December 31, 2017

Πώς ανακαλύψαμε την Δακία… ή Η Βασίλισσα-κυπαρίσσι


Το Τέταρτο Κουδούνι / 31 Δεκεμβρίου 2017 
Σε festive mood, yet…



«Τα παραμύθια του Χ.Κ. Άντερσεν»: κάτι μεταξύ παράστασης χωρίς δράση και αφήγησης με κίνηση. Ωραία η ιδέα του Γιώργου Νανούρη να δέσει, «πειράζοντάς» τα, επτά κλασικά παραμύθια του Άντερσεν -«Το κοριτσάκι με τα σπίρτα», «Τα κόκκινα παπούτσια», «Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι», «Ο μολυβένιος (που εδώ έγινε ξύλινος) στρατιώτης», «Ο χιονάνθρωπος», «Το έλατο», «Το μαγικό σεντούκι»- σε μια ιστορία με μέση, αρχή και τέλος, γλυκιά και συγκινητική.
Η διασκευή είναι πετυχημένη, ο Γιώργος Νανούρης εκσυγχρονίζει με μέτρο, με λεπτό τρόπο περνάει το θέμα των προσφύγων και των αστέγων -το άστεγο κοριτσάκι με τα σπίρτα, που, στο τέλος, η Νεράιδα της Νύχτας του χαρίζει τα μαγικά κόκκινα παπούτσια και γίνεται μπαλαρίνα, είναι προσφυγάκι- κι η παράσταση που τη σκηνοθεσία της υπογράφει ο ίδιος, με μουσικό χαλί αγαπημένα κομμάτια κλασικής μουσικής, ζωντανά παιγμένα απ’ τους Μουσικούς της Καμεράτας υπό τον Παναγιώτη Βλάχο, είναι ζεστή, στραφταλιστή και με χιούμορ -εγώ, στο Μέγαρο Μουσικής, όπου παίζεται, την είδα στην πρεμιέρα της και σημείωσα κάποιες αμηχανίες και λάθη αλλά πιστεύω ότι θα στρωσε στο μεταξύ.
Η ευαίσθητη αλλά και δυναμική Λένα Παπαληγούρα, έστω κι αν λιγάκι «απαγγέλλει», ο έγκυρος Νίκος Κουρής κι ο λαμπερός
Γιώργος Νανούρης, που με το λευκό σακάκι, το μαύρο πουκάμισο και το λευκό παπιγιονάκι του βρίσκεται στο στοιχείο του -η ευκολία απεύθυνσης στο κοινό κι η αμεσότητα είναι τα μεγάλα του ατού, θυμήθηκα εκείνο το βαριετέ «Μια νύχτα χάρισμά σου», το 2010, στο Θησείο, στο τροχόσπιτο του Φεστιβάλ Αθηνών του Γιώργου Λούκου-, δίνουν τον τόνο. Αλλά η Μαρία Ναυπλιώτου είναι, νομίζω, το άστρον λαμπρόν της παράστασης: υπέρλαμπρη, στα κατάλευκα, ως 


Νεράιδα της Νύχτας που αφηγείται, με λόγο άριστα γειωμένο, «Τα κόκκινα παπούτσια» ψιλοχορεύοντας το καν-καν (!) απ’ τον «Ορφέα στον Άδη» του Όφενμπαχ και, κατόπιν, το βασικό μοτίβο της «Λίμνης των κύκνων» του Τσαϊκόφσκι (όπως μου επεσήμανε η Σοφούλα που μαζί με την Ζωίτσα με συνόδευσαν) και μέσα σε μια υπέροχη κυπαρισσί τουαλέτα -πραγματικό κυπαρίσσι!-, ηγεμονική ως Βασίλισσα Μαρία, με χιούμορ κι αλλάζοντας φωνές, τον «Χιονάνθρωπο» (που -αχ…- τον έλιωσε ο έρωτάς του για μια σόμπα), καταυγάζει την Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης». Ωραίο μεσημέρι -πλημμυρισμένο από κόσμο το θέατρο-, η Ζωίτσα κι η Σοφούλα νομίζω ότι το φχαριστήθηκαν.
Να πάτε τα παιδάκια σας! Έχουν προσθέσει, στις προγραμματισμένες που ξεπούλησαν, άλλη μια παράσταση -την Παρασκευή 5 Ιανουαρίου, στις 14.30. 



Αφού μελέτησε -επισταμένως φαντάζομαι…- «παλαιούς χάρτες σε παλαιότερα μουσεία», βρήκε «τον όρο στην περιοχή» -σιμά, τέλος πάντων…- και βγήκε ο βουλευτής Β΄ Θεσσαλονίκης (ψηφαλάκια μου αγαπημένα…) και μάλιστα του ΣΥΡΙΖΑ, πρώην αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών αλλά και τέως υφυπουργός -μάλιστα!- Εξωτερικών στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ Δημήτρης Μάρδας και τι, λέτε, πρότεινε; Το «συγκεκριμένο κρατίδιο» -ξέρετε εσείς, εδώ, στην Ελλαδάρα, κράτος, ως γνωστόν, μ’ αρχίδια, ποιο εννοεί- να το βαφτίσουμε -μια κι έχουμε με το ζόρι αναλάβει αυτόκλητοι νονοί του- Δακία!!! Ναι, καλέ, Δακία! Δακία!
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… (Επιθεώρησηηηηηη, ΠΟΥ είσαι;).


Πάντα ενεργή η σπουδαία ελλαδίτισσα ηθοποιός Αννίτα Σαντοριναίου που ζει και προσφέρει εδώ και χρόνια πολλά στην Κύπρο -έχουμε μερικές Ηθοποιούς εκεί, που όταν εμφανιστούν εδώ μας αποστομώνουν… Αυτές τις μέρες ετοιμάζεται, με 
συμπρωταγωνιστή τον επίσης καλό Σταύρο Λούρα και με τον Άντονι Παπαμιχαήλ, για τις «Καρέκλες» του Ιονέσκο, έργο πια κλασικό, εμβληματικό του Θεάτρου του Παραλόγου, που ανεβάζει ο σύντροφός της στη ζωή, επίσης ηθοποιός αλλά και σκηνοθέτης, Γιώργος Μουαΐμης -ο οποίος υπογράφει και τη διασκευή/ελεύθερη απόδοση. Τα σκηνικά και τα κοστούμια, του Στέλιου Στυλιανού, η μουσική του Δημήτρη Ζαχαρίου, οι στίχοι του Σταύρου Σταύρου, η χορογραφία/κίνηση της Μαριάννας Μουαΐμη.
Στις 12 Ιανουαρίου, στο θέατρο «Δέντρο» της Λευκωσίας.




Ότι τα -αμερικάνικα- Βραβεία Πούλιτσερ φέρουν ένα βάρος ειν’ αλήθεια -παράδοση 100 χρόνων, απ’ το 1917. Αλλά για τα αμερικάνικα μέτρα… Το Πούλιτσερ για θεατρικό έργο -τουλάχιστον-, ειδικά τα τελευταία χρόνια, έχει ξεφτίσει, δεν ταυτίζεται, πάντα, με πραγματικά σημαντικά έργα -συνήθως τα βραβευόμενα είναι, απλώς, «έργα καλοφτιαγμένα».

Ο «Αύγουστος» του Τρέισι Λετς -Βραβείο Πούλιτσερ για Θεατρικό Έργο 2008- είναι μια πλούσια, χορταστική σάγκα, «καλοφτιαγμένο έργο», που λέγαμε, πολυπρόσωπο, με δράση, με εκπλήξεις αλλά μέχρις εκεί. Η αίσθησή την οποία μου άφησε το έργο που ’δα φέτος στο «Χορν» ήταν ότι καμώνεται το ουσιαστικό -δεν είναι. Είναι φτιαγμένο πάνω στη συνταγή ν’ αρέσει στο ευρύ κοινό, για να παίζεται μήνες ή και χρόνια στο Μπρόντγουέι -όπως κι έγινε-, και, κατόπιν, να γίνει ταινία με σταρ -όπως κι έγινε.

Αντλώντας απ’ τον Ο’ Νιλ, τον Γουίλιαμς, τον Άλμπι… -η Βάιολετ, η δηλητηριώδης μάνα της οικογένειας του έργου, είναι τόσο Μέρι Τάιρον απ’ το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα», όσο και Αμάντα Γουίνκφιλντ του «Γυάλινου κόσμου», όσο και Μάρθα του «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ»-, ο Λετς μοιάζει να ’χει δημιουργήσει ένα θεατρικό έργο-υβρίδιο. Καλές οι επιμειξίες αλλά ο συγγραφέας παραφορτώνει το κείμενό του. Κι όταν, στην τρίτη πράξη, μπαίνει στη μέση και το θέμα «αιμομιξία ανάμεσα σ’ αδέρφια που δεν το ’ξεραν ότι είναι αδέρφια», ε, τότε καταλήγει σε μελό, στιλ «Αι δύο ορφαναί», κι εγώ έχασα πάσα ιδέα- δεν έχω δει την ταινία. Και, όχι, δε θα πάρω…
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης έχει κάνει -πάνω σε μια πασιφανώς εξαιρετική μεταφραστική δουλειά του Μανώλη Δούνια- 
μια προσεγμένη σκηνοθεσία. Αλλά για ζέστη αυγουστιάτικη αποπνικτική άκουγα και ζέστη δεν ένοιωσα. Δεν εννοώ ν’ άναβαν τα καλοριφέρ και να ιδρώναμε αλλά να νοιώσω ότι οι ήρωες ένοιωθαν την, περί ης ο λόγος, αφόρητη ζέστη δεν το ’νοιωσα -είναι πολύ λεπτές αποχρώσεις αυτές κι ο Λευτέρης Βογιατζής δεν είναι πια μαζί μας για να τις ψάξει και να τις βρει…
Υποστηριγμένη από καλή, στο σύνολό της, διανομή, η παράσταση δίνει στην Θέμιδα Μπαζάκα το προβάδισμα για μια εντυπωσιακή ερμηνεία σ’ έναν, βέβαια, ιδιαίτερα αβανταδόρικο ρόλο -εξαιρετική. Απλώς σκεφτόμουν: ο/η εξαρτημένος/η από χάπια παραπατάει σαν μεθυσμένος; Υποθέτω ότι θα το ’ψαξαν. Ομολογώ, πάντως, πως την Μαρία Πρωτόπαπα είδα να κάνει την πιο ουσιαστική ερμηνεία -κάθε φορά και καλύτερη, ηθοποιός με φόντα!


Όταν είσαι κριτικός (θεάτρου γα παράδειγμα), αν, σε -θετική- κριτική σου για παράσταση, θέτεις στο κείμενό σου τους συναδέλφους σου κριτικούς, που ήταν αρνητικοί για την ίδια παράσταση, εντός εισαγωγικών -«κριτικοί»- και, αναφερόμενος σ’ αυτά που ’γραψαν εκείνοι, πριν από σένα, γράφεις ότι «τέτοιες παρατηρήσεις […] έρχονται από την ‘προϊστορία’ της Κριτικής», τότε, δεν είσαι μόνον αντισυναδελφικός, αντιδεοντολογικός και αγενής. Φανερώνεις απροκάλυπτα και μια Έπαρση. Που πρέπει να την προσέξεις. Κρίμα τις επιστημονικές περγαμηνές… (Αναγκαία διευκρίνιση: δε συγκαταλέγομαι στους συναδέλφους του ως άνω κριτικού θεάτρου ώστε να θίγομαι άμεσα και τη γνώμη μου για τη συγκεκριμένη παράσταση την έγραψα ΜΕΤΑ την κριτική του).



Εξαιρετική η εικόνα -το ανέφερα στο περασμένο, «Τέταρτο Κουδούνι», στις 24 Δεκεμβρίου- της -πρόσφατα αναβαθμισμένης- ηλεκτρονικής σελίδας του Εθνικού Θεάτρου. Αλλά τo Ψηφιοποιημένο Αρχείο που περιλαμβάνεται στη σελίδα -ιστορία 85 χρόνων ειν’ αυτή…- έχει προβλήματα -ελλείψεις.
Σποραδικά το ’χα διαπιστώσει και παλιότερα αλλά τώρα το συνειδητοποίησα ακριβώς. Μπαίνω, τυχαία, να ψάξω για τις συνεργασίες του σκηνοθέτη Δημήτρη Μαυρίκιου με το Εθνικό. Είναι, προς το παρόν, έξι. Υπάρχουν ψηφιοποιημένα το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», υπάρχει η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, υπάρχει το «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» και… τέρμα. Δεν υπάρχει ο «Ερίκος Δ΄» του Πιραντέλο, δεν υπάρχει η «Ανδρομάχη» του Ρακίνα, δεν υπάρχει η «Φρεναπάτη». Τρεις απ’ 


τις έξι παραστάσεις του στο Εθνικό, εξαφανισμένες. Και, μάλιστα, οι νεότερες.
Υπεισέρχομαι στα… ενδότερα του Αρχείου και διαβάζω: «Το Ψηφιοποιημένο Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου περιλαμβάνει τις συλλογές του ΕΘ, από το 1932 έως το 2005». Δηλαδή; Δεν έχω καταλάβει. Απ’ το 2005 έως το 2017; Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια λείπουν; Γιατί; Το αρχείο δεν έχει συμπληρωθεί ακόμα; Είναι σε στάδιο ενημέρωσης; Η ενημέρωση έχει σταματήσει; Αν ναι, θα ’πρεπε, όμως, αυτό ν’ αναφέρεται, έτσι;
Πάντως, το θέμα, έτσι ή αλλιώς, είναι πολύ σοβαρό και νομίζω ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί. Σύντομα. Διότι ο χρόνος περνάει κι οι παραστάσεις σωρεύονται.


Πολλοί σοκαρίστηκαν στην «Αντιγόνη-Lonely Planet» της Λένας Κιτσοπούλου, στην «Στέγη», με την περιγραφή απ’ την Σοφία Κόκκαλη -εκ των σκιέρ-Χορού της παράστασης, πριν γίνει Αντιγόνη-, μιας έκτρωσης που η σκιέρ έκανε, λέει, στο παρελθόν, ιδίοις χερσί, με το μπαστούνι του σκι. Στο οποίο, μετά την περιγραφή, μας παρουσιάζει καρφωμένο ένα κομμάτι συκώτι -το, α λα Κιτσοπούλου, έμβρυο της έκτρωσης.
Καλά, ψυχραιμία, μην κάνετε έτσι. Έχει προηγηθεί ο Φραντς Σάβερ Κρετς -χρόοονια πριν, γερμανική πρωτοπορία του ’70. Στο μονόπρακτο του οποίου «Κατ’ οίκον εργασία» (1971, κοντά πενήντα χρόνια πριν) η ηρωίδα του κάνει ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ έκτρωση -ναι!- με βελόνα του πλεξίματος.
Το μονόπρακτο είδαμε ΚΑΙ στην Αθήνα, τη σεζόν 1982/1983, στο «Πορεία», όταν το ανέβασε, ως δίπτυχο με το άλλο μονόπρακτο του Κρετς «Άνω Αυστρία», πρωτοπαρουσιάζοντας, αν δεν κάνω λάθος, το συγγραφέα στην Ελλάδα, ο Λεωνίδας Τριβιζάς, με το «Λαϊκό Πειραματικό Θέατρό» του -η Γκέλυ Μαυροπούλου έπαιζε τον συγκεκριμένο ρόλο. Και το ξανάδαμε στην «Στοά» -στη Σκηνή «Στοά 2» που ’χε τότε δημιουργήσει ο Θανάσης Παπαγεωργίου-, τη σεζόν 1994/1995, και πάλι μαζί με το «Άνω Αυστρία» και υπό τον κοινό τίτλο «Όλα θα πάνε καλά», σε σκηνοθεσία Γιάννη Αναστασάκη, με την Μαρία Τσιμά. Δε θυμάμαι ούτε βρήκα αν ανέβηκε ξανά. Θυμάμαι, όμως, πως και στις δυο περιπτώσεις είχαν σημειωθεί αντιδράσεις απ’ τους θεατές και λιποθυμίες (Φωτογραφία: Σταύρος Χαμπάκης).


«Είμαστε αλάνια» οργανωμένο απ’ τον Σύλλογο των Φίλων της Μουσικής στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Μαριώ-«Το ρεμπέτικο ‘αλλιώς’!» στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης... Μεσ στα κέφια τα δυο Μέγαρα! Ε, λοιπόν, ήγγικεν το πλήρωμα του χρόνου ώστε το ιστορικόν, δια χειρός Γεωργίου Παυριανού στιχουργηθέν, «Εγώ δεν πάω Μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο» να βρει τη δικαίωσή του μετεξελισσόμενο σε «Εγώ θα πάω Μέγαρο, παρέα με τον παίδαρο»… Προσεχώς, συν πιάτα και γαρύφαλλα, υποθέτω.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…


Καλή μας χρονιά!

December 30, 2017

Ο Δημήτρης Μαυρίκιος επανέρχεται στο Εθνικό με Πιραντέλο: «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε»


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση 


Ο Δημήτρης Μαυρίκιος, την επόμενη χειμερινή περίοδο 2018/2019, επανέρχεται, μετά από απουσία επτά χρόνων, στο Εθνικό Θέατρο με το οποίο τον συνδέουν οι περισσότερες παραστάσεις που χει σκηνοθετήσει στην πορεία του, τις περισσότερες με μεγάλη επιτυχία: θ’ ανεβάσει, σε μετάφραση / διασκευή του, το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», τρίτο έργο του Λουίτζι Πιραντέλο, που σκηνοθετεί, και τέταρτη σκηνοθεσία του σ έργο του ιταλού νομπελίστα (Νομπέλ Λογοτεχνίας 1934).
Στο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» ένας θίασος, μ’ επικεφαλής το διευθυντή/σκηνοθέτη του, προσπαθεί να κατασκευάσει θεατρικό έργο μ’ αφετηρία μια νουβέλα -τη νουβέλα του ίδιου του Πιραντέλο «Λεονόρα, αντίο!» (1910). Ο σκηνοθέτης θέλει να υποτάξει ιστορία, πρόσωπα και ηθοποιούς στις δικές του αντιλήψεις για το θέατρο, σε φόρμες και σε εφέ. Αλλά οι ηθοποιοί ντύνονται τόσο πολύ τους ρόλους τους κι οι ρόλοι μπαίνουν τόσο πολύ μέσα τους, που, στο τέλος, αγανακτισμένοι απ’ τις παρεμβάσεις του σκηνοθέτη, τον πετούν έξω απ’ το θέατρο και μένουν πια μόνοι, να ζήσουν τους ρόλους τους -ταυτίζονται με τα πρόσωπα της ιστορίας, μιας ιστορίας τρομερής ζήλειας.

Το έργο γράφτηκε κατά τη διάρκεια της παραμονής του Πιραντέλο στο Βερολίνο, μεταξύ 1928 και 1929, κι εκφράζει την αντίδρασή του στις αυθαιρεσίες των παντοδύναμων σκηνοθετών της εποχής -Ράινχαρντ, Πισκάτορ…- οι οποίοι άφηναν τη φαντασία τους να οργιάζει εις βάρος του συγγραφέα που ανέβαζαν. Το γερμανικό όνομα - Δρ Χίνκφους- του Σκηνοθέτη στο έργο δεν είναι τυχαίο…
Ο Πιραντέλο και πάλι εδώ καταπιάνεται με τις σχέσεις ζωής και τέχνης -απ’ τα θέματα που πολύ τον απασχόλησαν- και το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» θεωρείται το τρίτο έργο μιας άτυπης τριλογίας θεάτρου εν θεάτρω που τα προηγούμενα έργα της είναι το «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» (1921) και το «Ο καθένας με τον τρόπο του» (1924).
Το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» έκανε την πρεμιέρα του τον Ιανουάριο του 1930, μεταφρασμένο στα γερμανικά, στο Κόνιχσμπεργκ της Γερμανίας -σημερινό ροσικό Καλίνινγκραντ. Η ιταλική πρεμιέρα του, στο πρωτότυπο, δόθηκε στο Τορίνο, τον Μάρτιο της ίδια χρονιάς.
Στην Ελλάδα πρωτοανέβηκε καθυστερημένα: τη σεζόν 1961/1962, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυράτ που κρατούσε και το ρόλο του Διευθυντή του Θεάτρου (Σκηνοθέτη). Με την παράσταση αυτή - ο Μυράτ έδινε τον τίτλο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε. Πάνω σ’ ένα θέμα του Πιραντέλλο», υπογράφοντας την «επίβλεψη» κι όχι τη σκηνοθεσία της παράστασης- που είχε τόσο μεγάλη επιτυχία ώστε να κρατήσει ολόκληρη σεζόν, γεγονός για την εποχή εκείνη, εγκαινίασε ο θίασος Δημήτρη Μυράτ με την Βούλα Ζουμπουλάκη την εγκατάστασή του στο θέατρο «Αθηνών», η οποία κράτησε 30 περίπου χρόνια, μέχρι το θάνατο του Μυράτ.
Το έργο, έκτοτε, ανέβηκε μερικές φορές, με πιο πρόσφατο το φετινό του ανέβασμα απ’ το θιάσο «Θεατρίνων Θεατές», σε σκηνοθεσία Γιώργου Λιβανού, στο «Studio Κυψέλης».
Ο Δημήτρης Μαυρίκιος, παρά τις λίγες παραστάσεις που επιλεκτικά έχει σκηνοθετήσει, έχει συνδεθεί ιδιαίτερα με τον Πιραντέλο καθώς έχει ανεβάσει δυο έργα του -το ένα μάλιστα δυο φορές: το 1986/1987 -η πρώτη του σκηνοθεσία σε θέατρο πρόζας-, στην Θεσσαλονίκη, στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, για το ΚΘΒΕ, το «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» με, μεταξύ άλλων, Δημήτρη Καρέλλη, Εύα Κοταμανίδου, Λίνα Λαμπράκη, Νίκο Σεργιανόπουλο, Καλή Καλό (φωτογραφία: Βασίλης Μποζίκης). Η παράσταση παίχτηκε και στην Αθήνα, στο Εθνικό Θέατρο, για να επαναληφθεί στο ΚΘΒΕ την επόμενη σεζόν 1987/1988.
Το 2002/2003 ανέβασε το ίδιο έργο, με Λάζαρο Γεωργακόπουλο, Λυδία Φωτοπούλου, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Γιάννη Κότσιφα, Κώστα Ζαχαράκη, ανάμεσα σ’ άλλους, στη διανομή, για το Εθνικό Θέατρο πια, στην, τότε, Νέα Σκηνή του. 
Το καλοκαίρι του 2006 επανήλθε στο Εθνικό, στην Σκηνή «Κοτοπούλη» του «Rex», για να υπογράψει, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, ως work in progress, τον «Ερίκο Δ΄», με τον Νίκο Καραθάνο στον επώνυμο ρόλο, παράσταση που, στη συνέχεια, παίχτηκε ολοκληρωμένη στην ίδια Σκηνή, τη σεζόν 2006/2007.
Το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» θα ’ναι η έβδομη συνεργασία του με το Εθνικό Θέατρο. Έχουν προηγηθεί, πλην των δυο Πιραντέλο, «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» (Κεντρική Σκηνή, 1988/1989), «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή στην Επίδαυρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ (1998), «Ανδρομάχη» του Ρακίνα, επίσης στην Επίδαυρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ (2007), με πιο πρόσφατη την «Φρεναπάτη» του Κορνέιγ (Κεντρική Σκηνή, 2010/2011). Έκτοτε μεσολάβησε, το 2013, η τραυματική εμπειρία του σκηνοθέτη, όταν ναυάγησε, λόγω των παλινωδιών του τότε καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Σωτήρη Χατζάκη, το σχέδιο που ο ίδιος του πρότεινε, ν’ ανεβάσει την «Θεία κωμωδία» του Ντάντε σε τρεις παραστάσεις, μια για το κάθε μέρος («Κόλαση», «Καθαρτήριο», «Παράδεισος»), σε τρεις συνεχόμενες σεζόν (2013/2014, 2014/2015, 2015 /2016).
Ο Δημήτρης Μαυρίκιος έχει να παρουσιάσει δουλειά του απ’ το καλοκαίρι του 2015, όταν ανέβασε στην «Πειραιώς 260», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, συμπληρωμένη, την παράσταση που ’χε σκηνοθετήσει στο προηγούμενο Φεστιβάλ -του 2014- «Πάπισσα Ιωάννα-Αναζητώντας την ηρωίδα του Ροΐδη», πάνω σε κείμενα που ’χε επιλέξει αλλά και σε γραμμένα απ’ τον ίδιο.
Οι συζητήσεις του σκηνοθέτη του «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» για τους συντελεστές και τη διανομή της παράστασης η οποία θ’ ανεβεί, το φθινόπωρο, στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού, βρίσκονται σ’ εξέλιξη.

December 29, 2017

Tip: «The Song of Roland: The Arabic Version»


Ο Ρολάνδος και πώς να τον ανατρέψετε «ύπουλα» 

Και πάλι η «Στέγη» τόλμησε: οργανώνει αφιέρωμα στον Ουάελ Σόκι, τον αιγύπτιο -αλεξανδρινό-, διεθνούς εμβέλειας εικαστικό καλλιτέχνη που πειραματίζεται, μέσα από διαφορετικά μέσα, όπως ο κινηματογράφος ή η περφόρμανς, πάνω σε αφηγήσεις για τον αραβικό κόσμο επαναδιατυπώνοντάς τες και αναπλάθοντάς τες με την επιδίωξη να ροκανίσει και να ανατρέψει τα στερεότυπα που έχουν περάσει ως αλήθειες σ’ εμάς τους Δυτικούς. Στο πλαίσιο του αφιερώματος παρουσιάζεται στην «Στέγη» το «The Song of Roland: The Arabic Version». Ήτοι το μεσαιωνικό (11ος αιώνας) γαλικό -σε αρχαία γαλικά- έπος «Το άσμα του Ρολάνδου», αγνώστου δημιουργού -πιθανολογείται ο Τουρόλντ που αναφέρεται στο τέλος του ποιήματος-, το οποίο μεταπλάθει τη μάχη του Ρονσιβάλ (778), μία αψιμαχία της οπισθοφυλακής του στρατού του βασιλιά των Φράγκων και κατοπινού πρώτου αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Καρλομάγνου με Βάσκους σε επική σύγκρουση με υπεράριθμους Σαρακηνούς και με επικεφαλής του χριστιανικού στρατού τον Ρολάνδο, ανιψιό του βασιλιά. Αυτό, το αρχαιότερο σωζόμενο μείζον έργο της γαλικής λογοτεχνίας -εξαιρετικά δημοφιλές την εποχή των Σταυροφοριών, καθώς τόνωνε, προφανώς, το ηθικό και τη μαχητικότητα των Σταυροφόρων- με τους 4000 στίχους στη θεωρούμενη πιο αξιόπιστη από τις σωζόμενες εκδοχές του, μεταφρασμένο στα αραβικά, συμπυκνώθηκε από τον Ουάελ Σόκι, σε μία σφιχτά


δεμένη 60λεπτη, αδόμενη από τέσσερις σολίστες, αφήγηση συνοδευόμενους από δεκατρείς ακόμη άντρες μουσικούς -μία ραψώδηση πάνω στα χνάρια της μουσικής φιτζέρι που έχει τις ρίζες της, αιώνες πριν, ίσως και την εποχή του «Άσματος», στον Περσικό Κόλπο. Η εύφορη, «αθώα» ραψώδηση του έπους αυτού της Χριστιανοσύνης -το οποίο ανυμνεί τον Καρλομάγνο και τον Ρολάνδο και αναφέρεται διαρκώς σε «άπιστους» μουσουλμάνους- στα κλασικά αραβικά, από χαμογελαστά χείλη Αράβων που ένας-δύο, κάποιες στιγμές, σηκώνονται και χορεύουν, ειρωνικά, «ύπουλα» ανατρέπει τις κοινές δυτικές δοξασίες με τρόπο λεπτό αλλά αποφασιστικό: εδώ έγκειται και η τόλμη του εγχειρήματος. Παράλληλα, οι εξαιρετικοί ρυθμοί που υπαγορεύουν τα κρουστά και τα χέρια των μουσικών που κροτούν, συνδυασμένα με το σκηνικό που υπογράφει ο ίδιος ο Ουάελ Σόκι -κάτι μεταξύ 
ταπισερί, μωσαϊκού και πριμιτιβιστικής νωπογραφίας- και που απεικονίζει, μικρογραφικά, το Χαλέπι, την Βαγδάτη και την Κωνσταντινούπολη της εποχής και με τους φωτισμούς, παράγουν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον οπτικοακουστικό σκηνικό αποτέλεσμα που αξίζει τον κόπο να το δείτε και να το ακούσετε.

December 24, 2017

Μπλέξαμε Γιαπονέζους και Κινέζους μας…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 24 Δεκεμβρίου 2017 
Σε festive mood…

Ο τίτλος από ελληνικό περιοδικό: «Shopping σε festive mood στο νέο gourmet spot» (Τρεις οι ελληνικές -οι εντελώς απαραίτητες- επί, συνολικώς, οκτώ λέξεων). Και στο κειμενάκι: high class χώρος, το νέο εντυπωσιακό deli spot, artisanal παραγωγής, focus στη βιτρίνα, στο βάθος highlight…
Καλέεεεε;;!!! Ή, έστω, για να γίνομαι αντιληπτός, OMG!
All the world’s a stage… (Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…).


Η εκτίμησή μου για το θέατρο «Πορεία», την εταιρία θεάτρου «Δόλιχος» που στεγάζεται εκεί και που το 2018 κλείνει τα είκοσι χρόνια της, τον Δημήτρη Τάρλοου (φωτογραφία:  Νίκος Τσίρος / Studio ΔΟΛ) - που τη δημιούργησε κι αγόρασε, στη συνέχεια, το «Πορεία» για να το διαμορφώσει σ’ ένα πανέμορφο, λειτουργικότατο θέατρο- και τους συνεργάτες του είναι δεδομένη. Απ’ αρχής. Για τη συνέπεια στο ρεπερτόριο -αδιάφορο αν κάποια παράστασή τους μου αρέσει ή αν κάποια δε μου αρέσει-, για τους εκλεκτούς που το «Πορεία» καλεί να συνεργαστούν μαζί του, για την οργάνωσή του μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, για την εξυπνάδα αλλά και το μέτρο στην προώθηση της δουλειάς του, για την άψογη ενημέρωση και τις δημόσιες σχέσεις του, για τα δελτία Τύπου, για τη διαρκή ετοιμότητα στις απαιτήσεις των καιρών και τη μηδέποτε επανάπαυσή του, για τα εξαίρετα, τεκμηριωμένα, καλαίσθητα έντυπα προγράμματά του, για τις σχέσεις της εργοδοσίας με τους ανθρώπους που εργάζονται εκεί - καλλιτέχνες και προσωπικό- και για την απόλυτη, απ’ όσα μαθαίνω, τυπικότητα στις υποχρεώσεις της και μάλιστα σε καιρούς που η δουλειά στο θέατρο, επί σκηνής ή περί την σκηνή, έχει καταντήσει χόμπι -ναι, ο Τάρλοου διαθέτει οικονομική άνεση αλλά ξέρω κι άλλους εργοδότες που, επίσης, διαθέτουν...-, για την ποιότητα των υπηρεσιών που το «Πορεία» προσφέρει στους θεατές του...
Τα τελευταία που έχουν προστεθεί κι αυξάνουν την εκτίμησή μου: οι αγγλικοί υπέρτιτλοι που ξεκίνησαν, απ’ την «Αγριόπαπια» (φωτογραφία: Βάσια Αναγνωστοπούλου) που χει ανεβάσει φέτος, εκεί, ο Δημήτρης Τάρλοου, να συνοδεύουν τις παραστάσεις του κάθε Πέμπτη -βλέμμα διορατικό για το μέλλον και για το θέατρό μας που θα πρέπει να πάψει ν απευθύνεται αποκλειστικά στο ελληνικό κοινό αλλά να ξανοιχτεί και στους ξένους επισκέπτες μας- και η ιστοσελίδα του «Πορεία». Τη γνώριζα, δεν είναι καινούργια, αλλά, τυχαία, ενώ έψαχνα κάτι για μια παλαιότερη παράσταση του Λεωνίδα Τριβιζά, οδηγήθηκα εκεί: υπάρχει έως και «σύντομη ιστορική αναδρομή» για το θέατρο -που ο Δημήτρης Τάρλοου κράτησε το αρχικό όνομά του-, από κτήσεώς του κι όχι μόνο αφότου ο «Δόλιχος» εγκαταστάθηκε εκεί, όπου δεν έχουν ξεχάσει ούτε τον Αλέξη Δαμιανό που δημιούργησε το «Πορεία» το 1960, ούτε το «Studio» του Σωκράτη Καψάσκη που στεγάστηκε, κατόπιν, εκεί και στέγασε τα κινηματογραφικά μας όνειρα, ούτε τον Λεωνίδα Τριβιζά που το επανέφερε, για χάρη του «Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου» του, στη θεατρική χρήση του, ούτε τον Βασίλη Παπαβασιλείου που πέρασε, στη συνέχεια, από ’κει με την «Εποχή» του... Αυτός ο σεβασμός στο παρελθόν με συγκίνησε και με ώθησε να ψάξω καλύτερα την ιστοσελίδα του «Πορεία»
-«Πορεία at Victoria», όπως, πια, έχει μετονομαστεί το θέατρο, δίνοντας το τοπογραφικό του στίγμα (κοντά στην πλατεία Βικτωρίας) αλλά και προσφυώς παίζοντας με το @victoria. Και ανακάλυψα την καλύτερη και πληρέστερη ιστοσελίδα ελληνικού θεάτρου -αν όχι καλύτερη και πιο λειτουργική, τουλάχιστον ισάξια με την εντυπωσιακά αναβαθμισμένη του Εθνικού Θεάτρου: εξαιρετικά καλαίσθητα σχεδιασμένη κι όσο δεν πάει ενημερωμένη. Μπράβο σ’ αυτούς που τη σχεδίασαν και σ’ αυτούς που την ενημερώνουν. Απολαύστε την!



Όταν ήμουνα μικρός μπέρδευα τους Κινέζους με τους Γιαπονέζους. Να μη σας πω ότι ακόμα το παθαίνω καμιά φορά… Νομίζω το ίδιο έπαθε κι ο -εγνωσμένου μεγέθους ηθοποιός- Ακύλλας Καραζήσης αναλαμβάνοντας να σκηνοθετήσει τον «Μικάδο», την κωμική όπερα (όπερα;) των Γκίλμπερτ και Σάλιβαν στην «Εναλλακτική Σκηνή» της Λυρικής -συμπαραγωγή με την Ομάδα Μουσικού Θεάτρου «Ραφή». Η, όντως, very british, όπως γράφει στο πρόγραμμα ο μουσικολόγος Νίκος Δοντάς, ζαπονέ ματιά (και μάλιστα στην καρδιά -1885- του αποικιοκρατικoύ British Empire) του συνθέτη Άρθουρ Σάλιβαν και του λιμπρετίστα Ουίλιαμ Σουένκ Γκίλμπερτ πάνω στη -μακρινή τότε κι εξωτική ακόμα- Ιαπονία οδήγησε το σκηνοθέτη σε συνειρμούς και αντιστοιχίες με την Κίνα του Μάο.
Αλλά η αμηχανία του σ’ ένα είδος που ο ίδιος ομολογεί ότι δε γνωρίζει -τι να σου κάνει το (ομολογουμένως αριστουργηματικό, ψάξτε το) «Topsy-Turvy» (ο ανούσιος ελληνικός τίτλος της που, πιθανόν, αυτός οδήγησε την ταινία στα άπατα, όταν προβλήθηκε..: «Η παράσταση μιας ζωής») του Μάικ Λι;- είναι εμφανής στο πρώτο μέρος. Στο δεύτερο, όμως, η σκηνοθεσία αποκτά αυτοπεποίθηση -με την κακή έννοια- και με την είσοδο του Μικάδου η παράσταση εκτροχιάζεται και μετατρέπεται σε ολίγον από drag show, με τον Μικάδο -ο εξαίρετος μπάσος Μάριος Σαραντίδης- να ’χει οδηγηθεί να χορεύει τη βασική του άρια/τραγούδι «Ένας πιο ανθρώπινος Μικάδος» (που μου θύμισε το «Τοφ-τοφ» του Ζαχαρούλη, απ’ την πρώτη πράξη του «Βαπτιστικού» του δικού μας Σακελλαρίδη…) με γκραντ ζετέ, ανεμίζοντας μια κόκκινη βεντάλια α λα Κάρμεν και να παίζει όλο 
το ρόλο με διαρκείς πόζες. Αν προσθέσω την ξέφραγη, χύμα κινητικότητα και την, επίσης, ξέφραγη, χύμα εκφραστικότητα, με τις διαρκείς μούτες, α λα οπερέτα της Λυρικής του ’60 - ’70, του -επίσης πολύ καλού τενόρου- Δημήτρη Ναλμπάντη, βρήκα το θέαμα απογοητευτικό -των κοστουμιών της Αλεξίας Θεοδωράκη συμπεριλαμβανομένων, παρά τις ευπρόσδεκτες πινελιές σε κόκκινο.
Όχι, όμως, και το ακρόαμα. Παρά την ενορχηστρωτική «σμίκρυνση» απ’ τον Μιχάλη Παπαπέτρου που ’χει και τη μουσική διεύθυνση, η παράσταση διαθέτει καλές φωνές -ίσως, βέβαια, πιο οπερατικές απ’ όσο χρειάζεται το είδος. Γι αυτό και την παράσταση κλέβει, κατά τη γνώμη μου, ο νεαρός Θάνος Λέκκας ο οποίος δεν είναι λυρικός καλλιτέχνης αλλά ηθοποιός που ξέρει να τραγουδήσει σωστά: χαριτωμένος, ανάλαφρος, ευκίνητος, με χιούμορ αλλά και μέτρο, με φυσική φωνή κι όχι ποσταρισμένη. Να επισημάνω, επίσης, την παρουσία της παλαιάς των ημερών αλλά ανθεκτικής Λυδίας Αγγελοπούλου που ναι απ’ τους λίγους της Λυρικής που ξέρουν να πατούν το σανίδι και που το σώμα της ξέρει ν’ ακολουθεί τη μουσική.
Πάντως, κρίμα γιατί ήταν η πρώτη φορά που η Λυρική παρουσίαζε Γκίλμπερτ και Σάλιβαν -κι έχω την εντύπωση πως είναι κι η πρώτη φορά, γενικώς, που το δίδυμο των δεκατεσσάρων οπερών (οπερών;) παρουσιάζεται στην Ελλάδα, με την εξαίρεση κάποιων ερασιτεχνικών/κολεγιακών παραστάσεων. Καλύτερα δε θα ’ταν να δούμε πρώτα μια «νορμάλ» εκδοχή Γκίλμπερτ και Σάλιβαν πριν προχωρήσουμε στη μαοϊκή εκδοχή; (Φωτογραφίες: Δημήτρης Σακαλάκης).



Στο 7ο Ιβηροαμερικανικό Φεστιβάλ Θεατρικών Αναλογίων θα ’ναι αφιερωμένες οι τέσσερις Τρίτες του προσεχούς Φεβρουαρίου στο θέατρο «Σταθμός» -πάντα υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου «Θερβάντες». Το ιδιαίτερο του φετινού Φεστιβάλ: τα έργα των ισπανόφωνων θεατρικών συγγραφέων θα σκηνοθετήσουν έλληνες θεατρικοί συγγραφείς. Σ’ όλα τη μετάφραση υπογράφει η ανεπίσημη πρέσβειρα του ισπανόφωνου θεάτρου στην Αθήνα Μαρία Χατζηεμμανουήλ.
Ο Ευδόκιμος Τσολακίδης θα σκηνοθετήσει το «Βεντακεμάδα» του Ισπανού συγγραφέα Πάκο Μπεθέρα. Στο έργο κυριαρχεί ένα τεράστιο σπίτι που δεν επιτρέπεται η πρόσβαση σ’ όλα τα δωμάτιά του και ήρωές του είναι ένας γέρος ταριχευτής, η ανάπηρη γειτόνισσά του, ένας νεαρός φορτηγατζής και μια λιγομίλητη κοπέλα μέσα απ’ την οποία ερχόμαστε σε επαφή με την πραγματική ιστορία που κρύβει η 
Βεντακεμάδα, το χωριό το βουτηγμένο στη λήθη και τη μοναξιά. Η κοπέλα που φτάνει στη Βεντακεμάδα δε μιλάει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια εναλλαγή μονολόγων που θα ’χαν προφανή νατουραλισμό, αν δεν υπήρχε η συμβολική και ανησυχητική παρουσία της κοπέλας στην οποία απευθύνονται όλοι οι μονόλογοι των άλλων προσώπων, χωρίς εκείνη να αρθρώνει ποτέ λέξη, ενώ ο κείμενο δε διαθέτει σκηνικές οδηγίες. Το έργο πραγματεύεται την αιμομιξία, το μίσος, το πάθος, το πεπρωμένο, τη μοναξιά, το θάνατο και θέτει υπό αμφισβήτηση, μέσα απ’ την φόρμα στην οποία είναι γραμμένο, την επικοινωνιακή ικανότητα του ανθρώπου, όταν οι λέξεις δεν είναι αρκετές για να ειπωθεί το ανείπωτο (Τρίτη 6 Φεβρουαρίου).
Η Πένυ Φυλακτάκη έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία στο «Fascination» της Καταλανής Ελένα Τορνέρο. Στο «Fascination» όλοι δουλεύουν όλη μέρα -μια δουλειά αγχωτική, δεσμευτική, παρεξηγημένη. Αλλά για τρία βράδια τη βδομάδα συναντιούνται εκεί και χορεύουν: τσα τσα, ρούμπα, βαλς, μπολέρο, πασοντόμπλε, φόξτροτ, τάνγκο, σάλσα, σουίνγκ, μάμπο… Η 
εταιρεία πληρώνει για όλους τα μαθήματα χορού. Γιατί η εταιρεία τους αγαπάει. Η  εταιρεία είναι σα μια μεγάλη οικογένεια. Κι οι οικογένειες κάνουν τα πάντα για να παραμείνουν ενωμένες. Τίποτα δεν μπορεί να διαταράξει την οικογενειακή αρμονία… (Τρίτη 13 Φεβρουαρίου).
Τη σκηνοθεσία στο έργο του επίσης Καταλανού Εστέβα Σολέρ «Κόντρα στην ελευθερία» έχει αναλάβει ο Ανδρέας Φλουράκης. Ο Σολέρ με το έργο αυτό αρχίζει τη νέα του τριλογία με τον τίτλο «Τριλογία της Επανάστασης» που θα περιλαμβάνει, επίσης, τα έργα «Κόντρα στην Ισότητα» και «Κόντρα στην Αδελφότητα» (Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα: οι τρεις πυλώνες της Γαλλικής Επανάστασης του 1789). Στο «Κόντρα στην Ελευθερία», σ’ επτά 
μονόπρακτα, όπως συνηθίζει, ο Σολέρ καταπιάνεται, με τον δικό του ανατρεπτικό τρόπο, με θέματα όπως η προσφυγική κρίση, η κρίση στον γάμο, η διαστροφή της ανάγνωσης, η παιδοφιλία, η κοινωνική κρίση την οποία προκάλεσε η αντίστοιχη οικονομική των τελευταίων χρόνων, η «ζωή» στο φέισμπουκ κι η γνωστή -γυναικεία κυρίως- ατάκα «δεν έχω τίποτα να φορέσω» (Τρίτη, 20 Φεβρουαρίου).
Η Ελένη Γκασούκα, τέλος, θα υπογράψει τη σκηνοθεσία στο έργο του άπαιχτου στην Ελλάδα -των άλλων τριών συγγραφέων του Φεστιβάλ έχουν ήδη παιχτεί έργα εδώ-, εγκατεστημένου στην Μαδρίτη, Αργεντινού Πάβλο Μεσίες «Τα μάτια». Στο έργο, εμπνευσμένο απ’ το μυθιστόρημα του Μπενίτο Πέρεθ Γκαλντός «Μαριανέλα», η Μαριανέλα (Νέλα), είναι ένα κορίτσι ερωτευμένο με τον Πάβλο, ένα νέο εκ γενετής τυφλό που γνωρίζει τον κόσμο γύρω του μόνο απ’ το άγγιγμα, τη μυρωδιά και τη γεύση. Η σύγκρουση ανάμεσα 
σ’ αυτόν και την αγαπημένη του έρχεται όταν μια οφθαλμίατρος τον διαβεβαιώνει ότι μπορεί να τον κάνει να δει. Η Νέλα αντιτίθεται στην εγχείρηση γιατί φοβάται ότι ο αγαπημένος της θα πάψει να την αγαπάει όταν την αντικρύσει. Το έργο του Μεσίες είναι ένας στοχασμός πάνω στο βλέμμα, στους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους μπορούμε να δούμε τους ανθρώπους και τις διαφορετικές πραγματικότητες που δημιουργεί αυτό. Στρέφεται, όμως, και γύρω απ’ την ιδέα της αναζήτησης ενός χώρου για τον καθένα μέσα στον κόσμο -γύρω απ’ τις εύθραυστες προσωπικές σχέσεις (Τρίτη 27 Φεβρουαρίου).
Ο Εστέβα Σολέρ κι ο Πάβλο Μεσίες θα παραστούν στην παρουσίαση των έργων τους με την υποστήριξη των πρεσβειών της Ισπανίας και της Αργεντινής, αντίστοιχα, στην Αθήνα αλλά και του Ινστιτούτου «Θερβάντες».





Εγώ, στο «Αντιγόνη-Lonely Planet» της Λένας Κιτσοπούλου, στην «Στέγη», γιατί -αν και το υπερασπίζονται μερικοί εξαίρετοι ηθοποιοί, όπως το υπέροχο ξωτικό Σοφία Κόκκαλη ή ο Γιάννης Τσορτέκης- βαρέθηκα τόσο; Και γιατί μου φάνηκε τόσο πρόχειρα φτιαγμένο και συγκολλημένο;



Υπάρχει θέατρο -θέατρο, τέλος πάντων, μίνι θέατρο ας πούμε, διότι, κάποτε, που ’γραψα «θεατράκι» συγχύστηκε φοβερά ο θιασάρχης / θεατρώνης…- στην Αθήνα, το οποίο παρουσιάζει τέσσερις (!) παραστάσεις για παιδιά τη βδομάδα: μια το Σάββατο, μια την Κυριακή στις 11, μια την Κυριακή στη 1 (καλά πότε προλαβαίνουν και ξεστήνουν και ξαναστήνουν; Ή, μήπως, δεν το κάνουν -μια κι έξω όλα;…) και μια στις 5. Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα Σου (για παιδιά)…


 

Τελειώνουν στις 14 Ιανουαρίου, στο «Εμπορικόν», όπως ήταν προγραμματισμένο -αρχές Φεβρουαρίου ανεβαίνει εκεί το «Skylight» / «Φεγγίτης» (δεν έχουν ακόμα καταλήξει στον ελληνικό τίτλο) του Ντέιβιντ Χέαρ, με Δημήτρη Καταλειφό και Λουκία Μιχαλοπούλου, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη-, οι παραστάσεις του «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» του Άρθουρ Μίλερ που παίζεται για δεύτερη σεζόν, με τον Δημήτρη Καταλειφό, την Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου -η οποία σκίζει- και τους άλλους καλούς της διανομής, στην εξαίρετη σκηνοθεσία του Γιάννη Μόσχου. Σας θυμίζω ό,τι είχα γράψει πέρσι στις 22 Δεκεμβρίου, στο totetartokoudouni.blogspot.com: «Μία παράσταση επιπέδου, καθόλου ναρκισσιστική, όπου ο σκηνοθέτης είναι παρών αλλά χωρίς να επιδεικνύεται, αναδεικνύοντας το κείμενο και δίνοντας ζωτικό χώρο στους ηθοποιούς του. Θα σας αρέσει πολύ, είμαι σίγουρος». Το επαναλαμβάνω και σας προτρέπω να μην τη χάσετε.