December 17, 2023

Στο Φτερό / Απ’ τα κόκαλα βγαλμένοι... ή Σ’ αυτή τη χώρα ευτυχισμένη μάνα είναι η μάνα που ξέρει πού είναι θαμμένα τα παιδιά της...

 
«Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» του Ματέι Βισνιέκ / Σκηνοθεσία: Αικατερίνη Παπαγεωργίου.
 
Στην πρώτη σκηνή, δύο στρατιώτες εχθροί, γαμπρός -ο Στάνκο- και κουνιάδος -ο Βίμπκο-, σε απέναντι χαρακώματα -απόσταση ανάσας-, βρίζονται, άλληλοαπειλούνται αλλά μιλούν και για την οικογένειά τους -την Ίντα, τη γυναίκα 
του Στάνκο και αδελφή του Βίμπκο, που έχει γεννήσει, το προηγούμενο βράδυ ένα αγοράκι-, έτοιμοι, πάντως, να τινάξουν ο ένας τα μυαλά του άλλου στον αέρα. Είναι ο Εμφύλιος, ηλίθιε... Στις δύο αυτές συχνότητες εκπέμπει το
έργο του Ρουμάνου αλλά Γαλόφωνου, εδώ και χρόνια, Ματέι Βισνιέκ, με τον μακροσκελή, περίεργο αλλά ποιητικό τίτλο «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» (2004): του μίσους, της φρίκης, του κυνισμού, της σκληρότητας, του θανάτου αλλά και της νοσταλγίας, της τρυφερότητας, του πόνου. Και σε μία τρίτη
-παράδοξο!-: του χιούμορ. Ενός μαύρου, πικρού χιούμορ που ξύνει πληγές και αναδεύει, κάτω από την επιφάνεια, το φόβο. Στη δεύτερη σκηνή μία ομάδα προσφύγων γυρίζει στα σπίτια της, «επαναπατρίζεται». Όλα είναι ίδια, αλλά και όλα είναι αλλιώτικα πια. Τα σπίτια τους βρίσκονται πλάι στα χαραγμένα σύνορα ενός καινούργιου κράτους. Και τα περισσότερα έχουν γίνει στάχτη. Ο Βίγκαν και η Γιάσμινσκα, ένα ζευγάρι γερόντων, ο Πατέρας και η Μητέρα του έργου, που βρίσκονται ανάμεσά τους λογιάζονται για «τυχεροί»: από το δικό τους σπίτι έχουν κλέψει τη στέγη, τα πορτοπαράθυρα, τα πατώματα, το 
πηγάδι τους είναι τίγκα στα σκουπίδια και παντού βρομάει ψοφίμι αλλά οι τοίχοι άντεξαν. Μπορούν να το ξαναφτιάξουν.
Και να ψάξουν να βρουν τα κόκαλα του γιου τους, του Βίμπκο, που είδαμε στην αρχή και που σκοτώθηκε, τελικά, στον Εμφύλιο και κάπου εκεί, στο κοντινό δάσος, είναι παραχωμένος, ώστε να τον θάψουν σε έναν αξιοπρεπή τάφο. Αλλά δεν ξέρουν πού είναι τα κόκαλά του. Ο Εμφύλιος δεν ονοματίζεται. Ούτε τα ονόματα των καινούργιων κρατών που προέκυψαν. Αλλά εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι πρόκειται για τη διαμελισμένη Γιουγκοσλαβία. Ο νεκρός Βίμπκο, πάντως, είναι «παρών» στη σκηνή. Δίπλα στους γονείς του. Τους βλέπει, τους μιλάει... Εκείνοι δεν τον βλέπουν, δεν τον ακούν. Έτσι το κατ’ επίφασιν ρεαλιστικό έργο αποκτάει διαστάσεις παράλογου. Ενός τρυφερού, βαλκανικού παράλογου.
Διάφοροι φίλοι του Βίμπκο «εμφανίζονται», επίσης αόρατοι για τους δύο γέρους γονείς: είναι νεκροί από διάφορους πολέμους που τάραξαν, κατά καιρούς, την περιοχή. Από τον Ροσοτουρκικό του 19ου αιώνα έως τους Βαλκανικούς, από 
τον Πρώτο Παγκόσμιο έως τον Δεύτερο, τους Παρτιζάνους του Τίτο, τους γερμανούς εισβολείς, τους αλεξιπτωτιστές Σύμμαχους και τους εχθρούς του Τίτο, που έχουν εκτελεστεί. Όλοι εκεί γύρω προχειροθαμμένοι -κόκαλα παντού, ένας τόπος σπαρμένος από κόκαλα κάθε εθνικότητας. Υπάρχουν και δύο γείτονες: ο ένας, ο Νέος Γείτονας, ο Ιρβάν, που εμπορεύεται τα πάντα έως και κρανία 
και οστά -ο καπιταλισμός είναι ήδη εδώ...- και μία Τρελή Γριά, η Μίρκα. Ο Πατέρας ανοίγει λάκκους στο ξέφωτο του δάσους ψάχνοντας για το γιο του -«σ’ αυτή τη χώρα ευτυχισμένη μάνα είναι η μάνα που ξέρει πού είναι θαμμένα τα παιδιά της» λέει ψυχρά η Μητέρα -και όσο πιο ψυχρό, τόσο πιο σπαρακτικό... Τελικά ο Βίγκαν ξεθάβει έναν σαπισμένο σάκο. Μέσα του είναι η φυσαρμόνικα του Βίμπκο. Τον βρήκαν! Η Μητέρα, που η καρδιά της είχε γίνει πέτρα, ξεσπάει επιτέλους σε λυγμούς. Ζούσαν μέχρι τώρα με τα λεφτά που τους έστελνε η κόρη τους Είναι η Ίντα που εκπορνεύεται στην Ιταλία και τη βασανίζουν πατρόνες και νταβατζήδες. Ώσπου τη διώχνουν. Καμία αναφορά δεν γίνεται στον άντρα ή στο γιο της -ίσως δεν ζούνε. Κάποια στιγμή θα «γυρίσει» στο
 
σπίτι. Θα βλέπει τους γονείς της και θα τους μιλάει. Αλλά εκείνοι ούτε θα τη βλέπουν ούτε θα την ακούνε. Όπως δεν έβλεπαν ούτε άκουγαν τον Βίμπκο. Τον νεκρό γιο τους... Ένα έργο πολιτικό, λοιπόν.
Ηλικίας είκοσι χρόνων. Και όμως τόσο φρέσκο και επίκαιρο, με δύο πολέμους φρέσκους που λυσσάνε κοντά μας -στην Ουκρανία και στην Γάζα- και άλλους πολλούς, αλλού στον κόσμο... Και είναι άξια επαίνου η ομάδα «The Young
Quill» που το επέλεξε. Γιατί είναι και καλό έργο. 0 Βισνιέκ περνάει τους συμβολισμούς του με τρόπο ποιητικό αλλά και ανάλαφρο. Δομημένο σε 25 συν μία σκηνές, χαλαρά συνδεμένες γύρω από τον κεντρικό άξονα, βρήκε στο πρόσωπο της πολύ νεαρής Αικατερίνης Παπαγεωργίου, που υπογράφει τη σκηνοθεσία, άνθρωπο ικανό και ευφάνταστο να το αναδείξει χωρίς εξυπνακισμούς, προσέχοντας τη λεπτομέρεια και εξαιρετικά ισορροπώντας το χιούμορ με την τραγωδία. Και μία σκηνοθέτρια ικανή να αναδείξει τα προσόντα των ηθοποιών της που παίζουν δύο και τρεις ρόλους ο καθένας και να τους δέσει γερά μεταξύ τους. Ο Αλέξανδρος Βάρθης νομίζω πως με τον Ιρβάν κάνει τον καλύτερό του ρόλο παίζοντας στην
γκροτέσκα κόψη του ξυραφιού. Ο Τάσος Λέκκας επιβεβαιώνει το τάλαντό του και τη σκηνική του άνεση. Νομίζω πως και ο Πατέρας, με τον πνιγμένο από την απόγνωση, λακωνικό λόγο του, είναι, ίσως, ο πιο πειστικός ρόλος του Δημήτρη Πετρόπουλου, από όσους τον έχω δει. Η Ελίζα Σκολίδη, όμορφη, με έξοχη κίνηση και υπέροχη φωνή -τα τραγούδια της στοχεύουν κατευθείαν στην καρδιά-, πείθει απόλυτα στην Ίντα και τα καταφέρνει στην Τρελή Γριά. Last but not least η Μάνια Παπαδημητρίου. Η σπουδαία αυτή αλλά όχι τόσο όσο πρέπει -επιμένω- αξιοποιημένη από το ελληνικό θέατρο ηθοποιός, με τη φωνή-τσέλο αποδεικνύει, για άλλη μία φορά, την κλάση της ως Μητέρα. Έξοχοι και οι πέντε. Η παράσταση κυλάει
απρόσκοπτα με τη δοκιμασμένη, εξαιρετική μετάφραση της Έρσης Βασιλικιώτη. Η Μυρτώ Σταμπουλού με τα λιτά αλλά όχι μίζερα, καλαίσθητα σκηνικά της -αυτό το στρεβλό τραπέζι, με το πιάτο του γιου που τσουλάει πάνω του, πέφτει κάτω και γίνεται κομμάτια...-, η Ειρήνη Γεωργακίλα με τα κοστούμια της, ο Κωστής Μουσικός με τους φωτισμούς που σχεδίασε, ιδιαίτερα η Μαρίνα Χρονοπούλου με τις μουσικές της και, ακόμη περισσότερο, η Χρυσηίς Λιατζιβίρη με την
κινησιολογία της (pole dancing η Μέλλω Διανελλάκη) που έχει κινήσει αρμονικά την ποιητική αυτή παράσταση, πλαισιώνουν άψογα και αναδεικνύουν τη σκηνοθεσία. Μία παράσταση ιδιαίτερα προσεγμένη και συγκινητική αλλά όχι καταθλιπτική που πιστεύω πως θα μακροημερεύσει. Μην τη χάσετε! (Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή).
 
(Έντυπο πρόγραμμα δεν υπάρχει, βολεύτηκα με την εκτύπωση του σχετικού δελτίου Τύπου. Η μετάφραση της Έρσης Βασιλικιώτη έχει κυκλοφορήσει σε βιβλίο από τις Εκδόσεις Ύψιλον -Σειρά «Θέατρο», 2007-, το οποίο, όμως, δυστυχώς, είναι εξαντλημένο).
 
Να επισημάνω ότι το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα από την «Πειραματική Σκηνή της “Τέχνης”», που μας σύστησε και τον Ματίας Βισνιέκ, στο θέατρο «Αμαλία» της Θεσσαλονίκης, τη σεζόν 2006/2007. Ενώ τη σεζόν 2014/2015 παίχτηκε, για πρώτη φορά στην Αθήνα, σε σκηνοθεσία Νίκου Γκεσούλη στο θέατρο «Προσκήνιο».
 
Θέατρο «Μπέλλος», Ομάδα «The Young Quill», 14 Δεκεμβρίου 2023.

December 13, 2023

Στο Φτερό / Των ταπεινών και καταφρονεμένων

 
«Ο ντέτεκτιβ» του Δημήτρη Χατζή / Επιμέλεια: Κορνήλιος Σελαμσής, διαβάζει η Μαρία Σκουλά
 
Τα γραφτά του που ο Δημήτρης Χατζής τύπωσε δεν έπαψα να τα θεωρώ πολύτιμα. Και τα πρόσωπα που ζωντανεύει μέσα από αυτά έχουν γράψει μέσα μου. Ανεξίτηλα. Είναι μία πληγή αγιάτρευτη αυτοί οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι του με τους οποίους έχω ταυτιστεί και πάντα ταυτίζομαι- χωρίς να ξέρω ακριβώς το λόγο. Η -εξαιρετικά ψαγμένη και δουλεμένη- γλώσσα, οι καταστάσεις, οι
συμπεριφορές ανήκουν πια σε μία  άλλη εποχή βέβαια. Αλλά δεν έχουν ξεπεραστεί. Ίσως γιατί τα συναισθήματα, η απέραντη τρυφερότητα, η συγκίνηση ξεχειλίζουν από τα κείμενα αυτά -διηγήματα, κυρίως- χωρίς, όμως, ποτέ να χάνεται ο έλεγχος, χωρίς ποτέ να γλιστρούν στο μελόδραμα. Ο Χατζής με ένα στακάτο, συγκλονιστικό τρόπο βάζει φρένο στο μελόδραμα -τα φινάλε του πάντα είναι συγκλονιστικά. Ο «Ντέτεκτιβ» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό
 
«Επιθεώρηση Τέχνης» το 1962 και το 1963 περιλήφθηκε στη δεύτερη έκδοση -πρώτη στην Ελλάδα, η πρώτη-πρώτη έγινε στην Ρουμανία το 1953, μην ξεχνάμε πως ο Δημήτρης Χατζής ήταν πολιτικός εξόριστος, καταδικασμένος και απαγορευμένος, τότε, στην πατρίδα του- της συλλογής διηγημάτων του «Το τέλος της μικρής μας πόλης» (σήμερα, από Εκδόσεις «Το Ροδακιό», 2009). Αυτό το διήγημά του επέλεξαν ο πρόσφατα χαμένος
ποιητής και μεταφραστής Νίκος Λ. Παναγιωτόπουλος και η σκηνοθέτρια Σύλβια Λιούλιου να εντάξουν στα φετινή σειρά θεατρικών αναλογίων «Παραβάσεις / Αναγνώσεις» του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος». Η Μαρία Σκουλά, που το έχει ηχογραφήσει για το ΚΠΙΣΝ σε audio book ήδη από το 2020, άρα κατέχει καλά το κείμενο, τώρα έδωσε μία σκηνική ανάγνωσή του, με επιμέλεια του συνθέτη Κορνήλιου Σελαμσή: στα μαύρα, κινούμενη σε ένα σταυρωτό, φωτισμένο από τον Δημήτρη Κασιμάτη, πατάρι ή, όρθια, σε δύο αναλόγια στις δύο άκρες του ενός σκέλους του, με τον Κορνήλιο Σελαμσή να παράγει ήχους. Ο Θοδωράκης που τελείωσε με άριστα το γυμνάσιο της μικρής
του πόλης και περιμένει το διορισμό του σε θέση γραφέα στο δημόσιο, διορισμό που επιδίωξε ο πατέρας του μέσω ντόπιου βουλευτή αλλά που, τελικά, δεν έρχεται ποτέ, γίνεται εργάτης σε ένα μικρό τυπογραφείο, δεν παντρεύονται ποτέ με την Δέσποινα που του άρεσε και βαλτώνει. Όταν ένας ιδιαίτερος τύπος της πόλης του, μέθυσος, με το παρατσούκλι «Συρεγκέλας», βρίσκεται νεκρός στο πηγάδι της πλατείας, θάνατος που παραμένει ανεξιχνίαστος -αν ήταν ατύχημα ή έγκλημα-, ο Θοδωράκης, επηρεασμένος από τα αστυνομικά
που διαβάζει, αποκτά λόγο ύπαρξης -την εμμονή να  λύσει την
υπόθεση. Γι αυτό και οι συντοπίτες του του κολλούν το παρατσούκλι «ντέτεκτιβ». Τελικά θα τη βρει τη λύση. Χρειάστηκε να περάσουν δεκαπέντε χρόνια. Δεν θα είναι συναρπαστική. «Κανένα μυστικό δεν υπάρχει εδώ πέρα, εγκλήματα, νήματα που φτάνουμε τόσο μακριά, φόνοι ληστείες. Δεν υπάρχει καμιά δικαίωση, καμιά συνέχεια και κανένας θρίαμβος που το βρήκε. Μια νιότη χαμένη, μια ζωή που παραπλανήθηκε κι ένα όνειρο ψεύτικο, που τώρα το ξέρει
ποτές δεν το πίστεψε... Ξανακάθισε στο παγκάκι, ξανάβαλε το πρόσωπο μέσα στα χέρια κι άφησε τώρα τα δάκρυα να τρέχουν, χωρίς λυγμό, μια ταπεινή συντριβή -τελειωτική». Πάντα, στις δημόσιες αναγνώσεις, φοβάμαι τους ηθοποιούς που διαβάζουν. Και το ναρκισσισμό τους. Ο οποίος τους οδηγεί να «παίζουν» τα κείμενα. Και όχι να τα διαβάζουν. Η Μαρία Σκουλά, με την επιμέλεια και σύμπραξη επί σκηνής του Κορνήλιου Σελαμσή, ΔΙΑΒΑΣΕ τον «Ντέτεκτιβ». Με κύρος, με δύναμη, με συγκίνηση, «πατώντας» άριστα το λόγο. Δεν συγκινήθηκε η ίδια αλλά μας συγκίνησε εμάς. Βαθιά. Γιατί έδωσε ψυχή στους ταπεινούς και καταφρονεμένους του Χατζή. Επάξια και απολύτως διακριτικά τη συντρόφεψε μία κυρία που απέδωσε το κείμενο στη νοηματική (Φωτογραφίες: Βάσια Αναγνωστοπούλου). 
 
(Ένα περιποιημένο δίπτυχο ήταν το πρόγραμμα της εκδήλωσης).
 
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» / «Φάρος», «Παραβάσεις / Αναγνώσεις», 10 Δεκεμβρίου 2023.

November 21, 2023

Στο Φτερό / Η περίπτωση Νίκολα Τέσλα: άνοδος και πτώση

 
«Οι αστραπές» του Φιλίπ Ερσάν, λιμπρέτο (Εσνόζ) Ζαν Εσνόζ / Μουσική διεύθυνση: Ηλίας Βουδούρης. Σκηνοθεσία: Κλεμάν Ερβιέ-Λεζέ (αναβίωση: Κλερ Πασκιέ).
 
Σέρβος, γεννημένος το 1856, στην τότε Αυστριακή Αυτοκρατορία και σε έδαφος της σημερινής Κροατίας, ο μηχανικός και εφευρέτης Νίκολα Τέσλα, ο οποίος έκανε ημιτελείς σπουδές στο Γκρατς και στην Πράγα, εργάστηκε στην Βουδαπέστη και, κατόπιν, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, για να μεταναστεύσει, τελικά, το 1884, στις ΗΠΑ, ήταν, χωρίς αμφιβολία, μία ιδιοφυία.
Η οποία, στο χώρο του ηλεκτρισμού, πρόσφερε στην ανθρωπότητα τεράστιες υπηρεσίες. Και όμως άργησε να αναγνωριστεί λόγω της εξαιρετικά αντιφατικής, εκκεντρικής και, εντέλει, διαταραγμένης προσωπικότητάς του -μιλούσε για επαφές που κάνει με εξωγήινους, «συνομιλούσε» με τα πουλιά...-  και λόγω του ότι πολεμήθηκε, κυρίως από τον
αμερικανό, επίσης, εφευρέτη αλλά και επιχειρηματία Τόμας Έντισον. Αναγνώριση που ήρθε, βασικά, μετά το θάνατό του το 1943. Ενώ, τις τελευταίες δεκαετίες, ο Τέσλα, του οποίου πολλοί εκμεταλλεύτηκαν και καπηλεύτηκαν τις εφευρέσεις που ο ίδιος δεν στάθηκε ικανός, σε αντίθεση με τον Έντισον, να προωθήσει εμπορικά και οικονομικά, αναδείχθηκε σε καλτ ήρωα της ποπ κουλτούρας. Ο Τέσλα με το όνομα Γκρέγκορ είναι ο ήρωας στο μυθιστόρημα «Αστραπές» (2010) του Γάλου Ζαν Εσνόζ που ο ίδιος το μετασχημάτισε σε λιμπρέτο για την όπερα «Οι
αστραπές» (2021) του Φιλίπ Ερσάν (έχουμε ακούσει στο Μέγαρο Μουσικής, το 2019, το ιδιότυπο αλλά πολύ ενδιαφέρον έργο του «Tristia», από τον Θεόδωρο Κουρεντζή και την «musicAeterna» του). Ένα λιμπρέτο απλό, χωρίς, ομολογουμένως, εξάρσεις και, κάπως ευθύγραμμο, με σύντομες σκηνές, κινηματογραφικής δομής, που βασίζεται στη ζωή του Τέσλα αλλά με μυθοπλαστικές παρεμβάσεις. Ο Φιλίπ Ερσάν, χωρίς να
πρωτοπορεί, έχει γράψει, σε δρόμους ήδη ανοιγμένους, μουσική μελωδική, ελκυστική για το ευρύ κοινό, που κορυφώνεται σταθερά για να φτάσει στα καλύτερά της με το κουαρτέτο -σε δύο παράλληλες σκηνές- Γκρέγκορ-Νόρμαν
και Έντισον-Μπέτι ενώ η σκηνή με τις ζωντανές -αποτυχημένες- δοκιμές της ηλεκτρικής καρέκλας, με τον κατάδικο να σπαρταράει πάνω της αλλά να μην πεθαίνει είναι πραγματικά πολύ σκληρή. Στην όπερα των Εσνόζ-Ερσάν -«παιχνιώδες δράμα» τη χαρακτηρίζει ο συνθέτης-  ο Τέσλα/Γκρέγκορ φτάνει με πλοίο στην Νέα Ιόρκη, απένταρος μετανάστης, μόνο με μία συστατική επιστολή προς τον Τόμας Έντισον. Όταν η μηχανή του πλοίου παθαίνει βλάβη και καταφέρνει εθελοντικά να τη διορθώσει, γίνεται
σταρ.  Με τον Έντισον, ο οποίος φοβάται ότι θα τον υποσκελίσει, δεν θα τα βρούνε. Ο Τέσλα/Γκρέγκορ θα βρει, όμως, προστασία στον εύπορο επιχειρηματία Πάρκερ, υποστήριξη από τη δημοσιογράφο Μπέτι και, αργότερα, θα γνωρίσει το ζεύγος φιλανθρώπων
Άξελροντ -τον Νόρμαν και την Έθελ- που τον στηρίζουν -η Έθελ, μάλιστα, τον ερωτεύεται. Αλλά χωρίς αντίκρυσμα γιατί είναι αφιερωμένος στην επιστήμη και στις εφευρέσεις του τις οποίες πολεμάει και συκοφαντεί ο Έντισον. Κουρασμένος από τη δημοσιότητα και τον πόλεμο αυτό, θα φύγει στο Κολοράντο ενώ ο Πάρκερ θα άρει την υποστήριξη που του έχει προσφέρει. Μόνοι φίλοι του πια, τελικά, το ζεύγος Άξελροντ. Θα πεθάνει μόνος του σε ένα
ξενοδοχείο, στην Νέα Ιόρκη, το 1943, χωρίς να έχει αναγνωριστεί πλήρως η προσφορά του. Η αναγνώριση του πολύ μπροστά από την εποχή του εφευρέτη άργησε πολύ να έρθει -μετά το θάνατό του. Ο σκηνοθέτης Κλεμάν Ερβιέ-Λεζέ πήγε με τα νερά του έργου. Το  ανέβασε το 2021 στην Κωμική Όπερα του Παρισιού, σε συμπαραγωγή με την Εθνική Λυρική Σκηνή,
απλά και δυναμικά, με την Κλερ Πασκιέ να έχει αναλάβει εδώ, επιτυχώς, την αναβίωση της παράστασης. Εξαιρετικά καλαίσθητα και εξόχως λειτουργικά -έρεαν,σε μία συνεχή ροή- τα σκηνικά της Ορελί Μαέστρ, φωτισμένα άψογα 
από τον Μπερτράν Κουντέρ (σε αναβίωση Ενζό Σεσκατί), εξαιρετικά και τα κοστούμια της Καρολίν ντε Βιβέζ -άσπρο, μαύρο και γκρίζο που έσπαζαν με τα φλούο χρώματα των κοστουμιών των γυναικών, μαζί με το σχεδιασμό ήχου από τον Ζαν-Λικ Ριστόρ βοηθούσαν ουσιαστικά το σκηνικό αποτέλεσμα. Ο Ηλίας Βουδούρης οδήγησε από το πόντιουμ ικανοποιητικά την Ορχήστρα και τη
διδαγμένη από τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Σωστός φωνητικά και υποκριτικά ο βαρύτονος Χάρης Ανδριανός ως Γκρέγκορ, αν και περίμενα να υπερβεί τα όριά του. Σε καλό επίπεδο και ο τενόρος Γιάννης Καλύβας (Νόρμαν), η σοπράνο Χρύσα Μαλιαμάνη (Μπέτι), ο μπασοβαρύτονος Μάριος Σαραντίδης (Πάρκερ) και οι
υπόλοιποι της διανομής. Ξεχώρισα τον βαρύτονο Γιάννη Σελητσανιώτη (πειστικός Έντισον) και, κυρίως, τη μέτζο Νεφέλη Κωτσέλη (Έθελ) που είχε ήδη ξεχωρίσει  φέτος, ως Νέρις, στην «Μήδεια»: εξαιρετικό φωνητικό μέταλλο, ζεστή, αισθαντική φωνή, εκφραστικότατη, άψογη, καθόλου «οπερατικά επιδεικτική» υποκριτική. Ποντάρω στη σημαντική εξέλιξή της. Το αξίζει (Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος). 
 
 
 
(Πληρέστατο το έντυπο -δίγλωσσο, ελληνικά και αγγλικά- πρόγραμμα της παράστασης -αν και όχι πρωτότυπο αλλά με κείμενα από το πρόγραμμα της γαλικής παράστασης, μεταφρασμένα -επιμέλεια έκδοσης Νίκος Α. Δοντάς).
 
Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», συμπαραγωγή Εθνική Λυρική Σκηνή-«Κωμική Όπερα» του Παρισιού, 16 Νοεμβρίου 2023.