December 4, 2018

Στο Φτερό / Η Κάλλας ως Μαρία Καλογεροπούλου ή Μαρίας Ναυπλιώτου θρίαμβος


«Master Class» του Τέρενς ΜακΝάλι / Σκηνοθεσία: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
 


Μαρία Κάλλας, ελληνίδα σοπράνο. Μεγάλη φωνή, Μεγάλη ηθοποιός -ένας θρύλος της όπερας, ένας Θρύλος πέρα απ’ την όπερα. Πολεμήθηκε αλλά και λατρεύτηκε. Γεννημένη στην Νέα Ιόρκη, από έλληνες γονείς μετανάστες (1923-1977). Παντρεύτηκε τον ιταλό επιχειρηματία Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι απ’ τον οποίο χώρισε για χάρη του έλληνα εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση 
που, αργότερα, την εγκατέλειψε. Ενεργή (ραδιόφωνο, σκηνή, συναυλίες, τηλεόραση, δισκογραφία): 1934-1965 -παιδί, έφηβη, ΗΠΑ, Ελλάδα, ΗΠΑ, Ιταλία, κατακόρυφη άνοδος, διεθνής καριέρα, φωνητική κάμψη, Παρίσι. Επάνοδος, ως σκιά του εαυτού της, σε σειρά συναυλιών με τον Τζουζέπε ντι Στέφανο: 1973-1974. Κατέληξε μια γυναίκα βαθιά πληγωμένη, βαθιά θλιμμένη, απέραντα μοναχική, απέραντα δυστυχισμένη -μια υπέροχη γυναίκα, μια μεγάλη καλλιτέχνιδα που μαράθηκε προ της ώρας της. Ο θάνατος της, πριν κλείσει τα 54 χρόνια της, ήρθε φυσιολογικός. Στο κενό, μεταξύ 1965 και 1973, δοκίμασε, χωρίς συνέχεια, να παίξει στον κινηματογράφο («Μήδεια» του Πιερ Πάολο Παζολίνι), να σκηνοθετήσει όπερα (μαζί με τον Τζουζέπε ντι Στέφανο «Σικελικός εσπερινός» του
Βέρντι, στο «Τεάτρο Ρέτζιο» («Βασιλικό Θέατρο») του Τορίνο) αλλά και να διδάξει σε μια σειρά master classes στην Μουσική Σχολή «Τζούλιαρντ» της Νέας Ιόρκης. Απ’ τα master classes αυτά, απ’ τα οποία σώζονται αρκετά ηχογραφημένα αποσπάσματα και μερικές φωτογραφίες, άντλησε την ιδέα για το θεατρικό-του «Master Class» (1995) ο Αμερικανός Τέρενς ΜακΝάλι. Στο έργο, το οποίο, όμως, αν και αφετηρία έχει ένα πραγματικό γεγονός, αποτελεί καθαρή μυθοπλασία γι αυτό και
δεν αναφέρονται ούτε χρονολογίες, ούτε τ’ όνομα της σχολής, ούτε υπαρκτά άτομα στο πρόσωπο των νέων καλλιτεχνών του έργου, παρά μόνον τ’ όνομα της Κάλλας και προσώπων που ’χαν συνδεθεί μαζί της -ο Μενεγκίνι, ο Ωνάσης, ο Βισκόντι, η δασκάλα της Ελβίρα ντε Ιδάλγο, οι συνάδελφοί της Ρενάτα Σκότο και Ζίνκα Μιλάνοβ, ο διευθυντής της «Σκάλας» του Μιλάνο Αντόνιο Γκιρινγκέλι...-, η Μαρία Κάλλας δουλεύει, μαζί με τον νεαρό πιανίστα Μάνι, με τρεις νέους καλλιτέχνες της όπερας -δυο σοπράνο, την Σοφία και την Σάρον, κι έναν τενόρο, τον Τόνι- πάνω στις άριες «Α, δεν πίστευα ότι θα σε δω» απ’ την «Υπνοβάτιδα» του Μπελίνι, «Έλα, βιάσου» απ’ τον «Μακμπέθ» του Βέρντι και «Σκοτεινή αρμονία» απ’ την «Τόσκα» του
Πουτσίνι, αντίστοιχα. Λαμπερή, επιβλητική, απαιτητική, υπερβολική, θεατρίνα που θεατρινίζει, μ’ αναπάντεχο χιούμορ, χωρίς να μετράει τα λόγια της, ειρωνική, καυστική, σχεδόν προσβλητική προς τα παιδιά, όταν κάτι δεν της αρέσει, να τα φτάνει έως το ξέσπασμα σε λυγμούς αλλά και συγκινητική, όταν κάτι της αρέσει, η Κάλλας του Τέρενς ΜακΝάλι έχει τα γνωρίσματα της Κάλλας, που ’χουν μεταφέρει οι 

δημοσιογράφοι κι οι βιογράφοι της, χωρίς να τα ψάξουν ιδιαίτερα -μια γυναίκα στο γύρισμα της ηλικίας, κοντά στη νεύρωση. Αλλά δεν «είναι» η Κάλλας των πρωτοσέλιδων και των βιογραφιών. Το έργο δεν είναι ντοκιμαντέρ ούτε καν βιογραφικό -biopic που λένε για τις ανάλογες ταινίες. Ο ΜακΝάλι είναι ευφυής συγγραφέας: ένας αμερικάνος συγγραφέας της ευρείας κατηγορίας των συγγραφέων που απευθύνονται στο αμερικάνικο κοινό και που θέλουν να το ψυχαγωγήσουν κι όχι να το προβληματίσουν ή να το κουράσουν -αυτό επιδιώκει με το θέμα και, κυρίως, με το πρόσωπο που ’χει διαλέξει για ηρωίδα του. Ένας συγγραφέας που δείχνει να μένει
στην επιφάνεια. Αλλά, μ’ έναν «υποχθόνιο», μ’ έναν «ύπουλο» τρόπο, αφήνει πίσω του την Μαρία Κάλλας, το μύθο, το θρύλο, κι επιλέγει την Μαρία Καλογεροπούλου, τη γυναίκα που αφοσιώθηκε στην τέχνη της, που δούλεψε σκληρά, που μάτωσε για την τέχνη της και που στο τέλος πληγώθηκε βαθιά -και ως καλλιτέχνις, όταν η φωνή της, πολύ πρόωρα την εγκατέλειψε, και ως γυναίκα, όταν ο Ωνάσης, ο άντρας που την έκανε να νοιώσει ολοκληρωμένη και που τον αγάπησε και περίμενε -σα μικροαστή, ναι, έτσι είχε μεγαλώσει- να την παντρευτεί αλλά εκείνος την εγκατέλειψε για κάτι πιο γκλάμουρους -την Τζάκι, χήρα Τζον Κένεντι. Ο τελευταίος μονόλογός της -ο ΜακΝάλι στο έργο την παρουσιάζει να μένει έγκυος απ’ τον Ωνάση και να κάνει, κατ’ απαίτησή του, έκτρωση- συμπτύσσει όλο αυτό το δράμα: μιας γυναίκας, που λέγεται Μαρία 

Κάλλας και φέρει το σισύφειο βάρος ενός θρύλου, εγκαταλειμμένης και σπαρασσόμενης. Που σε λίγο πρόκειται να εγκαταλείψει τον εαυτό της, άρα να εγκαταλείψει και τη ζωή. Ο
Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, ως σκηνοθέτης της παράστασης, δουλεύοντας πάνω στην άρτια μετάφραση του Στρατή Πασχάλη, συνέλαβε αυτή την παράμετρο του έργου κι αυτήν ανέπτυξε. Μ’ επιτυχία -στην παράσταση αποφεύγει, παρά τις οδηγίες του συγγραφέα, ν’ ακουστεί, καν, η φωνή της Κάλλας, παρά μόνο στο φινάλε. Οι τρεις άριες του έργου ακούγονται μόνο απ’ τους τρεις νέους, όπως τις προβάρουν, ως «υπόκρουση» στους εσωτερικούς μονολόγους της Κάλλας, και μόνο στην τρίτη, απ’ τον «Μακμπέθ», ακούγεται στο τέλος η ηχογράφησή της να διαπερνάει τη ζωντανή εκτέλεση, να συμπορεύεται με τη φωνή της νεαρής σοπράνο της παράστασης και να κυριαρχεί. Στο λιτό σκηνικό της Όλγας Μπρούμα, με τους φωτισμούς του Νίκου Βλασόπουλου, τη σωστή 
ενδυματολογική επιμέλεια της Σταματίας Μέγκλα και τη μουσική επιμέλεια του Πέτρου Μπούρα ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος έχει στήσει μια παράσταση έξοχων ρυθμών και μέτρου, με συναρπαστικές παύσεις και σιωπές, ελκυστική -υπέροχη, παλλόμενη από ερωτισμό, η σκηνή Κάλλας-τενόρου-, με θετική ενέργεια τονίζοντας ευεργετικά, α λα Σταμάτης Φασουλής αλλά χωρίς να υπερβάλει -όπως συχνά συμβαίνει- α λα Σταμάτης Φασουλής, τα χιουμοριστικά στοιχεία του έργου. Μόνο φάλτσο, το «νούμερο» της δεύτερης σοπράνο, της Σάρον, που την παρουσιάζει, χωρίς λόγο κατά τη γνώμη μου, σχεδόν γκροτέσκα χάνοντας, στις σκηνές της, την ισορροπία. Οι τρεις λυρικοί καλλιτέχνες -η Εύα Γαλογαύρου κι η Δάφνη Δαυίδ, τις οποίες είδα απ’ τη διπλή διανομή, παρά τις υπερβολές στις οποίες οδήγησε τη δεύτερη η σκηνοθεσία, κι ο Νικόλας 

Μαραζιώτης- εξυπηρετούν την παράσταση και πιο πολύ ο Αλέξανδρος Αβδελιώδης ως -πιανίστας- Μάνι. Ο Βαγγέλης Δαούσης (Stagehand) έχει τάλαντο. Ο σκηνοθέτης το ’χει αντιληφθεί κι έχει αβαντάρει τον σχεδόν βουβό κι ανύπαρκτο ρόλο του οδηγώντας τον, χωρίς να κάνει παράσιτα, σε απολαυστικό αποτέλεσμα. Προβλέπω ταχεία εξέλιξη του νεαρού. Βέβαια η παράσταση δε θα ’ταν η ίδια και δε θα ’χε το ίδιο εξαιρετικό αποτέλεσμα, αν δε διέθετε την Μαρία Ναυπλιώτου. Η Μαρία Ναυπλιώτου ως Κάλλας -η μάλλον ως Μαρία Καλογεροπούλου-, χωρίς ούτε μια στιγμή να μιμηθεί την Κάλλας αλλά, άψογα ντυμένη απ’ τον Βασίλη Ζούλια, μακιγιαρισμένη απ’ τον Αχιλλέα Χαρίτο και χτενισμένη απ’ τον Κωνσταντίνο Καλιούση, μ’ εμφάνιση που ευθέως παραπέμπει σε Κάλλας, αφήνει πίσω τις τυχόν ευκολίες της και τα τυχόν ελαττώματά της και κάνει μια δεξιοτεχνική επίδειξη χωρίς ούτε στιγμή να επιδεικνύεται: μια ερμηνεία σπαρακτική, βγαλμένη απ’ τα σπλάχνα της -σα να

ξεριζώνει τα γεννητικά της όργανα στο μονόλογο του φινάλε. Ακολουθώντας υποδειγματικά τους θαυμάσιους ρυθμούς του σκηνοθέτη ποτίζει την υποκριτική της με βιτριολικό χιούμορ απολαυστικό -πρέπει να κάνει οπωσδήποτε κωμωδία και δεν εννοώ κλασική, τύπου «Ημέρωμα της στρίγγλας»- διατηρώντας το classy, την αριστοκρατικότητα που κομίζει επί σκηνής, όσο ελάχιστες ηθοποιοί μας -ίσως να ’ναι κι η μόνη... Ένας θρίαμβος! Μη χάσετε αυτή την παράσταση, μη χάσετε αυτή την ερμηνεία! (Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή).
(Πολύ απλό κι ολιγοσέλιδο αλλά και πολύ καλόγουστο, καλοτυπωμένο κι ιδιαίτερα πρωτότυπο, με τα focus σε στιγμές, τόπους ή πρόσωπα που συνδέονται με την Κάλλας -επιμέλεια ιστορικού υλικού Δήμητρα Δερμιτζάκη-, το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης. Συνοδεύει την εξαίρετη -δυστυχώς έχουν ξεφύγει μερικά λαθάκια- έκδοση, με το σκούρο μπλε εξώφυλλο, το σκαμμένο με τα αρχικά MC (Maria Callas) που βάφονται γκρενά απ’ το γκρενά εσώφυλλο, απ’ την «Κάπα Εκδοτική», του κειμένου της μετάφρασης του Στρατή Πασχάλη. Με μια διορατική εισαγωγή του μεταφραστή που θα μπορούσε και να χει οδηγήσει τη σκηνοθεσία).

Θέατρο «Μικρό Χορν», 25 Νοεμβρίου 2018.

1 comment:

  1. Εξαιρετικη δουλεια. Μπραβο και πολλα ευχαριστω.

    ReplyDelete