June 28, 2012

Οι «Δαίμονες» ξαναχτυπούν: Βίσση - Καρβέλας και πάλι μαζί


Το Τέταρτο Κουδούνι, 28 Ιουνίου 2012



Ήταν, κατά τη γνώμη μου, η καλύτερη μέχρι τώρα παράσταση που είδα στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών: «Δεσποινίς Julie», βασισμένη στο έργο του Στρίντμπεργκ σε σκηνοθεσία Κέιτι Μίτσελ – Λίο Γουόρνερ απ’ τη βερολινέζικη «Σάουμπίνε». Όπου ούτε η διασκευή _ «απ’ τη μεριά» του δευτερεύοντος ρόλου της Κριστίν _ ούτε η κυριαρχία της τεχνολογίας κι η αξιοθαύμαστη ακρίβεια στην εκτέλεση δεν καπέλωναν το έργο, αντίθετα αναδείκνυαν το πνεύμα του μέσα από ένα άλλο πρίσμα.


Οι «Δαίμονες», η _ πολύ ενδιαφέρουσα κατά την άποψή μου _ ροκ όπερα του Νίκου Καρβέλα _ ιστορία και στίχοι Σταύρος Σιδεράς, συμπληρωματικοί στίχοι Νίκος Καρβέλας _, είκοσι ένα χρόνια μετά το πρώτο τους ανέβασμα, επανέρχονται την επόμενη άνοιξη στη σκηνή, του «Παλλάς» αυτή τη φορά, ως παραγωγή της «Ελληνικής Θεαμάτων», με Βασίλισσα Ροζάνα την πρώτη διδάξασα το ρόλο Άννα Βίσση. Θα σκηνοθετήσει ο Γιάννης Κακλέας που έχει ήδη συνεργαστεί με τον Νίκο Καρβέλα και την Άννα Βίσση το 2001 / 2002 στο ανέβασμα _ στο Παλλάς επίσης _ του μιούζικαλ «Μάλα».
Οι «Δαίμονες» πρωτοπαρουσιάστηκαν με μεγάλη επιτυχία τη σεζόν 1991 / 1992 στο «Αττικόν» σε μουσική διεύθυνση Μιχάλη Ροζάκη, σκηνοθεσία Ρότζερ Ουίλιαμς και με τους Τζων Μοδινό _ που αργότερα τον αντικατέστησε ο Γιώργος Μούτσιος _, Γιάννη Σαμσιάρη και Μπέσσυ Μάλφα, μεταξύ άλλων, πλάι στην Άννα Βίσση.
Η «Ελληνική Θεαμάτων» θ’ ανοίξει τη σεζόν στο «Παλλάς» με το έξοχο μιούζικαλ των Τζον Κάντερ (μουσική), Φρεντ Εμπ (στίχοι) και Μπομπ Φόσι (λιμπρέτο μαζί με τον Φρεντ Εμπ) «Σικάγο» _ ένα απ’ τα καλύτερα και πιο ουσιαστικά, μέσα απ’ τον κυνισμό του, μιούζικαλ που ’χουν γραφτεί ποτέ κατά τη γνώμη μου. Θα το ανεβάσει ο Σταμάτης Φασουλής με Σμαράγδα Καρύδη, Τάνια Τρύπη, Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη στους τρεις βασικούς ρόλους, Αντώνη Λουδάρο αλλά και με την Μαρινέλλα ως Μάμα Μόρτον.


Σας έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» της περασμένης Πέμπτης για το «Mistero Buffo» του Ντάριο Φο που θ’ ανεβάσει το χειμώνα στο «Θησείον» ο Θωμάς Μοσχόπουλος. Να επανέλθω στο έργο μια και δεν είχα αρκετό χώρο να τα γράψω όλα.
Ο Ντάριο Φο, λοιπόν, στο σπαρταριστό αυτό σπονδυλωτό έργο του αποδίδει ελεύθερα σκηνές απ’ τα λειτουργικά μεσαιωνικά δράματα, οι οποίες διαδραματίζονται παράλληλα, ακόμα και αντιστικτικά, με το Θείο Δράμα και που δείχνουν «κανονικούς» ανθρώπους και πώς αυτοί έρχονται σε επαφή με  το «θείο» και με το «θαύμα». Οι σκηνές αυτές παίζονταν από τους  γελωτοποιούς και στόχο είχαν την  αποφόρτιση απ’ την ένταση.
Ο Ντάριο Φο _ ο οποίος διαρκώς, απ’ το ’69 που το έργο πρωτοπαίχτηκε, τις ανανεώνει ή κάνει μικροαλλαγές στα κείμενά του _ τους δίνει έναν ιδιαίτερο, σατιρικό, πολύ καυστικό, κοινωνικό και πολιτικό, χαρακτήρα και τις στρέφει κατά του παραλογισμού και της ασυδοσίας της εξουσίας: Ένας τυφλός ζητιάνος, για παράδειγμα, στήνει επιχείρηση μ’ έναν ανάπηρο ο οποίος προτείνει στον τυφλό να τον  κουβαλάει στην πλάτη του και εις αντάλλαγμα ο ανάπηρος να τον οδηγεί. Αλλά δίπλα τους περνάει ο Χριστός που οδηγείται στον Γολγοθά, γίνεται θαύμα, ο  τυφλός ξαναβρίσκει το φως του και είναι πανευτυχής ενώ ο ανάπηρος γίνεται έξαλλος γιατί έχει χάσει το σίγουρο κέρδος. Ή ένας ηθοποιός παίζει όλους τους παρευρισκόμενους στο θαύμα της Ανάστασης του Λαζάρου όπου γίνεται της μουρλής καθότι έχει μετατραπεί σε λαϊκό θέαμα όπου συνωστίζονται για να δουν το θαύμα παιδάκια, μαμάδες  μικροπωλητές… Ή ένας τρελός παίζει χαρτιά σε μια ταβέρνα. Κάποια στιγμή εμφανίζεται ο θάνατος με τη μορφή μιας πολύ ωραίας, θλιμμένης γυναίκας. Οι χαρτοπαίχτες την αναγνωρίζουν κι εξαφανίζονται ενώ παραμένει ο τρελός που δεν έχει πάρει είδηση ποια είναι. Όταν το καταλαβαίνει αρχίζει να τη φλερτάρει μήπως και τη γλιτώσει. Αλλά τελικά καταλαβαίνει πως δεν έχει έρθει για να πάρει αυτόν αλλά τον Ιησού που είναι στο διπλανό δωμάτιο με τους Αποστόλους για τον Μυστικό Δείπνο.
Κάθε σκηνή _ μονόλογοι οι περισσότερες, ερμηνεύονται από έναν ηθοποιό που παίζει πολλούς ρόλους _ συνοδεύεται από έναν πρόλογο όπου οι ηθοποιοί εξηγούν την προέλευσή της με λεπτομέρειες φιλολογικοϊστορικές αλλά πάντα με πολύ χιούμορ. Ο συγγραφέας ως θεατρικό ύφος προτείνει την απόλυτη ένδεια μέσων _ στην ουσία, μόνος ο ηθοποιός, εκτεθειμένος χωρίς τερτίπια, σκηνικά, κοστούμια… Αυτή τη γραμμή θ’ ακολουθήσει κι ο Θωμάς Μοσχόπουλος στη σκηνοθεσία. Ο αριθμός των σκηνών δεν επιτρέπει να περιληφθούν όλες σε μια βραδιά οπότε κάθε βράδυ θα κληρώνονται κάποιες κι έτσι κάθε βράδυ η παράσταση θα περιλαμβάνει διαφορετικές.


Με την «Σαμία» του Μένανδρου,
αναβίωση της υπέροχα κομψής, ιστορικής πια, παράστασης του Εύη Γαβριηλίδη _ μεταφορά του έργου στην Μπελ Επόκ, με τον Χορό να κάνει την Πάροδο πάνω σε ποδήλατα εποχής _, στην λαμπερή, ανεπαισθήτως ειρωνική, σπαρταριστή μετάφραση του πρόωρα χαμένου ποιητή Γιάννη Βαρβέρη, θα εγκαινιάσει ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου το καινούργιο, ιδιόκτητο, για πρώτη φορά στην υπερσαραντάχρονη ιστορία του _ ξεκίνησε το 1971 _, θέατρό του στην Λευκωσία.
Η παράσταση ανέβηκε για πρώτη φορά με σκηνικά και κοστούμια Γιώργου Ζιάκα, μουσική Μιχάλη Χριστοδουλίδη και χορογραφία Ισίδωρου Σιδέρη _ μια ευτυχής συγκυρία _ το καλοκαίρι του 1993 _ ήταν μάλιστα το ντεμπούτο, με το ρόλο του Μοσχίωνος, του Αλκίνοου Ιωαννίδη που προτίμησε όμως, τελικά, τη μουσική, παρά την εξαιρετική επιτυχία που είχε. Και ήταν η συμμετοχή του ΘΟΚ στο Φεστιβάλ Επιδαύρου εκείνης της χρονιάς ενώ στη συνέχεια παίχτηκε στο «Βεάκειο» του Πειραιά. Το επόμενο καλοκαίρι παρουσιάστηκε στην Αθήνα, στον Λυκαβηττό, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Τη σεζόν 1999 / 2000 ο Εύης Γαβριηλίδης ανέβασε και πάλι την «Σαμία», στο ΚΘΒΕ αυτή τη φορά _ στο «Βασιλικό» της Θεσσαλονίκης _, στην ίδια γραμμή _ ίδια μετάφραση, ίδια μουσική, ο ίδιος χορογράφος.
Το καινούργιο ανέβασμα θα γίνει με τους ίδιους συντελεστές του πρώτου. Απ’ τη διανομή το μόνο όνομα που έμαθα είναι της πολύ καλής Στέλας Φυρογένη στο ρόλο της Χρυσίδος, τον οποίο στο πρώτο ανέβασμα ερμήνευε η απολαυστική Αννίτα Σαντοριναίου και στην παράσταση της Θεσσαλονίκης η Τάνια Τσανακλίδου σε μια απ’ τις λίγες εμφανίσεις της στο θέατρο.


Προ 50ετίας
Τα Θεατρικά Νέα


Ο σκηνοθέτης Μιχ. Κακογιάννης, κατεδικάσθη σε 15 μηνών φυλάκισι για ανθρωποκτονία εξ αμελείας από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο , διότι προ μηνών, στο Παλαιό Ψυχικό παρέσυρε και εφόνευσε με το αυτοκίνητόν του την Κατίνα Ζωγράφου και ετραυμάτισε την Ιωάννα Κοκκινάκη και την Γεωργία Θαλασσινού. Ο καταδικασθείς ήσκησε έφεσι και αφέθη ελεύθερος. 28 Ιουνίου 1962.


Απόψε το «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν
παρουσιάζει στο Παρίσι τους «Όρνιθες», που θα παιχθούν τρεις συνεχείς ημέρες. Με τις παραστάσεις της κωμωδίας του Αριστοφάνη, κλείνουν και οι εφετεινές εκδηλώσεις του «Θεάτρου των Εθνών». 2 Ιουλίου 1962.


Ανεχώρησε χθες στο Βόλο ο θίασος Κώστα Χατζηχρήστου, προκειμένου απόψε να κάνη έναρξι των παραστάσεών του στο εκεί θέατρο «Θέτις» με την κωμωδία των Αλ. Σακελλάριου – Χρ. Γιαννακόπουλου «Ο κύριος πτέραρχος» […]. 3 Ιουλίου 1962.


Απόψε στις 8 30 μ.μ. στο Ωδείον Ηρώδου του Αττικού η Λυρική Σκηνή δίνει την τελευταία παράστασι του έργου του Βέρντι «Ναβουχοδονόσωρ». Στην όπερα λαμβάνουν μέρος ο Ελληνοαμερικανός βαρύτονος Τζων Μοδινός, η σοπράνο Μαρία Κερεστεντζή […]. 4 Ιουλίου 1962.

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ»

June 26, 2012

Τσέχοφ στις εκπτώσεις


Το έργο / Η σκηνοθεσία. Δεν αρκεί η τόλμη. Ούτε το τάλαντο. Χρειάζεται και η ωριμότητα. Και η βαθιά μελέτη. Για ν’ ανεβάσεις Τσέχοφ στη σκηνή. Ένα εσωτερικό καταστάλαγμα. Ένας εσωτερικός κραδασμός. Και σίγουρα ένας σκηνοθέτης. Που, επίσης, να συγκεντρώνει αυτές τις ιδιότητες. Έτσι πιστεύω. Στις μέρες μας, στο ελληνικό θέατρο, τα πράγματα έχουν γίνει πολύ εύκολα. Οι Τσέχοφ, και οι Σέξπιρ, και οι Λόρκα, και οι Μπέκετ, και οι Πίντερ ανεβαίνουν με μεγάλη ευκολία. Και χωρίς πολλή σκέψη.
Είδα, με τις καλύτερες των προθέσεων, την εκδοχή των «Τριών αδελφών» που ανέβασε η ομάδα «Baumstrasse» με τον τίτλο «Τρεις αδελφές à Moscou, στη Μόσχα, to Moscow, nach Moskau!» σε σκηνοθεσία συλλογική. Προς τιμήν τους η τόλμη της επιλογής, προς τιμήν τους ο χαρακτηρισμός της δουλειάς τους «Μια παράσταση βασισμένη στο έργο του Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ», μολονότι η _ συλλογική επίσης _ δραματουργική επεξεργασία δεν έχει πειράξει πολύ το πρωτότυπο. Αλλά…
Καταρχάς η μετάφραση της Νικολέττας Φριντζήλα ισοπεδώνει, κατά τη γνώμη μου, το κείμενο, το στερεί από αυτή την αχνή, κρυμμένη ποίησή του και το φτηναίνει ενώ οι επεμβάσεις της δραματουργικής επεξεργασίας δείχνουν να έγιναν χωρίς λόγο, για να μας κάνουν πιό λιανά, για να κραυγάσουν τις διακριτικές αποχρώσεις του κειμένου και του αποδίδουν άδικα διαστάσεις σοσιαλιστικού ρεαλισμου _ τa λογίδριο του Βερσίνιν και του Τούζενμπαχ για παράδειγμα.
Από την άλλη, η απουσία σκηνοθέτη βγάζει μάτι. Για τη γραμμή της παράστασης επελέγη μια εκδοχή «μιούζικαλ». Μέγα λάθος, κατά τη γνώμη μου. Η εσωτερική μουσική είναι το άλφα και το ωμέγα του τσεχοφικού κειμένου. Προς τι οι μουσικές και τα τραγούδια που υπογράφει, χωρίς, ομολογώ, να διακρίνω κάποια ιδιαίτερη έμπνευση, ο Πανού Μανού;  Δεν είναι εντελώς περιττά; Προς τι ξαφνικά να αρχίζουν να τραγουδούν το κείμενο α λα «Ομπρέλες του Χερβούργου»; Μήπως απλώς είναι αμηχανία όταν δεν μπορούμε να βρούμε τη μουσικότητα του ίδιου του τσεχοφικού λόγου, τα ημιτόνια του; Προς τι, ως έναρξη, η μελοποίηση του ποιήματος του Ορέστη Λάσκου «Το Παρίσι»; Βρέθηκαν αναλογίες με την Μόσχα των «Τριών αδελφών»; Ναι, υπάρχουν. Αλλά είναι επιπέδου αναψυκτηρίου.
Και τα «ευρήματα»; Τα ρόλερ σκέιτ της Ιρίνα ή η σκηνή που ο Αντρέι «οριζοντιώνει» την Νατάσα ενώ οι υπόλοιποι τους φωτογραφίζουν με φλας, οι συν-σκηνοθέτες πίστεψαν πως εκσυγχρονίζουν το έργο, τόσο άτεχνα ριγμένα; Βρίθει, άλλωστε, η παράσταση από ατεχνίες και κακοτεχνίες. Και κυριαρχεί η απόλυτη έλλειψη προσοχής στη λεπτομέρεια. Με τι δένουν η επιπέδου κατινοκαβγά γειτονιάς ελληνικής ταινίας του ’60 σύγκρουση Όλιας – Νατάσας ή η υστερική κρίση της Ιρίνας; Τι παιδαριώδεις, άσκεφτες απλοποιήσεις είναι αυτές;
Ο όχι ιδιαίτερα λειτουργικός σκηνικός χώρος, με τα πατάρια, του Βασίλη Μαντζούκη, η πλαγίως στημένη οθόνη για τα βίντεο που στραβολαιμιάζεις να τη δεις, τα προβλήματα στάθμισης των φωνών στο χώρο _ κάποιες στιγμές οι ηθοποιοί δεν ακούγονται _ και τα εκ των ενόντων και χωρίς καμμία αισθητική κοστούμια της Ηλιάννας Σκουλάκη _ μα δεν είναι εντελώς αφελές ο τίτλος του Τούζεμπαχ βαρόνος να υποδηλώνεται με γκοφρέ αναγεννησιακό γιακά; _ συντείνουν στο ατυχές κατά τη γνώμη μου αποτέλεσμα.
Οι ερμηνείες. Η απουσία σκηνοθέτη γίνεται ορατή και στο δέσιμο των ηθοποιών. Είναι ανύπαρκτο. Ο καθένας κάνει ό,τι θέλει και ό,τι μπορεί. Η διανομή διαθέτει αρκετούς ηθοποιούς που εκτιμώ τις ικανότητες, τις επιλογές και τη σοβαρότητά τους _ Σύρμω Κεκέ, Δημήτρης Αγαρτζίδης (που έχει ωριμάσει)… Αλλά κανείς τους δεν έχει ξεφύγει από την έλλειψη σκηνοθετικής καθοδήγησης. Ρόλοι ισοπεδωμένοι, υλοποιούν τον κίνδυνο που υποβόσκει στον Τσέχοφ: να εισπραχθεί ως ασημαντολογία, ως τιποτολογία, ενώ λέει τα πάντα. Η Όλια, η Μάσα και η Ιρίνα να εκληφθούν απλώς ως τρεις κακομοίρες της επαρχίας που η πρώτη μαραζώνει ως γεροντοκόρη καθηγήτρια, η παντρεμένη μ’ έναν γελοίο δεύτερη κερατώνει τον άντρα της μ’ έναν αξιωματικό επίσης παντρεμένο, με μια υστερική και η τρίτη αναγκάζεται να αποδεχθεί την πρόταση γάμου ενός άλλου αξιωματικού που καθόλου δεν της αρέσει, μόνο και μόνο για να ξεφύγει από την ασφυξία της επαρχίας αλλά εκείνος σκοτώνεται σε μονομαχία πριν από το γάμο κι ο Αντρέι, ο αδελφός τους, ως ένας ασήμαντος που τον κουκουλώνει μια κυράτσα η οποία, τελικά, θα κυριαρχήσει στο σπίτι των Προζόροφ. Ε, δεν είναι αυτό οι «Τρεις αδελφές» και ο Τσέχοφ…
Η Κατερίνα Πατσιάνη ευτελίζει απελπιστικά την Νατάσα, η Τατιάνα Πίττα, καμώνεται την Όλια, η Θεανώ Μεταξά με τόσες αδυναμίες που έχει _ κίνηση, φωνή, έλλειψη  ενέργειας και εκφραστικότητας _ απορείς πώς ανέλαβε την Ιρίνα ενώ η Σταυρούλα Κοντοπούλου και ο Πανού Μανού αγγίζουν τα όρια του ερασιτεχνισμού.
Συμπέρασμα. Κάποιες στιγμές νόμιζα πως βλέπω παράσταση όχι δραματικής σχολής απλώς αλλά μαθητική, κάποιου λυκείου. Σέβομαι τα παιδιά, επαναλαμβάνω πως εκτιμώ την προσπάθεια αλλά φιλτέρα η αλήθεια _ η δική μου έστω αλήθεια: δεν βάφονται έτσι τα’ αυγά…

Θέατρο «Baumstrasse», 25 Ιουνίου 2012 

June 23, 2012

«Αγγέλα»: έργο εντυπωσιακά ανθεκτικό, παράσταση παραφορτωμένη


Το έργο. Ένα έργο «ξεπερασμένο»: η «Αγγέλα» του Γιώργου Σεβαστίκογλου. Ένα έργο της εποχής του (1958). Με τη γλώσσα της, με την κοινωνική της διαστρωμάτωση, με τα εμφυλιοπολεμικά της απόνερα… Ένα έργο μαρξιστικό. Αθώα μαρξιστικό. Ένα έργο ρεαλιστικό _ που δεν ασπάζεται πάντως τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό έστω κι αν πρεμιέρα έκανε στην Σοβιετική Ένωση, όπου ο συγγραφέας ήταν αυτοεξόριστος, τη δεκαετία του ’50.  Κι όμως ένα έργο που χρόνο με το χρόνο, ανέβασμα με το ανέβασμα _ επιτυχημένο ή όχι _, αποδεικνύει ότι η ψυχή του σπαρταράει κάτω από το παλαιϊκό του ένδυμα. Γιατί το έργο του Σεβαστίκογλου έχει την ποιήση και την αλήθεια _ τη δική του αλήθεια _ βαθιά μέσα του.
Ο Σεβαστίκογλου ήταν ποιητής. Και παράλληλα ήταν άνθρωπος ζυμωμένος με το θέατρο _ το ήξερε από μέσα, σε όλες τις εκφάνσεις του. Ήξερε να γράψει ένα έργο θεατρικό. Και το έργο αυτό είναι έργο ωριμότητας. Ένα έργο που έχει την αύρα του Λόρκα και την πατίνα του νεορεαλισμού αλλά ο συγγραφέας του το έχει χειριστεί έτσι που ενώ θα μπορούσε σήμερα να εισπράττεται ως μελόδραμα παραμένει στο ρεπερτόριο και αγγίζει το θεατή ως λαϊκή τραγωδία.
Η Αγγέλα, κοριτσάκι ακόμα, φτάνει από το χωριό της στην Αθήνα και πηγαίνει να ζητήσει δουλειά σαν «υπηρεσία» _ υπηρέτρια, «δουλικό». Θα αντικαταστήσει ένα άλλο δεκαοκτάχρονο κορίτσι, την Τασία, που αυτοκτόνησε _ πήδηξε από το μπαλκόνι. Ο Σεβαστίκογλου ανταμώνει στη σκηνή τις υπηρέτριες των γειτονικών διαμερισμάτων: η στέρφα Γεωργία που σέρνεται πίσω από τον Στράτο, έναν νταβατζή που την κακομεταχειρίζεται αλλά εκείνη, για να μην τον χάσει τον βοηθάει να ξεβγάζει με την «παρέα» του κορίτσια και τον καλύπτει, η παρατημένη απ’ τον αγαπημένο της, πικραμένη μεγαλοκοπέλα Άννα, η ξεμυαλισμένη με το σινεμά, αλαφρόμυαλη Νέρα που πέφτει θύμα του Στράτου, η Φανή που παντρεύεται τον Μένιο, έναν αστυφύλακα που τον διώχνουν από το Σώμα, προφανώς για λόγους πολιτικούς, και καταντάει μικροπωλητής κι εκείνη για να μη χάσει τη δουλειά της ρίχνει το παιδί που περίμενε περιστρέφονται γύρω από την Αγγέλα. Που ερωτεύεται τον Λάμπρο, τον αδελφό της αδικοχαμένης Τασίας, έναν άνεργο, έντιμο νέο ο οποίος μόλις έχει απολυθεί από το Ναυτικό και ψάχνει, για να εκδικηθεί, τον αυτουργό της αυτοκτονίας της αδελφής του _ του λένε ψέμματα πως είχε αγαπητικούς κι ο τελευταίος την παράτησε γι αυτό πήδηξε απ’ το μπαλκόνι. Θα τον βρει στο πρόσωπο του Στράτου που τριγυρίζει και την Αγγέλα. Ο Στράτος αφού χάρηκε την Τασία προσπαθούσε να την πουλήσει σε μπορντέλο αλλά εκείνη προτίμησε να πηδήξει από το μπαλκόνι. Ο Λάμπρος δεν θα προλάβει να εκδικηθεί: η παρέα του Στράτου ένα βράδυ Αποκριάς θα τον μαχαιρώσει.
Ο Σεβαστίκογλου έχει τη σοφία να μην φέρει στη σκηνή κανένα αφεντικό _ για τον «κύριο» που τσιμπάει την Αγγέλα και μετά τη χαστουκίζει γιατί δεν του στάθηκε, για την «κυρία» της Φανής που την απείλησε να της κόψει το μισθό όταν έμαθε πως είναι έγκυος, για την άλλη «κυρία» της Αγγέλας που την φωνάζει για «ευκολία» Τασία επειδή την Τασία είναι που αντικατέστησε τα μαθαίνουμε από τις ίδιες. Έτσι η ταξική σύγκρουση και η περιρρέουσα μετεμφυλιακή, αντικομμουνιστική ατμόσφαιρα, στο φόρτε της τότε, προκύπτει έμμεσα, διακριτικά, χωρίς κορόνες. Και πιο επιβλητικά. Ενώ όλα πρόσωπα με τέχνη και λεπτές πινελιές χαρακτηρίζονται.
Ο Ένκε Φεζολλάρι που υπογράφει τη σκηνοθεσία αναμφισβήτητα διαθέτει μια εκρηκτική ενέργεια. Η ενέργεια αυτή φαίνεται στην παράσταση αλλά παρασύρει, φοβάμαι, το έργο και το συντρίβει. Η υπερφόρτωση με τραγούδια, έξοχα μεν τραγουδημένα από την Λόλα Γιαννοπούλου αλλά συχνά περιττά _ ή άτεχνα δεμένα _, τα ακόμα περισσότερο περιττά χορευτικά, η κουραστική υπερκινητικότητα (κίνηση Χαρά Κότσαλη), οι υπερβολικές εντάσεις, οι αστάθμητες κραυγές, αποσυντονίζουν την όποια σκηνοθετική γραμμή που φαίνεται να παραπαίει. Ενώ εκείνο το οποίο έχει τη μεγαλύτερη σημασία, οι λεπτομέρειες στην εποχή, που αυτές, κατά τη γνώμη μου, θα αναδείκνυαν τη διαχρονικότητα του έργου, και οι αποχρώσεις στην υποκριτική περνούν σε δεύτερη, αν όχι τρίτη μοίρα.
Για παράδειγμα. Δεν μπορεί _ είναι μεγάλο δραματουργικό λάθος _ η παράσταση να αρχίζει με όλους χαρωπά να χορεύουν το «Έχε γεια Παναγιά» στην έναρξη: η πρώτη, συγκλονιστική σκηνή του έργου, της αυτοκτονίας της Τασίας, που ακολουθεί, μια από τις σπάνιες _ και πολύ επικίνδυνες για τη συνέχεια _ σκηνές που ανοίγουν θεατρικό έργο με φορτίσιμο, αποδυναμώνεται εντελώς δραματουργικά _ ξεφουσκώνει. Ούτε το εύρημα με την τηλεόραση που κουβαλάει η Γεωργία ενώ οι υπηρέτριες παρακολουθούν από την ταράτσα την ταινία «στον σινεμά» που είναι πλάι τους μόνο από τον ήχο γιατί τους έχουν κρύψει την οθόνη, εκσυγχρονίζει το έργο.
Αν ο Ένκε Φεζολάρι ήθελε να μετατρέψει το έργο σε μιούζικαλ έπρεπε να δουλέψει δραματουργικά πολύ και με πολύ διαφορετικό τρόπο. Τώρα το αποτέλεσμα εισπράττεται ως γραφικό. Αδιάφορο αν το έργο έχει τη δυναμική να συγκινεί ακόμα.
Επιπλέον, ο γοητευτικός χώρος της εσωτερικής αυλής όπου παίζεται το έργο ελάχιστα έχει γίνει λειτουργικός. Παραμένει αναξιοποίητος και ασύνδετος με την παράσταση  _ σαν να παίζεται ερήμην του. Όσο για την Δάφνη Κούτρα που τον επιμελήθηκε θα έπρεπε να προσέξει λεπτομέρειες. Να καλύψει, για παράδειγμα, στον απόπατο _ έτσι τον έλεγαν τότε _ το καζανάκι και το «τηλέφωνο» του ντους που προφανώς πολύ μεταγενέστερα προστέθηκαν. Τα κοστούμια της, επίσης, ειδικά τα ομοιόμορφα μαύρα φορέματα των κοριτσιών καλαίσθητα αλλά μάλλον σε μιούζικαλ του Δαλιανίδη με παρέπεμψαν.
Οι ερμηνείες. Η παράσταση διαθέτει ικανούς ηθοποιούς που δεν έχουν οδηγηθεί προσεκτικά. Ελένη Βεργέτη, Κωνσταντίνος Μωραΐτης, Ίρις Πανταζάρα, Καλλιόπη Τζερμάνη κάνουν ό,τι μπορούν αλλά δεν με έπεισαν ότι έρχονται από τη δεκαετία του ’50. Ικανός φαίνεται και ο Βασίλης Μαργέτης αλλά ο Στράτος του μάλλον μάγκα της επιθεώρησης μου θύμισε. Κουρδισμένη σε υψηλές εντάσεις η καλή Κωνσταντίνα Τάκαλου βγαίνει πολύ σκληρή. Η Βίκυ Παπαδοπούλου είναι πανέμορφο κορίτσι αλλά και η εκφραστικότητά της είναι περιορισμένη και τα άλλα υποκριτικά της μέσα αδύναμα _ χρειάζεται πολλή δουλειά. Βρήκα πιο πειστικό τον Λάμπρο του Κωστή Καλλιβρετάκη.
Το συμπέρασμα. Καλές προθέσεις και ενέργεια αλλά άτσαλο, μουντζουρωμένο αποτέλεσμα σ' ένα έργο που ωριμάζει με το χρόνο

Αυλή στον Κεραμεικό, 20 Ιουνίου 2012.

«Ζουλί»: από τη μεριά της Κριστίν ή Πώς η τεχνολογία προβάλλει την ουσία


Το έργο / Η παράσταση. Είναι μια «Δεσποινίς Ζουλί» αλλιώτικη. Το έργο (1889) του Άγκουστ Στρίντμπεργκ όπως το είδαν, μαζί με τη δραματουργό Μάγια Ζάντε (δεν ξέρω αν προφέρω σωστά, το πρόγραμμα του Ελληνικού Φεστιβάλ κακώς δεν μεταγράφει τα ονόματα στα ελληνικά πλην ελαχίστων…) _ που έχει επίσης μεταφράσει το έργο _ , η Κέιτι Μίτσελ, η οποία έκανε και τη διασκευή, και ο Λίο Γουόρνερ που συνυπογράφουν τη σκηνοθεσία: από την μεριά της Κριστίν.
Η «αρραβωνιασμένη» με τον υπηρέτη Ζαν _ που τη νύχτα της γιορτής του Μεσοκαλόκαιρου σμίγει σε μια έκρηξη πόθου με την Ζουλί, την κόρη του κόμη αφεντικού του _ μαγείρισσα του σπιτιού, η οποία παρακολουθεί τα τεκταινόμενα συχνά σιωπηλή ή με λίγα λόγια μέχρι που η Ζουλί κόβει τις φλέβες της δίνοντας τη μόνη, όπως τουλάχιστον φαίνεται μέσα στις περιρρέουσες κοινωνικές συνθήκες, διέξοδο στην «αμαρτωλή» της ένωση με τον υπηρέτη, αναδεικνύεται στο κύριο πρόσωπο της παράστασης που έντιμα χαρακτηρίζεται «βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Στρίντμπεργκ». Βρήκα πολύ ενδιαφέρον ο άξονας του φθαρμένου από τη χρήση κειμένου να μετατοπίζεται σε ένα πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα σε πόθους, πάθη, μίση, συγγκρούσεις ούτε καν σε αντιρρήσεις.
Οι συντελεστές έχουν διατηρήσει μέρος από το πρωτότυπο κείμενο «διεμβολίζοντάς» το και φωτίζοντάς το αχνά με ποιήματα μιας σύγχρονης δανής φεμινίστριας  που δεν αναφέρεται το όνομά της _ η ελληνική μετάφρασή τους στους υπέρτιτλους έπασχε _, αλλά και από το εσωτερικό του χρησιμοποιώντας το ως «υλικό» για μια ταινία που γυρίζεται μπροστά στα μάτια του κοινού την ώρα της παράστασης.
Κοντινά σε πρόσωπα με κυρίαρχο αυτό της Κριστίν, σε χέρια, σε αντικείμενα, λεπτομέρειες που τονίζονται, λήψεις ιδιαίτερες, από γωνίες απρόσμενες, ήχοι εκτός, φωνές εκτός, αλλά και τα πρόσωπα που «γυρίζουν» την ταινία _ ηθοποιοί, κάμεραμεν, δημιουργοί ήχων, μια βιολοντσελίστα που παίζει ζωντανά… _ πάνω στη σκηνή, στο ημίφως, σε μια διαρκή κίνηση, κάτω από την οθόνη που προβάλλει σ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Όλα αυτά ενορχηστρωμένα δεξιοτεχνικά, άψογα, σαν ένα μπαλέτο, σε ένα λειτουργικότατο σκηνικό του Άλεξ Ιλς ο οποίος έχει κάνει και τα διακριτικά, έξοχα κοστούμια, φωτισμένα από τον Φίλιπ Γκλάντγουελ με φωτισμούς «φθινοπωρινούς» και με μουσική του Πολ Κλαρκ και ήχους των Γκάρεθ Φράι και Αντριέν Κουόρτλι που δένουν τέλεια με το όλο θέαμα.
Το αποτέλεσμα: μια ταινία ημιτονίων, με μπεργκμανικούς απόηχους, βαθιά λυρική, η οποία δεν προβάλλει το πάθος Ζουλί – Ζαν αλλά το διηλίζει μέσα από τα μελαγχολικά, βουρκωμένα μάτια της υπηρέτριας Κριστίν που δεν έχει τις φιλοδοξίες του Ζαν… Μια ταινία που πρωταγωνιστεί αλλά και είναι απόλυτα ενταγμένη σε όλο το σκηνικό δρώμενο.
Οι ερμηνείες. Η συγκλονιστική Γιούλε Μπόβε ως Κριστίν προσφέρει το δυνατό πρόσωπο αλλά και την απαράμιλλη εκφραστικότητά της στο ρόλο της Κριστίν και μαζί της συμπορεύονται και οι άλλοι ηθοποιοί διδαγμένοι σε τόνους χαμηλούς, κινηματογραφικούς.
Συμπέρασμα. Μια παράσταση που βλέπει το έργο του Στρίντμπεργκ από μια άλλη, ενδιαφέρουσα οπτική γωνία χωρίς να προδίδει το πνεύμα του και μέσα από μια υψηλή αισθητική, μια παράσταση τεχνικά πολύπλοκη στην οποία παραδόξως η τεχνολογία δεν θίγει αλλά μάλλον αναδεικνύει την ουσία.

Φεστιβάλ Αθηνών, «Πειραιώς 260» / Δ, από την Σαουμπίνε / Μπερλίν, 21 Μαΐου 2012.

June 21, 2012

Ο «Δράκος» του Σέιχ Σου στη σκηνή του ΚΘΒΕ


Το Τέταρτο Κουδούνι / 21 Ιουνίου 2012

Είναι τόσο απλό… Αλλά δεν το ’χα ποτέ σκεφτεί. Το διάβασα να το λέει η Στεφανία Γουλιώτη στην _ πολύ καλή _ συνέντευξη της στην Κατερίνα Κόμητα, στο ΕΦ του Ελληνικoύ Φεστιβάλ, μ’ αφορμή τον επώνυμο ρόλο που ερμήνευσε στην «Δεσποινίδα Julie» του Στρίντμπεργκ και του Δημήτρη Λιγνάδη _ δυστυχώς έλειπα και δεν την είδα _ στο Φεστιβάλ Αθηνών: «Η ταυτότητα ενός λαού και ενός πολιτισμού είναι η δημόσια ζωή του, κι εμείς έχουμε παλάτια για σπίτια και τρώγλες για δημόσια κτίρια».


Το σπαρταριστά έως «βλάσφημα» σατιρικό
σπονδυλωτό «Mistero Buffo» (1969) του Ντάριο Φο θ’ ανεβάσει, μέσα Νοεμβρίου, ο Θωμάς Μοσχόπουλος στο «Θησείον» σε μετάφρασή του και σε παραγωγή του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου _ «Λυκόφως» _ , με την ομάδα «Επτάρχεια» που ’χει δημιουργήσει μαζί με τους στενούς πια συνεργάτες του, τους ηθοποιούς Άννα Μάσχα, Άννα Καλαϊτζίδου, Κώστα Μπερικόπουλο, Αργύρη Ξάφη, Θάνο Τοκάκη, Γιώργο Χρυσοστόμου _ επτά συνολικά, εξ ου και το όνομα της ομάδας.
Το έργο στην Ελλάδα πρωτοπαρουσιάστηκε απ’ τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, σε σκηνοθεσία του, τη σεζόν 1981 – 1982 στο τότε Δημοτικό Θέατρο Νίκαιας ενώ πρόσφατα, το καλοκαίρι του 2010, το ανέβασε σε περιοδεία και τον επόμενο χειμώνα στο «@Ρουφ» η ομάδα «Τσιριτσάντσουλες» με σκηνοθέτη τον Μαρίνο Μουζάκη.
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, αφού _ 25 Μαΐου ήταν η πρεμιέρα _ ανέβασε στην Σαρδηνία, στο Λυρικό Θέατρο _ την Όπερα δηλαδή _ του Κάλιαρι, το δίπτυχο «Το αηδόνι» του Στραβίνσκι / «Τζάνι Σκίκι» του Πουτσίνι με αμιγώς ελληνική ομάδα συνεργατών _ Διονύσης Φωτόπουλος (σκηνικά και κοστούμια), Λευτέρης Παυλόπουλος (φωτισμοί), Χρήστος Παπαδόπουλος (χορογραφία) _ και με εξαιρετικές κριτικές, βρίσκεται τώρα στον Καναδά όπου ετοιμάζει  _ πρεμιέρα στις 29 Ιουλίου _ για το Φεστιβάλ Σέξπιρ του Στράτφορντ _ πόλη του Οντάριο, κοντά στο Τορόντο, συνώνυμη της γενέθλιας πόλης του Σέξπιρ _ την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή με επίσης έλληνες συνεργάτες _ την Έλλη Παπαγεωργακοπούλου (σκηνικά και κοστούμια), τον Κορνήλιο Σελαμσή (μουσική) και την Αμάλια Μπένετ (χορογραφίες).
Το Φεστιβάλ, επικεντρωμένο στον Σέξπιρ, αλλά και με ανοίγματα σ’ άλλους συγγραφείς, το μεγαλύτερο του Καναδά κι απ’ τα σημαντικότερα της Βόρειας Αμερικής, έχει ιδρυθεί το 1953 _ την εξηκοστή περίοδό του γιορτάζει φέτος _ με πρώτο καλλιτεχνικό διευθυντή τον Τάιρον Γκάθρι, διαρκεί απ’ τον Απρίλιο μέχρι τον Νοέμβριο εν είδει Θεάτρου ρεπερτορίου κι έχει φιλοξενήσει μεγάλα ονόματα και μεγάλες παραστάσεις στην εξηντάχρονη πορεία του.


Παραστάσεις, παραστάσεις, παραστάσεις… Αυξάνονται. Διαρκώς. Ούτε κρίση τις πιάνει, ούτε τίποτα. Αλλά το νέο φρούτο του πληθωρικού  _ και πληθωριστικού… _ θεάτρου μας είναι τα θεατρικά φεστιβάλ. Φεστιβάλ, βασικά, νεανικών _ πρωτοεμφανιζόμενων ή και όχι _ ομάδων. Φεστιβάλ…, φεστιβάλ…, φεστιβάλ… «Εξειδικευμένα» και χύμα. Δεκάδες πια. Το ’να μετά το άλλο ανακοινώνονται. Παλίρροια. Ελπίζω να μη μας πνίξει.





Δε μου άρεσε ο «Τροβατόρε» της Λυρικής στο Ηρώδειο, στο Φεστιβάλ Αθηνών. Καθόλου. Σκηνοθετικά εννοώ. Δε μου άρεσε, δηλαδή, η σκηνοθεσία του Ιταλού Στέφανο Πόντα. Πόσω μάλλον τα άχαρα σκηνικά του _ αυτές οι γκουμούτσες _ και τα κοστούμια του που τερατοποιούσαν τους υπέρβαρους πρωταγωνιστές.
Μουσικά, πάντως, ήταν απ’ τις πολύ καλές στιγμές της Λυρικής: η ορχήστρα υπό τον Λουκά Καρυτινό, η χορωδία, οι φωνές… Καταπληκτικός τενόρος  _ φωνάρα, άψογο βερντιάνικο ύφος _, ο, ώσπερ αθλητής του σούμο, Κορεάτης Μανρίκο – Ρούντι Παρκ, εξαίρετη η Τσέλια Κοστέα – Λεονόρα, ικανοποιητική η Ατσουτσένα της Τιτσίνα Βον, ο Δημήτρης Καβράκος με φωνή που δεν έχει το μέγεθος που είχε αλλά διατηρεί τη μουσικότητά της…
Αλλά το Γεγονός ήταν ο Δημήτρης Πλατανιάς. Ο Καλαματιανός, που άρχισε καθυστερημένα καριέρα, έχει ωριμάσει και μπορούμε να μιλάμε πια για βαρύτονο διεθνούς βεληνεκούς _ εκτοξεύεται. Σκούρο, πολύτιμο φωνητικό μέταλλο, άψογη τεχνική, ανάσες, τέλειο φραζάρισμα, αυτοέλεγχος… Έχω ακούσει, σαράντα τέσσερα χρόνια τώρα, πολύ καλούς έως εξαιρετικούς έλληνες βαρύτονους _ Βασίλης Γιαννουλάκος, Λούης Μανίκας, Τζων Μοδινός, Ανδρέας Κουλουμπής… Αλλά μόνο απ’ τον καιρό του Κώστα Πασχάλη έχω ν’ ακούσω τέτοια Μεγάλη Φωνή. Να ελπίσω πως ο Δημήτρης Πλατανιάς θα ενδιαφερθεί εξίσου για τη φιγούρα του και την υποκριτική του; Αν και ομολογώ πως η φωνή του, αυτή τη φορά,  στον κόμη ντι Λούνα, μ’ έκανε να ξεχάσω τα υπόλοιπα…



Το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη
«Ο γύρος του θανάτου» (Εκδόσεις Άγρα, 2010) που άξονάς του είναι ο Αριστείδης Παγκρατίδης, ο φερόμενος ως «Δράκος του Σέιχ Σου» _ ο κατά συρροήν δολοφόνος που αναστάτωσε ολόκληρη την Ελλάδα _ θ’ ανεβάσει στη σκηνή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος _ δεν έχει ακόμα αποφασιστεί σε ποια, όπως κι οι λεπτομέρειες του εγχειρήματος, διασκευή κ.λπ _ ο Νίκος Μαστοράκης στις αρχές του 2013. Έτσι, το βιβλίο ενός Θεσσαλονικιού συγγραφέα _ τα δικαιώματα του οποίου είχε ο σκηνοθέτης Πέτρος Ζούλιας για να το ανεβάσει στην Αθήνα αλλά, τελικά, τα παραχώρησε _, με ήρωα, αν και «απόντα» απ’ τα τεκταινόμενα στο βιβλίο, ένα «σήμα κατατεθέν» της Θεσσαλονίκης, ανεβαίνει, ως έργο θεατρικό, για πρώτη φορά στην ίδια την Θεσσαλονίκη.
Στο βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη, το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το 2011, εννιά εντελώς διαφορετικής ταξικής προέλευσης επινοημένα πρόσωπα που ο συγγραφέας συνδέει με την υπόθεση αυτή η οποία απασχόλησε με σφοδρότητα την κοινωνία της Θεσσαλονίκης απ’ το 1959, όταν αποκαλύφθηκε το πρώτο έγκλημα, έως το 1968, όταν ο περιθωριακός Αριστείδης Παγκρατίδης εκτελέστηκε στα είκοσι οκτώ του χρόνια για να θεωρηθεί στη συνέχεια αθώος και κατασκευασμένος απ’ την αστυνομία ένοχος, «καταθέτουν» τις μαρτυρίες τους _ όχι, όμως, κι ο ίδιος, αυτό εννοώ όταν γράφω «απών». Μέσα απ’ αυτές τις αφηγήσεις / μονολόγους _ ο καθένας μιλάει τη δική του «γλώσσα» και σ' αυτό ρίχνει ιδιαίτερο βάρος ο συγγραφέας _ προβάλλει το πλέγμα των πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών πραγμάτων της ιδιαίτερα ταραγμένης εποχής _ ο Παγκρατίδης συνελήφθη το 1963, λίγους μήνες μετά τη δολοφονία στην Θεσσαλονίκη του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη... _ αλλά και η μίζερη, τραγική ζωή του.
Για τη διανομή υπάρχουν ακόμα μόνο σκέψεις.


Νεότερα του nouveau συντακτικού:
«της δικής της μουσικοθεατρικής παράστασης – φόρος τιμής», «σημαδιακές παραστάσεις – εμπειρία». Oh my God!


Προ 50ετίας
Τα Θεατρικά Νέα


[…] Στο δεύτερο μέρος της «Όμορφης Πόλης»,
που το κείμενό του, κατά το πρόγραμμα, οφείλεται στον κ. Θεοδωράκη, η ατμόσφαιρα αλλάζει εντελώς. Ξαναγυρνάμε στα καλούπια της συνηθισμένης επιθεωρήσεως. Από την οποία μάλιστα δεν λείπουν ούτε και τα κακόγουστα σόκιν υπονοούμενα. Το ύφος επίσης, που στο πρώτο μέρος, πάντα «λαϊκό» κρατιόταν σε ένα επίπεδο, φτηναίνει τρομακτικά […]. Υπάρχει, ωστόσο, σε αντιστάθμισμα, ο πληθωρισμός της μουσικής . Η οποία, όμως, κρίνοντας σαν απλώς θεατής, δεν νομίζω ότι είναι η καλύτερη που έχει γράψει ο συνθέτης του «Αρχιπελάγους» […]. Διαφορετική η πρόθεση του κ. Χατζιδάκι στην «Οδό ονείρων» του «Μετροπόλιταν» […]. Στιγμιότυπα από τη ζωή και τα όνειρα των ανθρώπων μιας φτωχογειτονιάς μας παραθέτουν οι συγγραφείς. Μερικά διαθέτουν αρκετό χιούμορ και κάποτε μεταδίδουν με την νοσταλγική μελαγχολία τους κάποια συγκίνηση. Αλλά, τα περισσότερα, είναι πολύ «ισχνά» και κοινότοπα. Τα διακρίνει όμως όλα καλό γούστο. Και σ’ αυτό διαφέρει η «Οδός Ονείρων» από την επιθεώρηση του «Παρκ» […] (από κριτική του Βάσου Βαρίκα). 21 Ιουνίου 1962.


Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ»

June 20, 2012

Διαβουλεύσεις...


Από τις συνεχιζόμενες διαβουλεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης:
http://www.youtube.com/watch?v=Ejr9KBQzQP
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...

June 18, 2012

Συνέπεια! Über alles!


«Η Ελλάδα έχει συνέχεια, συνέπεια και αξιοπρέπεια» δήλωσε ο εντολοδόχος κ. Αντώνης Σαμαράς. Ο οποίος, αυτές, ακριβώς, τις αρετές είναι που διαθέτει _ συν το ότι μιλάει άψογα αγγλικά κι αμέσως το ’δειξε _ και γι αυτό, υποθέτω, η Νέα Δημοκρατία της οποίας προεδρεύει πήρε το 29,66% στις εκλογές. Οπότε δεν θα μας βομβαρδίσουν. Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

ΥΓ. Τον άλλο, πάλι; Με τον αετό της... Βέρμαχτ; Τον είδατε; Βαριά περίπτωση...

ΥΓ. Το blog αυτό διακαώς επιθυμεί να είναι ένα blog εθνικής συνευθύνης. Αυτό είναι το διακύβευμά του.

June 16, 2012

Εδώδιμα – Αποικιακά ή Το γαρ πολύ της έπαρσης γεννά παραφροσύνην… ή ΤΟ θράσος, εννιά ερωτήματα και μία υπόθεση


Κι αν δεν «αντισταθούμε στον δημαγωγό»; Κι αν δεν φηφίσουμε τον κ. Σαμαρά; Κι αν η Νέα Δημοκρατία του κ. Σαμαρά δεν βγει πρώτο κόμμα; Κι αν δεν σχηματίσει κυβέρνηση; Τι ακριβώς θα γίνει από Δευτέρα; Θα μας βομβαρδίσουν; Θα στείλουν στρατεύματα κατοχής στην αποικία; Θα μας μαντρώσουν στην μάντρα της Κοκκινιάς; Θα επαναλειτουργήσουν το Νταχάου; Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

June 7, 2012

Όταν η Τζέιν είχε ερωτευτεί τον Ανδρέα


Το Τέταρτο Κουδούνι / 7 Ιουνίου 2012


Πολύ χαίρομαι. Που η Άννα Παναγιωτοπούλου, η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, η Χρύσα Ρώπα… ξαναγυρίζουν στην επιθεώρηση _ και μάλιστα σε περιοδεία. Και χαίρομαι ακόμα περισσότερο που η Άννα Παναγιωτοπούλου ξαναγράφει για την επιθεώρηση. Βράζουν τα πράγματα, νομίζω πως η εποχή το ζητάει το είδος κι απορώ πώς δεν το σκέφτηκαν κι άλλοι.


Εξαιρετικά δραστήρια. Η Λυρική, φέτος. Ιδέες, ιδέες, ιδέες… Έξυπνες κι ευέλικτα υλοποιημένες. Και νέα πρόσωπα στις σκηνοθεσίες _ έστω κι αν απ’ τις φετινές παραγωγές μόνο τον «Φάουστ» του Ρενάτο Τζανέλα κρατώ.
Αλλά το καλοκαίρι που αρχίζει, στο Ηρώδειο… Τι πλήξη… Πάλι Βέρντι; Πάλι «Τροβατόρε»; («Έχει, λέει, «να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο τριάντα χρόνια, απ’ το καλοκαίρι του 1982». Καλά, κοροϊδευόμαστε τώρα; Κι ανάμεσα; Που ’χει παιχτεί καμιά δεκαριά φορές ακόμα στα «Ολύμπια», κι αλλού, κι αλλού;). Πάλι Πουτσίνι; Πάλι «Τόσκα»; Δυο όπερες, κι οι δυο απ’ τις «κοινόχρηστες»; Έλεος! Ξανά, και ξανά, και ξανά - μανά τα ίδια;
Το ερώτημα, βέβαια, που τίθεται σ’ εποχή κρίσης _ και που καταλαβαίνω _ είναι πώς μαζεύεις τεσσερισήμισι χιλιάδες κόσμο (που χρειάζεται το Ωδείον για να γεμίσει) x τέσσερις βραδιές σε κάθε ανέβασμα. Άρα; Επιλέγεις, α λα ΚΘΒΕ, τα εύκολα; Τα χιλιοπαιγμένα, τα χιλιοειδωμένα, τα χιλιοαναμασημένα και χιλιομυρικασμένα, τα «λαοφιλή» _ άντε να φέρεις και κάποιους σκηνοθέτες που μπορεί (;) κάπως να τα ανανεώσουν; Αυτή είναι η μια λύση. Λύση που θεωρώ πολύ εύκολη. Μήπως θα ’πρεπε η Λυρική να τολμήσει λίγο περισσότερο; Το Φεστιβάλ Αθηνών, που με τον Λούκο ξέφυγε απ’ τα τετριμμένα, τελικά δεν έχασε επιλέγοντας τη δύσκολη λύση.


Μπορεί μια παράσταση ερασιτεχνική
_ και δη φοιτητική _ να ’ναι και τολμηρή και καλά στημένη και να βγάζει το ζουμί ενός δύσκολου έργου όπως «Το ξύπνημα της άνοιξης» του Βέντεκιντ; Ναι, αν κρίνω απ’ το ανέβασμα του έργου που είδα στο Δημοτικό Θέατρο Καλλιθέας απ’ την Θεατρική Ομάδα του Πανεπιστημίου Πειραιά. Όπου, επιπλέον, έμεινα έκπληκτος απ’ το τραγούδι των παιδιών _ διότι η παράσταση ήταν εύστοχα διανθισμένη με τραγούδια _, σε διδασκαλία Γιώργου Χουσάκου. Σκηνοθέτης, ο ικανότατος νέος ηθοποιός Γιάννης Παναγόπουλος.


Εκτιμώ όσο λίγους του θεάτρου τον Γιάννη Τσορτέκη _ ως ηθοποιό, ως σκηνοθέτη και ως άνθρωπο. Πήγα να τον δω, λοιπόν, στην παράσταση «Στον Τύχωνα» _ ένα συγκλονιστικό κεφάλαιο απ’ τους «Δαίμονες» του Ντοστογιέφσκι _ που ανέβασε στο «Βρυσάκι» της Πλάκας.
Αφού έκανα αλλεπάλληλες άκαρπες προσπάθειες για να βρω κάποιον στο τηλέφωνο που ’χαν δώσει για πληροφορίες, πήγα και στήθηκα απ’ τις δεκάμισι έξω απ’ το Βρυσάκι. Έντεκα η προγραμματισμένη ώρα έναρξης της παράστασης, έντεκα παρά είκοσι τελείωσε η προηγούμενη _ διότι είχε και προηγούμενη στο μικρό «Βρυσάκι», σ' άλλο χώρο του _ και μας είπαν ν’ ανεβούμε να περιμένουμε στη βεράντα για να μην μπερδευόμαστε με τους αποχωρούντες. Κατά τις έντεκα και δέκα μας πέρασαν από έναν αφώτιστο διάδρομο, όπου σκουντουφλούσαμε, στο ημιυπόγειο κατώι. Υποστυλωμένο, ύψος το πολύ δυο μέτρα και είκοσι _ η χαρά του κλειστοφοβικού... Εκεί κι η πρώτη δυσάρεστη έκπληξη: δεκαπέντε οι καρέκλες, καμιά σαρανταριά με πενηνταριά οι θεατές. Όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε. Οι υπόλοιποι, πίσω απ’ τις στημένες απέναντι, σε δυο πλευρές, καρέκλες, όρθιοι. Ζέστη, τα τρία παράθυρα καρφωμένα με ξύλα απέξω _ η χαρά και πάλι του κλειστοφοβικού (που δεν είμαι)… _ και μια μικρή πόρτα, κοινή για εισόδους / εξόδους ηθοποιών και θεατών.
Κι αρχίζει η παράσταση. Στις έντεκα και είκοσι. Στο διάδρομο, ανάμεσα στις δυο σειρές καρέκλες κι ανάμεσα σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών, γεμάτες, ασήκωτες, με άγνωστο περιεχόμενο. Κρατάει σαράντα λεπτά μάς είχαν πει. Κράτησε πενήντα πέντε. Και το εύρημα του σκηνοθέτη που ήταν κι ο ένας εκ των τριών ηθοποιών ποιο; Ν’ αδειάζει, επί τριάντα, τουλάχιστον, λεπτά, μια - μια, τις σακούλες των σκουπιδιών που _ τελικά _ ήταν γεμάτες σπασμένα μάρμαρα και να «στρώνει» με τα θραύσματα το διάδρομο προς την πόρτα. Σύννεφο η μαρμαρόσκονη, να τινάζει κιόλας καλά τη σακούλα ο Γιάννης ο Τσορτέκης, μια γυναίκα να ’χει τραβήξει ψηλά την μπλούζα και να καλύπτει τη μύτη της για να προφυλαχτεί, ο ιδρώτας να κυλάει, η μέση να πονάει απ’ την ορθοστασία, να μετράω τις σακούλες που δεν είχαν αδειάσει ακόμα, να σκέφτομαι πως στο τέλος θα μας χτίσουν μέσα σαν τη γυναίκα του πρωτομάστορα, τέσσερις κυρίες που δεν άντεξαν αποχώρησαν παραπατώντας πάνω στα θραύσματα εν μέσω ηθοποιών, μια φίλη να μου λέει «θα λιποθυμήσω» και τελικά βγήκαμε τρεκλίζοντας πάνω στο δρόμο προς τον Γολγοθά _ να δείτε κάτι κυρίες με πλατφόρμες…
Και λέω, τώρα, εγώ: καλή _ τέλεια _ η ατμόσφαιρα για κελί του Τύχωνα, καλά τα σκηνοθετικά οράματα αλλά κι οι θεατές ένα στοιχειώδη σεβασμό δεν τον αξίζαμε; Και μόνο για λόγους ασφαλείας, σ’ αυτή την ποντικότρυπα που μας έκλεισαν; Κι απ’ την άλλη ποιος μπορούσε κάτω απ’ τις συνθήκες αυτές να συγκεντρωθεί στο πυκνό, δύσκολο κείμενο του Ντοστογιέφσκι και να εκτιμήσει το αποτέλεσμα;





Η εξαιρετική σκηνοθετική δουλειά του στο _ γερό _ μονόπρακτο του Γιάννη Τσίρου «Αόρατη Όλγα», το πρώτο σκέλος στο δίπτυχο «Ξένος» που το Εθνικό παρουσίασε στο «Βρυσάκι» _ δεύτερο σκέλος το μονόπρακτο «Άουστρας ή Η αγριάδα» της Λένας Κιτσοπούλου σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού _ έκανε μπαμ. Η παράσταση «Κατάδικός μου» του _ πολύ καλά ισορροπημένου _ έργου των Ελένης Ράντου / Σάρας Γανωτή / Νίκου Σταυρακούδη, που η πρώτη παρουσίασε στο «Διάνα» και που είχε επίσης την υπογραφή του στη σκηνοθεσία όχι μόνο έσκισε αλλά ήταν και πολύ δυνατή. Ο Γιώργος Παλούμπης υπέγραψε και τρίτη παράσταση φέτος: το καινούργιο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη «Πήρε τη ζωή της στα χέρια της» με Υρώ Μανέ στον «Ελληνικό Κόσμο», παράσταση που δυστυχώς δεν πρόλαβα να δω αλλά άκουσα πως θα επαναληφθεί.
Το μετρημένο άνοιγμα του νέου σκηνοθέτη, απ’ το «Επί Κολωνώ» όπου ανδρώθηκε και τις μικρές παραγωγές, στην κεντρική αθηναϊκή σκηνή, δικαιώνει όσους πιστέψαμε σ’ αυτόν απ’ την πρώτη στιγμή.


Θα τα ξαναπούμε στις 21 Ιουνίου. Μετεκλογικά. Ως «Τέταρτο Κουδούνι» εννοώ.

Προ 50ετίας
Τα Θεατρικά Νέα


Υπό την  προεδρία του κ. Ι. Θεοδωρακόπουλου, προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου, συνήλθε χθες η επιτροπή των εφετεινών πτυχιακών εξετάσεων της Δραματικής Σχολής, η οποία προέβη στην έκδοσι των αποτελεσμάτων. Σύμφωνα με αυτά, άριστα έλαβε η Ζέττα Κονδύλη και λίαν καλώς οι Κατερίνα Βασιλάκου, Χριστίνα Κουτσουδάκη, Νίκη Μαυραγάνου, Μαρία Μπονέλλου, Σωτ. Μουστάκας, Χάρης Παναγιώτου, Κλ. Σηφάκη και Χρ. Τσάγκας. Όλοι οι ανωτέρω αποκτούν επαγγελματική άδεια ηθοποιού. 8 Ιουνίου 1962.


[…] Μετά θα φύγω στο Μπροντγουαίη,
όπου θα πρωταγωνιστήσω  σε μια μουσικοχορευτική κωμωδία στο θέατρο. Θα την σκηνοθετήση ο συμπατριώτης σας Ανδρέας Βουτσινάς. – Είσθε παντρεμένη; - Όχι. – Ερωτευμένη; - Αυτό ναι, και μάλιστα με Έλληνα. Πρόκειται για τον Ανδρέα Βουτσινά, ο οποίος, όπως σας είπα, θα σκηνοθετήση την μουσική κωμωδία στο Μπροντγουαίη […] (σ.σ. από συνέντευξη της Τζέιν Φόντα, που είχε έρθει στην Αθήνα, στον Κ. Δ. Λιναρδάτο). 11 Ιουνίου 1962.



Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ».