«Μανόν» του Ζιλ Μασνέ, λιμπρέτο (αβάς Πρεβό) Ανρί Μεγιάκ-Φιλίπ Ζιλ / Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός. Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος.
Βόρεια Γαλία, 18ος αιώνας, εποχή Λουδοβίκου 15ου (1715-1774) -και ειδικά της Αντιβασιλείας Φιλίππου Β΄ της Ορλεάν (1715-1723). Η Μανόν Λεσκό, 16χρονη, όμορφη, άπραγη επαρχιωτοπούλα, φτάνει, σαστισμένη, απ’ το Αράς στην Αμιέν.
Εκεί την περιμένει ο ξάδερφός της Λεσκό, της Βασιλικής Φρουράς, για να τη συνοδεύσει σε μοναστήρι -μια κάποια λύση για κορίτσια ταπεινής καταγωγής. Στην αυλή του πανδοχείου, όπου φτάνει η άμαξα απ’ το Αράς, κι όπου, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ελευθεριότητας, και ηδονοθηρίας, αμέσως της γίνεται πρόταση απ’ τον ύποπτης διαγωγής ευγενή Γκιγιό ντε Μορφοντέν να ξεχάσει το μοναστήρι και να φύγει, μαζί του, στο Παρίσι, συναντά τον νεαρό ιππότη ντε Γκριέ, φοιτητή, που την ερωτεύεται κεραυνοβόλα.
Παρατάει τον Λεσκό -επίσης μούτρο...- και τη σκέψη για μοναστήρι και το σκάνε μαζί, κλέβοντας την άμαξα του ντε Μορφοντέν, στο Παρίσι όπου θα ζήσουν για ένα διάστημα μαζί. Ο ντε Γκριέ θέλει να την παντρευτεί και ζητάει την άδεια του πατέρα του -είμαστε στον 18ο αιώνα... Ο πατέρας του, όμως, δε θέλει. Κι έχει οργανώσει την απαγωγή του. Η Μανόν, αν και το μαθαίνει απ’ τον ντε Μπρετινί, άλλον ύποπτης διαγωγής ευγενή, που ’χει συναντήσει στην Αμιέν, επίσης θαυμαστή της, επιπόλαιη, άστατη, αναποφάσιστη, ανειλικρινής, δεν ειδοποιεί τον εραστή της και το σκάει με τον ντε
Μπρετινί. Θα ζήσει μαζί του. Όμως, ο ντε Γκριέ είναι στο μυαλό της και θέλει να τον ξαναδεί. Όταν μαθαίνει, τυχαία, απ’ τον πατέρα του ότι την έχει ξεχάσει, έχει εγκαταλείψει τα εγκόσμια κι έχει φορέσει το σχήμα του αβά, πηγαίνει στην εκκλησία όπου λειτουργεί, τον συναντάει και του ζητάει να τη συγχωρήσει. Ο ντε
Γκριέ, που, στην πραγματικότητα, δεν είχε πάψει να τη σκέφτεται, τη συγχωρεί... εμπράκτως: φεύγει και πάλι μαζί της. Για να ζήσει, όμως, με την Μανόν, όπως εκείνη έχει πια μάθει να ζει, χρειάζεται χρήμα. Καταφεύγει στη χαρτοπαιξία, κερδίζει μεγάλα ποσά απ’ τον ντε Μορφοντέν αλλά εκείνος βρίσκει την ευκαιρία να εκδικηθεί: τον κατηγορεί ως χαρτοκλέφτη και την Μανόν για πορνεία. Τους συλλαμβάνουν. Ο κόμης ντε Γκριέ -ο πατέρας- θα σώσει το γιο του. Όχι, όμως, βέβαια, και την Μανόν. Που εξορίζεται στην Αμερική. Ο -πάντα ερωτευμένος- ντε Γκριέ σπεύδει να τη συναντήσει στο δρόμο προς το λιμάνι της Αβρ, απ’ όπου θα γίνει η μεταγωγή της. Η εξαντλημένη κι άρρωστη Μανόν θα πεθάνει στα χέρια του. Το -πολύ τολμηρό για την εποχή του- μυθιστόρημα-απομνημονεύματα (1731) του αβά Αντουάν Φρανσουά Πρεβό «Η ιστορία του ιππότη ντε Γκριέ και της Μανόν Λεσκό», που
περιλαμβάνεται στον έβδομο και τελευταίο τόμο της μυθιστορηματικής σειράς του «Αναμνήσεις και περιπέτειες ενός ευγενούς που αποσύρθηκε από τον κόσμο» την οποία αποτελούν 15 βιβλία, ως 16ο, συμπληρωματικό, και που ’χε σκανδαλίσει στην εποχή του κι είχε απαγορευτεί αλλά έγινε διαχρονική επιτυχία, έργο που ’χε ήδη εμπνεύσει μια όπερα («Μανόν Λεσκό», 1856) στο γάλο συνθέτη Ντανιέλ-Φρανσουά-Εσπρί Ομπέρ, ενέπνευσε και στο συμπατριώτη του Ζιλ Μασνέ την πεντάπρακτη όπερα «Μανόν» (1884). Πάνω στο μάλλον συμβατικό, απ’ τη μια μακροσκελές, απ’ την άλλη με κάποια κενά και κάποιες αδυναμίες στην ψυχολογία των ηρώων, λιμπρέτο των Ανρί Μεγιάκ και Φιλίπ Ζιλ,
που -πολύ σωστά- διατηρεί την εποχή του μυθιστορήματος, απ’ τις πιο διεφθαρμένες περιόδους στη γαλική ιστορία, αλλά απομακρύνεται απ’ την πλοκή του, ο Μασνέ συνέθεσε ένα έργο του είδους «κωμική όπερα» («opera comique», όπου ο όρος
«κωμική» δεν κυριολεκτεί αλλά, απλώς, χαρακτηρίζει ένα καθαρόαιμο γαλικό οπερατικό είδος στο οποίο σκηνές τραγουδιστικές εναλλάσσονται με σκηνές πρόζας), είδους στο λυκόφως του πια -ο συνθέτης έχει,
ήδη περιορίσει, τα διαλογικά μέρη. Έργο το οποίο, αν και, κατά τη γνώμη μου, δεν ανήκει στα επιτεύγματα στην ιστορία της όπερας, σίγουρα είναι ένα σημαντικό, πλούσιο μουσικά, λυρικότατο έργο, με υπέροχες σελίδες. Πιστεύω, πάντως, πως ο Ιταλός Τζάκομο Πουτσίνι με τη δική του, μεταγενέστερη (1893) «Μανόν Λεσκό», μέσα απ’ τον βερισμό του, έχει βρει καλύτερη επαφή με τα πιο αδρά σημεία του μυθιστορήματος. Ο εξαίρετος Θωμάς Μοσχόπουλος που ανέλαβε τη σκηνοθεσία -με σύμβουλο μουσικής δραματουργίας τον Κορνήλιο Σελαμσή- έπεσε στην παγίδα να «εκσυγχρονίσει» την «Μανόν» ακολουθώντας τη διεθνώς κυρίαρχη -και, συνήθως, άσκεπτη κι αυθαίρετη- κατεύθυνση στη σκηνοθεσία όπερας. Η διαφθορά της περιόδου της Αντιβασιλείας είναι απολύτως συμβατή με τη δική μας -συμφωνώ. Αλλά κάθε έργο έχει συγκεκριμένα ύφος και ήθος. Αν καπελωθεί δια της βίας μ’ ευρήματα ασύμβατα προς αυτά, εγώ μένω με την αίσθηση πως τα περισσότερα είναι απλώς προς εντυπωσιασμόν και πόρρω απέχουν απ’ την
ουσία -είναι εκ των έξω, όχι εκ των έσω. Για παράδειγμα, η υψηλή τεσιτούρα στην οποία είναι γραμμένος ο ρόλος του -τενόρου- ντε Γκριέ και τα διάφορα ρομαντικά, έως γλυκανάλατα, που λέει μπορεί να ’ναι συμβατά με τo μαύρο T-shirt και το παντελόνι φόρμας που φοράει; Η αίθουσα παραλαβής αποσκευών ενός αεροδρομίου -με τον ιμάντα αποσκευών και με τους ίδιους και τους ίδιους κομπάρσους να πάνε και να ’ρχονται και να φορτώνουν-ξεφορτώνουν, επί ώρα, τις ίδιες και τις ίδιες βαλίτσες...- η οποία αντικαθιστά την αυλή του πανδοχείου της Αμιέν στην πρώτη πράξη, η σκηνή στην Cour-la-Reine -τον Περίπατο της Βασίλισσας- η οποία «μεταφράζεται» σε ντεφιλέ μόδας που φλερτάρει με drag show, τα κινητά, τα περίστροφα, το pilates της Μανόν κι άλλα πολλά δε μ’ έπεισαν. Καθόλου. Μάλλον με κλώτσησαν -γενικότερα κλωτσούν. Αλλά υπάρχουν, αν δεν κάνω
λάθος, και στοιχειώδη προβλήματα mise en place -στησίματος. Στη δεύτερη πράξη, για παράδειγμα, συντελούντος του στενόχωρου σκηνικού της κρεβατοκάμαρας (ενδιαφέρον αισθητικά το, φωτισμένο απ’ την Σοφία Αλεξιάδου, αρχικό σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού αλλά, όπως αποδεικνύεται, όχι απόλυτα λειτουργικό), το κατά μέτωπον στήσιμο των επί σκηνής τεσσάρων -Μανόν και ντε Γκριέ, όρθιων ΠΑΝΩ στο κρεβάτι, με όρθιους,
ΠΛΑΪ στο κρεβάτι, τους ντε Μπρετινί και Λεσκό- μου φάνηκε πως πιο άχαρο δε γίνεται, το ίδιο κι η απαγωγή του Ντε Γκριέ). Αντιρρήσεις έχω και για τα κοστούμια -μεταξύ άλλων, και α λα Ζαν-Πολ Γκοτιέ/Μαντόνα/80’s- της Κλαιρ Μπρέισγουελ -γιατί ο ντε Μορφοντέν να ’ναι ντυμένος στην τέταρτη πράξη, με κοστούμι σε στιλ Γιώργος Μάγκας/Γιάννης Φλωρινιώτης; Στην ίδια γραμμή κι η κινησιολογία που φρόντισε η Σοφία Πάσχου. Πιο ικανοποιητικό, το μουσικό μέρος της παράστασης. Ο Λουκάς Καρυτινός διηύθυνε με πυγμή την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής αλλά τα λεπτά ηχοχρώματα της ενορχήστρωσης του Μασνέ φοβάμαι πως δεν αναδείχτηκαν. Αποτελεσματική, η Χορωδία της ΕΛΣ υπό τη διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου. Ο τενόρος Νίκος Στεφάνου -ικανοποιητικός φωνητικά, αδύναμος υποκριτικά-, οι σοπράνο Βιολέττα Λούστα και Ρόζα Πουλημένου-Καπόν, οι μέτζο Έλενα Μαραγκού και Βάγια Κωφού εξυπηρετούν την
παράσταση, λιγότερο ο τενόρος Χρήστος Γιαννούλης. Ο μπάσος Τάσος Αποστόλου, φωνητικά μεστός πάντα, αυτή τη φορά, περιέργως, εκτρέπεται σε κάποιες υποκριτικές υπερβολές. Πειστικός, ο βαρύτονος -καλή φωνή- Διονύσης Σούρμπης/Λεσκό αλλά κάπως χύμα. Νομίζω πως απ’ τους δεύτερους ρόλους πιο αποτελεσματικός κι ισορροπημένος φωνητικά και υποκριτικά ειν’ ο Χάρης Ανδριανός. Η παράσταση παίρνει πάνω της, κατά τη
γνώμη μου, λόγω των δυο πρωταγωνιστών της: η σοπράνο Μυρτώ Παπαθανασίου/Μανόν, αν και δεν πείθει για δεκαεξάχρονη, είναι πανέμορφη, είναι ικανότατη ηθοποιός κι έχει θαυμάσια φωνή ενώ ο ρουμάνος τενόρος Iοάν Χοτέα/ντε Γκριέ είναι, επίσης, κατάλληλος εμφανισιακά, ικανοποιητικός υποκριτικά και, κυρίως, ένας έξοχος λυρικός τενόρος, που αναδεικνύεται στην πρώτη τη τάξει φωνή της παράστασης -καταπληκτικός! Μια παράσταση που ευτυχεί ως προς τους πρωταγωνιστές της. Αλλά, ατυχήσασα, σκηνοθετικά. Όσο, σχεδόν, η ηρωίδα της όπερας, η Μανόν (Φωτογραφίες -εκτός όσων υπογράφει ο Χάρης Ακριβιάδης: 12,15 Άγγελος Χριστοφιλόπουλος, 13 Δημήτρης Σακαλάκης).
(Το -δίγλωσσο, ελληνικά κι αγγλικά- πρόγραμμα της παράστασης -Τομέας Δραματολογίας Νίκος Α. Δοντάς, Σοφία Κομποτιάτη, Φοίβη Παπαγιαννίδη-, όπως πάντα, υψηλού επιπέδου και χορταστικό. Αλλά έχω δυο παρατηρήσεις να κάνω. Πρώτη: Η νέα αισθητική αντίληψη για τα προγράμματα της ΕΛΣ -σχεδιασμός εντύπου Γιάννης Κονδύλης/k2design-, με
την (πολύ) κατά συνειρμόν εικονογράφηση, αφού άφησα να περάσουν αρκετά προγράμματα για να μην κρίνω επιπόλαια, καταλήγω ότι δεν ξέρω αν θεωρείται μοντέρνα αλλά εμένα δε μου αρέσει. Καθόλου. Δεύτερο: Συμφωνώ με το αφιέρωμα σε κάθε πρόγραμμα σ’ ένα κομβικό πρόσωπο που συνδέεται με τα προηγούμενα ανεβάσματα της συγκεκριμένης όπερας στην Λυρική. Δε συμφωνώ, όμως, με την κατάργηση της αναδρομής στην ιστορία του εκάστοτε έργου στην Λυρική. Στο πρόγραμμα της «Μανόν» έγινε προσπάθεια να
συνδυαστούν στο κείμενο της Σοφίας Κομποτιάτη «Ζωή Βλαχοπούλου, η πρώτη Μανόν της Εθνικής Λυρικής Σκηνής» και τα δυο: αφιέρωμα στην Ζωή Βλαχοπούλου, πρώτη -κι επί χρόνια, στις επαναλήψεις- Μανόν στην Λυρική αλλά κι αναδρομή στα ανεβάσματα της όπερας στον Οργανισμό. Το αποτέλεσμα είναι μια άτεχνη συγκόλληση. Και κάτι απαράδεκτο που συνδέεται με την πρώτη παρατήρηση: γίνεται αφιέρωμα στην Ζωή Βλαχοπούλου χωρίς ούτε μια φωτογραφία της! Είναι δυνατό;).
Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», Κύκλος «Γαλλικής Όπερας», 23 Δεκεμβρίου 2018.
No comments:
Post a Comment