June 27, 2014

Στον «Σωσία» του Ντοστογιέφσκι ο Άρης Σερβετάλης


Τέταρτο Κουδούνι / Έκτακτο


Ο Άρης Σερβετάλης, μετά την εξαιρετική του εμφάνιση στο συναρπαστικό «Still Life» του Δημήτρη Παπαϊωάννου, επιστρέφει το χειμώνα στο θέατρο. Θα ερμηνεύσει τον Γιάκοβ Πετρόβιτς Γκολιάντκιν, τον κεντρικό ήρωα της νουβέλας του Φιόντορ Μιχάιλοβιτς Ντοστογιέφσκι «Ο σωσίας», την οποία μεταφέρουν για το θέατρο ο ίδιος μαζί με την εικαστικό Έφη Μπίρμπα που θα υπογράφει και τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης -η πρεμιέρα τον Νοέμβριο στο θέατρο «Ροές».
Στον «Σωσία» η ζωή του δημόσιου υπάλληλου Γκολιάντκιν -ένα άβουλο, δειλό, ανασφαλές ανθρωπάκι, με συμπλέγματα, που ούτε τον έρωτά του δεν μπορεί να εκφράσει στην Κλάρα, την κόρη του προϊσταμένου του- αναστατώνεται όταν συναντά ένα σωσία του. Ο οποίος δεν έχει μόνο το ίδιο όνομα αλλά διαθέτει και τη γοητεία, την κοινωνικότητα, την αποφασιστικότητα και την αυτοπεποίθηση που λείπουν απ’ τον Γκολιάντκιν. Ο σωσίας σιγά-σιγά διαβρώνει τη ζωή του «πρωτότυπου» Γκολιάντκιν, τον υπονομεύει και παίρνει τη θέση του στη δημόσια υπηρεσία όπου δουλεύει ενώ ο άμοιρος υπάλληλος αρχίζει να βλέπει παντού σωσίες του και στο τέλος τον κλείνουν  σε ψυχιατρική κλινική.
«Ο σωσίας» με τον υπότιτλο «Ένα ποίημα της Άγιας Πετρούπολης», δεύτερο έργο (1846) του Ντοστογιέφσκι -και στο οποίο ο συγγραφέας θεωρείται πως έχει δεχτεί τις περισσότερες επιρροές απ’ τον Γκόγκολ, οι συγγένειες με το «Ημερολόγιο ενός τρελού» και με «Το παλτό» του Γκόγκολ είναι, νομίζω εμφανείς- έτυχε, σε αντίθεση με την πρώτη του νουβέλα «Οι φτωχοί», μιας παγερής υποδοχής, Η αίσθηση της αποτυχίας έκανε τον Ντοστογιέφσκι να ξαναδουλέψει το  1861 το έργο που εκδόθηκε στα Άπαντά του το 1866.
Η νουβέλα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο δυο, τουλάχιστον, φορές: το 1968 με τον τίτλο «Partner» απ’ τον  Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και το 2013 απ’ τον Ρίτσαρντ Αγιοάντε σε μια ταινία που μόλις προβλήθηκε στους ελληνικούς κινηματογράφους με τον τίτλο «Ο σωσίας».

Στην ελληνική σκηνή «Ο σωσίας» του Ντοστογιέφσκι, ο οποίος τα τελευταία χρόνια, αν και δεν έγραψε καθόλου θέατρο, ελκύει ιδιαίτερα τους ανθρώπους του ελληνικού θεάτρου, ανεβαίνει για πρώτη φορά.
Η πρώτη καλλιτεχνική συνάντηση του Άρη Σερβετάλη και της Έφης Μπίρμπα που θα παρουσιάσουν το έργο έγινε τη σεζόν 2009/2010 με την εικαστική περφόρμανς «Άτιτλο. Μια σπουδή στον Samuel Beckett» (φωτογραφία πλάι) την οποία ο ηθοποιός ερμήνευσε σε σύλληψη, δημιουργία και βίντεο εγκατάσταση της Έφης Μπίρμπα, περφόρμανς που συμμετείχε το 2011 και στην 3η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης αλλά παρουσιάστηκε και στην Ρωσία. Στο θίασο που θα παρουσιάσει τον «Σωσία» θα ανήκουν επίσης ο Γιώργος Συμεωνίδης, ο Δρόσος Σκώτης κι ο Συμεών Τσακίρης.

June 26, 2014

ΚουΘουΒουΕ: Απ’ τον Αλέξανδρο Ρήγα στον Βέλτσο χωρίς δίχτυ ασφαλείας


Το Τέταρτο Κουδούνι / 26 Ιουνίου 2014



Ο Νίκος Γεωργάκης συναντιέται και πάλι με τον Περικλή Χούρσογλου, το σκηνοθέτη που τον εκτίναξε το 1993, είκοσι ένα χρόνια πριν, αναθέτοντάς του τον επώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του «Λευτέρης Δημακόπουλος», ρόλο που του χάρισε το Βραβείο Ερμηνείας Α΄ Ανδρικού ρόλου στα τότε Βραβεία Ποιότητας του υπουργείου Πολιτισμού για το 1993. 
Η συνάντησή τους, αυτή τη φορά -ο Νίκος Γεωργάκης έπαιξε και στην τέταρτη ταινία (2009) του Περικλή Χούρσογλου «Ο διαχειριστής»-, θα γίνει στη σκηνή. Του ΚΘΒΕ. Και με αφορμή το έργο του πρωτοεμφανιζόμενου στο θέατρο δημοσιογράφου και πεζογράφου Μηνά Βιντιάδη «Ο Κάτω Παρθενώνας» που έχει προγραμματιστεί για τον Απρίλιο του 2015 στο «Μικρό Θέατρο» της Μονής Λαζαριστών σε σκηνοθεσία Περικλή Χούρσογλου.
«Καυτό», το θέμα του έργου. Ο Κάτω Παρθενώνας είναι ένας μικρός «οικισμός» -με παγκάκια και σπηλιές- κάτω απ’ την Ακρόπολη, όπου ζει, μαζί μ’ άλλους, ο Νεοάστεγος -τον οποίο θα ερμηνεύσει ο Νίκος Γεωργάκης-, ο ένας απ’ τους δυο βασικούς ήρωες του έργου. Για να ζήσει πουλάει βιβλία, πλένεται σε δημόσιες τουαλέτες και τρώει στα συσσίτια του Δήμου και της Εκκλησίας. Ο άλλος, ο Νεόπτωχος, μεγαλοστέλεχος επενδυτικής εταιρίας, ζει στο μοντέρνο διαμέρισμά του, έχει χάσει όλη την οικονομική του δύναμη και βρίσκεται σε απόγνωση. Η τελευταία του ευκαιρία είναι να κάνει κάτι καλό για τα παιδιά του, κάτι που θα σώσει, τελικά, την υστεροφημία του. Για να το πετύχει χρειάζεται έναν παρτενέρ σ’ αυτό το παιχνίδι. Έτσι οι δρόμοι των δυο αυτών ανθρώπων συναντιούνται ένα απόγευμα, οπότε και, σε μια παρτίδα συγκρούσεων και αποκαλύψεων, αλλάζει η ζωή τους. Ανάμεσά τους υψώνεται στην αρχή ένας τοίχος, διάφανος σαν καθρέφτης, που θα σπάσει όταν αποκαλυφθεί ένα μυστικό και μια αλήθεια. Η πραγματικότητα κι η φαντασία συγκρούονται στην Ελλάδα του σήμερα, μια εποχή αμηχανίας.
Ο ηθοποιός που θα επωμιστεί τον Νεόπτωχο αναζητείται.




Γενικότερα, πάντως, το ρεπερτόριο του χειμώνα που ανάγγειλε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ Γιάννης Βούρος ομολογώ πως έχει ερεθιστικές προτάσεις -έργα και σκηνοθέτες- αλλά στη γενική κατεύθυνσή του ακολουθεί τη γραμμή Χατζάκη -παραστάσεις «απευθυνόμενες σ’ όλες τις κοινωνικές διαστρωματώσεις». Γραμμή απάδουσα σε ρεπερτόριο σύγχρονου ευρωπαϊκού Θεάτρου. Και μάλιστα, εδώ, με σχιζοφρενικά αποτελέσματα.
Όπου ο Γιώργος Βέλτσος κι ο Μιχαήλ Μαρμαρινός συμφύρονται με Αλέξανδρο Ρήγα, ο «Δον Ζουάν» του Μολιέρου με «Alexander the Great. A Rock Opera» -αυτό, εγώ, πολύ το φοβάμαι, όσα κι αν μου λένε κάποιοι που είδαν το πρώτο, ιδιωτικό ανέβασμά του, πως είναι πολύ σοβαρή και τεκμηριωμένη δουλειά, μακάρι να διαψευστώ- κι ο «Δον Κιχώτης» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ δια χειρός Γιάννη Λεοντάρη κι «Η προδοσία» του Πίντερ δια χειρός Γλυκερίας Καλαϊτζή με το περί Τσιτσάνη -πάλι Τσιτσάνης; Αμάν, πια! Έλεος! -«Σερσέ λα φαμ».
Ξέρω, θα μου αντιπαραβάλουν απ’ τον περσινό απολογισμό: «Πέερ Γκιντ», μέση πληρότητα 17,7% - «Με μουσικές εξαίσιες κλπ…» με Ζωζώ Σαπουντζάκη, μέση πληρότητα 80,7%. Και θα μου πουν «έχουμε κρίση» κι «αυτό είναι το κοινό της Θεσσαλονίκης». Κι εγώ θ’ ανταπαντήσω: «Ποιος το κατάντησε έτσι το κοινό της Θεσσαλονίκης; Και ποιος συνεχίζει να τρέχει πίσω του; Και να μην είναι ικανός να κάνει το κοινό να τρέχει πίσω απ’ το ΚΘΒΕ;».
Αλλά τι λέω, μωρέ, τώρα κι εγώ… Που το Φεστιβάλ Αθηνών του Γιώργου Λούκου -ναι!-, παράλληλα με Ανχέλικα Λίντελ και Φιόνα Σο, είχε χτες στο Ηρώδειο, σε μια προχειροστημένη συναυλία με άθλιο ήχο, Μαίρη Λίντα να 
παρουσιάζει στο φινάλε, λες κι ήμασταν στο «Rex» του Μαροσούλη, τους «επώνυμους» παρόντες στο κοίλον, απ’ τον πρέσβη του Καναδά και την «υπέροχη σύζυγό του Μάριον» έως Μάκη Μάτσα, έως «Α, έχουμε εδώ και τον Μάκη Δελαπόρτα»… Και προσεχώς έχει, στο Ηρώδειο ωσαύτως, και Νάνα Μούσχουρη για να γιορτάσει -έπρεπε να τραγουδήσει κιόλας; -τα 80α γενέθλιά της και να παρουσιάσει -πάλι;- την κόρη της Λενού…


Ως προς τον «Γλάρο» του Τσέχοφ που αποφάσισε να σκηνοθετήσει -εκτός απ’ το «Alexander the Great. A Rock Opera»- ο ίδιος ο Γιάννης Βούρος, μήπως -λέω μήπως- υπερτιμάει τις δυνάμεις του;






Αν φέτος το καλοκαίρι βρεθείτε κοντά στα αρχαία θέατρα, στους αρχαιολογικούς χώρους πιο σωστά, που ήταν αφημένοι και που προσπαθεί με επιτυχία να τους διασώσει, να τους αναδείξει – να τους «ξυπνήσει»- και να τους φέρει και πάλι στο προσκήνιο το εξαιρετικά δραστήριο «Διάζωμα» κι ακούσετε πως η Όλια Λαζαρίδου παρουσιάζει εκεί, σε θεατρική προσαρμογή και σκηνοθεσία Δήμου Αβδελιώδη, τη βασισμένη στον Διονύσιο Σολωμό «Γυναίκα της Ζάκυθος», περσινή παραγωγή του Ελληνικού Φεστιβάλ που ξανοίγεται φέτος και εκτός Αθήνας και Επιδαύρου, να σπεύσετε. Αξίζει τον κόπο.



Άντε πάλι ο Κιμούλης -σε συνέντευξη που του ’κανε η Έφη Μαρίνου για την «Εφημερίδα των Συντακτών»-, με τις «ομάδες» που τον κυνηγάνε… Αυτό πια λέγεται μανία καταδιώξεως. Ας το προσέξει. Όσο για ’κείνη τη «βαθιά χυδαιότητα» στην οποία αναφέρεται… Βρε, για κοίτα ποιος μιλάει!



Σας έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» της περασμένης Πέμπτης πως ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου παραμένει απ’ τον Δεκέμβριο -έξι μήνες πια έκλεισαν- ακέφαλος. Αφότου το Διοικητικό Συμβούλιό του, μετά από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου -κατόπιν προσφυγής του συνυποψήφιου και μέχρι τότε διευθυντή του ΘΟΚ Βαρνάβα Κυριαζή-, έπαυσε τον εκλεγέντα το 2011 στη θέση του διευθυντή Γιώργο Παπαγεωργίου. Να διευκρινίσω και να διορθώσω κάποια ουσιώδη λεπτομέρεια. Το Δικαστήριο δεν έκρινε πως ο Γιώργος Παπαγεωργίου «εξελέγη το 2011 χωρίς να διαθέτει όλα τα απαραίτητα προσόντα» όπως έγραψα. Η απόφαση αναφερόταν σε «ανεπάρκεια των πρακτικών του Δ.Σ το οποίο τον εξέλεξε, που δεν αιτιολογούν επαρκώς την απόφασή του». Γι αυτό ακριβώς και ο Γιώργος Παπαγεωργίου μπόρεσε να συμμετάσχει στη διαδικασία επανεξέτασης των υποψηφίων του 2011, που ακολούθησε την παύση του. Κι από την οποία, τελικά, προέκυψε πως κανείς τους δεν έχει τα προσόντα, του προσφυγώντος Βαρνάβα Κυριαζή συμπεριλαμβανομένου.
Τώρα για το τι θα γίνει στη συνέχεια ο Θεός (της Κύπρου άμα και της Ελλάδος…) να τους φωτίσει…




1821 μέτρα είναι, λέει, η απόσταση, σε νοητή ευθεία, απ’ τον Παρθενώνα μέχρι την κορυφή του Λυκαβηττού, σύμφωνα με την ιστοσελίδα «Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογράφηση A.E.». Η ευθεία αυτή τέμνει Πλάκα, πλατεία Συντάγματος και Κολωνάκι διατρέχοντας σχηματικά την ιστορία της πόλης. «Αποτυπώνει», όπως σημειώνεται, «συνοπτικά το ιστορικό και πολεοδομικό άλμα από την κλασική αρχαιότητα στην τσιμεντοποίηση του 20ου αιώνα και τη φούσκα του δανεισμού της μεταπολίτευσης. Ενδιάμεσοι σταθμοί, η Αθήνα-κωμόπολη του 19ου αιώνα, η εμβληματική Βουλή των Ελλήνων και τα ακριβά ρετιρέ με ‘θέα την Ακρόπολη’ στους πρόποδες του Λυκαβηττού».
Στο σκεπτικό αυτό στηρίχτηκε η ομαδική έκθεση πού στήθηκε ακριβώς με τον τίτλο «1821 μέτρα» στο «metamatic:taf» (Νορμανού 5, Μοναστηράκι, τηλ. 210 32.38.757) και που εγκαινιάζεται απόψε και θα κρατήσει μέχρι τις 5 Σεπτεμβρίου. Μια έκθεση που η ιδέα της προέκυψε από μια καρτ ποστάλ της δεκαετίας του ’70 -φωτογραφία του Νίκου Στουρνάρα- η οποία απεικονίζει δυο τσολιάδες πάνω στην Ακρόπολη να ατενίζουν την τσιμεντούπολη και τον Λυκαβηττό. Και που «επιχειρεί, μέσα από αναφορές σε στερεοτυπικά σύμβολα και κοινούς τόπους της σύγχρονης Αθήνας, να ανιχνεύσει τα τραύματα που αφήνει πίσω της η ιστορική ασυνέχεια».
Με βάση την εκτίμηση πως «οι ερμηνευτικές τέχνες έχουν τη δύναμη -ίσως περισσότερο από κάθε άλλη μορφή τέχνης- να μετασχηματίζουν την Ιστορία σε αφήγηση και εικόνα» κλήθηκαν να συμμετάσχουν σκηνοθέτες, σκηνογράφοι, ηθοποιοί, χορογράφοι και θεατρικοί συγγραφείς. Ανταποκρίθηκαν Χρήστος Δήμας (έργο του στη φωτό), Λένα Κιτσοπούλου, Ελένη Μανωλοπούλου, Εύα Νάθενα, Αποστολία Παπαδαμάκη, Άγγελος Παπαδημητρίου, Δημήτρης Πολυχρονιάδης -που έχει και την επιμέλεια μαζί με την Γιαλένα Κλειδαρά-, Γιάννης Σκουρλέτης, Περικλής Χούρσογλου.
Θα πάω! Οπωσδήποτε. Με ενδιαφέρει.

June 24, 2014

Αληθινό χρυσάφι μετά μουσικής

















H ταινία. «Ο χρυσοθήρας» (1925) του Τσαρλς Τσάπλιν ανήκει στα αριστουργήματα του κινηματογράφου. Ογδόντα εννιά χρόνια έχουν περάσει κι αυτή η βουβή, ασπρόμαυρη ταινία που χαρακτηρίζεται δραματική κωμωδία, αυτό το κράμα κωμικού, τρυφερότητας, ανεπαίσθητης μελαγχολίας και μοναξιάς, το βουτηγμένο στην ανθρωπιά, διατηρεί αλώβητο το άρωμα που αναδύεται από τα πλάνα του. Η αθανασία τού ανήκει δικαιωματικά.
Ο αλητάκος που γίνεται χρυσοθήρας και τραβάει στην Αλάσκα όπου υφίσταται τα δεινά, παρέα, αυτός ο βραχύσωμος, με τον θηριώδη Μπιγκ Τζιμ ΜακΚέι (ο γκροτέσκος Μακ Σουέιν) περνώντας, παράλληλα, από έναν άδολο, δύσκολο έρωτα για την Τζόρτζια (η λιτή Τζόρτζια Χέιλ), το κορίτσι του μπαρ, που απλώς διασκεδάζει μαζί του και τον κοροϊδεύει μέχρι να την κατακτήσει -όταν τον χάνει- η ανθρωπιά και η ειλικρίνεια των αισθημάτων του αλητάκου, για να δικαιωθεί στο ουτοπικό τέλος καθώς το βρίσκει το χρυσάφι, γίνονται πολυεκατομμυριούχοι μαζί με το συνέταιρό του και ξανασμίγει με το κορίτσι που τον έχει στο μεταξύ αληθινά αγαπήσει, επέζησε γιατί έγινε αξιαγάπητος χωρίς ποτέ να το επιδιώξει: είναι πονηρός, κάνει μπαγαμποντιές, κλέβει, είναι δειλός, εκμεταλλεύεται καταστάσεις… Δηλαδή άνθρωπος είναι. Και μέσα σ’ όλα αυτά, πάνω απ’ όλα αυτά, είναι Αθώος.
«Ο χρυσοθήρας», αν και φτιαγμένος αρκετά χρόνια πριν ο Τσάπλιν φτάσει στην -κατ’ εμέ- κορυφή του με τους «Μοντέρνους καιρούς», παραμένει ένα αριστούργημα -σκηνοθετικό και ερμηνευτικό. Κι αν βρίσκω κάπως χοντροκομμένη τη σκηνή με τις παραισθήσεις του Μπιγκ Τζιμ που βλέπει τον Χρυσοθήρα -τον Σαρλό, όπως έμεινε σε μας- σαν γιγάντιο κοτόπουλο, οι σκηνές του δείπνου με τη βρασμένη μπότα και του «μπαλέτου» με τα ψωμάκια δεν ξεπερνιούνται.
Η μουσική. Η μουσική την οποία έγραψε αυτός ο ίδιος ο Τσάπλιν που η μουσική εκπαίδευσή του ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, μουσική που την «υπαγόρευε» -ένα κράμα, με αρκετά δάνεια, το οποίο υπογραμμίζει και περιγράφει τις κινηματογραφικές σκηνές, κωμικό και ρομαντικό- και που τη συνέθεσε το 1942 για την ηχητική επανέκδοση της ταινίας, μεταγράφηκε το 2007 από τον Τίμοθι Μπροκ για ζωντανή εκτέλεση. Αυτή την εκδοχή εκτέλεσε η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών συνοδεύοντας την προβολή της ταινίας σε μια ιδαίτερη μουσικοκινηματογραφική εκδήλωση με τον τίτλο «Ο Σαρλό και η ΚΟΑ».
Με τον Μίλτο Λογιάδη στο πόντιουμ, σε άλλη μία καλή της στιγμή της, παρά τα οικονομικά προβλήματα που βαραίνουν την ατμόσφαιρα, η ΚΟΑ έδωσε με προσοχή, με κέφι και με μία έκδηλη νοσταλγία το καλύτερο, υλοποιώντας άψογα μία πολύ καλή ιδέα.
Το συμπέρασμα. Μία κερδισμένη βραδιά. Είναι συναρπαστικό να ανακαλύπτω, μετά από χρόνια που είχα να τη δω, πως η ταινία, τυλιγμένη σ’ αυτό το στοργικό μουσικό πλέγμα, σε κάνει ακόμη να σπαρταράς από το γέλιο και να συγκινείσαι.

Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Φεστιβάλ Αθηνών, Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, 23 Ιουνίου 2014.

June 19, 2014

«Πόρτα»: και πάλι ορθάνοιχτη! ή Η Κύπρος ειν' ελληνική...


Το Τέταρτο Κουδούνι / 19 Ιουνίου 2014





«Είναι η χειρότερη, ίσως, θεατρική είδηση της χρονιάς -εμένα με πόνεσε: η ‘Μικρή Πόρτα’ της Ξένιας Καλογεροπούλου αναστέλλει τη λειτουργία της» έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 25 Ιουλίου του 2013 -σχεδόν ένα χρόνο πριν. Και κατέληγα: «Θέλω να ελπίζω πως η ‘Μικρή Πόρτα’ μπορεί ν’ αναγεννηθεί απ’ τις στάχτες της. Εκεί θα ’μαι». Η «Μικρή Πόρτα» τήρησε τις υποσχέσεις της. Και ξανανοίγει. Ξανανοίγει, γενικώς, η «Πόρτα». Μ’ ένα επιθετικό ρεπερτόριο που σχεδίασαν η Ξένια Καλογεροπούλου κι ο Θωμάς Μοσχόπουλος. Και που τα ’χει όλα μέσα αυτή τη φορά. Και θέατρο και χορό και -πολλή- μουσική. Θέατρο για μεγάλους και για μικρούς και για μικρότερους και για ακόμα μικρότερους και για λίγο μεγαλύτερους από μικρούς -στο ενδιάμεσο. Από μεγάλους και -κυρίως- από «μικρούς». Ένα πρόγραμμα καλοσχεδιασμένο -ολόκληρη βεντάλια.
Εύχομαι επιτυχία και μακροημέρευση. Τους αξίζει. Η «Πόρτα», όντως, αναγεννάται απ’ τις στάχτες της. Και το χαίρομαι. Εκεί θα ’μαι. Είναι η καλύτερη, ίσως, θεατρική είδηση αυτής της χρονιάς.




Ένας νέος άνθρωπος χαμηλών τόνων. Που ξέρει. Που ψάχνει και ψάχνεται. Και που καταπιάνεται με τα δύσκολα. Αυτή ήταν η γνώμη που είχα σχηματισμένη για τον Θέμελη Γλυνάτση. Αλλά οι παραστάσεις του που ’χα δει -όσες είχα προλάβει- δε μου ’χαν αρέσει. Και πήγαινα με δισταγμούς στην «Πειραιώς 260» του Φεστιβάλ Αθηνών. Οι προκαταλήψεις μου αναιρέθηκαν -τούμπαραν, διαλύθηκαν.
Και μπορεί η Ανχέλικα Λίντελ να δήλωσε πως έχει πια ξεπεράσει το έργο της «Και τα ψάρια βγήκαν να πολεμήσουν ενάντια στους ανθρώπους» -του 2003 είναι άλλωστε-, μπορεί το σύντομο αυτό, πυρετώδες, παραληρηματικό αλλά και ποιητικό κείμενο περισσότερο προς πολιτική μπροσούρα να μου ’φερνε αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέρον και εξαιρετικά επίκαιρο το βρήκα, με τις φουρνιές ξένων που ξεβράζουν, ζωντανούς ή πνιγμένους, οι θάλασσές μας καθώς προσπαθούν να γλιτώσουν ή να βρουν ένα κομμάτι ψωμί να φάνε στον τόπο μας -αυτό είναι το θέμα του-, και, κυρίως, την παράσταση -που, καθώς ήταν εμφανές, πολύ προσεκτικά προετοίμασε κι έστησε ο Θέμελης Γλυνάτσης με τις ομάδες «Dot» και «Ατονάλ»- βρήκα να το χρησιμοποιεί το κείμενο με τον καλύτερο τρόπο και να το αναδεικνύει.

Τρεις ηθοποιοί -Σοφία Μαραθάκη, Νέστορας Κοψιδάς, Αλεξάνδρα Ντεληθέου- άριστα οδηγημένοι έδωσαν κάτι σαν ορατόριο παραπέμποντας στις πιθανές ρίζες του κειμένου στον Κολτές και στον Χάινερ Μίλερ. Μια παράσταση άψογων ρυθμών, με τονισμένη -και μέσα απ’ την πολύ ενδιαφέρουσα μουσική των Silent Move- τη μουσικότητα, άκρως στιλιζαρισμένη, υψηλής αισθητικής -πολύ βοηθούσαν τα σκηνικά του Ανδριανού Ζαχαριά, τα κοστούμια της Μαργαρίτας Δοσούλα, οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα-, η οποία, εκτός από μένα, νομίζω πως γενικά καθήλωσε το κοινό. Μια ευχάριστη έκπληξη.



Ακυβέρνητος πλέει ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου απ’ τον Δεκέμβριο. Ο διευθυντής του Γιώργος Παπαγεωργίου παύθηκε απ’ το Διοικητικό Συμβούλιο μετά από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που θεώρησε πως το 2011 εξελέγη χωρίς να διαθέτει όλα τα απαραίτητα προσόντα. Απόφαση που προκλήθηκε μετά από προσφυγή του συνυποψήφιού του Βαρνάβα Κυριαζή, διευθυντή μέχρι τότε του Θεάτρου, ο οποίος επεδίωκε ανανέωση της θητείας του.
Βάσει της απόφασης αυτής «ξαναγύρισαν» στο 2011 και φτου κι απ’ την αρχή: επανεξέταση των τότε υποψηφίων. Η επανεξέταση έγινε, το Δ.Σ. έκρινε πως όντως ο Γιώργος Παπαγεωργίου δεν κάλυπτε όσα γραφειοκρατικά ζητούνταν για τη θέση οπότε η εκλογή του ακυρώθηκε. Αλλά δεν τα κάλυπτε και κανείς άλλος απ’ τους συνυποψηφίους του, συμπεριλαμβανομένου του προσφυγώντος Βαρνάβα Κυριαζή. Ο οποίος πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.
Τώρα η θέση θα πρέπει να επαναπροκηρυχθεί. Κι ο ΘΟΚ διοικείται προς το παρόν απ’ το Δ.Σ. το οποίο μάλιστα μόλις ανακοίνωσε και το ρεπερτόριο για τη σεζόν 2014/2015. Τελικά ιδού άλλο ένα επιχείρημα για να ενισχύσει την πίστη πως η Κύπρος είναι ελληνική… Ελληνικότατη!

















Είδα την Γιάννα με τα μάτια μου! Την Γιάννα Αγγελοπούλου. Στο Ηρώδειο. Στην πρεμιέρα του «Ντον Τζοβάνι» της Λυρικής.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…





«Priscilla, η βασίλισσα της ερήμου» -αντλημένο απ’ την ομώνυμη ταινία. Δεν ήταν ούτε κάτι παραπάνω ούτε κάτι παρακάτω απ’ αυτό που περίμενα η παράσταση την οποία υπέγραφε σκηνοθετικά και χορογραφικά ο Φωκάς Ευαγγελινός στο «Badminton»: ένα drag show μεγεθυμένο σε μιούζικαλ-τζουκμπόξ (με τραγούδια δάνεια κι όχι πρωτότυπα, α λα «Mamma mia»), ευπρεπώς στημένο που θα το αναδείκνυαν οι τρεις πρωταγωνιστές του αν διέθεταν τα -αυξημένα- προσόντα που απαιτεί το είδος και που διαθέτουν οι καλλιτέχνες οι οποίοι αναλαμβάνουν ανάλογα εγχειρήματα εις την Εσπερίαν κι όχι μόνο την εκ της τηλεοράσεως εκπορευόμενη αναγνωρισιμότητα…
Διότι αν ο Φώτης Σεργουλόπουλος, υιοθετώντας χαμηλούς τόνους τα ’βγαζε πέρα παικτικά με εξαιρετικό τρόπο -πειστικότατος(-η)!-, ούτε να τραγουδήσει ούτε να χορέψει τα κατάφερνε πέραν της διεκπεραίωσης. Αν ο Παναγιώτης Πετράκης, αντίθετα, ήταν άψογος στο τραγούδι και στο χορό, η υποκριτική του κατέφευγε σε μια ανεξέλεγκτη, ξέφρενη, κραυγαλέα υπερβολή. Κι αν ο Γιώργος Καπουτζίδης έχει μια ευγενική παρουσία και ποτέ δεν εκτρέπεται στη φτήνια και τη χυδαιότητα, σε κανέναν απ’ τους τρεις τομείς -υποκριτική, τραγούδι, χορός- που ΑΠΑΙΤΕΙ, επαναλαμβάνω, το μιούζικαλ- δεν ήταν επαρκής συν το ότι του λείπει το γκελ.
Οπότε; Ένα μιούζικαλ χωρίς πρωταγωνιστές κατάλληλους για μιούζικαλ; Ε, λοιπόν, ναι. Αλλά όταν επαναληφθεί τον Σεπτέμβριο εγώ θα σας συνιστούσα να το δείτε! Αντίφαση; Όχι. Παράλογο; Όχι. Κάντε το και μόνο για να απολαύσετε τα κοστούμια. Που υπογράφουν ο Τιμ Τσάπελ και η Λίζι Γκάρντινερ -πατέντα απ’ την πρωτότυπη παράσταση και ΤΟ μεγάλο ατού της.


Οι δυο πολυβραβευμένοι για τη δουλειά τους Αυστραλοί έχουν πραγματοποιήσει ένα θαύμα: το εγγενές στο drag show κιτς το μετατρέπουν σε μια μεθυστική εξτραβαγκάντσα, μια απολαυστική φαντασμαγορία που ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού μέσα απ’ τα 500 πάνω-κάτω κοστούμια. Το μάτι απολαμβάνει κοστούμια, περούκες, καπέλα, παπούτσια, μπότες, εσώρουχα… με αχαλίνωτη φαντασία σχεδιασμένα και συνεχείς εναλλαγές χρωμάτων τολμηρά, ακραία, τρελά συνδυασμένων -ένα όργιο!-, μέσα στο ύφος και στο πνεύμα του έργου, όπου, όμως, το γούστο διατηρείται πάντα σε εξαιρετικά υψηλό επίπεδο. Επίτευγμα!



Συνάντηση με τη νέα ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού είχε το πρωί της περασμένης Παρασκευής στο Μέγαρο Μαξίμου ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς. «Πήραμε συγκεκριμένες εντολές, σαφείς, γιατί αυτός ο τομέας είναι το καμάρι, το διαμάντι, η ελπίδα της Ελλάδας. Οφείλουμε να δουλέψουμε και να αποδώσουμε. Ο τομέας του πολιτισμού μπορεί να είναι ο σημαιοφόρος της νέας Ελλάδας» δήλωσε ο νέος ΥΠΠΟ Κώστας Τασούλας. Το γύρισαν τώρα το «βαριά βιομηχανία» σε «σημαιοφόρο της νέας Ελλάδας» -τους έρχεται πιο πατριωτικό προφανώς. Βαρετόοοο…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…


June 17, 2014

Ντον Τζοβάνι του δρόμου και της νύχτας ή Κόλαση εδώ και τώρα




Το έργο. Ο Ντον Τζοβάνι, που μία ζωή αδίστακτα εφορμά κατά παντός θηλυκού, αποπειράται μία νύχτα να βιάσει την Ντόνα Άννα, κόρη του Διοικητή, αρραβωνιασμένη με τον Ντον Οτάβιο. Δεν πετυχαίνει το σκοπό του. Στις φωνές της προστρέχει ο πατέρας της που ο Ντον Τζοβάνι τον σκοτώνει πριν το σκάσει με τον υπηρέτη του Λεπορέλο χωρίς να τον αναγνωρίσουν. Ντόνα Άννα και Ντον Οτάβιο ορκίζονται να πάρουν εκδίκηση για το έγκλημα. 
Επόμενο θύμα του ακόλαστου ευγενή, η χωριατοπούλα Τσερλίνα. Ενώ ετοιμάζεται να παντρευτεί τον Μαζέτο της, ο Ντον Τζοβάνι επιχειρεί να την αποπλανήσει. Την αποσπά από τα χέρια του, ματαιώνοντας το σχέδιό του, η Ντόνα Ελβίρα, προηγούμενο θύμα του, η οποία τον αναζητούσε αφότου την εγκατέλειψε. Ντόνα Άννα και Ντον Οτάβιο, εν αγνοία τελούντες, του ζητούν να  τους βοηθήσει να ανακαλύψουν το φονιά του Διοικητή. Αλλά από την κουβέντα τους η Ντόνα Άννα αναγνωρίζει το δράστη: είναι ο ίδιος ο Ντον Τζοβάνι!
Ο οποίος θα καλέσει όλους τους συνδαιτημόνες του γάμου σε μία γιορτή -ανάμεσά τους, μεταμφιεσμένοι, οι διώκτες του πια, Ντόνα Άννα, Ντον Οτάβιο και Ντόνα Ελβίρα- όπου και πάλι θα προσπαθήσει να κατακτήσει την Τσερλίνα. Εκείνη αντιδρά και ο υπαίτιος προσπαθεί να μεταφέρει τις ευθύνες ,στον Λεπορέλο πριν το σκάσουν και οι δύο τους. Αργότερα τον πείθει, μάλιστα, να ανταλλάξουν ταυτότητες ανταλλάσσοντας τα ρούχα τους, ώστε ο Λεπορέλο να παρασύρει και να απομονώσει την Ελβίρα ενώ ο Ντον Τζοβάνι θα ξεμυαλίζει την καμαριέρα της. Το σχέδιο αποτυγχάνει όταν εμφανίζεται ο Μαζέτο που ο Ντον Τζοβάνι τον δέρνει. Όταν Ντόνα Άννα, Ντον Οτάβιο, Μαζέτο και Τσερλίνα αποπειρώνται να σκοτώσουν τον εμφανιζόμενο ως Ντον Τζοβάνι, ο Λεπορέλο αποκαλύπτει ποιος είναι και τη γλιτώνει. 
Στο κοιμητήριο όπου καταφεύγουν αφεντικό και υπηρέτης βρίσκονται μπροστά στον τάφο του Διοικητή και στο άγαλμα που τον κοσμεί. Ο επηρμένος, ανεξέλεγκτος, μηδενιστής Ντον Τζοβάνι κάνει μία προκλητική, ασεβή κίνηση: τολμάει να το καλέσει σε δείπνο. Ο Λεπορέλο έντρομος βλέπει το άγαλμα να κουνάει το κεφάλι του συγκατανεύοντας.

Ο Ντον Τζοβάνι δειπνεί όταν φτάνει η Ντόνα Ελβίρα κάνοντας του μία τελευταία έκκληση να απαρνηθεί την άσωτη ζωή του. Εκείνος αρνείται. Όπως και όταν, όντως, εμφανίζεται το προσκεκλημένο στο δείπνο άγαλμα του Διοικητή που επίσης του ζητάει να μετανοήσει. Τότε το άγαλμα τον καλεί να του δώσει το χέρι του. Ο Ντον Τζοβάνι, αψηφώντας Θεό και ανθρώπους, του το δίνει. Το χέρι αυτό είναι που θα τον οδηγήσει στις φλόγες της κόλασης. Η τιμωρία ενός ακόλαστου είναι γεγονός.
«Η τιμωρία ενός ακόλαστου ή Ντον Τζοβάνι» είναι ακριβώς και ο τίτλος της όπερας (1787) του Βόλφγκανγκ Αμαντέ(ους) Μότσαρτ. Μιας όπερας της ωριμότητάς του -από τα αριστουργήματά του- βασισμένης στο καλοφτιαγμένο, πολυεπίπεδο -κι ας δείχνει σήμερα, σε πρώτη ματιά, ξεπερασμένο- λιμπρέτο του Λορέντσο ντα Πόντε ο οποίος ουσιαστικά μετέπλασε, απολύτως δημιουργικά πάντως, ένα άλλο λιμπρέτο άλλης πρόσφατης όπερας με θέμα τον κοινόχρηστο και δημοφιλή πια μύθο του Δον Χουάν, που ξεκίνησε τη μακρά σκηνική πορεία του το 1630 με το θεατρικό έργο του Ισπανού Τίρσο ντε Μολίνα «Ο διαφθορέας της Σεβίλης ή Ο πέτρινος επισκέπτης» περνώντας ακόμα και από τον Μολιέρο. Μιας όπερας «ασεβούς» που η «ασέβειά» της κολάζεται με το απαραίτητο για την εποχή της «ηθικοπλαστικό» φινάλε αλλά και τόσο πλούσιας που πολλά επίπεδα μπορεί μέσα της να ανακαλύψει ο σκηνοθέτης που θα την αναλάβει.
Η παράσταση. Ο Γιάννης Χουβαρδάς που ανέλαβε τη συγκεκριμένη παράσταση εστίασε στο θέμα της βίας η οποία όντως διατρέχει το έργο. Εξαφανίζοντας κάθε μεταφυσικό στοιχείο. Καθόλου δεν διαφωνώ. Αλλά ο τρόπος που επέλεξε να υλοποιήσει την άποψή του νομίζω πως ατύχησε. Επιλογή του, η μεταμοντέρνα γραμμή: η δράση στο δρόμο, ο Ντον Τζοβάνι ένας αλητόβιος με Λεπορέλο έναν βρωμερό λεχρίτη, αντί για μέγαρο του Διοικητή (Commendatore) ένα μπαρ με τη φωτεινή επιγραφή «Il Commendatore», περίγυρος μαφιόζικος, μαχαίρια που βγαίνουν εύκολα, πλακώματα, στη σκηνή του δείπνου ο Ντον Τζοβάνι να μετατρέπεται σε βρικόλακα που ρουφάει το αίμα της Ντόνα Ελβίρα και της Τσερλίνα, φλόγες της κόλασης τα νέον του μπαρ που καταπίνει τον ακόλαστο και η αιώνια τιμωρία του «μεταφράζεται» να καθαρίζει τον πάγκο του μπαρ, επίλογος με τους σολίστ σε τρελό χορό... Όλα αυτά, όμως, δεν πείστηκα ότι δένονταν. Ούτε μεταξύ τους ούτε με το λιμπρέτο ούτε με τη μουσική του Μότσαρτ. Το αντίθετο: έβλεπα να μην είναι «χωνεμένα», έβλεπα τη σκηνοθετική άποψη να ζορίζεται, να σπρώχνεται να χωρέσει ακόμα και «με τροποποιήσεις που οφείλονται στη βούληση του σκηνοθέτη», όπως διάβασα στο πρόγραμμα, στους ελληνικούς υπέρτιτλους (η αρχική μετάφραση της Μαρίας Λαϊνά και της Αλεξάνδρας Πλαστήρα). 
Όπως ζορισμένη και άτεχνη βρήκα και την προσπάθεια του σκηνοθέτη να δέσει την παράσταση με το ελληνικό σήμερα, με άνεργους και με άστεγους οι οποίοι, ως βουβός Χορός, σαν να κρίνουν και να απαξιώνουν τα επί σκηνής ερωτικά δρώμενα γύρω από τα οποία περιστρέφεται η όπερα - κάτι σαν «για κοίτα με τι ασχολούνται αυτοί ενώ ο κόσμος χάνεται…».
Επιπλέον, εξαφανίζοντας κάθε αισθησιακό -όχι ερωτικό- στοιχείο, η σκηνοθεσία πιστεύω πως κατέληξε σε ένα στεγνό, επίπεδο αποτέλεσμα.
Η Εύα Μανιδάκη υποταγμένη στη σκηνοθεσία έκανε ένα λιτό σκηνικό που, τουλάχιστον, δεν κλώτσησε -μεγάλη επιτυχία...- στο χώρο του Ηρωδείου. Και που λειτούργησε επαρκώς -εκτός ίσως από τη σκηνή στο κοιμητήριο. Στη σκηνοθετική γραμμή και τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη. Αλλά η αισθητική αυτή του ηθελημένου κιτς, με ρούχα από το Μοναστηράκι και από βεστιάρια και με περούκες αποκριάτικες -κορωνίδα, η απεχθής εμφάνιση του Λεπορέλο-, εμένα με απωθεί. Ο Λευτέρης Παυλόπουλος φώτισε επαρκέστατα τα σκοτάδια αυτής της κόλασης πριν από την κόλαση την οποία επιδίωξε ο σκηνοθέτης να δημιουργήσει στη σκηνή.
Η παράσταση πιστεύω πως δεν ευτύχησε και μουσικά. Διότι ο αρχιμουσικός Λουκάς Καρυτινός δεν αφέθηκε μεν σε εντάσεις και σε αμετροέπειες που δεν τις σηκώνει ο Μότσαρτ αλλά και δεν έλεγξε επαρκώς την Ορχήστρα της ΕΛΣ. Πράγμα φανερό ήδη από την εισαγωγή. Πολλά τα ολισθήματα και ακόμα περισσότερα και συχνότερα τα προβλήματα συμπόρευσης με τους τραγουδιστές από τους οποίους έλειψε επίσης το φωνητικό δέσιμο. Σωστή η κάτω από τη διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου Χορωδία της ΕΛΣ -της οποίας, πάντως, ο ρόλος είναι περιορισμένος στον «Ντον Τζοβάνι».
Η διανομή. Καλής ποιότητας φωνητικό μέταλλο διαθέτει ο ιταλός βαρύτονος Φράνκο Πομπόνι αλλά όχι και φωνητικό μέγεθος για ανοιχτό χώρο. Το Ηρώδειο κατάπινε τη φωνή του. Και παρά την ταιριαστή του για τον επώνυμο ρόλο εμφάνιση και την ευλυγισία του, που η σκηνοθεσία την υπερεκμεταλλεύτηκε σε βαθμό περιττής υπερκινητικότητας, έδωσε μία επιφανειακή ερμηνεία.  Πιο δύσκαμπτος ο Λεπορέλο του μπάσου Χριστόφορου Σταμπόγλη, με περιορισμένα από τη σκηνοθεσία τα κωμικά πατήματα του ρόλου, τραγούδησε με εξαιρετική μουσικότητα αλλά χωρίς να δένει με τον Ντον Τζοβάνι με αποτέλεσμα το τραγούδι του να το εισπράττω σαν κάπως πλαδαρό.
Κατ’ εξοχήν μοτσάρτειος τενόρος ο Αντώνης Κορωναίος έδειξε προς το τέλος να κουράζεται. Επιπλέον η καταφανής αγωνία του αποκλειστικά για να βγει σωστά η φωνή είχε και πάλι ολέθρια αποτελέσματα στην αδύναμη, ούτως ή άλλως, υποκριτική του: σώμα αγκυλωμένο, κινητική δυσκαμψία και εκφράσεις προσώπου που άγονται και φέρονται από τις ανάσες και τη φωνητική προσπάθεια, ερήμην των αντιδράσεων που απαιτεί η στιγμή. Μονολιθικός αλλά με μέγεθος και απόλυτα σωστός φωνητικά ο Δημήτρης Καβράκος. Ικανοποιητικό το τραγούδι αλλά όχι και τόσο πειστική η εμφάνιση ως Τσερλίνα της σοπράνο Μαρίας Μητσοπούλου. Αντίθετα πιο πειστικό υποκριτικά ως Μαζέτο (πάντα, στη γραμμή Χουβαρδά) βρήκα το βαρύτονο Πέτρο Μαγουλά αλλά με κάπως σκληρό τραγούδι.
Την παράσταση ανέβασαν μουσικά οι δύο βασικές πρωταγωνίστριες -άψογη διανομή, σε ιδεώδη φωνητική ισορροπία οι δύο τους: η ρουμάνα Τσέλια Κοστέα, ρωμαλέα δραματική σοπράνο με σκηνικό κύρος, αποτελεσματική υποκριτική -κι ας την έβγαλε η σκηνοθεσία και το κοστούμι ολίγον Κάρμεν- και με απόλυτη φωνητική επάρκεια ως Ντόνα Ελβίρα και, κυρίως, η Μυρτώ Παπαθανασίου. Γλυκύτατη, λυγερή, με γνώση του ύφους και έξοχη τεχνική, σωστή υποκριτικά, λυρικότατη αλλά και με τσαγανό Ντόνα Άννα κέρδισε τις εντυπώσεις με την τελευταία της άρια «Non mi dir» που την  τραγούδησε συναρπαστικά.    
Το συμπέρασμα. Μία ανανεωτική σκηνοθετική προσπάθεια, από αυτές που η Λυρική οφείλει να κάνει και καλώς τις κάνει, η οποία, κατά τη γνώμη μου, δεν πέτυχε και ένα άνισο μουσικό αποτέλεσμα.  

Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Φεστιβάλ Αθηνών, από την Εθνική Λυρική Σκηνή, 11 Ιουνίου 2014.

June 15, 2014

«Η Απολογία του Σωκράτη» από τον Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο


Το Τέταρτο Κουδούνι / Έκτακτο


Την «Απολογία του Σωκράτη» του Πλάτωνα θα παρουσιάσει τον προσεχή χειμώνα, απ’ τα μέσα Οκτωβρίου, τα Δευτερότριτα, με το σχήμα του «Συν Κάτι», στο θέατρο «Αλκμήνη» και με τη μορφή μονολόγου ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος που εκτός απ’ την ερμηνεία θ’ αναλάβει και τη σκηνοθεσία. Η επιμέλεια του κειμένου -δεν έχει ακόμη αποφασιστεί ποια μετάφραση θα χρησιμοποιηθεί- θα ’ναι της Ματίνας Μόσκοβη. Για τους υπόλοιπους συντελεστές γίνονται ακόμα συζητήσεις.
Το πλατωνικό αυτό έργο αποτελεί μια ελεύθερη απόδοση του δικανικού λόγου που εκφώνησε ο Σωκράτης το 399 π.Χ. στο δικαστήριο της Ηλιαίας αντιμετωπίζοντας την κατηγορία-όνειδος ότι δεν πίστευε στους θεούς της πόλης αλλά εισήγαγε καινά δαιμόνια και διέφθειρε με τη διδασκαλία του τους νέους.
Έπειτα από την κατηγορία του Άνυτου, του Μέλητου και του Λύκωνος εναντίον του, ο φιλόσοφος εκφώνησε ουσιαστικά τρεις λόγους προσπαθώντας τόσο να απολογηθεί όσο και να αναιρέσει τις κατηγορίες. Ο τρίτος έχει άμεση σχέση με τη ψηφοφορία του δικαστηρίου και την απόφασή του.
Μόνο μη διαλογικό σύγγραμμα του Πλάτωνα, η «Απολογία Σωκράτους» χρονολογείται περί το 397 με 396 π.Χ και είναι το μόνο στο οποίο ο συγγραφέας αναφέρει, και μάλιστα δυο φορές, πως ήταν παρών στο γεγονός το οποίο αφηγείται, πράγμα το οποίο ενισχύει τη θεωρία του ιστορικού χαρακτήρα της «Απολογίας». Σε αντίθεση με το σωζόμενο ομώνυμο σύγγραμμα του Ξενοφώντα ο οποίος την εποχή της δίκης του Σωκράτη μετείχε στην εκστρατεία του Κύρου, σύγγραμμα που στηρίζεται στη μαρτυρία του Ερμογένη, ενός φίλου του Σωκράτη, ο οποίος αναφέρεται απ’ τον Πλάτωνα στον «Φαίδωνά» του ως παρών στην επονείδιστη εκτέλεση του φιλόσοφου. Και που γράφτηκε πολύ αργότερα απ’ το πλατωνικό, πιθανότατα μεταξύ 360 και 350 π.Χ.
Η Απολογία του Σωκράτη έχει δώσει πολλαπλό «παρών» στην ελληνική σκηνή την τελευταία διετία.
Ο Γιάννης Μόρτζος ανέβασε σε σκηνοθεσία του και με το θίασό του «Τέσσερις Eποχές», στο ομώνυμο θέατρό του στην Κυψέλη, τη σεζόν 2012/2013, παράσταση -την οποία είχε παρουσιάσει και παλαιότερα- με τον τίτλο «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη», θεατρική προσαρμογή απ’ την Γιούλη Ζήκου, βασισμένη στην «Απολογία Σωκράτους» του Πλάτωνα αλλά και στον «Κρίτωνά» του καθώς και στην «Αληθινή απολογία του Σωκράτη» του Κώστα Βάρναλη, μια μαρξιστική εκδοχή της απολογίας, γραμμένη το 1931.
Με τον τίτλο «Socrates Now» («Ο Σωκράτης τώρα»), επίσης, το καλοκαίρι του 2012 ο Γιάννης Σιμωνίδης, ιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής του «Ελληνικού Θεάτρου» της Νέας Υόρκης, παρουσίασε στο Μουσείο Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών -το Παλιό Πανεπιστήμιο-, σε σκηνοθεσία Λουκά Σκιπητάρη, μια δραματοποίηση με τη μορφή μονολόγου της πλατωνικής «Απολογίας Σωκράτους» στα αγγλικά, παράσταση που πρωτοανέβηκε στην Νέα Υόρκη το 2004 και περιόδευσε ανά τον κόσμο.
Αλλά κι ο Σταμάτης Κραουνάκης ετοιμάζεται να παρουσιάσει στο «Θέατρο» του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης», τον Ιούλιο, με την «Σπείρα Σπείρα» του και σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολάρι και μουσική Άρη Βλάχου, την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη» του Βάρναλη.
Ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος επανέρχεται στο σανίδι με την «Απολογία Σωκράτους» μετά από τρεις σεζόν -2011/2012, 2012/2013, 2013/2014- που παρουσίαζε -εξαίρετη ερμηνεία-, επίσης σε σκηνοθεσία του, το μονόλογο «Ο Μέγας Ιεροεξεταστής», αντλημένο απ’ τους «Αδελφούς Καραμάζοφ» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι -στα θέατρα «Studio Κυψέλης», «Faoust» και «Αλκμήνη» κατά σειρά.

June 12, 2014

Βογγάω σα χώρα… ή Η επιθεώρηση επιστρέφει ως ανασχηματισμός


Το Τέταρτο Κουδούνι / 12 Ιουνίου 2014





Ο Αντώνης Σαμαράς ενώπιον Θεού, Αγίων και ανθρώπων εξομολογείται τον ανασχηματισμό που διέπραξε.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…


Καλά, αυτή η ανασχηματισμένη κυβέρνηση μπορεί να σηκώσει από μόνη της ολόκληρη επιθεώρηση. Διότι ΕΙΝΑΙ επιθεώρηση. Επιθεωρησιογράαααφοι μου, ΠΟΥ είστε;


Βογγάω σα χώρα… Άλλος ένας ανίδεος περί τον Πολιτισμό στο υπουργείο Πολιτισμού -ή μήπως κάνω λάθος; Διάβασα πως είναι «σοβαρός, χαμηλών τόνων και με χιούμορ» ο καινούργιος, ονόματι Κωνσταντίνος Τασούλας. «Περί πολιτισμό νογάει τίποτα;» ρώτησα. Απάντηση δεν πήρα. Θα δείξει. Κοντός ψαλμός, αλληλούια. Εκείνο που με ανησυχεί είναι ότι στην παραλαβή του υπουργείου δήλωσε πως θα συνεχίσει το έργο του προκατόχου του…
Έχει, πάντως, δε λέω, γερό στήριγμα: την Άντζελα Γκερέκου, υφυπουργό -και πάλι- Πολιτισμού, εκλεκτή, μετά τον Γιώργο Παπανδρέου, και των Αντώνη Σαμαρά/Ευάγγελου Βενιζέλου (στη φωτογραφία η κυρία υφυπουργός προσέρχεται στο προεδρικό μέγαρο για την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης).



Habemus πρόεδρο! Η τελευταία (δεν ξέρω αν έγινε στη ζούλα και καμιά άλλη πονηρή…) κίνηση που ’κανε ως υπουργός «Πολιτισμού» ο Πάνος Παναγιωτόπουλος: ο διορισμός, μετά από 11 (ναι, έντεκα!) μήνες που η θέση παρέμενε κενή, του δικηγόρου Γιώργου Εμμ. Στεφανάκη ως προέδρου του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου. Κόκαλα, πια είχε… Μ’ αυτή ο κ. Παναγιωτόπουλος έκλεισε τη θητεία του στην Μπουμπουλίνας. Αφήνοντας πίσω του ένα πλούσιο έργο -ώωωωρα κράτησε ο απολογισμός του στην παράδοση του υπουργείου, πού τα βρήκε ολ’ αυτά που ’λεγε πως έπραξε;- το οποίο, αλίμονο, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει… Και παίρνοντας μαζί του το ευρηματικό κράξιμό του στο Μέγαρο Μουσικής, ένα κράξιμο άνευ προηγουμένου, που, μωρέ, δε θα το ξεχάσει σ’ όλη του τη ζωή.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...






Μαρτυρίες σύγχρονων Ελλήνων που κατέγραψε -και μάλιστα πολύ πριν αρχίσει η κρίση- ο καθηγητής κοινωνιολογίας Νίκος Παναγιωτόπουλος στο βιβλίο του «Η οδύνη των ανέργων» σε «συνομιλία» με «Το δικαίωμα στην τεμπελιά» του Πολ Λαφάργκ. Και τίτλος της παράστασης που συνδύαζε τα δυο, ο μάλλον ανέμπνευστος « Η οδύνη των ανέργων και το δικαίωμα στην τεμπελιά». Ανόρεχτα και με τον κρυφό φόβο πως θα πλήξω και θα νυστάξω πήγα να δω την παράσταση -ήταν κι η δεύτερη στη σειρά την οποία έβλεπα εκείνο το βράδυ…- που είχε σκαρώσει ο Θοδωρής Γκόνης με το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και τώρα την έφερνε στο Φεστιβάλ Αθηνών. Κι είδα μια παράσταση που με ενεργοποίησε: ολοκληρωμένη, απίστευτα -καλά, αυτό δεν το συζητώ…- επίκαιρη, μοντέρνα στημένη, κοφτή, με ρυθμούς λαχανιαστούς, με τέσσερις καλούς νέους ηθοποιούς -Δημήτρης Δάγκαλης, Ίρις Νικολάου, Κλέα Σαμαντά, Παύλος Σταυρόπουλος- άριστα οδηγημένους και πολύ καλά δεμένους μεταξύ τους, μια παράσταση καλοφωτισμένη απ’ τον Τάσο Παλαιορούτα και με λιτά μεν αλλά όχι μίζερα, «γραμμικά», αυστηρά, όπως έπρεπε, σκηνικά της Ελένης Στρούλια. Ένα μεταμπρεχτικό θέατρο-ντοκουμέντο, ένα θέατρο άμεσης απεύθυνσης στο θεατή, ένα θέατρο που τον αφορά.
Κι ανάμεσα μικρά θεατρικά ευρήματα, μικρά παραξενίσματα -το τραγουδάκι «Je ne veux pas travailler» («Δεν θέλω να δουλέψω»), για παράδειγμα- που ενίσχυαν τη δυσεύρετη στα κείμενα της παράστασης θεατρικότητα. Και στο φινάλε, στην οθόνη, να περνάει ένα σύντομο επιλογικό κείμενο που να μας θυμίζει πως ο Λαφάργκ, γραμματέας και γαμπρός -σύζυγος της κόρης του- του Μαρξ, άφησε στο τέλος την πολιτική κι ασχολήθηκε με τη… μελίγκρα. Και το οποίο να σου παίρνει με χιούμορ πικρό όλη την κατάθλιψη απ’ όσα είχες μέχρι τότε ακούσει. Που τα ξέρεις, τα ζεις αλλά άλλο να τα βλέπεις στη σκηνή -τα συνειδητοποιείς βαθύτερα.
Αν αυτό δεν είναι θέατρο που αφορά το σήμερα, τότε ποιο είναι; Κάτι ανάλογο με τον «Μεφίστο» που ’χει ανεβάσει για το Εθνικό ο Νίκος Μαστοράκης στο Δημοτικό του Πειραιά. Επομένως, έπαινοι και μόνο για τις επιλογές αυτές.


Αφού έτρεξα στον ΕΔΟΕΑΠ να κάνω ακουόγραμμα…
Πάω στο Φεστιβάλ Αθηνών να δω το «Αβελάρδος και Ελοΐζα» του Γιάννη Καλαβριανού, Χώρος Δ, κατεβασμένη η σκηνή, όλα τα τεκταινόμενα στο τσιμεντένιο πάτωμα, μικρόφωνα, αντηχήσεις, αντηχήσεις, αντηχήσεις, τα μισά άκουσα…
Πάω στο «Ραμόνα travel» του Γιάννη Σκουρλέτη –και του Φεστιβάλ ωσαύτως-, Αποθήκη, ήταν και τα θρακιώτικα της Γλυκερίας Μπασδέκη που ’γραψε το κείμενο, ήταν που ’βαλε κι ο σκηνοθέτης τους ηθοποιούς να ξελαρυγγιάζονται -μόδα κι αυτή…-, ήταν κι η ακουστική του χώρου, μέσες-άκρες άκουγα και καταλάβαινα.




Πάω και στη -φεστιβαλική επίσης- «Τριλογία της πόλης» του Κωνσταντίνου Χατζή, Χώρος Α -μα πού τον βρήκαν κολλητά στη λεωφόρο;-, μικρόφωνα κι εδώ, ν’ αχολογεί η Πειραιώς, ν’ αντιλαλούν -όχι οι κάμποι- οι τσιμεντένιοι τοίχοι έτσι και λίγο να ύψωναν τη φωνή οι ηθοποιοί -τι εξαιρετική και πάλι η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου…-, κάτι συλλαβές έπιασα στην εναρκτήρια «Διανυκτέρευση» -που πήγα, ο έρμος, να ευχαριστηθώ τα ημιτόνια της Λούλας Αναγνωστάκη…-, κάτι περισσότερο στην «Πόλη» και στην «Παρέλαση».
Άντε, μετά, να μην ανησυχήσω μήπως κι άρχισε η ωτοσκλήρυνση… Κι άντε να μην τρέχω για ακουόγραμμα. Να μην ανησυχώ, όλα είναι ομαλά μού ’πε μετά ο ωριλά. Ε, τότε, μήπως θα πρέπει ν’ ανησυχήσει το Φεστιβάλ; Όχι για τα’ αυτιά μου, για την ακουστική των χώρων του. Κι οι σκηνοθέτες; Για τα κριτήρια που επιλέγουν τους χώρους της Πειραιώς όπου θα παίξουν και για τους τρόπους που τους χρησιμοποιούν και για την ηχητική αποτελεσματικότητα των παραστάσεών τους; Εκτός κι αν το θέμα το θεωρούν δευτερεύον…






«Σήμερα ήταν η πανσέληνος;» ρώτησα χτες μια φίλη στο Ηρώδειο, μετά το τέλος της πρεμιέρας του «Ντον Τζοβάνι», καθώς ολόγιομο το ’βλεπα το φεγγάρι. «Όχι, την Παρασκευή είναι» παρενέβη και την πρόλαβε ενήμερη διερχομένη κυρία. «Μήπως έπιανε από χτες;» αναρωτήθηκα μέσα μου. Διότι και οι καινούργιες ταξιθέτριες τα ’χαν παίξει και δεν ήξεραν τι τους γίνεται, και λιποθυμία και γιατρούς και αναστάτωση στο κοίλον είχαμε, και ο μαέστρος Λουκάς Καρυτινός έπεσε (!) απ’ το πόντιουμ χωρίς, μάλλον, ευτυχώς, αβαρίες -εκείνα τα καγκελάκια που ’βαζαν τριγύρω στο βάθρο του αρχιμουσικού γιατί τα κατάργησαν;-, και ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς έφαγε ένα «ουουου» που ’ταν όλο δικό του στο φινάλε από ένα μέρος του κοινού (το οποίο «ουουου» σα να ξεκίνησε από ομάδα συγκεντρωμένη, μου φάνηκε, επί τούτου στην πάνω ζώνη…) ενώ οι υπόλοιποι χειροκροτούσαν, και μεγάλο τράφικ είχαμε στο τέλος στα σκαλάκια γιατί τα ’χε μισοκλείσει μια παρέα νεαρών, που ο κορυφαίος τους κιθαρωδός/τραγουδιστής επιδιδόταν σε Μικρούτσικο/Καββαδία -τώρα της σκηνοθεσίας ήταν; Διαμαρτυρία ήταν; Για να μαζέψουν κάνα φράγκο ήταν; Κάτι σαν «στ’ αρ@ίδια μας» ήταν; Δεν κατάλαβα.
Μ’ ολ’ αυτά μαζεμένα πώς να μη σκεφτώ ως υπαίτιο την πανσέληνο;



«Oι πλημμύρες της Σερβίας ήταν θεϊκή τιμωρία γιατί η Σερβία έδωσε ψήφους στην Κοντσίτα στην Γιουροβίζιον» δήλωσε -κι άαααλο φωτεινό εκκλησιαστικό μυαλό…- ο Πατριάρχης Σερβίας Ιρινέι. «Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Θεός ξεπλένει την Σερβία απ’ τις (σ.σ. γκέι) αμαρτίες της». Άλαλα τα χείλη των ασεβών… Αν, όμως, δουλεύει έτσι ο Θεός δε θα ’πρεπε να ’χαν ήδη καταποντιστεί ορθόδοξες, καθολικές άμα τε και διαμαρτυρόμενες Εκκλησίες;…
Αφήστε που έτσι -εφ’ όσον γίνεται παραδεκτό πως η Σερβία έχει γκέι αμαρτίες- καταρρέει ο παλιός, επί Γιουγκοσλαβίας, καλός ισχυρισμός: στην Γιουγκοσλαβία δεν υπάρχουν γκέι. Ένας μόνο, στο Μαυροβούνιο.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…


«[…] Ο Χρήστος Χωμενίδης, άψογος μέσα στο κομψό γκρίζο κοστούμι του, βγήκε από την εκκλησία με το κεφάλι σκυμμένο, φανερά συγκινημένος […]. Από τους τελευταίους εξήλθε ο ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός, κρατώντας στα χέρια το καλοκαιρινό ψαθάκι του […]». Το διάβασα σε ρεπορτάζ για την κηδεία της Μάνιας Καραϊτίδη της «Εστίας»! Ε λοιπόν, είναι η πρώτη φορά που διαβάζω κάλυψη κηδείας με αναφορές και κριτικές παρεμβάσεις σε ενδυματολογικούς κώδικες. Τόσες και τόσες κηδείες, ποτέ δεν το ’χα σκεφτεί. Μπορεί να ’ναι και μια αρχή.
Επαναλαμβάνω: Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…



Σας έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 29 Μαΐου για τη φιλόδοξη φεστιβαλική παραγωγή που αμείβει τους ηθοποιούς της με 700 ευρώ για δυόμισι μήνες πρόβες συν οι παραστάσεις -κάπου 300 ευρώ το μήνα τους έρχεται…. Μου ’στειλαν μήνυμα: «Υπάρχουν και χειρότερα». Δηλαδή; Όσοι, λέει, καλλιτέχνες έχουν δουλέψει στο «Πικ νικ» του Σακελλαρίδη που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής δεν έχουν πάρει πεντάρα τσακιστή ακόμα. Πότε παίχτηκε; Τον περασμένο Φεβρουάριο. Το βούλωσα. Τι -άλλο- να πω άλλωστε; Και να ’ναι οι μόνοι…



Έξι παραστάσεις της «Μήδειας» του Ευριπίδη ή έργων εμπνευσμένων απ’ την «Μήδεια» ή που παρωδούν την «Μήδεια» είχαμε φέτος στις ελληνικές σκηνές, σάς μέτραγα στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 12 και στις 19 Δεκεμβρίου του 2013, πριν η χειμερινή σεζόν φτάσει στο μέσον της, αλλά και στις 10 Απριλίου.
Λίγο πριν η σεζόν τελειώσει έγιναν οκτώ. Προσθέστε: «Μήδεια. Ένα μανιασμένο ποίημα», μονόλογος του Ζαν-Ρενέ Λεμουάν σε σκηνοθεσία Λευτέρη Γιοβανίδη με την Δήμητρα Ματσούκα που παίχτηκε αυτές τις μέρες στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης» αλλά και «Μηδείαμα» (κείμενο και σκηνοθεσία Γιάννας Αναγνώστου) που παίχτηκε, πρόσφατα επίσης, απ’ την ομάδα «Mprikia Kollame» (!!!!) στην αίθουσα «Σχήμα εκτός Άξονα» της Θεσσαλονίκης.