November 27, 2022

Στο Φτερό / Ρέκβιεμ για δολοφονημένους ή Πέντε στάσεις και μία μουλιασμένη μάσκα

 

«Τοπογραφία θανάτου ή Ας μην ξεχάσουμε» / Σύλληψη - σκηνοθεσία: Μπρικένα Γκίστο, δραματουργική σύνθεση: Ιωάννα Λιούτσια. 

 

Η Αθήνα, ο Πειραιάς και τα προάστια -δεν μιλώ για Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Βόλο και πολλές άλλες πόλεις της Ελλάδας...- είναι γεμάτα γωνίες, τοίχους, πεζοδρόμια, δρόμους..., που βάφτηκαν από το αίμα νέων ανθρώπων οι οποίοι αγωνίζονταν για ένα καλύτερο αύριο. Κάποια τέτοια ματωμένα τοπόσημα επέλεξαν η Μπρικένα Γκίστο που υπογράφει τη σύλληψη και τη σκηνοθεσία και η Ιωάννα Λιούτσια που υπογράφει τη δραματουργική σύνθεση για την πρώτη παράσταση της Πειραματικής Σκηνής Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου στην επανεκκίνησή της. «Τοπογραφία θανάτου ή Ας μην ξεχάσουμε», ο τίτλος της. Χαρακτηρίζεται «μία περιπατητική παράσταση». Είναι. Αλλά στην ουσία πρόκειται για μία νεκρική πομπή, για μία πορεία - μνημόσυνο αφιερωμένο σε κάποιους νέους ανθρώπους, σε κάποια από τα παιδιά, τους νέους που χάθηκαν από δολοφονικά χέρια της εξουσίας. Για ένα ρέκβιεμ, μία λειτουργία για κεκοιμημένους -για δολοφονημένους είναι η ακριβής λέξη. Αλλά ένα ρέκβιεμ με χαμόγελα και τραγούδια.  Ξεκινήσαμε έξω από το «Rex», με «οδηγούς» δύο από τους έξι ηθοποιούς, την Ερατώ Καραθανάση και τον Τάσο Ροδοβίτη που πάιζει και κλασική κιθάρα (ο Αλέξανδρος Γιαγκούσης που παίζει και μεταλλόφωνο, ο Γκαλ Α. Ρομπίσα, ο Γιάννης Σαμψαλάκης, η Αφροδίτη Σόβολου, οι άλλοι τέσσερις), στρίψαμε Θεμιστοκλέους -οι ηθοποιοί μας μίλαγαν γι αυτούς που έχουν δώσει τα ονόματά τους στους δρόμους αλλά και αναρωτιόντουσαν «ποιος δίνει τα ονόματα στους δρόμους;», φράση που επαναλήφθηκε, ως λάιτ μοτίφ, αρκετές φορές- και, μετά, Γαμβέτα για να

σταθούμε στο εγκαταλειμμένο, πια, κλαμπ «Seven Sins». Στάση πρώτη: Παύλος Φύσσας. Εκεί, κάποτε, τραγουδούσε και οργάνωνε φεστιβάλ ο Killah P, ο καλλιτέχνης της ραπ. Τον έλεγαν Παύλο Φύσσα και τον σκότωσαν χρυσαυγίτες στο Κερατσίνι στις 18 Σεπτεμβρίου 2013. Ήταν στα 34 του... Στρίψαμε στη συνέχεια στην Γλάδστωνος- και σταθήκαμε μπροστά στο κοσμηματοπωλείο με τα κατεβασμένα ρολά: Στάση Ζακ Κωστόπουλος. Εκεί όπου ο ιδιοκτήτης, και ένας γείτονας μεσίτης που συνέδραμε τραυμάτισαν με κλωτσιές τον Ζαχαρία/Ζακ Κωστόπουλο ή Zackie Oh, ακτιβιστή της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και των οροθετικών. Οκτώ αστυνομικοί που έσπευσαν στον τόπο του

«περιστατικού», του έδωσαν τη χαριστική βολή για να πεθάνει στο ασθενοφόρο. Τα παιδιά διάβασαν γκράφιτι από τα δεκάδες γραμμένα στα ρολά του μαγαζιού και τριγύρω, τραγούδησαν, μας είπαν ότι κόσμος έδωσε στο δρόμο το όνομα του Ζακ και ύστερα, από την Πατησίων, φτάσαμε στη γωνία με την Στουρνάρα (που όπως μας θύμισαν η Χούντα ήταν που τη «διόρθωσε» σε Στουρνάρη):

Πολυτεχνείο. Στάση Μιχάλης Μυρογιάννης. Ένα από τα θύματα της εξέγερσης. Τον σκότωσε στις 18 Νοεμβρίου 1973, την επομένη της εισβολής στο Πολυτεχνείο, με μία σφαίρα στο κεφάλι, ένας στυγνός χουντικός ταγματάρχης που, ύστερα, κοκορευόταν πώς αυτός, ένας σαρανταπεντάρης, τον πέτυχε με την πρώτη. Στο, μετά τη Χούντα, δικαστήριο κατέθεσε, ως μάρτυρας, μεταξύ άλλων, ο συγγραφέας Μίμης Τραϊφόρος, σύζυγος της Σοφίας Βέμπο, που είδε το «περιστατικό» από το μπαλκόνι του διαμερίσματός τους, στη γωνιακή πολυκατοικία. Το εν ψυχρώ δολοφονημένο αγόρι ήταν 

στα 20 του... Τα παιδιά ακουμπούν σε ένα κουτί της ΔΕΗ, σε κορνίζα, ένα σκίτσο τους εμπνευσμένο από ποίημα του Γιάννη Ρίτσου. Και ανηφορίζουμε την Στουρνάρα ενώ μας διαβάζουν διάφορα συνθήματα γραμμένα στους τοίχους του Πολυτεχνείου. Στην παραπάνω γωνία, Στουρνάρα και Μπόταση, νέα στάση: Στάση Μιχάλης Καλτεζάς. Ήταν δώδεκα χρόνια μετά, 17 Νοεμβρίου 1985, Τον σκότωσε, σε επεισόδια μετά την πορεία για την επέτειο του Πολυτεχνείου, επίσης με μία σφαίρα στο κεφάλι, ένας αστυνομικός. Ήταν στα 15 του... 

Ανηφορίζουμε προς την καρδιά των Εξαρχείων. Οι ηθοποιοί κάνουν αναφορές και σε άλλους δολοφονημένους από την εξουσία μέσα στο δρόμο, ξεκινώντας από τον Σωτήρη Πέτρουλα, τον Ιάκωβο Κουμή, την  Σταματίνα Κανελλοπούλου και φτάνοντας μέχρι τον Βασίλη Μάγγο που τον σκότωσαν στον Βόλο. Και η τελευταία στάση: Στάση Αλέξης Γρηγορόπουλος. Μεσολογγίου και Τζαβέλλα. Εδώ και πάλι ένας αστυνομικός σκότωσε ένα παιδί. Στις 6 Δεκεμβρίου 2008. Ήταν στα 15 του... Όλοι παιδιά, νέοι... Φυσικά και οι δολοφόνοι τους, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν έχουν παραπεμφθεί, έχουν αθωωθεί, έχουν φυλακιστεί αλλά έχουν απολυθεί με διάφορες προφάσεις, κυκλοφορούν ελεύθεροι... Οι ηθοποιοί ξεκινούν ένα προσκλητήριο νεκρών: ονόματα που πέφτουν καταιγιστικά -μικρά ονόματα ή και «άγνωστος». Η μάσκα μου έχει μουλιάσει πια... Η παράσταση έχει τελειώσει: κείμενα από ρεπορτάζ, ανακοινώσεις της αστυνομίας, μαρτυρίες από δικαστήρια, πληροφορίες, τραγούδια (οι μουσικές του Γιάννη Ταυλά, στίχοι και σύνθεση ρυθμικής απαγγελίας Νατάσα-Φαίη Κοσμίδου, καλλιτεχνικός σύμβουλος της περιπατητικής και σκηνικών χώρων Γιάννης Βαρβαρέσος, δραματολόγος της παράστασης η Ασπασία-Μαρία Αλεξίου), τίποτα το κραυγαλέο -όλα αυτά μαζί

έχουν συνθέσει αποστασιοποιημένα ένα συγκλονιστικό ρέκβιεμ. Οι έξι ηθοποιοί το «ερμηνεύουν», το ζουν, απόλυτα ταυτισμένοι, με χαμόγελο -όπως αξίζει στη μνήμη αυτών που χάθηκαν άδικα. Είναι κρίμα που η παράσταση αυτή τελειώνει σήμερα και δεν μπορεί να συνεχιστεί λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων των ηθοποιών. Ίσως θα μπορούσε να επαναληφθεί την άνοιξη -πρέπει να τη δουν πολλοί. Και πρέπει να τη δουν σχολεία -πρόκειται για μάθημα. Για κοίτα! Μία Αλβανίδα που, πάντως, νοιώθει Ελληνίδα πια, η Μπρικένα Γκίστο, μας θυμίζει, με τους συνεργάτες της, την ιστορία μας! Μπράβο της! Μπράβο στο Εθνικό! Μπράβο στην Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών! 

Τα παραλειπόμενα. Υπάρχουν βέβαια και τα...εκτός προγράμματος. Στα οποία δεν μπορώ να μη σταθώ:    

Στη «Στάση» Ζακ Κωστόπουλος, όταν φεύγαμε, ένα μπουκάλι γυάλινο, που εκτοξεύτηκε από την απέναντι πολυκατοικία, έσκασε ανάμεσά μας, χωρίς, ευτυχώς, να τραυματιστεί κάποιος. Και, όπως με πληροφόρησαν, οι γείτονες, γενικώς, δεν είναι φιλικοί, βάζουν δυνατά μουσικές την ώρα της παράστασης κλπ.... Προφανώς, ομοϊδεάτες του κοσμηματοπώλη και του μεσίτη υπερασπίζονται ακόμα τη (χαμένη) τιμή των γειτόνων τους. Και επέλεξαν αυτόν τον τρόπο... 

Στην οδό Σουλτάνη ένας άντρας πετάχτηκε ανάμεσά μας, επενέβη οργισμένος, δήλωσε σύντροφος του Μιχάλη Καλτεζά και είπε ότι το Εθνικό δεν θα έπρεπε να έχει εισιτήριο για τις παραστάσεις αυτές γιατί είναι σαν εκμετάλλευση των θυμάτων. Είναι μία άποψη. Στο φινάλε, στη «Στάση» Αλέξης

Γρηγορόπουλος, σε ένα χαμηλό μπαλκόνι που είχε κρεμασμένη μία κόκκινη σημαία, εμφανίστηκαν, σιγά-σιγά, πέντε άντρες που άρχισαν να φωνάζουν «κάτω ο φασισμός». Έμαθα ότι είναι τούρκοι πολιτικοί πρόσφυγες που διαμαρτύρονται υπέρ της απελευθέρωσης των συντρόφων τους και οι οποίοι, από τις δοκιμές, αντιλήφθηκαν το πνεύμα της παράστασης και, κάθε βράδυ, συμμετέχουν με τον τρόπο τους. Που κορυφώνει τη συγκίνηση. Όλος ο κόσμος, μία σκηνή... 

Την παράσταση, μία από τις πρώτες μέρες παρακολούθησε η Κυρία Μάγδα Φύσσα. Θα ήθελα να είμαι εκεί αλλά και δεν θα ήθελα- δεν αντέχω μεγαλύτερες

συγκινήσεις.  

Μία από τις βραδιές, την ομάδα ακολούθησε, σέρνοντας το καρότσι του, ένας άστεγος που, μετά, επίμονα ρωτούσε αν μία κοπέλα από το κοινό, που έκλαιγε γοερά, είναι συγγενής ή φίλος κάποιου από τα θύματα. Του ήταν δύσκολο να πιστέψει, από τις εμπειρίες του, καθώς φαίνεται, ότι μπορεί κανείς να συγκινηθεί τόσο για κάποιον τρίτο. Αλλά φαίνεται ότι η ανθρωπιά δεν έχει εκλείψει εντελώς (Φωτογραφίες: Μπρικένα Γκίστο).

Περιπατητική παράσταση από το θέατρο «Rex» / Σκηνή «Κατίνα Παξινού», Εθνικό Θέατρο / Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών, 23 Νοεμβρίου 2022.

November 24, 2022

Στο Φτερό / Ο Καλιγούλας είμαστε εμείς ή Τέσσερις καρέκλες, τέσσερα πρόσωπα, ένα πάθος

 

«Καλιγούλας» (Αλμπέρ Καμί) του Τσέζαρις Γκραουζίνις / Σκηνοθεσία: Τσέζαρις Γκραουζίνις. 
 
Γάιος Ιούλιος Κέσαρας Αύγουστος Γερμανικός (12-41 μ.Χ.): ο τρίτος ρομέος αυτοκράτορας (37-41 μ.Χ.), ο επονομαζόμενος Καλιγούλας. Ελάχιστες έγκυρες  ιστορικές πληροφορίες γι αυτόν σώζονται. Όσες σώζονται τον φέρουν ως έναν, αρχικά, συνετό κυβερνήτη που, σύντομα, έχασε τον έλεγχο -οι περισσότεροι τον αναφέρουν ως παρανοϊκό- και, μετά από, 
περίπου τέσσερα χρόνια, δολοφονήθηκε από συγκλητικούς και πρετοριανούς. Ο Καλιγούλας ενέπνευσε τον Γάλο συγγραφέα (γεννημένο στην Αλγερία από γάλο πατέρα και ισπανίδα μητέρα) Αλμπέρ Καμί για το έργο του «Καλιγούλας» (1938, πρώτη έκδοση 1944, πρώτη παρουσίαση 1945): ο Καλιγούλας 
του Καμί, ο οποίος άντλησε από το έργο του ρομέου ιστορικού Σουιτόνιου «Περί του βίου των Κεσάρων», είναι ένας ιδανικός ηγέτης, αγαπητός από το λαό του, που, σύντομα, μετά τον
πρόωρο θάνατο της αδελφής του Δρουσίλας με την οποία τον συνδέει και αιμομικτική σχέση, χάνει την ισορροπία του,
εξαφανίζεται για λίγες μέρες από την Ρόμη και, όταν επιστρέφει, έχει μία ριζικά μεταμορφωμένη προσωπικότητα -έχει μεταβληθεί σε έναν παράλογο, αιμοσταγή, κλονισμένο νοητικά τύραννο που δεν βρίσκει πια κανένα νόημα στη ζωή, θεωρεί παράλογη την ανθρώπινη ύπαρξη, καταχράται την εξουσία του και αφήνει πίσω του κάθε περιορισμό και κάθε αξία επιζητώντας ξέφρενα την «απόλυτη ελευθερία» και το «αδύνατο». Διατάσσει τη θανάτωση νέων ανθρώπων χωρίς αποχρώντα λόγο δημεύοντας τις περιουσίες τους, δολοφονεί πατρίκιους/συγκλητικούς, εξορίζει, κρατικοποιεί τα 
μπορντέλα και υποχρεώνει τις συζύγους των συγκλητικών να εκδίδονται, προκαλεί λιμό, ζητάει από τον έμπιστό του Ελικώνα το φεγγάρι, εμφανίζεται ως Αφροδίτη, κάνει διαγωνισμό ποίησης με θέμα το θάνατο, στραγγαλίζει την τέταρτη σύζυγό του Κεσόνια που προσπαθεί να τον λογικέψει όταν αρχίζει να
σκέπτεται τον εαυτό του ως θεό, αδιαφορεί για τη συνωμοσία που ξέρει ότι καταστρώνουν οι συγκλητικοί εναντίον του και, βουτηγμένος στη μοναξιά, συνειδητοποιεί το λάθος του και αποδέχεται το αναπόφευκτο του θανάτου που δεν μπορεί να το ανατρέψει καμία «απόλυτη ελευθερία». Στο τέλος, με επικεφαλής τον Χερέα, τον δολοφονούν χωρίς να αντιδράσει. Είναι ένα είδος αυτοκτονίας. Ο Αλμπέρ Καμί έχει συνθέσει ένα έργο που αγγίζει το παράλογο πάνω σε
φιλοσοφικές βάσεις: στην ύπαρξή μας  -πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως- ενυπάρχει το τετελεσμένο του θανάτου. Και ο Καλιγούλας του Καμί είναι το τέρας που μπορούμε όλοι να γίνουμε, ιδιαίτερα όταν αποκτήσουμε εξουσία, όπως μπορούμε να γίνουμε και άγγελοι. Ο εγκατεστημένος στην Ελλάδα λιθουανός σκηνοθέτης Τσέζαρις Γκραουζίνις,
που υπογράφει και τη δραματουργία, σ’ αυτό το στοιχείο βασίστηκε. Συνέθεσε ένα δικό του κείμενο, εμπνευσμένο από το θεατρικό έργο του Καμί. Στο οποίο έδωσε αφηγηματική μορφή ενσωματώνοντας διαλόγους με μία τολμηρή ιδιαιτερότητα: ο Καλιγούλας στον «Καλιγούλα» του Γκραουζίνις, ως πρόσωπο δεν υπάρχει. Στη δραματουργία του κράτησε τέσσερα, μόνον, από τα πρόσωπα: τον συγκλητικό Χερέα, την Κεσόνια, τον Ελικώνα και τον νεαρό πατρίκιο ποιητή Σκιπίονα τον Νεότερο οι
οποίοι αφηγούνται, διαλέγονται ελάχιστα και, όταν απαιτείται, γίνονται ο Καλιγούλας. «Κωμική περφόρμανς» και «φιλοσοφική stand up κωμωδία» χαρακτηρίζει ο Γκραουζίνις την παράστασή του ακολουθώντας, με ιδιοφυή, κατά τη γνώμη μου, τρόπο τη μπρεχτική μέθοδο: οι τέσσερις ηθοποιοί του, καθισμένοι σε τέσσερις καρέκλες με μεταλλικό σκελετό, σε εντελώς γυμνή σκηνή, αντίκρυ στο κοινό, αυτοπαρουσιάζονται ως ρόλοι, στο κοινό απευθύνονται, με συχνά αναμμένα τα φώτα πλατείας (απόλυτα εξυπηρετικοί οι φωτισμοί της Ευσταθίας
Δρακονταειδή), με το κοινό «συνδιαλέγονται», στο κοινό αναζητούν, μετά τη δολοφονία του, τον Καλιγούλα -ένα φινάλε που αιφνιδιάζει και προξενεί ρίγος. Ο Καλιγούλας είμαστε εκείνοι, είμαστε εμείς, είμαστε όλοι. Αυτή η σκηνοθετική άποψη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «θεατρικό αναλόγιο» ή θα μπορούσε να θεωρηθεί βαρετή. Συμβαίνει, κατά τη γνώμη μου, ακριβώς το αντίθετο: ο Τσέζαρις Γκραουζίνις έχει αποστάξει, χωρίς να το προδώσει, το πρωτότυπο κείμενο και έχει κρατήσει την αλμπερκαμική ουσία διδάσκοντας ολόσωστα τους ηθοποιούς του, ποιών μουσική με τους ρυθμούς -αλλά παράλληλα και με το κείμενο, όπου επαναλαμβάνει κάποιες φράσεις ως leitemotiv (λάιτμοτίφ/κύρια, καθοδηγητικά θέματα)- και κρατάει, όπως διαπίστωσα, το κοινό καθηλωμένο. 
Ο Κέννυ ΜακΛέλαν με την απόλυτη λιτότητα, την ανυπαρξία θα έλεγα του σκηνικού του και με τα μαύρα, ουδέτερα -ασφαλώς μπρεχτικά- κοστούμια που έχει ντύσει τους ηθοποιούς και ο Χάρης Πεγιάζης με τις διακριτικές μουσικές του σιγοντάρουν με επιτυχία τη σκηνοθετική γραμμή. Και, βέβαια, οι ηθοποιοί: εξαιρετικοί οι Ελένη Γεωργακοπούλου, Αλέξανδρος Κουκιάς, Αλέξανδρος Τσίτσος αλλά θα ξεχωρίσω
τον Φάνη Δίπλα. Με θερμό φωνητικό μέταλλο που, όμως, δεν το χρησιμοποιεί ναρκισιστικά, με έγκυρο λόγο που πατάει γερά, με αμεσότητα που ποτέ δεν γίνεται αγοραία, με κάθε προσοχή στη λεπτομέρεια, κατεβάζει, ως όφειλε στην παράσταση αυτή, το κείμενο στην πλατεία αφοπλιστικά. Μία ιδιοφυής σκηνοθετική άποψη άψογα υλοποιημένη. 
Είναι προς τιμήν του ένας θίασος της περιφέρειας να έχει ανεβάσει την παράσταση αυτή η οποία τιμά και την αρμόδια επιτροπή του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού που την έχει επιχορηγήσει για το πρώτο της (σεζόν 2021/2022) ανέβασμα στην Πάτρα, στο «Λιθογραφείον». Μην τη χάσετε! Ειδικά αν σας ενδιαφέρει η μοντέρνα -όχι η δήθεν μοντέρνα- έκφραση στο σύγχρονο θέατρο.
 
(Η παράσταση, δυστυχώς, δεν διαθέτει έντυπο πρόγραμμα).  
 
Θέατρο «Τζένη Καρέζη», «Βιομηχανική», 19 Νοεμβρίου 2022.