September 27, 2021

Στο Φτερό / Οι επτά+ένας θάνατοι της Μαρίνα Αμπράμοβιτς

 
«7 θάνατοι της Μαρίας Κάλλας», σενάριο Μαρίνα Αμπράμοβιτς, Πέτερ Σκάβλαν, μουσική Μάρκο Νικοντίεβιτς, Τζουζέπε Βέρντι, Τζάκομο Πουτσίνι, Ζορζ Μπιζέ, Γκαετάνο Ντονιτσέτι, Βιντσέντσο Μπελίνι / Μουσική διεύθυνση: Γιοέλ Γκαμζού. Σκηνοθεσία: Μαρίνα Αμπράμοβιτς. 
 
Μία γυναίκα ακίνητη στο κρεβάτι -κάπου στο πουθενά. Μοιάζει να είναι το νεκροκρέβατό της. Είναι η Μαρία Κάλλας. Σκέφτεται, οραματίζεται, «ακούει» επτά θανάτους ηρωίδων της όπερας που ερμήνευσε, που έζησε στη σκηνή ή δισκογραφικά
-ποτέ δεν έπαιξε ζωντανά την Δισδεμόνα και την Κάρμεν-, ηρωίδων οι οποίες ζωντανεύουν μέσα από τη μορφή της πιστής μέχρι το τέλος καμαριέρας της, της Μπρούνα, και τραγουδούν μπροστά της: Βιολέτα Βαλερί στην «Τραβιάτα» 
του Τζουζέπε Βέρντι, Φλόρια Τόσκα στην «Τόσκα» του Τζάκομο Πουτσίνι, Δισδεμόνα στον «Οθέλο» του Βέρντι, Τσο-Τσο-Σαν στην «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι, Κάρμεν στην «Κάρμεν» του Ζορζ Μπιζέ, Λουτσία Άστον στην «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Γκαετάνο Ντονιτσέτι, Νόρμα στην «Νόρμα» του Βιντσέντσο 
Μπελίνι. Όταν η αυλαία πέφτει και ξανασηκώνεται είμαστε πια στο διαμέρισμα της Κάλλας στο Παρίσι. Και είναι πια ο δικός της θάνατος -το 1977, μόλις στα 53 της χρόνια. Ο θάνατος μίας γυναίκας που δεν έζησε μόνο για την τέχνη αλλά και για τον έρωτα τον οποίο άργησε να συναντήσει, βρήκε, πάντως, τελικά, στο πρόσωπο του Αριστοτέλη Ωνάση. Αλλά προδόθηκε και από τα δύο. Τόσο η φωνή της, όσο και ο Ωνάσης την εγκατέλειψαν. Η Μαρίνα
Αμπράμοβιτς επινόησε την περφόρμανς αυτή -«πρότζεκτ όπερας» τη χαρακτηρίζει- «7 θάνατοι της Μαρίας Κάλλας» (2020), αφιερωμένη στην Μαρία Κάλλας, συμπαραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με την Κρατική Όπερα της Βαβαρίας (Μόναχο), την Γερμανική Όπερα του Βερολίνου, την Εθνική Όπερα του Παρισιού και το Θέατρο «Σαν Κάρλο» (Νάπολη). Και είναι συγκινητικό η Κάλλας να ζωντανεύει στο θέατρο αυτό, όπου 
δεν τραγούδησε ποτέ ούτε πρόκειται να τραγουδήσει ποτέ, αλλά να ζωντανεύει μέσα από τον φορέα αυτό -την Εθνική Λυρική Σκηνή- όπου έκανε τα πρώτα της -εφηβικά και νεανικά- βήματα, βήματα που -παρά την καθόλου θετική διάθεση
του περιβάλλοντος, αφότου άρχισε να ξεχωρίζει...-, την οδήγησαν, την ώθησαν, την εκτόξευσαν στη διεθνή καριέρα η οποία έμελλε να την ανυψώσει σε θρύλο αξεπέραστο. Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς δεν έκανε το λάθος να μιμηθεί την Κάλλας
-δεν  έχει, άλλωστε ούτε την ηλικία, ούτε τη θρυλούμενη ομοιότητα μαζί της. Με την περφόρμανς αυτή μεταφέρει, μόνο, μία αίσθηση Κάλλας -την αύρα της. Στη σκηνή οι επτά σοπράνο/μέτζο, λιτά, αυστηρά, ομοιόμορφα ντυμένες καμαριέρες, με γκρίζες ποδιές και λευκούς, φαρδείς, κολλαρισμένους γιακάδες, να ζωντανεύουν στα μάτια της, η μία μετά την άλλη, σημαδιακές ηρωίδες της όπερας που
ερμήνευσε και να τραγουδούν επτά συνολικά άριές τους, στο φόντο ένας σκοτεινός ουρανός με βαριά σύννεφα και κάθε άρια να υλοποιείται στην οθόνη οπτικά (σκηνοθεσία βίντεο Ναμπίλ Έλντερκιν, οπτικά εφέ Μάρκο Μπραμπίλα), με κάθε
ελευθερία, με κάθε φαντασία, να μεταποιείται, να πειράζεται, με αναφορές ή νύξεις από το πρωτότυπο, με Κάλλας την ίδια την περφόρμερ και παρτενέρ/εραστή/δολοφόνο της τον σπουδαίο Γουίλεμ Νταφόου. Να πεθαίνει από φθίση (;) στο κρεβάτι της στο «Addio del passato» («Αντίο στο παρελθόν») από την «Τραβιάτα», όπως η Βιολέτα. Να πηδάει από την ταράτσα
ενός νεοϊορκέζικου ουρανοξύστη και να αιωρείται, με φόντο το Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντιγκ, στο «Vissi d’arte» («Έζησα για την τέχνη») από την «Tosca», όπως η Τόσκα στο τέλος αυτοκτονεί πηδώντας από μία έπαλξη του Καστέλ Σαντ’ Άντζελο της Ρόμης. Να την πνίγει ένας πύθωνας που ο Νταφόου τυλίγει γύρω από το λαιμό της στο «Ave
Maria» («Χαίρε Μαρία») από τον «Οθέλο», όπως η Δισδεμόνα στραγγαλίζεται, στο τέλος, από τον Οθέλο. Να πετάει την προστατευτική για τη ραδιενέργεια στολή της και, ξέστηθη, να σωριάζεται, με το παιδί της να καταφεύγει στην αγκαλιά του Νταφόου/Πίνκερτον στο «Un bel dì vedremo» («Μία ωραία μέρα θα δούμε») από την «Μαντάμα Μπατερφλάι», όπως η Τσο-Τσο-Σαν
κάνει σεπούκου. Με κοστούμι εμπνευσμένο από τη στολή ταυρομάχου να προσπαθεί να μαχαιρώσει τον Νταφόου/Ντον Ζοζέ αλλά, τελικά, εκείνος να της χώνει στο στήθος το μαχαίρι στην «Habanera» από την «Κάρμεν», όπως γίνεται
με την  Κάρμεν. Να τρελαίνεται και ξέφρενα να σπάζει καθρέφτες και βάζα με λευκά λουλούδια -το τελευταίο να το συντρίβει πάνω στο στήθος της και να βάφεται ολόκληρη με το αίμα της- στο «Il dolce suono» («Ο γλυκός ήχος») από την «Λουτσία ντι Λαμερμούρ», όπως η Λουτσία στη σκηνή της τρέλας. Και, στο τέλος, ο Γουίλεμ Νταφόου, βαριά μακιγιαρισμένος και ντυμένος με ένα χρυσό 
φόρεμα,  μαζί με την Αμπράμοβιτς ντυμένη ανδρικά, να οδεύουν στην πυρά στην «Casta Diva» («Αγνή θεά») από την «Νόρμα», ως Νόρμα και Πολιόνε με αντεστραμμένα τα φύλα. Η τελευταία σκηνή του έργου, είναι ο θάνατος της ίδιας
της Μαρίας Κάλλας, στο παρισινό της διαμέρισμα. Ένα βάζο που πετάει και γίνεται θρύψαλα στο πάτωμα, ένα μεγάλο πλαϊνό παράθυρο που ανοίγει και γίνεται φως και η έξοδός της τον σημειολογούν. Οι επτά καμαριέρες θα μπουν, θα σκουπίσουν, θα καθαρίσουν και θα σκεπάσουν όλα τα έπιπλα με μαύρα κρέπια. Και, μετά, η Αποθέωση: η Κάλλας/Αμπράμοβιτς εισέρχεται με ένα ολόλαμπρο κοστούμι με χρυσές παγιέτες που στραφταλίζουν 
-το ίδιο με του Νταφόου στην «Νόρμα»-, στέκεται μετωπικά προς το κοινό, μία-δύο χειρονομίες της που παραπέμπουν στη σκηνική Κάλλας, με την «Casta Diva» να ακούγεται και πάλι. Από τη φωνή πια της ίδιας της Κάλλας. Που διακόπτεται ξαφνικά -με το μαχαίρι. Τέλος. Τα κοστούμια του Ρικάρντο Τίσι (συνεργάτιδα σκηνογράφος η Άννα Σετλ), με αποκορύφωμα 
το εκθαμβωτικό, χρυσό, παγιετέ του φινάλε, στηρίζουν αποφασιστικά το σκηνικό αποτέλεσμα. Και οι πρωτότυπες μουσικές του Μάρκο Νικοντίεβιτς, με κλεισίματα του ματιού στις άριες που ακούγονται, παιγμένες με συνέπεια από την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής υπό τον Γιοέλ Γκαμζού ή ηχογραφημένες και με την εκτός σκηνής Χορωδία της Λυρικής που διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος, ντύνουν και δένουν την καλοστημένη περφόρμανς. Οι σοπράνο Μαριλένα Στριφτόμπολα, Ελένη Καλένος -αν και με αισθητό μπαλάρισμα-, Έλενα Κελεσίδη, Άννα Στυλιανάκη, Βασιλική Καραγιάννη και η μέτζο Χρυσάνθη Σπιτάδη στέκονται στο ύψος των περιστάσεων με τη σοπράνο
Τσέλια Κοστέα να ξεχωρίζει στην «Casta diva». Μία πολύ ενδιαφέρουσα, υψηλής αισθητικής περφόρμανς -γεγονός που τιμά την Κάλλας και ανάγει την Λυρική στην πρώτη σειρά των ευρωπαϊκών οπερατικών οργανισμών. Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς είναι Νάρκισος, φλερτάρει με το γκροτέσκο αλλά είναι τολμηρή και δεν διστάζει να εκτίθεται (Φωτογραφίες: 1 Χάρης Ακριβιάδης, οι υπόλοιπες Ανδρέας Σιμόπουλος).
 
(Υ-πο-δειγ-μα-τι-κό το -δίγλωσσο, ελληνικά και αγγλικά- λιτό και καλόγουστο έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -Τομέας Δραματολογίας / Νίκος Α. Δοντάς υπεύθυνος, Σοφία Κομποτιάτη-, με τρία αλληλοσυμπληρωνόμενα, εξαιρετικά ενδιαφέροντα κείμενα, ειδικά γραμμένα για την έκδοση).
 
Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», Κύκλος «Μουσική και Εικαστικές Τέχνες», 24 Σεπτεμβρίου 2021.

September 24, 2021

«Στέγη»: και πάλι μαζί!

Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια ... 82

 

Ήταν 6 Μαρτίου του 2020, 16.45, όταν πήγα, για τελευταία φορά π.C. (προ Covid), στην «Στέγη»: «Cultural Exchange Rate», μια πολύ ενδιαφέρουσα περφόρμανς της Σύριας Τάνια Ελ Χούρι. «Έπαιζα» «παίζαμε»-  με τα γεμάτα κρυμμένα μυστικά συρτάρια της που τα ανοιγοκλείναμε αλλά η ανησυχία μ’ έτρωγε: η πανδημία απλωνόταν διαρκώς και τα περί επερχόμενης καραντίνας ήταν πια κοινό μυστικό -θέμα ημερών. Και, όντως, μετά από μια βδομάδα επήλθε η καραντίνα. Κι η «Στέγη,» όπως κι όλα τα θέατρα, οι κινηματογράφοι, η Λυρική, το Μέγαρο, όλοι οι χώροι συναυλιών, μουσικής γενικότερα, έκλεισαν. Κι εμείς κλειστήκαμε φοβισμένοι στα σπίτια μας.

Περνούσα έξω απ’ την «Στέγη» σχεδόν καθημερινά κάνοντας το περπάτημά μου, το βράδυ, απ’ το μπαλκόνι μας, βλέπαμε την πλαϊνή πρόσοψή της με τη φωτεινή εγκατάσταση του Τιμ Έτσελς -την κατακόκκινη φράση με γράμματα από νέον «ALL WE HAVE IS WORDS, ALL WE HAVE IS WORLDS»- και νοσταλγούσα το μέσα της «Στέγης». Πάνω από δέκα χρόνια έζησα εκεί μέσα πολλές συγκινήσεις.

Βέβαια, κι αν οι αίθουσές της ήταν κλειστές, η «Στέγη» ποτέ δε έκλεισε. Τα online έδιναν κι έπαιρναν, διάφορες δραστηριότητες την κρατούσαν ζωντανή. Εντούτοις οι αίθουσές της μου έλειπαν. Και να που ξανανοίγει! Στις 10 Οκτωβρίου -19 μήνες μετά- με τον «Προμηθέα» του Νίκου Καραθάνου.

Προχτές, η διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση Αφροδίτη Παναγιωτάκου, με τον Εκτελεστικό Διευθυντή της «Στέγης Ωνάση» Χρήστο Καρρά κι άλλους βασικούς συνεργάτες πλάι της, παρουσίασε, με τη βοήθεια έξυπνων τρέιλερ, τις πολυποίκιλες πια δραστηριότητες -ψηφιακές, οικολογικές, εκπαιδευτικές...- του Ιδρύματος, τα εκτός «Στέγης» κτίρια στα οποία έχει απλωθεί και, βέβαια, το καλλιτεχνικό πρόγραμμα της «Στέγης» -πρόγραμμα που περιέχεται και στην υπέροχη, όπως πάντα, έκδοση-βιβλίο. Πλούσιο και με πολλά ενδιαφέροντα κι ερεθιστικά. Μπορώ, πάντως, να ξεχωρίσω, μεταξύ ίσων, αυτά για τα οποία αδημονώ: απ’ τις ελληνικές παραγωγές, τον «Εγκάρσιο προσανατολισμό», την καινούργια παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου, κι απ’ τις εισαγόμενες, τον τενεσιγουιλιαμσικό «Γυάλινο κόσμο» του Ίβο φαν Χόβε, με την Ιζαμπέλ Ιπέρ ως Αμάντα Γουίκφιλντ. Σίγουρος ότι οι εκπλήξεις μπορεί να προέλθουν κι από αλλού (Φωτογραφίες: 1. Jan Versweyveld, 2. Julian Mommert).