May 31, 2014

Ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου: εμείς Ή Απόγνωση σε μαύρο και γκρίζο Ή Το φως μια στιγμή, κι ύστερα πάλι σκοτάδι



Το έργο. Ένας άντρας που κρατάει μια πέτρα βαριά και μας κοιτάζει. Από πάνω του ένας ουρανός γκρίζος, βαρύς, σκοτεινός, συννεφιασμένος. Που σου πλακώνει την καρδιά.
Ένας άλλος άντρας έρχεται στη σκηνή φορτωμένος με το βάρος ενός τοίχου. Περπατάει δύσκολα. Θα παλέψουν με τον τοίχο αυτό: προσπαθεί να τον τρυπήσει, να τον ξεσκίσει, γκρεμίδια σωριάζονται κάτω, άλλος ένας άντρας, μία γυναίκα συμμετέχει, η οπή που έχει δημιουργηθεί στον τοίχο γίνεται μήτρα που καταπίνει και γεννάει πάλι με δυσκολία τα κορμιά αυτά.

Μία γυναίκα. Κρατάει ένα διάφανο κομμάτι πλέξιγκλας που έχει το ύψος της. Με έναν άντρα που στέκεται πίσω της το κάνουν να πάλλεται. Το φως που πέφτει πάνω του σαν να παράγει αστραπές μιας κοσμικής καταιγίδας.
Και μετά πέτρες, πέτρες, πέτρες… Που τις κουβαλάνε και τις αφήνουν να πέφτουν στη σκηνή. Και τις ξαναμαζεύουν. Και πάλι τις αφήνουν να πέσουν -ένα σισύφειο μαρτύριο.
Και ύστερα συγκολλητικές ταινίες ατελείωτες, κολλημένες στο δάπεδο της σκηνής, που οι ηθοποιοί/χορευτές τις τραβούνε ορμητικά και τις ξεκολλάνε, και τις τραβούνε και τις ξεκολλάνε.
Κι ο ουρανός να χαμηλώνει αργά, απειλητικά, σαν να θέλει να τους συνθλίψει. Και κατόπιν ένα φως, ένας προβολέας -ένας ήλιος θολός; Ένα φεγγάρι;- στον ουρανό. Θα χαθεί σύντομα. Με παραπέμπει στον Μπέκετ και στο «Περιμένοντας τον Γκοντό»: «Ξεγεννάνε καβάλα σ’ ένα τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή, κι ύστερα πάλι σκοτάδι». Ο άντρας που έχει μείνει στη σκηνή θα ψάχνει το φως σπρώχνοντας με το μακρύ φτυάρι του τον πλαστικό θόλο του ουρανού και κάνοντάς τον να κυματίζει. Εις μάτην.


Θα τελειώσουν με ένα φορτωμένο τραπέζι που το φέρνουν στη σκηνή αργά, προσεκτικά, πομπικά, σαν Επιτάφιο, και το κατεβάζουν, ισορροπώντας το με τα πόδια του στα κεφάλια τους, στο χαμηλό ικρίωμα που έχει στηθεί στην πλατεία, ανάμεσα στους θεατές. Πάνω του -δίκην Καραβάτζο και Τσαρούχη-, ντομάτες κατακόκκινες, τυρί, μία φραντζόλα που την μοιράζονται. Θα φάνε ανέμελοι πια. Είναι η ζωή. Εμείς είμαστε, εμείς που ζούμε και χαιρόμαστε τη ζωή αυτή εκκρεμείς μέσα στο μηδέν, μέσα στο άπειρο, μέσα στο τίποτα, μέσα στο χάος. Χωρίς ούτε ένα μυστήριό της να έχουμε μπορέσει να λύσουμε.

Όταν τελειώσουν το δείπνο, ένα δείπνο που, αν και τόσο φανερό, παραπέμπει στον Μυστικό Δείπνο, οι πέτρες είναι ακόμα εκεί. Ο ένας από τους άντρες γυρίζει στη σκηνή και ανασηκώνει μία. Την αφήνει να πέφτει και μετά την πιάνει στον αέρα και τη σηκώνει πάλι και ξανά και ξανά. Ο Σίσυφος δεν έχει ολοκληρώσει το έργο του… Δεν θα το ολοκληρώσει ποτέ.
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, στην καινούργια φάση της δουλειάς του, που την εγκαινίασε η «Πρώτη ΄Υλη», με το «Still Life» («Νεκρή φύση») έπλασε -ο Μπέκετ, για μένα, έμοιαζε πάντα παρών, σε μια ακρούλα, σε όλες τις παραστάσεις του- το πιο μπεκετικό θέαμά του: μία βαθιά, υπαρξιακή ενδοσκόπηση με μία μεταφυσική ενόραση ασυνήθιστη, νομίζω, στα έως τώρα σκηνικά πεπραγμένα του. Ένας Θεός που δεν υπάρχει μοιάζει να αιωρείται, να πλανάται μέσα στο άπειρον του ουράνιου θόλου του «Still Life». Και ο Αίρων τας Αμαρτίας του Κόσμου δεν είναι ο Υιός του, είμαστε εμείς οι ίδιοι, όλοι μας, αυτοί που οι ηθοποιοί/χορευτές κοιτάζουν έντονα.

Η παράσταση. Με το «Still Life» του ο Δημήτρης Παπαϊωάννου κάνει ένα βήμα ακόμα προς την κατάργηση του χορού όπως τον ξέρουμε. Τον αντικαθιστά με καθαρή κίνηση -δεν είναι τυχαίο ότι υπογράφει μόνο για σκηνοθεσία και ότι η λέξη «χορογραφία» δεν εμφανίζεται καθόλου στο πρόγραμμα της παράστασης-, κάνει ένα θέατρο σιωπής. Και υπογράφει ένα ακόμη διαμάντι στη σειρά των πολλών που έχει κατεργαστεί μέχρι τώρα. Ίσως το πιο ουσιαστικό. Και σίγουρα το πιο καθαρό -με τη μεγαλύτερη διαύγεια. Γιατί λάμπει μέσα στη γύμνια της λιτότητάς του. Χωρίς μουσικές, χωρίς τα «δεκανίκια» ενός Μπελίνι ή ενός Κουμεντάκη που ενεργοποιούν το συναίσθημα, άφοβα, με τόλμη ακουμπάει το θέαμά του στη σιωπή και σε ήχους μόνο. Ήχους που παράγονται πάνω στη σκηνή και οι οποίοι μεγεθύνονται με μικρόφωνα που κρατούν οι ηθοποιοί/ χορευτές στα χέρια τους -η ηχητική σύνθεση είναι του Γιώργου Πούλιου: τα πόδια τους που πατούν πάνω στα γκρεμίδια, οι πέτρες που βροντάνε κάτω, οι συγκολλητικές ταινίες που ο ήχος τους, καθώς τις ξεκολλούν, αφήνει μία όντως μεταφυσική αίσθηση -σαν να τρίζουν, να σείονται τα έγκατα-, οι ανάσες τους…

Όλα αυτά τυλιγμένα μέσα στη μοναδική εικαστικότητα του Δημήτρη Παπαϊωάννου που υπογράφει, όπως συνήθως, και την εικαστική σύλληψη: στα σκηνικά που σχεδίασε με τον Δημήτρη Θεοδωρόπουλο και την Σοφία Ντώνα -αυτός ο ουράνιος θόλος, ο αιθέριος, που μοιάζει ασήκωτος, που πλακώνει τις ψυχές, αυτός ο πανούργος λευκός τοίχος (τη γλυπτική και τη ζωγραφική υπογράφει ο Νεκτάριος Διονυσάτος), αυτό το συναρπαστικό τραπέζι, η μόνη φωτεινή, γεμάτη χρώμα «ανορθογραφία» μέσα στο σκοτεινό, γκρίζο περιβάλλον-, στα κοστούμια του -μαύρο, στενά, σφιχτά παντελόνια οι άντρες, γκρίζο, λίγο χακί, λίγο ιβουάρ στα γυναικεία…- που σχεδίασε με την Βασιλεία Ροζάνα, στους συγκλονιστικούς φωτισμούς του -ένα τοπίο Επόμενης Ημέρας, Αποκάλυψης… Και όλα προσεγμένα -σχεδιασμένα και υλοποιημένα- στην παραμικρή τους λεπτομέρεια.
Οι ερμηνείες. Το «Still Life» υπερασπίζονται με αυτοθυσία, υπηρετώντας την τελειότητα της κατασκευής, ηθοποιοί και χορευτές: η Παυλίνα Ανδριοπούλου ο Μιχάλης Θεοφάνους, ο Αργύρης Πανταζάρας, η Καλλιόπη Σίμου, ο Δρόσος Σκώτης και ο ίδιος ο Δημήτρης Παπαϊωάννου με το σκηνικό του κύρος, με προεξάρχοντα τον μπεκετικότερο όλων, συναρπαστικό Αριστείδη Σερβετάλη.

Το συμπέρασμα. Ένα αριστουργηματικό, κατά τη γνώμη μου, τεχνούργημα, βαθιά υπαρξιακό, τέλειο εικαστικά και άριστα εκτελεσμένο. Και μία συγκλονιστική παράσταση που σας συνιστώ να μη τη χάσετε με τίποτα. Θα σας βάλει σε σκέψεις.

Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών-Ίδρυμα Ωνάση/Κεντρική Σκηνή, 28 Μαΐου 2014.

May 29, 2014

Για τρακόσα φεστιβαλικά ευρώ…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 29 Μαΐου 2014


Μπέος, λοιπόν, στον Βόλο; Ε, κι εγώ:
Ελέχθη κάποτε: «Ich bin ein Berliner» -«Είμαι ένας Βερολινέζος». 
Να παραφράσω: «Ich bin kein Voliotis» -«Δεν είμαι (πια) Βολιώτης» (Σιγά, βέβαια, που θα κάτσει να σκάσει ο περί ου ο λόγος, δηλαδή...).
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…



Μπέος στον Βόλο, Μώραλης /Μαρινάκης -κάτι σε Πούτιν /Μεντβέντιεφ μου κάνει αυτό το ντουέτο…- στον Πειραιά, ο Ζαγοράκης ευρωβουλευτής, Λύσανδρος Γεωργαμλής ο ένας -ο μη εκλεγείς- απ’ τους δυο υποψήφιους του δεύτερου γύρου σε Φιλαδέλφεια/Χαλκηδόνα, όλη την Κυριακή ν’ ακούω στα κανάλια περί «ντέρμπι» στην Περιφέρεια Αττικής, «τα καλύτερα γκολ μπαίνουν στο δεύτερο ημίχρονο» δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας…: μωρέ, αυτό, λοιπόν, είναι που λένε «η ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής ζωής του τόπου». Μεταφορικά και στην κυριολεξία της πλέον…
Και πάλι: Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…


Α, ναι, κι η Μαρία Σπυράκη, ευρωβουλευτίνα… Εκ των πρώτων σε ψήφους. Αυτό με ξεπερνάει. Είναι αυτοάνοσο.
«The rest is silence» («Άμλετ», πράξη 5η, σκηνή 2η).


Για σταθείτε… Για σταθείτε! Εδώ αγριεύουν τα πράγματα. Στο facebook κυκλοφόρησε η εξής καταγγελία: «Σε ‘επίσημη’ καλοκαιρινή παράσταση παίζουν 30!!!!!! ηθοποιοί που πληρώνονται, για δυο μήνες προβών συν τις παραστάσεις 700 ευρώ! Δηλαδή 350 ευρώ το μήνα!!!!!». Επειδή στο διαδίκτυο γράφεται -ρίχνεται μάλλον…- ο,τιδήποτε -και συκοφαντικό- αβέρτα κουβέρτα και μολονότι η καταγγελία έγινε από άτομο πολύ σοβαρό του χώρου, έστω κι αν χρησιμοποίησε ψευδώνυμο, το ’ψαξα. Κι έμαθα, από επίσης σοβαρή πηγή, πως δεν πρόκειται για ιδιωτική παραγωγή αλλά για παράσταση που ετοιμάζεται για λογαριασμό του Ελληνικού Φεστιβάλ! Και μου διευκρινίστηκε πως «τα 700 ευρώ αντιστοιχούν όχι σε δυο αλλά σε δυόμισι μήνες προβών, οπότε μιλάμε για κάτω από 300 ευρώ το μήνα».
Δεν ξέρω αν αυτό συμβαίνει εν γνώσει ή ερήμην του Ελληνικού Φεστιβάλ. Που τον προϋπολογισμό του ξέρουμε πως τον χαμηλώσανε κι άλλο. Και πως έχει μειώσει την επιδότηση σ’ όλες τις παραγωγές του. Αλλά, έτσι ή αλλιώς, είναι ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΕΣ. Στοπ! Ντροπή! Διότι ο καθένας μπορεί να άγεται και να φέρεται απ’ τη μεγαλομανία της υπερπαραγωγής των 30 και 40 ηθοποιών αλλά ΟΧΙ εις βάρος τους, εκμεταλλευόμενος το φάσμα της ανεργίας. Δηλαδή, πώς ν’ αρνηθούν οι ηθοποιοί; Φοβούνται -και δεν τους αδικώ… Διότι, κατά πάσα πιθανότητα, θα μαυροπινακιστούν.
Εγώ, πάντως, τα ’λεγα: πως η φεστιβαλική πολιτική του «από λίγα λεφτά σε πολλούς» εκεί θα οδηγούσε. Οπότε σίγουρα το Φεστιβάλ φέρει ευθύνες. Και πρέπει τις ευθύνες του να τις αναλάβει. Με τις πορδές δε βάφονται αυγά.





Εκλεκτή ηθοποιός. Και εκλεκτική. Θυμάμαι να την έχω εντοπίσει απ’ το ’93 στην «Φαίδρα» του Ρακίνα που ’χε ανεβάσει ο Γιάννης Χουβαρδάς στο «Αμόρε» του. Έκανε πολλά βήματα από τότε η Αγλαΐα Παππά. Μεγάλα και σημαντικά. Και παράτολμα. Τόλμησε να παίξει ακόμα και το μονόλογο της Μόλι Μπλουμ απ’ τον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις. Ταυτίστηκε, κυρίως, με θεατρικές δουλειές μοντερνιστικές και με σκηνοθέτες που ψάχνονται και ψάχνουν, που δοκιμάζουν νέους δρόμους, που πειραματίζονται -ρίσκο μεγάλο για ηθοποιούς της κλάσης της, μπορεί αυτοί οι δρόμοι να τον ισοπεδώσουν τον ηθοποιό. Δεν την ισοπέδωσαν.
Δυο χρόνια έβγαζε τα σωθικά της μαζί με την Σοφία Χιλλ στο «Alarme» του Θεόδωρου Τερζόπουλου, στο «Άττις» του -για να μιλήσω για τα πρόσφατα. Έκανε το εξαιρετικό «Julius» με σκηνοθέτη τον Κωνσταντίνο Χατζή σε απόσταση ανάσας απ’ τους θεατές στον μικροσκοπικό «Προσωρινό». Έκανε φέτος, με τον Τερζόπουλο και πάλι, το «Amor» -άλλη μια δυνατή στιγμή της. Και τώρα πάλι τολμάει. Να κάνει Ριχάρδο ΙΙ στην παράσταση που ’χει ανεβάσει ή Έλλη Παπακωνσταντίνου πάνω στην ομώνυμη τραγωδία του Σέξπιρ.
Μια παράσταση ακραία με τέσσερις μόνο ηθοποιούς, που βρήκα να ’χει μερικές πολύ δυνατές στιγμές αλλά, κατά τη γνώμη μου, και πολλά ελαττώματα. Ε, στην παράσταση αυτή, που το βασικό της πλεονέκτημα είναι  ο τρόπος που χρησιμοποιεί τον επιβλητικό χώρο του Βυρσοδεψείου όπου παίζεται, η Αγλαΐα Παππά, μ’ έναν Μελέτη Ηλία, πλάι της ,Μπόλινμπροκ με κύρος, δίνει και πάλι την ψυχή της -και το κορμί της. Μ’ ενέργεια εκρηκτική, με πάθος απαράμιλλο, φτάνει σιγά-σιγά σ’ ένα «ροκ» κρεσέντο αφοπλιστικό, σε μια «σταύρωση» συγκλονιστική, σ’ ένα εκτός πραγματικότητος λιώσιμο. Μια ερμηνεία εντυπωσιακή!


Έχει κι ο Ηλίας Μαροσούλης του «Rex» τα δίκια του. Ναι, ξόδεψε πολλά λεφτά για το «Rex», όπως αναφέρει, μεταξύ άλλων επιχειρημάτων, σ’ επιστολή που μας έστειλε -κι έβγαλε, προφανώς, ακόμα περισσότερα. Αλλά τα πράγματα είναι πολύ σαφή. Σαφέστατα θα ’λεγα. Η -ισόγεια- αίθουσα του «Rex» «του» ανήκει στο Εθνικό Θέατρο. Απ’ το οποίο την είχε υπενοικιάσει. Και η υπενοικίαση έληξε. Απ’ το 2010. Και το Εθνικό -πολύ καλά κάνει και- θέλει την αίθουσα. Και του ’χει κάνει αγωγή να την αδειάσει. Γιατί θέλει να τη χρησιμοποιήσει παράλληλα με την από πάνω της Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» και την από κάτω της -στο υπόγειο- Σκηνή «Κατίνα Παξινού».
Βεβαίως, υπάρχουν νόμοι. Και, όντως, το πρωτοδικείο απέρριψε αρχικά την αγωγή. Δεν ξέρω το σκεπτικό. Προφανώς έγινε δεκτό το επιχείρημα του κ. Μαροσούλη πως το «Rex» λειτουργεί ως θέατρο -κι οι μισθώσεις των θεάτρων με κάποιο νόμο του 2011 παρατείνονται. Αλλά ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ όλοι ξέρουμε -πλην των δικαστών του Πρωτοδικείου προφανώς- πως το «Rex» του κ. Μαροσούλη ΟΥΔΕΠΟΤΕ λειτούργησε ως θέατρο. Κέντρο διασκέδασης, μιούζικ χολ -ας το πούμε, έστω, έτσι, κατ’ ευφημισμόν- ήταν. ΑΝΕΚΑΘΕΝ. Απ’ την πρώτη στιγμή που η υπουργός, τότε, Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη χαριστικά του το παραχώρησε με το επιχείρημα πως θα το λειτουργήσει ως θέατρο όπου θα μεταστέγαζε τη θεατρική επιχείρηση την οποία διατηρούσε στον τότε «Ορφέα», όταν αναγκάστηκε να την κλείσει λόγω της αποκατάστασης όλου του τετραγώνου Σταδίου-Πεσμαζόγλου-Πανεπιστημίου-Αρσάκη και της κατάργησης του θεάτρου (που ’χε δημιουργηθεί εκ των υστέρων). Και κανείς δεν είχε φέρει αντίρρηση -το ’χαν καταπιεί υπουργεία και αρμόδιοι.
Ναι, αστέρια της νύχτας στέγαζε το «Rex Music Theater». Από Βοσκόπουλο μέχρι Σφακιανάκη κι από Βίσση μέχρι Άντζελα. Μ’ όλη τη φάτσα του ισογείου, που ’ταν η μόστρα, κατειλημμένη από γιγαντοφωτογραφίες των τραγουδιστών και με το Εθνικό, ως φτωχός συγγενής, να ’χει κάτι ταμπελίτσες χαμένες ανάμεσα στα βυζάκια έξω λοιπόν, που να μην παίρνεις καλά-καλά είδηση πως από πάνω στεγάζεται το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας. Και με γαρδένιες να σωριάζονται στη σκηνή-πίστα. Και με τους τοίχους να τρίζουν απ’ την ένταση του ήχου. Να βλέπεις στο «Κοτοπούλη» τον «Άμλετ» -το ’χα γράψει τότε, το θυμάμαι σαν τώρα- και να τρέμουν οι τοίχοι απ’ τα ντεσιμπέλ της αναισθησίας και να σου φτάνουν απόηχοι Βανδή ως υπόκρουση. Και με το απέναντι οικόπεδο και τον πεζόδρομο της Σανταρόζα να ’χουν μεταβληθεί σε πάρκινγκ του υποτιθέμενου «θεάτρου» με μπράβους αγριωπούς να επιτηρούν και ν’ απαγορεύουν σκαιώς να παρκάρεις αν δεν ήσουν «για το μαγαζί». Τα ’χα γράψει κάμποσες φορές στον καιρό τους. Απορώ: κανείς απ’ τους δικαστές που εκδίκασαν την υπόθεση δεν είχε περάσει από Πανεπιστημίου; Κανενός το μάτι δεν είχε πέσει στο «Rex Music Theater» και στα πέριξ του;
Εντάξει, επιχειρηματίας της νύχτας -κι όχι πια θεατρικός παραγωγός εδώ και χρόνια πολλά- είναι ο κ. Μαροσούλης, στην πιάτσα κυκλοφορεί, ε, ας το πάρει απόφαση πως έτσι ειν’ η ζωή. Έχει και γυρίσματα. Κι ας μη διαιωνίζει το ΜΕΙΖΟΝ ΛΑΘΟΣ της Μελίνας Μερκούρη. Το οποίο έγινε με τη μεσολάβηση κι άλλων που ’ταν τότε πολύ στα «πράγματα» -και που, κάποιοι, τους ξέρουμε και τους θυμόμαστε ακόμα… Κι ας μη γίνεται προκλητικός γράφοντας: «Πρέπει να παραμείνω στο ‘Rex’ […] διότι θα διώξω 100 δικούς μου εργαζόμενους και θα χάσουν τη δουλειά τους μέσα σε αυτή τη δύσκολη περίοδο της οικονομικής κρίσης που περνά η χώρα μας για να προσλάβει το Εθνικό Θέατρο 100 δημόσιους υπαλλήλους».
Το Εθνικό, προς το παρόν, περιμένει την απόφαση του Εφετείου στο οποίο έχει προσφύγει. Εκτός κι αν τα βρούνε με τον Ηλία Μαροσούλη και κάνουνε καμιά συμπαραγωγή τώρα που για τον επόμενο χειμώνα θα ’χει στη σκηνή του, όπως κάπου διάβασα, Ελεωνόρα Ζουγανέλη ως Πιαφ…


Αλήθεια, τι απόγινε μ’ εκείνο τον πρόεδρο του Δ.Σ. στο Εθνικό, οέο; Υπουργείο «Πολιτισμούουουουουου»!
(Εκτός κι αν θέλει ο υπουργός «Πολιτισμού» να τελεστεί πρώτα το μνημόσυνο για τη συμπλήρωση ενός έτους απ’ την απώλεια του διακεκριμένου συνθέτη μας Σταύρου Ξαρχάκου ως προέδρου του Εθνικού Θεάτρου -κοντεύει, εκεί αρχές του περασμένου Ιουλίου δεν ήτουνα;-, να ξεπενθήσει και μετά να φορέσει κάτι ασπρόμαυρο και να διορίσει τον καινούργιο στη θέση, μην και τον κατηγορήσουν πως στις εννιά του μακαρίτη άλλον έβαλε στο σπίτι… Άμα ν’ είναι έτσι, το σέβομαι).



Μήπως έφτασε ο καιρός να κράξουμε -κράξιμο γερό, ομαδικό- τον λεγόμενο υπουργό «Πολιτισμού» και για το θέμα της Καμεράτας-Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής; Προς το παρόν διόρισε, λέει, νέο καλλιτεχνικό διευθυντή -τον Μιχάλη Οικονόμου- στην ανύπαρκτη πια -διαλυμένη στα εξ ων συνετέθη και εντελώς ανενεργή εδώ και δυο χρόνια- Ορχήστρα των Χρωμάτων. Που οι -αναλόγων ικανοτήτων και ποιότητας- προκάτοχοί του άφησαν να καταρρεύσει. Κι ο ίδιος, μετά το σκάνδαλο της ΚΟΑ, την εγκατάλειψή της, την αδιαφορία του και την απομάκρυνση του επιτυχημένου Βασίλη Χριστόπουλου απ’ την καλλιτεχνική της διεύθυνση, αφήνει τώρα και την, υπό τον, επίσης επιτυχημένο, Γιώργο Πέτρου, Καμεράτα, επίσης στην ακμή της, να καταρρεύσει κατά τον ίδιο τρόπο. Θα το ’βρισκα σουρεαλιστικό -ο σουρεαλισμός στην εξουσία…- αν δε μ’ έβγαζε απ’ τα ρούχα μου.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

May 23, 2014

Αυτό το νυφικό, το χιλιομπαλωμένο…


Το έργο. 1939. Παραμονές του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου σε μία επαρχιακή πόλη. Απόστολος Πετρόπουλος: ο απόλυτος Κακός. Αδίστακτος. Γόης αλλά «έκφυλος», όπως τους έλεγαν τότε -δεν αφήνει γυναίκα για γυναίκα, όπου βρει. Κρυφή ερωμένη του, η Όλγα, γυναίκα του συμβολαιογράφου Γιώργου Δελή, συνεταίρου του. Την οποία αφήνει και έγκυο -το παιδί θα «καταλογιστεί» στον νόμιμο άντρα της. Και όμως ο Απόστολος παντρολογιέται με την αδελφή του Δελή, την Αγγελική -έχει, βλέπετε, προίκα. Και την αρραβωνιάζεται.
Αλλά τη μέρα των αρραβώνων ένα ανώνυμο γράμμα -από την Όλγα, προφανώς, που είναι τρελαμένη μαζί του και δεν θέλει να τον χάσει- θα αποκαλύψει στην Αγγελική πως ο Απόστολος έχει ήδη σχέση. Ο πατέρας της δεν ζει, μόνον η μητέρα της, η Αθηνά. Ο θείος της Αγγελικής και κηδεμόνας της, ο Οδυσσέας, ζητάει εμπιστευτικά πληροφορίες για το ποιόν του Δελή, θέλοντας να διαπιστώσει αν το γράμμα έχει αντίκρισμα ή είναι απλώς συκοφαντικό και να σιγουρευτεί για το μέλλον της ανιψιάς του, από ένα φίλο που έχει στην Ασφάλεια, τον Μανιά -εποχή της μεταξικής δικτατορίας, των συλλήψεων, των βασανιστηρίων, του μουρουνόλαδου, της εξορίας.... Ο Μανιάς εύκολα θα μάθει με τους ανθρώπους του τη σχέση του Απόστολου με την Όλγα. Αλλά, αν και ερωτευμένος ο ίδιος με την Αγγελική, δεν θέλει να μπλέξει τους Δελήδες και να μπλεχτεί μαζί τους -είναι μία ευυπόληπτη οικογένεια της πόλης- και θα πει ψέματα στον θείο Οδυσσέα: ο Απόστολος είναι «καθαρός». Λάθος του. Τραγικό.
Η Αγγελική εκούσα άκουσα πείθεται. Ο γάμος γίνεται. Ένας γάμος δυστυχισμένος. Ο Απόστολος συνεχίζει να μπλέκει με γυναίκες δεξιά και αριστερά και όταν έρχεται ο Πόλεμος και η Κατοχή κάνει όλων των ειδών τις βρομοδουλειές: 
τοκογλύφος, μαυραγορίτης, συνεργάτης των Γερμανών… Το παιδί της Όλγας αρρωσταίνει και πεθαίνει. Εκείνη το θεωρεί τιμωρία Θεού και μέσα στην απόγνωσή της αποκαλύπτει την αλήθεια για την πατρότητά του. Ο άντρας της θα ενταχθεί στην Αντίσταση.
Παράλληλα με την ερωτική ιστορία της Αγγελικής ξετυλίγεται και η ιστορία της συνομήλικής της Ρηνούλας -που έχει χάσει τους γονείς της, την πήραν κοντά τους οι Δελήδες και την έχουν σαν παιδί τους- με τον γιατρό Αλέξανδρο Δεμάρη: ατυχής η κατάληξη και αυτής της σχέσης. 
Ο Δεμάρης, αν και αγαπάει την Ρηνούλα, πιεσμένος από τη μητέρα του που δεν εγκρίνει το κορίτσι για νύφη της, την αφήνει και παντρεύεται άλλη. Θα γυρίσει από το μέτωπο καταρρακωμένος και με κομμένο χέρι. Όταν οι Γερμανοί αρχίσουν να μαζεύουν τους Εβραίους ο Μανιάς, που όλο και περισσότερο δένεται με την Αγγελική, αποκαλύπτει στην Ρηνούλα πως είναι από τη μητέρα της Εβραία και πως θα τη συλλάβουν. Και τη φυγαδεύει.
Ο Απόστολος θα βρει το τέλος που του αξίζει -τον εκτελούν εν ψυχρώ οι αντάρτες. Ο Μανιάς, κατά βάθος τίμιος άνθρωπος, θα συνειδητοποιηθεί, θα ενταχτεί στην Αντίσταση και θα το σκάσει για να μην τον συλλάβουν. Η Απελευθέρωση θα τον ενώσει με την Αγγελική, όπως θα ενώσει και την Ρηνούλα, που επιστρέφει από το κρησφύγετό της, με τον Δεμάρη: η γυναίκα του τού δίνει την ελευθερία του καταλαβαίνοντας πως ποτέ δεν αγάπησε εκείνη.
Το -πρώτο- μυθιστόρημα της Ντόρας Γιαννακοπούλου «Η πρόβα του νυφικού» (1993) είναι μία κατασκευή με «καλούς» και «κακούς» - ερωτικές ιστορίες μέσα σε ταραγμένο περιβάλλον- σε περιποιημένη συσκευασία, της κατηγορίας «ευπώλητα», που σαν απώτερο στόχο της -ομολογημένο ή όχι- είχε να γίνει τηλεοπτική σειρά. Και έγινε -και μάλιστα με επιτυχία, η εικόνα μπορεί να εξωραΐσει. Ο λόγος που το Εθνικό Θέατρο θέλησε να το ανεβάσει στη σκηνή ήταν, προφανώς, ανάλογος: να κάνει μία παράσταση «ευπώλητη». Αν αυτός, πλέον, είναι ο λόγος ύπαρξης ενός κρατικού Θεάτρου, πάω πάσο…
Η συγγραφέας του μυθιστορήματος Ντόρα Γιαννακοπούλου και ο Θανάσης Νιάρχος υπογράφουν -με τον συντετμημένο τίτλο «Πρόβα νυφικού»- τη διασκευή για το θέατρο, που χρειάστηκε όμως να την επεξεργαστούν δραματουργικά ο Κωνσταντίνος και ο Αντώνης Κούφαλης. Το αποτέλεσμα, ένα νοικοκυρεμένο αλλά επίπεδο, εύκολο, επιφανειακό, όπως και το μυθιστόρημα, θεατρικό κείμενο όπου οι διασκευαστές προσπαθούν να στριμώξουν την κύρια πλοκή και τις υποπλοκές του βιβλίου. Δύσκολη δουλειά. Προς βοήθεια του θεατή, μήπως και βγάλει άκρη στη συνέχεια, έχουν στήσει έναν απογοητευτικά αμήχανο, αντιθεατρικό, άχαρο «πρόλογο» για να παρουσιάσουν τα πολλά πρόσωπα, πράγμα που μόνο δραματουργική ανεπάρκεια προδίδει. Επιπλέον, έχουν μετατρέψει την Ευανθούλα του έργου, που «δεν είναι του κόσμου τούτου», σε ένα βαρύγδουπο συμβολικό αερικό το οποίο επίσης τίποτα δεν προσφέρει δραματουργικά.
Η παράσταση. Ο Σωτήρης Χατζάκης παρέλαβε το κείμενο με τις αμηχανίες αυτές και έστησε εκ των ενόντων μία επίπεδη, άνευρη παράσταση στο όχι κακόγουστο αλλά δύσκαμπτο, καθόλου λειτουργικό, συμβατικό σκηνικό της Έρσης Δρίνη -η οποία υπογράφει και τα γενικώς ευπρεπή αλλά «κυριακάτικα» και όχι πάντα προσεγμένα στις λεπτομέρειες κοστούμια. Τα μετωπικά στησίματα περισσεύουν και οι ρυθμοί δεν είναι πάντα οι καλύτεροι. Επιπλέον οι μουσικές που συνέθεσε και επιμελήθηκε ο Βασίλης Δρογκάρης, αν και ταιριαστές και παρά τις πολύ καλές φωνές των ηθοποιών -Κατερίνα Γιαμαλή, Σεβίλλη Παντελίδου…- που τραγουδούν (μουσική διδασκαλία Μελίνα Παιονίδου) και την παρουσία επί σκηνής δύο μουσικών, μοιάζουν ξένο σώμα, δεν έχουν ενταχθεί λειτουργικά στην παραστασιακό αποτέλεσμα. Όλα δημιουργούν την αίσθηση μιας παράστασης η οποία, πέρα από τις αντοχές της -που δεν τις έχει-, δεν έχει λιώσει. Σαν να παρακολουθούμε πρόβα. Συμβατικά την εξυπηρετούν η χορογραφία της Κικής Μπάκα και οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου.
Ο εθνικός ύμνος στη σκηνή της Απελευθέρωσης, ενοχλητικά λαϊκίστικη κορόνα, από αυτές που συνηθίζει ο σκηνοθέτης. Και το φινάλε με τις δύο σημαίες, την ελληνική και την κατακόκκινη, ως συμβολικό προανάκρουσμα του Εμφύλιου που επέρχεται, πολύ εύκολο εύρημα.
Οι ερμηνείες. Ένα πλήθος ηθοποιών χωρίς μεγάλη όρεξη προσπαθεί να εξυπηρετήσει την κατάσταση.
Όμορφη, με παρουσία ευγενική αλλά άχρωμη, επίπεδη η Ευγενία Δημητροπούλου δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις πρωταγωνιστικές απαιτήσεις του ρόλου της. Με πολύ πιο ισχυρή προσωπικότητα η Δανάη Σκιάδη τα καταφέρνει καλύτερα χωρίς να απογειώνεται. Επαρκώς διεκπεραιώνουν τους ρόλους τους η Θέμις Μπαζάκα, ο Γιώργος Κοτανίδης -με χιούμορ- , ο Θέμης Πάνου- δείχνει ο λιγότερο πεπεισμένος και ο πιο διεκπεραιωτικός από όλους, νομίζω-, ο Νίκος Μαγδαληνός, η Ανδρομάχη Δαυλού, η Ελεάνα Στραβοδήμου -στον εντελώς άχαρο ρόλο της Ευανθούλας. Πιο αδύναμοι ο Δημήτρης Μαύρος, ο Γρηγόρης Σταμούλης, ο Πέτρος Πετράκης, ο Ευάγγελος Χαλκιαδάκης... Στεγνή, σπασμωδική βρήκα την Αλεξάνδρα Παλαιολόγου και υπερβολικά παλιό τον Δημήτρη Κοτζιά.
Θέλω, όμως, να ξεχωρίσω την Τζένη Σκαρλάτου -έξοχη ηθοποιός!-, την Ντίνα Αβαγιανού, έστω και σε ένα μικρό ρόλο, και την Κατερίνα Γιαμαλή, αν και φοβάμαι πως επαναλαμβάνεται.
Ο Άλκης Κούρκουλος σε ένα ρόλο που του ταιριάζει γάντι, αν και χωρίς αποχρώσεις, νομίζω πως κλέβει τις εντυπώσεις. Ο Απόστολός του είναι, κατά τη γνώμη μου, μαζί με τον Τζορτζ Λαβ στο «Ο μυστήριος Mr Love» και τον Τζέιμι Τάιρον στο «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα», οι καλύτεροί του ρόλοι.
Το συμπέρασμα. Μία επιλογή που δεν έχει θέση στο ρεπερτόριο ενός κρατικού Θεάτρου και μία παράσταση της σειράς.

Εθνικό Θέατρο/Θέατρο «Rex»/Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», 16 Μαΐου 2014.

May 22, 2014

Θαυματουργό το (πολυ)μίξερ χειρός της Κοκκινοσκουφίτσας…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 22 Μαΐου 2014


«Ποιο είναι το μήνυμα των εκλογών», και «ποιο είναι το μήνυμα των εκλογών» και «ποιο είναι το μήνυμα των εκλογών» -και το «διακύβευμα» να πηγαινοέρχεται ανεξέλεγκτο. Μωρέ, ΕΝΑ είναι το μήνυμα των εκλογών: ότι ο Ηλίας Ψινάκης εξελέγη δήμαρχος του «ιστορικού» Δήμου Μαραθώνα απ’ τον πρώτο γύρο, με 53,55%. Κι ο Απόστολος Γκλέτσος -ο οποίος ίδρυσε και κόμμα βάζοντας πλώρη και προς ανώτερα…-, δήμαρχος Στυλίδας, για δεύτερη τετραετία, επίσης απ’ τον πρώτο γύρο, με 67,73%. Μήνυμα σαφέστατο. Και δεν αστειεύομαι καθόλου.







«Στρατηγέ μου, ιδού το Μετρό σας!». Ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, υποψήφιος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού (διαβάστε δεξιού) Κόμματος για την Προεδρία της Κομισιόν, επιθεωρεί -ναι, στην Αθήνα! Και όχι, δε βρισκόμαστε στο 1947-, έξι μέρες πριν απ’ το δεύτερο γύρο των εκλογών και τις Ευρωεκλογές, τα έργα του στρατού, συγγνώμη, του μετρό ήθελα να πω, πριν δηλώσει: «Η Ελλάδα κατάφερε υπό την ηγεσία του Αντώνη Σαμαρά να έχει πρωτογενές πλεόνασμα το οποίο κανείς δεν περίμενε. Αν μου το έλεγε κάποιος πριν από δύο χρόνια, τότε όλοι θα γελούσαν». Εγώ, γιατί γελάω και τώρα;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… 



Έφτασε στο απόγειο την τέχνη της η Λένα Κιτσοπούλου. Η σκηνή με το ηλεκτρικό μίξερ χειρός παλλόμενο δια χειρός της ίδιας της κιτσοπούλειας Κοκκινοσκουφίτσας κάτω απ’ την φούστα της και εν συνεχεία, δια της ιδίας χειρός, κάτω απ’ τη φούστα της Μαμάς της (της Κοκκινοσκουφίτσας), μίξερ στο οποίο, όταν το απομακρύνει, ξεμένει και μια χορταστική τούφα τρίχες φουντωτές είναι η κορωνίς του έργου της «Κοκκινοσκουφίτσα. Το πρώτο αίμα». Που παίζεται σε σκηνοθεσία της στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση -ή ίδια «ερμηνεύει» την…Σταχτοπούτα- και όπου, συν τοις -πάρα πολλοίς -άλλοις, ο ρουμελιώτης Κυνηγός-Γιάννος Περλέγκας μας υπόσχεται, στον πρόλογο, «στου τέλους θα δείτι κι’τουν πούτσο μ’» -υπόσχεση η οποία, κατά κάποιο τρόπον, υλοποιείται.
Ο νεαρός φίλος που ήταν μαζί μου, πάντως, γέλασε πολύ -περισσότερο από μένα που ομολογώ πως όντως γέλασα. Και μολονότι αλλόγλωσσος και με λίγες γνώσεις ελληνικής, μετά απ’ τα τόσα που ’δαν τα μάτια του επί σκηνής, πρότεινε από τούδε και στο εξής να μετονομάσουμε τη συγγραφέα/σκηνοθέτρια/ηθοποιό σε Τρελένα Κιτσοπούλου. Εγώ που πρόσφατα -και καθυστερημένα, το βιβλίο είναι έκδοση («Μεταίχμιο») του 2010-, μετά την εξαιρετική παράσταση του «Μουνή» απ’ τον Παντελή Δεντάκη, διάβασα τη συλλογή διηγημάτων της «Μεγάλοι δρόμοι» όπου το κείμενο αυτό περιλαμβάνεται και που, μετά, έκλαιγα για μια βδομάδα -έχω κι εγώ μια δική μου «Οδό Γιάννη»…- δεν είπα τίποτα. Ίσως υπάρχουν δυο Λένες Κιτσοπούλου.



Ο σκηνοθέτης Νίκος Μαστοράκης στη συνέντευξή του στον Δημήτρη Ν. Μανιάτη στα «Νέα» -μ’ αφορμή το προσεχές ανέβασμα του «Μεφίστο» για το Εθνικό στο Δημοτικό του Πειραιά: «Ο Γιώργος Λούκος είναι υπέροχος και καλός οργανωτής. Όταν του έδιναν λεφτά έκανε σημαντικά φεστιβάλ. Φέτος, όμως, επικρατεί το μότο ‘κάνε κι εσύ θέατρο, μπορείς’. Το Φεστιβάλ πρέπει να είναι το έκτακτο που μέσα στη ροή σού δίνει το παραπάνω ενώ τώρα θα δούμε ό,τι βλέπουμε όλο το χρόνο σε σύνοψη. Θα έπρεπε να δοθούν περισσότερα λεφτά σε λιγότερους». Συμφωνώ απολύτως και προσυπογράφω. Συν ότι έτσι δίνεται άλλο ένα ατού στον θεατρικό πληθωρισμό.


Το ’χω ξαναγράψει: πόσες αδικίες βλέπω γύρω μου να διαπράττονται στο θέατρο! Για παράδειγμα, γυναίκες καλές ηθοποιούς. που ’χουν αναδειχθεί σε πρωταγωνίστριες ή οι οποίες χρησιμοποιούνται ευρύτατα, έχουμε αρκετές. Μερικές -πολλές- τις εκτιμώ απεριόριστα. Αλλά υπάρχουν και πολλές ατάλαντες ή κάτω του μετρίου ή, έστω, μέτριες -για μένα τουλάχιστον. Που ’χουν χριστεί πρωταγωνίστριες. Που ’χουν θιάσους. Ή που τις βλέπω να παίζουν συνέχεια και μάλιστα ρόλους πρωταγωνιστικούς. Όχι μόνο στα θέατρα της «πιάτσας» -όπου πρυτανεύει το κριτήριο πως έκαναν κάποιο ονοματάκι απ’ την τηλεόραση. Αλλά και στα λεγόμενα «ποιοτικά», τα ψαγμένα, τα πιο «κουλτουριάρικα». Και παίζουν διότι «είναι του…», διότι είναι φίλες κολλητές σκηνοθετών, διότι ανήκουν σε «κύκλους», διότι κάποιος/α με κύρος τις έχει θέσει υπό την προστασία του/της, διότι άπαξ μόνο έτυχε κάτι καλό ή συμπαθητικό να κάνουν και καθιερώθηκαν -πάει και τελείωσε, δεν μπορεί να υπάρξει καμιά αντίρρηση- με συνοπτικές διαδικασίες, διότι πληρωμένοι κοντυλοφόροι πιπιλίζουν τα ονόματά τους, διότι…, διότι… Δεν ανακαλύπτω την πυρίτιδα. Αυτά πάντα συνέβαιναν. Αλλά έτσι, για το γαμώτο, τα γράφω.


Αφορμή στάθηκε μια παράσταση. Του λαγαρού, άμεσου μονόλογου του Γουίλι Ράσελ «Shirley Valentine», όπως, με αμεσότητα επίσης, τον έχει μεταφράσει ο Παύλος Μάτεσις, που είδα στο «Αργώ» με την Μαργαρίτα Βαρλάμου, οδηγημένη σκηνοθετικά απ’ τον Θωμά Γκάγκα. Τον σκηνικό περίγυρο τον βρήκα φτωχό και πρόχειρο. Αλλά τι σημασία είχε… Τον εξαφάνισε η ηθοποιός. Τι ηθοποιός! Ζεστή, άμεση, λιτή αλλά ευθύβολη, με χιούμορ αλλά και με εσωτερικότητα, με μια μοναδική εσωτερική πλαστικότητα. Την έβλεπα κι έβλεπα πόσο απλά έπαιζε, πόσο φυσικά, πόσο κατακτημένα -σα νεράκι καθαρό που ’τρεχε στ’ αυλάκι.
Την ξέρω ως ηθοποιό την Μαργαρίτα Βαρλάμου απ’ το ’94 που ’χει βγει στη σκηνή. Κι αμέσως την εκτίμησα. Και την εκτιμώ. Χωρίς καμιά επαφή να ’χω μαζί της. Αλλά θα το πω. Έχω δει την «Shirley Valentine» στη σκηνή τρεις φορές. Την πρώτη με την Αλίκη Βουγιουκλάκη σε σκηνοθεσία που υπέγραφε ο Μίνως Βολανάκης. Και στην παράσταση αυτή η Αλίκη Βουγιουκλάκη, στο πρώτο μέρος τουλάχιστον -γιατί στο δεύτερο έπαιζε την Βουγιουκλάκη-, με σιγούρεψε πόσο καλή ηθοποιός θα μπορούσε να ’ναι. Τη δεύτερη την είδα με την Μίρκα Παπακωνσταντίνου, που πολύ την εκτιμώ ως ηθοποιό, σε σκηνοθεσία Νίκου Καραγέωργου. Και όμως! Αυτή η τρίτη, με την Μαργαρίτα Βαρλάμου, ήταν που μου άρεσε, με έπεισε περισσότερο. Κι ας μην είναι η Μαργαρίτα Βαρλάμου -είκοσι χρόνια στο θέατρο πια- πρωταγωνίστρια ρενομέ -φίρμα που λένε- ενώ από πρωταγωνιστική στόφα είναι φτιαγμένη.
Αυτούς τους ηθοποιούς -είναι κι άλλοι…- οι διευθυντές των κρατικών Θεάτρων, οι θιασάρχες, οι παραγωγοί, οι σκηνοθέτες, κυρίως, δεν τους βλέπουν; Δεν ακούν γι αυτούς; Κανείς δεν τους λέει μια κουβέντα γι αυτούς; Δεν τους οσμίζονται έστω; Δε νοιάζονται να ’χουν κοντά τους τούς καλύτερους;



Έτριζε, λέει, το «Κοτοπούλη» του Εθνικού απ’ τις χιλιάδες θεατές που το κατέκλυζαν δημιουργώντας αδιαχώρητο. Αλλά μετά το Πάσχα η «Πρόβα νυφικού» που παίζεται εκεί, τρίζε, τρίζε, κατέρρευσε απ’ τους τριγμούς. Κι η πλατεία μισοάδεια… Τόσο που αντί για 1 Ιουνίου, όπως ήταν προγραμματισμένη, κατεβαίνει το Σάββατο, μια βδομάδα νωρίτερα. Τώρα, να σας πω «τρέξτε να τη δείτε την παράσταση εγκαίρως» και «προς Θεού, μην τη χάσετε», ε, δε θα σας το πω. Κρίμα είναι, σας συμπαθώ… (Λεπτομέρειες προσεχώς).


Αντιγράφω απ’ τη στήλη του Βασίλη Αγγελικόπουλου «Υποβολείο» στην «Καθημερινή» της προπερασμένης Κυριακής 11 Μαΐου: «Μελαγχολούμε ακούγοντας παλιές, αγαπημένες φωνές • δηωμένες πια από το χρόνο • να επιμένουν να τραγουδούν. • Τι κέντρα, τι μιούζικαλ, τι συναυλίες, • ως και ηχογραφήσεις γαμώτο. • Σπανίως σχολιάζει ο Τύπος το φαινόμενο, • και δη ονομαστί, • σεβόμενος όχι μόνο την ‘ιστορία’ 'τους • αλλά και την υπαρξιακή, τρόπον τινά, ανάγκη τους ‘να είναι παρούσες’».
Πες τα, χρυσόστομε! Ναι, όλοι φοβόμαστε να τους/τις ονοματίσουμε γιατί θα μας βρίσουν, θα μας μηνύσουν, θα μας γράψουν λιβέλλους οι πληρωμένοι τους κοντυλοφόροι. Ίσως, ακριβώς, δεν το κάνουμε κι από σεβασμό σε φωνές που αγαπήσαμε, που λατρέψαμε -για την ιστορία τους.
Δηλαδή έλεος πια! Ίχνος αυτογνωσίας δεν έχουν; Ανθρώπους δικούς τους που να τους αγαπούν, φίλους -εννοώ Φίλους, όχι κόλακες και αμειβόμενους υπαλλήλους- δεν έχουν; Να τους πουν: «Στοπ!». Πονάει η ψυχή μου να τους ακούω. Το καλοκαίρι, μετά από μια σχετική εμπειρία, τ’ ορκίστηκα στον εαυτό μου: Ποτέ ξανά». Κι ο καημένος ο κοσμάκης να χειροκροτεί και να αποθεώνει. Εξ αναμνήσεως. Σίγουρος πως ακούει τις ίδιες με τότε φωνές…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…



Δηλαδή απορώ. Με εισιτήριο που ξεκινάει απ’ τα 35 ευρώ και σκαρφαλώνει μέχρι τα 95 (!!!!!) ευρώ -ναιαιαι!- και με φοιτητικό που αρχίζει από 28 ευρώ και αναρριχάται μέχρι τα 76 (!!!!!!!!!!) ευρώ -ναιαιαια!- πώς φτουράει για τρίτη χρονιά που μας το φέρνουν -τον Σεπτέμβριο- το «Cirque du Soleil» (κουκουλώνοντας, όσο γίνεται, τις τιμές των εισιτηρίων…); Άρα, κρίση ΔΕΝ υπάρχει. Διότι πώς υπάρχει, αν υπάρχει έστω και ένας φοιτητής -και δεν εννοώ φοιτητής που τον έχει στείλει ο εφοπλιστής μπαμπάς του να σπουδάσει στις ΗΠΑ…- που να διαθέτει 76 ευρώ για ένα εισιτήριο; Δηλαδή απορώ, επαναλαμβάνω.
Όσο για το εισιτήριο των 28 ευρώ για τους άνεργους, ε, αυτό πια κι αν είναι ειρωνεία…


Το τελευταίο –σπαρταριστό- ανέκδοτο: «Κηρύσσουμε πόλεμο στο κάπνισμα» δήλωσε ο Άδωνις Γεωργιάδης (υπουργός Υγείας, αλλά αυτό είναι άλλο ανέκδοτο, παλιό).
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…


Ό,τι θέλετε να στείλετε για την ενημέρωση του ιστολόγιου -δελτία Τύπου επιστολές κλπ- να το στέλνετε σας παρακαλώ στο totetartokoudouni@gmail.com. Αν πρόκειται για βιβλία, επικοινωνήστε μαζί μου.