August 29, 2014

«Πέντε σιωπές» ηχηρές από τον Νίκο Δαφνή


Το Τέταρτο Κουδούνι / Έκτακτο

Το συγκλονιστικό in-yer-face theatre (θέατρο στα-μούτρα-σου) έργο της Βρετανής συγγραφέα και ηθοποιού Σίλα Στίβενσον «Πέντε σιωπές» θα παρουσιάσει το χειμώνα στο δικό του «Θέατρο Κάτω απ’ τη Γέφυρα» -στον «Πίσω Χώρο» του- ο Νίκος Δαφνής σε σκηνοθεσία του Κοραή Δαμάτη κρατώντας τον βασικό ανδρικό ρόλου.
Ο σκηνοθέτης έχει αναλάβει και τα σκηνικά, τα κοστούμια, τους φωτισμούς και τους ήχους της παράστασης. Στην οποία θα συμπρωταγωνιστούν η Ιωάννα Γκαβάκου, η Κωνσταντίνα Σαραντοπούλου και η Δανάη Καλοχώρα. Τη μετάφραση υπογράφει η Ελένη Ρεπούσκου.
Οι ενήλικες Σούζαν και Τζάνετ σκοτώνουν τον πατέρα τους Μπίλι στη διάρκεια μιας επιληπτικής κρίσης. Δεν είναι ένας «συνήθης φόνος». Και οι κοπέλες δεν είναι ψυχροί δολοφόνοι. Με φλας μπακ θα πληροφορηθούμε πως ο Μπίλι για δεκαετίες ασκούσε ψυχολογική, σωματική και σεξουαλική βία στις δυο κόρες του και στη γυναίκα του και μητέρα τους, την Μέρι, οι οποίες ζούσαν σ’ ένα είδος γκέτο που το αποδέχονταν. Κι όλα αυτά έμεναν κρυμμένα, ανομολόγητα: η βία κι η αιμομιξία είναι ταμπού που αν γίνονταν γνωστά θα ανέτρεπαν την «τακτοποιημένη» ζωή τους. Ο φόνος δεν ήταν παρά η έκρηξη των ψυχολογικά διαλυμένων κοριτσιών -γυναικών ώριμων πια- με τη σιωπηλή συναίνεση της μητέρα τους για την πατροκτονία που θα τους «λυτρώσει». Εντός εισαγωγικών το «λυτρώσει» γιατί θα συνεχίσουν να ζουν με το φάντασμα του Μπίλι. Για τον οποίο, βέβαια, οι ανακρίσεις θα αποκαλύψουν ένα «ελαφρυντικό»: κι ο ίδιος, όταν ήταν παιδάκι, μαζί με την μητέρα του είχαν υποστεί την ανάλογη κακοποίηση απ’ τον εραστή της. Το φαινόμενο κρατεί πάντα τόσο καλά στην -επίσης σιωπηλή…- κοινωνία μας ώστε το τολμηρό, σκληρό θέμα στις «Πέντε σιωπές» να παραμένει ανατριχιαστικά επίκαιρο.
Αυτή σε γενικές γραμμές είναι η πλοκή του έργου της Στίβενσον. Που ξεκίνησε την πορεία του το 1996 ως έργο για το ραδιόφωνο - βραβεύτηκε μάλιστα τότε. Το 2000 ανέβηκε στο Λονδίνο, για πρώτη φορά, η εκδοχή του για τη σκηνή.
Στην Ελλάδα το  πρωτοπαρουσίασε η Αναστασία Ρεβή που το ανέβασε, ήδη απ’ τη σεζόν 2001/2002, σε σκηνοθεσία της, στην Θεσσαλονίκη, στο θέατρο «Σοφούλη» με την «Ελεύθερη Σκηνή Θεσσαλονίκης» -ήταν μια ενδιαφέρουσα παράσταση, την  είχα δει. Το πρώτο ανέβασμα στην Αθήνα έγινε το χειμώνα του 2006/2007, απ’ το Εθνικό Θέατρο, στην «Νέα Σκηνή» του που τότε στεγαζόταν στο «Χώρα». Τη σκηνοθεσία υπέγραφε η Άσπα Τομπούλη.
Τη συγγραφέα, πάντως, Σίλα Στίβενσον μας τη γνώρισε η Νικαίτη Κοντούρη που ανέβασε τη σεζόν 2000/2001 στο θέατρο «Αθηνά» και με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη το έργο της «Η μνήμη του νερού».
Αξίζει να σημειωθεί πως τις «Πέντε σιωπές» επιχείρησε να τις ανεβάσει ο ίδιος ο Νίκος Δαφνής στο θέατρό του δυο φορές -τις σεζόν 2010/2011 και 2011/2012- αλλά τελικά ακύρωσε την  παράσταση γιατί δεν του το επέτρεπε η επιτυχία -πέντε σεζόν!- του έργου του Ντάριο Φο «Ανοιχτό ζευγάρι… εντελώς ορθάνοιχτο» που παρουσίαζε.
Οι «Πέντε σιωπές» σε σκηνοθεσία Κοραή Δαμάτη θα κάνουν την πρεμιέρα τους στο «Θέατρο Κάτω απ’ τη Γέφυρα» στα μέσα Νοεμβρίου. 

August 28, 2014

«Δώδεκα» κι ούτε ένα τηλεφώνημα… ή Το σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου



Το Τέταρτο Κουδούνι / 28 Αυγούστου 2014


Σας έγραφα στο προηγούμενο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 7 Αυγούστου, για το «Δώδεκα» που ανέβασε το ΚΘΒΕ στην Θεσσαλονίκη ως «κείμενο» του Βασίλη Ισσόπουλου -χωρίς καμιά άλλη αναφορά-, σε σκηνοθεσία του. Και που έκπληκτος ανακάλυψα, συγκρίνοντας τις συνόψεις στα δυο δελτία Τύπου, πως ταυτίζεται με το έργο του Ρέτζιναλντ Ρόουζ «Οι δώδεκα ένορκοι», γραμμένο αρχικά για την τηλεόραση, το οποίο τον Οκτώβριο θ’ ανεβάσει εδώ, στο «Αλκμήνη», όπως ανακοινώθηκε, η Κωνσταντίνα Νικολαΐδη. Kανονικά -με τ’ όνομα του συγγραφέα δηλαδή. Έργο που ’χει γίνει πασίγνωστο μέσω των μεταφορών του στον κινηματογράφο απ’ τον Σίντνεϊ Λουμέτ παλαιότερα -με τον ίδιο στα ελληνικά τίτλο- κι απ’ τον Νικίτα Μιχαλκόφ πιο πρόσφατα -με τον τίτλο «12».
Και σχολίαζα, μεταξύ άλλων: «Όταν δε στο πρόγραμμα μιας παράστασης γράφουμε ‘κείμενο’, τι ακριβώς εννοούμε; Συγγραφή; Μετάφραση; Αν, απλώς, εννοούμε ότι δεν έχουμε πληρώσει τα πνευματικά δικαιώματα, ε, τότε μόνο για ντροπή θα μιλούσα εγώ. Κι επειδή, επιπλέον, εδώ, δεν πρόκειται για καμιά ομαδούλα ή, έστω, για ιδιώτη θεατρικό παραγωγό αλλά για κρατικό Θέατρο, θα μπορούσα να το χοντρύνω το πράγμα και το ‘ντροπή’ να το κάνω ‘αίσχος’… Θέλω να ελπίζω πως κάνω λάθος».
Δυστυχώς οι ελπίδες μου απεδείχθησαν φρούδες. Απ’ το ΚΘΒΕ, βέβαια, αισχυντηλή σιωπή. «Δώδεκα» κι ούτε ένα τηλεφώνημα… Έκαναν σα να μη διάβασαν τίποτα. Αλλά εγώ έεεεμαθα. Πως ύστερα από επικοινωνία της σκηνοθέτριας Κωνσταντίνας Νικολαΐδη που θ’ ανεβάσει το έργο στην Αθήνα με τον αμερικανό υπεύθυνο μέσω του οποίου έγινε απολύτως νόμιμα η δέσμευση των δικαιωμάτων ανεβάσματος του έργου στην Ελλάδα αλλά και με τους «υπεύθυνους» -τρομάρα τους!- του ΚΘΒΕ, διαπιστώθηκε ακριβώς αυτό που έγραφα πως υποπτεύομαι. Και στη συνέχεια, μέσω του αμερικανού υπεύθυνου και πάλι, απαγορεύτηκε στο ΚΘΒΕ -τι ντροπή!- η συνέχιση των παραστάσεων του έργου στην οποία σκόπευε. Χωρίς κανενός το αυτάκι να ιδρώσει. Αυτά κι ο Θεός να τους συχωρέσει.



Α, μια κι είπα για Θεό… «Δεν το περιμέναμε ποτέ ότι στην πατρίδα μας την Ελλάδα θα συζητηθεί διά να εφαρμοστεί διά νόμου μία τέτοια στυγνή δικτατορία η οποία θα μας απαγορεύει να ονομάσουμε τα ‘σύκα, σύκα’ και την ‘σκάφη, σκάφη’» υπογραμμίζει -ολίγον ασύντακτα πάνω στη σύγχυσή του- ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας σε επιστολή του στον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά αναφερόμενη στο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο -το οποίο δεν το θέλει κατόλου, μα κατόλου. Εννοεί, δηλαδή, πως δε θα μπορεί να εκφράζεται πια έτσι ελεύθερα για συναδέλφους του;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… Ευλογείτε!



Τι θύελλα κι αυτή πλέον που δημιούργησε η ματαίωση της «εκτός Φεστιβάλ» -ελληνική πατέντα που επινοήθηκε πριν από χρόνια για να χώνονται σε Ηρώδειο, αργότερα και σε Επίδαυρο διάφοροι διαπλεκόμενοι, που ’χαν πολιτικά, οικονομικά και λοιπής φύσεως βύσματα, ως σφήνα ή ως ουρά των Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου- εκδήλωσης με τον τίτλο -έτσι τουλάχιστον τον έγραφε το μονόφυλλο που μοίραζαν στην Επίδαυρο- «Τιμή μνήμης: Δημήτρη Ροντήρη. 60 χρόνια μουσικής στα Επιδαύρια» σε σκηνοθεσία Ηλία Μαλανδρή. Ή μήπως, τελικά, επρόκειτο για τρικυμία εν ποτηρίω;
Διότι έστειλε μεν ο δήμαρχος Επιδαύρου Κωνσταντίνος Γκάτζιος ένα δελτίο Τύπου με κλονιζόμενο συντακτικό -«η επιεικώς απαράδεκτη στάση του Φεστιβάλ εξόργισε τους ήδη αγανακτισμένους Επιδαύριους για την κακή ποιότητα των παραστάσεων που επιλέγονται στα Επιδαύρια και προβληματίζονται μήπως τελικά η βαθύτερη αιτία είναι η υψηλής ποιότητας μουσικοθεατρική εκδήλωση που μοιραία θα συγκρινόταν με όλες τις προηγούμενες του Φεστιβάλ» έγραφε για παράδειγμα…- που είχε (ο κ. δήμαρχος/κριτικός θεάτρου) την ψευδαίσθηση, υπό την επήρεια της κρίσης μεγαλομανίας η οποία είχε καταλάβει τους ενδιαφερόμενους, πως θα αποτελούσε κόλαφο κατά του Ελληνικού Φεστιβάλ και του προέδρου του Γιώργου Λούκου που τον θεωρεί υπεύθυνο για τη ματαίωση αλλά έφαγε δυο πατσαβούρες στη μούρη κι ελπίζω πως συνήλθε: η δήλωση της Μαρίας Φαραντούρη, που τ όνομά της ήταν πρώτο στην εκδήλωση, ότι αποχωρεί λόγω, ως προέκυπτε εκ των συμφραζομένων, προχειροτήτων στην προετοιμασία και η -πάρα πολύ σοβαρή και τεκμηριωμένη- απάντηση του επικεφαλής της αντιπολιτευόμενης δημοτικής παράταξης «Ενεργοί Δημότες Επιδαύρου» του Δήμου Επιδαύρου και τέως δημάρχου Ασκληπιείου Χρήστου Τσακαλιάρη ο οποίος έθεσε το θέμα σε απολύτως ορθή βάση.
Δεν έχω καμιά, μα καμιά όρεξη ν’ ανακατευτώ στα «οικογενειακά» του Δήμου Επιδαύρου -να επισημάνω μόνον πως η παράταξη του δημάρχου/Πασιονάρια λέγεται «Νέα Αντίληψη» που αντίληψη παλαιότερη, πεθαίνεις…-, δεν έχω καμιά, μα καμιά όρεξη να ψάχνω ποιος είπε τι και τι ακριβώς έπραξε και είπε για το θέμα ο Γιώργος Λούκος που ενάγεται ως επονείδιστος αρνητής -έλα Παναγία μου, τι ακούς…- του Ροντήρη -ας το ψάξουν οι συνάδελφοι του ρεπορτάζ- αλλά θέλω να κάνω μερικές επισημάνσεις εντελώς προσωπικής φύσεως.
Πρώτον. Αν είσαι στην πιάτσα χρόνια πολλά και ξέρεις πρόσωπα και πράγματα, παίρνεις μυρουδιά με την πρώτη ποιο περίπου πρόκειται να ’ναι το επίπεδο της κάθε σχεδιαζόμενης εκδήλωσης ασχέτως των ονομάτων που μπορεί και να χρησιμοποιήσει ο οργανωτής ως άλοθι…
Δεύτερον. Δεν έχω ποτέ καταλάβει πώς ο Δήμος Επιδαύρου την έχει δει θεατρικός παραγωγός. Θεωρεί πως έχει επαρκείς γνώσεις επί του θέματος;
Τρίτον. Με έκπληξη -ή μάλλον χωρίς πια έκπληξη…- είδα οι απόψεις του κ. δημάρχου να ταυτίζονται απολύτως με την ερώτηση που κατέθεσε στη Βουλή η ερίτιμος βουλευτίνα κ. Παναγιώτα (Τάνια) Ιακωβίδου -του «αμοραλιστικού ελιτισμού» ντε, σας τα ’γραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 10 Ιουλίου και γελάγαμε.
Τέταρτον. Αν στον αχταρμά προσθέσετε μια τζούρα από ταβερνιάρηδες που δεν κόβουν τιμολόγια και ξενοδόχους της περιοχής Επιδαύρου, που το Φεστιβάλ το βλέπουν ως γουρνοπούλες και κοκορέτσα και διανυκτερεύσεις, μια δόση από Εθνικό Θέατρο/Χατζακιστάν που κρυμμένο πίσω απ’ την πόρτα καραδοκεί ν’ αρπάξει το Φεστιβάλ Επιδαύρου -τι φιλοδοξία κι αυτή, τι βίτσιο κι αυτό!...-, μια δόση από κάτι καλλιτεχνικούς ατζέντηδες που περιμένουν να μασήσουν με δέκα μασέλες τη μερίδα του λέοντος, μια δόση από καλλιτέχνες που θεωρούν εαυτούς αδικημένους -και, προς Θεού, δεν εννοώ τους ηθοποιούς που χε ανακοινωθεί πως θα συμμετάσχουν και που όλους βαθύτατα τους τιμώ και το ξέρουν- και μια πρέζα αρθρογραφούντων θεωρητικών που θεωρούν εαυτούς κατευθείαν απογόνους και αποκλειστικούς κληρονόμους του Αισχύλου και του Ροντήρη, ε, δεν είναι δύσκολο να καταλήξετε στα σωστά συμπεράσματα.
Πέμπτον. Η εντρύφηση -αν και, προσοχή, βλάπτει στην υγεία- σε ιντερνετικά σχόλια τύπου «ΒΡΕ ΟΥΣΤ ΑΠΟ ΚΕΙ!!!» (αντιγράφω επακριβώς) και αρμοδιότητος «Ζούγκλας» -βρε, απορώ πως ο κύριος Μάκης ακόμα δεν έχει ασχοληθεί με το θέμα ή δε μας έχει απειλήσει πως θα αποκαλύψει κάνα βίντεο με τον Λούκο…- θα σας βοηθήσει να καταλάβετε ακόμα καλύτερα.
Έκτον. Δεν μπορώ να κρίνω βέβαια χωρίς αντικείμενο και μάλιστα με τη σιγουριά του κ. δημάρχου και των εμπλεκομένων πρωτεργατών της την ποιότητα της εκδήλωσης που ΘΑ παρουσιαζόταν. Εκείνο που με είχε, πάντως, ανησυχήσει περισσότερο απ’ όλα ήταν πως κάπου, κάπως ενεπλέκετο και το όνομα της κ. Κωστούλας Ροντήρη, κόρης του σκηνοθέτη. Οι γνωρίζοντες καταλαβαίνουν τι εννοώ…



2004-Ολυμπιακοί Αγώνες Αθήνας: δέκα χρόνια από τότε που ’χαμε πάθει την ανάταση -που ’ταν χειρότερο απ’ την υπέρταση, ανεξέλεγκτο… Δεν τ’ αφήνουμε το θέμα της επετείου; Να περάσει αθόρυβα; Κουκουλωμένο; Όπως ήταν επί τόσα χρόνια; Καλύτερα λέω να μην το πιάσουμε τώρα και το ψάξουμε -ολυμπιακά έργα, αναθέσεις, πόσα, σε ποιους, με ποιους, Πολιτιστικές Ολυμπιάδες, οικονομικές συνέπειες, Κρίση κλπ κλπ. Μπάζει από παντού. Όζει θα ’λεγα. Και τι θα βγει άλλωστε; Ας μείνουμε με τις μνήμες ανάτασης -όπως «Μνήμες υπανάπτυξης», έτσι δεν ήταν ο τίτλος μιας κουβανέζικης ταινίας του Γκουτιέρες Αλέα;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…



Α, μια κι είπαμε πριν για Επίδαυρο -είδατε; Το ’να φέρνει τ’ άλλο σήμερα. Η Επίδαυρος, λοιπόν, φέτος προικίστηκε και με κάτι που δεν είχε μέχρι τώρα -δεν ξέρω επί Ροντήρη, δεν τον πρόλαβα: μια εσάνς τσίκνας. Διότι η καντίνα του πάρκινγκ άρχισε να ψήνει και σουβλάκια/καλαμάκια (χρησιμοποιώ και τους δυο όρους για να ικανοποιήσω το κοινό και της πρωτευούσης και της συμπρωτευούσης). Και να οι καπνοί, και να η τσίκνα, και να τα καλαμάκια/σουβλάκια στο χέρι, και να οι σακουλίτσες με τα ψωμιά, και να να τρέχουν τα ζουμιά… 
Και το Φεστιβάλ Επιδαύρου, μετά τις διαφημιστικές των υπηρεσιών του καφέ-εστιατορίου του «Ξενία» ταμπέλες που ’χαν αναρτηθεί πέρσι κατά μήκος του κεντρικού δρόμου προς το θέατρο και που μας προέτρεπαν για γουρνοπούλες και λοιπά εδέσματα- φέτος περιορίστηκαν σε μία, πιο ευπρεπή-, φέτος απέκτησε και κάτι από πανηγύρι Αγίας Παρασκευής, άντε Αγίου Παντελεήμονος -κάτι από Μπαϊρακτάρη.
Καλά, ο κ. Λαμπρινουδάκης και οι λοιποί λίαν αυστηροί αρχαιολόγοι της Επιδαύρου δεν τη μυρίστηκαν -κυριολεκτώ…- τη δουλειά; Και πού πάει η τόση, άλλοτε, αυστηρότης των;
Α, και μια ακόμα απορία: αλήθεια, την άδεια για την ψησταριά ΠΟΙΟΣ την έδωσε; Άντε και του χρόνου και με μαλλί της γριάς.


Το υψηλόν ήθος με το οποίο αντιδρούν ορισμένοι ηθο-ποιοί -το ήθος ποιούντες δηλαδή-, σκηνοθέτες και λοιποί του θεάτρου αν δεν σου αρέσει η δουλειά τους κι εκφράσεις τη γνώμη σου για τις παραστάσεις τους ευθέως και χωρίς να τους κολακεύεις και να τους γλείφεις δε θα πάψει να με εκπλήττει. Όσο κι αν έχω κάνει διατριβή επί του θέματος -χρόοονια τώρα. Όσο κι αν, με απέραντη κατανόηση για τη φύση του καλλιτέχνη, σκέφτομαι «ε, τι να κάνει κι αυτός ο φουκαράς; Κάπως πρέπει ν’ αμυνθεί ο κακομοίρης…».
Και δε μιλώ για νεόκοπους θιασάρχες με το στανιό. Που λες, «σιγά που αυτό το πράμα μπορεί να υψωθεί δέκα χιλιοστά πάνω απ’ την τύφλα του και τη ματαιοδοξία του και την έπαρσή του και να κάνει μια στάλα έστω αυτοκριτικής…». Μιλώ για κάτι παλαιότερους που αλλού κι αλλιώς τους είχες. Αχ, που ’σαι νιότη, που ’δειχνες πως θα γινόνταν άλλοι -για να παραφράσω τον Βάρναλη. Αλλά εκεί που πάει να σε πιάσει η μελαγχολία, διαβάζεις ορισμένα -βασικά- επιχειρήματά τους και πέφτεις χάμω απ’ τα γέλια. Και λες -μέσα σου: «Καλά, κι εσύ, βρε παιδί μου, βρήκες να μιλήσεις για σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου;».

August 25, 2014

Η δαιμονισμένη «Στρίγγλα» που δεν έγινε αρνάκι…


Το έργο. Ένας λόρδος και οι άνθρωποί του στήνουν μία χοντρή φάρσα σε έναν αναίσθητο από το μεθύσι γανωματή: τον μεταφέρουν στο κρεβάτι του λόρδου, του φορούν τα ρούχα του λόρδου και, όταν ξυπνήσει, του φέρονται σαν σε λόρδο -μέχρι και έναν υπηρέτη ντύνουν γυναίκα για να υποδυθεί τη λαίδη του. Και πείθουν έναν περιοδεύοντα θίασο που έφτασε στον πύργο να δώσει παράσταση ενώπιον της «εξοχότητάς του».
Η παράσταση έχει ως εξής: Δύο κόρες έχει ο Παντοβάνος Μπατίστας Μινόλα: την Κατερίνα και την Μπιάνκα. Όλοι θέλουν να παντρευτούν την όμορφη, γλυκιά, καλότροπη Μπιάνκα -ο πλούσιος ηλικιωμένος Γκρέμιος, ο ευγενής Ορτένσιος, ο Λουκέντιος, γιος του πλούσιου Βικέντιου, που έφτασε από την Πίζα στην αναγεννησιακή Πάντοβα και ερωτεύτηκε την Μπιάνκα κεραυνοβόλα…- αλλά ο Μπατίστα θέλει να παντρέψει, κατά το έθιμο, πρώτα την -επίσης όμορφη αλλά κακότροπη, καυγατζού, που το στόμα της φαρμάκι στάζει, «σκέτη σκύλα»- πρωτότοκη Κατερίνα. Και την οποία, φυσικά, κανείς δεν θέλει. Μέχρι τότε η Μπιάνκα θα πρέπει να περιοριστεί στη μουσική και στην ποίηση που αγαπάει. Και ο πατέρας της, για να την παρηγορήσει, ψάχνει να βρει τους κατάλληλους δασκάλους. Να η ευκαιρία! Μια και δυο, Ορτένσιος και Λουκέντιος μεταμφιέζονται σε δασκάλους: ο Λύκιος και ο Κάμπιος -αντίστοιχα. Που ο Μπατίστα προσλαμβάνει. Και, επιπλέον, ο Λουκέντιος μεταμφιέζει τον υπηρέτη του Τράνιο σε Λουκέντιο ώστε κανείς στην Πάντοβα (όπου δεν τον γνωρίζουν φυσιογνωμικά) να μην καταλάβει τη φυσική απουσία του.
Ο Ορτένσιος βρίσκει λύση και για το πρόβλημα του γάμου της Κατερίνας -τον οποίο επείγονται για να την ξεφορτωθούν και να πάρει σειρά η Μπιάνκα: την προξενεύει στο φίλο του Πετρούκιο που έχει φτάσει από την Βερόνα στην Πάντοβα ψάχνοντας νύφη με λεφτά  -η Κατερίνα έχει λαμβάνειν προίκα τρανταχτή- και δεν κωλώνει με τίποτα. Ο Πετρούκιος τα βρίσκει με τον Μπατίστα, τον πατέρα της, αλλά έχει να πείσει και την Κατερίνα. Εφαρμόζει την… ομοιοπαθητική. Στους κακούς τρόπους της απαντά με χειρότερους. Θα την χορέψει στο ταψί. Ο γάμος θα γίνει κακήν κακώς. Και η συμβίωσή τους στο σπίτι του θα είναι επώδυνη για την  Κατερίνα -βάρβαρη. Με… βασανιστήρια. Όπως της πείνας!
Ο Λουκέντιος/Κάμπιος θα κερδίσει, τελικά, τον έρωτα της Μπιάνκα και ο Ορτένσιος /Λύκιος θα αποσυρθεί για να παντρευτεί μία χήρα. Αλλά ο Μπατίστα εγκρίνει να δώσει το χέρι της Μπιάνκα στον Τράνιο/Λουκέντιο. Το μπέρδεμα λύνεται όταν ο αυθεντικός Λουκέντιος και η Μπιάνκα, που έχουν ήδη κάνει γάμο κρυφό, αποκαλύπτουν την αλήθεια. Ο Μπατίστας τους συγχωρεί. Θα πρέπει να είναι, εξάλλου, ενθουσιασμένος: η Κατερίνα του, που φτάνει στο σπίτι με τον Πετρούκιο, εμφανίζεται αγνώριστη: ήρεμη, καλότροπη, πειθήνια, απόλυτα υποταγμένη στον άντρα της. Ο Πετρούκιο ημέρωσε τη στρίγγλα. Η στρίγγλα έγινε αρνάκι. Σε αντίθεση με την κάποτε «υπάκουη» Μπιάνκα που τώρα δεν εμφανίζεται πια και τόσο καλόγνωμη…
«Το ημέρωμα της στρίγγλας» του Γουίλιαμ Σέξπιρ (χρονολογείται γύρω στο 1593-1594) είναι μία ανάλαφρη, διασκεδαστική φάρσα που έλκει από την αναγεννησιακή κωμωδία και την κομέντια ντελ’ άρτε αναπλάθοντας γνωστά θέματα και που έχει τις αδυναμίες της αλλά πάλλεται από τους χυμούς, την γλωσσοπλαστική δεινότητα και το χιούμορ του Σέξπιρ.
Η παράσταση. Η Φωτεινή Μπαξεβάνη που ανέλαβε τη σκηνοθεσία είχε, μαζί με τον Γιάννη Σκαραγκά -υπογράφει τη σύλληψη και τη δραματουργική ανάλυση- μία, κατά τη γνώμη μου, ατυχή ιδέα: να παρουσιάσει τη σεξπιρική κωμωδία, πάνω στην πνευματώδη αλλά κάπως εγκεφαλική μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, ως παρωδία των ιστοριών τρόμου -κόβοντας τον πρόλογο του έργου, όπως συνήθως συμβαίνει. Με την Κατερίνα να μην είναι απλώς κακότροπη αλλά να παριστάνει τη δαιμονισμένη και με τον Πετρούκιο να το ψυλλιάζεται και να μπαίνει στο ίδιο παιχνίδι παριστάνοντας, επίσης, το θύμα του δαιμονισμού για να την υποτάξει. Νομίζω πως έτσι χάθηκε όλη η ελαφράδα της φάρσας.
Βέβαια κάθε άποψη είναι σεβαστή και μπορεί να είναι αποδεκτή αν υλοποιηθεί πειστικά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πιστεύω, η υλοποίηση είναι που πάσχει αθεράπευτα -σαν η σκηνοθεσία να μην ασχολήθηκε ιδιαίτερα να πείσει για την άποψή της. Δεν αρκεί πότε-πότε οι δύο πρωταγωνιστές να ρεκάζουν με έκο ή να εκτοξεύουν και να συστρέφουν τις γλώσσες τους σαν τον «Εξορκιστή», δεν αρκούν κάποιες πρόχειρες προσθήκες στο κείμενο μπας και δεθεί με την ιδέα, δεν αρκούν φούμο γύρω από τα μάτια, μαύρα ρούχα και μαύρα σκοτάδια… Τελικά, αυτό που θέλει να περάσει ως άποψη δεν καταλήγει παρά σε ένα άχαρο, αμήχανο, άτεχνο σκηνικό αποτέλεσμα με ξεφωνητά και τρεχαλητά, τόσο αμήχανο και άτεχνο, ακόμα και ως στήσιμο, που μου άφησε την αίσθηση παράστασης ερασιτεχνικής. Και στο οποίο η σκηνοθέτρια στο τέλος ασαφώς μπλέκει και ένα παιχνίδι αλλαγής φύλων -Πετρούκιος, Λουκέντιος και Ορτένσιος λένε τα λόγια των συζύγων τους Κατερίνας, Μπιάνκας και Χήρας και οι τρεις γυναίκες, τα λόγια των αντρών.
Η σύλληψη και η υλοποίησή της άποψης φαίνεται να μην έπεισαν και τους συνεργάτες. Έφυγα με την εντύπωση ότι στην παράσταση αυτή δεν κατάφεραν ποτέ να συναντηθούν μεταξύ τους και με τη σκηνοθεσία.
Ο Θάνος Μικρούτσικος έγραψε συμπαθητικές μουσικές και, πάνω σε μάλλον αφελείς στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου, μερικά καλά τραγούδια -οι ηθοποιοί τα τραγουδούν πλέι μπακ…-, που μοιάζουν να ανήκουν σε άλλη παράσταση. Ο Σταύρος Λίτινας σχεδίασε ένα σκηνικό απόλυτα λιτό, καλόγουστο, που αποδεικνύεται, όμως, καθόλου λειτουργικό: οι ηθοποιοί αναγκάζονται να χοροπηδούν άχαρα, άτσαλα στα άβολα, πανύψηλα πατάρια, σε κινησιολογία του ίδιου. Ο Αλέκος Αναστασίου έχει δυσκολευτεί με τους φωτισμούς στον αδέσποτο, ανοικονόμητο χώρο όπου η παράσταση παίζεται. Οι ενδιαφέρουσες εικαστικές/φωτογραφικές προβολές της Αλίνας Αναστασιάδη μουτζουρώνονται με τα αφελή βίντεο (σκηνοθεσία Αλέξανδρος Ζαρμπής). 
Η χαριστική βολή δίνεται από τα κοστούμια-υψηλή μόδα του Πάνου Αλμπάνη. Δεν μπορώ να αρνηθώ πως έχουν γραμμή και σχεδιάστηκαν με φαντασία. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι που μετράει. Αγωνίστηκα να τα συνδέσω με το «Ημέρωμα». Και ορισμένα -εκείνα τα φαρδιά σορτσάκια του Λουκέντιου και του Τράνιου τα συνδυασμένα με μακριές μαύρες διαφανείς κάλτσες… -αγγίζουν τα όρια του κιτς και του ντραγκ σόου.
Οι ερμηνείες. Την παράσταση δεν την βοηθούν οι -προφανώς εντελώς ακαθοδήγητοι- ηθοποιοί. Ένοιωσα πως δεν έχουν πειστεί για τη σκηνοθετική άποψη. Βρήκα στεγνή, μονόχορδη, μηχανική την Κατερίνα Λέχου και καθόλου πειστικό, κορδωμένο, ψευτομάτσο Πετρούκιο τον Τάσο Ιορδανίδη που παίζει με μεγάλη αυτοπεποίθηση, πάντως, δυσανάλογη προς το αποτέλεσμα. Άχαρη σκηνικά και σαν να ξέφυγε από κάποια τηλεοπτική κωμωδία η Σοφία Φαραζή. Ο Αντίνοος Αλμπάνης που έχει υιοθετήσει μία σαχλή κίνηση νευρόσπαστου και ο Ευθύμης Ζησάκης εγκαταλειμμένοι στην απειρία τους. Ο Δημήτρης Διακοσάββας παίζει τον Γκρέμιο σαν να κάνει γέρο ραμολιμέντο σε επιθεώρηση του ’60. Ατυχής και η Υπηρέτρια της Τερέζας Γριμάνη. Ο Άγγελος Μπούρας και ο Παναγιώτης Παναγόπουλος, ηθοποιοί πολύ καλοί, κάπως σώζονται. Ειδικά ο Παναγόπουλος στον Γκρούμιο. Ο Ιερέας του, κραυγαλέος -επιθεωρησιακός. Ο Θοδωρής Κατσαφάδος διεκπεραιώνει, καθόλου πεπεισμένος, νομίζω, για αυτό που κάνει.
Το συμπέρασμα. Μία άχαρη παράσταση που δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει. Όχι, δεν την ημερώνουν την «Στρίγγλα» του Σαίξπηρ…

Ελληνικός Κόσμος/Θέατρον/Αίθριο, από τον θίασο Teatro», 23 Αυγούστου 2014. 

August 18, 2014

Όρσον Γουέλς ο Γιώργος Βούρος


Το Τέταρτο Κουδούνι / Έκτακτο 


Τον Όρσον Γουέλς θα ερμηνεύσει ο Γιώργος Βούρος, που ανεβάζει ο ίδιος για πρώτη φορά στην Ελλάδα το έργο του άπαιχτου εδώ Αμερικανού Ρίτσαρντ Φρανς «Υπάκουα δικός σας, Όρσον Γουέλς» -ουσιαστικά ένας μονόλογος- σε μετάφρασή του και σε παραγωγή του δικού του «Λαϊκού Κλασικού Θεάτρου», στη σκηνή του θεάτρου «Βαφείο-Λάκης Καραλής».
Το έργο διαδραματίζεται στις 7 Μαΐου του 1985, την επομένη των 70ων και τελευταίων γενεθλίων του Όρσον Γουέλς που πέθανε την ίδια χρονιά λίγους μήνες μετά. Ο κορυφαίος καλλιτέχνης -σκηνοθέτης, ηθοποιός, σεναριογράφος...- του κινηματογράφου αλλά και του θεάτρου, με τη θυελλώδη ζωή, έχει καταντήσει, φάντασμα του παλιού εαυτού του, να παίζει ή να δανείζει τη μεγαλειώδη αλλά φθαρμένη πια φωνή του σε διαφημίσεις για διάφορα προϊόντα -παιδικά παιχνίδια, κρασιά, ουίσκι, κονσέρβες σκύλων, φωτοτυπικά μηχανήματα, κατεψυγμένα μπιζέλια… Σ ένα στούντιο ηχογραφήσεων του Χόλιγουντ, όπου βιντεοσκοπεί μια σχετική διαφήμιση, ο Γουέλς θυμάται την καριέρα του και τη ζωή του περιμένοντας την απάντηση του Στίβεν Σπίλμπεργκ, που έχει τον Γουέλς είδωλό του, αν θα βοηθήσει στην ολοκλήρωση του ημιτελούς αριστουργήματός του «Δον Κιχώτης». Η απάντηση θα ναι αρνητική. Η επιστροφή στον κινηματογράφο που ο Γουέλς ονειρευόταν δε θα γίνει ποτέ. Οι διαφημίσεις είναι το μοναδικό μέλλον του.
Ο 76χρονος σήμερα Ρίτσαρντ Φρανς που γραψε το έργο, συγγραφέας θεατρικών έργων και μελετών, κριτικός θεάτρου και κινηματογράφου και πανεπιστημιακός, θεωρείται, άλλωστε, αυθεντία στον τομέα των σκηνικών δημιουργιών του Όρσον Γουέλς. Έχει στο ενεργητικό του πολλά σχετικά άρθρα δημοσιευμένα σε περιοδικά και -το βασικό- δυο βιβλία: το βραβευμένο «Το θέατρο του Όρσον Γουέλς» (1977) και το «Ο Όρσον Γουέλς για τον Σέξπιρ» (1990) που επίσης συγκέντρωσε τους επαίνους της κριτικής.
Το έργο «Υπάκουα δικός σας, Όρσον Γουέλς» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του το 2006 στο Παρίσι, μεταφρασμένο στα γαλλικά, στο θέατρο «Μαρινί» με Όρσον Γουέλς τον Ζαν Κλοντ Ντρουό κι έκτοτε μεταφράστηκε και σε άλλες γλώσσες και παίχτηκε σε πολλές χώρες που θα αυξηθούν τον επόμενο χρόνο, έτος στο οποίο θα γιορτάζονται τα 100 χρόνια από τη γέννηση (1915) του Όρσον Γουέλς.
Στο ελληνικό ανέβασμα τον δεύτερο ρόλο του έργου -ένας νεαρός ηχολήπτης, κατά κάποιο τρόπο η φωνή της λογικής- θα κρατήσει ο Ηλίας Κούτλας. Την βίντεο αρτ και τα ηχητικά και οπτικά εφέ θα υπογράψει το Studio19st (Βασίλης Κουντούρης-Κώστας Μπώκος) κι η μουσική επιμέλεια θα ναι του Νίκου Χατζηελευθερίου.
Η πρεμιέρα προσδιορίζεται για τον Φεβρουάριο του 2015 με αφορμή την επέτειο Γουέλς. Θα ακολουθήσει περιοδεία στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Η σεζόν στο «Βαφείο-Λάκης Καραλής» θα ανοίξει με την επανάληψη του «Βασιλιά Λιρ» του Σέξπιρ σε σκηνοθεσία επίσης Γιώργου Βούρου, με τον ίδιο στον επώνυμο ρόλο, ενώ το ρεπερτόριο του θεάτρου περιλαμβάνει άλλες τέσσερις παραγωγές -η μια φιλοξενούμενη- που θα ανακοινωθούν σύντομα ενώ σχεδιάζονται και μουσικές βραδιές. 

August 17, 2014

Διακοπές στην Αίγινα μετά μουσικής (και μυρουδιάς σκουπιδιών…)



Η Αίγινα βουλιάζει από τον κόσμο: Έλληνες κυρίως -καλοκαιρινές διακοπές, σύντομη ανάπαυλα του Δεκαπενταύγουστου, Αθηναίοι που αγάπησαν την Αίγινα κι έχουν εδώ σπίτι, καλλιτέχνες δεμένοι με την Αίγινα… -αλλά και ξένοι συνωστίζονται. Συνωστισμός και στο λιμάνι -ασφυξία θα ήταν το σωστότερο- από τα γιοτ και τα κότερα.
Μέσα στο χαμό, ανάμεσα σε διάφορες περιφερόμενες αρπαχτές, ένα φεστιβάλ επιμένει στις ποιότητές του: Διεθνές Μουσικό Φεστιβάλ Αίγινας -η πιανίστα Ντόρα Μπακοπούλου είναι εκείνη που το εμπνεύστηκε και το οργανώνει κρατώντας την καλλιτεχνική του διεύθυνση. Φέτος έφτασε στη ένατη διοργάνωσή του αναπτύσσοντας τις εκδηλώσεις του για είκοσι τρεις μέρες -8 με 30 Αυγούστου- σε τρεις ιδιαίτερους χώρους με τη συμμετοχή πολλών ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών.
Βρεθήκαμε στην Αίγινα, χάρη στη ζεστή, γενναιόδωρη φιλοξενία μιας παλιάς φίλης και συναδέλφου, για τέσσερις μέρες. Και, εκτός από το να απολαύσουμε -εν μέσω, εννοείται, συνωστισμού…- τις θάλασσες της Δραγονέρας στο Αγκίστρι, της Μονής, της Βαγίας, του Μαραθώνα, είχαμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε και δύο από τις συναυλίες του Φεστιβάλ.
Τετάρτη βράδυ στην αυλή του ναού του Σωτήρος, του ενσωματωμένου στο τεράστιο συγκρότημα των ιστορικών παλιών φυλακών του νησιού που παραμένει ακόμα αναξιοποίητο, και η αποψινή συναυλία είναι ένα δίπτυχο όπως και άλλες από τις βραδιές του Φεστιβάλ -προσωπικά θα προτιμούσα η καθεμιά τους να έχει το δικό της χαρακτήρα. Ο χώρος, καθόλου τέλειος ακουστικά και καθόλου απομονωμένος -ακούς και κανένα μηχανάκι να διέρχεται παραπλεύρως γκαζωμένο…- αλλά επιβλητικός, καθώς φέρει μνήμες βαριές, σε κερδίζει. Και είναι γεμάτος: αστοί της Αίγινας, φιλόμουσοι, παιδάκια καλά δασκαλεμένα και συγκινητικά ήσυχα, ξένοι… 
Ανάμεσά τους και η Βίκυ Μαραγκοπούλου, η καλλιτεχνική διευθύντρια του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας.
Στο πρώτο μέρος η πιανίστα  -το πιάνο πρωταγωνιστεί στο φετινό Φεστιβάλ- Μαρία Ευστρατιάδη θα παλέψει ηρωικά με δύο έργα του Ρόμπερτ Σούμαν: «Σκηνές για παιδιά» και το αριστουργηματικό «Καρναβάλι» του.
Το δεύτερο μέρος είναι αφιερωμένο στο λιντ. Στα ανεπανάληπτα «Βέζεντοκ λίντερ» του Βάγκνερ ο τενόρος Βαγγέλης Χατζησίμος, με πολλές πια φωνητικές αδυναμίες, δεν βρίσκεται καθόλου σε φόρμα. 
Αλλά η μέτζο Αγγελική Καθαρίου μας ανεβάζει με τη γεμάτη ζωντάνια εκτέλεση των «Τσιγγάνικων τραγουδιών» του Γιοχάνες Μπραμς. Και το πρόγραμμα με γερμανικά τραγούδια, καλά κλιμακωμένο, το κορυφώνει η σοπράνο Τζούλια Σουγλάκου. 
Σε εξαιρετική φόρμα, με άψογη τεχνική, τέλειο φραζάρισμα και απόλυτο έλεγχο των μέσων της, παίζοντας συναρπαστικά με τα ημιτόνια, θα δώσει μία εξαιρετική ερμηνεία -και όταν λέω ερμηνεία εννοώ ερμηνεία- του Κύκλου οκτώ τραγουδιών του Ρόμπερτ Σούμαν -με Σούμαν κλείνει όπως και άνοιξε η βραδιά- «Ζωή και έρωτας μιας γυναίκας». 
Ξεκινώντας από τις προσδοκίες και τον παιχνιδιάρη έρωτα ενός κοριτσιού για έναν νέο και φτάνοντας στην  υλοποίησή του με γάμο, στην πλήρωσή του με ένα παιδάκι και στην απόγνωση της γυναίκας όταν ο σύντροφος χάνεται από τη ζωή. Οι ελληνικές μεταφράσεις των στίχων του Άντελμπερτ φον Σαμισό, που ο Σούμαν χρησιμοποίησε -μεταφράσεις που η Τζούλια Σουγκλάκου μετρημένα μας διαβάζει ανάμεσα στα τραγούδια-, αποκαλύπτουν την ανύπαρκτη δυναμική και την αφέλειά τους (η οποία, πάντως, δεν τους εμπόδισε να γίνουν η βάση για τραγούδια υπέροχα) αλλά σίγουρα κάνουν και την επαφή μας με τα λίντερ αυτά πιο άμεση. 
Όπως άμεση, φιλική, σχεδόν οικογενειακή, χωρίς τυπικότητες είναι η βραδιά, με τους καλλιτέχνες να κάνουν μικρές εισηγήσεις στα έργα και την παρούσα Ντόρα Μπακοπούλου να παρεμβαίνει.
Αποφασιστικός παράγοντας στο μέρος των λίντερ, ο πιανίστας Στέφανος Νάσος που συνόδευσε και τους τρεις λυρικούς καλλιτέχνες. Όχι μόνο με ετοιμότητα και ευφυία αλλά ανάγοντας τον συνοδευτικό του ρόλο σε συμπρωταγωνιστικό.
Την επομένη, βράδυ Πέμπτης, η συναυλία στην Παραλία της Αύρας -σε έναν ταρσανά, πλάι στο Αρχαιολογικό Μουσείο και κάτω από την Κολώνα- είχε μεγαλύτερη γοητεία. Ήταν ο χώρος κυρίως, ήταν το κύμα που έσπαγε πλάι μας αλλά ήταν και το ενιαίο περιεχόμενό της: ο βέλγος τσελίστας Αλεξάντρ Ντεμπρί 


και η αργεντινή πιανίστα Κάριν Λέχνερ με το φλογερό ταμπεραμέντο, καλά δεμένοι μεταξύ τους, με γνώση του ύφους των έργων που έπαιξαν -μπροστά σε ένα μικρό και, περιέργως, παγερό κοινό- θα ερμηνεύσουν Βιβάλντι, Σούμαν, Μέντελσον (σε μεταγραφή Μίσα Μάισκι)
για να κορυφώσουν το καλά σχεδιασμένο πρόγραμμά τους με το έξοχο «Μεγάλο τάνγκο για τσέλο και πιάνο» του Άστορ Πιασόλα -γραμμένο για τον Μιστισλάβ Ραστραπόβιτς και την Μάρτα Άρχεριτς.
Η οργάνωση είχε κάποια προβλήματα -φωτισμοί, ήχος (ενισχυμένος ελαφρά με μικρόφωνα που ενίσχυαν όμως και τις ενοχλητικές βαθιές ανάσες του τσελίστα)…-, οι έφηβοι που μαζεύτηκαν εκεί κοντά και ξεφώνιζαν, οι τρεις Γερμανοί του κοινού οι οποίοι κατέφθασαν με σάντουιτς και μπύρες που κατανάλωναν υπό τους ήχους της μουσικής δωματίου (!), τα κουδούνια από τα διερχόμενα ιππήλατα αμαξάκια, ο βόμβος από τις μηχανές των πλοίων που έφταναν ή απέπλεαν από την κοντινή βαπορόσκαλα δεν βοηθούσαν στην ακουστική και στη συγκέντρωση αλλά ο φλοίσβος, η αύρα που πότε-πότε έπνεε και έσπαζε την υγρή ζέστη και ο έναστρος ουρανός μας έφεραν στα ίσα μας.
Το Φεστιβάλ -η Ντόρα Μπακοπούλου δηλαδή- δεν το βάζει κάτω -συνεχίζει την πορεία του. έστω και ιδίοις αναλώμασι. Με τη στήριξη ολίγων χορηγών. Με πολύ μεγάλες οικονομικές δυσκολίες που φέτος -χαλεποί οι καιροί…- έγιναν ακόμα μεγαλύτερες. Ο Δήμος της Αίγινας δεν το βοηθάει οικονομικά. Ποτέ δεν το βοήθησε. Ίσως θεωρεί πως τίποτα δεν προσθέτει στην τουριστική εικόνα του. Απορώ. Τι προσθέτει στην τουριστική του εικόνα; Οι διακοπές νερού; Οι αηδιαστικές τουαλέτες της πλατείας Ηρώων στην πόλη που θέλει να θεωρείται η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας; Που να μη σας τύχει να τις επισκεφθείτε…, από την εποχή του Καποδίστρια έχουν να τις καθαρίσουν. Ή οι σωροί των σκουπιδιών που κατακυριεύουν το νησί;
Πήγα για μπάνιο στην όμορφη ακτή της Βαγίας και ανακάλυψα πως… άνθρακες «Ο θησαυρός της Βαγίας». Ή μάλλον σκουπίδια. Σε σωρούς που κανείς δεν ενδιαφέρεται αν και πότε θα συλλεχθούν, με αποτέλεσμα όλη η ακτή να μοσκοβολάει από τις αναθυμιάσεις τους. Και να ήταν μόνο στην Βαγία… Έμαθα πως τοπική λύση στο πρόβλημα των σκουπιδιών δεν έχει βρεθεί, απλώς… μεταφέρονται στον Πειραιά. Και για του λόγου του αληθές, στην επιστροφή με το -σαπιοκάραβο…- «Άγιος Νεκτάριος» το διαπίστωσα. Ιδίοις όμμασι. Και ιδία… ρινί. Συνταξιδεύαμε. Με τη σκουπιδιάρα του δήμου Αίγινας…

9ο Διεθνές Μουσικό Φεστιβάλ Αίγινας, Αίγινα, Αυλή Ναού Σωτήρος, 13 Αυγούστου 2014 και Παραλία Αύρας, 14 Αυγούστου 2014.

August 16, 2014

«Πέρσες» με παλαιά υλικά αλλά σε γερό δέσιμο



Το έργο. Ο περσικός στρατός έχει εκστρατεύσει για άλλη μια φορά κατά των Ελλήνων με τον άφρονα νεαρό βασιλέα Ξέρξη επικεφαλής του. Στα Σούσα οι άρχοντες της Αυλής ανησυχούν για την τύχη του -κακά τα προαισθήματά τους. Η βασίλισσα Άτοσσα, μητέρα του βασιλέα έρχεται να τα φουντώσει με το ζοφερό όνειρο που έχει δει -ένα όνειρο που προμηνύει καταστροφή. Αλλά η καταστροφή είναι ήδη γεγονός. Αγγελιαφόρος έρχεται να αναγγείλει νέα τραγικά: τη συντριβή και τον αφανισμό του περσικού στόλου στην Σαλαμίνα και, στη συνέχεια, του στρατού στις Πλαταιές, με τον βαρύ χειμώνα που ακολούθησε να δίνει το τελειωτικό χτύπημα κατά την υποχώρηση και την επιστροφή. Ο βασιλέας Ξέρξης -αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί ανακούφιση- έχει, πάντως, γλιτώσει. 

Η Άτοσσα συστήνει στους γέροντες άρχοντες του Χορού να καλέσουν από τον Άδη το πνεύμα του προγενέστερου, συνετού βασιλιά Δαρείου, συζύγου της και πατέρα και προκατόχου του Ξέρξη στο θρόνο. Ο Δαρείος όντως εμφανίζεται, μαθαίνει τα της συμφοράς  και πριν γυρίσει πάλι στους νεκρούς μία σύσταση έχει να κάνει: να αφήσουν οι Πέρσες ήσυχους τους Έλληνες και να μην εκστρατεύσουν άλλη φορά εναντίον τους. Η εμφάνιση του κυριολεκτικά καταρρακωμένου, ταπεινωμένου Ξέρξη που θρηνεί για τη συμφορά κλείνει την τραγωδία.
Οι «Πέρσες» (472 π.Χ.) είναι ίσως η αρχαιότερη από τις σωζόμενες τραγωδίες του Αισχύλου και πιθανόν το παλαιότερο αρχαίο ελληνικό δράμα που σώζεται πλήρες -ουσιαστικά ένα προσκλητήριο νεκρών. Και φέρει τη σφραγίδα μιας μεγαλοφυΐας: ο Αισχύλος βλέπει την περιφανή νίκη των αμυνομένων Ελλήνων στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, στην οποία πιθανότατα συμμετείχε και ο ίδιος, από την  πλευρά των ηττημένων. Αλλά βλέποντάς τους μέσα από το πρίσμα των Ελλήνων -οι Πέρσες αυτοαποκαλούνται «βάρβαροι». Ενώ, ταυτόχρονα, η τραγωδία του δεν είναι κήρυγμα μίσους και εκδίκησης. Αντίθετα ο Αισχύλος συμπάσχει με τον αφανισμό των ηττημένων έχοντας συνθέσει παράλληλα ένα ρέκβιεμ εις μνήμην των νεκρών τους αλλά και έναν Εθνικό Ύμνο εις δόξαν των νικητών, διδακτικό για της επιπτώσεις της έπαρσης και της αλαζονείας -όχι μόνο του Ξέρξη και των Περσών…
Η παράσταση.  Η Νικαίτη Κοντούρη, ακουμπώντας με σιγουριά στην έξοχη, έστω και αν οι ρυτίδες της είναι εμφανείς πια, μετάφραση του Πάνου Μουλλά, μία μετάφραση που ισορροπεί την ποίηση με τους αισχυλικούς όγκους, απέσταξε με σεβασμό την ουσία του έργου. Έκανε μία παράσταση μετρημένη, σεβαστική προς το κείμενο, με σφιχτούς ρυθμούς, τελετουργική,  προσθέτοντας τρεις «Νύφες του Πένθους» στις οποίες μοίρασε μέρη των στασίμων -εύρημα πολύ ενδιαφέρον και θεμιτό- και επιστέφοντας την τραγωδία με ένα σύγχρονο ποίημα -την «Ναυμαχία» του Καβάφη. Ιδέα εξαιρετική, έστω και αν δεν είναι πρωτότυπη -ο Στάθης Λιβαθινός έτσι, με Καβάφη, τους «Τρώες» του, κλείνει την περσινή «Ιλιάδα» του. Αλλά, αν στην «Ιλιάδα» το εύρημα μου φάνηκε εύκολο και ζορισμένο λόγω της αναγνωρισιμότητας των κοινόχρηστων πια «Τρώων», εδώ η χρήση ενός σχετικά άγνωστου ποιήματός του Αλεξανδρινού μού φάνηκε καίρια -βρήκα ότι το ποίημα κουμπώνει τέλεια στο φινάλε.
Αλλού βρίσκονται οι αντιρρήσεις μου. Η Νικαίτη Κοντούρη θέλησε -και μέσω της όψης- να δώσει μία σύγχρονη παράσταση. Η Άτοσσά της μπορεί να είναι ευθέως αντλημένη από το ιαπωνικό θέατρο «Νο» αλλά παρθενογένεση στην τέχνη δεν υπάρχει, το θέμα είναι πώς θα χρησιμοποιήσεις το εύρημά σου. Και η σκηνοθέτρια το έχει σωστά, πιστεύω, χρησιμοποιήσει - μία μητριαρχική αίσθηση που αυτήν ακριβώς αφήνει η συγκεκριμένη τραγωδία. Ο ήχος της παράστασης είναι που δεν με κέρδισε: μου φάνηκε ανομοιογενής. Και το γράφω με την έννοια της ομοιογένειας στην υποκριτική και στην εκφορά του λόγου: και από τους ερμηνευτές αλλά και από τα μέλη του Χορού εισέπραξα πολλές διακυμάνσεις που απλώνονται από τη λιτή εκφορά μέχρι τον παλαιάς αντίληψης στόμφο.
Πάντως η παράσταση διαθέτει πολύ καλές στιγμές. Για παράδειγμα η εμφάνιση του Δαρείου που «αποκολλάται» από τη μεγαλοπρεπή αμφίεσή του σαν να αποχωρίζεται τη σαρκοφάγο του, η εμφάνιση του γυμνού, μακελεμένου Ξέρξη ως ανάδυση από την κόλαση ή το φινάλε με την Άτοσσα στοργικά να τυλίγει το γιο της σκεπάζοντας τη γύμνια του Ξέρξη με την πορφύρα -η εξουσία ποτέ δεν πεθαίνει…- ενώ οι γέροντες του Χορού σωριάζονται σιγά-σιγά, μισόγυμνοι, στο έδαφος εικονοποιώντας κάτι σαν πεδίο μάχης.
Σε καλή ώρα, όλοι οι συντελεστές έδωσαν χέρι αποφασιστικό για το αποτέλεσμα.

Ο Γιώργος Πάτσας έστησε ένα μοντέρνας όψης σκηνικό χρησιμοποιώντας μεν παλαιότερες λύσεις του -το πατάρι με τις καταπακτές από τον περσινό «Αγαμέμνονα» της Νικαίτης Κοντούρη με το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, οι λευκές ταινίες που συνδέουν το σκηνικό μέχρι ψηλά με το κοίλον από την «Αντιγόνη» του Θεόδωρου Τερζόπουλου, συμπαραγωγή του «Άττις» με το «Τεάτρο Ολίμπικο» της Βιτσέντσα, το 1995, στην Επίδαυρο -αλλά το αποτέλεσμα, θαυμάσια φωτισμένο από τον Λευτέρη Παυλόπουλο, είναι καλόγουστο και λειτουργικό. Αρμονικά δεμένα με το σκηνικό τα υψηλής αισθητικής κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ και εξαιρετική η συμβολή τους στην όψη της παράστασης σε συνδυασμό με το μακιγιάζ.
Αλλά τα δύο μεγαλύτερα συν είναι οι μουσικές της Σοφίας Καμαγιάννη -τσέλο παίζει ζωντανά ο Θοδωρής Παπαδημητρίου, η μουσική διδασκαλία του Νίκου Βουδούρη- που υπογραμμίζουν υπόγεια, εσωστρεφώς τον τρόμο, το δέος που υποβάλλει το κείμενο -προφανώς έχει προκύψει τάλαντο σπουδαίο στο χώρο της σύνθεσης- και οι χορογραφίες του Κώστα Γεράρδου που υλοποιούν τέλεια το ζητούμενο της σκηνοθεσίας.
Οι ερμηνείες. Ο Γιάννης Φέρτης δίνει με κύρος και μέσα απλά έναν επιβλητικό και υποβλητικό Δαρείο έστω και αν αφήνει μία υποψία «αφ’ υψηλού».
Με χαρά είδα, μετά το ευτελές χειμωνιάτικο «Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές!..» του ΚΘΒΕ, τον Άκη Σακελλαρίου να επιστρέφει με ένα ρόλο ουσίας. Η ιαπωνικών καταβολών Άτοσσά του είναι σχεδιασμένη και εκτελεσμένη λιτότατα αλλά άψογα -φιγούρα, κίνηση, ακρίβεια, τόνοι… Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος είναι ο Αγγελιαφόρος της παράστασης. Δύσκολοι ρόλοι οι αγγελιαφόροι της τραγωδίας. Δεν έχω καταλήξει αν πρέπει να συμπάσχουν με τις συνήθως τραγικές ειδήσεις και τις ζοφερές περιγραφές των οποίων είναι φορείς ή να αποστασιοποιούνται -με ποιον τρόπο, δηλαδή, κατεβαίνει καλύτερα ο λόγος τους και αγγίζει περισσότερο, αφορά περισσότερο το θεατή. Εδώ επελέγη ο πρώτος δρόμος. Βρήκα, όμως, αν και καλά εκτελεσμένη, υπερβολικά φορτωμένη δραματικά -υπερπάσχουσα- την  εξαγγελία. Και το «Ίτε παίδες Ελλήνων…» τόσο κραυγαλέα, σαν με ντουντούκα εκτοξευόμενο με αποκλειστικό σκοπό να εκμαιεύσει το χειροκρότημα ομολογώ πως με ενόχλησε: το βρήκα όσο δεν πάει παρά πέρα λαϊκίστικο.
Ο Γιώργος Κολοβός, συγκλονιστική, οργανικά γυμνή φιγούρα, με εξαιρετική, λειτουργική κίνηση, παλλόμενος, πιστεύω πως υποκριτικά είναι ακόμα σκληρός και χρειάζεται δουλειά.
Ο Χορός μου φάνηκε άνισος: μονάδες άρτιες αλλά και ηθοποιοί αδύναμοι. Και ο συχνά συνεκφερόμενος λόγος του, κάποτε ασυντόνιστος.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση όχι καινοφανής, με δάνεια και με επί μέρους, κατά τη γνώμη μου, ελαττώματα αλλά καλά οργανωμένη, καλά εκτελεσμένη, με ύφος και με θετικότατο τελικό αποτέλεσμα.

Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, Φεστιβάλ Επιδαύρου, 15 Αυγούστου 2014.

August 10, 2014

«Βάκχες»: το καινούργιο χωρίς τίποτα το καινούργιο


Tο έργο. Ο Διόνυσος -γιος του Δία και της κόρης του βασιλιά της Θήβας Κάδμου, της Σεμέλης, της δόλια κεραυνοβολημένης από τη ζήλια της Ήρας για το σμίξιμό της με τον Δία-, καινούργιος θεός που έχει επιβάλει τη λατρεία του ήδη σε όλη την Ασία, πρωτοπατάει τα ελληνικά χώματα στην Θήβα, με ανθρώπινη μορφή και με κρυμμένη την ταυτότητά του. Σκοπός του, η επιβολή και εδώ της λατρείας του. Όποιος σταθεί εμπόδιο συντρίβεται. Τις αδελφές της μητέρας του, που αμφισβήτησαν την ένωσή της με τον Δία αποδίδοντας την πατρότητά του σε κοινό θνητό, άρα αμφισβήτησαν τη θεϊκή του φύση, τις μεταμόρφωσε σε Μαινάδες που έχουν ξεχυθεί στον Κιθαιρώνα και οργιάζουν ξέφρενες.
Ο Κάδμος, μαζί του και ο μάντης Τειρεσίας, αν και γέροντες, προσχωρούν στο «κόμμα» του Διόνυσου. Ο Πενθέας όμως, γιος της Αγαύης, επίσης Μαινάδας στον Κιθαιρώνα, εγγονός του Κάδμου, ο οποίος του έχει παραδώσει την εξουσία, είναι θεομάχος: καταδιώκει τους οπαδούς του καινούργιου θεού και διατάσσει να συλλάβουν τον «ξένο» που παρασύρει τους πολίτες και πρώτες τις γυναίκες στη λατρεία του Διόνυσου. Θα τον φυλακίσει αλλά ο θεός θα προκαλέσει σεισμό και θα ελευθερωθεί.
Ο Πενθέας ετοιμάζεται να συντρίψει τις Μαινάδες με τη βία. Ο Διόνυσος θα τον πείσει πως μπορεί να τις φέρει πίσω στην πόλη ειρηνικά. Αρκεί, όταν ανεβεί στο βουνό για να τις κατασκοπεύσει, να ντυθεί με γυναικεία ρούχα για να μην του επιτεθούν ως άνδρα. Οι αρχικές σθεναρές αντιρρήσεις του Πενθέα κάμπτονται και μεταμφιέζεται σε γυναίκα  Έχει πέσει στην παγίδα του Διόνυσου. Ο οποίος, όταν φτάσουν, τον παραδίδει στις Μαινάδες -η μάνα του Αγαύη, ανάμεσά τους -που σε παροξυσμό, τρελαμένες, τον διαμελίζουν.
Η Αγαύη, πιστεύοντας πως σκότωσαν ένα λιονταράκι,             θα φέρει με καμάρι το κεφάλι του στην Θήβα. Ο πατέρας της ο Κάδμος που έχει μάθει τι συνέβη και που μάζεψε τα υπολείμματα του Πενθέα θα τη φέρει σιγά-σιγά στα σύγκαλά της. Και θα συνειδητοποιήσει ότι αυτό που διαμέλισαν δεν είναι λιονταράκι, είναι ο γιος της. Ο Διόνυσος τους κατέστρεψε. Είναι η εκδίκησή του.
Ο Ευριπίδης με τις «Βάκχες» του (405 π.Χ.), ένα από τα αριστουργήματά του, κάνει ίσως το σημαντικότερο βήμα του προς το σύγχρονο θέατρο: ένας ύμνος στο καινούργιο και στην απελευθέρωση από το παλιό, πολυεπίπεδος, που για το λόγο αυτό μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους σήμερα.
Η παράσταση. Η Άντζελα Μπρούσκου που ανέλαβε τη σκηνοθεσία χρησιμοποιώντας την άνιση -εξαιρετικές επιλογές αλλά και αμήχανες λύσεις- μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά είχε σωστές ιδέες. Και βέβαια η τραγωδία του Ευριπίδη είναι πάνω από όλα τελετουργία -όπως και δόθηκε. Και βέβαια ο Διόνυσος θα μπορούσε να είναι μία ήρεμη δύναμη που εγείρει έναν κυκλώνα -όπως είναι στην παράσταση. Και βέβαια ο Πενθέας θα μπορούσε να είναι μία καταδυναστευτική εξουσία -ένας ακόμα φασισμός, όπως και παρουσιάζεται στην παράσταση. Το θέμα, όμως, είναι πώς υλοποιείς τις ιδέες σου.
Η παράσταση, που η Άντζελα Μπρούσκου έστησε, όντως βακχεύεται. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, βακχεύεται άτεχνα, ενώ η σκηνοθέτρια επεδίωκε το αντίθετο. Είδα παρατακτικές τακτικές, είδα η βακχεία να αναπαρίσταται με εξωτερικά μέσα -με τρεχαλητά και με τσιρίδες-, δεν άκουσα όλο το κείμενο -οι συνεκφωνήσεις του Χορού, εξαιρετικά φιλόδοξες, με μουσικές απαιτήσεις, δεν λειτουργούν άψογα και το αποτέλεσμα συχνά θολώνει-, δεν «άκουσα» το λόγο -ο λόγος δεν με καθήλωσε, δεν κατεβαίνει-, οι ρυθμοί χωλαίνουν, ο Χορός έχει πολλές επιμέρους αδυναμίες, δεν υπάρχει δέσιμο στους ηθοποιούς. Και δεν είδα τίποτα το καινούργιο, όπως περίμενα.
Τρεις μόνο στιγμές ξεχώρισα: τον κύκλιο χορό που σέρνει τον συλληφθέντα Διόνυσο, το μέρος του στάσιμου που δόθηκε ποιητικά με τον Γιώργο Μπινιάρη σαν καθηγητή με το βιβλίο στο χέρι και την Μαρία Κίτσου σαν μαθήτρια-ανάερο λευκοντυμένο κορίτσι και, προς το τέλος, τον Χορό που βακχεύεται στο βάθος, πίσω από τη σκηνή. Και οι χειρότερες -σχεδόν φαιδρότητα μου προκάλεσαν: όταν στο σεισμό ο τάφος της Σεμέλης με το βωμό πάνω του αρχίζει να σείεται σαν το κρεβάτι στον «Εξορκιστή» και ο Διόνυσος σούπερ κερασφόρος, ως άλλος Φάλσταφ στην πέμπτη πράξη στις σεξπιρικές «Εύθυμες κυράδες του Ουίνζορ». 
Άνισα: ήταν η βασική μου εντύπωση από τα σκηνικά του Σταύρου Λίτινα. Γοητευτικό το κομμάτι με τις καλαμιές που παραπέμπει όμως στη σκηνογραφική λύση της Χλόης Ομπολένσκι στην «Αντιγόνη» του Λευτέρη Βογιατζή, άχαρα τα υπόλοιπα, ανορθογραφία στις καμπύλες της Επιδαύρου. Οι εξαίρετοι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου τα σώζουν.
Απογοητευτικά βρήκα και τα κοστούμια που υπογράφει η ίδια Άντζελα Μπρούσκου -χωρίς πνοή, χωρίς ύφος.
Η κίνηση την οποία επιμελήθηκε ο Ερμής Μαλκότσης πολύ σωστά είναι «ακατέργαστη» -ο «χορός» δεν ταιριάζει στις Βάκχες. Αλλά θα ήθελα μέσα από το ακατέργαστο να προκύπτει μία κάποια αρμονία. Αυτό που προκύπτει μου άφησε την εντύπωση της ελλιπούς προετοιμασίας και  του κακότεχνου.
Στα θετικά στοιχεία, η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού που συνοδεύει με κύρος την παράσταση.
Οι ερμηνείες. Ο θίασος, με μερικούς ηθοποιούς που έχουν δώσει εξαιρετικά δείγματα, μοιάζει άδετος -ο καθένας στο δικό του μήκος κύματος.
Απογοητευτικός ο Αριστείδης Σερβετάλης. Ο Πενθέας του βγάζει μία αναίτια μαγκιά, ο λόγος του ανερμάτιστος, η μεγέθυνση της Επιδαύρου διόγκωσε προβλήματά του στην άρθρωση. Βρίσκει τον εαυτό του μετά την μεταμφίεση, όταν το βάρος πέφτει στην κίνηση που είναι το βασικό ατού του.
Δεν πείστηκα για την ανάγκη να υποδυθεί η Μαρία Κίτσου τον Τειρεσία ως γέροντα με κλασικά μέσα φορώντας μεταξωτή κιλότα. Υπερβάλλει και στομφάρει η εξαίρετη ηθοποιός.
Πολύ αδύναμος -και ως μέγεθος και φωνητικά- ο Γιώργος Μπινιάρης. Πιο πειστικοί η Παρθενόπη Μπουζούρη και ο Αργύρης Πανταζάρας  -με «ηχώ» του, ως Δούλος-Άγγελος, τον Χάρη Χαραλάμπους- αν και ο λόγος τους φοβάμαι πως δεν κατεβαίνει μολονότι το κείμενο των δύο Αγγελιών -ειδικά της δεύτερης- είναι συγκλονιστικό.
Η Άντζελα Μπρούσκου θεωρώ πως είναι ακατάλληλη για να σηκώσει η ίδια το βάρος της Αγαύης και της τρομερής σκηνής της.
Το ουσιαστικό βάρος της παράστασης φέρει εκ των πραγμάτων η Αγλαΐα Παππά που επωμίστηκε τον Διόνυσο. Έχει το μέγεθος, τη γερή τεχνική και την ενέργεια να το σηκώσει. Και κρατάει το μέτρο -δεν εκτρέπεται σε υπερβολές. Αλλά αφενός η φωνή της βγαίνει πολύ ζορισμένη, αφετέρου διατηρεί, από την αρχή μέχρι το τέλος, τον ίδιο σχεδόν τόνο, τακτική που πιστεύω πως ισοπεδώνει το ρόλο. 
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση που δεν κομίζει τίποτα το καινούργιο και που με απογοήτευσε.
(Φωτογραφίες: Εύη Φυλακτού).

Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, «Θέατρο Δωματίου», Φεστιβάλ Επιδαύρου, 8 Αυγούστου 2014.

August 9, 2014

500.000 επισκέψεις

Τις 500.000 έφτασαν χτες οι επισκέψεις που δέχτηκε totetartokoudouni.blogspot.com από τις 22 Οκτωβρίου του 2011 που ξεκίνησε -πριν ακόμα κλείσει τα τρία του χρόνια. Δεν το φανταζόμουνα. Όλους τους επισκέπτες σας ευχαριστώ. Ειδικά εσάς που συμμετέχετε ενεργά.

August 8, 2014

Και όμως σημειώνονται ζημιές…


Το έργο. Λαλάκης Μακρυκώστας: διευθύνων σύμβουλος μεγάλης εταιρείας. Παντρεμένος με την Πόπη. Αλλά -κλασικός έλληνας αστός- και με κρυφή φιλενάδα -έτσι τις έλεγαν τότε… Με την οποία το σκάει σε ταξιδάκια ανά την Ελλάδα επικαλούμενος προβλήματα της εταιρείας. Αλλά ο κλέφτης και ο ψεύτης… Όταν, άρτι αφιχθείς από Θεσσαλονίκη, ανακοινώνει πως και πάλι φεύγει -στην Καλαμάτα αυτή τη φορά- και πάλι για προβλήματα της εταιρείας, η Πόπη, υποδαυλιζόμενη και από τη φίλη της Κική, αρχίζει να τον υποψιάζεται σοβαρά. Ο Λαλάκης, βέβαια, ξέρει να της ρίχνει στάχτη στα μάτια -η ειδικότητά του. Έχει βάλει ένα φίλο του να τηλεφωνήσει στο σπίτι τους δήθεν από την Καλαμάτα για να τον ακούσει η γυναίκα του. Το 1954, στο οποίο, όμως, τοποθετείται το έργο, τα τηλεφωνήματα τα έκαναν από περίπτερα. Και, κατά σατανική σύμπτωση, η Τασία, η υπηρέτρια, όπως τις έλεγαν τότε, του σπιτιού τυχαίνει να βρίσκεται στο ίδιο περίπτερο και να ακούσει το τηλεφώνημα. «Φάρσα έκαναν στον κύριο;» ρωτάει την κυρία της, όταν γυρίζει. Και έτσι σιγουρεύεται η Πόπη για τα «επαγγελματικά ταξίδια» του Λαλάκη. Οπότε -οφθαλμόν αντί οφθαλμού-, εκδρομή στην Καλαμάτα με γυναικεία συντροφιά ο Λαλάκης, εκδρομή κι εκείνη, με τον Νίκο, που καιρό τώρα την πολιορκεί αλλά η Πόπη μέχρι τότε, πιστή στον άντρα της, πρόβαλλε σθεναρή αντίσταση, στην Θυμαριά, ένα όμορφο και ήσυχο χωριό που εκείνος της προτείνει και όπου θα τους φιλοξενήσουν ο σιδηροδρομικός σταθμάρχης, ο Στέλιος, φίλος του από το στρατό -πολέμησαν μαζί στην Αλβανία- και η γυναίκα του, η Φρόσω. Θα παρουσιαστούν ως νιόπαντρο ζευγάρι.
Στο σταθμό της Θυμαριάς, όμως, θα βρεθούν, κατά άλλη σατανική σύμπτωση, ποιοι; Ο Λαλάκης με την Λολότα, την ερωμένη του: κατέβηκαν για λίγο στο σταθμό από την ταχεία, καθυστέρησαν και έχασαν το τρένο. Ο σταθμάρχης και η γυναίκα του, καθώς δεν υπάρχει άλλο τρένο παρά το επόμενο πρωί, τους προτείνουν να τους φιλοξενήσουν επίσης -ξενοδοχείο το χωριό δεν έχει.
Τα δύο παράνομα ζευγάρια είναι αναπόφευκτο να συναντηθούν. Μετά την αρχική ψυχρολουσία η Πόπη προτιμάει το θέατρο του Παραλόγου: κάνει πως είναι κάποια άλλη. Ο Λαλάκης τρελαίνεται αλλά αναγκαστικά μπαίνει στο παιχνίδι. Την επομένη το πρωί Πόπη και Νίκος -που δεν κοιμήθηκαν μαζί, βέβαια, ώστε να εφαρμοστεί η… πολιτική ορθότητα της εποχής- φεύγουν πρώτοι και φτάνουν πρώτοι στη  Αθήνα. Όταν ο Λαλάκης μπαίνει αργότερα στο σπίτι του θα βρει εκεί την Πόπη. Που του παίζει το παιχνίδι πως τίποτα δεν συνέβη -«εκείνη, το περασμένο βράδυ, πήγε σινεμά με την Κική και ύστερα γύρισε άρρωστη σπίτι της και κρεβατώθηκε». Στο παιχνίδι έχει βάλει και τη φίλη της, ως αυτόπτη μάρτυρα, και την υπηρέτρια. Ο Λαλάκης αποτρελαίνεται.
Αλλά η επίσκεψη του σταθμάρχη ο οποίος του φέρνει κάποια χαρτιά που ξέχασε στην Θυμαριά αλλά κουβαλάει μαζί του, με σκοπό να το παραδώσει στην Πόπη, και το ρολόι της που εκείνη επίσης ξέχασε στη Θυμαριά, δίνει τη λύση. Και το ζευγάρι δεν λέει τίποτα αλλά αγκαλιάζεται γελώντας: μία του και μία της. Ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του ’50 (;)… Ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Αυτόν ακριβώς τον τίτλο, «Ούτε γάτα ούτε ζημιά», διάλεξαν ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Χρήστος Γιαννακόπουλος για την α λα Φεντό φάρσα τους (1950). Το έργο είναι έξυπνο, χαριτωμένο αλλά δεν φτάνει άλλες κωμωδίες του συγγραφικού διδύμου -το τέλος του είναι αδύναμο.
Η παράσταση. Ο Θοδωρής Πετρόπουλος το διασκεύασε, αντλώντας προφανώς και από το σενάριο -το συνυπογράφουν άλλωστε οι δύο συγγραφείς- της ταινίας (1955) η οποία βασίστηκε στο θεατρικό και την οποία σκηνοθέτησε ο Αλέκος Σακελλάριος, χωρίς εξυπνάδες και ιδιαίτερες παρεμβάσεις -διακριτικά.
Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης. Λυπάμαι αλλά αυτό που είδα ήταν μία προχειροφτιαγμένη παράσταση, άρρυθμη, με άδετους ηθοποιούς, χωρίς καμία προσοχή στη λεπτομέρεια, άτεχνη -εκείνη η μεταφορά του κιβώτιου που φρακάρει στο φράχτη του σταθμού-, χωρίς κανένα -ούτε κατά διάνοια…- σχόλιο.
Ο διασκευαστής και ο σκηνοθέτης κράτησαν την εποχή του έργου και πολύ καλά έκαναν γιατί αυτές οι κωμωδίες, βιαστικά γραμμένες αλλά από ικανές για το είδος αυτό πένες, σώζονται όχι μόνο από το χιούμορ τους αλλά και από το άρωμα της εποχής που διατηρούν και αναδίνουν και που εισπράττεται σήμερα νοσταλγικά. Αλλά για να αναδυθεί το άρωμα αυτό, για να περάσει το ήθος και το ύφος της εποχής, χρειάζεται εξαντλητική δουλειά. Εδώ δεν την είδα.
Επιπλέον είδα μία φτηνιάρικη παραγωγή. Αναρωτήθηκα ποια σχέση με τη σκηνογραφία μπορεί να έχει η Μαίρη Τσαγκάρη που υπογράφει τα δύο, φωτισμένα από τον Χρήστο Τζιόγκα, σκηνικά. Χειρότερα, είχα χρόνια να δω. Ειδικά το σαλόνι της πρώτης και της τρίτης πράξης με τα στημένα κόντρα πλακέ, τον «πολυεπίπεδο» όροφο -σκαλάκια εδώ, σκαλάκια εκεί-, τα κακοντυμένα με κάτι πράσινα καλύμματα φτηνοέπιπλα και το τρανζίστορ του ’70 που υποδύεται το ραδιόφωνο του ’50. Χωρίς να παραλείψω και τα δύο κατάξερα δέντρα της δροσερής Θυμαριάς που μοιάζουν με πόδια ελέφαντα.
Σε ανάλογα μίζερα επίπεδα, και τα κοστούμια της Κατερίνας Παπανικολάου, με αποκορύφωμα το κραυγαλέο της Κικής στην τρίτη πράξη.
Διανομή. Αφημένοι στην τύχη τους οι ηθοποιοί, κάνουν ό,τι μπορούν να κάνουν από μόνοι τους. Συμπαθητική και μετρημένη η πρωτοεμφανιζόμενη στη σκηνή Δανάη Μπάρκα, τα βγάζει πέρα. Καλός τυπίστας ο Μάρκος Μπούγιας αλλά ακατέργαστος ακόμα, ζητάει σκηνοθέτη. Χωρίς να ενοχλήσει υπάρχει στη σκηνή η Γιάννα Ζιάννη. Άχρωμη και αμήχανη Λολότα η Μένη Κωνσταντινίδου και αδύναμος ο Γιώργος Κοψιδάς, με τόση «άνεση» που αποβαίνει εις βάρος του.
Η Άβα Γαλανοπούλου, με τσαγανό σουμπρέτας, έχει επιλέξει την ευκολία και το ρηχό και μηχανικό σαν γάβγισμα παίξιμο ακολουθώντας τον ολισθηρό δρόμο που άνοιξαν από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 πολλές γυναίκες κωμικές ηθοποιοί μας συγχέοντας το κωμικό με το κακέκτυπο τραβεστί -εκφορά λόγου, κίνηση, καμώματα... Δυστυχώς τον ίδιο δρόμο αυτή τη φορά ακολουθεί και η Μαρία Κατσανδρή, μία ηθοποιός που εκτιμώ εξαιρετικά.
Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, ηθοποιός χαριτωμένος και με χιούμορ αλλά όχι με πρωταγωνιστική στόφα, εδώ μοιάζει πιο αμήχανος έχοντας κάνει κωμική μανιέρα τη μονοτονία, καθώς τονίζει συνεχώς, με τον ίδιο τρόπο, άχρωμα, υιοθετώντας επιπλέον και κάποια τερτίπια του Μεγάλου -με όλη τη σημασία της λέξης- Βασίλη Λογοθετίδη που έχει σημαδέψει το ρόλο καθώς τον κατέγραψε και στον κινηματογράφο.
Αμεσότερος όλων και πιο κοντά στο ρόλο του ο Κώστας Ευριπίωτης που καταφεύγει όμως στην επιθεώρηση.
Το συμπέρασμα. Μία άχρωμη παράσταση που μιμείται άτεχνα τη δεκαετία του ’50.

Θέατρο «Λαμπέτη», 7 Αυγούστου 2014.