March 26, 2022

Στο Φτερό / Μινιατούρα ή Ένα παραμύθι πολύ σκοτεινό ή Φρίκη ειπωμένη αλλά αόρατη

 
«Η μικρή μέσα στο σκοτεινό δάσος» του Φιλίπ Μινιανά  / Σκηνοθεσία: Παντελής Δεντάκης
 
Ο Βασιλιάς, η Βασίλισσα και η Μικρή - η αδελφή της Ένα δωδεκάχρονο που ο Βασιλιάς ποθεί. Το παρασύρει με ψέμματα σε ένα ταξίδι που καταλήγει σε σκοτεινό δάσος. Και το βιάζει. Και, κατόπιν, του κόβει τη γλώσσα για να μη μιλήσει. Kαι το παρατάει. Και γυρίζει στο παλάτι όπου υποκρίνεται τον 
συντετριμμένο: «η Μικρή πνίγηκε». Αυτό λέει στη σύζυγό του. Μία Γριά, όμως, ένα χρόνο μετά, συναντάει τη βουβή πια Μικρή στο δάσος, εγκαταλειμμένη σε μία καλύβα. Να κλαίει και, ως μόνη άμυνά της, να έχει κεντήσει σε ένα πανί τα  
όσα φρικτά της συνέβησαν. Η Γριά θα φέρει το πανί στην Βασίλισσα και η αλήθεια θα αποκαλυφθεί. Εκείνη, στα χνάρια της Μήδειας, θα εκδικηθεί τον άντρα της: σκοτώνει τον Γιο του -που είναι και γιος της. Μαζί με την αδελφή της, που τη φέρνει στο παλάτι, κόβουν το κεφάλι του παιδιού, ψήνουν το σώμα
του και το προσφέρουν στον Βασιλιά ως έδεσμα. Όταν εκείνος το γευτεί, η Βασίλισσα του αποκαλύπτει την αλήθεια και η Μικρή πετάει πάνω του το κομμένο κεφάλι του παιδιού. Τι κάθαρση να υπάρξει στη φρίκη αυτή; Μόνο η μεταμόρφωση -σε πουλιά: ο Βασιλιάς μεταμορφώνεται σε τσαλαπετεινό, η Βασίλισσα σε αηδόνι και
η Μικρή σε χελιδόνι. Θα μπορούσε να είναι ένα παραμύθι. Και είναι, όντως, ένας αρχαίος ελληνικός μύθος. Αποτρόπαιος. Παγιωμένος, υπολογίζεται, από τον 5ο π.Χ. αιώνα: ο μύθος του βασιλιά της Θράκης Τηρέα που παντρεύτηκε την Πρόκνη, κόρη του βασιλιά της Αθήνας Πανδίονα, και απέκτησαν ένα γιο, τον Ίτυ, αλλά ο Τηρέας πόθησε την αδελφή της, την Φιλομήλα, τη βίασε και της έκοψε τη γλώσσα για να μη μιλήσει αλλά εκείνη ύφανε την ιστορία που, όταν αποκαλύφθηκε στην Πρόκνη, εκείνη σκότωσε τον Ίτυ, τον μαγείρεψε και τον έδωσε στον πατέρα του να τον φάει χωρίς εκείνος να γνωρίζει τι τρώει. Με τον Δία να μεταμορφώνει, τελικά, και τους τρεις σε πουλιά. Ο Σοφοκλής εμπνεύστηκε 
από το μύθο τη -χαμένη, σώζονται μόνον κάποια αποσπάσματα- τραγωδία του «Τηρεύς» ενώ ο Ρομαίος Οβίδιος τον κατέγραψε ως «Η ιστορία του Τηρέα, της Πρόκνης και της Φιλομήλας», ένα μέρος στο εκτεταμένο αφηγηματικό 
ποίημά του «Μεταμορφώσεις» (αρχές 1ου αιώνα μ.Χ.). Στον Οβίδιο έχει βασιστεί ο σύγχρονος γάλος συγγραφέας Φιλίπ Μινιανά για το έργο του «Η μικρή μέσα στο σκοτεινό δάσος» (2008) -έχει πρoηγηθεί (2000) η Αγγλίδα Τζοάνα Λόρενς με το βασισμένο στον ίδιο μύθο αλλά στα σπαράγματα του 
σοφόκλειου «Τηρέα», «Τα τρία πουλιά». Ο Μινιανά, ακολουθώντας το δρόμο της αφηγηματικότητας, αναπτύσσει το θέμα του με ενάργεια και σκληρότητα, σχεδόν ωμότητα αλλά με τρόπο λιτό, λεπτό, συμπτύσσοντας σφιχτά το μύθο, με αίσθηση της δραματικής οικονομίας, χωρίς να φορτώνει το
μεγάλο μονόπρακτό του με περιττά βαρίδια, αφαιρώντας ακόμα και τα ονόματα από τα πρόσωπα. Και, βέβαια, αναδεικνύεται επίκαιρος στην Ελλάδα του 2022, με τους βιασμούς  και τις γυναικοκτονίες που πυκνώνουν και με τις γυναίκες να έχουν ξεσηκωθεί και όχι μόνον εν ονόματι του φεμινισμού. Ο Παντελής Δεντάκης παρέλαβε (2020) το κείμενο  του Μινιανά στην υπέροχη, μουσική μετάφραση που έχει κάνει η Δήμητρα Κονδυλάκη, στο πλαίσιο του Εργαστηρίου Θεατρικής Μετάφρασης του Γαλικού Ινστιτούτου Ελλάδας -που δυστυχώς έχει πάψει να λειτουργεί πια- και δημιούργησε μία μουσικότατη
παράσταση ιδιότυπη: δύο ηθοποιοί, ντυμένοι στα μαύρα και με μαύρα γάντια (κοστούμια Κική Γραμματικοπούλου), που «αφηγούνται» όλους τους ρόλους, μικρά γλυπτά ομοιώματα -έξοχη η δουλειά της Κλειώς Γκιζελή- των πέντε ηρώων, σαν κουκλάκια, που οι ηθοποιοί τα χειρίζονται αλλά όχι σαν κούκλες, απλώς μετακινώντας τα με λαβίδες και τοποθετώντας τα,
ανάλογα με την πλοκή, στη μικρή πλατφόρμα και δύο οθόνες, μία μικρή-μόνιτορ και μία μεγάλη, όπου τα γλυπτά, με περίτεχνη βίντεο αρτ (του Αποστόλη Κουτσιανικούλη που υπογράφει και τους εμπνευσμένους φωτισμούς) κινούνται, μεγεθύνονται, ζουμάρονται μπροστά στο επίσης μικροσκοπικό σκηνικό (η σκηνική εγκατάσταση του Νίκου Δεντάκη) αναπαριστώντας διακριτικά, χωρίς καμία στιγμή να γίνεται
ορατή η φρίκη, τα τεκταινόμενα και συμπληρώνοντας τους «αφηγητές». Ακούτε, δεν βλέπετε τη φρίκη -κάτι όπως οι περιγραφές κάποιων αγγελιαφόρων στην αρχαία ελληνική τραγωδία. Οι μουσικές -το ηχητικό περιβάλλον θα ήταν πιο σωστό- του Σταύρου Γασπαράτου (σε συνεργασία με τον Γιώργο Μυζήθρα) και τα τραγούδια του υποστηρίζουν το δύσκολο εγχείρημα, όπου όλα αυτά τα ετερογενή στοιχεία, τα διαφορετικά θεατρικά μέσα σμίγουν με μαγικό τρόπο και καταλήγουν σε ένα όχι απλώς
ευτυχές αλλά ποιητικό, γοητευτικό, συναρπαστικό αποτέλεσμα. Οι ηθοποιοί - ο Πολύδωρος Βογιατζής και η Κατερίνα Λούβαρη-Φασόη- σε χαμηλούς, εν μέρει αποστασιοποιημένους τόνους που κορυφώνονται και εκρήγνυνται όταν πρέπει- υπερασπίζονται
με αυταπάρνηση την παράσταση: εξαιρετικοί και οι δύο. Μία παράσταση-μινιατούρα που σε καθηλώνει. Και που πρέπει να έχει συνέχεια.  ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ να τη χάσετε με τίποτα (Φωτογραφίες: Δομνίκη Μητροπούλου)..
 
(Ένα μονόφυλλο με τα απαραίτητα, που σέβεται το θεατή, συνοδεύει την παράσταση. Το κείμενο του Φιλίπ Μινιανά -μετάφραση Δήμητρα Κονδυλάκη και «Το Εργαστήριο Θεατρικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου Ελλάδας»- έχει εκδοθεί και περιλαμβάνεται, μαζί με τα έργα «Αυτό το παιδί» του Ζοέλ Πομερά και «Ντικτάτ» του Ενζό Κορμάν, στο «Νέο Γαλλικό Θέατρο (Πέμπτος Τόμος)» -Εκδόσεις Άγρα, σε συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδας, 2016).
 
Θέατρο «Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων», Ομάδα «Black Forest»-«Les Visiteurs du Soir», 22 Μαρτίου 2022.

March 25, 2022

Δύο και να καίνε ή Μια ευτυχής συγκυρία ή Έρχονται οι Ρόσοι!

 
Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια 112
 
Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μπορεί, τυφλά υπακούοντας στις «οδηγίες» της υπουργού «Πολιτισμού», ν ακύρωσε τις προγραμματισμένες του συναυλίες ρόσων καλλιτεχνών, αλλά ο Απρίλιος, μπαίνει ελπιδοφόρα. Στη μουσική ζωή μας τουλάχιστον. Με δυο Mεγάλες, συγκλονιστικές βιρτουόζες, βετεράνες του πιάνου, σχεδόν συνομήλικες. Οι οποίες θα φιλοξενηθούν, ακριβώς, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Στη 1 Απριλίου η 77χρονη σπουδαία Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια συμπράττει -ευτυχώς δεν την ακύρωσαν οι «οδηγίες» Μενδώνη, με πρόφαση,  προφανώς, την αυστριακή υπηκοότητά της...- με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, ως σολίστ, στο Δεύτερο Κοντσέρτο για Πιάνο του Γιοχάνες Μπραμς. Γεννημένη από ρόσικη οικογένεια, με εβραϊκές και πολονέζικες ρίζες, στην Γεωργία της τότε Σοβιετικής Ένωσης, με σπουδές στην Μόσχα και έδρα την Μόσχα, συνεργάτρια, σε ντούο, του, επίσης κορυφαίου του πιάνου, Σβιατοσλάβ Ρίχτερ, με αυστριακή υπηκοότητα από το 1978, όταν εγκαταστάθηκε στην Βιένη, επανέρχεται στο Μέγαρο για να συμπράξει, και πάλι, με την ΚΟΑ, μετά το 2017 και το Τέταρτο Κοντσέρτο για Πιάνο του Λούντβιχ φαν Μπετόβεν που ’χε ερμηνεύσει τότε και που δυστυχώς δεν άκουσα- και μετά τα συναρπαστικά τέσσερα ρεσιτάλ της, από τον Οκτώβριο του 2017 έως τον Μάρτιο του 2020 -στο τσακ πριν από την καραντίνα το τελευταίο- με το σύνολο απ’ τις Σονάτες για πιάνο του Φραντς Σούμπερτ -μια ανεπανάληπτη εμπειρία που ’χα την ευτυχία να ’ναι πλήρης, καθώς παρακολούθησα και τα τέσσερα ρεσιτάλ. Το πρόγραμμα της -ενταγμένης στον Κύκλο «Φεστιβάλ της Άνοιξης» που οργανώνει το Μέγαρο- συναυλίας της 1 Απριλίου, την οποία θα διευθύνει ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ΚΟΑ Λουκάς Καρυτινός, συμπληρώνεται με την Πρώτη Συμφωνία του σπουδαίου Ντμίτρι Σοστακόβιτς -κι άλλος Ρόσος! 
Τρεις μέρες μετά, στις 4 Απριλίου, στο πλαίσιο του επετειακού Κύκλου «30 Χρόνια Μέγαρο» και της σειράς «Piano Masters», έρχεται, εξ αναβολής- καθώς το προγραμματισμένο για τον Ιανουάριο ρεσιτάλ της είχε αναβληθεί- η 78χρονη Πορτογαλίδα Μαρία Ζουάου Πίρες, κι αυτή γνώριμή μας από το Μέγαρο -θυμάμαι μια εξαιρετική ερμηνεία της, επίσης, του Τέταρτου Κοντσέρτου για Πιάνο του Μπετόβεν, για να ερμηνεύσει Φραντς Σούμπερτ -την Σονάτα για Πιάνο αρ. 13-, Κλοντ Ντεμπισί -την «Σουίτα Μπεργκαμάσκ»- και Μπετόβεν -την Σονάτα για Πιάνο αρ 32.
Ευτυχής συγκυρία! Εγώ, πάντως, εκεί θα ’μαι,. Στην Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης».

March 19, 2022

Στο Φτερό / Ήχοι και εικόνες μέσα από ένα γοητευτικό καλειδοσκόπιο

 
Κ. Βήτα-Νίκος Πατρελάκης: συναυλία «Neapoly» 
 
Καθόλου δεν θα το παίξω ειδήμων περί την electronica. Διότι δεν είμαι. Από άλλους δρόμους προσέρχομαι στο χώρο της μουσικής ακρόασης. Τις εντυπώσεις μου, απλώς, επιθυμώ να καταγράψω από μία συναυλία που, εντούτοις, με ενθουσίασε. 
Ο Κ.(ωνσταντίνος) Βήτα και ο Νίκος Πατρελάκης έσμιξαν το τάλαντό τους, τις γνώσεις τους, την πείρα τους, την ιστορία τους στον μουσικό χώρο και δημιούργησαν ένα έργο ηλεκτρονικής μουσικής σε δώδεκα μέρη που του έδωσαν τον τίτλο «Neapoly» και που, τώρα, το παρουσιάζουν για πρώτη
φορά ζωντανά. Παίζοντας με μινιμαλιστικές επαναλήψεις δημιουργούν ηχητικά περιβάλλοντα και τεχνητά ηχοχρώματα γοητευτικά και πειραματίζονται πάνω στην τέχνη τους, προχωρούν την τέχνη τους ατενίζοντας το παρελθόν της electronica και αναζητώντας τις ρίζες της: δώδεκα κομμάτια 
που ποτέ δεν πλατειάζουν, ποτέ δεν κουράζουν, αντίθετα είναι ιδιαίτερα ελκυστικά. Ρόλο αποφασιστικότατο, βέβαια, παίζουν στο, συνολικά, εξαίρετο αποτέλεσμα, τα γυρισμένα σε πολλά μέρη της Ελλάδας βίντεο (σκηνοθεσία σχεδιασμών Νίκος Πατρελάκης, κινηματογράφηση Κώστας Κατριός, Νίκος Πατρελάκης), τα συναρμοσμένα σε μία ταινία η οποία προβάλλεται σε μεγάλη 
οθόνη, απλωμένη πάνω από τους επί σκηνής δημιουργούς -τον Κ. Βήτα και τον Νίκο Πατρελάκη- που, σχεδόν στο σκοτάδι, εκτελούν οι δύο τους, στους συνθετητές, τη μουσική τους, ταινία -ένα ποιητικό οδοιπορικό στην Ελλάδα- η οποία συνοδεύει τις μουσικές σε όλη τους τη διάρκεια, άρρηκτα δεμένη μαζί τους: δέντρα και δάση καταπράσινα, νερά και ποτάμια και θάλασσες, ουρανοί και ορίζοντες και σύννεφα και ήλιοι και ηλιοβασιλέματα, αγροί φρεσκοθερισμένοι, κατακίτρινοι, με τυλιγμένα σε δεμάτια τα ξερά κοτσάνια, τσιμεντένια τοπία αστικά -από το 
υποβαθμισμένο κέντρο της Αθήνας- πλέκονται και μπλέκονται σε εικόνες πειραγμένες ψηφιακά, με ψηφιακές παρεμβάσεις και σχήματα ψηφιακά, εικόνες που μοιάζει να εκφράζουν απόλυτα τους ηλεκτρονικούς ήχους -ένα συναρπαστικό καλειδοσκόπιο. Μία συναυλία -στην οποία συντελούν ο υπεύθυνος ήχου Γιάννης Λαμπρόπουλος, ο υπεύθυνος βίντεο
Κώστας Κατριός και ο Δημήτρης Κουτάς (επιμέλεια των έξοχων φωτισμών)-, όπου ήχοι και εικόνες σμίγουν αρμονικά, την οποία, καθώς οι τέσσερις βραδιές της, θερμότατα δεκτές από το κοινό, έχουν ξεπουλήσει, η Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής θα πρέπει να επαναλάβει φέτος ή να εντάξει στο ρεπερτόριό της την επόμενη σεζόν δίνοντάς της περισσότερες ευκαιρίες (Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος).
 
(Η συναυλία συνοδεύεται από ένα καλόγουστο, ολιγοσέλιδο αλλά με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά- έντυπο πρόγραμμα -υπεύθυνος έκδοσης Χαράλαμπος Γωγιός).
 
Εθνική Λυρική Σκηνή / «Εναλλακτική Σκηνή», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», 17 Μαρτίου 2022.

March 14, 2022

Στο Φτερό / Πάθη αποξηραμένα…

 
«Οθέλος» του Τζουζέπε Βέρντι, λιμπρέτο (Ουίλιαμ Σέξπιρ) Αρίγκο Μπόιτο / Μουσική διεύθυνση: Στάθης Σούλης. Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Γουίλσον, συσκηνοθέτρια Νίκολα Πάντσερ. 
 
Ο Ιάγος μισεί τον Οθέλο. Ο Οθέλος, Μαυριτανός, που, έχοντας προσφέρει εξαιρετικές υπηρεσίες στην Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, έχει αναδειχθεί σε στρατηγό της, νεόκοπος σύζυγος, παρά την άρνηση του ευγενή πατέρα της, της νεαρής, αγνής Βενετσιάνας Δισδεμόνας με την οποία ερωτεύτηκαν και κλέφτηκαν, φτάνει στην Κύπρο, κτήση, τότε -15ος αιώνας-, της Βενετίας, μετά από ναυμαχία στην οποία συνέτριψε το στόλο των Οθομανών που εποφθαλμιούσαν το νησί, εντεταλμένος να αναλάβει κυβερνήτης της. Έχουν προηγηθεί η αγαπημένη του Δισδεμόνα που τον περιμένει, ο 
έμπιστός του σημαιοφόρος Ιάγος και ο λοχαγός Κάσιος τον οποίο ο Οθέλος προήγαγε παρακάμπτοντας τον Ιάγο, εξ ου και το μίσος του προς και τους δύο, που έχει γεννήσει το εμμονικό πάθος του για εκδίκηση. Με ανύποπτα όργανά του τη γυναίκα του Εμιλία, ακόλουθο της Δισδεμόνας, και τον εύπορο, αφελή Ροδερίκο, ερωτευμένο με την Δισδεμόνα η οποία τον έχει απορρίψει αλλά την έχει ακολουθήσει στην Κύπρο, δολοπλοκεί καταστρώνοντας ένα σατανικό σχέδιο: γεννάει και 
τρέφει τις υποψίες του Οθέλου ότι η γυναίκα του τον απατά με τον Κάσιο. Ώσπου ο ευάλωτος στη ζήλια στρατηγός χάνει τον έλεγχο, παραλογίζεται, δαιμονίζεται, της φέρεται σκαιά και, στο τέλος, τη στραγγαλίζει, αφού βάζει να δολοφονήσουν τον Κάσιο ο οποίος, όμως, γλυτώνει. Όταν  η Εμιλία συνειδητοποιεί τις τερατωδίες που έχει διαπράξει ο Ιάγος της και τον αποκαλύπτει, ο Οθέλος, ο οποίος έχει ανακληθεί, λόγω της συμπεριφοράς του, και πρόκειται να τον αντικαταστήσει, ως Κυβερνήτης της Κύπρου, ο Κάσιος, αυτοκτονεί. Ο Ουίλιαμ Σέξπιρ πιθανολογείται ότι έγραψε το έργο του «Η τραγωδία 
του Οθέλου, του Μαυριτανού της Βενετίας», ένα από τα κορυφαία αριστουργήματά του, το 1603. Στο έργο αυτό βασίστηκε ο ιταλός ποιητής, μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος, λιμπρετίστας και συνθέτης Αρίγκο Μπόιτο ο οποίος, συμπτύσσοντάς το και κάνοντας κάποιες προσθαφαιρέσεις, συνέθεσε ένα έξοχο λιμπρέτο, πολύ πάνω
από το μέσο επίπεδο των προηγούμενων έργων του Τζουζέπε Βέρντι, ακουμπώντας στο οποίο ο ιταλός μάστορας της όπερας, έγραψε, σε προχωρημένη ηλικία, τον «Οθέλο του (1887). Και αν το αρτεσιανό φρέαρ από το οποίο ανάβλυζαν οι μελωδίες του έχει, κάπως, στεγνώσει πια, η ωριμότητά του τον έχει οδηγήσει σε μία μουσική δραματουργία συμπαγή, αποτελεσματική, μεγαλειώδη -ένα μουσικό δράμα που φλέγεται από πάθος. Ο διεθνής Αμερικανός Ρόμπερτ Γουίλσον που ανέλαβε τη σκηνοθεσία με συσκηνοθέτρια την Γερμανίδα Νίκολα Πάντσερ και δραματουργό τον επίσης Γερμανό Κόνραντ Κουν (η πρεμιέρα δόθηκε το 2019 στην Γερμανία, στο Πασχαλινό Φεστιβάλ του Μπάντεν-Μπάντεν και 
η σκηνοθεσία προσαρμόστηκε για την Λυρική Σκηνή μας) έχει επαναπαυθεί στη γνώριμη μανιέρα του. Εικαστικός, πρωταρχικά, καλλιτέχνης, έχοντας αναλάβει, όπως πάντα, και τα σκηνικά -με συνεργάτη σκηνογράφο τον Ελβετό Σερζ φον Αρξ- και τους φωτισμούς -με συνεργάτη φωτιστή τον Ιταλό Μαρτσέλο Λουμάκα-, έχει φέρει, σε συνδυασμό με τα κοστούμια των Ιταλών Ζακ Ρενό και Ντάβιντε Μπόνι -όλα μαύρα, με πάλλευκο μόνο της Δισδεμόνας-, με την επιμέλεια των κομμώσεων και του μακιγιάζ της Γερμανίδας Μανουέλα
Χάλιγκαν και με τις βιντεοπροβολές του Πολονού Τόμας Γιζόρσκι, ένα γενικό παραστασιακό αποτέλεσμα, για άλλη μία φορά, μεθυστικό αισθητικά: η βαμμένη με μπλε και ιώδη χρώματα οθόνη, σωλήνες νέον, τα σύμβολά του -ενίοτε δυσερμήνευτα, όπως ο θνήσκων (;) ελέφαντας της έναρξης-, το κόκκινο φεγγάρι του προσφέρουν στο θεατή μία σειρά ταμπλό βιβάν γοητευτικών έως συναρπαστικών. Με ένσταση στο φωτισμό των ηθοποιών από τη μέση και πάνω που, σε συνδυασμό με τα μαύρα κοστούμια, τους παρουσιάζει σαν κάτι μεταξύ νάνων και εξωγήινων. Αλλά η μανιέρα αυτή, το προσωπικό αυτό στιλ, δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε έργο, σε κάθε παράσταση. Ο «Οθέλος» του Βέρντι είναι, όπως ήδη έγραψα, ένα μουσικό δράμα που φλέγεται από πάθος. Το μίσος του Ιάγου, η ζήλια του Οθέλου, ο άνευ ορίων και όρων έρωτας της Δισδεμόνας που πάλλονται έχουν ισοπεδωθεί. Ο λευκός Οθέλος, διαρκή μετωπικά στησίματα, ακινησία των επί σκηνής ή μικρές κινήσεις κατά μέτωπον ή σε προφίλ, με κεκαμμένους καρπούς, που, αν και αντλημένες από το γιαπονέζικο θέατρο, παραπέμπουν, κάποιες στιγμές, στον δικό μας Καραγκιόζη, κινήσεις που, μαζί με τις επιβεβλημένες από τη σκηνοθεσία μούτες των ηθοποιών, μπορεί και να παράξουν κωμικά αποτελέσματα, ηθοποιοί που απαγορεύεται αυστηρά να αγγιχτούν -έως και ο 
 
στραγγαλισμός της Δισδεμόνας τελείται εξ αποστάσεως-, gesti, σύμβολα, πρόσωπα βαμμένα λευκές μάσκες, ανέκφραστα, καταπνίγουν κάθε συναίσθημα σε ένα έργο πλούσιων συναισθημάτων. Δεν βρήκα τον σκηνοθετικό τρόπο του Ρόμπερτ Γουίλσον αποδοτικό, που κάπου να οδηγεί -να φέρνει από άλλους δρόμους τη συγκίνηση. Αντίθετα τον βρήκα άγονο και ευνουχιστικό. Η παράστασή του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μία σεμί-κοντσερτάντε -ημισυναυλιακή- παρουσίαση του «Οθέλου». Ως προς το μουσικό μέρος, ο
Σταύρος Σούλης διηύθυνε με πυγμή και σθένος αλλά και με εντάσεις που δεν ήταν απαραίτητες -έστω και αν δεν καλύφθηκαν οι φωνές των τραγουδιστών- την ικανοποιητικότατη Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Όπως με επάρκεια απέδωσαν τόσο η Χορωδία της ΕΛΣ υπό τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο όσο και η Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ υπό τη διεύθυνση της Κωνσταντίνας Πιτσιάκου. Οι ερμηνευτές, ακυρωμένοι υποκριτικά, δεν είχαν παρά να βασιστούν στις φωνές τους. Ο τενόρος Δημήτρης Πακσόγλου / Κάσιος, ο τενόρος Γιάννης Καλύβας / Ροδερίκος, ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς / Λουδοβίκος, ο βαρύτονος Μαρίνος Ταρνανάς / Μοντάνος, ο μπάσος Παύλος Σαμψάκης / Κήρυκας κάνουν ό,τι μπορούν, όπως και η σοπράνο Βιολέτα Λούστα, άκρως εντυπωσιακή φιγούρα, η οποία μοιάζει να καλύπτει καλύτερα από όλους τη σκηνοθετική γραμμή. Ισχυρή η φωνή του λετονού τενόρου Αλεξάντερς Αντονένκο (Οθέλος) αλλά το μέταλλό του ηχεί με μία οξύτητα καθόλου ελκυστική -δεν ενθουσιάστηκα Η ρουμάνα σοπράνο Τσέλια Κοστέα έχει φωνητικό μέγεθος αλλά στερείται -και φωνητικά- τη φρεσκάδα
και τη νεανικότητα της Δισδεμόνας. Την παράσταση κλέβει ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος: αν και το μεφιστοφελικό μακιγιάζ με το οποίο τον φόρτωσαν οδηγεί στο γκροτέσκο, είναι ένας εξαίρετος Ιάγος. Μία παράσταση εντυπωσιακή αισθητικά αλλά συναισθηματικά αποξηραμένη. (Φωτογραφίες:  Lucy Jansch).
 
(Χορταστικό και υψηλής ποιότητας το δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά- βιβλίο/πρόγραμμα της παράστασης -Τομέας Δραματολογίας, υπεύθυνος Νίκος Α. Δοντάς-, με πολύ ενδιαφέροντα κείμενα και με μεταφρασμένη συνέντευξη του
Ρόμπερτ Γουίλσον σε γερμανό δημοσιογράφο, πριν από την πρεμιέρα του «Οθέλου» στο Μπάντεν-Μπάντεν, όπου, πολύ αμερικάνικα, συγκρίνει το σκηνοθετικό αποτέλεσμα με ένα «μεγάλο τσίζμπεργκερ»! «Τιμώμενο πρόσωπο» -πολύ καλή η ιδέα που έχει καθιερωθεί να τιμάται στο πρόγραμμα, κάθε φορά, ένας καλλιτέχνης της Λυρικής ο οποίος έχει συνδέσει το όνομά του με τυχόν προηγούμενο ανέβασμα της όπερας από την ΕΛΣ-, ο αρχιμουσικός Ανδρέας Παρίδης που είχε διευθύνει, το 1960, την πρώτη παρουσίαση του «Οθέλου» από την Λυρική. Αλλά επιμένω: πρώτον, θεωρώ παράλογο ένα οκτασέλιδο κείμενο-αφιέρωμα -της Σοφίας Κομποτιάτη, στα όρια της αγιογραφίας, εδώ- να μη συνοδεύεται από φωτογραφία του τιμώμενου. Δεύτερον: όταν παρατίθενται αποσπάσματα κριτικών ή άρθρων δεν επαρκεί η αναφορά του εντύπου στο οποίο έχουν δημοσιευτεί και η ημερομηνία δημοσίευσης. Αυτά τα κείμενα κάποιοι τα έγραψαν -κριτικοί ή δημοσιογράφοι. Δεν είναι δεοντολογικό να αγνοούνται). 
 
Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», συμπαραγωγή: Εθνική Λυρική Σκηνή-Πασχαλινό Φεστιβάλ του Μπάντεν-Μπάντεν, 11 Μαρτίου 2022.