July 30, 2015

Πενήντα χρόνια Ρένη





Την ανάστησε ο Κάρολος Κουν. Και το «Θέατρο Τέχνης». Ο Κουν την έκανε πρωταγωνίστρια γιατί ΗΤΑΝ και ΕΙΝΑΙ από τη στόφα της πρωταγωνίστριας. Στο «Θέατρο Τέχνης» έδωσε τα νιάτα της τα χρυσά και 39 χρόνια της ζωής της: από το 1963 που μπήκε στη δραματική σχολή του μέχρι το 2002, όταν οι συνθήκες την ώθησαν να φύγει -η Αντιγόνη στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», στην Επίδαυρο, ήταν ο τελευταίος της ρόλος. Οστούν εκ των οστέων του, σαρξ εκ της σαρκός του.
Τι είδαμε από την Ρένη Πιττακή στο «Θέατρο Τέχνης» δεν θα το θυμίσω τώρα. Τι είδαμε από την Ρένη Πιττακή ΑΦΟΥ έφυγε από το «Θέατρο Τέχνης», με τον Λευτέρη Βογιατζή και με άλλους, δεν θα το θυμίσω τώρα. Εκείνο που θέλω να θυμίσω είναι ότι η Ρένη Πιττακή πρωτοπάτησε το σανίδι ως Ασθενής -φιγκιράν, δηλαδή, κομπάρσα- στην «Δολοφονία του Ζαν-Πολ Μαρά» του Πέτερ Βάις, δευτεροετής μαθήτρια της σχολής -υποβάσταζαν με την Κάτια Δανδουλάκη την κατατονική «Σαρλότ Κορντέ», την Μάγια Λυμπεροπούλου δηλαδή, την άλλη κορυφαία του «Θεάτρου Τέχνης».
Σήμερα είναι μια μέρα ιδιαίτερη. ΠΟΛΥ ιδιαίτερη. Η Ρένη Πιττακή -η Ρένη Πιττακή του Ήθους- επιστρέφει στο «Θέατρο Τέχνης» -μέσω Φεστιβάλ Αθηνών. Μετά από δεκατρία ολόκληρα χρόνια. Και δεν επιστρέφει απλώς. Επιστρέφει με έργο ενός νέου έλληνα συγγραφέα -«Θέλω μια χώρα» του Ανδρέα Φλουράκη-, επιστρέφει σκηνοθετημένη από μία μαθήτριά της στη δραματική σχολή του «Θεάτρου Τέχνης», όπου και δίδαξε επί πολλά χρόνια -την Μαριάννα Κάλμπαρη, καλλιτεχνική διευθύντρια σήμερα του «Θεάτρου Τέχνης», και -το βασικότερο- επιστρέφει πλαισιωμένη από ένα πλήθος νιάτα -απόφοιτοι και μαθητές της δραματικής σχολής του «Θεάτρου Τέχνης», δοσμένοι ψυχή τε και σώματι, όπως τον παλιό εκείνο καιρό γινόταν με τα «Κουνάκια».
Αλλά η σημερινή μέρα είναι και «αλλιώς» ιδιαίτερη. Εκείνο το «Μαρά-Σαντ» με το οποίο η Ρένη Πιττακή πρωτοπάτησε το σανίδι στο «Υπόγειο» ήταν τη σεζόν 1965/1966. Φέτος η Κυρία Ρένη Πιττακή κλείνει 50 ολόκληρα και στρογγυλά χρόνια που μας κάνει την τιμή να ανασαίνει στο Θέατρό μας -στο ελληνικό Θέατρο. Στο Θέατρο με το θήτα κεφαλαίο. Εγώ, αυτό, το γιορτάζω. Και θα είμαστε εκεί, Πειραιώς 260, απόψε. Για να το γιορτάσουμε μαζί. Για να τη χειροκροτήσουμε. Και για να την ευχαριστήσουμε.

July 29, 2015

«Βερενίκη» lost in space…


Το έργο. Ρώμη, έτος 79 μ. Χ. και τον αυτοκράτορα της Ρώμης Βεσπασιανό που πεθαίνει διαδέχεται ο γιος του Τίτος. Στην Ρώμη, κοντά του, ως επίσημη ερωμένη, βρίσκεται η εβραία πριγκίπισσα Βερενίκη, κόρη του Ηρώδη Αγρίπα Α΄ και αδελφή του Ηρώδη Αγρίπα Β΄, που φέρει τον τίτλο της βασίλισσας της Παλεστίνης -ρωμαϊκής, έτσι κι αλλιώς, επαρχίας. Όλοι συμπεραίνουν πως έφτασε η στιγμή που ο Τίτος θα την κάνει γυναίκα του. Ο αυτοκράτορας, όμως, αφουγκράζεται -φωτισμένος ηγεμόνας γαρ…-, μέσα από τους ανθρώπους του, και μετράει τη δυσαρέσκεια της δημόσιας γνώμης -που δεν έχει ξεχάσει την περίπτωση της Κλεοπάτρας…-, στην πιθανότητα γάμου του με μία ξένη βασίλισσα. Και, τελικά, διαλέγει, παρά τον πολυετή έρωτά τους με την Βερενίκη, το καθήκον του προς την Ρώμη.
Ο Αντίοχος, βασιλιάς της Κομαγινής -βασίλειο κάπου στα εδάφη της σημερινής νοτιοανατολικής Τουρκίας, το οποίο, επίσης, έχει γίνει ρωμαϊκή επαρχία- είναι ο έμπιστος φίλος του στον οποίο αναθέτει να πάει το δυσάρεστο μαντάτο στην Βερενίκη. Μόνο που ο Αντίοχος, βαθιά -και κρυφά- ερωτευμένος μαζί της επί πέντε χρόνια, καθώς ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει την Ρώμη μη αντέχοντας να δει την Βερενίκη να παντρεύεται με τον Τίτο, όταν τη συνάντησε για να τη χαιρετήσει, της έχει αποκαλύψει το λόγο για τον οποίο φεύγει. Γι αυτό και αποφασίζει να μην της μεταφέρει το μήνυμα του Τίτου -δεν είναι ο κατάλληλος άνθρωπος να το κάνει… Αλλά εκείνη τον συναντά και τον πιέζει να της πει την αλήθεια. Όταν της τη λέει -ότι ο Τίτος την απαρνιέται-, η Βερενίκη αρνείται να τον πιστέψει. Απελπισμένη επιδιώκει να συναντήσει τον ίδιο τον Τίτο που της επιβεβαιώνει την απόφασή του αλλά της ζητάει να μείνει στην Ρώμη ως παλλακίδα του. Η Βερενίκη ανακτά την υπερηφάνια της, αρνείται και ομολογεί στον Αντίοχο, που χάνει πια κάθε ελπίδα, πως φεύγει από την Ρώμη.
Και οι τρεις τους επιζητούν το θάνατο. Αλλά, όταν συναντηθούν και ο Αντίοχος εκμυστηρευθεί και στον Τίτο πως ήταν ερωτικός του αντίζηλος για την καρδιά της Βερενίκης, θα συναποφασίσουν, με την πρωτοβουλία εκείνης, πως θα ζήσουν. Μακριά πια ο ένας από τον άλλο και με την ανάμνηση αυτής της ιστορίας που έκανε και τους τρεις δυστυχισμένους. Η Βερενίκη και ο Αντίοχος φεύγουν χωριστά από την Ρώμη και ο Τίτος μένει μόνος. Με την εξουσία και το Καθήκον.
Ο Ζαν Ρασίν έγραψε την «Βερενίκη» του (1670) αντλώντας από τον ρωμαίο ιστορικό του 1ου και 2ου αιώνα μ.Χ. Σουητόνιο, σε αλεξανδρινό -δωδεκασύλλαβο- στίχο, ως μία ερωτική τραγωδία πολιτικής αναγκαιότητας με απώτερο στόχο να κολακεύσει το βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ΄: ένας φωτισμένος ηγέτης που θέτει το συμφέρον του λαού του πάνω από το προσωπικό του συμφέρον και από την προσωπική του ζωή. 
Σήμερα, βέβαια, το έργο ηχεί τρομερά φλύαρο και στατικό αλλά δεν παύει να αποτελεί και ένα μπαρόκ κομψοτέχνημα. Αυτή τη φορά, μάλιστα, συνειδητοποίησα πως το συγκεκριμένο περίτεχνο κείμενο κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί προανάκρουσμα του Μαριβό και του μαριβοντάζ -του περιπεπλεγμένου διαλογικού σκηνικού ερωτικού παιχνιδιού- που τον επόμενο αιώνα εξέλιξε την κλασική γαλική ερωτική τραγωδία σε κωμωδία ερωτική.


Η παράσταση. Το έργο αυτό για να σταθεί σήμερα χρειάζεται μεγάλη σκηνοθετική δεξιοτεχνία. Ο Θέμελης Γλυνάτσης που ανέλαβε τη σκηνοθεσία δεν έχει μεγάλη πείρα. Το χειμωνιάτικο τολμηρό αφηγηματικό εγχείρημά του, όμως, στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» με τον «Ρομαντισμό» -τη σκηνική μεταφορά της τριλογίας του Χέρμαν Μπροχ «Υπνοβάτες»-, το οποίο εγώ είχα κρίνει ως άκρως επιτυχές, μου είχε δημιουργήσει την εντύπωση πως, αφού τα κατάφερε σε μία λογοκρατούμενη παράσταση θα τα κατάφερνε και με την «Βερενίκη». Διαψεύστηκα.

Ο νεαρός σκηνοθέτης χάθηκε στον σκηνικό χώρο που επέλεξε να παρουσιάσει το έργο: την ανοικονόμητη μεγάλη αίθουσα της «Πειραιώς 260», με τις αντηχήσεις -κάτι, τηρουμένων των αναλογιών, αντίστοιχο μ’ αυτό που έπαθε η Κατερίνα Ευαγγελάτου ανεβάζοντας τον «Ρήσο» στο Λύκειο του Αριστοτέλη. Επτά ηθοποιοί, διασπαρμένοι σε ένα χώρο αχανή, σχεδόν άδειο, αναγκαστικά -για να ακουστούν- με μικρόφωνα που αλλοίωναν τον έξοχο λόγο της -έμμετρης, ένα επίτευγμα- μετάφρασης του Στρατή Πασχάλη και έκαναν τις φωνές τους να ηχούν ξύλινες και, στις εντάσεις που τους ζητήθηκαν, απωθητικές και άναρθρες, περιφέρονταν αμήχανοι.

Ενώ ο σκηνοθέτης, ακόμα πιο αμήχανος, χωρίζοντας τη σκηνή, μέσα από τους φωτισμούς της Στέλλας Κάλτσου που απεγνωσμένα αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία προσπαθούσαν να βοηθήσουν, σε ζώνες οριζόντιες προς την εξέδρα των θεατών, αγωνιζόταν, επιδιδόμενος σε κακοχωνεμένους και καθόλου πειστικά υλοποιημένους σκηνοθετισμούς, να γεμίσει, όπως-όπως, το χώρο με παράλληλες δράσεις. Οι οποίες -πλήρες μασάζ του γυμνού αυτοκράτορα, ένα σεξουαλικό όργιο των τριών ακολούθων των τριών βασικών ηρώων, κάτι λεσβιακά Βερονίκης-Φοινίκης, ένα χαρτοπαίγνιο, το κατεβασμένο παντελόνι του Τίτου…-,
εκτός του ότι κραύγαζαν πόσο περιττές είναι, αποσυντόνιζαν εντελώς το θεατή και αποσπούσαν την προσοχή του, την εντελώς απαραίτητη για να προσλάβει τον πυκνό, δύσβατο λόγο. Και ενώ από την άλλη -σχιζοφρενικό!- είχε γίνει μεγάλη και, εν πολλοίς, επιτυχής προσπάθεια -και είναι από τα ελάχιστα θετικά που βρήκα στην παράσταση- να σπάσει ο περίπλοκος στίχος και να κατεβεί στο θεατή.
Τη χαριστική βολή έδινε η αισθητική της παράστασης: το μίζερο, αλειτούργητο, απλώς διακοσμητικό σκηνικό -κάτι σαν φωτιστικό, κρεμασμένο από το ταβάνι, με σωλήνες νέον και ανοιχτές μαύρες ομπρέλες, σαν απόνερα Ζογγολόπουλου- του Αδριανού Ζαχαριά και τα πέραν πάσης περιγραφής κοστούμια σε ασπρόμαυρο της Ελευθερίας Αράπογλου -σπάνια έχω δει τόσο κακόγουστη, κατά τη γνώμη μου, ενδυματολογική δουλειά…
Η πολύ ενδιαφέρουσα μουσική των Silent Move, παιγμένη ζωντανά, και τα α καπέλα τραγούδια από δύο καλές φωνές -τη μέτζο Αναστασία Κότσαλη και τον τενόρο Χρήστο Κεχρή- δεν έσωζαν το αποτέλεσμα.
Οι ερμηνείες. Οι καλοί ηθοποιοί της διανομής έδειχναν ακαθοδήγητοι, χωρίς επαφή μεταξύ τους και… ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Η Μαρία Ναυπλιώτου, άθλια ντυμένη -εκείνες οι μαύρες εσπαντρίγ…-, μακιγιαρισμένη και χτενισμένη -προς Θεού, ούτε το κάλλος της δεν μπόρεσε να εμπνεύσει την ενδυματολόγο; Έλεος!- έδωσε, με τις δυνάμεις που διαθέτει και το κύρος της, τον επώνυμο ρόλο ξέροντας τι λέει. Ακατάλληλος μου φάνηκε ο ικανός Νέστωρ Κοψιδάς για το ρόλο του Τίτου -καμία επαφή με την Βερενίκη. Ο εξαίρετος Ιερώνυμος Καλετσάνος-Αντίοχος στάθηκε στη σκηνή με επάρκεια -ίσως ο καλύτερος. Ο Σωτήρης Τσακομίδης-Αρσάκης -όταν δεν του ζητούσαν να ουρλιάζει-, η Αλεξάνδρα Ντεληθέου-Φοινίκη, ο -με κουκουλωμένο κεφάλι μέχρι το τέλος…- Θανάσης Δόβρης-Πάουλος και ο Κλήμης Εμπέογλου-Ρούτιλος εξυπηρέτησαν όσο μπορούσαν την παράσταση.
Το συμπέρασμα. Μία, κατά τη γνώμη μου, παταγώδης αποτυχία. Κρίμα.

«Πειραιώς 260»/Χώρος Δ, Φεστιβάλ Αθηνών, 24 Ιουλίου 2015.

July 28, 2015

Όταν κάτι που αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο...



Το έργο. 44 π.Χ. και ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας έχει ξεκαθαρίσει πια τους λογαριασμούς του με τον Πομπήιο και τους επιγόνους του και έχει απολύτως επικρατήσει στην Ρώμη και σε ολόκληρο το imperium. Ύπατος στην αρχή, δικτάτωρ με θητεία δέκα χρόνων κατόπιν, έχει, πλέον, ανακηρυχθεί από την Σύγκλητο Ισόβιος Δικτάτωρ -σχεδόν έχει θεοποιηθεί. Και φλερτάρει, τώρα, με το στέμμα. Το δημοκρατικό πολίτευμα -όπως τέλος πάντων, το εννοούσαν τότε- κινδυνεύει.
Στα Λουπερκάλια, μεγάλη ρωμαϊκή γιορτή, ο παρά τω Καίσαρι Μάρκος Αντώνιος, πρώτος έμπιστός του, του προσφέρει δημόσια το στέμμα τρεις φορές αλλά ο Καίσαρας θεατρινίστικα το αποποιείται, με τα πλήθη να αλαλάζουν -η αποθέωση του λαϊκισμού-πριν λιποθυμήσει -επιληπτική κρίση ή άλλο ένα κόλπο; Στην ίδια γιορτή, όμως, ένας Μάντης θα τον προειδοποιήσει πως αι Ειδοί του Μαρτίου (δηλαδή η 15η Μαρτίου στο ρωμαϊκό ημερολόγιο) είναι μία ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να φυλάγεται. Δεν του δίνει σημασία. Όπως, όταν φτάνει αυτή η καταραμένη μέρα, δεν δίνει, τελικά, σημασία, αν και προς στιγμή δείχνει να κάμπτεται, στα τρομακτικά όνειρα που έχει δει την προηγούμενη νύχτα η σύζυγός του Καλπουρνία και δεν υποκύπτει στα παρακάλια της να μην πάει στη Σύγκλητο, αγνοώντας και τα κακά σημάδια που έχουν εντοπίσει οι οιωνοσκόποι, θεωρώντας τα φτηνές και αταίριαστες με το μέγεθός του προλήψεις. Και πηγαίνει. Εκεί τον περιμένει ο θάνατος.
Ο Γάιος Κάσιος Λογγίνος έχει οργανώσει εναντίον του, μαζί με τον Πόπλιο Σερβίλιο Κάσκα, τον Μέτελο Κίμβρο, τον Δέκιο Βρούτο, τον Κίνα και άλλα μέλη της ρωμαϊκής αριστοκρατίας συνωμοσία στην οποία έχει προσηλυτίσει και το φίλο του Καίσαρα Μάρκο Ιούνιο Βρούτο, τον επιφανέστερο όλων -και τον πιο έντιμο-, ο οποίος προσχώρησε αποκλειστικά για λόγους ιδεολογικούς. Οι συνωμότες δολοφονούν τον Καίσαρα στην Σύγκλητο αλλά ο Βρούτος με τα συνετά λόγια του -«το έκανα όχι γιατί αγαπούσα τον Καίσαρα λιγότερο, παρά γιατί αγαπούσα την Ρώμη περισσότερο»- κατευνάζει και παίρνει με το μέρος τους, για την ώρα, το αναστατωμένο πλήθος -που εύκολα πείθεται πως ο Καίσαρας ήταν ένας τύραννος.
Στην κηδεία του, όμως, ο σατανικά ρητορικός επικήδειος του Μάρκου Αντώνιου μεταστρέφει και πάλι τον λαό -τον πάντα ευκολόπιστο και πάντα προδομένο- που μετατρέπεται σε όχλο και ξεσηκώνεται κατά των δολοφόνων. Οι συνωμότες το σκάνε ενώ την εξουσία θα αναλάβει μία τριανδρία -Μάρκος Αντώνιος, Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος και Οκταβιανός, ο θετός γιος και κληρονόμος του Καίσαρα και κατοπινός, ως Αύγουστος, πρώτος ρωμαίος αυτοκράτορας. Ένας καινούργιος εμφύλιος πόλεμος ξεσπάει.

Το 42 π.Χ., δυόμισι χρόνια μετά τη δολοφονία του Καίσαρα, τα αντίπαλα στρατεύματα -Μάρκος Αντώνιος και Οκταβιανός από τη μία, Βρούτος και Κάσιος από την άλλη- θα συγκρουστούν στους Φιλίππους,. Οι δολοφόνοι του Καίσαρα ηττώνται και, για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών τους, αυτοκτονούν. Ο Μάρκος Αντώνιος, όμως, στο τέλος δεν θα έχει παρά μόνο λόγια τιμητικά για τον νεκρό Βρούτο, «τον μόνο που έπραξε ό,τι έπραξε για το κοινό καλό».
Ο Γουίλιαμ Σέξπιρ με τον «Ιούλιο Καίσαρά» του (1599;), τη μία από τις τρεις «ρωμαϊκές» τραγωδίες του, η οποία θα μπορούσε να καταταχτεί και στα ιστορικά του δράματα, αντλώντας από τον Πλούταρχο δημιουργεί μία μεγαλειώδη νωπογραφία. Η οποία, αν και πάσχει από την έλλειψη ενός κεντρικού προσώπου-άξονα -ο Καίσαρας δολοφονείται πριν από τα μισά του έργου και το βάρος, κατόπιν, πέφτει στο πρόσωπο του Βρούτου-, έχει σελίδες αξεπέραστες -όπως ο επικήδειος του Μάρκου Αντώνιου για τον Καίσαρα- που χαρακτηρίζουν έναν Σέξπιρ ώριμο πια.
Η παράσταση. Ο εγκατεστημένος στην Ελλάδα Λιθουανός Τσέζαρις Γκραουζίνις επέλεξε μία σύγχρονη γραμμή για την παράστασή του. Πάνω στην ανθεκτική ακόμα, παρά τα περισσότερα από 50 χρόνια της, μετάφραση που έχει κάνει ο Μίνως Βολανάκης, την οποία επεξεργάστηκαν δραματουργικά με χέρι αποφασιστικό -περικοπές, ισχυρή συμπύκνωση και κάποιες προσθήκες-, όπως εξυπηρετούσε τη σκηνοθεσία, ο ίδιος και η Μάρω Παπαδοπούλου, σχεδίασε μία παράσταση μεγάλης
ακρίβειας, με αυστηρά γεωμετρημένη, σχεδόν μηχανική κίνηση -κοντά στο χοροθέατρο θα μπορούσα να πω-, που μεταφέρει, με βλέμμα δηκτικό, το έργο στο σήμερα -ένας αγώνας για την εξουσία, που μοιάζει με ψυχρό γραφειοκρατικό παιχνίδι. Βρήκα εξαιρετικό τον τρόπο που ο Γκραουζίνις εφάρμοσε το έργο πάνω στην άποψή του χωρίς να εκβιάζει το κείμενο, χωρίς ακρότητες, κρατώντας τις ισορροπίες. Ο ενθουσιασμός μου αυξανόταν μέχρι τη δολοφονία του Καίσαρα.
Μετά άρχισε να καταλαγιάζει και να κατολισθαίνει ταχύτατα στην απογοήτευση -η πλήρης ανατροπή της αίσθησης που είχα στην αρχή: το μέτρο ξαφνικά χάνεται, οι σκηνοθετισμοί αρχίζουν να περισσεύουν, η δηκτικότητα μετατρέπεται σε κυνισμό και, σχεδόν, σε πλάκα, το έργο σε παρωδία -με μούτες, με κολπάκια, με έναν «Ειδικό» επί σκηνής, πρόσωπο που επεμβαίνει ως σκηνοθέτης και εκφράζει κρίσεις…- και το φινάλε, με τις αλλεπάλληλες αυτοκτονίες-γκαγκ, σε κινούμενα σχέδια. Σαν ο σκηνοθέτης -τον οποίο πολύ εκτιμώ και έχω συνδέσει με μερικές σπουδαίες παραστάσεις, όπως ο «Οιδίπους τύραννος» του Αιμίλιου Χειλάκη-, τελικά, καθόλου να μην εκτιμάει το έργο που ανέλαβε να σκηνοθετήσει. Ή σαν να θέλει να κάνει επίδειξη μεταμοντερνισμού. Μέχρι να τελειώσει η παράσταση -πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό-, ο ενθουσιασμός μου είχε εξανεμιστεί και είχε μετατραπεί σε οικτρή απογοήτευση.
Βρήκα, πάντως, καίρια τη δουλειά του Κένι ΜακΛέλαν στα λιτά αλλά ακριβή σκηνικά και, κυρίως, στα κοστούμια του -οι τα φαιά φέροντες της εξουσίας, σαν ανθρωπάκια του Γιάννη Γαΐτη- και σημαντική τη συμβολή του Μαρτίνας Μπιαλομπζέσκις με τη μουσική του και του Νίκου Βλασσόπουλου με τους φωτισμούς του.

Οι ερμηνείες. Ο Κώστας Μπερικόπουλος ως Καίσαρας, σε ένα ρόλο μεγέθους διαφορετικού από τη στόφα του, κάνει ένα άλμα και δίνει μία μεστή ερμηνεία, από τις καλύτερες τις καριέρας του. Αντίθετα βρήκα κάπως λίγο τον Βρούτο του καλού ηθοποιού Γιάννη Στάνκογλου και με κίνηση προβληματική -δεν ξέρω αν η θέση των ποδιών του και το λύγισμα της μέσης είναι σκηνοθετική οδηγία ή ελάττωμα. Με προβλήματα στην κίνηση και ο Δημήτρης Ήμελλος (Κάσιος), επίσης ηθοποιός καλός, επιδεικνύει μία υπερβολική σκηνική άνεση και αυτοπεποίθηση η οποία φοβάμαι πως οδηγεί στη μανιέρα. Ο Γιώργος Γάλλος δίνει κάπως χοντροκομμένα τον Μάρκο Αντώνιο. Ικανοποιητικούς βρήκα τον Χρήστο Σαπουντζή (Κάσκας), την Μάρω Παπαδοπούλου (Καλπουρνία) -τη θέλει το σανίδι, το πατάει γερά-, την Αφροδίτη Αντωνάκη (Πόρσια) και τον Συμεών Τσακίρη (Λούκιος), ουδέτερο τον Παναγιώτη Αθανασόπουλο (Τρεβώνιος) και με αδυναμίες τον Δημοσθένη Ελευθεριάδη (Μέτελος).
Αφήνω τελευταίο τον Αλέξανδρο Λογοθέτη. Ο καλύτερος, για μένα, ηθοποιός της διανομής -και με φωνή-μουσικό όργανο- απόρησα πως έχει περιοριστεί σε ένα τόσο δευτερεύοντα ρόλο, τον Δέκιο, τον οποίο, όμως, εξυπηρετεί άψογα.
Πάντως, η γενική αίσθησή μου ήταν πως, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι ηθοποιοί δεν είχαν πειστεί γι αυτά που τους ζητήθηκε να κάνουν στο δεύτερο μισό της παράστασης…
Το συμπέρασμα. Μέσα σε δύο ώρες και κάτι πέρασα απότομα από το ζεστό στο κρύο -από τον ενθουσιασμό στην απογοήτευση. Κρίμα… (Η πρώτη φωτογραφία, του Πάνου Μιχαήλ).

«Πειραιώς 260»/Χώρος Η, Φεστιβάλ Αθηνών, 23 Ιουλίου 2015.

July 26, 2015

Όταν ο σύντροφος του Λόρκα τον ακολούθησε στο θάνατο



Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση 

Άλλο ένα έργο από την πλούσια ισπανόφωνη θεατρική παραγωγή θα παρουσιαστεί το χειμώνα στην ελληνική σκηνή: «Η σκοτεινή πέτρα» του 37χρονου σήμερα, άπαιχτου και άγνωστου μέχρι τώρα στην Ελλάδα, Αλμπέρτο Κονεχέρο, που θ’ ανεβάσει ο καλός Κωνσταντίνος Ασπιώτης, αρχές Νοεμβρίου, στο θέατρο «Κιβωτός» σε μετάφραση της πρέσβειρας του ισπανόφωνου θεάτρου στην Ελλάδα Μαρίας Χατζηεμμανουήλ, με πρωταγωνιστές, στους δυο ρόλους του έργου, τον Γιάννη Τσεμπερλίδη και τον Σταύρο Ράγια.
Οι τελευταίες ώρες του Ραφαέλ Ροδρίγεθ Ραπούν, μεγάλου έρωτα και σύντροφου του Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα στα τελευταία χρόνια της ζωής του, είναι το θέμα του έργου. Ο Λόρκα, στα 35 του, τότε, χρόνια, συνάντησε τον 21χρονο Ραπούν, φοιτητή στη Σχολή Μηχανικών Ορυκτών Πόρων, το 1933, όταν εκείνος προσχώρησε στον πανεπιστημιακό θίασο «Λα Μπαράκα» που ο Λόρκα είχε ιδρύσει το 1931, με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας στην Ισπανία, και με τον οποίο περιόδευε στη χώρα- ένας σταθμός στην ιστορία του ισπανικού θεάτρου. Ο Ραπούν, που αρχικά χειριζόταν τα οικονομικά του θιάσου, έγινε ένας άτυπος προσωπικός γραμματέας του Λόρκα και ο μόνιμος σύντροφος του ποιητή που τον ερωτεύτηκε με πάθος. Ο Λόρκα, το 1936, παραμονές του φρανκικού πραξικοπήματος κι ενώ τα σύννεφα πύκνωναν κι έβλεπε τον κίνδυνο να παραμονεύει, αρνήθηκε να φύγει στο εξωτερικό για να μείνει κοντά στον Ραφαέλ που έδινε τις πτυχιακές εξετάσεις του. Τον Αύγουστο του 1936, μόλις το πραξικόπημα ξέσπασε, τον συνέλαβαν στην Γρανάδα όπου, φεύγοντας απ την Μαδρίτη, είχε καταφύγει στο πατρικό του σπίτι και τον εκτέλεσαν. Ο Ραπούν πέρασε στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού, πήρε το βαθμό του υπολοχαγού του Πυροβολικού κι ενώ ο Εμφύλιος μαινόταν, στη διάρκεια μιας αεροπορικής επιδρομής των εθνικιστών Φαλαγγιτών του Φράνκο στην Βόρεια Ισπανία τραυματίστηκε βαριά -ο μύθος θέλει να άφησε τον εαυτό του απροστάτευτο, σαν να επιζητούσε το θάνατο. Πέθανε, στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Σανταντέρ, λίγες μέρες μετά, στις 18 Αυγούστου 1937. Ήταν η ίδια ακριβώς μέρα με την εκτέλεση του Λόρκα, ένα χρόνο πριν.
Ο Αλμπέρτο Κονεχέρο στην «Σκοτεινή πέτρα» του, ένα έργο ποιητικό, αντλώντας ακριβή στοιχεία απ’ τη ζωή του Ραπούν, συγκεντρωμένα από έρευνα που έκανε και στην οποία τον βοήθησε η οικογένεια του Ραπούν και, ιδίως, ο 95χρονος, τότε (2012), αδελφός του Τομάς στον οποίο κι έχει αφιερώσει το έργο, δημιουργεί τη δική του μυθοπλασία, σύμφωνα με την οποία ο τραυματισμένος Ραφαέλ εκτελείται κι αυτός απ τους Φαλαγγίτες που τον έχουν συλλάβει. Και τοποθετεί το χρόνο του έργου την τελευταία μέρα και νύχτα του στο νοσοκομείο, στο θάλαμο όπου φρουρείται από έναν 17χρονο στρατιώτη, τον Σεμπαστιάν, ένα ανίδεο παιδί που μιλώντας μαζί του συνειδητοποιείται, και στο οποίο ο Ραφαέλ εμπιστεύεται να ειδοποιήσει έναν κοινό με τον Λόρκα φίλο τους να σώσει χειρόγραφα, που ο ανδαλουσιάνος ποιητής έχει αφήσει στο σπίτι του, με ποιήματα και τρία θεατρικά του, μεταξύ των οποίων ένα με τον τίτλο «Η σκοτεινή πέτρα». Ακούγεται, μάλιστα, off η φωνή, υποτίθεται, του Λόρκα μέσα από ένα -υπαρκτό- γράμμα του που ο Ραφαέλ διαβάζει.
Ας σημειωθεί πως για τον Ραφαέλ Ροδρίγεθ Ραπούν ο Λόρκα έγραψε απ’ το 1935 μέχρι το θάνατό του τα έντεκα, άκρως λυρικά και ερωτικά, «Σονέτα του σκοτεινού έρωτα» -αυτά που πρόλαβε από ένα φιλόδοξο σχέδιο που είχε για 100 συνολικά σονέτα α λα Σέξπιρ. Τα σονέτα διασώθηκαν αλλά η οικογένειά του -που πίστευε πως προστάτευε την υστεροφημία του ποιητή καλύπτοντας την ομοφυλοφιλία του- δεν επέτρεπε την έκδοσή τους μέχρι το 1984, οπότε και δημοσιεύτηκαν στην Ισπανία για πρώτη φορά, 48 χρόνια μετά απ’ την άγρια εκτέλεσή του. 
Στην Ελλάδα κυκλοφορούν δυο μεταφράσεις τους: απ τις Εκδόσεις «Μικρή Άρκτος» με τον τίτλο «Σονέτα του σκοτεινού έρωτα» (2004), συνοδευόμενα από cd στο οποίο ο Δημήτρης Μαραμής έχει μελοποιήσει πέντε απ’ αυτά, κι απ’ τις Εκδόσεις «Ελεγεία» με τον τίτλο «Έντεκα σονέτα του σκοτεινού έρωτα» (2008) σε μετάφραση Μάγιας-Μαρίας Ρούσσου.
«Η σκοτεινή πέτρα» γράφτηκε απ’ τον Αλμπέρτο Κονεχέρο το 2013 με υποτροφία του ισπανικού Εθνικού Ινστιτούτου Σκηνικών και Μουσικών Τεχνών, πρωτοεκδόθηκε την ίδια χρονιά και ανέβηκε για πρώτη φορά στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης.
Η ισπανική πρεμιέρα του (η φωτογραφία, του MarcosGpunto)   έγινε στην Μαδρίτη, σε σκηνοθεσία του αργεντινού Πάμπλο Μεσίες -οι πολυθρόνες της πλατείας του θεάτρου ήταν ντυμένες με λευκά ματωμένα πουκάμισα-, μόλις τον περασμένο Ιανουάριο μ εξαιρετική επιτυχία -τον Ιούνιο η παράσταση παίχτηκε και στο Λονδίνο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ισπανικού Θεάτρου- και γι αυτό θα επαναληφθεί απ’ τον Σεπτέμβριο. Τον Μάιο το έργο ανέβηκε στο «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας όπου, επίσης, θα επαναληφθεί την επόμενη σεζόν ενώ οι μεταφράσεις του και σε άλλες γλώσσες πολλαπλασιάζονται.
Ας υπογραμμιστεί για το συγγραφέα Αλμπέρτο Κονεχέρο ότι μιλάει εξαίρετα ελληνικά, έκανε μάλιστα τους ισπανικούς υπέρτιτλους για την «Ιλιάδα» του Στάθη Λιβαθινού, όταν παρουσιάστηκε στην Ισπανία -Μέριδα και Μαδρίτη- και στο Σαντιάγο της Χιλής είναι δε λάτρης του ρεμπέτικου. Ανάμεσα, μάλιστα, στις μελέτες που χει εκδώσει είναι και η μονογραφία (2008) «Carmina Urbana Orientalium Graecorum. Ποιητικές της ταυτότητας στο αστικό ελληνο-ανατολικό τραγούδι».
Στην παράσταση της Αθήνας τα σκηνικά και τα κοστούμια έχει αναλάβει η Ηλένια Δουλαδίρη και το σχεδιασμό των φωτισμών ο Τάκης Λυκοτραφίτης.
Στο ίδιο, εξάλλου, θέατρο, το «Κιβωτός», ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης θα ερμηνεύσει το ρόλο άξονα του Άξελ στο «Κουρδιστό πορτοκάλι» του Άντονι Μπέρτζες, στο καινούργιο ανέβασμα του έργου απ’ τον Γιάννη Κακλέα, αντικαθιστώντας τον Άρη Σερβετάλη που ’χε παίξει το ρόλο στο προπέρσινο ανέβασμα στην «Αποθήκη».

July 24, 2015

Κώστας Σπυρόπουλος-Θανάσης Ευθυμιάδης ορκίζονται «Ομερτά» στο «Ήβη».


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση

Την κωμωδία «Ομερτά» (ο τίτλος για την ελληνική παράσταση, «Nos Femmes» -«Οι γυναίκες μας»- είναι ο πρωτότυπος) του, 59χρονου σήμερα, πολυσχιδούς Τυνήσιου -πολιτογραφημένου Γάλλου- Ερίκ Ασούς, βραβευμένου συγγραφέα για το θέατρο και το ραδιόφωνο, σεναριογράφου για την τηλεόραση και το σινεμά, διαλογίστα και σκηνοθέτη του κινηματογράφου, θ’ ανεβάσει τον προσεχή χειμώνα στο θέατρο «Ήβη» ο Κώστας Σπυρόπουλος με πρωταγωνιστές στους δυο απ’ τους τρεις -και μόνους- ισοδύναμους ανδρικούς ρόλους τον ίδιο και τον Θανάση Ευθυμιάδη -ο τρίτος αναζητείται ακόμα-, σε απόδοση -που μεταφέρει το έργο στην ελληνική πραγματικότητα- την οποία θα υπογράφουν ο Κώστας Σπυρόπουλος και η Κατερίνα Μπέη.

Ο Μάξιμος (Κώστας Σπυρόπουλος), πρώην ποδοσφαιριστής και νυν ιδιοκτήτης μπαρ στην ελληνική επαρχία και ο Παύλος (Θανάσης Ευθυμιάδης), γυναικολόγος -κατά την ελληνική εκδοχή-, φίλοι εδώ και πάρα πολλά χρόνια -απ’ το στρατό-, παντρεμένοι, ο πρώτος χωρίς παιδιά, ο δεύτερος με δυο, εκ των οποίων μια δεκαοκτάχρονη κόρη που θα παίξει ρόλο στη συνέχεια χωρίς, όμως, να εμφανιστεί, όπως δεν εμφανίζονται και οι γυναίκες τους, έχουν σχεδιάσει να περάσουν μια ήσυχη βραδιά στο σπίτι του πρώτου παίζοντας χαρτιά. Η βραδιά, όμως, καθόλου ήσυχη δεν προκύπτει: ο Σίμος, ένας τρίτος, επίσης στενός, φίλος τους, κομμωτής, παντρεμένος κι αυτός αλλά που η γυναικεία σάρκα συνεχίζει να παίζει μεγάλο ρόλο στην ανήσυχη ζωή του, εισβάλλει στο σπίτι και, εντελώς μεθυσμένος, τους ομολογεί πως, στη διάρκεια ενός βίαιου καυγά έχει στραγγαλίσει τη γυναίκα του, ζητώντας να τον καλύψουν στην αστυνομία. Μπροστά στο -υποτιθέμενο- δράμα οι γλώσσες θα λυθούν, πολλά θα αποκαλυφθούν κι οι ζωές των τριών ηρώων θα αποδειχθεί πως δεν ήταν τόσο καλά ρυθμισμένες όσο φαίνονταν. Αυτή είναι χονδρικά η πλοκή του έργου του Ασούς. Η οποία, αστεία, συγκινητική, κάποιες στιγμές ακόμα και μελαγχολική, προχωράει σε κρεσέντο με εκπλήξεις και ανατροπές που αποδεικνύουν πως το δράμα, τελικά, ήταν κωμωδία.
Η «Ομερτά» του Ασούς πρωτοανέβηκε στο Παρίσι τη σεζόν 2013/2014 σε σκηνοθεσία Ρισάρ Μπερί, με τον ίδιο, τον Ντανιέλ Οτέιγ και τον Ντιντιέ Φλαμάν. Η εξαιρετική επιτυχία οδήγησε τον Ρισάρ Μπερί να μεταφέρει το έργο στον κινηματογράφο, σε σενάριό του, με τον ίδιο, τον Ντανιέλ Οτέιγ, επίσης, και τον Τιερί Λερμίτ στους τρεις πρωταγωνιστικούς ρόλους. Πριν, όμως, γίνει, τον περασμένο Απρίλιο, η πρεμιέρα της ταινίας, η κωμωδία επανήλθε στην παρισινή σκηνή. Σκηνοθέτης και εκ των τριών πρωταγωνιστών, και πάλι, ο Ρισάρ Μπερί και, μαζί του, ο Ζαν Ρενό κι ο Πατρίκ Μπραουντέ.
Στο ελληνικό ανέβασμα τα σκηνικά θα ’ναι του Γιάννη Μουρίκη και τα κοστούμια της Νικόλ Παναγιώτου. Το «Ομερτά» θα παρουσιάζεται εναλλάξ με την επίσης γαλική κωμωδία «Τοκ τοκ» του Λοράν Μπαφί, που θα παιχτεί για τέταρτη σεζόν -τρίτη στο «Ήβη» ενώ παίχτηκε και πέρσι το καλοκαίρι στο «Acro»- που χει ανεβάσει ο Κώστας Σπυρόπουλος με τον ίδιο και τους Γιώργο Λέφα, Ματθίλδη Μαγγίρα, Χριστίνα Θεοδωροπούλου, Κατερίνα Τσάβαλου, Ορφέα Παπαδόπουλο.
Ας σημειωθεί πως ο Κώστας Σπυρόπουλος κι ο Θανάσης Ευθυμιάδης είναι η τρίτη φορά που συναντιούνται στο θέατρο. Η πρώτη ήταν τη σεζόν 1997/1998, όταν συμπρωταγωνίστησαν στο μιούζικαλ «Blood Brothers» του Γουίλι Ράσελ στο θέατρο «Μπροντγουαίη» σε σκηνοθεσία Βασίλη Νικολαΐδη-Δημήτρη Σεϊτάνη κι η δεύτερη, τη σεζόν 2012/2013, όταν ο Θανάσης Ευθυμιάδης ερμήνευσε -εξαιρετικά- το μονόλογο της Κατερίνας Μαγγανά «Έφη. Από το Ευτυχία», σε σκηνοθεσία Ακύλλα Καραζήση και σε παραγωγή του Κώστα Σπυρόπουλου στο «Αποθήκη».

July 22, 2015

Από την ύπνωση στον παροξυσμό. Ένα σκοτσέζικο ντους στο 21ο Διεθνές Φεστιβάλ Καλαμάτας


«Το φεστιβάλ της μαργαρίτας» το είχε βαφτίσει φέτος η Κυρά του -η Βίκυ Μαραγκοπούλου. Ήτανε που ήτανε στραβό το κλήμα -η οικονομική κρίση από το 2010 και εντεύθεν- το ’φαγε κι ο γάιδαρος -τα capital controls και το κλείσιμο των τραπεζών τις παραμονές της έναρξής του- κι απόγινε... Μέχρι την τελευταία στιγμή τη μαδούσαν τη μαργαρίτα: «Θα γίνει, δεν θα γίνει, θα γίνει, δεν θα γίνει…». Τελικά, βγήκε «θα γίνει». Και -ναι!- το πρώτο της δεύτερης εικοσαετίας, το 21ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, έγινε -ακόμα γίνεται, 17 με 24 Ιουλίου. Τα κατάφεραν!
Με αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα, που λέει ο λόγος... Και με αβαρίες, με πρόγραμμα που τα τελευταία χρόνια- από το 2010- έχει συρρικνωθεί από το δεκαήμερο στο οκταήμερο, χωρίς τα μπάνερ που κάποτε, κρεμασμένα ανάμεσα στους φοίνικες της παραλιακής 
Ναυαρίνου, έκαναν αισθητή την παρουσία του Φεστιβάλ στην πόλη, με σημαντικότερη, φετινή αυτή -και ελπίζω προσωρινή-, απώλεια την απουσία από τους χώρους του Φεστιβάλ του θεάτρου στο εμβληματικό Κάστρο ακριβώς λόγω υψηλού κόστους λειτουργίας… Αλλά με το ίδιο μεράκι, με την ίδια εμμονή στο ωραίο, το (ουσιαστικά) μεγάλο και τ’ αληθινό, με την ίδια φροντίδα -και εξυπνάδα- της Κυρίας Μαραγκοπούλου στην επιλογή του προγράμματος και στην ποικιλία του μέσα από την παρουσίαση διαφορετικών τάσεων του σύγχρονου χορού, με την ίδια ισορροπία ανάμεσα στους ξένους και στους έλληνες καλεσμένους -τρία ξένα και τρία ελληνικά σχήματα-, με ένα και πάλι έξοχα σχεδιασμένο έντυπο πρόγραμμα και μία καρτολίνα, όπου μία ερεθιστική φωτογραφία από το «Relic» του Ευριπίδη Λασκαρίδη, που συμμετέχει στο Φεστιβάλ, έγινε το φετινό «έμβλημά» του, με τις παράλληλες εκδηλώσεις -προβολές κλπ- και τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες -σεμινάριο, εργαστήρι- να μη λείπουν και φέτος. Όλα κάπως «μαζεμένα», ολιγοπρόσωπα αλλά παρόντα και έξυπνα νοικοκυρεμένα.
Η κρίση δεν έπληξε μόνο το Φεστιβάλ, μας έπληξε και τους περισσότερους προσωπικά… Πέρσι κατεβήκαμε όλο το οκταήμερό του στην Καλαμάτα, φέτος μόνο για ένα μισερό σαρανταοκτάωρο μπορέσαμε να πάμε και σε μία μόνο παραγωγική του μέρα, το Σάββατο, καταφέραμε να είμαστε εκεί. Αλλά χαλάλι. Φιλοξενούμενοι από φίλους ανοιχτόκαρδους και ευγενικούς, χαρήκαμε, όσο προλάβαμε, με την παρέα μου, την Καλαμάτα, κάναμε την απαραίτητη επίσκεψη μετά εκλεκτού φαγητού στην «Μυλόπετρα» της παλιάς πόλης, κάναμε και δύο μπανάκια υπό την σκέπη του επιβλητικού Καλαθιού, τηρήσαμε την απαραίτητη δίαιτα της… Φρυγανιάς στον Αθανασίου με τα ξεμυαλιστικά ζαχαροπλαστεία του και -το βασικό, ο σκοπός μας- είδαμε δύο παραστάσεις που δικαίωσαν για άλλη μια φορά το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας.

Οκτώ η ώρα η έναρξη της πρώτης παράστασης και το παίρνουμε ποδαράτα -η άσκηση της ημέρας, δεν θα είναι πέντε χιλιόμετρα από το σπίτι που μας φιλοξενεί;- μέχρι το Μέγαρο Χορού που κοσμεί πια την πόλη -και ας είναι ακόμα η αυλή του αλώνι περιφραγμένο με κοτετσόσυρμα περιμένοντας το ΕΣΠΑ για να σουλουπωθεί. Η υγρή ζέστη της Καλαμάτας πάντα αποπνικτική αλλά η βόλτα από την παραλία και τη φαρδιά, άνετη Φαρών σε δροσίζει. Στο Μέγαρο συναντούμε και πάλι με χαρά πρόσωπα γνωστά και ιδιαίτερα συμπαθή -την αξιέπαινη, ακούραστη μικρή ομάδα των συνεργατών του Φεστιβάλ.
Στο δροσερό -και κατάμεστο- «Στούντιο» η Κινέζα -Ταϊβανέζα για να είμαι πολιτικά ορθός- Γουέν-Τσι Σου μας περιμένει διπλωμένη σαν ένα υπέροχο γλυπτό στο σκηνικό: δύο επίπεδα κεκλιμένα, ένα «δάπεδο» και «μία οροφή», σαν από ελαφρό αλουμίνιο, που συναντώνται σε οξεία γωνία. Στο δάπεδο προβάλλονται κυματισμοί νερού αφήνοντας μία αίσθηση «επί των υδάτων»: μία γυναίκα πάνω στο νερό, μία γυναίκα που καθρεφτίζεται μέσα του, μία γυναίκα στο πουθενά, εκτός χάρτη -«Off the Map» είναι άλλωστε ο τίτλος της χορογραφίας/περφόρμανς. Η χορογράφος και ερμηνεύτρια, με κίνηση τόσο αργή που μοιάζει ανύπαρκτη, μετακινείται σαν ένα ρευστό μέσα σε ένα εξωπραγματικό, απόκοσμο, αφοπλιστικό φωτιστικό και ηχητικό περιβάλλον ενώ από μία ζεστή γυναικεία φωνή, ακούγεται -voice over- ψιθυριστά, με διαρκείς διακυμάνσεις, όπως η επιφάνεια του «νερού», στα μανδαρινικά κινέζικα, χωρίς υπότιτλους, ένα κείμενο που, έστω και αν δεν το καταλαβαίνεις, σου υποβάλλει την αίσθηση μιας βαθιάς ποιητικότητας. Το σώμα της Γουέν-Τσι Σου μετακινείται αργά, αργά, αργά, αργά, έρποντας μέχρι να ορθωθεί -σαν ένα υπαρξιακό αδιέξοδο που κάποια στιγμή βλέπει μία αχτίδα φωτός- ενώ στο φόντο της «οροφής» διαγράφονται, μέσα από προβολές, αχνοί ορίζοντες. Ένα κινησιολογικό-οπτικοακουστικό ποίημα 60 λεπτών που σε μαγεύει και σε καθηλώνει -σαν να σε υπνωτίζει. Και μία συναρπαστική εμπειρία.
Στην έξοδο μας μοιράζουν έναν στενόμακρο φάκελο. Σε ωραίο χαρτί, τυπωμένο το κείμενο που ακούγαμε -στη μία πλευρά το πρωτότυπο, στα κινέζικα, στην άλλη μεταφρασμένο στα αγγλικά. Ο τίτλος του ελυγλωττος: η λατινική έκφραση «Horror Vacui» -«Η φρίκη του κενού».
Στο ενδιάμεσο πεταγόμαστε στον Αθανασίου για να ανεφοδιαστούμε -βλέπε «Φρυγανιά»…

Στις 10, επιστροφή ολοταχώς στο Μέγαρο. Και από την ύπνωση περνάμε στον παροξυσμό: στην Κεντρική Αίθουσα η «Carmen» της Ντάντα Μασιλό -την έχω πρωτογνωρίσει τον Νοέμβριο του 2012 στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών», στο «Refuse the Hour» του Γουίλιαμ Κέντριτζ, να χορογραφεί και να χορεύει και να σε μαγνητίζει και κατόπιν, πέρσι, το καλοκαίρι, την είδαμε πάλι στην «ανδρική», δική της «Λίμνη των κύκνων», στο Φεστιβάλ Αθηνών-, από το «The Dance Factory» που έρχεται από την Νότια Αφρική -το Νιουτάουν του Τζοχάνεσμπουργκ. 
Γκραντ πρεμιέρα με τους πολιτικούς -υπουργοί, γενικοί γραμματείς, ντόπιοι βουλευτές, από την Περιφέρεια, δήμαρχοι νυν (ή εκπρόσωποί τους) και πρώην- να υπερτερούν συντριπτικά: Νίκος Βούτσης, Αριστείδης Μπαλτάς, Νίκος Ξυδάκης, Πέτρος Τατούλης, Σταύρος Μπένος, Ελένη Αλειφέρη, Γιώτα Κοζομπόλη, Πέτρος Κωνσταντινέας, Θανάσης Πετράκος, Έλενα Ψαρρέα, Νίκος Κωνσταντόπουλος, Γιώργος Τσώνης, Δημήτρης Καφαντάρης, Σπύρος Πέγκας, Λενιώ Μυριβήλη, Γιώργος Κουτσούλης, Χρήστος Μαλαπάνης, Δημήτρης Χασάπης, Αλέξης Χαρίτσης αλλά και ο αρχαιολόγος Πέτρος Θέμελης και ο πρόεδρος του Μανιατάκειου Ιδρύματος Δημήτρης Μανιατάκης. Και στην είσοδο να τους υποδέχεται ο δήμαρχος Καλαμάτας Παναγιώτης Νίκας ενώ ολόγυρα σκορπισμένοι εθελοντές να μοιράζουν υλικό για την υποψηφιότητα της πόλης -μέγα λάθος κατά τη γνώμη μου…- ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης το 2021 και να μας ζητούν να υπογράψουμε υπέρ.
Στην τεράστια, έξοχη σκηνή, που έχει μία πολύ καλή σχέση με το -κατάμεστο και πάλι- αμφιθέατρο, η Ντάντα Μασιλό, ακουμπώντας βασικά στη «Σουίτα Κάρμεν» των Μπιζέ/Σεντρίν -μεταγραφή/μετάπλαση για έγχορδα και κρουστά από τον Ρώσο Ροντιόν Σεντρίν, σύζυγο της Μάγια Πλισέτσκαγια για την οποία και γράφτηκε, θεμάτων του Μπιζέ αλλά και στην πρωτότυπη «Χαμπανέρα» του με τη φωνή της Κάλλας και σε κάποιες μουσικές του Άρβο Παρτ, αφηγείται με τη σειρά της, παραλλάζοντάς την, την ιστορία της ηρωίδας του Μεριμέ. Μόνο που εδώ το φλαμένκο ανακατεύεται με μαύρο αίμα: η δική της Κάρμεν είναι μαύρη, όλος ο περίγυρός της μαύροι και μόνον ο Δον Χοσέ, που δεν είναι αξιωματικός, είναι -καθόλου τυχαίο…- λευκός. Ένας λευκός που η μαύρη Κάρμεν -μία «αλήτισσα»- τον προκαλεί, τον τσιγκλάει και στο τέλος τον οδηγεί στην έκρηξη: θα τη βιάσει. Και μετά εκείνος θα βρεθεί στην αρένα, απέναντι στον ταυρομάχο Εσκαμίγιο, στη θέση του ταύρου. Σε μία μονομαχία μέχρι θανάτου. Και θα έχει, αυτός, ο Δον Χοσέ, την τύχη του ταύρου -η τιμωρία του.

Η χορογραφία θα μπορούσα να πω -όπως και κάποιοι άλλοι την κατηγόρησαν- πως ήταν «εμπορική» και «εύκολη» παραπέμποντας σε μιούζικαλ, με νατουραλισμούς -κραυγές, τσιρίδες…- και «φτήνιες» -«fuck», προσπάθεια «να βγάλει γέλιο»…- και τα σχετικά. Αλλά ήταν τόσο, μα τόσο συνεπής! Και η ηφαιστειώδης ενέργεια του άψογα συντονισμένου συνόλου -ένας παροξυσμός, και σ’ αυτό βοηθούσε η ανάλογη μουσική του Σεντρίν που πολύ σωστά είχε επιλεχθεί- και η Κάρμεν, ή ίδια η Ντάντα Μασιλό, μία Κάρμεν με ξυρισμένο κρανίο, επιθετική, σεξουαλική, μία δύναμη εκρηκτική της Μαύρης Αφρικής, μία χορεύτρια εκπληκτική, ένας δαίμονας, τη μεταμόρφωναν σε ένα ασπαίρον κομμάτι που σε ξεσήκωνε. Το χειροκρότημα, ανάλογο: θριαμβευτικό!
Η επιστροφή ποδαράτα και πάλι -θα κατηφορίσουμε τη γοητευτική νυχτερινή Αριστομένους και το Πάρκο Σιδηροδρόμων.
Κυριακή απόγευμα γυρίζουμε στην μπλοκαρισμένη από κυκλοφοριακή συμφόρηση Αθήνα της απαισιοδοξίας με μία είδηση αισιόδοξη -δροσερό αεράκι μέσα στον καύσωνα των Μνημονίων: πως υπάρχουν πολλές πια πιθανότητες το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας να ενταχθεί και πάλι για μία τριετία σε ΕΣΠΑ ώστε να μπορέσει να επιβιώσει αξιοπρεπώς. Μακάρι! Γιατί το αξίζει.

Μέγαρο Χορού Καλαμάτας/«Στούντιο» και Κεντρική Αίθουσα, Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, 18 Ιουνίου 2015. 


Ένα λείψανο ξεκαρδιστικό 


Μία αλλόκοτη, γυμνή γυναικεία φιγούρα σαν βγαλμένη από καρικατούρα, σαν πελεκημένη στο ξύλο. Ανάβει ανεμιστήρες να δροσιστεί, ντύνεται με ένα «αέρινο« ιβουάρ φόρεμα, βάζει μία ξανθιά «καλοχτενισμένη» περούκα, βάζει τακούνια, περνάει και δύο σειρές πέρλες στο λαιμό -μία «αληθινή κυρία»-, μας μιλάει στο μικρόφωνο, σαν να δίνει διάλεξη, σε μία γλώσσα ακαταλαβίστικη, επιχειρεί ένα-δύο γκραν ζετέ, «κατουράει» πάνω σε μία προτομή που επέχει θέση λεκάνης τουαλέτας, αλλάζει φάτσα -περούκα μαύρη πια, «ηρωική», μάσκα ανδρική με μουστακάκι αλλά πάνω στο γυναικείο, πάντα, σώμα…
Ο πολυτάλαντος Ευριπίδης Λασκαρίδης (Ομάδα «Ώσμωσις) με την περφόρμανς «Relic/Απολίθωμα» (που θα μπορούσε να μεταφραστεί και «λείψανο»), στην οποία υπογράφει ο ίδιος και τη σκηνοθεσία και τη χορογραφία, δίνει μία σπαρταριστή, μία ξεκαρδιστική φιγούρα που αποθεώνει το σουρεαλισμό και με τις κινήσεις και τις αντιδράσεις της και με τα αλλεπάλληλα γκαγκ σε λιγώνει από το γέλιο. Αστείος έως θανάτου -διότι το ’χει το κωμικό μέσα του και πηγάζει το κωμικό αυθόρμητα-, με μία τρέλα απογειωτική, ο Ευριπίδης Λασκαρίδης δίνει ένα κομμάτι που μπορεί να πάσχει δραματουργικά -του λείπει ένας γερός άξονας- αλλά η ερμηνεία το κάνει αξέχαστο.
Ειδική μνεία για το κοστούμι-γλυπτό του Άγγελου Μέντη. Είναι η μισή επιτυχία της παράστασης. Ένα κοστούμι που πρέπει οπωσδήποτε να διατηρηθεί ως κομμάτι μουσειακό. Ανεπανάληπτο! (Οι φωτογραφίες, της Εύης Φυλακτού).
(Την παράσταση την είδα στην Αθήνα, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Αλλά την ενέταξα στο κομμάτι αυτό επειδή αύριο, Πέμπτη 23 Ιουνίου, παίζεται και στην Καλαμάτα,
στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού. Αν μένετε ή αν βρίσκεστε στην Καλαμάτα, μην τη χάσετε -είναι απολαυστική).

«Πειραιώς 260»/Χώρος Ε, Φεστιβάλ Αθηνών, 16 Ιουνίου 2015.

July 17, 2015

«Ηλέκτρα» άχρωμη, άοσμη, άγευστη


Το έργο. Η γυναίκα του, η Κλυταιμνήστρα, και ο εραστής της, ο Αίγισθος, που έχουν δολοφονήσει τον βασιλέα του Άργους Αγαμέμνονα μόλις επέστρεψε από τον Τρωικό πόλεμο, βασιλεύουν πια στο Άργος. Ο γέροντας Παιδαγωγός του Αγαμέμνονα είχε φυγαδεύσει στην Φωκίδα τον μικρό γιο του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, τον Ορέστη, για να τον γλυτώσει από τα χέρια του Αίγισθου που συνεχίζει να φοβάται την εκδίκησή του και τον έχει προκηρύξει ενώ την κόρη τους, την Ηλέκτρα, που ο φόβος του Αίγισθου ήταν μη και παντρευτεί άντρα από αριστοκρατική γενιά και γεννήσει παιδιά που θα γινόταν εκδικητές του Αγαμέμνονα, για να την εκμηδενίσει και να την ακυρώσει και να αποκτήσει η Ηλέκτρα παιδιά ράτσας παρακατιανής, την έχει δώσει γυναίκα σε έναν, ευγενικής αλλά ξεπεσμένης γενιάς, ταπεινό Γεωργό. Ο οποίος, όμως -γεγονός που η Κλυταιμνήστρα και ο Αίγισθος αγνοούν-, την έχει σεβαστεί και δεν την έχει αγγίξει -δεν του το επέτρεψε το ήθος του.
Σε ένα ερημικό φτωχοκάλυβο, μακριά από την πόλη, η Ηλέκτρα δεν ζει παρά για την εκδίκηση -εμμονικά: να επιστρέψει ο αδελφός της ο Ορέστης και να πάρει πίσω το αίμα του πατέρα τους. Και ο Ορέστης γυρίζει. Μαζί με τον αδελφικό του φίλο, τον Πυλάδη. Και με χρησμό του Απόλλωνα που τον προτρέπει να σκοτώσει τους φονιάδες του πατέρα του. Καθώς η Ηλέκτρα δεν τον αναγνωρίζει -έχουν πια περάσει πολλά χρόνια- κρύβει την ταυτότητά του και της λέει μόνον πως είναι φίλος του Ορέστη και πως ο Ορέστης ζει. Τον αναγνωρίζει, όμως, ο Παιδαγωγός: είναι το παιδί που κάποτε ο ίδιος το είχε σώσει.
Παιδαγωγός και Ηλέκτρα βάζουν μπρος τη μηχανή της εκδίκησης. Στέλνουν τον Ορέστη να σκοτώσει τον Αίγισθο που βρίσκεται στα βοσκοτόπια και εκείνος, όντως, γυρίζει με το κομμένο κεφάλι του. Και η Ηλέκτρα καλεί στο καλύβι της την Κλυταιμνήστρα με την πρόφαση ότι γέννησε. Η βασίλισσα πέφτει στην παγίδα και ο Ορέστης, που η αδελφή του τον πιέζει και τον εμψυχώνει, ενώ εκείνος διστάζει να γίνει και μητροκτόνος, σφάζει μαζί της τη μάνα τους. Αλλά, αμέσως μετά, οι τύψεις τούς κατακλύζουν. Οι από μηχανής Διόσκουροι, ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης, αδέλφια της Κλυταιμνήστρας και «αναπληρωτές θεοί», εμφανίζονται και προλέγουν τα μέλλοντα: ο Ορέστης, κυνηγημένος από τις Ερινύες, θα καταφύγει στην Αθήνα όπου θα δικαστεί αλλά με την ψήφο του Απόλλωνα, τελικά, θα αθωωθεί ενώ η Ηλέκτρα θα γίνει γυναίκα του Πυλάδη που θα την πάρει μαζί του στην Φωκίδα μαζί με τον Γεωργό που τη σεβάστηκε. Τα δύο αδέλφια, που μόλις έσμιξαν, και πάλι θα χωριστούνε.

Ο Ευριπίδης, με τη δική του «Ηλέκτρα» (413 π.Χ.), δίνει μία πιο σύγχρονη εκδοχή του μύθου και ρυμουλκεί το θέατρο προς το μέλλον χαράζοντας πιο αδρά τους χαρακτήρες και δημιουργώντας μία ελκυστική τραγωδία- ένα πρώιμο θρίλερ.
Η παράσταση. Τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο Σπύρος Ευαγγελάτος. Δεν θα περίμενε κανείς κάποια ρηξικέλευθη παράσταση. Αλλά θα περίμενε μία παράσταση με περισσότερη ενέργεια και με καλύτερους ρυθμούς -ιδιαίτερα στο πρώτο μισό της. Ο σκηνοθέτης, πάνω στην ταιριαστή με το πιο άμεσο, πιο απλό ύφος του Ευριπίδης, λαγαρή, πολύ καλή αλλά κάπως πεπαλαιωμένη μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη, την οποία έχει προσαρμόσει δραματουργικά, απλώς έχει διεκπεραιώσει τη δουλειά του. Το αποτέλεσμα μοιάζει ανόρεχτο, ανέμπνευστο και επίπεδο.
Ανόρεχτη, χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση και déjà vue μοιάζει και η δουλειά του Γιώργου Πάτσα που είχε συνεργάτιδά του την Τότα Πρίτσα. Τα αφαιρετικά «ακόντια» του σκηνικού του μεταφέρουν μία ενδιαφέρουσα άνυδρη, ψυχρή, φονική αίσθηση αλλά είχα την εντύπωση ότι κάπου τα είχα ξαναδεί. Και είναι οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου, κυρίως, που τα αναδεικνύουν. Το «καλύβι», όμως, μου φάνηκε κακότεχνο.
Τα κοστούμια του, πάλι, είναι καλόγουστα αλλά ανομοιογενή. Δεν μου άρεσαν τα λευκά παλτά του Χορού κι ας είναι ενδιαφέρον το εύρημα όταν τα πετούν οι γυναίκες να μένουν με τα μαύρα φουστάνια που φορούν από κάτω, μέσα από τα οποία διακρίνεται λίγο κόκκινο -σαν να βουτούν στο πένθος. Εντυπωσιακό το κοστούμι της Κλυταιμνήστρας αλλά ευθέως με παρέπεμπε στην Ηρωδιάδα από την «Σαλώμη» του Ρίχαρντ Στράους. Όσο για το δαντελωτό κοστούμι της Ηλέκτρας μού κλώτσαγε κάθε φορά που στο κείμενο γινόταν λόγος -και γίνεται συχνά…- για τα κουρέλια που φοράει.
Εξυπηρετικές αλλά χωρίς ιδιαίτερη προσωπικότητα, οι μουσικές του Νίκου Αναστασόπουλου ενώ οι χορογραφίες της Αντιγόνης Γύρα είναι ενδιαφέρουσες αλλά σαν για άλλο έργο.
Οι ερμηνείες. Η παράσταση διαθέτει μία πολύ καλή διανομή φοβάμαι, όμως, πως η σκηνοθεσία δεν κατάφερε να εμπνεύσει τους ηθοποιούς και να τους βοηθήσει να προβάλουν τα προσόντα τους -μοιάζουν να παλεύουν μόνοι τους, χωρίς κανείς τους να ξεπερνάει τα όριά του.
Ο Άγγελος Μπούρας και ο Κωνσταντίνος Ελματζίογλου εξυπηρετούν, χωρίς εξάρσεις, τη σκηνή των Διόσκουρων που ο σκηνοθέτης τη θέλησε πιο ειρωνικά τονισμένη. Πολύ καλή η σκηνική παρουσία και η κίνηση του Πυλάδη (Νίκου Ιωαννίδη). Ο Γιώργος Ψυχογιός, ηθοποιός με τάλαντο και σκηνικό κύρος, δίνει έναν σωστό Γεωργό, βρήκα, όμως υπερβολικό, και ζορισμένο τον Άγγελο του συνήθως καλού Θοδωρή Κατσαφάδου.
Ο Θανάσης Κουρλαμπάς είναι ένας σταθερός, σίγουρος ηθοποιός, με εσωτερικότητα και μέγεθος και πατάει καλά το σανίδι. Αλλά από τον Ορέστη του λείπει, νομίζω, η λάμψη, το «κάτι περισσότερο». Ιδανικός Παιδαγωγός, ο ακατάβλητος Γιάννης Βόγλης απλώς είναι σωστός.
Η ξεχωριστή Ρένη Πιττακή, που διαθέτει μέγεθος ηγεμονικό, πείθει ως Κλυταιμνήστρα αλλά σίγουρα την έχω δει και σε καλύτερες ερμηνείες.
Αποδεδειγμένα ταλαντούχο πλάσμα, η Μαρίνα Ασλάνογλου με την Ηλέκτρα της αποδεικνύει πως μπορεί να σηκώσει και ρόλο τραγωδίας. Έχει τεχνική, δίνεται ολόψυχα και έχει στιγμές που σε αγγίζουν. Αλλά δείχνει να χρειαζόταν σκηνοθετική βοήθεια ώστε να μιλήσουμε για ερμηνεία.
Πολύ καλά επιλεγμένα, με τσαγανό, τα μέλη του -δεκαπενταμελούς!- Χορού. Να χαιρετήσω την επιστροφή στη σκηνή της για αρκετά χρόνια απούσας Γιάννας Μαλακατέ, ηθοποιού με γερή στόφα.
Το συμπέρασμα. Μία ευπρεπώς στημένη αλλά άχρωμη, άνευρη, συμβατική και διεκπεραιωτική παράσταση που καμία στιγμή δεν απογειώνεται -μία παράσταση περιττή. Κρίμα διότι πρόκειται για απλόχερη παραγωγή.

Θέατρο «Badminton, 15 Ιουλίου 2015.