσας σε σκηνοθεσία Ταμίλα Κουλίεβα με την ίδια στον επώνυμο ρόλο και τον Φώτη Σπύρου. Χωρίς όνομα συγγραφέα. Αλλά το δελτίο Τύπου που μου ’στειλαν και μου ξανάστειλαν την «Μέρι Πόπινς» περιγράφει. Λεπτομερώς. Σύμπτωση θα ’ναι…



Είδα το «Γελώντας άγρια» του Κρίστοφερ Ντουράνγκ στο «Βικτώρια» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαλισσόβα. Πολύ καλή παράσταση _ θα επανέλθω. Και ξαφνικά βλέπω πως το ίδιο έργο το φέρνει στην Αθήνα, από σήμερα, το ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής _ σκηνοθετεί η Λίλλυ Μελεμέ _ στο «Vault». Σύγχρονο έργο να παίζεται ταυτόχρονα από δυο θιάσους στην ίδια πόλη δε μου ’χει τύχει πολλές φορές. Ελάτε, όμως, που εμένα κάτι τέτοια πολύ μου αρέσουνε… _ για τις συγκρίσεις.




Αυτό πια… Κανένας δε θα μπορούσε να το φανταστεί πριν από λίγα χρόνια. Και κάποιοι, αν το ’βλεπαν στον ύπνο τους, θα το θεωρούσαν τον χειρότερο εφιάλτη _ τώρα που συμβαίνει, στα πρόθυρα του εγκεφαλικού βρίσκονται: αφιέρωμα στον Δημήτρη Δημητριάδη, με τέσσερα άπαιχτα έργα του μαζεμένα ν’ ανεβαίνουν στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση. Χώρια όσα έχουν ανεβεί από πέρσι ή είναι προγραμματισμένα ν’ ανεβούν στη συνέχεια σ’ άλλες σκηνές το φετινό χειμώνα…





Για κοίτα σύμπτωση! Στο προπερασμένο «Τέταρτο Κουδούνι» _ στις 3 Οκτω(μ…)βρίου _ συμπλήρωνα πως το μονόπρακτο «Striptease» («Στριπ – τιζ») του 1962 ήταν το πρώτο έργο του Σλάβομιρ Μρόζεκ _ έφυγε απ’ τη ζωή στις 15 του περασμένου Αυγούστου _ που παρουσιάστηκε στην Ελλάδα _ απ’ το «Ζωντανό Θέατρο» του Πάνου Παπαϊωάννου, σε σκηνοθεσία του, στο τέλος της σεζόν 1971/’72. Και πριν αλέκτορα φωνήσαι, ιδού δελτίο Τύπου πως το ίδιο έργο ανεβαίνει, τέλος Νοεμβρίου, σε σκηνοθεσία ομαδική, απ’ τα φιλότιμα παιδιά της ομάδας «Cartel», στον… χειροποίητο «Cartel Τεχνοχώρο» _ βλέπε Ελαιώνας, στον Βοτανικό _ που τον εγκαινίασαν πέρσι. Παίζουν Βασίλης Μπισμπίκης, Παναγιώτης Σούλης, Φαίη Τζήμα, Ελένη Κωνσταντίνου.



Είδα πέρσι την «Αληθινή ταυτότητα της Τζίνα Ντέιβις» _ διασκευή Ελένη Ευθυμίου, Αναστασία Τζέλλου, σκηνοθεσία Ελένη Ευθυμίου, Βασιλική Τρουφάκου _ στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου». Διασκευή, όπως δηλώνεται, βασισμένη στο μυθιστόρημα «Άγνωστη τρομοκράτισσα» (2006) του Ρίτσαρντ Φλάναγκαν. Το οποίο, μεταφρασμένο στα ελληνικά, έχει κυκλοφορήσει απ’ τις _ εγκυρότατες _ Εκδόσεις «Άγρα». Και ξαφνικά τι βλέπω; Την «Χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» (1974) του Χάινριχ Μπελ, που ’γινε και ταινία απ’ τον Φόλκερ Σλέντορφ και την Μαργκαρέτε φον Τρότα _ ταινία και βιβλίο μ’ έχουνε σημαδέψει. Δε διάβασα το βιβλίο του Φλάναγκαν. Διάβασα όμως τα προλογικά του. Όπου, βέβαια, αναφέρει τις οφειλές του στο βιβλίο του Μπελ. Αλλά ειν’ αυτό αρκετό; Για να ξεκαρφωθεί, πάντως, και να το ελαφρώσει το πράγμα φροντίζει να επισημάνει πως «αντίστοιχες ήταν και οι οφειλές του Μπελ στον Φρίντριχ Σίλερ και το έργο του ‘Ο εγκληματίας της χαμένης τιμής’ (1786), το οποίο ήταν εμπνευσμένο από ένα αληθινό περιστατικό». Εγώ, πάντως, για να σας πω τη μαύρη αλήθεια, αυτά τα περί «μοντέρνας ανάπλασης» δικαιολογίες τα βρίσκω…
Πάντως, κατά σύμπτωση, πέρσι ανέβηκε _ κι επίσης την είδα _ κι η ίδια η «Χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» του Μπελ _ διασκευή και σκηνοθεσία Ελεάνα Τσίχλη _ απ’ τη ομάδα «Ubuntu» στο «Bios». Επίσης κατά σύμπτωση και οι δυο παραστάσεις επαναλαμβάνονται φέτος. Οπότε θα 'χε πολύ ενδιαφέρον να τις δείτε και τις δυο. Και να κάνετε εσείς τις συγκρίσεις ανάμεσα στα δυο έργα.



«Μέχρι στιγμής έχω κοινοποιήσει μόνο τον τίτλο: ‘Κοκκινοσκουφίτσα. Το πρώτο αίμα’ και έγραψα δυο φράσεις στο δελτίο Τύπου περί αθωότητας. Δεν λέω ούτε ότι θα υπάρχουν βρισίδια ούτε ότι θα κόβουμε κεφάλια. Και ξαφνικά έχω διαβάσει σε διάφορα έντυπα: ‘Έρχεται η σπλάτερ Κοκκινοσκουφίτσα’, ‘Αυστηρώς ακατάλληλη’!».
Η Λένα Κιτσοπούλου εκφράζει την απορία και την έκπληξή της _ μα τόοοση αθωότητα πια, ούτε που να το φανταστεί ότι θα συνέβαινε;… _ μιλώντας για το καινούργιο της έργο σε συνέντευξή της στην Αστερόπη Λαζαρίδου στο «Βήμα της Κυριακής». Ίσως να εννοεί το πρώτο αίμα των εμμήνων της Κοκκινοσκουφίτσας και να την παρεξήγησαν. Οπότε...


Το διάβασα στο «Αθηνόραμα» _ απολαυστικό!: «Το ‘September’ μπορεί να έχει έναν εντελώς αδικαιολόγητο αγγλόφωνο τίτλο, χαρακτηριστικό πολλών σύγχρονων ελληνικών ταινιών, λίγα όμως είναι τα υπόλοιπα στοιχεία που το συνδέουν άμεσα με τη θεματική της οικογενειακής καταπίεσης και το αντιρεαλιστικό στιλιζάρισμα του (σ.σ. ε, μα, πριν καν αλέκτορα φωνήσαι;…) Greek Weird Wave».