Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου / Μουσική Διεύθυνση: Χάιμε Μαρτίν. Σολίστ: Φάζελ Σάι, πιάνο.
Έξοχος πιανίστας -διαμάντι! Πιανίστας κύρους. Ο Τούρκος Φάζελ Σάι. Με ήχο λαμπρό, μεστό. Επιβλητικό και υποβλητικό. Δεξιοτέχνης μέγας. Αλλά και πλήρης συναισθήματος -που δε μεταφράζεται σε γλυκασμούς. Ένας Καλλιτέχνης -με κεφαλαίο το Κάππα. Που, ταυτόχρονα, είναι και άνθρωπος σκεπτόμενος -οι διώξεις του στην Τουρκία απ’ το καθεστώς Έρντοαν για δήθεν προσβολή του Ισλάμ, οι δίκες και καταδίκες του είναι γνωστές. Βέβαια, οι έννοιες «καλλιτέχνης» και «σκεπτόμενος» κάποτε είναι αλληλένδετες. Αλλά δε συνδέονται πάντα. Στην περίπτωση του
Φάζελ Σάι συνδέονται. Ας μην επιμείνω όμως. Εδώ μιλώ για τον Καλλιτέχνη Φάζελ Σάι. Για τον πιανίστα που ερμήνευσε συναρπαστικά το Κοντσέρτο αρ. 2 για πιάνο και ορχήστρα (1868) του Καμίγ(ι) Σεν-Σανς. Αυτό το ιδιαίτερο Κοντσέρτο του μελωδιστή Σεν-Σανς ο οποίος εδώ αβαντάρει... ανενδοίαστα τον πιανίστα -φυσικό, ο Σεν-Σανς πιανίστας ήταν και, στην πρώτη εκτέλεση του έργου, το μέρος του σολίστα ο ίδιος το κράτησε. Ένα Κοντσέρτο που ξεκινάει ιδιότυπα, με καντέντσα -αυτοσχεδιαστικής υφής σόλο του πιανίστα-, κι, ενώ ο συνθέτης, που αγαπούσε τις καινοτομίες, κρατάει την κλασική τριμερή μορφή του κοντσέρτου, το πρώτο μέρος του, το andante sostenuto, ειν’ αργό αντί του συνήθως γρήγορου, το δεύτερο allegro scherzando αντί αργό ειν’ ένα γρήγορο σκέρτσο, για να καταλήξει, στο τρίτο μέρος presto, σε μια ξέφρενη ταραντέλα -μια
διαρκής προοδευτική κορύφωση απ’ την αρχή. Ο Φάζελ Σάι, με αυτοκυριαρχία, συγκέντρωση και μέτρο, με διαύγεια και ψυχή, ακολούθησε αυτή την κορύφωση, αυτή την επιτάχυνση καθηλωτικά, πλαισιωμένος διακριτικά απ’ την Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου με τον Ισπανό Χάιμε Μαρτίν στο πόντιουμ. Το εξαιρετικά θερμό
χειροκρότημα οδήγησε σε δυο ανκόρ όπου το πιανιστικό του μέγεθος επιβεβαιώθηκε περίτρανα: το συναρπαστικό «Μαύρη γη. Φόρος τιμής στον Ασίκ Βεϊσέλ» (1997), δική του σύνθεση -διότι είναι και διακεκριμένος συνθέτης, το κομμάτι αυτό το πιστοποίησε-, εμπνευσμένη από ένα δημοφιλές στην Τουρκία τραγούδι του λαϊκού τροβαδούρου της παράδοσης Ασίκ Βεϊσέλ, όπου το πιάνο ήχησε υπέροχα, σα σάζι, και Νυχτερινό αρ. 20 (1830) του Φρεντερίκ Σοπέν σε μια
αισθαντική, χαμηλόφωνη εκτέλεση που ’κοβε την ανάσα. Η συναυλία άνοιξε, καθώς, στο πρόγραμμά της τον Σεν-Σανς, αγκάλιαζε ο Λούντβιχ φαν Μπετόβεν, με την Εισαγωγή του «Λεονόρα» αρ. 2 (1805), την πρώτη, όπως, τελικά, αποδείχθηκε εκ των υστέρων, Εισαγωγή που ο Μπετόβεν έγραψε
για το πρώτο ανέβασμα της όπεράς του «Λεονόρα» η οποία, κατόπιν και μετά από τροποποιήσεις, στο τρίτο της ανέβασμα -κι ενώ μεσολάβησε και μια ματαίωση για την οποία ο Μπετόβεν είχε ήδη γράψει επίσης άλλη Εισαγωγή, εξ ου κι οι τέσσερις σωζόμενες- μετονομάστηκε σε «Φιντέλιο». Ο Μαρτίν, ελέγχοντας καλά την ορχήστρα, έδωσε μια μεστή εκτέλεση που σα να μουτζουρώθηκε,
κάπως, στο φινάλε. Την αίσθηση του ανολοκλήρωτου μου άφησε κι η εκτέλεση της Συμφωνίας αρ. 5 του Μπετόβεν που ’κλεισε τη βραδιά: στιγμές καλές, μερικά πιανίσιμι εξαιρετικά αλλά και κάποιες οξύτητες στον ήχο και κάποιοι κακοί συντονισμοί. Μια, ίσως, όχι Μεγάλη Ορχήστρα αλλά, σίγουρα, ένας Μεγάλος Εκτελεστής.
(Βιαστικό και πάλι το έντυπο πρόγραμμα -επιμέλεια εντύπου Δέσποινα Παπαγιαννοπούλου- της συναυλίας).
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», Κύκλος «Μεγάλες Ορχήστρες-Μεγάλοι Ερμηνευτές», 13 Δεκεμβρίου 2018.
No comments:
Post a Comment