September 28, 2017

Θραύσματα Παρασκευής ή Άνθρωπος μιας άλλης εποχής


Ήταν πολύ ζεστή, πολύ ανθρώπινη, πολύ συγκινητική η βραδιά που οργάνωσε το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, στο καινούργιο -αθηναϊκό πια- στέκι του «Κανάρη 4», στη μνήμη της συναδέλφου και φίλης Παρασκευής Κατημερτζή, με πρωτοβουλία της Μαρίας Θερμού, επίσης συναδέλφου και φίλης της. Η οικογένειά της, φίλοι, συνάδελφοι... -πολύς κόσμος- ήμασταν εκεί για να μιλήσουμε για την Παρασκευή την αξέχαστη. Με γέλια και με δάκρυα, χάρη στις ψηφίδες που συνεισέφεραν η λαογράφος Κατερίνα Κορρέ, ο σκηνογράφος/ενδυματολόγος Γιάννης Μετζικώφ, η αρχαιολόγος Κορνηλία Χατζηασλάνη, ο δημοσιογράφος Κώστας Ρεσβάνης, μέσα από ένα καίριο σημείωμά του που διαβάστηκε, αλλά κι ο δημοσιογράφος/συγγραφέας Παύλος Κάγιος ο οποίος διάβασε ένα απόσπασμα απ το ολοκαίνουργιο βιβλίο του «Ο κλήρος της τρικυμίας», όπου μια απτις ηρωίδες του είναι -με τ όνομά της! - η Παρασκευή. Αυτές που συνεισέφερα εγώ βρίσκονται στο κείμενο το οποίο, ελαφρά χτενισμένο, αναρτώ εδώ. Στη μνήμη της Παρασκευής Κατημερτζή. 
Η Παρασκευή, λοιπόν. Η Παρασκευή Κατημερτζή. Η Παρασκεύη -ήταν το παρανόμι της στο γραφείο. Με κάλεσαν να μιλήσω για την Παρασκευή. Δύσκολο θέμα. Δεν ήμασταν φίλοι κολλητοί, συνάδελφοι ήμασταν. Με αμοιβαία, νομίζω, σχέση εκτίμησης. Στα «Νέα». Στα τότε «Νέα». Πάνω από είκοσι χρόνια -μια ζωή. Απ το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 -’86 ήταν; ’87 ήταν; ’88 μάλλον; Δεν μπόρεσα να το προσδιορίσω ακριβώς-, όταν ο Κώστας Ρεσβάνης, που είχε τότε αναλάβει προϊστάμενος του πολιτιστικού, την έφερε, με σύσταση της φίλης της, της Πέγκυς Κουνενάκη, η οποία δούλευε στον «Ταχυδρόμο», απ’ την «Αυγή»- μέχρι το 2009. Αλλά δεν ειν αυτό, ότι δεν ήμασταν φίλοι κολλητοί, που με δυσκολεύει. Με δυσκολεύει γιατί ήταν άπιαστη. Δεν ξέρω από πού να την πιάσω. Ένα αερικό ήταν η Παρασκευή. Γι αυτό θραύσματα μνήμης θα ερανιστώ. Θραύσματα από μνήμες είκοσι και περισσότερο χρόνων.
Τα χρόνια της «Αυγής» ήταν τα ηρωικά της χρόνια: η προϊστορία της και η μυθολογία της. Δούλευε -όλοι δούλευαν- εκεί σχεδόν χωρίς χρήματα. Αλλά τα χρόνια αυτά τη σημάδεψαν. Πάντα αναφερόταν σ’ αυτά με τρόπο ιδιαίτερο. Στα «Νέα», όταν ήρθε, ανέλαβε τα αρχαιολογικά και τα εικαστικά θέματα. Διαβάζοντάς την, ξεχνιόμουνα και νόμιζα πως είχε σπουδάσει αρχαιολογία. Όχι. Ξεναγός είχε σπουδάσει -και σε σχολή δημοσιογραφίας- κι από ξεναγός ξεκίνησε για να περάσει στη δημοσιογραφία.
Στο ίδιο τμήμα, απ’ το 2004 που ο ΔΟΛ μετακόμισε στην Μιχαλακοπούλου μέχρι το 2009 που βγήκε στη σύνταξη βρεθήκαμε και στο ίδιο θρανίο, όπως έλεγα -τα γραφεία μας κολλητά. Θυμάμαι ένα γραφείο σχολαστικά τακτοποιημένο -το δικό μου- κι ένα γραφείο σχολαστικά ακατάστατο -το δικό της. Κι ένα σωρό βιβλίων, χαρτιών, δελτίων Τύπου, ντοσιέ, άχρηστων χειρογράφων που συσσωρεύονταν, συσσωρεύονταν προοδευτικά και σχημάτιζαν ένα μικρό λόφο ο οποίος, σιγά-σιγά, άρχιζε να γέρνει, να γέρνει και, τελικά, να κατολισθαίνει. Προς το μέρος μου -προς το δικό μου γραφείο. Κι εμένα, φουρκισμένο, να σπρώχνω τα «μπάζα» προς το δικό της.
Τη θυμάμαι ξαφνικά να πιάνει το τραγούδι. Είχε πολύ γλυκιά φωνή -ήταν ωραίο το τραγούδι της. Αλλά ακουγόταν αλλόκοτο μέσα στον όροφο του άγχους. Σήμερα μόνο νοσταλγικά το εισπράττω, όταν «άλλα» πια τραγούδια ακούγονται στους δημοσιογραφικούς ορόφους…
Τη θυμάμαι, πάντα αργοπορημένη. Σε συσκέψεις, στην παράδοση χειρογράφων, σε τηλεφωνικά ραντεβού… Οι εκάστοτε προϊστάμενοι του τμήματος, με το άγχος στο κόκκινο, κι η Παρασκευή να καταπλέει, χαλαρή πουλάδα, μ’ εκείνο το αθώα ενοχικό χαμόγελο, και το ελαφρώς κεκλιμένο κεφάλι.
Θυμάμαι να την περιμένω -σε κυριακάτικη βάρδια εγώ- να μου υπαγορεύσει τηλεφωνικά το κείμενο της -πού κινητά τότε και πού μέιλ…- απ’ την Άνδρο. Μεγάλο κομμάτι, δεν ξέρω πόσων λέξεων, κάλυψη των εγκαινίων μιας απ’ τις ετήσιες εκθέσεις του Μουσείου Γουλανδρή. Να περιμένουμε το κομμάτι απ’ τις πέντε, να περιμένουμε, να περιμένουμε, τίποτα. Το ένθετο των πολιτιστικών έτοιμο να κλείσει, τρύπα στη σελίδα, ο υλατζής έξαλλος, αγωνία… και, κατά τις 8, η Παρασκευή στο τηλέφωνο: «Μα πού είσαι;». «Βλέπαμε ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα με τη φίλη μου την..., σαν δυο καλά αρνάκια, και ξεχάστηκα».
Ή να την περιμένουν στην εφημερίδα, γι άλλο κομμάτι, να της τηλεφωνούν κάθε τόσο και να μη σηκώνει το τηλέφωνο. Και να καταπλέει, πάλι καθυστερημένη: «Μα σου τηλεφωνούσαμε για να συνεννοηθούμε, γιατί δεν απαντούσες». «Το άκουγα το τηλέφωνο κι έλεγα: ‘Να το σηκώσω; Να μην το σηκώσω;’». Ένα βιβλίο, ένα λεύκωμα, ένας κατάλογος έκθεσης που θα παρουσίαζε ήταν αρκετά. Βυθιζόταν μέσα τους και τα ξεχνούσε όλα.
Αυτά, τα «καλά αρνάκια», οι «μουσουδίτσες», τα υποκοριστικά, οι μεταφορές ήταν στο καθημερινό της λεξιλόγιο. Ήταν αναχρονιστικά ποιητική η Παρασκευή, ήταν συγκινητικά αφοσιωμένη, ήταν ένας άνθρωπος αλλιώτικος.
Και ήταν χαώδης. Τα χειρόγραφά της ήταν το χάος προσωποποιημένο. Δεν μπορούσες να βρεις άκρη. Οι διορθωτές πανικόβλητοι. Αλλά κάτι μαγικό συνέβαινε. Απ’ το χάος αυτό δημιουργούνταν, αναδυόταν ένας ολόκληρος κόσμος: κομμάτια βατά, εκλαϊκευτικά -με τη καλύτερη σημασία της λέξης-, κομμάτια διαφωτιστικά, γοητευτικά, ελκυστικά, διαβαστερά, συνήθως μοναδικά. Άκουγες τις αρχαίες πέτρες να μιλούν, έβλεπες, ένοιωθες τα χρώματα των ζωγράφων που παρουσίαζε. Τα κείμενα του αρχαιολογικού ρεπορτάζ, ομολογώ, ήταν μακριά από μένα -λίγο τα βαριόμουνα. Μέχρι που ήρθε η Παρασκευή στα «Νέα» κι άρχισε να γράφει. Κι, εξαιτίας της, αγάπησα τα θέματα αυτά, και τα διάβαζα -τη διάβαζα- ανελλιπώς. Και πολλά μου ’μαθε.
Γιατί πρόσεχε τη λεπτομέρεια σ’ αυτά που ’γραφε. Για να γράψει ένα σχόλιο στη στήλη «Δίκτυο» που είχαμε -για 100, 200, άντε 300 το πολύ λέξεις, μιλάμε- έκανε δεκάδες τηλεφωνήματα. Γιατί διασταύρωνε τις πηγές της, πράγμα σπάνιο τότε, ακόμα σπανιότερο σήμερα. Γιατί ταυτιζόταν με το αντικείμενό της. Απόλυτη ταύτιση. Εξ ου κι η εκτίμηση της οποίας έχαιρε τόσο απ’ το χώρο της αρχαιολογίας και των μουσείων, όσο κι απ’ τη μεριά των εικαστικών.
Τη θυμάμαι να καπνίζει πολύ. Πάρα πολύ. Μπορεί, αφηρημένη να πέταγε και το τσιγάρο στο καλαθάκι των αχρήστων και ν’ αρχίζαμε να βλέπουμε καπνούς και να μυρίζουμε καμένο... Στην Μιχαλακοπούλου, όπου είχε απαγορευτεί το κάπνισμα στους χώρους δουλειάς, κάθε τόσο το ’σκαγε στο καπνιστήριο. Μόλις είχε περάσει μια μεγάλη περιπέτεια με την καρδιά της -εγχειρήσεις, bypass…. Τη μάλωνα, μερικές φορές και σκληρά, που συνέχιζε να καπνίζει. Με κοίταγε πάλι μ’ εκείνο το αθώα ενοχικό χαμόγελο και το ελαφρώς κεκλιμένο κεφάλι.
Ήταν ναζού. Ήταν χαδιάρα. Ήταν πονετική. Νοιαζόταν τους ανθρώπους. Γι αυτό είχε φίλους. Αληθινούς φίλους. Κι αγαπούσε τα ζώα. Θυμάμαι που, καμιά φορά, έφερνε στο γραφείο και την αγάπη της, το σκυλάκι της, την Μέλι.
Θυμάμαι που γύριζε στα παλαιοπωλεία και στα γιουσουρούμ, έψαχνε, έψαχνε με τις ώρες, παζάρευε και, μετά, μας μιλούσε για διάφορους θησαυρούς που είχε ανακαλύψει. Θυμάμαι που γύριζε απ’ τα ταξίδια της -γιατί ήταν ταξιδιάρα, πολύ τ’ αγαπούσε τα ταξίδια- κι όλο και κάποιο καινούργιο απόκτημα κουβαλούσε κι όλο κάτι έφερνε και σ’ εμάς. Έχω ένα ασημένιο τάμα που μου ’κανε κάποτε δώρο.
Θυμάμαι που τη ρωτούσα για τη σωστή προφορά των ισπανικών ονομάτων -γιατί μιλούσε ισπανικά, όπως μιλούσε και γερμανικά και γαλικά και αγγλικά.
Θυμάμαι το χριστουγεννιάτικο δέντρο της. Αν και δεν το χα δει ποτέ. Είχε αποκτήσει μυθικές διαστάσεις. Ήταν τεράστιο και το στόλισμά του ήταν το γεγονός της χρονιάς. Το θέμα απασχολούσε όλο το γραφείο. Συνήθως συνοδευόταν και με την καθυστέρηση της παράδοσης κάποιου κειμένου. Αλλά, τελικά, όλοι όλα τής τα συγχωρούσαμε.
Με την τεχνολογία καθόλου καλές σχέσεις δεν είχε. Κομπιούτερ δεν έμαθε ποτέ, ήμασταν, μαζί με την Μικέλα Χαρτουλάρη, οι τρεις δεινόσαυροι του πολιτιστικού που επιμέναμε στο χειρόγραφο μέχρι που οι δυο αναγκαστήκαμε να υποκύψουμε. Η Παρασκευή ποτέ. Και κινητό άργησε πολύ να πάρει. Αλλά και που το ’χε πάρει ήταν σαν να μην το ’χε. Μάταια προσπαθούσαμε να επικοινωνήσουμε μαζί της...
Θυμάμαι, όταν ήθελε ν’ αγοράσει ένα διαμέρισμα -και πήρε αυτό, στο Παγκράτι-, πόσο έψαχνε να βρει σπίτι που να βλέπει Ακρόπολη. Θυμάμαι το σπίτι της μητέρας της, που το ’φτιαχνε, στην Βροχίτσα -μόνο η Παρασκευή θα μπορούσε να ’χει σπίτι σ’ ένα χωριό με τ’ όνομα Βροχίτσα, της ταίριαζε γάντι. Θυμάμαι το σπίτι στην Αίγινα και το «πανωσήκωμα» που, όταν κτιζόταν, τη χάναμε. Στο πανωσήκωμα αυτό βρεθήκαμε φιλοξενούμενοι το τελευταίο της χαρούμενο καλοκαίρι.
Θυμάμαι τις φιστικιές της στην Αίγινα, τις άδειες που έπαιρνε για να μαζέψει τα φιστίκια της και τα φιστίκια που ’φερνε στην εφημερίδα και τ’ άφηνε πάνω στα γραφεία όλων μας: χλωρά πρώτα, ψημένα κατόπιν.
Η Καισαριανή της, τ Αλάτσατα, όπου κι οι ρίζες του πατέρα της, ήταν οι συχνές αναφορές της.
Θυμάμαι και τ’ όνειρό της που μας είχε εξομολογηθεί στην Αίγινα: να γράψει ένα βιβλίο για την Αρκαδία -την ιστορία της. Έψαχνε, έκανε έρευνα, μελετούσε, η ιδανική Αρκαδία ήταν η εμμονή της. Δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει τ όνειρο αυτό.
Είχε μια σπάνια ευαισθησία η Παρασκευή. Έβγαζε μια γλύκα, μια καλοσύνη, τα μάτια της ήταν πάντα γελαστά, σπάνια θύμωνε. Όπως μου ’λεγε χτες η Μικέλα, ήταν άνθρωπος μιας άλλης εποχής. Που δεν ξέρω αν θα μπορούσε να επιζήσει στο χώρο της σημερινής δημοσιογραφίας.
Αγαπητοί φίλοι, δεν είχα καμιά πρόθεση ν «αγιογραφήσω» την Παρασκευή, Αλλά, τελικά, πιστεύω πως «εν σκηναίς αγίων» κατετάγη. Γιατί η Παρασκευή ήταν άδολη ψυχή. Γεμάτη αγάπη. Και την αύρα που άφησε την εισπνέουμε και σήμερα θετικά, ευεργετικά.
Το, «παλιό» πια, πολιτιστικό των «Νέων», η δημοσιογραφική γενιά, δηλαδή, μετά το ’84, που εγώ βρέθηκα εκεί, μέχρι σήμερα, αριθμεί τέσσερις -σχετικά πρόωρες- απώλειες: την Αθηνά Γληνού, τον Πάνο Γεραμάνη, την Έλενα Χατζηιωάννου και την Παρασκευή. Την Παρασκευή Κατημερτζή. Για την οποία πολύ χαίρομαι σήμερα που την τιμούν το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα κι η Ιωάννα Παπαντωνίου, η αγαπητή μου πρόεδρός του. Ας είμαστε γεροί οι υπόλοιποι να τους θυμόμαστε. Γιατί, κακά τα ψέματα, τόσες ατελείωτες ώρες εκεί, μαζί, ζυμωμένοι με τις αγάπες και τους καβγάδες, με τα γέλια και τις, ενίοτε, άνωθεν προσβολές, με τις επιτυχίες και τις γκάφες, με τους -λίγους- έξωθεν επαίνους και τις -πολλές- έξωθεν βρισιές, αδέλφια είχαμε γίνει. Και, ίσως, μεταξύ μας να βλεπόμασταν περισσότερες ώρες απ’ όσο με τα φυσικά αδέλφια μας.

September 25, 2017

Μια «Καρφίτσα» από την Ελένη Ζιώγα στο «Bios» με Μαλτέζου, Πιστιόλα, Λιάτσο και την ίδια


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση



Το καινούργιο έργο της Ελένης Ζιώγα «H Καρφίτσα (ή Απλά μαθήματα επιβίωσης)» θα παρουσιαστεί απ’ τις 30 Νοεμβρίου στο «Bios», σε σκηνοθεσία Γιώργου Βουρδαμή-Μαυρογέννη, με την Υβόννη Μαλτέζου, την Λουκία Πιστιόλα, την ίδια τη συγγραφέα Ελένη Ζιώγα και τον Έκτορα Λιάτσο.
Τα σκηνικά θα ’ναι της Τίνας Τζόκα (με βοηθό την Τζέλα Χριστοπούλου), τα κοστούμια της Ελεάνας Θαλασσούδη, η μουσική του Πανού/Παναγιώτη Μανουηλίδη, οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα, η επιμέλεια κίνησης της Ξένιας Κογχυλάκη και βοηθός σκηνοθέτη ο Αλέξανδρος Ζουρλαδάνης.
«H Καρφίτσα (ή Απλά Μαθήματα Επιβίωσης)» είναι ένα κείμενο για τον φυλακισμένο άνθρωπο που νοσταλγεί την ελευθερία του. «Η φυλακή», όπως σημειώνεται, «σαν μια έννοια γενική και υπαρξιακή για τον κάθε άνθρωπο που γεννιέται στη ζωή μέσα σε συνθήκες διάσπασης, μοναξιάς και αδυναμίας συνύπαρξης με το ‘όλον’ και, κυρίως, με τον ‘άλλον’- μ άλλα λόγια μέσα σε συνθήκες αδυναμίας ν’ αγαπήσει-, είναι ασυνείδητα αισθητή απ’ τον καθένα μας. Είναι η συνθήκη μέσα στην οποία παραδέρνουμε όλοι νιώθοντας ξένοι και διαρκώς απειλούμενοι απ’ τους ανθρώπους γύρω μας, χωρίς να καταλαβαίνουμε τι πραγματικά μας φταίει, έχοντας, όμως, στο βάθος της ύπαρξής μας το αίσθημα της ανάγκης για απόδραση απ’ αυτό το μαρτύριο, σαν κινητήρια δύναμη για την επιβίωσή μας.
Στην ‘Καρφίτσα’ τα τέσσερα πρόσωπα του έργου έχουν γεννηθεί στη φυλακή αλλά δεν το ξέρουν. Το κατά πόσο θα καταφέρουν ν’ αποδράσουν εξαρτάται απ’ το πόσο το καθένα απ’ αυτά έχει ανοίξει τον εαυτό του στην επίγνωση της ανάγκης της ύπαρξης του ‘άλλου’ ως απαραίτητης συνθήκης για τη λύτρωσή του».
Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον περασμένο Απρίλιο στο Ψυχιατρείο των Φυλακών Κορυδαλλού. Η ιδέα προέκυψε σαν πραγματική ανάγκη απ’ τη φύση του έργου. «Σ’ αυτή τη μεγάλη φυλακή της ζωής που περιβάλλεται από θάνατο», αναφέρεται, «όλοι μας, ‘ελεύθεροι’ ή ‘φυλακισμένοι’, είμαστε δυνητικά το ίδιο έγκλειστοι. Επίσης σ’ αυτόν τον δύσκολο κόσμο που το μίσος μας διαπερνά, όλοι μας, ‘εγκληματίες’ ή ‘αθώοι’, είμαστε δυνητικά το ίδιο ένοχοι’».
Μ’ αυτό το σκεπτικό αποφασίστηκε από κοινού, μετά από ειδική διασκευή του κειμένου, να γίνει μια πρώτη, πιλοτική παρουσίασή του μέσα στις φυλακές, με την ισότιμη συνεργασία της αρχικής ομάδας των επαγγελματιών ηθοποιών ( Υβόννη Μαλτέζου, Λουκία Πιστιόλα, Ελένη Ζιώγα) κι εκείνης του θεατρικού εργαστηρίου του Ψυχιατρείου Κρατουμένων Κορυδαλλού 
(Ψ.Κ.Κ.) του οποίου την ευθύνη έχει η Λουκία Πιστιόλα. 
Την ιδέα αγκάλιασαν μ’ ενθουσιασμό τόσο οι κρατούμενοι της ομάδας των φυλακών όσο κι ο αρχικός σκηνοθέτης Άρης Τρουπάκης ενώ στην ολοκλήρωση της παράστασης συνέτεινε κι ο ηθοποιός Φώτης Λαζάρου ο οποίος, μαζί με τον «Χορό» των κρατουμένων, ερμήνευσε το ρόλο του Δολοφόνου που μοιράστηκε ισότιμα ανάμεσα στον ηθοποιό και τ’ άτομα της ομάδας. Τη μουσική έγραψε ο Αντώνης Μοσχούτης.
Η παράσταση ανέβηκε αρχικά τον Απρίλιο για τους τρόφιμους του Ψ.Κ.Κ. με προοπτική ν’ ανεβεί λίγο αργότερα και για μεικτό κοινό που θα αποτελούνταν απ’ τους τρόφιμους κι από προσκεκλημένους εκτός φυλακών. Η παράσταση αυτή, τελικά, ακυρώθηκε για λόγους ασφαλείας.
Η Ελένη Ζιώγα έχει να εμφανιστεί ως συγγραφέας απ’ το μονόλογο «Το μυστικό της κυρίας Έλεν» που ερμήνευσε η ίδια, σε σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη, τη σεζόν 2012/2013 στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης» κι επανέλαβε την επόμενη 2013/2014, στο «Μικρό Παλλάς» στην αρχή, στο «Επί Κολωνώ» στη συνέχεια.

«Αντιγόνη» με Χειλάκη-Μαξίμου-Σαράντη σε συν-σκηνοθεσία Χειλάκη-Δούνια


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση  


Ο Αιμίλιος Χειλάκης κι ο Μανώλης Δούνιας, μετά την εξαιρετικά επιτυχημένη φετινή τους «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη, επανέρχονται στην αρχαία τραγωδία -αλλά στον Σοφοκλή. Πρόκειται να συν-σκηνοθετήσουν, και πάλι, το επόμενο καλοκαίρι, την -ιδιαίτερα δημοφιλή αλλά, τελευταία, όχι πολύ τακτικά παιζόμενη- «Αντιγόνη»  με τρεις, όπως και φέτος, στην «Ιφιγένεια», υποκριτές -Αιμίλιος Χειλάκης, Αθηνά
Μαξίμου, Μιχάλης Σαράντης-, που θα ερμηνεύσουν όλους τους ρόλους, και με Χορό.
Η καινούργια παράσταση, κατά πάσα πιθανότητα, θ’ ακολουθήσει το δρόμο της «Ιφιγένειας εν Αυλίδι» -η οποία, εκτός της καλλιτεχνικής είχε και εισπρακτική επιτυχία, μια κι έκοψε περίπου 36.000 εισιτήρια ενώ την είδαν 44.000, συνολικά, θεατές: περιοδεία, με κατάληξη στο Ηρώδειο.
Η «Αντιγόνη» έχει να παιχτεί στην Ελλάδα απ’ το περσινό καλοκαίρι -του 2016-, όταν την ανέβασε το Εθνικό Θέατρο, σε συμπαραγωγή με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, με την Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη στον επώνυμο ρόλο και τον Δημήτρη Λιγνάδη ως Κρέοντα.
O Αιμίλιος Χειλάκης δεν έχει ξαναπαίξει στη συγκεκριμένη τραγωδία, όπως τόσο η Αθηνά Μαξίμου όσο κι ο Μιχάλης Σαράντης. Συνδέεται, όμως, με τον Σοφοκλή άρρηκτα: ήταν ο «Οιδίπους» στον συγκλονιστικό «Οιδίποδα τύραννο» που ανέβασε ο Τσέζαρις Γκραουζίνις στην Επίδαυρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, το 2012, με τρεις άνδρες υποκριτές -οι άλλοι δυο ήταν ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης κι ο Χρήστος Σαπουντζής- και Χορό κι ο Νεοπτόλεμος στον εξαίρετο, επίσης, «Φιλοκτήτη» που υπέγραφε σκηνοθετικά ο Κώστας Φιλίππογλου, επίσης για τρεις υποκριτές -Μιχαήλ Μαρμαρινός στον επώνυμο ρόλο και Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, οι άλλοι δυο- και που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου το 2014, παραγωγές, και οι δυο, της εταιρείας «Αρτivities» του Αιμίλιου Χειλάκη, σε συμπαραγωγή, η πρώτη με το ΔΗΠΕΘΕ Βόλου, η δεύτερη με το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας.
Η μετάφραση της «Αντιγόνης» θα ’ναι και πάλι του ποιητή Γιώργου Μπλάνα ο οποίος έχει εκτοξευτεί, τα τελευταία χρόνια, στην πρώτη γραμμή των μεταφραστών αρχαίου δράματος κι έχει, ήδη, συνεργαστεί με τον Αιμίλιο Χειλάκη στον «Φιλοκτήτη» και την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι». Μετάφραση που έχει τυπωθεί ήδη απ’ το 2015 στις Εκδόσεις Γαβριηλίδη αλλά ο μεταφραστής θα την ξαναδουλέψει για την παράσταση.
Στο μεταξύ, απ’ τους δυο συν-σκηνοθέτες της «Αντιγόνης», ο Αιμίλιος Χειλάκης, φέτος το χειμώνα, θα συμπρωταγωνιστήσει με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, που ’χει επωμιστεί και τη 
σκηνοθεσία, και τους Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, Νίκο Ψαρρά και Προμηθέα Αλειφερόπουλο στο έργο του Κόνορ Μακφέρσον «Ο φάρος» που ανεβαίνει σε λίγες μέρες στο θέατρο «Αθηνών».
Ενώ ο Μανώλης Δούνιας θα σκηνοθετήσει στην Β΄ Σκηνή του θεάτρου «Οδού Κεφαλληνίας» τον «Αμπιγιέρ» του Ρόναλντ Χάργουντ -η πρεμιέρα, αρχές Νοεμβρίου- με τον Αλέξανδρο Μυλωνά και τον Μάνο Βακούση στους δυο βασικούς ρόλους. 

September 19, 2017

Έτσι τιμάται η Κάλλας! ή Ντινάρα Αλίεβα: μία σπουδαία φωνή



Ναι! Αυτό ήταν γκαλά! Στη μνήμη της Μαρίας Κάλλας, για την επέτειο των 40 χρόνων από τον πρόωρο θάνατό της. Αυτό που οργάνωσε το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, σε συνεργασία με το Καλλιτεχνικό Κέντρο «Athenaeum» -το οποίο καθιέρωσε αυτή τη συναυλία, με ένα μεγάλο όνομα της όπερας κάθε φορά, ήδη από το 1978, την πρώτη χρονιά μετά το θάνατό της, πάντα τη μέρα της επετείου: «La Diva. 40 Χρόνια». Η σοπράνο Ντινάρα Αλίεβα από το Αζερμπαϊτζάν -δεύτερο βραβείο, το 2007, στο Grand Prix Μαρία Κάλλας του «Athenaeum», πλαισιωμένη από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και με τον Μίλτο Λογιάδη -καλλιτεχνικό διευθυντή του Μεγάρου- στο πόντιουμ ήταν, ίσως, η καταλληλότερη επιλογή.
Όμορφη, ανθρώπινη, σχεδόν ντροπαλή αλλά με αυτοπεποίθηση στο σανίδι, με μία σκουρόχρωμη, ζεστή φωνή δραματικής σοπράνο, πλούσιο μέταλλο της ρώσικης σχολής, με εύρος φωνητικό, με γερά πνευμόνια, με υψηλή τεχνική, με εξαιρετικό φραζάρισμα, με αξιοθαύμαστα κρατήματα, με αυτοσυγκέντρωση, με εκφραστικότητα, η Αλίεβα ταυτίζεται με τους ρόλους της, μπαίνει μέσα στους χαρακτήρες και ας πρόκειται να τραγουδήσει μόνο μία, άντε δύο άριές τους -χωρίς κοστούμι, χωρίς σκηνοθέτη, χωρίς συμπρωταγωνιστές απέναντί της: εξαιρετική!
Η συναυλία είχε ένα επιπλέον ατού: πολύ καλά φτιαγμένο πρόγραμμα. Η συλλογιστική ήταν ότι η Ντινάρα Αλίεβα θα πρέπει να τραγουδήσει άριες από όπερες που τραγούδησε και δόξασε η Κάλλας. Η έξυπνη ιδέα της συναρμολόγησής του ήταν να επιλεγούν μερικές άριες από τις «αυτονόητες» -«Vissi d arte», «Pace, pace mio dio»…- αλλά και ορισμένες από τις όχι στην πρώτη γραμμή δημοφιλίας και, κατ’ αναλογία, τα κομμάτια της ορχήστρας: το πρώτο μέρος αφιερωμένο αποκλειστικά στον Βέρντι, το δεύτερο στον Πουτσίνι και, ευρύτερα, στο βερισμό.
Tη βραδιά άνοιξε η ορχήστρα με το Πρελούδιο της πρώτης πράξης από την «Τραβιάτα» και ακολούθησαν δύο άριες -«Tacea la notte», «D’ amor sull’ ali rosee»- από τον «Τροβατόρε»: συγκλονιστική, με τη μεστή δραματική φωνή της, η Ντινάρα Αλίεβα ξεσήκωσε από την αρχή -χωρίς να «κλέβει»- τον ενθουσιασμό του κοινού. Δεν πειράζει αν δεν ήταν εξίσου καλή -μιλάμε από ένα επίπεδο και πάνω- στο «Ritorna vincitor» της «Αΐντα» που τραγούδησε κατόπιν, μετά τη σπάνια παιζόμενη εισαγωγή της «Λουίζας Μίλερ». Στο «Pace, pace, mio dio» από την «Δύναμη του πεπρωμένου», με το οποίο έκλεισε το πρώτο μέρος και που ακολούθησε την Εισαγωγή της ίδιας όπερας από την ΚΟΑ, πήρε το αίμα της πίσω.
Το δεύτερο μέρος η Αζέρα σοπράνο το άνοιξε με το «Io son l’ umile ancella» από την «Αντριάνα Λεκουβρέρ» του Φραντσέσκο Τσιλέα: άλλη μία ερμηνεία περιωπής! Μεσολάβησε η Ορχήστρα με το, επίσης, όχι συχνά παιζόμενο, Ιντερμέδιο από το «L’ amico Fritz» του Πιέτρο Μασκάνι και, ύστερα,…Τζάκομο Πουτσίνι. «Vissi d’ arte» από την «Τόσκα -έξοχη ερμηνεία- και, κατόπιν, «Μανόν Λεσκό»: το Ιντερμέδιο, από την ΚΟΑ, και δύο άριες -«In quelle trine morbide» και, για φινάλε, ένα βαθιά συγκινητικό «Sola, perduta, abbandonata».
H Ντινάρα Αλίεβα μας καθήλωσε. Για να αποθεωθεί -χειροκρότημα εκκωφαντικό, ποδοκροτήματα, «μπράβο», το κοινό όρθιο… Ούτε ξέρω πόσες φορές την κάλεσαν στη σκηνή. Αποζημίωσή μας, ως ανκόρ, το «Casta diva» από την «Νόρμα» του Βιντσέντσο Μπελίνι. Ίσως είχε πια κουραστεί αλλά δεν μας απογοήτευσε. Η Ντινάρα Αλίεβα ξέρει να τραγουδάει. Ξέρει να ερμηνεύει. Μία σπουδαία σοπράνο. Να ξανάρθει! Επιτακτικά! Και να ξανάρθει γρήγορα!
Εδώ, όμως, θέλω να συμπληρώσω πως και η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, το βράδυ του Σαββάτου, βρέθηκε σε μία από τις καλύτερες στιγμές της -καθόλου συνοδεία-αγγαρεία-, αφήνοντας την εντύπωση ενός συμφωνικού συνόλου άριστα δεμένου. Δεν ξέρω αν απλώς είχε αρθεί στο ύψος της περίστασης -που συμβαίνει όταν εμφανίζεται μαζί της ένας καλλιτέχνης σημαντικός-, αν η εξέλιξή της είναι σταθερή ή αν επρόκειτο για την μπαγκέτα που κρατούσε στα χέρια του ο Μίλτος Λογιάδης. Έμεινα έκπληκτος. Και δεν ήμουν ο μόνος. Η Εισαγωγή της «Δύναμης του πεπρωμένου», για παράδειγμα, ακούστηκε με βαγκνερικές δυναμικές. Νομίζω πως ο Βέρντι θα ενθουσιαζόταν.

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών/Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», 2017 Έτος Μαρίας Κάλλας, 16 Σεπτεμβρίου 2017.

September 16, 2017

Η «Νόρμα» της Κάλλας στην Επίδαυρο: ένα χρονικό. Με μαρτυρίες της Κικής Μορφονιού και του Γιώργου Παπαστεφάνου


Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε, με κάποιες περικοπές, στα «Νέα», στις 21 Αυγούστου 2010, με αφορμή τη συμπλήρωση ακριβώς 50 χρόνων από την «πρεμιέρα» στην Επίδαυρο της «Νόρμας» με την Μαρία Κάλλας, που είχε προγραμματίσει η Λυρική Σκηνή. Πρεμιέρα που αναβλήθηκε, όμως, λόγω νεροποντής για να πραγματοποιηθεί λίγες μέρες μετά. Το αναδημοσιεύω, μέρα που είναι -μια άλλη επέτειος, 40 χρόνων, θλιβερή αυτή…- γιατί πιστεύω πως μεταφέρει, με έγκυρες μαρτυρίες, μια ιστορική στιγμή για το ελληνικό λυρικό Θέατρο. Χωρίς, δυστυχώς, το πρωτότυπο φωτογραφικό υλικό που δεν έχω πια στη διάθεσή μου.

«Η βροχή εματαίωσε την χθεσινή πρώτη εμφάνισι της Μαρίας Κάλας στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.
Ενώ τα πάντα ήσαν έτοιμα και θεαταί από όλα τα σημεία της χώρας και με παντός είδους μεταφορικά μέσα είχαν αρχίσει να κατευθύνωνται προς την Επίδαυρον, ο καιρός άρχισε να μεταβάλλεται. Λίγο μετά το μεσημέρι, ο καιρός είχε πλέον σαφώς μεταβληθή εις βροχερόν και από τις 2 μ.μ. σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο ήρχισαν να πίπτουν σποραδικαί βροχαί.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, είχαν διατεθή περί τα 12.000 εισιτήρια για την χθεσινή παράστασι. Τα εισιτήρια των 50 και 100 δραχμών είχαν σχεδόν εξαντληθή ενώ υπήρχαν αδιάθετα χιλιάδες εισιτήρια των ακριβωτέρων θέσεων. Υπολογίζεται, επίσης, ότι είχαν διανεμηθή περί τας 2.000 προσκλήσεις.
Η βροχή δεν ημπόδισε περί τας 10.000 θεατών να φθάσουν με όλα τα μέσα μέχρι της Επιδαύρου.
Δύο και πλέον ώρες προ της ορισθείσης ενάρξεως της παραστάσεως είχαν ήδη εισέλθει στο θέατρο περί τους 4.000 θεαταί ιδίως των μη ηριθμημένων θέσεων του άνω διαζώματος, Όλοι αυτοί παρά την βροχή, η οποία άρχισε να πέφτη κατά διαλείμματα παρέμειναν στις κερκίδες προσπαθούντες να προφυλαχθούν με εφημερίδες και ό,τι άλλο είχαν.
Μέχρι τις 6.30 περίπου, που άρχισε να πέφτη ραγδαία βροχή, είχαν ήδη φθάσει στην Επίδαυρο περί τους 10.000 θεαταί, οι οποίοι συνωθούντο αφορήτως στους ελαχίστους εστεγασμένους χώρους της Επιδαύρου.
Επί τέλους περί την 7ην απογευματινήν, αφού ήδη το κοινόν είχε υποστεί δίωρον νεροποντήν, οι αρμόδιοι αποφάσισαν να ανακοινώσουν δια μεγαφώνων - ο οποία μάλιστα δεν ηκούσθησαν από τους εντός του θεάτρου- την ματαίωσιν της παραστάσεως. Αμέσως τότε ήρχισεν ομαδική φυγή και συνωστισμός προς τα αυτοκίνητα.
Επιβάλλεται να σημειωθή ότι το κοινόν εταλαιπωρήθη και εβράχη πολύ περισσότερον, διότι τα αυτοκίνητα διαφόρων μικροεπισήμων είχον κατακλύσει την οδόν αποχωρήσεως μέχρι του Τουριστικού Περιπτέρου δια να παραλάβουν τους μεγαλόσχημους επιβάτας των.
Μέχρι το θέατρο έφθασαν από πλευράς επισήμων ο αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως κ. Κανελλόπουλος, ο πρόεδρος της Βουλής κ. Ροδόπουλος και ο αρχηγός των Φιλελευθέρων κ. Βενιζέλος.
Ο πρόεδρος της κυβερνήσεως κ. Καραμανλής, ειδοποιηθείς για την ματαίωσι της παραστάσεως, παρέμεινε στο Ναύπλιον μαζί με υπουργούς και άλλους επισήμους. Στο Ναύπλιο επίσης παρέμεινε και σημαντικός αριθμός θεατών που έφθασαν εκεί, όταν πλέον απεδείχθη ότι ήτο αδύνατον να δοθή παράστασις.
Ο μέγας αριθμός τροχοφόρων και το λασπώδες των δρόμων επέτεινε την ταλαιπωρία του κοινού. Πολλοί κατέληξαν να φθάσουν στην Αθήνα τις πρωινές ώρες της σήμερον».
Το φύλλο των ΝΕΩΝ έχει ημερομηνία Δευτέρα 22 Αυγούστου 1960. Και ο ανώνυμος απεσταλμένος της εφημερίδας στην Επίδαυρο αντί να καλύψει στη 2η σελίδα, στα «Θεατρικά Νέα», το σημαντικότερο γεγονός που επρόκειτο να συντελεστεί εκεί αναγκάζεται να γράψει για τους λόγους που δεν συντελέστηκε.
Φανταστείτε την απογοήτευση όλου αυτού του κόσμου… Που είχε φτάσει, μέσω Ναυπλίου ακόμα τότε, από τους τότε ελεεινούς δρόμους -Κακιά Σκάλα κλπ- και με τα τότε μεταφορικά μέσα, στην Επίδαυρο παίρνοντας την απόφαση να «υποστεί» ένα είδος καθόλου δημοφιλές στην Ελλάδα, την όπερα, μόνο και μόνο για να δει και να ακούσει την Μαρία Κάλλας, ήδη θρύλο εκείνη την εποχή…
Κυριακή 21 Αυγούστου 1960, η προγραμματισμένη ημερομηνία της πρεμιέρας. Ακριβώς σήμερα συμπληρώνονται πενήντα στρογγυλά χρόνια. Γι’ αυτό αποφασίσαμε να σας τη θυμίσουμε. Ιχνηλατώντας την ιστορική παράσταση μέσα από τις σελίδες των ΝΕΩΝ εκείνης της εποχής και μέσα από μαρτυρίες.

Οι συζητήσεις και η φημολογία είχαν ξεκινήσει έξι μήνες πριν.
«Πληροφορούμεθα ότι έως αύριο θα διευκρινισθή οριστικά το ζήτημα της εμφανίσεως της Κάλας τον Αύγουστο σε μελοδραματικές παραστάσεις στην Επίδαυρο έπειτα από τηλεφωνική επικοινωνία που θα έχη η διάσημη υψίφωνος με τον γενικό διευθυντή της Λυρικής Σκηνής Κωστή Μπαστιά.
Στην περίπτωσι που θα παρακαμφθούν οι δυσχέρειες, η «Νόρμα» θα παιχθή τρεις φορές στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου με σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή» έγραφαν τα «Νέα» στις 9 Απριλίου.
Οι διαπραγματεύσεις ευοδώθηκαν. Στις 2 Μαΐου ο Κωστής Μπαστιάς κάνει συνέντευξη Τύπου: «Η Εθνική Λυρική Σκηνή ευρίσκεται εις την ευχάριστον θέσιν ν’ αναγγείλη ότι η μεγάλη παγκοσμίου φήμης σοπράνο Μαρία Κάλας θα συμπράξη μετά της Εθνικής Λυρικής Σκηνής εις την ερμηνείαν της όπερας του Βιτσέντζο Μπελλίνι ‘Νόρμα’ υποδυομένη τον ρόλον της Νόρμας. Αι παραστάσεις θα είναι τρεις και θα δοθούν αποκλειστικώς και μόνον εις το αρχαίον θέατρον της Επιδαύρου, εις τας 21, 24 και 28 Αυγούστου. Την μουσικήν διεύθυνσιν του έργου ανέλαβε ο διάσημος Ιταλός διευθυντής ορχήστρας κ. Τούλιο Σεραφίν, μία από τας ολίγας ισχυράς μορφάς του συγχρόνου παγκοσμίου Λυρικού θεάτρου».
Ο Αλέξης Μινωτής, στις δόξες του τότε, ο οποίος είχε ήδη σκηνοθετήσει την Κάλλας στην «Μήδεια» του Κερουμπίνι στην Όπερα του Ντάλας και στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, ανέλαβε τη σκηνοθεσία, ο Γιάννης Τσαρούχης τα σκηνικά, ο Αντώνης Φωκάς τα κοστούμια ενώ διευθυντής της χορωδίας της Λυρικής ήταν ο Μιχάλης Βούρτσης. Οι παραστάσεις θα δίνονταν στα ιταλικά. Μέχρι τότε, όταν μετακαλούνταν ξένοι, ήταν δίγλωσσες…
Ο Μινωτής και ο Φωκάς θα ταξιδέψουν τον Ιούνιο στο Μιλάνο για να συναντήσουν την Κάλλας και να προετοιμάσουν τα της παράστασης.
Μέσα Ιουλίου δημοσιοποιείται το ποσόν της αμοιβής της: 5.000 δολάρια ανά παράσταση, σύνολο 15.000 δολάρια. «Το ‘κασέ’ της είναι πρωτοφανές για την Ελλάδα αλλά προς διασκέδασιν της εντυπώσεως παρέχεται ασαφώς η πληροφορία ότι θα προσφέρη την αμοιβήν της υπέρ της Λυρικής Σκηνής».
Στις 9 Αυγούστου η Μαρία Κάλλας, στο απόγειο της δημοσιότητας τότε λόγω της σχέσης της με τον Αριστοτέλη Ωνάση και στα πρωτοσέλιδα όλου του κόσμου -και τα ελληνικά-, φτάνει στην Αθήνα. «Η τίγρις ημέρωσε!» γράφει ο Γ. Κ. Πηλιχός -ανάμεσα στους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ που την πολιορκούν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού και την καταδιώκουν μέχρι το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» όπου καταλύει, βομβαρδίζοντάς την με όλων των ειδών τις ερωτήσεις, ακόμα και με «πότε θα φάμε κουφέτα;», σε ελάχιστες από τις οποίες απαντάει. Ο Γιώργος Πηλιχός την βρίσκει «τρομερά αδυνατισμένη» και «τρακαρισμένη σαν μαθήτρια ωδείου» και της ξεκλέβει πως ναι, είναι αλήθεια, θα χαρίσει την αμοιβή της από την «Νόρμα» στην Λυρική. Στις 10 Αυγούστου φτάνει και ο Τούλιο Σεραφίν. Ατμοπλοϊκώς.

Στις 14 Αυγούστου, μια βδομάδα πριν από την πρεμιέρα φεύγουν όλοι για την Επίδαυρο. Στις 28, σειρά του πατέρα της Κάλλας να φτάσει στην Αθήνα. Ο φαρμακοποιός Γιώργος Καλογερόπουλος από την Μεσσηνία, που έφυγε μετανάστης πριν από σαράντα χρόνια στην Αμερική, θα πρέπει να νοιώθει πολύ συγκινημένος που θα ακούσει την κόρη του στην Επίδαυρο.
Το Σάββατο 20 Αυγούστου το ρεπορτάζ των «ΝΕΩΝ» ξεκινάει ως εξής; «Το σημαντικώτερο καλλιτεχνικό γεγονός της χρονιάς: Αύριο, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, θα ερμηνεύση την ‘Νόρμα’ η μεγαλύτερη σύγχρονη σοπράνο. Η Μαρία Κάλας, ύστερα από την παγκόσμια επιβολή της, θα εμφανισθή επικεφαλής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, σε αρχαίο θέατρο, όπου για πρώτη φορά θα δοθεί μελοδραματική παράστασις».
Η βροχή όμως θα έχει τον τελευταίο λόγο.
«Ήταν το Μεγάλο Γεγονός» μου λέει ο θεατρόφιλος Νίκος Κονταξής (σ.σ. που δεν ζει πια σήμερα). «Κονβόι τα αυτοκίνητα. Θυμάμαι σε όλα κρεμασμένες κρεμάστρες με τουαλέτες και κοστούμια, πουκάμισα… Όλοι θα άλλαζαν και θα φορούσαν τα καλά τους πριν μπούνε στο θέατρο. Υπήρχε μεγάλη αγωνία γιατί είχε συννεφιά. Τελικά άρχισε ψιλόβροχο και, μετά, η βροχή δυνάμωσε πολύ. Έβλεπες coiffures να διαλύονται και μεταξωτά να κολλάνε -πανικός. Εγώ θυμάμαι είχα τυλιχτεί με μια πετσέτα μπάνιου αλλά έγινα μούσκεμα μέχρι να φτάσω στο πούλμαν. Απογοητευτήκαμε».
Η Λυρική ανακοινώνει πως τα εισιτήρια της Κυριακής θα ισχύσουν για την παράστασης της Τετάρτης 24 και τα εισιτήρια της Τετάρτης για μία έκτακτη παράσταση την Παρασκευή 26 ενώ τα συνεργεία της αποκαθιστούν τις ζημιές που προξένησε η νεροποντή στο σκηνικό του Τσαρούχη. Θεατές που είχαν αγοράσει εισιτήρια για την Τετάρτη και μετατίθενται για την Παρασκευή διαμαρτύρονται. Ο Μπαστιάς διαψεύδει τοπικό ανταποκριτή που έδωσε την είδηση πως η Κάλλας διαφώνησε με τη σκηνοθεσία του Μινωτή.
Η μεγάλη μέρα επιτέλους φτάνει. Τετάρτη βράδυ η Επίδαυρος ακούει, επιτέλους, το «Casta Diva» δια χειλέων Κάλλας. Και τη στιγμή εκείνη αφήνουν δυο λευκά περιστέρια να πετάξουν. Αποθέωση! Στο τέλος προσφέρουν στην Κάλλας δάφνινο στεφάνι. Η παράσταση δίνεται «με απόλυτη τάξη». 12.000 άτομα! Ο Ωνάσης είναι εκεί, ο πατέρας Καλογερόπουλος είναι εκεί, παρόντες η σύζυγος του πρωθυπουργού Αμαλία Καραμανλή, η Κατίνα Παξινού, η Βάσω Μανωλίδου, ο Δημήτρης Χορν, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Έλσα Βεργή... Και πολλοί πολιτικοί της εποχής. Σίγουρα και κάποιοι καλλιτέχνες που πριν από δεκαπέντε με είκοσι χρόνια είχαν κάνει τα πάντα για να εξοντώσουν την Κάλλας και να την διώξουν από την Ελλάδα…
«Στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου δόθηκε, για πρώτη φορά χθες, όπερα: Η ‘Νόρμα’ του Μπελλίνι, με την Μαρία Κάλας. Κατ’ αρχήν: Τα αρχαία θέατρα είναι καμωμένα μ ό ν ο ν για αρχαία τραγωδία. Πάντως, άψογη η παράστασις. Η συνήθως στατική όπερα είχε ζωντάνια και κίνησι. Σκηνοθέτης, ο Αλέξης Μινωτής. Η Κάλας, πεσμένη φωνητικά, αλλά πάντα Κάλας! Αληθινή έκπληξις η Μορφονιού. Στάθηκε άνετα δίπλα στην διάσημη σοπράνο. Λαμπρή η χορωδία, και η ορχήστρα. Φαινόμενον, ο υπερογδοηκοντούτης αρχιμουσικός. Άριστος πάλι ο Φωκάς. Ωραίο το σκηνικό του Τσαρούχη, κατάλληλο για το έργο, αλλά ‘βάρβαρο’ για το κλασσικό θέατρο της Επιδαύρου» συνοψίζει την επομένη στα «ΝΕΑ» ο διευθυντής τους Κώστας Νίτσος που υπογράφει με έναν *.
«Με το απόκομμα του εισιτηρίου ξαναπήγαμε την Τετάρτη» λέει ο κ. Κονταξής. «Ήταν κάτι το μεγαλειώδες. Θρίαμβος! Δεν έφευγε ο κόσμος. Χειροκροτούσε με ιαχές ουρανομήκεις. Ο απόηχος κράτησε ολόκληρο το υπόλοιπο καλοκαίρι. Πηγαίναμε εκδρομές και τραγουδούσαμε άριες από την ‘Νόρμα’. Ήταν μύθος τότε η Κάλλας. Αυτή την ‘Νόρμα’ κρατάω σαν ένα από τα μεγάλα γεγονότα της ζωής μου. Ένα γεγονός που σημάδεψε τη γενιά μου».
«Οι δύο παραστάσεις της Νόρμας στην Επίδαυρο πρέπει να περάσουν στην ιστορία του τόπου μας σαν καλλιτεχνικά ιστορικά γεγονότα» θα γράψει ο συνθέτης Μάριος Βάρβογλης που ασκεί την κριτική μουσικής στα ΝΕΑ. «Απολαύσαμε την Κάλας σαν άτομο και την παράσταση σαν σύνολο».
Την Παρασκευή, η δεύτερη παράσταση -η έκτακτη. 10.000 θεατές. Η Κάλλας τραγουδάει με 38,5 πυρετό. Ο Μπαστιάς το ανακοινώνει στο κοινό πριν αρχίσει η παράσταση. Το κοινό χειροκροτεί για να την εμψυχώσει. Τα βγάζει πέρα. Την άλλη μέρα το πρωί καλούν ωτορινολαρυγγολόγο στην Επίδαυρο. Της δίνει θεραπεία. Όλοι ελπίζουν ότι θα τα καταφέρει και την Κυριακή. Δεν τα καταφέρνει. Η τρίτη παράσταση ματαιώνεται. ΤΑ ΝΕΑ αναγγέλλουν τη ματαίωση με παράρτημα το μεσημέρι του Σαββάτου. Η Κάλλας καταφεύγει στην «Χριστίνα», τη θαλαμηγό του Ωνάση, που αποπλέει στις 29 Αυγούστου. Πριν φύγει στέλνει στον Μπαστιά επιστολή ευχαριστήρια προς όλους και αφήνει ελπίδες πως η παράσταση που ματαιώθηκε θα πραγματοποιηθεί κάποια άλλη στιγμή. Αυτό δεν θα συμβεί ποτέ. Την αμοιβή της -10.000 δολάρια, τελικά- τη δίνει για να δημιουργηθεί η «Υποτροφία Κάλλας» για νέους καλλιτέχνες της όπερας.
Η ματαίωση της τρίτης παράστασης γίνεται αφορμή για σχόλια. Δρυός πεσούσης… Θυμούνται πως είναι η δεύτερη φορά που η Κάλλας ματαιώνει στην Ελλάδα -η πρώτη ήταν το πρώτο από τα δύο ρεσιτάλ που είχαν προγραμματιστεί στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, το 1957, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα δώδεκα χρόνια μετά την αναχώρησή της στην Αμερική.
Γράφεται πως ο μαέστρος Σεραφίν την επέπληξε για την έντονη κοσμική ζωή που έκανε. Ο ωτορινολαρυγγολόγος που την είχε περιθάλψει, επιζητώντας ίσως μερίδιο από τη δημοσιότητα, εμφανίζεται με επιστολή του ισχυριζόμενος πως με τη θεραπεία που έδωσε στην Κάλλας θα μπορούσε να τραγουδήσει την Κυριακή, ρίχνοντάς της την ευθύνη για τη ματαίωση και νίπτοντας τας χείρας του… Η Μαρία Τριβέλλα, πρώτη καθηγήτριά της στο Ωδείο, στέλνει στα ΝΕΑ μια πικρή επιστολή επειδή η Κάλλας σε συνέντευξή της σε ελληνικό περιοδικό δεν την ανέφερε καθόλου.
Στις 8 Σεπτεμβρίου ο Κωστής Μπαστιάς φεύγει για το Μιλάνο. Εκεί, στο ελληνικό γενικό προξενείο, στις 14 Σεπτεμβρίου, ο γενικός πρόξενος Θ. Μελετίου θα επιδώσει στην Μαρία Κάλλας τον Ταξιάρχη του Τάγματος Ευποιΐας και στον Τούλιο Σεραφίν τον Ταξιάρχη του Φοίνικος που τους απένειμε η ελληνική κυβέρνηση και που τα διάσημά τους μετέφερε ο Μπαστιάς ο οποίος θα προσφέρει στην Μαρία Κάλλας ανάγλυφη χρυσή κατατομή της που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Νίκος Περαντινός.
Για τα υπόλοιπα θα φροντίσει η ιστορία. Θα ’θελα όμως να είμαι εκεί.


Κική Μορφονιου: «Την έβλεπες πως ήταν ευτυχισμένη» 

ΤΑ ΝΕΑ έχουν την τιμή σήμερα να φιλοξενούν την Κική Μορφονιού, την Ανταλτζίζα της ιστορικής εκείνης παράστασης. Την νεαρή τότε μέτζο που έκανε στη συνέχεια μια μεγάλη καριέρα στην Ελλάδα περνώντας και από ξένες λυρικές Σκηνές. Αφήνουμε τη μαρτυρία της να μιλήσει από μόνη της.
«Στην Λυρική πρωτοεμφανίστηκα το 1958, στην ‘Αΐντα’, στην χορωδία. Και σε ρόλο είχα ντεμπουτάρει το ’59 με Αζουτσένα στον ‘Τροβατόρε’. Την Ανταλτζίζα επρόκειτο να τραγουδήσει η Αντριάνα Λαζαρίνι. Εγώ θα έκανα την Κλοτίλντε, ένα μικρό ρόλο, αλλά μελετούσα την Ανταλτζίζα για να γίνονται οι πρόβες με την χορωδία και την ορχήστρα, ούτως ώστε όταν έρθουν οι ξένοι -η Κάλλας, ο Μίρτο Πίκι, ο Φερούτσιο Ματσόλι και η Λαζαρίνι- να είναι έτοιμη η παράσταση. Οι πρόβες γίνονταν σε ένα σχολείο, πιο κάτω από το Ηρώδειο. Ήταν εκεί ο Μινωτής που σκηνοθετούσε, η ορχήστρα που είχε προετοιμάσει πολύ καλά το έργο με μαέστρο τον Τότη Καραλίβανο…
Όταν έγινε γνωστό πώς δεν θα έρθει η Λαζαρίνι γιατί αρρώστησε ο αείμνηστος Μπαστιάς μαζί με τον Καραλίβανο με προέτρεψαν να πάω στην Ρώμη να με ακούσει ο Τούλιο Σεραφίν που θα διηύθυνε. Πετάω στην Ρώμη, με άκουσε, ενθουσιάστηκε με τη φωνή μου αλλά είπε: ‘Εγώ δεν έχω λόγο να μην τραγουδήσει η κοπέλα, δεν ξέρω όμως τι θα πει η Μαρία’. Η οποία δεν ήταν τότε στην Ρώμη, ήταν στο Μιλάνο και θα ερχότανε κατευθείαν στην Αθήνα. Κάθισα δέκα μέρες και έκανα με τον Σεραφίν ένα ρετούς στο ρόλο, αν και τον ήξερα.

Όταν έφτασε στην Αθήνα η Κάλλας πήγα να τη συναντήσω στην ‘Μεγάλη Βρετάνια’. Η πιο συγκινητική στιγμή της ζωής μου! Η Κάλλας ήταν, από τότε που ήμουνα μαθήτρια, το ίνδαλμά μου και δεν φανταζόμουνα ποτέ όχι ότι θα τραγουδήσω αλλά ούτε καν ότι θα μιλήσω κάποτε μαζί της. Μου άνοιξε την πόρτα στην σουίτα της και με υποδέχτηκε με ένα χαμόγελο. Με είδε κάπως ανήσυχη και μου λέει: ‘Κάθισε λίγο να ηρεμήσεις’. Ήταν πολύ καλοσυνάτη. Μετά κάναμε το ντουέτο και με τη φωνή και την παρουσία της ξεχάστηκα. Αυτό που ένοιωσα ήταν πρωτόγνωρο. Όταν τελειώσαμε με ακούμπησε απαλά και μου λέει: ‘Θα τραγουδήσεις μαζί μου. Μου άρεσε πολύ η φωνή σου και ο τρόπος που τραγουδάς, οι φωνές μας ταιριάζουν…’. Δεν ήξερα τι να πω. Της είπα μόνο: ‘Ευχαριστώ πολύ. Η επιτυχία μου εξαρτάται από σας’. Και αυθόρμητα έσκυψα και της φίλησα το χέρι.
Μόλις ήρθαν οι ξένοι πήγαμε κατευθείαν στην Επίδαυρο. Μέναμε σε δωμάτια στο Λυγουριό. Η Κάλλας στο Ναύπλιο. Ήταν μια καταπληκτική εμπειρία για μένα. Έμαθα πολλά πράγματα μαζί της άλλαξε η ζωή μου. Καθόλου ντίβα δεν ήταν στις πρόβες. Ζούσε τον έρωτά της με τον Ωνάση τότε. Κάθε απόγευμα την έφερνε στο θέατρο, στην πρόβα με την ορχήστρα -ερχόντουσαν χεράκι-χεράκι, καθότανε, παρακολουθούσε όλη την πρόβα και μετά την έπαιρνε και φεύγανε. Δεν το κρύβανε. Ήτανε μια πολύ ωραία περίοδος της ζωής της. Και τη ζούσε πολύ έντονα. Την έβλεπες πως ήταν ευτυχισμένη. Πιστεύω πως της είχε λείψει πάρα πολύ στη ζωή της η αγάπη. Μιλούσαμε καμιά φορά στα παρασκήνια και μου έλεγε κάποια πράγματα. Την πήρε, λοιπόν, τότε, ανάμεσα στις πρόβες, και πήγανε με την ‘Χριστίνα’, νομίζω στην Βενετία, σε κάποιο χορό. Γύρισε κρυωμένη. Ήρθε στην πρόβα που είχαμε στις 11 το πρωί με κλειστό λαιμό. Της βάζει μία πόστα, μα μία πόστα ο Σεραφίν: ‘Μαρία, πώς το ’κανες εσύ αυτό μετά από τόσα χρόνια που σε ξέρω; Τι ανευθυνότητα είναι αυτή;’. Είχε κατεβάσει το κεφάλι σαν μαθητριούλα. Ήταν το μόνο ντεζαβαντάζ στις πρόβες.
Επίσης συνέβη αυτό που κυκλοφορεί σαν ανέκδοτο. Ο Γιάννης Τσαρούχης που έκανε τα σκηνικά τής έλεγε: ‘Μαρία, πρέπει να δοκιμάσεις την περούκα’. ‘Νon posso’- ‘δεν μπορώ’- του απαντούσε. ‘Εντάξει Μαρία μου, αύριο’. Την άλλη μέρα πάλι: ‘Μαρία, σε παρακαλώ να βάλουμε την περούκα’, «Non posso, Γιάννη μου, non posso’. Αυτό τέσσερεις, πέντε φορές… Οπότε ο Τσαρούχης εξερράγη: ‘Μη σώσεις και possεις». Ο Αντώνης Φωκάς, πάλι, που έκανε τα κοστούμια, μάλωνε πολύ με τον Γιάννη Τσαρούχη.
Στη δεύτερη παράσταση η Κάλλας είχε αρρωστήσει -ίσως ήταν ακόμα αυτό το κρύωμα που είχε αρπάξει στο ‘σκασιαρχείο’. Την ώρα του ντουέτου, στα ενδιάμεσα της ορχήστρας, μου λέει: ‘Κική, έχω πυρετό, θα σταματήσω’ Σιγά-σιγά της λέω: ‘Μην μου το κάνετε αυτό, δεν φαίνεται τίποτα’. Στο διάλειμμα πήγε ο Μπαστιάς στο καμαρίνι και της είπε κι αυτός ‘μην το κάνεις θα καταστραφεί η παράσταση’. Εγώ της πήγα χαμομήλι που είχα στο καμαρίνι. Και, τελικά, συνέχισε.
Ήταν σταθμός για μένα αυτή η παράσταση. Να σας πω και κάτι που αισθάνθηκα; Αν σταματούσε τότε η καριέρα μου δεν θα με πείραζε. Μου ήταν αρκετή αυτή και μόνο η παράσταση. Ήμουνα κοπελίτσα και όλη τη μαγεία αυτής της γυναίκας την ένοιωσα βαθιά. Αποκάλυπτε με εντυπωσιακό τρόπο όλες τις πλευρές του χαρακτήρα της Νόρμας. Από εμπνευσμένη ιέρεια γινότανε προσβεβλημένη και προδομένη γυναίκα. Κυριαρχούσε στη σκηνή. Εκείνο που μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση ήταν ότι είχε κατορθώσει να μεταβάλει όλο της το κορμί σε ηχείο. Είχε μία ανεπανάληπτη ειλικρίνεια υποκριτικής που καθήλωνε το κοινό. Δεν θα ξεχάσω το άπλωμα των χεριών της: γέμιζαν όλο το χώρο. Γέμιζε και η καρδιά σου τότε.
Για μένα ήταν πολύ μεγάλη τύχη και ευχαριστώ τον Θεό που μου έδωσε αυτή την ευκαιρία. Όμως αν δεν ήταν εκείνη να με περιβάλει μ’ αυτή την αγάπη και αυτή την εμπιστοσύνη… Όλοι έλεγαν πως είχα πολύ μεγάλη επιτυχία. Ε, σε εκείνη το οφείλω.
Σκεφτείτε ότι τραγουδούσαμε μαζί. Αν μου φερόταν έτσι όπως πολλοί πίστευαν ότι φέρεται…
Και η εικόνα της που κυκλοφορούσε δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Ο πατέρας της κάποτε, σε μία εκπομπή της τηλεόρασης, μου είπε ‘Λένε πως η Μαρία σας βοήθησε για να αλλάξει το ίματζ της’- γιατί το είχανε γράψει κι αυτό. ‘Δεν είναι έτσι. Σας εξετίμησε σαν φωνή και σαν άνθρωπο’. Κι εγώ αυτό πίστευα. Δεν ήταν μόνο η βοήθειά της στις παραστάσεις της Επιδαύρου -την επόμενη χρονιά ήμουνα και στην «Μήδεια» που έκανε. Με βοήθησε πολύ και έξω. Με έστειλε σε δάσκαλο στην Σκάλα, κανόνισε ακρόαση στο ‘Κόβεντ Γκάρντεν’ -έχω το γράμμα της-, και στην ‘Σκάλα’, για να τραγουδήσω μαζί της, άσχετα αν δεν έγιναν οι παραστάσεις αυτές.
Την αντιμετώπιζα με δέος, με θαυμασμό και σεβασμό. Και συνειδητοποίησα από την πρώτη στιγμή πως αυτό που έκανε για μένα ήταν απόρροια της μεγάλης ανθρωπιάς της. Αν σε εμπιστευότανε σε άφηνε να νοιώσεις ελεύθερη.
Δεν έδειχνε να έχει τρακ, ήταν ψύχραιμη. Κι ας της καταμαρτυρούσαν τόσα τότε. Όσο για τη ‘φωνητική κάμψη’ που λέγανε, νομίζω πως υπάρχει ένα αχάριστο κοινό. Αλλά και οι συνάδελφοί σας… Θυμάστε πάντα μια κακιά στιγμή. Και όχι όλα τα άλλα. Η γυναίκα αυτή ήταν ένας θρύλος. Δεν ξέρω αν θα ξανάρθει άλλη καλλιτέχνις σαν την Κάλλας. Δεν ήταν απλώς μια τραγουδίστρια. Ήταν φαινόμενο».


Γιώργος Παπαστεφάνου: «Σαν ηλεκτρικό ρεύμα» 

Ο δημοσιογράφος Γιώργος Παπαστεφάνου ήταν εκεί. Και τις τρεις βραδιές. Και μας δίνει μια γεύση:
«Θυμάμαι την έξαψη που είχαμε περιμένοντας την παράσταση αυτή. Μόλις είχα μπει τότε στη Ραδιοφωνία και πήγα με πρόσκληση που μου είχε δώσει η Κίττυ Σολωμού, η γυναίκα του Αλέξη Σολομού, του σκηνοθέτη, η οποία ήταν προϊσταμένη μου. Ήμασταν με την παρέα του Σπύρου Βραχωρίτη (σ.σ. του σημερινού σκηνοθέτη). Ήταν μια μέρα ηλιόλουστη. Κάναμε, όπως συνηθίζονταν τότε, μπάνιο στο Τολό. Αλλά στο θέατρο έπιασε μία καταρρακτώδης βροχή. Θυμάμαι τις κυρίες με την κόμμωση λάχανο, της μόδας τότε, να τρέχουν να κρυφτούν -ένα αξιολύπητο θέαμα. Άκουγα την Παξινού να λέει ‘c’ est une tragédie, c’ est une tragédie Είπαν τότε, που γράφανε πολλά για το χαρακτήρα της Κάλλας, και το καλαμπούρι «Ούτε ο Θεός δεν τη θέλει».

Πήγα ξανά την Τετάρτη. Θυμάμαι ακόμα τη στιγμή που βγήκε με τη χλαμύδα από τη δεξιά ‘κουίντα’ καθώς κοιτάμε τη σκηνή, με τα χέρια ψηλά, και άρχισε να τραγουδάει. Νοιώσαμε σαν να μας διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα. Ήταν ο μύθος, ήταν η σκηνική της παρουσία, ήταν η φωνή της -όλα μαζί. Κι ας βρήκαν οι ειδικοί κάποια κόπωση στη φωνή της. Τότε ‘ανακαλύψαμε’ και την Μορφονιού. Ήταν θρίαμβος. Το ίδιο συνέβη και την Παρασκευή. Γιατί την Παρασκευή ξαναπήγα».

** Θερμές ευχαριστίες στην Εθνική Λυρική Σκηνή για το μοναδικό αντίτυπο του προγράμματος της «Νόρμας» που έχει στη βιβλιοθήκη της και που μας διέθεσε, στην κ. Αγγελική Κεραμίδα, στον μουσικοκριτικό κ. Νίκο Δοντά και, κυρίως, στο σκηνοθέτη κ. Βασίλη Νικολαΐδη για το φωτογραφικό και έντυπο υλικό που έθεσε στη διάθεσή μας και γενικά για τη βοήθειά του.