September 26, 2019

Ο Φεντό ποτέ δεν πεθαίνει, δεν τον σκιάζει φοβέρα καμιά ή Υπουργείο Πολιτισμού, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού


Το Τέταρτο Κουδούνι / 26 Σεπτεμβρίου 2019 



Το ’χετε αντιληφθεί; Ότι θα ’χουμε Σεζόν Ζορζ Φεντό φέτος στην ελληνική σκηνή; Έτσι, χωρίς λόγο -δε γιορτάζεται καμιά επέτειος του κορυφαίου φαρσαδόρου, του πρώτου τη τάξει του γαλικού βοντβίλ. Του υπέροχου, υψηλής τέχνης και μοναδικής ακρίβειας «ωρολογοποιού»-συγγραφέα της Μπελ Επόκ, θεωρούμενου, πια, πρόδρομου του Θεάτρου του Παραλόγου, που 
μετάπλασε την κοινωνική παράνοια σε σπαρταριστά σκηνικά δρώμενα για να βυθιστεί, κατά τραγικό τρόπο, στην πραγματική, στην κυριολεκτική παράνοια στη ζωή του, χτυπημένος απ’ τη σύφιλη, και να πεθάνει τρελός, σε ψυχιατρείο, το 1921, στα 59 του χρόνια.
Τέσσερις κωμωδίες, απ’ τις κορυφαίες του -διαμάντια κι οι τέσσερις!-, πρόκειται ν’ ανεβούν από κεντρικούς θιάσους μας στην Αθήνα -κι ακόμα δεν καλοάρχισε η σεζόν, δεν ξέρω αν θα ’χουμε κι άλλες...:
Στο Εθνικό, στo Κτίριο Τσίλερ, στην Κεντρική Σκηνή, ο Θωμάς Μοσχόπουλος, προς το τέλος της σεζόν, θ’ ανεβάσει την «Κυρία του Μαξίμ» με Έμιλυ Κολιανδρή, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Θανάση Αλευρά, Θέμη Πάνου, Κώστα Φιλίππογλου, Ευαγγελία Καρακατσάνη κι άλλους. Στο «Μουσούρη», ο Πέτρος Φιλιππίδης, το «Ψύλλοι στ’ αυτιά» με τον ίδιο, Θανάση Ευθυμιάδη, Μυρτώ Αλικάκη, Φαίη Ξυλά, Θοδωρή Κατσαφάδο, Αλεξάνδρα Καρακατσάνη, Σταύρο Σβήγκο, Θανάση Πατριαρχέα, μεταξύ άλλων. Ο Γιάννης Μπέζος στο «Προσκήνιο» κάνει «Ράφτη κυριών» με τον ίδιο, Τάσο Γιαννόπουλο, Ελένη Ουζουνίδου, Άννα Κουτσαφτίκη, Γιάννα Παπαγεωργίου κι άλλους. Ενώ στο «Alhambra Art Theater» -πολύ εξεζητημένο βρίσκω το «καινούργιο» όνομα...-, ήτοι το «Αλάμπρα» του
Εδμόνδου Φυρστ που ’χει φύγει πια απ’ τη ζωή, το οποίο, χρόνια κλειστό, ανέλαβε κι ανακαίνισε εκ βάθρων η Βάσια Παναγοπούλου, η ίδια κι ο Πάνος Αμαραντίδης συν-σκηνοθετούν το «Ξενοδοχείο Ο Παράδεισος», με Γιώργο Παρτσαλάκη, Βάσια Παναγοπούλου, Κώστα Αποστολάκη, Κώστα Φλωκατούλα, Τζένη Διαγούπη, Βασίλη Κούκουρα, Παντελή Καναράκη κι άλλους.
Δύσκολος ο Φεντό. Πολύ δύσκολος. Κάποιοι νομίζουν ότι είναι μόνο πλάκα κι ευκολάκι αλλά λαθεύουν. Κι οι ξεπέτες εξαφανίζουν 
όλη τη σοφία της κατασκευής του. Αν ο Φεντό δεν παιχτεί σοβαρά, μ απόλυτη ακρίβεια, χάθηκε το παιχνίδι -έτσι πιστεύω.
Και τα τέσσερα έργα έχουν ανεβεί στην ελληνική σκηνή. Και 
μάλιστα αρκετές φορές. Ορισμένα -πολλά- απ’ τα ονόματα που εμπλέκονται, ηθοποιών κυρίως, είναι εγγύηση -κάποιοι έχουν ήδη κάνει Φεντό, κάποιοι είναι ηθοποιοί γεννημένοι για το είδος αυτό και περιμένω, πώς και πώς, να τους δω να παίζουν Φεντό. Ελπίζω να περάσω καλά γιατί είναι απ’ τους συγγραφείς που αγαπάω, που λατρεύω, για να γίνω πιο ακριβής -όπως και τη φάρσα γενικά.
(Α, και, παιδιά, ΦΕντό. Όχι ΦΕΪντό. Feydeau γράφεται, ΦΕντό προφέρεται, στα γαλικά το y δεν ακούγεται. Μας το ’μαθαν αυτό, ήδη απ’ το 1984, ό Μίνως Βολανάκης κι η Ξένια Καλογεροπούλου, όταν ο πρώτος εγκαινίασε με το «Ψύλλοι στ’ αυτιά» του ΦΕντό την «Πόρτα» της δεύτερης).





Ένας Χορός-διαμάντι. Αναφέρω και τα εννέα μέλη του: Άννα Γιαγκιώζη, Άνδρη Θεοδότου, Κόρα Καρβούνη, Τζίνη Παπαδοπούλου, Μαρία Σαββίδου, Κωνσταντίνα Τακάλου, Τάνια Τρύπη, Νιόβη Χαραλάμπους. Μια και μια -πρωταγωνιστικής στόφας όλες. Με πρώτη, μεταξύ ίσων, την -και Αθηνά- Αγλαΐα Παππά -πρέπει, επιτέλους, να της δοθούν οι ευκαιρίες που της 
αξίζουν. Ήταν το πρώτο και βασικό ατού στις «Ικέτιδες» του Ευριπίδη που ανέβασε ο Στάθης Λιβαθινός, συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου -είδα την παράσταση στην Ελευσίνα, στο Παλαιό Ελαιουργείο. Κι ήταν λογικό στο Χορό να δοθεί ή έμφαση. Γιατί ο Χορός, ουσιαστικά, πρωταγωνιστεί στην τραγωδία αυτή: οι μάνες των αργείων στρατηγών -οι οποίοι είχαν εκστρατεύσει κατά της Θήβας, νικήθηκαν και σκοτώθηκαν στη μάχη-, που έρχονται στην Αθήνα ζητώντας τη βοήθεια του βασιλιά της Θησέα και της μητέρας του Αίθρας, γιατί οι Θηβαίοι δεν τους δίνουν τα κορμιά των παιδιών τους να τα θάψουν. Κι αν η χορογραφία του Φώτη Νικολάου δε βοηθούσε ιδιαίτερα τις εννιά που ήταν υπέροχες, οι μουσικές του Άγγελου Τριανταφύλλου κι η μουσική διδασκαλία της Μελίνας Παιονίδου το ’καναν και με το παραπάνω.
Αλλά, στο σύνολό της, η παράσταση του Στάθη Λιβαθινού μ’ άφησε αδιάφορο. Παρά την προσπάθεια του σκηνοθέτη να δώσει, με τη βοήθεια της μουσικής και της φρέσκιας, ποιητικής, θαυμάσιας μετάφρασης του Γιώργου Κοροπούλη, μια ρυθμικότητα, μια μουσικότητα στην παράσταση, δε νομίζω ότι τα κατάφερε: το παραστασιακό αποτέλεσμα, αντιθέτως, προέκυπτε άρρυθμο και ανομοιογενές. Με τον Άκη Σακελλαρίου/Θησέα να ’χει οδηγηθεί σε μια 
εξωτερική, «ιδιόρρυθμη» ερμηνεία και την Κάτια Δανδουλάκη/Αίθρα να ’χει αφεθεί σε μια ωραιοπαθή χειρονομιακή φλυαρία, σα να ’παιζε στη νοηματική, ξεκάρφωτη με τη γραμμή της παράστασης. Απ’ τους ηθοποιούς ξεχώρισα μόνο τον Χρήστο Σουγάρη (Άδραστος) και τον Θοδωρή Κατσαφάδο (Ίφις), αν και γλιστρούσαν, κάπως, στην υπερβολή.
Όσο για τη δουλειά του Γιώργου Σουγλίδη, ενδιαφέρουσα στα σκηνικά, στα κοστούμια του καθόλου δε με κέρδισε με την αισθητική της (Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή).


Heeeelp! Πέντε-πέντε, δέκα, δέκα-δέκα ανεβαίνω τα σκαλιά, είκοσι-είκοσι, είκοσι τρεις, εικοσπέντε, εικοσιοχτώ, τριάντα, τριάντα και... ανεβαίνω τον Γολγοθά των παραστάσεων που ανακοινώνουν, το ’να μετά τ’ άλλο, τα θέατρα -το καθένα στην καθισιά του, ε; Πού ν’ αντέξεις να πρωτοπάς; Εδώ τα δελτία Τύπου που στέλνουν, με την αναγγελία του ρεπερτορίου, δεν αντέχω να τα διαβάσω -εξαντλούμαι... Παράδειγμα: το δελτίο τύπου για το φετινό ρεπερτόριο του «Από Μηχανής» έφτανε τις 82 (ναι, ογδόντα δυο!!!) σελίδες.
Συνωστίζονται ηθοποιοί και θεατές σε Πάνω Σκηνές, Κάτω Σκηνές, Παλαιές Σκηνές, Νέες Σκηνές, Νεότερες Σκηνές, Ακόμα Νεότερες Σκηνές, Πάνω Ορόφους, Κάτω Ορόφους, Ημιορόφους, Πατάρια, Αποθήκες, Ανώγια, Κατώγια, Δευτερότριτα, Τεταρτοπέμπτες, Παρασκευοσαββατοκύριακα, μια παράσταση τη βδομάδα, άλλος θίασος στις έξι, άλλος θίασος στις εννιά, άλλος σε μεταμεσονύκτια παράσταση, τρία παιδικά ο καθένας, πέντε εφηβικά ο καθένας, ομάδες «φιλοξενούμενες» -δηλαδή με το αζημίωτο-, ποιος να πρωτοκάνει πρόβα... Ο πληθωρισμός έχει χτυπήσει κόκκινο, ο έλεγχος έχει χαθεί, μια ακατάσχετη θεατρική διάρροια, ο Άγιος Πορφύριος να βάλει το χέρι του... Με πιάνει δέος. Έως και τρόμος. Το θέατρό μας ακούραστο, ακατάβλητο, ακαταπόνητο, αδάμαστο συνεχίζει στο δρόμο αυτό. Ελπίζω να μην είναι του ολέθρου... (Σκίτσο: Celina-Bandicoot on DeviantArt).





Λανθασμένη διανομή. Στην «Ιφιγένεια την εν Αυλίδι» του Ευριπίδη που ανέβασε ο Γιάννης Καλαβριανός για το ΚΘΒΕ. Αυτή ήταν η γνώμη μου όταν είδα την παράσταση «Στη Σκιά των Βράχων» των Δήμων Βύρωνα και Δάφνης/Υμηττού, στο θέατρο «Μελίνα Μερκούρη». Τρεις εξαιρετικούς ηθοποιούς είχε επιλέξει ο σκηνοθέτης για τους τρεις βασικούς ρόλους: η Ανθή Ευστρατιάδου, ταλαντούχο πλάσμα αλλά με μεστή όψη ντάμας, δεν έχει σχέση πιστεύω με το κοριτσάκι το οποίο ξαφνικά αναγκάζεται να ωριμάσει που ’ναι η Ιφιγένεια. Ο Γιώργος Γλάστρας, ηθοποιός λαμπερός, με χιούμορ, μ’ ωραία κίνηση, ανάλαφρος έχει σχέση με Αγαμέμνονα; Κι η εξαίρετη Μαρία Τσιμά δε διαθέτει, νομίζω, το μέγεθος μιας Κλυταιμνήστρας (Κλυταιμήστρας κατά την -πολύ καλή- μετάφραση του Παντελή Μπουκάλα).

Θα μου πείτε, ζούμε στο 2019, αυτά τα περί «φιζίκ» είναι ξεπερασμένα κι ο κάθε σκηνοθέτης μπορεί πια να δει εντελώς αλλιώς, να δει ανορθόδοξα τους ήρωες κι αυτή την «ανοιχτή», ειρωνική τραγωδία (;). Αλλά δε διαπίστωσα κάτι τέτοιο εδώ. Δεν διαπίστωσα μια ανατρεπτική -αλλά συγκεκριμένη, διαυγή ανατρεπτική- γραμμή, μια συγκρατημένη αναποφαστιστικότητα διαπίστωσα. Ούτε είδα το σύνολο των ηθοποιών -με πιο αδύναμο τον αποπροσανατολισμένο Θανάση Ραφτόπουλο/Αχιλλέα- δεμένο, για ν’ αντιμετωπίσει κάτι καινούργιο κι όχι μια απλή διεκπεραίωση. Ούτε τα κοστούμια της Αλεξάνδρας Μπουσουλέγκα και της Ράνιας Υφαντίδου μ’ έπεισαν ότι υπερασπίζονταν κάτι το ανανεωτικό (Φωτογραφίες: Τάσος Θώμογλου).



«Σας παρακαλούμε πολύ επικοινωνήστε την ακρόαση», «παρακαλώ όπως προβείτε σε ενέργεια ανάγνωσης του επισυναπτόμενου αρχείου» κι, ως λάιτ μοτίφ, η «ευγενική υπενθύμιση». Καλέ, τι διαβάζω -μεταξύ πολλών άλλων-, ο άμοιρος, σ’ αυτά τα δελτία Τύπου των «υπευθύνων προβολής, δημοσίων σχέσεων (pr), Τύπου κλπ, κλπ»; Μεγάλη πληγή, ορισμένοι (έως πολλοί...) οι ανίδεοι που εισχώρησαν στον ξέφραγο χώρο. Πολύ γέλιο: prιστική (διαβάζεται πιαριστική), η γλώσσα του μέλλοντος. 


Στο μεταξύ είδα να διοργανώνονται και σεμινάρια «πολιτιστικής επικοινωνίας». Ελπίζω κάποιος -οι παλιότεροι, πριν επινοηθεί ο όρος pr, όταν οι σχέσεις ήταν δημόσιες αλλά πιο ανθρώπινες, κάτι ξέρουν...- να τους τα μάθει, των prιτζήδων (πιαριτζίδων), ολ’ αυτά, καλύτερα. Άσε για το savoir vivre -και faire- που θα πρέπει ορισμένοι να διδαχτούν... Ως προς τους τρόπους κι ως προς το δυσανάλογο των καθηκόντων τους ύφος που αποκτούν και με το οποίο ζητούν -που απαιτούν- απ’ τους δημοσιογράφους, ειδικά όταν δεν είναι του χεριού τους, εξυπηρετήσεις. Ή που διαμαρτύρονται γιατί έγραψες, λέει, «θεατράκι» κι όχι «θέατρο» για ένα θεατράκι των 30 θέσεων που ’χουν αναλάβει... 




Με τόσες και τόσο θερμές εκκλησιαστικές επαφές (εδώ με τον νέο Αρχιεπίσκοπο Βορείου Αμερικής κ. Ελπιδοφόρο) που ’χει η κ. Μενδώνη/Παναγιωταρέα -πάει, τις έχω ταυτίσει τις δυο τους...-, σκέφτηκα μήπως το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού θα ’πρεπε ν’ αποσπάσει απ’ το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων το «Θρησκευμάτων» και να μετονομαστεί σε υπουργείο Πολιτισμού, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού -ΥΠΠΟΘΑ.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...



Εν τωωω μεταξύ... Εν τω μεταξύ η κ. Μενδώνη έκανε «αυτοψία», λέει -εξαιρετικά εύστοχη η λέξη που επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν στο σχετικό δελτίο Τύπου, διότι περί τόπου εγκλήματος πρόκειται...-, στο περίφημο Εθνικό (ακόμα μη) Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Συγγρού/Φιξ). Κι εξήγγειλε -όχι που δε θα εξήγγειλε, όλοι οι υπουργοί Πολιτισμού χρόοονια τώρα τα εξαγγέλλουν -εγκαίνια «έως το τέλος Φεβρουαρίου 2020». Να το δω και να μην το πιστέψω.
Καλού κακού, πάντως, άρχισα να ετοιμάζω γραβάτα και σακάκι της (α λα Παναγιωταρέα) κανονικότητας...
Μήπως, έως τότε, αλλάξουν κι εκείνη τη χρώματος κεραμιδί-χασαπί είσοδο;
Όλος ο κόσμος, επιμένω, μια σκηνή...

September 19, 2019

Το καινούργιο έργο του Μάρτιν Σέρμαν ανεβάζει ο Γιάννης Λεοντάρης στον «Σταθμό» του Μάνου Καρατζογιάννη


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση 


«Όπως πάει το ποτάμι» είναι ο -ελληνικός- τίτλος του πιο πρόσφατου έργου του ξεχωριστού αμερικανού συγγραφέα Μάρτιν Σέρμαν «Gently Down the Stream» που θα παρουσιαστεί, για πρώτη φορά στην Ελλάδα (την οποία ο Σέρμαν πολύ αγαπάει και συχνά επισκέπτεται) αλλά και στην ηπειρωτική Ευρώπη, απ’ τις 23 Απριλίου και μέχρι τις 7 Ιουνίου 2020, στο θέατρο «Σταθμός» που διευθύνει καλλιτεχνικά ο Μάνος Καρατζογιάννης, παραγωγή της «Lead-in-Arts ΑΜΚΕ», επιχορηγούμενη απ’ το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. Μεταφραστής ο Αντώνης Πέρης,
σκηνοθετεί ο Γιάννης Λεοντάρης και πρωταγωνιστούν ο Περικλής Μουστάκης (φωτογραφία: Κυριάκος Μακαρονίδης), ο Μάνος Καρατζογιάννης κι ο Μάνος Στεφανάκης.
Με το έργο αυτό ο 81χρονος πια Μάρτιν Σέρμαν επιστρέφει, 38 χρόνια (όταν το νέο έργο γράφτηκε) μετά το «Bent» (1979)
-έργο-ορόσημο, γραμμένο για τις διώξεις των ομοφυλόφιλων στη ναζιστική Γερμανία, που ξεκίνησαν το 1934 με τις μαζικές δολοφονίες της «Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών» για να καταλήξουν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης/εξόντωσης
και στα ραμμένα στις στολές τους «ροζ τρίγωνα», που βοήθησε καθοριστικά στη συνειδητοποίηση, από τα ευρύτερα στρώματα που το αγνοούσαν παντελώς, ότι οι ομοφυλόφιλοι υπήρξαν επίσης θύματα του Ολοκαυτώματος- στο θέμα της ομοφυλοφιλίας. Θέλοντας, αυτή τη φορά, να δείξει πόσο έχουν πια αλλάξει τα πράγματα στην γκέι κοινότητα στη διάρκεια της ζωής του.
Στο «Όπως το ποτάμι», ένα συγκινητικό αλλά και με χιούμορ σαρκαστικό, ρομαντικό έργο για τρία πρόσωπα, που έκανε την πρεμιέρα του στην Νέα Ιόρκη το 2017, με τους Χάρβεϊ Φάιερστιν, Γκάμπριελ Έμπερτ και Κρίστοφερ Σίαρς στους τρεις ρόλους, σε σκηνοθεσία του Σον Ματίας -ο οποίος είχε ανεβάσει παλαιότερα και το «Bent»- και που παρουσιάστηκε, φέτος τον Φεβρουάριο, σε ανέβασμα του ίδιου σκηνοθέτη, και στο Λονδίνο, μ’ επιτυχία και διθυραμβικές κριτικές και στις δυο περιπτώσεις, ο Μπο, ένας ηλικιωμένος αμερικανός πιανίστας που ζει στο Λονδίνο, ομοφυλόφιλος που πέρασε δια πυρός και σιδήρου -και από τη δεκαετία του ’80, δεκαετία της εμφάνισης του AIDS και του τρόμου για τους γκέι- και που ακράδαντα πιστεύει πως μια ομοφυλόφιλη σχέση έχει ημερομηνία λήξης, στα 62 του συναντάει διαδικτυακά
τον Ρούφας, έναν 29χρονο εκκεντρικό, διπολικό ομοφυλόφιλο δικηγόρο ο οποίος γοητεύεται από το παρελθόν που ο Μπο αντιπροσωπεύει και κάνουν σχέση. Από την οποία και οι δυο μαθαίνουν: ο Μπο πως τα πράγματα έχουν πια αλλάξει στην γκέι κοινότητα και ο Ρούφας για την πολυπλοκότητα, τις δυσκολίες και, κάποτε, την επικινδυνότητα που είχαν παλαιότερα οι ομοφυλόφιλες συναντήσεις, για τις ήττες αλλά και τους θριάμβους του γκέι κινήματος. Η ερωτική τους σχέση θα λήξει αλλά όχι και η συναισθηματική. Όταν ο Ρούφας παντρεύεται τον Χάρι, ο Μπο θα ’ναι κοντά τους καθώς αντιλαμβάνεται ότι τις πεποιθήσεις του τις έχει ανατρέψει η ζωή. 
Τον Μάρτιν Σέρμαν μας τον γνώρισε στην Ελλάδα, το 1980/1981, ο Γιώργος Θεοδοσιάδης που ανέβασε το «Μπεντ» στο θέατρο «Αθηνά» για το θίασο του Γιάννη Φέρτη ο οποίος συμπρωταγωνιστούσε με τον Πέτρο Φυσσούν -δυο σημαδιακές ερμηνείες. 
Αξίζει να σημειωθεί πως φέτος θα δούμε στην Αθήνα, στο «Γυάλινο Μουσικό Θέατρο» απ’ την Δέσποινα Μπεμπεδέλη και σε σκηνοθεσία Νίκου Καραγέωργου, και τον συγκλονιστικό μονόλογο του Μάρτιν Σέρμαν «Ρόουζ» (1999), που, εδώ πρωτοπαρουσίασε, το 2000/2001, στο «Ιλίσια Studio» και με σκηνοθέτη τον Κοραή Δαμάτη, η Αντιγόνη Βαλάκου, σε μια ερμηνεία-σταθμό την οποία επανέλαβε, το 2003/2004, στο «Χώρα».