December 24, 2018

Στο Φτερό / Δεν υπάρχουν νικητές, μονάχα ηττημένοι ή Ο άνθρωπος τον άνθρωπο κατασπαράζει ή Εργαστήρι «Φάτσερ»


«Ο καταποντισμός του εγωιστή Γιόχαν Φάτσερ» του Μπέρτολτ Μπρεχτ (διασκευή: Ελένη Βαροπούλου) / Σκηνοθεσία: Σίμος Κακάλας. 



Ο Μεγάλος Πόλεμος, που μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο μετονομάστηκε σε Πρώτο Παγκόσμιο -1914 έως 1918, φέτος συμπληρώθηκαν 100 χρόνια απ’ τη λήξη του- και που ξεπάτωσε το άνθος της νεολαίας της εποχής αλλά έφερε και τα πάνω κάτω στην καθεστηκυία ευρωπαϊκή πολιτική τάξη, κλείνει τον τρίτο χρόνο του -τέλος του ’17- και τέσσερις γερμανοί στρατιώτες -πρωτεργάτης,
«πρώτο βιολί», ο Φάτσερ και, μαζί του, οι Κάουμαν, Κοχ και Μπίσινγκ- ξεφεύγουν απ’ τη φρίκη, το αίμα και το θάνατο των χαρακωμάτων του Βερντέν και του μετώπου και μ’ ένα τανκ περνούν απ’ το γαλικό έδαφος στην πατρίδα τους, την Γερμανία. Οι τέσσερις λιποτάκτες καταφεύγουν και κρύβονται, αρχές του ’18, στο Μιλχάιμ επί του Ρουρ, σ’ ένα υπόγειο δωμάτιο 
που διαθέτει ο Κάιμαν. Εκεί στιβάζονται όλοι, μαζί με τη γυναίκα του, αλλά αποφασίζουν να παραμείνουν ενωμένοι περιμένοντας τη λαϊκή εξέγερση που θα βάλει τέλος στον παράλογο πόλεμο και θα δικαιώσει τη λιποταξία. Αλλά η εξέγερση των Σπαρτακιστών θα καθυστερήσει -θα χρειαστεί να φτάσει ο Ιανουάριος του ’19, πολύ αργά γι αυτούς. Στο μεταξύ λιμοκτονούν. Ο Φάτσερ κάνει επαφή μ’ έναν στρατιώτη που με συντροφική 

αλληλεγγύη υπόσχεται να τους εξασφαλίσει επαρκή τροφή, κρέας κυρίως, από ένα βαγόνι επισιτισμού. Το σχέδιο ανατρέπεται και ναυαγεί όταν ο εγωιστής, ατομιστής Φάτσερ τη μια καθυστερεί στο ραντεβού, την άλλη μπλέκεται σ’ ένα καυγά και το τρένο με το βαγόνι φεύγει. Επιπλέον, ο Φάτσερ φέρνει στο δωμάτιο και την Κοπέλα -μια πουτάνα που συνάντησε κι έκανε σεξ μαζί της. Η ενότητα κι η συντροφικότητά τους έχει πάει περίπατο. Θα 

κατασπαραχτούν: οι τρεις τον εκτελούν ενώ εκείνος έχει, ήδη, καλέσει το στρατιωτικό απόσπασμα που θα συλλάβει και θα εκτελέσει και τους ίδιους ως λιποτάκτες. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, μεταξύ 1926 και 1931- ξεκινώντας, δηλαδή, απ’ το χρονικό μεταίχμιο, όταν εγκαταλείπει το αστικό θέατρο κι αρχίζει να γράφει τα «διδακτικά» του έργα-, καταπιάστηκε με το σχέδιο για ένα έργο, «διδακτικό» τελικά, που αργότερα θα ’παιρνε τον τίτλο 
«Ο καταποντισμός του εγωιστή Γιόχαν Φάτσερ», ένα έργο ενάντια στον πόλεμο και τις συνέπειές του, που δεν αδιαφορεί για τη διαλεκτική και το οποίο ποτέ δεν ολοκλήρωσε. Απ’ αυτό το ημιτελές έργο σώθηκε ιδιαίτερα εκτεταμένο υλικό: δραματικές σκηνές ανεξάρτητες, σημειώσεις, λυρικά κομμάτια, χορικά, σκόρπιοι διάλογοι..., που ο Μπρεχτ όρισε ως «Ντοκουμέντο Φάτσερ» αλλά και θεωρητικά ή σχολιαστικά κείμενα κι οδηγίες που όρισε ως «Σχόλιο Φάτσερ» -δοκίμαζε τη μείξη δραματικής 
πλοκής και θεωρίας. Απ’ το υλικό αυτό -αντλώντας, κυρίως, απ’ το «Ντοκουμέντο Φάτσερ» και υπογράφοντας, με τη γνώση που διαθέτει, ειδικά στο θέμα αυτό, και τη μετάφραση- η Ελένη Βαροπούλου προτείνει μια πυκνή, λακωνική, ενδιαφέρουσα, «διδακτική» σκηνική εκδοχή, σε στίχο, όπως και τα πρωτότυπα κείμενα, μ’ ενδιάμεσα χορικά απεύθυνσης προς το κοινό, που δεν 
αγνοεί το ύφος του Χάινερ Μίλερ ο οποίος έχει γράψει δυο δικές του εκδοχές, την πρώτη ήδη απ’ το 1978, τη δεύτερη το 1993. Πάνω στην εκδοχή αυτή της Ελένης Βαροπούλου έχει πειραματιστεί ο Σίμος Κακάλας. Τηρώντας επακριβώς το κείμενό της, ανέβασε το έργο εργαστηριακά: μια ανοιχτή, όπως και το έργο, παράσταση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «εν προόδω» ή «αυτοσχεδιαστική», η οποία ανοίγει με τους ηθοποιούς μαζεμένους γύρω από ένα τραπέζι και σκεπασμένους, στην αρχή, 


με χοντρό πλαστικό που ο ίδιος ο σκηνοθέτης τραβάει και τους αποκαλύπτει ως αρχαιολογικό εύρημα, καθώς και το έργο δεν είναι παρά θραύσματα από ένα αρχαιολογικό εύρημα. Ο ίδιος, με το


μικρόφωνο στο χέρι, με αμεσότητα, αφηγείται, δίνει το στίγμα του έργου και της εποχής στην οποία αναφέρεται, καθοδηγεί τους ηθοποιούς, τους διακόπτει, «παίζει» μαζί τους, γελάνε, παρεμβαίνουν, σταματάει τη ροή της παράστασης ή δίνει λύσεις, σαρκάζει, πολύ συχνά αυτοσαρκάζεται κι αυτοαναιρείται, κλείνει 
το μάτι στους θεατές... -τρυπώνει ελεύθερα, με θράσος και χιούμορ, στο «Ντοκουμέντο Φάτσερ» που ’χει συνθέσει η Ελένη Βαροπούλου και υποκαθιστά το «Σχόλιο Φάτσερ» με δικά του σχόλια, απολύτως συμβατά, μ’ αυτό που ο Μπρεχτ ζητάει, όπως ακριβώς μας εξηγεί η μεταφράστρια σε σημείωμά της. Ο Σίμος Κακάλας «παίζει» με την έννοια της αποστασιοποίησης -την οποία, σαφώς, προτείνει και το κείμενο, με τα πρόσωπα κάποτε να μιλούν για τον εαυτό τους σε τρίτο πρόσωπο- αλλά νομίζω ότι, με την παράστασή του, αυτό ακριβώς -την αποστασιοποίηση- πετυχαίνει, έστω κι αν, κάποιες στιγμές, τραβάει το σκοινί -όπως η υπερβολικό μακρά σιωπή που ζητάει απ’ τους ηθοποιούς σε κάποια σκηνή. Πάντως, με τους καπνούς, τις αντιασφυξιογόνες προσωπίδες δεν παραμελεί και την εμμονικά επαναλαμβανόμενη αντιπολεμική θέση του Μπρεχτ. Το άκρως λιτό σκηνικό -σχεδόν γυμνή σκηνή- και τα εργαστηριακά -κάτι από στρατιωτικές φόρμες- κοστούμια του Κέννυ Μακ Λέλλαν ειν’ ακριβώς αυτά που ζητάει η παράσταση. Κι η μουσική του Γιάννη Αγγελάκα και τα τραγούδια του, με τους βασισμένους στη μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου, σ’ ελεύθερη 

απόδοσή του, στίχους, την εξυπηρετούν απόλυτα, όπως κι η επιμέλεια ήχου του Coti K. κι οι απλοί φωτισμοί του Παναγιώτη Λαμπή. Οι μάσκες της Μάρθας Φωκά, στις οποίες και πάλι καταφεύγει ο Σίμος Κακάλας, βρίσκουν εδώ την ιδανική θέση τους: 
μπρεχτικότατες. Οι ηθοποιοί υπηρετούν με συνέπεια τα αιτούμενα απ τη σκηνοθεσία: Νίκος Γιαλελής, Χαρά Κότσαλη, Εμμανουήλ Πετράκης, Φελίς Τόπη. Θα ξεχωρίσω, πάντως, την αφοπλιστική αμεσότητα του Σίμου Κακάλα, τη γερή σχέση με το σανίδι του εκφραστικότατου, με πολύ καλή κίνηση Κωνσταντίνου Μωραϊτη και, πρώτον τη τάξει, τον Μιχάλη Βαλάσογλου με την επιβλητική φωνή -ο Φάτσερ του επιβάλλεται. Μια πολύ ενδιαφέρουσα σκηνική πρόταση που, προοδευτικά, με κέρδισε πλήρως και μια παράσταση που δικαιώνει την ύπαρξη και τον τίτλο της «Πειραματικής Σκηνής» του Εθνικού (Φωτογραφίες: Karol Jarek).
(Η παράσταση συνοδεύεται από ένα πολύ χρήσιμο έντυπο πρόγραμμα/αφίσα -συντονισμός/υπεύθυνη Μαρία Καρανάνου, επιμέλεια ύλης Εύα Σαραγά- αλλά κι απ’ την προσεγμένη έκδοση -Εθνικό Θέατρο/Εκδόσεις Σοκόλη- του κειμένου της παράστασης -μετάφραση απ’ το πρωτότυπο/διασκευή Ελένης Βαροπούλου-, μ’ εμπεριστατωμένο πρόλογό της. Επισήμανση: ας μην ξεχνάει -είναι πολύ σημαντικό- το Εθνικό Θέατρο -και στο πρόγραμμα, δεν αρκεί η αναφορά στην ηλεκτρονική σελίδα- πως η Σκηνή που φιλοξενεί την «Πειραματική» και που χάριν συντομίας, αποκαλούν «-1», επίσημα φέρει τ’ όνομα «Κατίνα Παξινού». Όνομα τ οποίο «ανακάλυψα», εκ των υστέρων, «κρυμμένο» στο οπισθόφυλλο. Κι εντός παρενθέσεως...).

Θέατρο «Rex» / Σκηνή «Κατίνα Παξινού» (-1), Εθνικό Θέατρο/Πειραματική Σκηνή, 21 Δεκεμβρίου 2018.

No comments:

Post a Comment