«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» του Έντουαρντ Άλμπι / Σκηνοθεσία: Μαρία Πανουργιά.
Ο Τζορτζ, με σπουδές ιστορίας, έφτασε στο μικρό πανεπιστήμιο κάποιας -φανταστικής- Νέας Καρχιδόνας, κάπου στην Νέα Αγγλία, στις βορειοανατολικές Πολιτείες των ΗΠΑ, όταν ήταν στα 23. Τον ερωτεύτηκε η Μάρθα, κόρη του ιδρυτή και πρύτανη του πανεπιστημίου, έξι χρόνια μεγαλύτερή του. Παντρεύτηκαν. Έχουν περάσει 23 χρόνια -εκείνος στα 46, εκείνη στα 52. Ο Τζορτζ, επίκουρος καθηγητής της ιστορίας ακόμα, έχει αποδειχτεί -και το ’χει αποδεχτεί...- ότι δεν είχε τα φόντα, δεν ήταν ικανός να υλοποιήσει τα σχέδια του πατέρα της Μάρθας, που τον προόριζε για κοσμήτορα του Ιστορικού, ο οποίος θα τον διαδεχόταν ως πρύτανης, κι έχει βαλτώσει. Αλλά κι ο γάμος τους έχει βαλτώσει. Η
Μάρθα μουλιάζει στο αλκοόλ. Βρίζονται, ξεσκίζουν ο ένας τις σάρκες του άλλου λεκτικά, κατακρεουργούν ο ένας τον άλλον. Αλλά παραμένουν ακόμα μαζί. Τη νύχτα του έργου -απ’ τις δυο μέχρι το ξημέρωμα- θα την περάσουν, γυρίζοντας απ’ το πάρτι που ’χει κάνει ο πρύτανης-μπαμπάς, ξάγρυπνοι και πίνοντας, στο καθιστικό του σπιτιού τους που βρίσκεται στο campus του πανεπιστημίου, παρέα μ’ ένα νεαρό ζευγάρι που ’ταν στο πάρτι. Τους κάλεσε η Μάρθα γιατί ο μπαμπάς -υπό την σκιάν του οποίου πάντα βρίσκονται- «είπε» πως πρέπει να τους περιποιηθούν. Εκείνος, ο Νικ, στα 28, όμορφος και γεροδεμένος, που μόλις
έφτασε στο πανεπιστήμιο για να διδάξει βιολογία, με καλά κρυμμένες τις φιλοδοξίες του που, στη διάρκεια του έργου, θα απελευθερωθούν επικίνδυνα, εκείνη, η Χάνι, στα 26, κόρη περιοδεύοντος ιεροκήρυκα που της άφησε πολλά λεφτά, ιδιαίτερα ευαίσθητη, αρρωστιάρα, υστερική, με μια ψευδοκύηση -ανεμογκάστρι...- στο παθητικό της, εξαιτίας της οποίας ο Νικ παγιδεύτηκε και, σαφώς υπολογίζοντας και στην περιουσία της, την παντρεύτηκε ενώ, μετά το γάμο, η Χάνι «ξεφούσκωσε»... -αυτά θα τα εκμυστηρευτεί, όταν ξανοιχτούν, ο ίδιος στον Τζορτζ. Δεν ξέρουν τι τους περιμένει... Το μεσήλικο ζευγάρι αρχίζει ενώπιον τους ν’ ανταλλάσσει δηλητηριώδεις πάσες που τους φέρνουν σ’ αμηχανία, τους ενοχλούν, ο Τζορτζ τους κατατρομάζει μ’ ένα τουφέκι-παιχνίδι που φέρνει ξαφνικά, Τζορτζ και Μάρθα αρχίζουν να παίζουν δικής τους επινόησης «παιχνίδια»,
ο Νικ θέλει να φύγουν αλλά οι οικοδεσπότες τους κρατούν σχεδόν με τη βία ενώ ο Τζορτζ δίνει στην Χάνι, που εμφανώς δε σηκώνει το ποτό, να πιει, τόσο ώστε καταλήγει στο μπάνιο να κάνει εμετό κι όταν επανεμφανίζεται, μεθυσμένη πια, έχει χάσει τον έλεγχο. Ο Τζορτζ διηγείται, ιδιαιτέρως, στον Νικ άγριες ιστορίες για ένα συμμαθητή του που ’γινε η αιτία να χάσουν τη ζωή οι γονείς του, στη συνέχεια, οι
ιστορίες αυτές ανατρέπονται και ποτέ δε μαθαίνουμε καθαρά αν αφορούν το συμμαθητή του, τον ίδιο ή είναι μυθοπλασίες, από κάποιο βιβλίο που ’γραψε αλλά ο πεθερός του δεν τον άφησε να το εκδώσει. Η Μάρθα, πάλι, επίσης ιδιαιτέρως, μιλάει στην Χάνι για τον 21χρονο «γιο» τους. Που «λείπει», «είναι φοιτητής» και «που ’ρχεται την επομένη για να γιορτάσουν τα γενέθλιά του». Τα «παιχνίδια» σκληραίνουν, αγριεύουν: προσβολές, χειρονομίες, Τζορτζ και Μάρθα έρχονται στα χέρια, ο Τζορτζ προσπαθεί να την πνίξει, ο Τζορτζ ξεμπροστιάζει τον Νικ -ότι του αποκάλυψε το ανεμογκάστρι της Χάνι- η Χάνι πηγαινοέρχεται στην τουαλέτα και ξερνάει, η Μάρθα ξεμοναχιάζει τον Νικ για να κάνουν σεξ -που
δεν κάνουν, όπως αποδεικνύεται, γιατί ο πιωμένος Νικ δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί κι η Μάρθα αμέσως τον υποβιβάζει σε «παιδί για τα θελήματα». Η εκδίκηση του Τζορτζ είναι ένα «τηλεγράφημα» που υποτίθεται ότι ήρθε: πως ο «γιος» τους, που ποτέ δεν απέκτησαν, γιατί είναι στείροι, «σκοτώθηκε»: το Τέλος των
Ψευδαισθήσεων. Το νεαρό ζευγάρι -ο Νικ έχει πια αντιληφθεί το «παιχνίδι» με το «γιο»- φεύγει αποξενωμένο, καταρρακωμένο -ίσως, είναι η Μάρθα κι ο Τζορτζ του παρελθόντος, ίσως, να ’ναι η Μάρθα κι ο Τζορτζ του μέλλοντος. Όσο για τους εξουθενωμένους Τζορτζ και Μάρθα, ίσως, να ’χει επέλθει η κάθαρση -μια ελπίδα
συντροφικότητας σα ν’ αχνοφέγγει, αφού πέρασαν δια πυρός και σιδήρου. Το «αθώο» τραγουδάκι «Who’s Afraid of the Big Bad Wolf?» -από ταινία κινουμένων σχεδίων της Ντίσνεϊ-, με «κωμικά» παραφρασμένους τους στίχους σε «Who’ s Afraid of Virginia Woolf?» -εξ ου κι ο τίτλος του έργου «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;», αναφορά στην αυτόχειρα αγγλίδα συγγραφέα-, όπως το ’χουν ακούσει στο πάρτι, που συνοδεύει ως λάιτ μοτίφ το έργο, το κλείνει κιόλας. Με τον Τζορτζ να το τραγουδάει και πάλι στην
Μάρθα κι εκείνη να του «απαντάει» -«απάντηση» πολυσήμαντη και συγκλονιστική- «εγώ...Τζορτζ... εγώ...» -η τελευταία ατάκα του έργου, η οποία τόσο μας αφορά...: «Εμείς...Τζορτζ... εμείς». Ο Έντουαρντ Άλμπι με το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» (1962), ένα έργο διανοούμενου, με συνεχείς διακειμενικές αναφορές, από Σέξπιρ κι Ανατόλ Φρανς έως Γιουτζίν Ο’ Νιλ και Τενεσί Ουίλιαμς, έως τη νεκρώσιμη ακολουθία των Καθολικών, αλλά καθόλου διανοουμενίστικο, έχει γράψει το, κατά τη γνώμη μου,
αριστούργημα του αμερικανικού θεάτρου κι ένα απ’ τα -λίγα- κορυφαία του 20ου αιώνα. Ένα έργο-σταθμό, ένα έργο-τομή για την κατάρρευση της οικογένειας, για την κατάρρευση -τη χρεωκοπία- της αμερικάνικης κοινωνίας, για την κατάρρευση του Αμερικάνικου Ονείρου, ένα έργο βουτηγμένο στην απόγνωση, με πλήθος πτυχών που κάθε φορά που το βλέπω ή το διαβάζω
ανακαλύπτω και νέες και μ’ ένα συγκλονιστικό φινάλε. Δεν είναι τυχαίο ότι σαν τόπο του έργου έχει διαλέξει την Νέα Αγγλία, κοιτίδα της Αμερικάνικης Επανάστασης, ούτε ότι έχει δώσει στον Τζορτζ και στην Μάρθα τα ονόματα του Τζορτζ Ουάσινγκτον, ηγέτη της Αμερικάνικης Επανάστασης, εκ των ιδρυτών και πρώτου Προέδρου των ΗΠΑ, και της γυναίκας του Μάρθα Ντάντριτζ. Δεν
είναι τυχαίο ότι το πανεπιστήμιο βρίσκεται σε κάποια «Νέα Καρχιδόνα» -θυμηθείτε την αρχαία Καρχιδόνα που η φιλοπολεμική έπαρσή της την οδήγησε στην καταστροφή, την ισοπέδωση απ’
τους Ρομέους το 146 π.Χ. και το «Carthago delenda est» («Η Καρχιδόνα πρέπει να καταστραφεί»), τη μόνιμη επωδό του Κάτονα του Πρεσβύτερου... Και δεν είναι τυχαίο ότι το έργο διατηρεί -αυξημένη μάλιστα- τη δύναμή του σ’ όλο τον κόσμο, σχεδόν 60 χρόνια απ’ τη δημιουργία του: η χρεωκοπία δεν είναι μόνο της αμερικάνικης κοινωνίας, είναι του Δυτικού Πολιτισμού. Βέβαια, εκτός απ’ αυτά που εκφράζει, το θέμα είναι και πώς τα εκφράζει: ο Άλμπι έχει επεξεργαστεί, σ’ όλες τις λεπτομέρειες, μ’ απόλυτη την αίσθηση της δραματικής οικονομίας, έναν δραματουργικό ογκόλιθο εξαιρετικής, παρά την έκτασή του, ιψενικής πυκνότητας, που, μέσα απ’ τη στριντμπεργκική σκληρότητά του, τις -τολμηρές για την εποχή του- σεξουαλικές αναφορές και τα βρισίδια, μέσα απ’ τους ευφυείς -ποτέ δεν ξεκαθαρίζεται τι ’ναι αλήθεια και τι επινόηση και ψέμα-, αστραφτερούς, απολαυστικούς με το κυνικό τους
χιούμορ διαλόγους, αναδύεται ποίηση -μια ποίηση που συναντάει, εκφράζει, συνοψίζει τους μπίτνικς της αμέσως προηγούμενης του Άλμπι λογοτεχνικής φουρνιάς. Η Μαρία Πανουργιά που υπογράφει τη σκηνοθεσία, με σύμβουλο δραματουργίας τον Τάσο Κουκουτά, είχε στα χέρια της την έξοχη, ψαγμένη σε κάθε λεπτομέρεια αλλά και σε μια γλώσσα που κυλάει και συναντάει -συνάντηση ευεργετική- την περίτεχνη γλώσσα του Άλμπι, μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη. Έκανε αναγκαστικά περικοπές στο έργο αλλά το σεβάστηκε διατηρώντας την εποχή του -προς τι η «απολογία» κι οι αναφορές σε «μουσείο»
στα κείμενα του προγράμματος; Δεν είναι ντροπή... Το έργο, από μόνο του, είναι τόσο ισχυρό ώστε κανέναν «εκσυγχρονισμό» να μην έχει ανάγκη- και δίνει μια καθαρή παράσταση. Που, κάπως, θολώνει προς το τέλος, όταν παίρνουν «μορφή» οι ζωομορφικές αναφορές του κειμένου κι η σκηνοθεσία αφελώς υποχρεώνει τον Νικ να σούρνεται συνέχεια στα γόνατα.
Προσωπικά, πάντως, με κράτησε, παρά τη -χωρίς διάλειμμα- μεγάλη διάρκειά της. Και βρήκα τις περισσότερες σκηνοθετικές «πινελιές» της Μαρίας Πανουργιά από επιτυχημένες -όπως οι καίριες ομοερωτικές νύξεις του Τζορτζ προς τον αμήχανο Νικ- έως, τουλάχιστον, όχι ενοχλητικές. Η Πουλχερία Τζόβα σχεδίασε με καθαρές γραμμές, ένα λιτό, καλόγουστο, εργαστηριακά ψυχρό σκηνικό, ταιριαστό με τη σκηνοθετική άποψη κι -όχι τυχαία- μ’ ένα αντίγραφο της «Προέλευσης του κόσμου», του «σκανδαλώδους» πίνακα του Γκουστάβ Κουρμπέ, με το γυμνό
αιδοίο, αναρτημένο κι αντιστοιχιζόμενο, σε μια σκηνή, με τη στάση που παίρνει η Μάρθα στον καναπέ- κι η Ιωάννα Τσάμη -που, μ’ επιτυχία, μεταμορφώνεται χαμαιλεοντικά κάθε φορά, ανάλογα με τα αιτήματα του σκηνοθέτη- υπογράφει έξοχα κοστούμια που χαρακτηρίζουν τους τέσσερις ήρωες και την εποχή. Ο άψογος σχεδιασμός των φωτισμών απ’ την Ελίζα Αλεξανδροπούλου, η επιμέλεια κίνησης απ’ την Ζωή Χατζηαντωνίου κι η μουσική κι ο ήχος του Blaine L. Reininger εξυπηρετούν απόλυτα την παράσταση. Η Λένα Κιτσοπούλου, ηθοποιός ικανότατη, καθώς πιστεύω -την παρακολουθώ και τη θυμάμαι απ’ τον πρώτο της «επίσημο» ρόλο στο θέατρο, την Λουίζ, στην «Καταιγίδα» του Στρίντμπεργκ, στο «Θέατρο Τέχνης» της Φρυνίχου, σε σκηνοθεσία Μάγιας Λυμπεροπούλου, τη σεζόν 1994/1995-, όταν δεν παρασύρεται σε αυθαιρεσίες και προκλήσεις στα δικά της θεατρικά με τα οποία, κακώς, την έχουμε πια ταυτίσει-, ερμηνεύει, με μέτρο κι έλεγχο αλλά και με χιούμορ ειρωνικό, καυστικό, την Μάρθα
-ερμηνεία πλήρης. Ισάξιός της, ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης/Τζορτζ που αποφεύγει εντελώς τις υπερβολές τις οποίες, μερικές φορές, συνηθίζει και σ’ ελάχιστα σημεία καταφεύγει στον «μελισμένο» λόγο, που, επίσης, κάποτε χρησιμοποιεί. Ο Γιάννης Παπαδόπουλος έχει μια φινετσάτη ομορφιά, δεν ειν’ ο παιδαράς που ζητάει ο Άλμπι για τον Νικ αλλά διαθέτει το απαιτούμενο καθαρό -φαινομενικά- πρόσωπο που χρειάζεται ο νεαρός καθηγητής κι επιπλέον είναι πολύ καλός ηθοποιός: τα καταφέρνει άριστα να περάσει απ’ την ευγένεια και την ντροπαλοσύνη στο θράσος. Την, επίσης, ικανή, Στέλλα Βογιατζάκη την εισέπραξα κάπως σφιγμένη να παίζει, και μάλιστα υπερτονισμένα, την Χάνι, να μην είναι η Χάνι. Μια παράσταση που, έστω κι αν δε μ’ ενθουσίασε, τη βρήκα ενδιαφέρουσα (Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή).
(Το πρόγραμμα της παράστασης -που χορηγείται δωρεάν- θα το ’θελα λιγότερο πρόχειρο).
«Στέγη» του Ιδρύματος Ωνάση / Μικρή Σκηνή, 15 Δεκεμβρίου 2018.
No comments:
Post a Comment