May 31, 2021

Στο Φτερό / Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική τους μελαγχολία...

 
«Η χώρα των νομάδων». Σκηνοθεσία: Κλοέ Ζάο 
 
Η Φερν, μία εξηντάχρονη και κάτι γυναίκα, χωρίς παιδιά, παλιότερα φιλόλογος, η οποία, το 2011, έχασε με τον άντρα της τη δουλειά τους σε ένα εργοστάσιο γυψοσανίδων που έκλεισε και, πρόσφατα, έχασε και τον ίδιο τον άντρα της που υπεραγαπούσε, μαζεύει τα πράγματά της σε μία αποθήκη,
κλειδώνει το άδειο σπίτι της, αγοράζει ένα μεταχειρισμένο, σαραβαλιασμένο βανάκι που το μετατρέπει σε τροχόσπιτο, παίρνει μαζί της μόνο τα απαραίτητα, εγκαταλείπει τη μικρή,
θλιβερή κωμόπολή της με το -δυσανάλογο προς το αντίκρισμά της- αυτοκρατορικό όνομα Εμπάιαρ της Νεβάντα και παίρνει τους -μεγάλους και μικρούς- δρόμους της αμερικάνικης Δύσης, αναζητώντας ευκαιριακές δουλειές για να επιζήσει και πάρκινγκ για να παρκάρει το βανάκι. Θα περάσει από διάφορες
δουλειές, θα παρκάρει σε διάφορα πάρκινγκ, θα συναντήσει και άλλους νομάδες που αποτελούν πια, στις ΗΠΑ, μία ευρεία κατηγορία πληθυσμού -άνεργοι ηλικιωμένοι, χωρίς στέγη, χωρίς σπίτι, κάποιοι χωρίς συγγενείς, με πολλά προβλήματα, χωρίς στον ήλιο μοίρα-, ένα κίνημα που δημιουργήθηκε μετά την περίοδο της οικονομικής ύφεσης 2007-2009. Θα συναντήσει μία γυναίκα με καρκίνο στο 
τελευταίο στάδιο, που προτιμάει να πεθάνει ταξιδεύοντας μέχρι την Αλάσκα παρά σε νοσοκομείο, μία πολύ ηλικιωμένη που δούλευε από τα δώδεκα χρόνια της αλλά δεν δικαιούται σύνταξη αρκετή για να μπορεί να ζήσει και είχε φτάσει 
στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, έναν άντρα της ηλικίας της, τον Ντέιβ, που προτίμησε να μη ζήσει με την οικογένεια του γιου του και έγινε νομάδας και με τον οποίο θα τους συνδέσει μία συντροφικότητα...-, θα μετάσχει σε μία κοινοβιακή «συνάντηση» στην έρημο της Αριζόνα, την οποία οργανώνει ο Μπομπ Γουέλς -που αργότερα μαθαίνουμε ότι ο γιος του έχει 
αυτοκτονήσει- για υποστήριξη των νομάδων δίνοντάς τους συμβουλές για αυτάρκεια και επιβίωση, θα επισκεφτεί την οικογένεια της αδελφής της και θα της ζητήσει δανεικά για να επισκευάσει το βαν της που έχει πάθει ζημιά αλλά θα αρνηθεί να μείνει μαζί τους, θα επισκεφτεί τον Ντέιβ που, τελικά, αποφάσισε να συγκατοικήσει με την οικογένεια του γιου του
όταν  απέκτησε εγγόνι αλλά επίσης θα αρνηθεί την πρότασή του να μείνει μαζί τους. Στο τέλος θα επισκεφτεί και το ερημωμένο Εμπάιαρ, θα επισκεφτεί το εγκαταλειμμένο σπίτι της, το εγκαταλειμμένο εργοστάσιο όπου δούλευε, θα μοιράσει τα υπάρχοντά της που είχε κρατήσει στην αποθήκη και, ελεύθερη, ανεξάρτητη, μόνη αλλά αξιοπρεπής θα ξαναπάρει το δρόμο των νομάδων αντιμετωπίζοντας κατάματα την επιλογή της. Η Κινέζα σκηνοθέτρια Κλοέ Ζάο, που ζει και εργάζεται 
στις ΗΠΑ εδώ και χρόνια, για την ταινία της «Η χώρα των νομάδων («Nomadland», ΗΠΑ, 2020)  βασίστηκε στο κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος βιβλίο με μαρτυρίες «Χώρα νομάδων: η επιζώσα Αμερική στον Εικοστό Πρώτο αιώνα» (2017) της αμερικανίδας δημοσιογράφου Τζέσικα Μπρούντερ (σύντομα στα ελληνικά με τον τίτλο «Nomadland», μετάφραση Γιώργος Παπαδημητρίου, Εκδόσεις «Κυψέλη») για να γράψει η ίδια το σενάριο, όπου συνδύασε μυθοπλασία και ντοκιμαντερίστικα στοιχεία χρησιμοποιώντας, μάλιστα, για ορισμένους ρόλους, νομάδες
που οι μαρτυρίες τους περιλαμβάνονται στο βιβλίο της Μπρούντερ. Το σενάριο είναι χαλαρό και αποσπασματικό, χωρίς ισχυρό αφηγηματικό ιστό αλλά πιστεύω πως, τελικά, εξυπηρετεί το στόχο: ψηφίδες που συνθέτουν αυτό το μωσαϊκό της χαμηλότονης, της σιωπηλής απόγνωσης, μία ελεγεία για τους παρίες της ζωής, χωρίς κορόνες και μελοδραματισμούς, 
μία ταινία δρόμου άκρως λιτή, διακριτική, υπαινικτική, λυρική. Από την οποία αναδύεται μία βαθύτατη μελαγχολία για ένα παρελθόν που συνέτριψε το «αμερικάνικο όνειρο», για ένα παρόν μίζερο, για ένα μέλλον άδηλο. Για μία ζωή που ξεπερνάει αυτούς τους νομάδες χωρίς να κοιτάζει τη δική τους μελαγχολία. Μία ταινία που δεν κραυγάζει, δεν καταγγέλλει,
δεν φτύνει το αμείλικτο καπιταλιστικό σύστημα, δεν ξεσηκώνει αλλά υπομένει με στωικότητα καταλήγοντας, κατά κάποιο τρόπο, στο τσεχοφικό «Τι να κάνουμε όμως, πρέπει να ζήσουμε. Θείε Βάνια, θα ζήσουμε. Θα περάσουμε μέρες και μέρες αμέτρητες, τη μια μετά την άλλη, μεγάλα ατέλειωτα βράδια· θα υποφέρουμε καρτερικά τις δοκιμασίες που θα μας στείλει η μοίρα· θα δουλεύουμε για τους άλλους και τώρα και στα γεράματά μας χωρίς ανάσα·και όταν έρθει η ώρα μας, θα πεθάνουμε αγόγγυστα...» (μετάφραση Χρύσα Προκοπάκη). Βέβαια η δυνατότητα για μία μορφή ζωής εναλλακτική, αυτάρκη ισορροπεί τη διάχυτη μιζέρια.  Η μελαγχολία, πάντως 
-μία ατμόσφαιρα που συνειρμικά με παρέπεμψε στον «Καουμπόι του μεσονυκτίου» του Τζον Σλέσιντζερ-, κυριαρχεί καθώς υπογραμμίζεται τόσο από τη σκοτεινή, θαμπή φωτογραφία του Τζόσουα Τζέιμς Ρίτσαρντς, με τους απέραντους ορίζοντες, τις απέραντες πεδιάδες και τους φορτωμένους σύννεφα, ασήκωτους ουρανούς, αλλά και από τις μουσικές του Λουντοβίκο Εϊνάουντι. Αλλά, κυρίως, μέσα από το εύγλωττο, το πικρό βλέμμα της αφοπλιστικής, αυθεντικής Φερν που ερμηνεύει η εξαιρετική Φράνσις ΜακΝτόρμαντ παίρνοντας πάνω της όλο το βάρος της ταινίας. Οι ερασιτέχνες, γύρω της, ισορροπούν πειστικά μαζί της. Ένας κινηματογράφος που με άγγιξε.
 
Κινηματογράφος «Τριανόν», 25 Μαΐου 2021. 

May 23, 2021

Τρακόσες και να καίνε... ή Τσάι, τρακόσες και συμπάθεια

 

Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια... 55

 

220 θέσεις έχει το «Υπόγειο» του «Θεάτρου Τέχνης». 220 -που μειώνονταν μέχρι και στις 170 ανάλογα με τις ανάγκες της παράστασης- είχε και η Κεντρική Σκηνή του «Αμόρε», 80 ο Εξώστης του. 150 έχει το «Θέατρο Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής». Κανένα τους, δυστυχώς, δε φτάνει/έφτανε τις 300... Γι αυτό λέω: τέτοιες μέρες, τέτοια λόγια.

May 18, 2021

Όπισθεν ολοταχώς...

 
Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια... 54
 
Να χαρώ που ανοίγουν -όπως ανοίγουν...- τα θέατρα; Να χαρώ. Αλλά η μεγάλη μου απορία και η μεγάλη μου αμφιβολία είναι προς ποια κατεύθυνση μέλλεται να κινηθούν από ’δω και πέρα.
Διότι κάτι χιλιοπαιγμένα, ξεθυμασμένα μπουλβαράκια που τ’ ανέβαζαν το ’60 και το ’70 καλοί θίασοι, όταν θέλανε να ξελασπώσουν, γιατί είχαν μπει μέσα με τα «ποιοτικά», και τα οποία αναγγέλλονται, τώρα, τυλιγμένα με μεταξωτές κορδέλες που δεν είναι παρά φύκια, κάτι έργα συρρικνωμένα, κάτι ξαναμαγειρεμένες, όχι και πολύ πετυχημένες, παραστάσεις -«δεν πετάμε τίποτα»-, κάτι «συνεπτυγμένοι» κλασικοί με την προσθήκη πολλών καρυκευμάτων για να μη μυρίζει η -στο βάθος- μούχλα, κάτι παραστάσεις που εξαγγέλλονται και πάλι κατά ριπάς δε μου πολυγεμίζουν το μάτι. Πάνω που νομίζαμε ότι κάτι θα γίνει, ότι κάτι θ’ αλλάξει με την πανδημία και με το κλείσιμο των θεάτρων και με την οικονομική κρίση και πάνω που λέγαμε ότι οι άνθρωποι του θεάτρου κάπως διαφορετικά θα σκεφτούν και κάπως διαφορετικά θα τα κοιτάξουν τα πράγματα και θα συνειδητοποιήσουν ότι ο πληθωρισμός δεν είναι υγιές φαινόμενο… Μπααααα… (Και δεν εννοώ τις εξαιρέσεις).
Πάντως, λίγο-πολύ, αυτά τα περίμενα. Εκείνο που με εντυπωσιάζει είναι  η επιστροφή στο -ακόμα πιο φαύλο...- (θεατρικό) παρελθόν. Του ’70 και του ’80. Όταν, με την τηλεόραση, απειλητικά στις «δόξες της, έβλεπα στις μαρκίζες των θεάτρων, ανάμεσα στα ονόματα των τότε πρωταγωνιστών, να αναδύονται διάφορα σταρςςςς των in σίριαλςςςςςς: «ΚΑΙ ο Φανούρης από τη ‘Γειτονιά μας’» «Συμμετέχει ο Ψάχος από τον ‘Άγνωστο πόλεμο’», «Έκτακτη σύμπραξη ο Αλέξης από τον ‘Μεθοριακό σταθμό’», «ΚΑΙ η Τούλα από το ‘Λούνα παρκ’»...
Και που σα να βλέπω -κατανοώ την απόγνωση και τον πανικό, βέβαια...- να επανέρχονται, προσαρμοσμένα στη σύγχρονη πραγματικότητα, όχι, έστω, στις μαρκίζες -που σιγά μην αργήσουν κι οι μαρκίζες... -τα ανάλογα: «Και ο... από τις ‘Άγριες μέλισσες’», «Και η... από τις ‘Άγριες μέλισσες’, «Και η άλλη η... από τις ‘Άγριες μέλισσες’», «Και ο άλλος ο... από τις ‘Άγριες μέλισσες’». Όπου οι «Άγριες μέλισσες» να ’χουν εξελιχθεί σε αρτεσιανό φρέαρ που αρδεύει την ελληνική σκηνή -χωρίς να υστερούν κι οι άλλες σειρές με σουξέ. Κι όχι μόνο στους, λεγόμενους  «εμπορικούς θιάσους». 
Εν ολίγοις, όπισθεν ολοταχώς...