May 31, 2016

Εκατομμυριούχος!


Έγινα εκατομμυριούχος! Χτες συμπληρώθηκαν 1.000.000 -ένα εκατομμύριο!- επισκέψεις στο ιστολόγιο αυτό, totetartokoudouni.blogspot.com. Από τις 22 Οκτωβρίου 2011 που το ανοίξαμε. Σε τέσσερα χρόνια, εφτά μήνες και οκτώ μέρες. Ήδη, αυτή τη στιγμή που γράφω, έχουν γίνει 1.001.813.
Ε, ναι καμαρώνω. Και θέλω με την καρδιά μου να ευχαριστήσω όλους εσάς που κάνατε κλικ -από αγάπη, από ενδιαφέρον, από περιέργεια, ακόμα και με κακή πρόθεση. Όλους εσάς που συμμετέχετε ενεργά με τα like, με τα σχόλιά σας, με τα μηνύματά σας, με κάθε τρόπο. Και πάνω απ’ όλους τον LjA στον οποίο πολλά χρωστάει το blog αυτό. Μου δίνετε τη δύναμη να συνεχίζω να υπερασπίζομαι αυτά που πιστεύω, είτε είναι σωστά, είτε όχι. Εσείς κρίνετε.

Εάλω η… «Στέγη»!


29 Μαΐου προχτές. Η μέρα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης -1453. Ημέρα αποφράς. Εάλω η Πόλις! 29 Μαΐου 2016 και… εάλω η «Στέγη». «Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση. Αλώσαμε τη «Στέγη» -με την καλή έννοια και όχι από Κερκόπορτα…- και κοιμηθήκαμε του καλού καιρού στη σκηνή της -τη μεγάλη, στην Κεντρική Σκηνή.
Στο ρόλο του Πορθητή, η χορογράφος Αποστολία Παπαδαμάκη. Η οποία συνέλαβε την ιδέα και την υλοποίησε μαζί με το συνθέτη Τρύφωνα Κουτσουρέλη κάτω από τον τίτλο «The Theta Series-Ολονυχτία στη ‘Στέγη’».
Φτάσαμε με τα μπογαλάκια μας γύρω στις δέκα με δεκάμισι το βράδυ και μαζευτήκαμε -καμιά σαρανταριά ήμασταν, έως και δύο κοπέλες από τον Βόλο είχαν έρθει- στο «Liquid Bar» του ισογείου: τσαγάκι, ρίξαμε στην «κάλπη» τη σελίδα Α4 που μας είχε ζητηθεί και όπου είχαμε -ανωνύμως- καταγράψει ένα όνειρο που κάποτε είχαμε δει ή ένα όνειρο φανταστικό και η Αποστολία Παπαδαμάκη μας έκανε, μέσα σε μία χαλαρή, εξαρχής, ατμόσφαιρα, κάποιες ασκήσεις κίνησης, μυητικές και «προθέρμανσης», που στόχο μάλλον είχαν να δημιουργηθεί μία αίσθηση ομαδικότητας.
Κατόπιν, τελετουργικά, την ακολουθήσαμε, ο ένας πίσω από τον άλλο, στη σκηνή. Μεγάλη σκηνή, φωτισμένη υποβλητικά αλλά διακριτικά, σπαρμένη με στρωματάκια της «Coco-mat» που μας περίμεναν, η αυλαία κλειστή, οι άμπιεντ μουσικές του Τρύφωνα Κουτσουρέλη εξίσου υποβλητικές, χαμηλόφωνες, μυστηριακές, κάναμε έναν μεγάλο κύκλο, ψίθυροι μόνο και η αυλαία άνοιξε.
Όχι, το θέατρο δεν ήταν γεμάτο -δεν είχαμε επανάληψη της σκηνής του δείπνου από την «Κρυφή (διακριτική) γοητεία της μπουρζουαζίας» του Μπουνιουέλ, όπου, ξαφνικά, οι καλεσμένοι ανακαλύπτουν ότι βρίσκονται σε σκηνή θεάτρου… Άδειο ήταν. Και γοητευτικό στην ερημία του: ένα κοχύλι που αγκαλιάζει τη σκηνή, κάτι σαν διαστημόπλοιο, τα θεωρεία και οι εξώστες του κάτι σαν βάρκες, με αυτό το μαλακά επεξεργασμένο ξύλο που είναι ντυμένα.
Η Αποστολία Παπαδαμάκη μας οδήγησε τώρα στην πλατεία. Ως θεατές πια. Για να δούμε στη σκηνή μία χορογραφία της. Χωρίς χορευτές. Μόνο η σκηνή και τα μέσα της. Και οι φωτισμοί. Χορογραφημένα. Να κατεβαίνουν τα σταγκόνια, τα φορτωμένα με τους προβολείς, μέχρι σχεδόν τα σανίδια της σκηνής, οι φωτισμοί να σμίγουν, να μπλέκονται, να ανοίγει η εσωτερική αυλαία και να προβάλουν μία πανύψηλη, φορητή σκάλα και μία «μπανιέρα» -κάτι σαν μάνα με παιδί… Και όλα αυτά, με τους ρυθμούς της μουσικής -ένα αποτέλεσμα συναρπαστικό.
Επιστρέψαμε στη σκηνή, απλώσαμε, πάντα αργά και ψιθυριστά, τα σεντόνια και τα μαξιλάρια μας και ξαπλώσαμε στο ημίφως ενώ η Αποστολία Παπαδαμάκη άρχισε να ανοίγει τους φακέλους και να διαβάζει τα όνειρα. 

Χαμηλοί τόνοι, αργοί, υπνωτικοί ρυθμοί, φωνή υπέροχη, ζεστή, χαδιάρα, ερωτική αλλά όχι ναρκισσευόμενη, κείμενα, σχεδόν όλα, γοητευτικά, κάποια συγκινητικά, τα περισσότερα σκοτεινά. Οι μουσικές, συντονισμένες ως υπόκρουση, και όταν τελείωσαν τα όνειρα συνέχιζαν να παίζουν, ενώ ο ύπνος έπαιρνε τους περισσότερους, και παρέμειναν απόκοσμες, μυστηριακές γύρω μας, κοντά μας όλη τη νύχτα. Και αν δεν κοιμόσουν σε συνέπαιρνε η μαγεία των προβολέων που διασταυρώνονταν από πάνω σου, ψηλά, ενώ μικρά φωτάκια ασφαλείας τρεμόπαιζαν -ένας ουρανός με αστέρια, μία αίσθηση σαν να ήσουν στο ύπαιθρο. Όλα τα παιδιά -οι ταξιθέτες- της «Στέγης» μας φύλαξαν καλά, άγρυπνα όλη τη νύχτα, βοηθώντας μας αθόρυβα, με φακουδάκια, αν χρειάζονταν να βγούμε για την… ανάγκη μας.

Επτά ακριβώς το πρωί, όπως πρόβλεπε το πρόγραμμα, εγένετο φώς -η αφύπνιση. Οι προβολείς δυνάμωσαν, η μουσική δυνάμωσε και η Αποστολία Παπαδαμάκη, όμορφη, γλυκιά, ξυπνούσε τους πιο υπναράδες με ένα χάδι στο κεφάλι, ένα γαργάλημα στη πατούσα, με το φουλάρι της που το έσερνε ανάλαφρα στο κεφάλι τους… Δεν έχει «φάντασμα της Όπερας» η «Στέγη» -απ’ ό,τι ξέρω τουλάχιστον…- είχε, χτες το πρωί, όμως, μία νεράιδα. Όλα πήγαν ρολόι -άψογη η οργάνωση-, όλα έγιναν με μία ποιότητα αλλά και με μία απλότητα.
Στην τουαλέτα για τα απαραίτητα, και ύστερα, η «νεράιδα» μάς κατέβασε από τη σκηνή και μας ανέβασε για το πρωινό στην «Hytra», το εστιατόριο της «Στέγης», στον 6ο όροφο, με την υπέροχη θέα προς την Ακρόπολη και όλη την Αθήνα ενώ το πρώτο φως της ημέρας δυνάμωνε: υπέροχη ομελέτα και ψωμί, τσάι, καφές, πορτοκαλάδα και κουβεντούλα ζεστή με τις εντυπώσεις και τα συμπεράσματα από την εμπειρία που ζήσαμε. Το γενικό συμπέρασμα: κοιμηθήκαμε -όσοι και όσο κοιμηθήκαμε και δεν μας συνεπήρε και μας κράτησε άγρυπνους όλη τη νύχτα η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα- καλά. Και, κυρίως, περάσαμε καλά (Φωτογραφίες: Αρείων Στεφανίδης).

«Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση/Κεντρική Σκηνή, «Ύπνος Project», 29/30 Μαΐου 2016.

May 26, 2016

Χάινερ Μίλερ διατελών σε κατάσταση μέθης…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 26 Μαΐου 2016 

«Ο φαύλος κύκλος της αβεβαιότητας και της ύφεσης κλείνει» δήλωσε χτες η κυβερνητική εκπρόσωπος Όλγα Γεροβασίλη. Αν μη τι άλλο, γελούμε, πάντως.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… (Επιθεώρηση ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ;).





Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος είναι ηθοποιός. Καλός, πολύ καλός ηθοποιός. Τον έχουμε δει σε πολλούς ρόλους -θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση… Η τελευταία φορά που τον είδαμε στη σκηνή στην Ελλάδα ήταν τη σεζόν 2011/2012, στο «Πορεία», στην «Λήθη» του Δημήτρη Δημητριάδη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου -ερμηνεία συγκλονιστική. Μετά, είδε κι απόειδε με την κατάσταση εδώ, την έκανε στην Γερμανία -στο Βερολίνο. Και πέτυχε. Έπαιξε -παίζει- εκεί -στα γερμανικά που τα ’μαθε λίγο πριν φύγει!- και μάλιστα ρόλους, όχι ρολάκια. Φέτος, στα 45 του πια, επέστρεψε -πρόσκαιρα- στην Αθήνα. Όχι για να παίξει. Για να σκηνοθετήσει -δεν είναι η πρώτη φορά, έχει αρχίσει να σκηνοθετεί ήδη απ’ το 2002, μ’ ευδόκιμα αποτελέσματα. Τώρα βρέθηκε στο «Cartel», στα… βάθη του Βοτανικού. 
Κι επέλεξε ν’ ανεβάσει το «Καζιμίρ και Καρολίνα» του Έντεν φον Χορβάτ. Καταλληλότερη επιλογή για τις μέρες μας -μέρες κρίσης, φτώχιας, ανεργίας, κατάρρευσης των πάντων, αμοραλισμού…- αλλά και για το χώρο και την περιοχή που διασχίζεις για να φτάσεις εκεί, με τους άθλιους δρόμους, και την κατασκήνωση των Ρομά, και τα παζάρια τους, και τις αναμμένες φωτιές…, δεν υπήρχε: ένα έργο γραμμένο κι ανεβασμένο στην Γερμανία -στο Βερολίνο- του 1932, μέρες εξαθλίωσης, ξεπουλήματος, ηθικής παρακμής και κατάρρευσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αναλογικά ομόλογες των ημερών μας. 

Η διασκευή, απ’ τον ίδιο τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο, απ’ τις καλύτερες που ’χω δει (η μετάφραση, επίσης του ίδιου, κυκλοφορεί απ’ τις Εκδόσεις «Vakxikon»): μια τέλεια «εναρμόνιση» του έργου με την Ελλάδα του 2015/2016, χωρίς το κείμενο να εκβιάζεται, χωρίς εξυπνάδες. Κι η σκηνοθεσία του, που γυρίζει το έργο το μέσα έξω -ο χώρος του, απ’ την αλάνα του Octoberfest, της Γιορτής Μπύρας του Μονάχου, όπου διαδραματίζεται, έχει μεταφερθεί μέσα, σε μια μίζερη αποθήκη για μπύρες (ιδεώδης ο απόλυτα εναλλακτικός, «άθικτος» χώρος του «Cartel») ενώ οι απόηχοι της Γιορτής φτάνουν απέξω, όταν οι πόρτες ανοίγουν, κάποτε αιφνιδιάζοντας αλλά και χωρίς τη διάθεση του εντυπωσιασμού για τον εντυπωσιασμό, εξαιρετική, μ’ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ισορροπημένες τις αναλογίες. 

Όσο για τους ηθοποιούς, μ’ επικεφαλής τον Βασίλη Μπισμπίκη και την Ευτυχία Γιακουμή στους επώνυμους ρόλους, να τα δίνουν όλα -παρά τις επιμέρους αδυναμίες.
Μια παράσταση έξοχη, απ’ τις καλύτερες που είδα φέτος -μ’ ενθουσίασε. Θα πρέπει να τρέξετε, μέχρι την Κυριακή που παίζεται, να τη δείτε. Αν και είμαι σίγουρος πως θα ξαναπαιχτεί του χρόνου, δε ΓΙΝΕΤΑΙ να μην ξαναπαιχτεί. Η επιτυχία της, άλλωστε, υποχρεώνει
Ο χαμηλών τόνων Δημοσθένης Παπαδόπουλος με την παράσταση αυτή καθιερώνεται, πια, ως σκηνοθέτης. Ικανότατος. Και με μεγάλες προοπτικές. Ήδη, για τον επόμενο χειμώνα, τον περιμένουν στην Αθήνα το «Πάρτι γενεθλίων» του Χάρολντ Πίντερ στο «Από Μηχανής» και -σας έγραψα σχετικά στο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 20 Απριλίου- το βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Χένρι Τζέιμς «Στρίψιμο της βίδας» του Τζέφρι Χάτσερ στο «Άνεσις». 



Αυτό πάλι; Πού το βάζετε; Που ο Γρηγόρης Χατζάκης ανέβασε στο «Σύγχρονο Θέατρο» την «Μηχανή Άμλετ» του Χάινερ Μίλερ ως μονόλογο με τον ηθοποιό Βαγγέλη Στρατηγάκο να παίζει σε… κατάσταση μέθης; «Η προσέγγιση του έργου», λέει, «είναι συμβολική. Η πραγματική έλλειψη νηφαλιότητας του ενός και μόνο ηθοποιού πάνω στη σκηνή θέλει να αναδείξει την παραμόρφωση που βρίσκεται παντού γύρω μας».
Εγώ τρεις απορίες έχω. Η πρώτη: Σε κατάσταση μέθης ο ηθοποιός τα λόγια του τα θυμάται; Ή δεν έχει σημασία -«Χάινερ Μίλερ ειν’ αυτός, ποιος θα το καταλάβει;»… Η δεύτερη: Αν η παράσταση έχει σουξέ -που το εύχομαι- και τραβήξει, δυο-τρεις σεζόν; Ο ηθοποιός δεν κινδυνεύει να καταλήξει αλκοολικός; Η τρίτη: Αν πάνε κι οι θεατές πιωμένοι -ε, ρε, κέφια!- δεν υπάρχει φόβος να δημιουργηθούν έκτροπα;
Κάθε τόσο λέω «ε, πια, τα ’χω δει όλα». Αμ δε… 



Ε, ναι, είναι Ξένια το βιβλίο. Εντελώς Ξένια. Μιλώ για το «Γράμμα στον Κωστή», το βιβλίο της Ξένιας Καλογεροπούλου που κυκλοφόρησε απ’ τις Εκδόσεις Πατάκη. Ειλικρινές, εξομολογητικό αλλά ποτέ κουτσομπολίστικο, ευγενικό, χαριτωμένο, με χιούμορ προσωπικό, χαμηλών τόνων αλλά και με αποφασιστικότητα γραμμένο. Την αποφασιστικότητα με την οποία η Ξένια Καλογεροπούλου έκανε, ό,τι έκανε στη ζωή της. Τη ζωή της αυτή εξιστορεί, τελικά, χωρίς να ’χει την πρόθεση, η ηθοποιός/συγγραφέας/σκηνοθέτρια /μεταφράστρια που το θέατρο για το παιδί στην Ελλάδα τόσα της χρωστάει -σχεδόν τα πάντα.
Δεν είναι γραμμένο σαν αυτοβιογραφία το βιβλίο. Σα γράμμα στο σύντροφο 37 χρόνων της ζωής της, τον Κωστή Σκαλιόρα, τον υπέροχο, διακριτικό άνθρωπο και λόγιο, κριτικό κινηματογράφου και θεάτρου και μεταφραστή, ξεκίνησε η Ξένια Καλογεροπούλου να το γράφει, όταν τον έχασε. Ένα γράμμα τρυφερό, συγκινητικό, που σαν η συγγραφέας να προσπαθεί με τον τρόπο αυτό να τον φέρει πίσω το σύντροφό της και να τον κρατήσει για πάντα κοντά της.
Σπαράγματα μνήμης, λεπτομέρειες, στιγμές δύσκολες, στιγμές πόνου, στιγμές ευτυχισμένες -ο Γιάννης Φέρτης, ο πρώτος νεανικός σύντροφός της στη ζωή, επίσης παρών-, στιγμές αστείες, οι γονείς της, στιγμές θεάτρου, στιγμές δημιουργίας, συνεργάτες, φίλοι που τη σημάδεψαν, ο Σταμάτης Φασουλής, ο Θωμάς Μοσχόπουλος εκεί είναι και συνθέτουν ένα μωσαϊκό που, παρά την αποσπασματικότητά του, είναι απολαυστικό. Ρούφηξα το βιβλίο σε μια μέρα.



Το πρώτο μέρος του «Post Inferno. Προς Δαμασκόν», της εκδοχής της Ρούλας Πατεράκη για την τριλογία του Στρίντμπεργκ «Προς Δαμασκόν» που παίχτηκε στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση το βρήκα έως και αριστουργηματικό: ο πολύ γνωστός -διότι δεν είναι παρά ο ίδιος ο Στρίντμπεργκ, το έργο είναι εξόφθαλμα αυτοβιογραφικό- Άγνωστος-Λάζαρος Γεωργακόπουλος, με τα μαλλιά χτενισμένα α λα Στρίντμπεργκ για να τονιστεί η ταύτιση, να στριφογυρίζει, χωρίς σταματημό, χωρίς ανάπαυση, φλεγόμενος, σε παροξυσμό, σαν κάτι να τρώει τα σωθικά του, στο αυστηρό, ιδανικό σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, η Λουκία Μιχαλοπούλου-Κυρία σε μια απολύτως στριντμπεργκική σχέση με το σύζυγό της -δυο εξαίρετες ερμηνείες-, η Ευρύκλεια Σωφρονιάδου, ο Αλέκος Συσσοβίτης, ο Γιώργος Παπαπαύλου επίσης καλοί, στο πνεύμα της σκηνοθετικής γραμμής, όλοι οι άλλοι ηθοποιοί καλοκουρδισμένοι, η -και πάλι αγνώριστη- Κωνσταντίνα Τάκαλου-Μητέρα ίσως η καλύτερη όλων, η Ρούλα Πατεράκη κάτω απ’ τη σκηνή να «παρεμβαίνει» καίρια με αποσπάσματα του «Inferno» (ήτοι «Κόλαση»), του αμέσως προγενέστερου του θεατρικού «Προς Δαμασκόν» και σε ανάλογο μήκος κύματος μυθιστορήματος του Στρίντμπεργκ -άρα πολύ σωστός ο τίτλος της παράστασης «Post Inferno»-, οι τεφρές μονοχρωμίες των κοστουμιών του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη απόλυτα εναρμονισμένες, οι μουσικές του Γιώργου Κουμεντάκη…
Στο δεύτερο μέρος, όμως... Η διάρκεια -τέσσερις ώρες κρατούσε συνολικά η παράσταση- ήταν; Το έργο που χάνει, κάπως, τη θεατρικότητά του και φιλοσοφεί, ήταν; Η παράσταση ήταν που χαλάρωνε; Κουράστηκα, εξουθενώθηκα. Κρίμα…


Να ’σαι κριτικός θεάτρου και να κρίνεις παραστάσεις στις οποίες υπογράφεις τη μετάφραση είναι αντιδεοντολογικό. Αυτό είναι ένα μάθημα που μας έχει δώσει -μεταξύ πολλών άλλων…- ο Κώστας Γεωργουσόπουλος. Να κρίνεις παραστάσεις σκηνοθετών/ηθοποιών στις δραματικές σχολές των οποίων διδάσκεις, προφανώς αμειβόμενος, είναι, άραγε, δεοντολογικό; Όταν, μάλιστα, οι κριτικές είναι υμνητικές και μάλιστα για παραστάσεις που ’χουμε δει (και ξέρουμε περί τίνος πρόκειται…) είναι να μη σου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αυτιά; Έτσι, απλώς, ρωτάω, δηλαδή -ρητορική ειν’ η ερώτηση…




Το ’χα γράψει και στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 14 Απριλίου, μ’ αφορμή την παράσταση του έργου-του «Lebensraum» που παίχτηκε στο «Θησείον» σε σκηνοθεσία Έλενας Σωκράτους: τυχερός ο Θανάσης Τριαρίδης. Σε καλά σκηνοθετικά χέρια έχουν πέσει όσα έργα του -έργα όλα για δυο πρόσωπα- έχουν ανεβεί. Και σε καλούς ηθοποιούς, να συμπληρώσω. Η καλή του τύχη συνεχίζεται. Είδα, στο «Θησείον» επίσης, το έργο του «Οιδίνους», έργο ενδιαφέρον, όπου ο συγγραφέας έξυπνα δένει σε κάτι καινούργιο τον μύθο του Οιδίποδα με το εύρημα του «παιδιού» -που υπάρχει/δεν υπάρχει- απ’ το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;» του Άλμπι. Ε, ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος που υπογράφει τη σκηνοθεσία αναδεικνύει το έργο με μια ρωμαλέα παράσταση στην οποία ο ίδιος κι η καλή Άννα Μάσχα, που ερμηνεύουν τους δυο ρόλους, δίνουν την ψυχή τους. Αξίζει την προσοχή σας.


 Αστοχίες… «Νέα Δεξιά» ο τίτλος του νέου κόμματος -κι άλλο! Κι άλλος!- που ανάγγειλε ο εντιμότατος κύριος Φαήλος Κρανιδιώτης. Μα γιατί, αφού το «Παλαιά Δεξιά» ή και «Παλαιοτάτη Δεξιά» του πάνε κουτί;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…




Απ’ τις αξέχαστες, τις ΜΕΓΑΛΕΣ θεατρικές στιγμές που ’χω ζήσει η «Μήδεια» του Ευριπίδη απ’ τον γιαπονέζικο θίασο «Τόχο», σε σκηνοθεσία του Γιουκίο Νιναγκάουα που ’φυγε απ’ τη ζωή στις 12 Μαΐου. Με τον Μικιζίρο Χίρα, έναν Μεγάλο Ηθοποιό, στον επώνυμο ρόλο. Την είχα δει στον Λυκαβηττό το 1983 μαζί με μερικούς ακόμα -ελάχιστους- θεατές. Την είχα δει κι όταν επανήλθε, το ’84, στο Ηρώδειο αυτή τη φορά, και τις δυο βραδιές που παίχτηκε, μαζί μ’ ένα πλήθος πια -ο κόσμος το ’χε πάρει μυρουδιά- που παραληρούσε -ναι, αυτή ήταν αποθέωση!
Η «Μήδεια» του Νιναγκάουα και του Χίρα είχε μαγνητοσκοπηθεί το ’84, στο Ηρώδειο, απ’ την ΕΡΤ που την είχε προβάλει -είχα τη βιντεοκασέτα, δεν την έχω πια.
Το 2011 η συγκεκριμένη μαγνητοσκόπηση προβλήθηκε, μάλιστα, και σε αφιέρωμα με τίτλο «Οι τραγικοί μύθοι σήμερα», στο πλαίσιο του 1ου Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος που ’χε οργανώσει ο Δήμος Αθηναίων -και που δε δευτέρωσε… Άρα σώζεται -ευτυχώς. Η ΕΡΤ στη μνήμη του Νιναγκάουα δεν μπορεί να τη βρει και να την προβάλει; Εδώ θέλω αντανακλαστικά… Ή το Φεστιβάλ Αθηνών δε θα μπορούσε να εντάξει στο πρόγραμμά του μια προβολή της; Η παράσταση αυτή έχει αφήσει εποχή. 


Κλείνω λίγο απότομα: έχουμε μια διένεξη εδώ, στο σπίτι. Αποφασίσαμε να μη χάσουμε τη μοναδική ευκαιρία και να επωφεληθούμε απ’ το μήνα των καταπληκτικών εκπτώσεων 50% των βραβευμένων γκουρμέ εστιατορίων αλλά δεν έχουμε ακόμα καταφέρει να συμφωνήσουμε αν θα πάμε σ’ αυτό που ’χει μενού με 75 ευρώ αντί των 150 ή στο άλλο που το ’χει 68 ευρώ αντί των 136. Εγώ, πάντως, επιμένω για το πρώτο.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

Tip: «Exhibit B»




Ο Χίτλερ δεν υπήρξε δέντρο αυτοφυές. Βρήκε ευρωπαϊκό έδαφος γόνιμο, ήδη καλλιεργημένο, και ήρθε και φούντωσε και άνθισε. «Μόνον όταν ο ιθαγενής παράγει κάτι με αξία που να εξυπηρετεί την ανώτερη φυλή, τότε μόνο αποκτά το ηθικό δικαίωμα να υπάρχει» έγραφε στο βιβλίο του «Η γερμανική σκέψη στον κόσμο» ο θεωρητικός της αποικιοκρατίας Πάουλ Ρόαρμπαχ το 1912, ρίχνοντας τους σπόρους για τα Άουσβιτς. 


Η -ενταγμένη στο «Fast Forward Festival 3», που οργανώνει η «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση- έκθεση/περφόρμανς του Νοτιοαφρικανού Μπρετ Μπέιλι -μία σειρά ζωντανών εγκαταστάσεων- στο κτίριο αριθμός 23 της οδού Ακαδημίας, με εξαιρετική αίσθηση της δραματικής οικονομίας δίνει μία ζοφερή εικόνα των αγριοτήτων -εκεί να δείτε γενοκτονία, που η επίσημη ιστορία την περνάει στα ψιλά, αν δεν την αγνοεί…- τις οποίες διέπραξαν Γερμανοί, Γάλοι, Βρετανοί, Βέλγοι, Ολανδοί, Ισπανοί, Ιταλοί, Πορτογάλοι και λοιπές ιμπεριαλιστικές «Μεγάλες Δυνάμεις» στην Αφρική βασανίζοντας, ακρωτηριάζοντας, σφάζοντας, λεηλατώντας και ρουφώντας το πλούσιο υπέδαφός της με το πρόσχημα του... εκπολιτισμού. 

Ο Μπρετ Μπέιλι με ζωντανά εκθέματα μαύρους συμπολίτες μας που αναπαριστούν χαρακτηριστικά γεγονότα από την εποχή της αποικιοκρατίας αλλά και τους ανθρώπινους ζωολογικούς κήπους με «Άγριους» που περιόδευαν στην Ευρώπη από το μέσο του 19ου αιώνα, με μία τετραμελή χορωδία «κομμένων κεφαλών» από την Ναμίμπια, ντύνοντας με μουσικές κατάλληλες τις εγκαταστάσεις αυτές προκαλεί εντυπώσεις συγκλονιστικές δένοντας, παράλληλα, το παρελθόν με το ρατσισμό εδώ -στην Ελλάδα- και τώρα. Τα βλέμματα των ζωντανών αγαλμάτων του που σε κοιτάζουν με έκαναν να ντρέπομαι που ανήκω στο ανθρώπινο είδος και να κατεβάζω τα δικά μου. Και το καλάθι με τα κομμένα χέρια που κρατούσε ένα(ς) τους με σημάδεψε. Μία φίλη είπε πως θα έπρεπε, στο τέλος. να υπάρχει και ένα δωμάτιο δακρύων... Είμαι συγκλονισμένος. ΠΡΕΠΕΙ Να πάτε (Φωτογραφίες: Χρήστος Σαρρής).

Ακαδημίας 23, «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση, «Fast Forward Festival 3», 25 Μαΐου 2016.

May 20, 2016

Tip: «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί»



Ένα ερμητικό έργο του Χένρικ Ίψεν -το ύστατο-, μακριά από τον ρεαλιστή Ίψεν και πιο κοντά στον συμβολιστή Στρίντμπεργκ, αλλά όμως τόσο Ίψεν! Ένας στοχασμός πάνω στην ύπαρξη και στο θάνατο: «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί». Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς, αν και μακριά από την ηλικία που προκαλεί τους στοχασμούς αυτούς, στοχάζεται («Θέατρο Τέχνης«/«Υπόγειο») με τον τρόπο του, τον άκρως στιλιζαρισμένο αλλά και άκρως, κατά τη γνώμη μου, αποτελεσματικό, μουσικήν ποιών -ένα μουσικοχορευτικό ποίημα-, αποφασιστικά στηριγμένος από την ηχητική δραματουργία του Δημήτρη Καμαρωτού. 

Και με ένα εξαίρετο σεξτέτο ηθοποιών: η εκτός συναγωνισμού Ρένη Πιττακή, Περικλής Μουστάκης, Μαρία Κεχαγιόγλου, Αλεξία Καλτσίκη, Μενέλαος Χαζαράκης και ο έξοχος Μιχάλης Σαράντης. Ξέρω ότι κάποιοι θα διαφωνήσουν, εγώ, πάντως, οφείλω να σας συστήσω την παράσταση.

May 19, 2016

«Τα Νέα»: Έπεσαν έξω και (οι παραστάσεις του Εθνικού) πάνε Επίδαυρο…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 19 Μαΐου 2016



Μ’ επιφυλάξεις πήγα στην «Πειραιώς» ν’ ακούσω την επίσημη ανακοίνωση του προγράμματος των Φεστιβάλ Αθηνών κι Επιδαύρου 2016 απ’ τον καινούργιο καλλιτεχνικό διευθυντή Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο. Το πρόγραμμα του Ηρωδείου -που ’χε, εκ των πραγμάτων, διαρρεύσει μέσω Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου το οποίο, ως όφειλε κι όπως πράττει κάθε χρόνο, έπρεπε να δώσει προηγουμένως την έγκριση για τη χρήση Ηρωδείου κι Επιδαύρου, έγκριση που πάντα δημοσιοποιεί- μου ’χε αφήσει μια αίσθηση μούχλας. Ήλπιζα πως αυτή την εντύπωση θα τη διασκέδαζε το πρόγραμμα της «Πειραιώς». Δεν τη διασκέδασε απλώς, μου την ανέτρεψε. Ούτε λέξη δεν παίρνω πίσω για το πρόγραμμα του Ηρωδείου, που δεν παύει να μου θυμίζει αρχές δεκαετίας του ’70, η «Πειραιώς», όμως -μαζί με τους λοιπούς χώρους που θα χρησιμοποιηθούν-, έχει ένα πρόγραμμα, πληθωρικό και φορτωμένο μεν -ποιοι θα πάνε σ’ ΟΛΑ αυτά;- καλά ισορροπημένο δε, με μερικές πολύ ενδιαφέρουσες αιχμές και… στη γραμμή Γιώργου Λούκου. Συνειρμικά θυμήθηκα, τότε που αντικατέστησαν, μέσα στη γενική κατακραυγή δημοσιογραφικού και καλλιτεχνικού κόσμου, τον Μισέλ Δημόπουλο στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με την Δέσποινα Μουζάκη κι εκείνη, πολύ έξυπνα ποιούσα, συνέχισε -μ’ επιτυχία- το Φεστιβάλ στο δρόμο του Δημόπουλου, με μικρές αλλαγές.
Επιπλέον, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος έκανε μια συνέντευξη Τύπου που άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις -πώς έγινε με τη συνέντευξη Φαμπρ; Ακριβώς το αντίθετο... Πολύ καλή οργάνωση, μετάδοση ζωντανή μέσω facebook έως και μετάφραση στη νοηματική, πολύς κόσμος, πολλοί καλλιτέχνες, μετρημένα και συμφιλιωτικά τα λόγια τού, έτσι κι αλλιώς, συμπαθητικού σ’ όλους διευθυντή -καλά, ο υπουργός Πολιτισμού κι οι δήμαρχοι Αθήνας κι Επιδαύρου είπαν αυτά που λένε πάντα οι υπουργοί κι οι δήμαρχοι…-, αμεσότητα, σχέδια ενδιαφέροντα (που δεν ξέρω βέβαια αν θα βρεθούν τα χρήματα για να υλοποιηθούν ή μείνουν μόνο στα λόγια), έως και τον πρόεδρο του Ελληνικού Φεστιβάλ που μίλησε για «νέο Φεστιβάλ» έβαλε ο Θεοδωρόπουλος στη θέση του τονίζοντας πως πρόκειται απλώς για «σκυταλοδρομία»…
Στα συν, ακόμα, κι η επιλογή απ’ τον καινούργιο διευθυντή των συνεργατών του -απ’ τους συμβούλους του, Δήμητρα Κονδυλάκη (για το σύγχρονο ελληνικό θέατρο), Στεριανή Τσιντζιλώνη (για το χορό), Τζωρζίνα Κακουδάκη (για τα εκπαιδευτικά προγράμματα) και Ματίας φον Χαρτς (καλλιτεχνικό διευθυντή του Θερινού Φεστιβάλ του Βερολίνου «Foreign Affairs», για τις διεθνείς παραγωγές) -επιτέλους έχουμε, για πρώτη φορά, έναν φον στο Φεστιβάλ!- μέχρι την έμπειρη γραμματέα του που ΞΕΡΕΙ Ορσία Σοφρά.
Βέβαια, τα πράγματα με τα οικονομικά καθόλου καλά δεν είναι και στις κυβερνητικές υποσχέσεις προς τον νέο διευθυντή περί εξόφλησης των παλαιών χρεών του Φεστιβάλ στους καλλιτέχνες κι έγκαιρης εξόφλησης αυτών που θα συμμετάσχουν φέτος καμιά εμπιστοσύνη δεν έχω και πολύ φοβάμαι πως δε θα τηρηθούν… Αλλά ας μη γίνω πάλι μάντης κακών.
(Πάντως ο κ. πρόεδρος του Δ.Σ. του Ελληνικού Φεστιβάλ, όταν μιλάει -γι άλλη μια φορά, προς εντυπωσιασμόν υποθέτω, με στόχο, πάντα, τον «κακούργο» Γιώργο Λούκο…- περί «ταμειακού ελλείμματος» που βρήκαν, θα πρέπει να διευκρινίζει πως δεν οφείλεται σε προϋπολογισμό -τον περσινό- που ’πεσε έξω αλλά στο υπουργείο Πολιτισμού που ΔΕΝ έδωσε όλα τα χρήματα της επιχορήγησης. Για να μην μιλήσω για την Περιφέρεια και τις περσινές υποσχέσεις της (άριστα έπραξε η περιφερειάρχης κ. Δούρου και φέτος δεν παρέστη και δεν ανανέωσε τις αεριτζίδικες αυτές υποσχέσεις…). 



Σε κάθετη πτώση -και δεν εννοώ μόνον κυκλοφοριακή…- «Τα Νέα» και «Το Βήμα», αναζητούν σωσίβια έως και στον κιτρινισμό ενώ ήδη, σ ελεύθερη κατάδυση χωρίς επιστροφή, κοντεύουν να πιάσουν πάτο. Προς το παρόν «Τα Νέα» φιλοδοξούν να γίνουν, με τη σειρά τους, «Η Εφημερίδα που Γκρέμισε τον Λιβαθινισμό». Και στις 12 Μαΐου κυκλοφόρησαν με καταστροφολογικό δισέλιδο που βγήκε και με χτύπημα στην πρώτη σελίδα με τον τίτλο «Εθνικό Θέατρο: Έπεσαν έξω και δεν πάνε Επίδαυρο». Το θέμα (που ’χε προαναγγελθεί με «κουίζ», τρεις μέρες πριν, σε παρακαλλιτεχνική στήλη της εφημερίδας), κινδυνολογικό, περί… επικείμενης χρεωκοπίας του Εθνικού Θεάτρου το οποίο «ατύχησε» στα χέρια του Στάθη Λιβαθινού -ενώ, ως γνωστόν, ευημερούσε επί Σωτήρη Χατζάκη, έτσι; Με πλήθος αριθμών που ο καθείς κατά βούλησιν μεταφράζει (όπως ακριβώς και τους αριθμούς που παρέθετε ο Σωτήρης Χατζάκης όταν παύτηκε απ’ το Εθνικό…). Θέμα που βγήκε, μετά από ανάλογο της «Εφημερίδας των Συντακτών», ως δίδυμό του, δέκα μέρες πριν τη λήξη της θητείας του Στάθη Λιβαθινού - εντελώς τυχαία, προφανώς, και τα δυο…
Αλλά… Αλλά ο κόκκος της άμμου. Το πρωί βγήκε στον αέρα το πρωτοσέλιδο, το μεσημέρι ο υπουργός Πολιτισμού, εξερχόμενος απ’ τη ραστώνη, ανανέωσε τη θητεία Λιβαθινού -πολύ ηχηρό το χαστούκι, αντιλάλησε η Μιχαλακοπούλου όπου και ο ΔΟΛ… Ενώ το Εθνικό συνεχίζει την προετοιμασία για τις τρεις παραστάσεις του που -ναι- θα πάνε στην Επίδαυρο.
Οπότε, παραφράζοντας τον τίτλο, θα μπορούσαμε να τον διαβάσουμε: «‘Τα Νέα’: έπεσαν έξω και (οι παραστάσεις του Εθνικού) πάνε Επίδαυρο». 



Όσο για το -ανώνυμο, βέβαια, αλλά απολύτως αναγνωρίσιμης γραφής…- σχόλιο που δημοσιεύτηκε την επομένη στη στήλη «Μικροπολιτικά» με τον τίτλο «Το ξεκατίνιασμα, αδελφές μου» -τίτλο κατευθείαν παραπέμποντα σε πασοκική «Αυριανή» της δεκαετίας του ’80 και σε ακροδεξιά «Ελεύθερη Ώρα» της ίδιας, πάνω-κάτω εποχής, που κυκλοφορούσε με τίτλους τύπου «Η κόρη της Χρήστου Λαδά»…-, με τα -και στο παρελθόν χρησιμοποιηθέντα- επιχειρήματα «μετα-κλιμακτηριακός ημιμαθής θίασος» και «δεν γίνεται με το αζημίωτο» το μόνο που θα μπορούσα να πω είναι: «Για κοίτα ποιος μιλάει!». Το γαρ πολύ της κατρακύλας γεννά παραφροσύνη…



Την ίδρυση Ακαδημίας Τεχνών στην οποία «θα ενταχθούν οι Δραματικές Σχολές του Εθνικού Θεάτρου, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης και της Κρατικής Σχολής Ορχηστρικής Τέχνης» αποφάσισαν, λέει, οι συναρμόδιοι υπουργοί, ήτοι Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων Νίκος Φίλης, Πολιτισμού και Αθλητισμού Αριστείδης Μπαλτάς και αναπληρώτρια Παιδείας Σία Αναγνωστοπούλου. Και συμφώνησαν, λέει, «να δρομολογηθεί επιτροπή των δυο υπουργείων, που θα εξετάσει την αναμόρφωση του προγράμματος και της διάρκειας σπουδών των σχολών αυτών, με στόχο την αναβάθμισή τους και την ένταξή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση».
Μήπως δεν κατάλαβα καλά; Αυτό εννοούσαμε όταν χρόοονια τώρα μιλούσαμε για Ακαδημία Τεχνών; Και τέχνες μόνο το θέατρο κι ο χορός και ολίγη από μουσική -το Κρατικό Ωδείο Αθηνών πούντο;- είναι; Μια αίσθηση μεγάλης προχειρότητας διέπει την απόφαση ή μου φαίνεται; 



Διεθνής γίνεται, σιγά-σιγά, ο θεατρικός συγγραφέας μας Ανδρέας Φλουράκης. Το καλοκαίρι θα σκηνοθετήσει στην Νέα Υόρκη το έργο του «Θέλω μια χώρα» -που πρωτοπαρουσίασε πέρσι το καλοκαίρι, στο Φεστιβάλ Αθηνών, η Μαριάννα Κάλμπαρη με το «Θέατρο Τέχνης» για να την επαναλάβει, στην αρχή της λήγουσας σεζόν, στο «Θέατρο Τέχνης» της Φρυνίχου- στα αγγλικά, σε μετάφραση του Αλέξι Κέι Κάμπελ, στο πλαίσιο του «Directors Lab» («Εργαστηρίου Σκηνοθετών») που οργανώνει κάθε χρόνο το Θέατρο «Lincoln Center», ο Μενέλαος Καραντζάς -τώρα παίζεται σε σκηνοθεσία του στο «Αγγέλων Βήμα» και στο πλαίσιο του «Φεστιβάλ Διαρκείας Ελληνικού Έργου του 21ου Αιώνα» το έργο των Ελένης Κοσμά και Κορίνας Κονταξάκη «Ποιο σώμα;».
Συνήθως στο «Directors Lab» παίρνουν μέρος γύρω στους 60 σκηνοθέτες απ’ όλο τον κόσμο, έχουν, μάλιστα, συμμετάσχει και πολλοί Έλληνες απ’ το 1995 που ξεκίνησε. Φέτος, για πρώτη φορά, η μορφή του «Lab» είναι διαφορετική: επιλέχτηκαν μόνο έξι σκηνοθέτες απ’ όλο τον κόσμο, οι οποίοι κλήθηκαν να προτείνουν και να σκηνοθετήσουν ένα ολόκληρο έργο της επιλογής τους απ’ τη χώρα τους. 
Το «πρότζεκτ», που λέμε, θα διαρκέσει τρεις βδομάδες -από 18 Ιουλίου μέχρι 7 Αυγούστου-, χωρίς αργίες τα Σαββατοκύριακα, και το αποτέλεσμα αυτής της εξαντλητικής διαδικασίας θα παρουσιαστεί σ’ ένα επιλεγμένο κοινό που θα αποτελείται από μέλη της θεατρικής κοινότητας της Νέας Υόρκης. Επίσης, για πρώτη φορά φέτος, το LCT («Lincoln Center Theater») προσκαλεί και τους συγγραφείς των έργων που έχουν επιλεγεί -επομένως κι ο Ανδρέας Φλουράκης ανάμεσά τους- για όλο αυτό το διάστημα. Ο σκηνοθέτης Μενέλαος Καραντζάς είχε επιλεγεί και πέρσι και συμμετείχε στο «Directors Lab». Ακριβώς η συμμετοχή του αυτή οδήγησε να τον επιλέξουν και φέτος (Η δεύτερη φωτογραφία, του Πάτροκλου Σκαφίδα).




Σχεδόν τα κατάφερε ο Σίμος Κακάλας. Με τον «Βαφτιστικό» που ανέβασε στην Λυρική. Η είσοδος σκηνοθετών του θεάτρου πρόζας -ή και του κινηματογράφου- στο λυρικό μας Θέατρο, που ’χει ξεκινήσει καμιά τριανταριά χρόνια πριν και τελευταία όλο και πυκνώνει, εκτός ολίγων εξαιρέσεων, δεν έχει στεφθεί από επιτυχία. Οι λυρικοί καλλιτέχνες, κατά κανόνα, με την υποκριτική, σχέση έχουν όση ο φάντης με το ρετσινόλαδο. Κι οι θεατρικοί σκηνοθέτες μας, με την όπερα και την οπερέτα και τον τρόπο που θα πρέπει η σκηνοθεσία τους να συμπλεύσει με τη μουσική, επίσης δεν έχουν και μεγάλη σχέση -κάποιους έως και άσχετους θα τους έλεγα, δεν αρκεί ν’ ακούς όπερα κι οπερέτα και να σου αρέσει η όπερα κι η οπερέτα για να μπορείς να σκηνοθετείς όπερα ή οπερέτα…
Ο Σίμος Κακάλας πέτυχε -σχεδόν, και θα επανέλθω να εξηγήσω το «σχεδόν»- γιατί, καταρχάς, δεν έκανε τον έξυπνο. Δεν αποδόμησε, δεν ανέτρεψε, δεν επενέβη, δε θέλησε να θέσει εαυτόν πάνω απ’ την οπερέτα του Σακελλαρίδη. Λειτούργησε, δηλαδή, όχι εξυπνακίστικα αλλά έξυπνα. Διότι αυτά δε θα τα σήκωνε το έργο. Το σεβάστηκε, δεν το κορόιδεψε, κατάλαβε σε ποιο κοινό απευθύνεται και -κυρίως- πήγε με τα νερά της μουσικής. 
Οι παρεμβάσεις του -βασικά οι τέσσερις «μάσκες», με φράκο πάνω, φουστανέλα κάτω, αλλά και κάποιες μικρές άλλες- ήταν λεπτές, διακριτικές, κριτικές, ανεπαίσθητα ειρωνικές πινελιές - θα το πιστέψετε ότι θυμήθηκα την «Τύχη της Μαρούλας», το κωμειδύλλιο του Δημητρίου Κορομηλά, που ’χε κάνει ο Κάρολος Κουν στο θερινό, τότε, «Θέατρο Τέχνης» της Ιουλιανού, το καλοκαίρι του ’74;- κι ενσωματώθηκαν στο παραστασιακό σύνολο -έξοχο, για παράδειγμα, το ταμπλό βιβάν στο «Ψηλά στο μέτωπο». Ενώ στα κωμικά, ειδικά με τον Βαφτιστικό Μάρκο Κορτάση, καθόλα νόμιμο το βρήκα που ο σκηνοθέτης κατέφυγε στη νούτικη κωμωδία την οποία πολύ έχει μελετήσει. Με αποτέλεσμα μια εύφορη παράσταση, όπου έως και γέλασα με τα -πεπαλαιωμένα- αστεία του λιμπρέτου.
Το υπέροχο, απολύτως συμμετρικό, αρ νουβό σκηνικό του Αντώνη Δαγκλίδη, στ’ αγαπημένα του (και μου) παλ χρώματα, και τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισουελ -μόνο το πρώτο της Κικής με ξένισε- βοηθούν πολύ την παράσταση, όπως κι η μουσική διεύθυνση του Γιώργου Αραβίδη. Και, βέβαια, η διανομή -την πρώτη είδα. Ο Δημήτρης Πακσόγλου, εκτός από εξαίρετη φωνή, διαθέτει το κωμικό χάρισμα έστω κι αν είναι χύμα. Η Άννα Στυλιανάκη-Βιβίκα κι η Διαμάντη Κριτσωτάκη-Κική, όμορφες, λυγερές, τσαχπίνες και ικανές να παίξουν θέατρο κι όχι μόνο να τραγουδήσουν σωστά, είναι πολύ καλές επιλογές. Ο Κωστής Ρασιδάκης-Συνταγματάρχης, αν και κάπως υπερβολικός, κι ο Παύλος Μαρόπουλος-Κορτάσης τα καταφέρνουν -στους μικρότερους ρόλους ξεχώρισα τον Μανώλη Λορέντζο. 

Δυστυχώς ο Σταμάτης Μπερής και φωνητικά υστερεί και υποκριτικά. Και χωρίς τον κατάλληλο Ζαχαρούλη το αποτέλεσμα είναι προβληματικό -γι αυτό και το «σχεδόν τα κατάφερε ο Σίμος Κακάλας» της αρχής (Φωτογραφίες: Βασίλης Μακρής).


Στις 27 Απριλίου σας είχα δώσει εδώ την είδηση ότι ο Χάρης Αττώνης θα κάνει τον επόμενο χειμώνα -η πρεμιέρα 14 Οκτωβρίου- στο «Από Μηχανής», σε σκηνοθεσία Άκι Βλουτή, το μονόλογο του Κόλιν Τίβαν «Ο πίθηκος του Κάφκα», βασισμένο στο διήγημα του Κάφκα «Αναφορά σε μια Ακαδημία». Και, για να σας συνδέσω, αναφέρθηκα στα προηγούμενα ανεβάσματα στην ελληνική σκηνή του συγκεκριμένου μονολόγου ή άλλων, βασισμένων στο ίδιο διήγημα, που ’χουν πυκνώσει τελευταία.
Ιδού κι άλλο ένα, εντελώς πρόσφατο: απ’ την περασμένη Δευτέρα νεανικότατος θίασος -όλοι φρέσκοι απόφοιτοι της δραματικής σχολής του Eθνικού- έχει ανεβάσει στο «Bios» μια νέα θεατρική εκδοχή του καφκικού διηγήματος, για πέντε ηθοποιούς αυτή τη φορά, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κατσή (ή Τζούλιο), με τον ταραντινικά ανορθόγραφο τίτλο «Ο θείασως πέζη Κάφκα». Μέχρι 14 Ιουνίου -τα Δευτερότριτα- θα παίζεται, ε, θα τη δω, να δω τι «πέζη» (Φωτογραφία: Νίκος Πανταζάρας).