December 15, 2018

Στο Φτερό / Λευκή Ίντα, Κόκκινη Βάντα: μπρος καθολικισμός και πίσω κομμουνισμός



 «Ida» / Σκηνοθεσία: Πάβελ Παβλικόφσκι

1962, Λαϊκή Δημοκρατία της Πολονίας -η Πολονία του Γκομούλκα. Η Άννα, δεκαοκτάχρονη ευσεβής δόκιμη μοναχή σε  -καθολικό βέβαια- μοναστήρι, όπου την άφησαν μωρό ακόμα κι 
όπου μεγάλωσε, φεύγει, σύμφωνα με σύσταση της ηγουμένης της, προσωρινά, απ’ τη μονή για να κλείσει τους λογαριασμούς της με τα εγκόσμια πριν δώσει τον μόνιμο όρκο αγνότητας: θα συναντήσει τη θεία της -αδελφή της μητέρας της- Βάντα, μόνη επιζώσα 
συγγενή της, άγνωστή της έως τότε. Η συνάντηση καταλήγει σε σοκ για την κοπέλα: η ώρα της αλήθειας. Η θεία, που όταν της 

ζήτησαν να πάρει μαζί της την Άννα, παιδάκι ακόμα, αρνήθηκε, της αποκαλύπτει αυτά που παντελώς αγνοούσε: πως τ’ όνομά της είναι Ίντα Λέμπενστάιν, πως είναι Εβρέα -μια εβρέα μοναχή!- και πως τους γονείς της τους σκότωσαν κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, μαζί με το γιο της Βάντα, που εκείνη τον είχε αφήσει
μαζί τους. Η ίδια γλύτωσε καθώς το χε σκάσει κι είχε προσχωρήσει στην -κομμουνιστική- Αντίσταση. Μετά τον Πόλεμο βρέθηκε στο δικαστικό σώμα όπου αναδείχτηκε σε εισαγγελέα, στέλνοντας στο θάνατο πολλούς, σε σταλινικού τύπου δίκες εκκαθαρίσεων, αποκτώντας, μάλιστα, το προσωνύμιο «Η Κόκκινη Βάντα». Δεινή καπνίστρια, βουτηγμένη στο αλκοόλ, σεξουαλικά ασύδοτη -«τσούλα» αυτοχαρακτηρίζεται-, απογοητευμένη απ’ τη
ζωή, σκληρή, φαινομενικά αναίσθητη, σε κατάθλιψη, ξεκινάει με την ανιψιά της, που θέλει να μάθει πού είναι θαμμένοι οι γονείς της, ένα οδοιπορικό -σε μια έρημη, ρημαγμένη, θλιβερή, παγωμένη χώρα- με στόχο να μάθουν την αλήθεια. Θα πάνε στο χωριό όπου 
ήταν -είναι- το πατρικό τους. Μια οικογένεια -οι Σκίμπα- μένει εκεί -έχουν, πια, κάνει κατοχή. Ειν’ αυτοί που η Βάντα τους είχε εμπιστευτεί, στην Κατοχή, το σπίτι και τη γη και που κρυβαν απ’ τους Γερμανούς τους Λέμπενστάιν και το γιο της. Πιέζει τον άρρωστο γέρο πατέρα Σκίμπα να μιλήσει, να τους πει τι έχει συμβεί αλλά εις μάτην. Τελικά, ο Φέλιξ, ο γιος του, ειν’ εκείνος
που δέχεται να τους αποκαλύψει την αλήθεια, αρκεί να τους αφήσουν ήσυχους και να μη διεκδικήσουν το σπίτι: δεν τους σκότωσαν οι Γερμανοί τους Εβρέους, Πολονοί τους σκότωσαν! 
(Κι αμέσως γίνεται ο συνειρμός με το θεατρικό «Η τάξη μας» του Ταντέους Σλομποτζιάνεκ, συμπατριώτη του Παβλικόφσκι...). Ο ίδιος ο Φέλιξ ειν’ αυτός ο οποίος τους δολοφόνησε κι άφησε την Ίντα, μωρό ακόμα, που κανείς δε θα υποπτευόταν ότι είναι Εβρέα,

στο μοναστήρι. Τις οδηγεί στο δάσος, εκεί που τους έχει θάψει, και ξεθάβει τα οστά τους τα οποία οι γυναίκες θα πάρουν για να τα θάψουν στον οικογενειακό τους τάφο που ’χει διασωθεί, σ’ ένα εγκαταλειμμένο εβραϊκό νεκροταφείο, στο Λούμπλιν. Η φρίκη θα σημαδέψει και τις δυο. Η Άννα/Ίντα θα γυρίσει στο μοναστήρι αλλά η ζωή εκεί δε θα
της φαίνεται πια η ίδια. Δηλώνει στην ηγουμένη ότι δεν είναι ακόμα έτοιμη για τον όρκο. Όσο για την Βάντα, αυτοκτονεί -πηδάει απ’ το παράθυρο. Στην κηδεία η Ίντα συναντάει πάλι τον Λις, έναν νεαρό σαξοφωνίστα που ’χε γνωρίσει όταν τους έκανε οτοστόπ καθώς πήγαιναν στο χωριό, τον είχαν πάρει στο αυτοκίνητο κι αργά το βράδυ είχαν πάει στο κέντρο όπου 
εμφανιζόταν μ’ ένα συγκρότημα και τον είχαν ακούσει να παίζει Κολτρέιν. Μετά την κηδεία, η δόκιμη μοναχή δοκιμάζει την «πολιτική» ζωή: φοράει ένα φόρεμα της Βάντα, τα ψηλοτάκουνά της, χορεύει, προσπαθεί να καπνίσει και να πιει και κάνει έρωτα με τον Λις. Εκείνος της προτείνει να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά. «Και μετά;» τον ρωτάει. «Μετά, η συνηθισμένη ζωή». Όταν εκείνος κοιμάται η Άννα/Ίντα φοράει ξανά το σχήμα και 
φεύγει, χωρίς να τον ξυπνήσει. Τη βλέπουμε να προχωράει γρήγορα σ’ έναν δημόσιο δρόμο. Γυρίζει, προφανώς, στο μοναστήρι; Ο Πολονός Πάβελ Παβλικόφσκι στην «Ida» του (2013) μας ταξιδεύει, σε σενάριο που συνυπογράφει με την Ρεμπέκα 

Λένκιεβιτς, στη μεταπολεμική, μετασταλινική -αλλά τόσο σταλινική ακόμα...- Πολονία, με άξονα το βασανιστικό πολονικό δίπολο «καθολικισμός»-«κομμουνισμός», θίγοντας με τόλμη θέματα όπως τι έπραξαν οι Πολονοί -πολλοί Πολονοί, όχι όλοι οι Πολονοί- για τους Εβρέους στη διάρκειας της νατσιστικής Κατοχής 
ή τι έπραξαν οι Εβρέοι -όχι όλοι οι Εβρέοι- που διασώθηκαν απ’ το Ολοκαύτωμα, στη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος. Στο τέλος, η Ίντα θα διαλέξει(;) -το φινάλε μένει ανοιχτό- το μοναστήρι κι ο σκηνοθέτης τον καθολικισμό που στοιχειώνει και καταδυναστεύει τη βασανισμένη χώρα του. Σ’ αυτό το ιδεολογικό υπόβαθρο, με άκρα λιτότητα, με μέτρο, κρατώντας τις αποστάσεις και μη επιδιώκοντας να φορτίσει τις ήδη φορτισμένες σκηνές 

-όπως η συγκλονιστική της εκταφής-, αφήνοντας κατά μέρος το συναίσθημα και τη συγκίνηση, κάποιες στιγμές και με μια αδιόρατη, πικρή ειρωνεία, στηρίζει μια σφιχτή, ελλειπτική, «ψυχρή», λιγόλογη ταινία που η εικόνα της, όμως -καταπληκτική η γεωμετρία των πλάνων!-, μιλάει. Και λέει πολλά. Μια, κατά κάποιο τρόπο, road movie (ταινία δρόμου) που 


δε γινόταν παρά να ’ναι ασπρόμαυρη. Ο Ρίσαρντ Λεντσέφσκι κι ο Λούκας Ζαλ που υπογράφουν τη φωτογραφία χαρίζουν, στην ταινία, αυτή τη βαθιά μελαγχολία, τη μπεργκμανική απόγνωση που τη διατρέχει, αυτή τη «γύμνια» που παραπέμπει σε Ντράγιερ ενώ κι οι μουσικές τη ντύνουν ανάλογα. Η νεαρή Αγκάτα Τσεμπουxόφσκα, αν και χωρίς σπουδές υποκριτικής ούτε την ελάχιστη πείρα ηθοποιού, οδηγημένη απ’ το σκηνοθέτη, τα βγάζει πέρα θαυμάσια. Το έκπληκτο βλέμμα της, της αθωότητας που 

αντικρίζει τα εγκόσμια -απ’ τα θαυμαστά και τα καθημερινά μέχρι τη φρίκη-, γράφει. Αλλά την παράσταση νομίμως κλέβει η Αγκάτα Κούλεσα. Η Βάντα της, εμπνευσμένη από υπαρκτό πρόσωπο -την εβρέα εισαγγελέα της σταλινικής περιόδου Χελένα Βολίνσκα-

Μπρους που πολλούς έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα, καταγράφεται στη μνήμη ως μια συναρπαστική ερμηνεία -σπουδαία, μα σπουδαία ηθοποιός! Η υπόλοιπη διανομή τις πλαισιώνει απολύτως ικανοποιητικά. Μια ταινία χαμηλόφωνη που σε καθηλώνει με τη δύναμή της.

Κινηματογράφος «Ααβόρα», 1 Δεκεμβρίου 2018.

No comments:

Post a Comment