September 22, 2014

Μπίτολα: Όταν η κάμερα θριαμβεύει

Τα 35 του χρόνια γιόρτασε φέτος (13 με 19 Σεπτεμβρίου) το Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Διευθυντών Φωτογραφίας «Αδελφοί Μανάκη» της Μπίτολα -το πάλαι ποτέ Μοναστήριον, μία όμορφη πόλη που διατηρεί μέσα από τα παλιά αρχοντικά της ένα μελαγχολικά γλυκό παρόν, ευτυχώς σχεδόν άθικτο από καταστροφικά σχέδια «ανάπλασης» τύπου «Σκόπια 2014» της εκεί τρέχουσας κυβέρνησης…- στη γειτονική μας Δημοκρατία της Μακεδονίας -που εν Ελλάδι πρέπει (;) να την ονομάζουμε πΓΔΜ όπερ μεταφράζεται πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας…
Στο όνομα των αδελφών Γιαννάκη και Μίλτου Μανάκη, των φωτογράφων που έγιναν οι πρώτοι κινηματογραφιστές στα Βαλκάνια και που την εθνικότητά τους διεκδικούμε κι εμείς, είναι ίσως το μόνο στον κόσμο αφιερωμένο αποκλειστικά στους διευθυντές φωτογραφίας φεστιβάλ τιμώντας τους, ακριβώς, φωτογράφους αδελφούς Μανάκη: το όνομα της πρωτοποριακής για την εποχή της -αρχές του 20ου αιώνα- κάμερας Bioscope με αριθμό 300, που τολμηρά εισήγαγαν καταγράφοντας γεγονότα και στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής, φέρουν  τα βραβεία του Φεστιβάλ -Κάμερα 300-, ήτοι τρία -χρυσό, αργυρό και χάλκινο- που απονέμονται στους καλύτερους διευθυντές φωτογραφίας των διαγωνιζόμενων ταινιών μεγάλου μήκους συν ένα χρυσό στον καλύτερο διευθυντή φωτογραφίας σε ταινία μικρού μήκους, Χρυσή Κάμερα 300 είναι το ειδικό Βραβείο που δίνεται επίσης σε διευθυντή φωτογραφίας -ο Ιταλός Λούκα Μπιγκάτσι ήταν αυτός που τιμήθηκε φέτος-, το ίδιο όνομα έφερε το - επετειακό για τα 35 χρόνια του Φεστιβάλ- Βραβείο για Επίτευγμα Ζωής που δόθηκε στον Βρετανό Κρις Μέντζις το ίδιο φέρει και το επίσης καθιερωμένο -για λόγους γκλάμορ μάλλον…- Βραβείο για Εξαιρετική Συμβολή στην Τέχνη του Κινηματογράφου -εκτός διεύθυνσης φωτογραφίας- με το οποίο τιμάται κάποια προσωπικότητα του σινεμά -αποδέκτης του φέτος ήταν η Ζουλιέτ Μπινός- ενώ πρόεδρος της κριτικής επιτροπής άλλος ένας διάσημος διευθυντής φωτογραφίας ήταν, ο Ισραηλινός Γκιόρα Μπεγιάτς. Με δύο λέξεις: ο θρίαμβος -ένα δοξαστικό- της κάμερας!
Βρέθηκα στην Μπίτολα για τρεις μέρες, με την ευγενική πρόσκληση του Φεστιβάλ που τη φρόντισε ο προθυμότατος συνεργάτης για θέματα Τύπου Ζάρκο Κουγιουντζίσκι. Έφτασα με το τρένο από τα Σκόπια και στην τόσο κοντινή με την Φλώρινα πόλη αποτοξινώθηκα από τα όσα είδαν τα μάτια μου στην πρωτεύουσα της χώρας: μία αρχιτεκτονική και γλυπτική κιτς διάρροια που καταστρέφει εν ψυχρώ, αδίστακτα και εν ονόματι της δημιουργίας εθνικού παρελθόντος, εδώ και κάπου τέσσερα χρόνια, την πόλη. Η Μπίτολα με ηρέμησε. Και οι ταινίες του Φεστιβάλ με γέμισαν. Οργανωτικές δυσκαμψίες -έλλειψη ακρίβειας στην ώρα έναρξης των προβολών, κάποια προβλήματα με τους υπότιτλους (στα αγγλικά και στην ντόπια γλώσσα) ή με τις προβολές καθαυτές, υποβαθμισμένες οι δύο αίθουσες (η ευρύχωρη Μεγάλη και η Μικρή) του Πολιτιστικού Κέντρου της Μπίτολα όπου το Φεστιβάλ διεξάγεται (τι κρίμα να μη διατίθεται ένα ελάχιστο μέρος από τα αμύθητα ποσά που με ύποπτο τρόπο σπαταλιούνται αφειδώς σε ημετέρους για τα «Σκόπια 2014»…) αλλά η καλλιτεχνική ποιότητα των επιλογών -από τον Μπλάγκογια Κούνοφσκι για το Επίσημο Πρόγραμμα, από τη συμπαθέστατη Γκένα Τεοντοσίεφσκα (την οποία γνώρισα και η οποία  διατηρεί δεσμούς με την Ελλάδα) για το Πρόγραμμα Ντοκιμαντέρ- απάλυνε τα προβλήματα.
Η Λαμπίνα Μίτεφσκα, μία -εξαίρετη- ηθοποιός του μακεδονικού κινηματογράφου, λαμπερή, πανέξυπνη και ιδιαίτερα επικοινωνιακή, η οποία κρατάει τα τελευταία χρόνια τα ηνία της διεύθυνσης του Φεστιβάλ δίνει, καθώς φαίνεται, τις σωστές κατευθύνσεις. Σε ένα Φεστιβάλ που, ναι, επαρχιακό είναι αλλά συνεχίζει την πορεία του -φετινό μότο του «Προς τα Αστέρια», με αφιέρωμα στον διασημότερο σκηνοθέτη της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, τον Μίλτσο Μάντσεφσκι («Πριν από τη βροχή»)- με αξιοπρέπεια και με όραμα.
Είναι κρίμα που ο κόσμος της Μπίτολα δεν το στηρίζει επαρκώς. Είδα προβολές ακόμα και με δέκα μόνον άτομα και σε καμία από τις εννιά που παρακολούθησα τις τρεις αυτές μέρες δεν κατάφερε το κοινό να γεμίσει αίθουσα εκτός της δεύτερης επίσημης πρεμιέρας. Η οποία, όμως, ως προς την ταινία με απογοήτευσε. 
Το εκτός συναγωνισμού «Μέχρι τη λαβή» του Στόλε Πόποφ, ντόπια «υπερπαραγωγή» με… κουστουρίτσιες επιδράσεις -η ιστορία μιας χειραφετημένης αγγλίδας φωτογράφου που βρίσκεται στην Μακεδονία μετά την εξέγερση του Ίλιντεν, το 1903, κατά των Τούρκων και γίνεται το αντικείμενο του πόθου τριών ανδρών (ενός παλικαρά μακεδόνα κομιτατζή, ενός, μακεδόνα επίσης, ξενέρωτου. βολεμένου νεαρού μεγαλοαστού από μία οικογένεια η οποία αρμονικά συνεργάζεται με τους Τούρκους και ενός άξεστου τούρκου αξιωματικού) που και οι τρεις θα έχουν τραγικό τέλος- με παρέπεμψε, παρά τις εγνωσμένες δυνατότητες του σκηνοθέτη της, στις ελληνικές «υπερπαραγωγές» της χουντικής περιόδου: μεγαλόστομη, φωνακλάδικη, με καλλιτεχνική διεύθυνση προβληματική -κοστούμια «κυριακάτικα», μακιγιάζ κάκιστο…-, με επίπεδη φωτογραφία και κάκιστη διεύθυνση των ηθοποιών -σπάνια έχω δει τόσο κακή υποκριτική και μάλιστα από ηθοποιούς που τους ήξερα και μου είχαν αρέσει ιδιαίτερα σε παλαιότερες ταινίες ή στο θέατρο- με την εξαίρεση του λιτού Σέρβου Μίκι Μανόιλοβιτς… Ένα ατυχές γουέστερν σπαγγέτι α λα μακεδονικά που θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω, για να είμαι πιο γλαφυρός, γουέστερν-παστραμαϊλία…
Από τη δική μας μεριά μάς εκπροσώπησε η Αννέτα Παπαθανασίου στο Πρόγραμμα Ντοκιμαντέρ με την ταινία της «Παίζοντας με τη φωτιά»: ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα -γυναίκες του Αφγανιστάν που με κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής τολμούν να κάνουν θέατρο σε μία χώρα όπου οι φανατικοί το θεωρούν ανίερο-, επίπεδα όμως κινηματογραφημένο.
Από τις δέκα ταινίες του Επίσημου Προγράμματος είδα τις τέσσερις: επίπεδο υψηλότατο παρά επί μέρους αντιρρήσεις.
Στο «Μόμι» (Καναδάς) ο Ξαβιέ Ντολάν χειρίζεται τη σχέση ενός ηφαιστειώδους, ανεξέλεγκτης ενέργειας έφηβου διαγνωσμένου με ADHD (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής- Υπερκινητικότητα) και της επίσης εκρηκτικής, ανορθόδοξης μητέρας του, σχέση στην οποία υπεισέρχεται και μία γειτόνισσα, καθηγήτρια με πρόβλημα τραυλισμού, η οποία συνδέεται με το αγόρι με μία διάθεση ερωτική, με ένταση σχεδόν υστερική που σχεδόν σε εξοντώνει. Πολύ σύντομα, παρά την υπερένταση, αντιλήφθηκα πως μία τέτοια σχέση που καταλήγει με τον σπαρακτικό εγκλεισμό του έφηβου σε ψυχιατρικό κατάστημα μόνον αυτή την αντιμετώπιση μπορούσε να έχει. Μία γροθιά, ένα ντιρέκτ στα μούτρα. Η ερμηνεία του νεαρού Αντουάν Πιλόν, συγκλονιστική -βιωματική- αλλά εξαιρετικές και των δύο γυναικών -Αν Ντορβάλ και Σουζάν Κλεμάν.
Στο «Με σειρά εξαφάνισης» (Νορβηγία/Σουηδία/Δανία) ο Χανς Πέτερ Μόλαντ ένα ζοφερό θέμα -ο ηλικιωμένος, βραβευμένος οδηγός ενός μεγάλου εκχιονιστικού για τη διάνοιξη των παγωμένων νορβηγικών δρόμων, πατέρας ενός νεαρού που βρίσκεται νεκρός από, υποτίθεται, υπερβολική δόση ηρωίνης αλλά που έχει στην πραγματικότητα εξοντωθεί από μία συμμορία εμπόρων ναρκωτικών, αναλαμβάνει να πάρει εκδίκηση για το γιο του με «ριζικές» μεθόδους ενώ στο μακελειό αναμειγνύεται και μία συμμορία Σέρβων- επιδέξια το αναπτύσσει ως μαύρη κωμωδία με λεπτό, σκανδιναβικό, ψυχρό αλλά αποτελεσματικό χιούμορ. Και ας χάνει το σενάριο, μετά το μέσον της ταινίας, το κέντρο του το οποίο μετατοπίζεται από τον εκδικητή πατέρα στον αρχηγό της νορβηγικής συμμορίας. Ο Στέλαν Σκάαρσγκορντ ως ώριμος εκδικητής και ο Μπρούνο Γκαντς σε ένα ρόλο απρόσμενο, από τα ατού της ταινίας.
Με το «Λεβιάθαν» (Ρωσία) ο Αντρέα Ζβιάγκιντσεφ κάνει μία σαφέστατα πολιτική ταινία: ο Δήμαρχος μιας μικρής ρωσικής


πόλης, με την αστυνομία και τη δικαιοσύνη πιόνια στα χέρια του και σε διάλογο διαπλοκής, μέσω του μητροπολίτη της περιοχής του, με την Εκκλησία, βάζει στο μάτι το σπίτι και τη γη του Κόλια, ενός ιδιοκτήτη συνεργείου αυτοκινήτων που ζει με τη δεύτερη γυναίκα του και τον έφηβο γιο του από τον πρώτο του γάμο. Εκείνος ανθίσταται σθεναρά, μέσω ενός φίλου του δικηγόρου που έρχεται από τη Μόσχα να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του, και δείχνει να κερδίζει στα σημεία. Η εξουσία, όμως, υπό το πορτρέτο του προέδρου Πούτιν -ένα πολύ εύγλωττο σχόλιο…- θα συσπειρωθεί. Και ο Κόλια θα πληρώσει. Χάνει τα πάντα. Η μετατόπιση του άξονα από το ισχυρό πολιτικό κομμάτι στην ερωτική ιστορία του δικηγόρου με τη γυναίκα του Κόλια, η οποία γίνεται από όλους αντιληπτή, και ο μανιχαϊστικός χαρακτηρισμός των προσώπων -προβλήματα του σεναρίου- αφαιρούν από το τελικό αποτέλεσμα που δεν παύει, πάντως, να παραμένει σφριγηλό. Το σαρκαστικό φινάλε, με τα θυρανοίξια ενός μεγάλου ναού που κτίστηκε πάνω στα ερείπια του ξεριζωμένου σπιτικού του Κόλια, και με το κήρυγμα του μητροπολίτη, παρουσία όλων των διαπλεκομένων, απατεώνων, μπράβων, δολοφόνων κλπ, περί Αλήθειας, συγκλονιστικό. Η φωτογραφία του Μιχαήλ Κρίτσμαν κατατάσσεται στις μεγάλες ποιητικές στιγμές του κινηματογράφου.

Η Πίριο Χονκασάλο στην ταινία της «Νύχτα πηχτή» (Φινλανδία/Σουηδία/Δανία) φλερτάρει με τον ναρκισσισμό. Η ιστορία του έφηβου -οι έφηβοι πρωταγωνιστούσαν στις ταινίες του Φεστιβάλ- Σίμο που σκοτώνει χωρίς αποχρώντα λόγο έναν ομοφυλόφιλο ο οποίος τον καλεί στο σπίτι του για να τον φωτογραφίσει, και που κατόπιν αυτοκτονεί και οι σχέσεις του με τον μεγαλύτερο αδελφό του που εκτίει ποινή φυλάκισης και βρίσκεται στο σπίτι τους με άδεια και με την απρόβλεπτη μάνα τους δεν καταφέρνουν να στηρίξουν αποτελεσματικά μία ταινία που φλυαρεί και πλατειάζει και που μόνο μετά τον ντοστογιεφσκικής χροιάς φόνο «κινείται». Η -ασπρόμαυρη- φωτογραφία, πάντως, του Πέτερ Φλίνκενμπεργκ, από μόνη της ένα επίτευγμα.

Από το Πρόγραμμα «Νέα Οράματα« είδα το «Λευκή σκιά» (Γερμανία) του Νόαζ Ντέσε. Ένας -και πάλι- έφηβος αλμπίνος σε μία
αδυσώπητη μπροστά στη διαφορετικότητα αφρικανική χώρα, την Τανζανία, μετά το φόνο του επίσης αλμπίνου πατέρα του από μία συμμορία που διοχετεύει καθόλου αφιλοκερδώς σε κάποιο ντόπιο μάγο την περιζήτητη καρδιά του αλμπίνου, φυγαδεύεται από τη μητέρα του, που φοβάται πως το παιδί θα έχει την ίδια τύχη, σε έναν νταλικιέρη θείο του και γίνεται μικροπωλητής -πάντα καταδιωκόμενος για τη διαφορετικότητά του. Όταν οι κάτοικοι του χωριού του θα ξεσηκωθούν κατά των δολοφόνων του πατέρα του, θα φτάσει η στιγμή που θα οπλίσουν το χέρι του αγοριού με ένα μαχαίρι και θα το πιέσουν για την εκδίκηση. Ο αλμπίνος έφηβος, όμως, δεν θα δεχτεί να συνεχίσει τον κύκλο του αίματος. Ταινία γεμάτη δύναμη, ασθματικά κινηματογραφημένη, με μία αίσθηση ντοκιμαντέρ.
Καθόλου δεν σνομπάρισα το Διαγωνιστικό Πρόγραμμα Ταινιών Μικρού μήκους: είδα τις έξι από τις εννιά -εκ των οποίων δύο ήταν μακεδονικές και οι υπόλοιπες επτά επιλογή από το πρόγραμμα του φετινού Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους του Κλερμόν Φεράν με το οποίο το Φεστιβάλ Μανάκη συνεργάζεται εδώ και έξι χρόνια.
Δεν μου είπε κάτι το ιδιαίτερο το «Ο απίστευτος ζαρωμένος άντρας» (Νότια Κορέα) της Μπαΐκ Κιμ -ένας νέος άντρας που απολύεται από τη δουλειά του αλλά δεν τολμάει να το πει στη γυναίκα του τη βλέπει να κάνει έρωτα με έναν γείτονα αλλά δεν αντιδρά.
Βαθύτατα τρυφερό -μία ελεγεία στη μοναξιά- το «37˚4 S» (Γαλία) του Αντριάνο Βαλέριο: δύο ερωτευμένοι έφηβοι -ένα αγόρι και
ένα κορίτσι- στο νησί Τριστάν ντα Κούνια, χαμένο στη μέση του Ατλαντικού, χωρίζουν όταν το κορίτσι φεύγει να σπουδάσει στο Λονδίνο.
Στο «Βουνό στη σκιά» (Ισπανία), πειραματικό ντοκιμαντέρ του Λόις Πατίνιο που υπογράφει και τη διεύθυνση φωτογραφίας, επί
δεκατέσσερα λεπτά παρακολουθούμε από μακριά, με την κάμερα στημένη σε μία κορυφή, σχεδόν στη σιωπή, ένα χιονοδρομικό κέντρο -τις πίστες του και τους σκιέρ του να κινούνται σαν μυρμήγκια- με το φως να αλλάζει και τη φωτογραφία να το «πειράζει». Ένα εικαστικό αριστούργημα.
Στο ιδιαίτερο, πολύ ενδιαφέρον «Ντίνολα» (Γεωργία) της Μαριάμ Κχατσβανί σε ένα χαμένο στον Καύκασο χωριό της Γεωργίας, κάποια περασμένη εποχή, μία νέα γυναίκα, όταν χάσει τον άντρα της, αναγκάζεται να ακολουθήσει, σύμφωνα με άγραφο νόμο, έναν ξένο άντρα που τη θέλει για γυναίκα του, αρκεί που εκείνος το δήλωσε μεγαλοφώνως μόλις η κοπέλα έμεινε χήρα, αναγκάζοντάς την να εγκαταλείψει στους παππούδες του το κοριτσάκι της. (Ο διευθυντής της ατμοσφαιρικής φωτογραφίας της Κονσταντίν Μίντια Εσάτζε τιμήθηκε με τη Μικρή Χρυσή Κάμερα 300).
Ανολοκλήρωτο, αν και με θέμα δυνατό, βρήκα το «Λευκές ώρες» (Γαλλία/Καναδάς-Κεμπέκ) του Καρίμ Μπενσαλά -μία μάνα απεγνωσμένα ψάχνει, κολλώντας παντού τη φωτογραφία του και παντού ρωτώντας μήπως κάποιος τον είδε, τον χαμένο της έφηβο γιο ενώ -τραγική ειρωνεία- οδηγός στο ταξί που τη μεταφέρει είναι η δολοφόνος του παιδιού που εμείς γνωρίζουμε από την αρχή της ταινίας την τύχη του ενώ η μάνα την αγνοεί.
Ενδιαφέρουσα βρήκα αλλά χωρίς να με κατακτήσει την παραβολή «Εύφλεκτο» (Καναδάς) του Σαμουέλ Πλαντ, όπου ένας άνδρας, ο οποίος δεν ξεκαθαρίζουμε αν ζει αυτά που συμβαίνουν γύρω του ή αν έχει παρανοήσει, προσπαθεί να ξεφύγει από την παράλογη οργή και τη βία που ξεσπάει παντού για να βρεθεί ο ίδιος, από παρεξήγηση, ένοχος πράξεων βίας.
Έκλεισα το τριήμερο με τρεις από τις μικρού μήκους ταινίες του Μακεδονικού Πανοράματος, δημιουργίες παιδιών στη αρχή της καριέρας τους.
Στο φιλόδοξο «Η τελευταία πράξη» η Ντίνα Ντούμα προσπαθεί να δέσει δύο ιστορίες από την εποχή της ιταλικής Κατοχής: την εκτέλεση από τους παρτιζάνους της ιταλίδας ηθοποιού Μαρίας που έρχεται στην Μακεδονία το 1942 για να επισκεφθεί το στρατηγό εραστή της αλλά πέφτει στα χέρια τους και της Μακεδόνισας Άννας που μάταια θα περιμένει να γυρίσει ζωντανός ο παρτιζάνος αγαπημένος της, ένας από αυτούς που στα χέρια τους έπεσε η Μαρία αλλά που και ο ίδιος έχασε τη ζωή του. Δύσκολο το εγχείρημα και φοβάμαι πως δεν πετυχαίνει.
Ο Βλάντιμιρ Μίτρεφσκι στο «Οδός Σέξπιρ 9/1» υπογράφει μία μαύρη κωμωδία με τρεις νεκρούς και έναν, από παρεξήγηση, πιθανό ύποπτο φόνου, που είναι όμως, παντελώς αθώος: τον υποτακτικό σύζυγο μιας ανυπόφορης συζύγου, ο οποίος επισκέπτεται, κατ’ εντολή της και μαζί με τον άτακτο μικρό γιο τους, ένα διαμέρισμα το οποίο σκέπτονται να αγοράσουν, την ημέρα που η ιδιοκτήτριά του έχει πεθάνει ενώ στην ιστορία εμπλέκονται δύο γείτονες: μία καρδιακή γριά και ένας παραλογισμένος γέρος με όπλο στο χέρι. Ταινία με χιούμορ, που μου θύμισε την υπέροχη σέρβικη μαύρη φάρσα «Θάνατος ενός άνδρα στα Βαλκάνια» του Μίροσλαβ Μομτσίλοβιτς 
που είχα δει πρόπερσι στην Μπίτολα αλλά… άλλα τα μάτια του λαγού.
Πιο ολοκληρωμένο από τα τρία ταινιάκια, η «Ακρόαση» της Λαβίνια Σοφρονίεφσκα: ένας νεαρός πιανίστας δίνει ακρόαση σε μία τριμελή επιτροπή ενώ κομμάτια της ζωής του ξεπηδούν από τη μνήμη του και ζωντανεύουν.

Υ.Γ.1. Έφυγα λίγο μετά από την αρχή της προβολής της εξαίρετης ταινίας του Στίβεν Ντόλντρι «The Reader» («Σφραγισμένα χείλη»). Η επιλογή μιας απαράδεκτης κόπιας -ή dvd;- που προβλήθηκε με εξωφρενικά κατεστραμμένο ήχο ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ του βραβευόμενου Κρις Μέντζις, ο οποίος υπέγραφε τη διεύθυνση φωτογραφίας της, ως ενδεικτική της δουλειάς του ήταν τουλάχιστον ατυχής αν όχι προσβλητική. Και μεγάλο φάουλ του Φεστιβάλ.
Υ.Γ.2. Καλόγουστο, εξαιρετικής ποιότητας το πρόγραμμα-βιβλίο του Φεστιβάλ που επιμελήθηκε η Futura 2/2. Αλλά ένα ευρετήριο των ταινιών στο τέλος θα το έκανε περισσότερο χρηστικό.

Πολιτιστικό Κέντρο της Μπίτολα / 35ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Διευθυντών Φωτογραφίας «Αδελφοί Μανάκη» της Μπίτολα, 14, 15, 16 Σεπτεμβρίου 2014.

September 13, 2014

Άπαιχτο «Κρέας» στο «Αγγέλων Βήμα»


Το Τέταρτο Κουδούνι / Έκτακτο

Τη μαύρη κωμωδία «Κρέας» του άπαιχτου στην Ελλάδα Πίτερ Στρόαν, συγγραφέα και σεναριογράφου -μεταξύ άλλων, στις ταινίες «Οι Άντρες που κοιτούν επίμονα κατσίκες» του Γκραντ Χέσλοβ και «Και ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» του Τόμας Άλφρεντσον (απ’ το μυθιστόρημα του Τζον λε Καρέ), για το οποίο κέρδισε, μαζί με την συν-σεναριογράφο και σύζυγό του Μπρίτζετ Ο’ Κόνορ που στο μεταξύ πέθανε, υποψηφιότητα για το Όσκαρ Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου-, θ’ ανεβάσει τον Νοέμβριο, στο θέατρο «Αγγέλων Βήμα», ενταγμένο στη θεματική ενότητα «Noir» που είναι ο άξονας του ρεπερτορίου του την επόμενη χειμερινή σεζόν, ο Ιωσήφ Βαρδάκης.
Δεκαετία του ’60, Χριστούγεννα, και στο Γκέιτσεντ, μια μικρή, θλιβερή πόλη της νοτιοανατολικής Αγγλίας -η γενέτειρα του συγγραφέα- οι «επιχειρηματίες» ενός πορνοσινεμά, δυο αδέλφια χρεωμένα μέχρι το λαιμό στους νονούς της περιοχής που τους πουλάνε προστασία, και δυο λούζερ υπάλληλοί τους γενικών καθηκόντων, αποφασίζουν να κρατήσουν όμηρο έναν αρχινονό που φτάνει από το Λονδίνο και που τυχαία βρέθηκε στα χέρια τους.
Στόχος τους, να πάρουν τα λύτρα, να τον παραδώσουν στους δικούς του, να ξεχρεώσουν και να αλλάξουν ζωή. Αλλά ο περιώνυμος -και ψυχωτικός- δίδυμος αδελφός του έρχεται να τον αναζητήσει. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η πλοκή του έργου.
Το «Κρέας» (πρωτότυπος τίτλος «Bones») του βραβευμένου Πίτερ Στρόαν -που ξεκίνησε ως μουσικός για να εξελιχθεί σε συγγραφέα- έκανε την πρεμιέρα του στο Νιούκαστλ το 1999.
Στο «Αγγέλων Βήμα» ανεβαίνει σε μετάφραση Μαργαρίτας Δαλαμάγκα-Καλογήρου και με σκηνικά και κοστούμια Χρήστου Κωνσταντέλλου. Τους ρόλους έχουν επωμιστεί οι Γιάννης Μάνιος, Ακίνδυνος Γκίκας, Δημήτρης Λιακόπουλος, Νικόλας Μπράβος, Κωνσταντίνος Μούτσης.

September 10, 2014

Από φάουλ σε φάουλ το ΚουΘουΒουΕ…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 10 Σεπτεμβρίου 2014

Κι άλλο φάουλ στο ΚουΘουΒουΕ μετά το «Δώδεκα», το «μεταμφιεσμένο» κι ανεβασμένο χωρίς να ’χουν πληρωθεί τα πνευματικά δικαιώματα -σας έγραφα τα σχετικά στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 7 και στις 28 Αυγούστου. «Godspell» θέλανε ν’ ανεβάσουνε το καλοκαίρι, το προγραμματίζανε κι ως εναρκτήριο της Νεανικής Σκηνής στους Λαζαριστές, στη μεγάλη Σκηνή «Σωκράτης Καραντινός», το ανεβάσανε στο Δημοτικό Θέατρο Κήπου, δώσανε και μερικές ακόμα παραστάσεις αλλά τα σανίδια της Νεανικής Σκηνής το χειμώνα, όπως είχε επίσημα ανακοινωθεί στη συνέντευξη Τύπου για το ρεπερτόριο της σεζόν 2014/2015, μηδεπώποτε θα τα δει το αμερικανικόν το μιούζικαλ. Γιατί; Διότι τους πήραν τα δικαιώματα πίσω. Και γιατί τα πήραν; Διότι η «προσαρμογή» του έργου που ανέβηκε απ’ τον Γιώργο Κιουρτσίδη -μέλος μάλιστα του Διοικητικού Συμβουλίου του Θεάτρου- και την οποία συνυπέγραφε ο ίδιος με την Ξένια Γεωργοπούλου και την Ρούλα Αγγελίδου καθόλου, λέει, δεν ικανοποίησε τους δημιουργούς (λιμπρέτο Τζον Μάικλ Τέμπελακ, μουσική-στίχοι Στίβεν Σουάρτς). Που έλαβαν τις πληροφορίες τους και, μέσω της ΣΟΠΕ, της εν Ελλάδι καθ’ ύλην αρμόδιας εταιρείας προστασίας συγγραφικού δικαιώματος, ανακάλεσαν τα δικαιώματα. 
Και το έρμο το ΚουΘουβουΕ τι να σου κάνει; Την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενο κατέβασε -σιωπηλά…- το μιούζικαλ προ της ώρας του, τα κουκούλωσε κι ούτε κουβέντα πια για χειμώνα.
Ε, δεν είναι σοβαρά πράματα αυτά. Έτσι φρονώ…Τόσα φάουλ και μάλιστα με καλλιτεχνικό διευθυντή -τον Γιάννη Βούρο- διατελέσαντα στα νιάτα του και ποδοσφαιριστή; Αλλά, βλέπετε, η ΑΕΚ -διότι στην ΑΕΚ έπαιζε- καθόλου δεν τα πάει καλά τελευταία. Γενικώς, φαίνεται.


Το θρίλερ του καλοκαιριού –του πέμπτου της Κρίσης, και τι έχουμ’ ακόμα να δούμε…- απεδείχθησαν οι «Θεσμοφοριάζοσες του Γιώργου Κιμούλη σε παραγωγή «Ακροπόλ» ήτοι Φάνη Κιρκινέζου: φήμες, επιστολές, εξώδικα, καταγγελίες στην Επιθεώρηση Εργασίας, ματαιώσεις παραστάσεων, βίαιη διακοπή τους, «χαμηλή ανταπόκριση του κοινού» δικαιολογείται ο Φάνης Κιρκινέζος, τον διαψεύδει ο Γιώργος Κιμούλης «απαντώντας καυστικά», «παραμένουμε απλήρωτοι» δηλώνει με επιστολή του ο Διονύσης Τσακνής που ’χε γράψει τη μουσική της παράστασης, «έχω εξοφλήσει όλους τους συνεργάτες» ανταπαντά ο Φάνης Κιρκινέζος, «περάσαμε μια Οδύσσεια» εκρήγνυνται σε δική τους επιστολή κορίτσια του Χορού… Μύλος.


Τέλος πάντων, αυτά θα τα βρουν -αν ποτέ τα βρουν…- και θα τα λύσουν τα δικαστήρια. Στην πιάτσα, λίγο-πολύ όλοι ξέρουμε περίπου τι συνέβαινε -αν η παράσταση δούλευε κι αν ο παραγωγός πλήρωνε. Εκείνο που προσωπικά με παραξένεψε ήταν η επιστολή Δημήτρη Πιατά -ο Ευριπίδης της παράστασης-, η υπέρ Κιρκινέζου αλλά ΚΑΙ υπέρ Κιμούλη…. Όχι τόσο γιατί φαίνεται σα δημόσια δήλωση μετανοίας, του τύπου «αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας τον κομμουνισμό και τας παραφυάδας αυτού», όχι τόσο γιατί αφήνει μια κάποια θλιβερή -έως μπλιαχ- εντύπωση αλλά γιατί είναι -δέκα αράδες, όλες κι όλες- τόσο, μα τόοοσο ασύντακτη…


Πέστε, τώρα, πως έρχεται στην Αθήνα ένας ξένος με θεατρικές ανησυχίες και ψάχνει να βρει ποια παράσταση ενός έγκυρου Θεάτρου παίζεται εδώ, αυτή τη στιγμή, για να τη δει. Τι πιο έγκυρο από ένα Εθνικό Θέατρο; Έστω, λοιπόν, πως πάει στο «Σχολείον της Αθήνας-Ειρήνη Παπά» να δει την παράσταση του Εθνικού, που παίζεται εκεί σε σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Σωτήρη Χατζάκη και με σκηνικά και κοστούμια Έρσης Δρίνη: «Fantastico-Δημιουργημένα συμφέροντα» του Χαθίντο Μπεναβέντε -έργο του ισπανού συγγραφέα (ο οποίος αγκάλιασε με θέρμη τον φρανκισμό κι έτυχε θερμού εναγκαλισμού απ’ αυτόν, γεγονός που επιμελώς αποσιωπάται απ’ το βιογραφικό του το οποίο δημοσιεύεται στο πρόγραμμα της παράστασης…). Ένα κείμενο που γιατί να το επιλέξεις αν δεν έχεις κάτι να πεις; Κι ο σκηνοθέτης Σωτήρης Χατζάκης φοβάμαι πως τίποτα δεν είχε να πει. (Ίσως κάτι να ’χε να πει ο νέος σκηνοθέτης που το πρότεινε προ μηνών στο Εθνικό για να το ανεβάσει ο ίδιος, το απορρίψανε και τον απορρίψανε κι ύστερα έκπληκτος ανακάλυψε πως τους φάνηκε, πάντως, χρήσιμος…: είδε το ίδιο έργο να το ανεβάζει, εντελώς συμπτωματικά προφανώς, ο ίδιος ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού κι άντε μετά να αποδείξει πως δεν ειν’ ελέφαντας…).
Αλλά το θέμα μας είναι τι θα πει ο τυχόν ξένος που θα δει την παράσταση. ΑΥΤΗ την παράσταση, μ’ ΑΥΤΑ τα σκηνικά και, κυρίως, μ’ ΑΥΤΑ τα κοστούμια. Και με τους ακαθοδήγητους αυτούς ηθοποιούς που ό,τι τους φώτισε ο Θεός πράττουν και είτε περιφέρουν την απειρία τους είτε αμηχανούν είτε παίζουν όπως έπαιζε η Κυβέλη. Αν τη βλέπατε την παράσταση -που δεν σας το συνιστώ ούτε σας το εύχομαι- θα καταλαβαίνατε καλύτερα τι εννοώ…


Το ξεχνώ κάθε χρόνο αλλά όταν ξαναπάω στο «Κατράκειο» της Νίκαιας -που όσο μπορώ προσπαθώ να το αποφύγω…- το ξαναζώ και το θυμάμαι. Αυτό, με τους φαρδιούς -βαρβαρικό μου ακούγεται αυτό το φαρδιούς της δημοτικής, το φαρδείς το προτιμώ…-, άνετους, καλοασφαλτοστρωμένους δρόμους που ’χει φτιάξει ο Δήμος -χωρίς και μεγάλη περίσκεψη…- έξω ακριβώς απ’ το θέατρο που κάποτε ήταν μέσα στο νταμάρι, ήσυχο κι ωραίο, και περπατούσαμε λίγο μέχρι να φτάσουμε. Κι όπου μαζεύεται η χρυσή νεολαία του προαστίου με τις μηχανές της και μόλις -μόλις όμως- αρχίσει μέσα η παράσταση (ή η συναυλία ή η εκδήλωση τέλος πάντων) -εκ προθέσεως; Εξ αμελείας; Από άγνοια;-, να οι κόντρες, και να οι σούζες, και να τα σπινιαρίσματα, και να τα άγρια φρεναρίσματα, και να οι πειραγμένες εξατμίσεις, και να τα ενδιάμεσα «σχολιαστικά» των παιδιών.

Ο Δήμος, πάντως, που ’χει κάνει την γκάφα τη χοντρή και που, αφού την έκανε, ούτε καν θα ’χει περάσει απ’ το μυαλό του, υποπτεύομαι, να περιφρουρήσει το θέατρο την ώρα των εκδηλώσεων, βαυκαλίζεται πως προσφέρει πολιτισμό… Η Κασσάνδρα σε έκσταση, μανικά να προφητεύει τα δεινά των Ατρειδών και βρρρρρούουουμ απόξω. Η Ανδρομάχη να σπαράζει και βζζζζζζζιιιιιννν απόξω. Η Εκάβη να θρηνεί πάνω απ’ το κορμάκι τον Αστυάνακτα και τα στεντόρεια «όχι, ρε μαλάκα», και τα «ναι, ρε μαλάκα», και τα «άντε και γαμήσου, ρε μαλάκα» κλπ κλπ απόξω να φτιάχνουν μέσα… ατμόσφαιρα. Είδα «Τρωάδες», όπως θα αντιληφθήκατε, και είδα τα δεινά των Τρωαδιτισσών να πολλαπλασιάζονται. Διότι εναντίον τους δεν είχαν μόνον τους (αρχαίους) Έλληνες να τις βασανίζουν αλλά και τα (σύγχρονα) μηχανάκια/-άρες…
Δε συμβαίνουν αυτά, βέβαια, μόνον στο «Κατράκειο» αλλά και σε πλείστα όσα θέατρα και «φεστιβάλ» ανά την ελληνική επικράτεια. Αλλά το «Κατράκειο» κι η Νίκαια είναι η επιτομή: ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική παιδεία σ’ όλο τους το μεγαλείο. Απλώς αναρωτιέμαι: κανείς απ’ τους συμμετέχοντες ευαίσθητους καλλιτέχνες δεν ενοχλείται; Ούτε κανείς απ’ τους κάποιους Κοκκινιώτες που ασχολούνται με τις τέχνες και τα γράμματα και θα πρέπει, υποθέτω, να συχνάζουν στο «Κατράκειο»; Ή έχουν εγκαταλείψει τον αγώνα με τις δημοτικές αρχές ως εντελώς μάταιο;…


Επικοινωνιακά στην αρχή μου φάνηκε έξυπνη η ιδέα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης -να γίνει ντόρος για την επέτειο των 100 χρόνων του ελληνικού σινεμά την οποία και θα γιορτάσει η φετινή 55η διοργάνωση. Όταν το καλοδιάβασα το σχετικό δελτίο Τύπου και το καλοσκέφτηκα, λάθος μου φάνηκε η «λίστα» αυτή με τις 200 ταινίες που διατρέχουν τα 100 ελληνικά κινηματογραφικά χρόνια και που καλούμαστε, όσοι θέλουμε, απ’ αυτές να ψηφίσουμε ηλεκτρονικά όσες «αγαπήσαμε και θέλουμε να ξαναδούμε στη μεγάλη οθόνη». Λάθος μεγάλο. Διότι δεν κατάλαβα -κατάλαβε κανείς, να με βοηθήσει;- με ποιο σκεπτικό συντάχτηκε.
«Η λίστα με τις 200 ταινίες δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση το αλφαβητάρι του ελληνικού σινεμά. Δεν περιλαμβάνει πλήρεις φιλμογραφίες ούτε το σύνολο των ελλήνων σκηνοθετών οι οποίοι συνέβαλαν ο καθένας με τον δικό του τρόπο στη διαδρομή του ελληνικού κινηματογράφου. Απ’ τους αναγνωρισμένους διεθνώς και αγαπημένους δημιουργούς του κοινού που απουσιάζουν απ’ τη λίστα είναι και ο Γιάννης Σμαραγδής, ο οποίος ως πρόεδρος του Δ.Σ. του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, δεν επιθυμεί κατά τη διάρκεια της θητείας του στο ΦΚΘ να προβάλλεται το έργο του στη διοργάνωση (σ.σ. αυτό δα έλειπε…). Από τη λίστα απουσιάζουν επίσης πολυβραβευμένες ταινίες σημαντικών σκηνοθετών αλλά και αγαπημένες ταινίες του κοινού που πραγματοποίησαν μεγάλη εμπορική επιτυχία καθώς ακόμη και σήμερα οι ταινίες αυτές προβάλλονται συχνά στη μικρή οθόνη», διάβασα. Το σκεπτικό αφορά δηλαδή μόνο τα «δεν»; Γιατί δε μας διευκρινίζει και τα «ναι»; Τους λόγους, δηλαδή, για τους οποίους επελέγησαν οι ταινίες αυτές κι όχι μόνον αυτούς για τους οποίους δεν επελέγησαν οι υπόλοιπες.
Διότι η «διευκρίνιση» -υποτίθεται- «η λίστα αποτελεί μια υποκειμενική καταγραφή με ταινίες που άφησαν το στίγμα τους είτε στην εποχή τους όταν προβλήθηκαν είτε στα μετέπειτα χρόνια» εμένα ΤΙΠΟΤΑ δε μου διευκρίνισε. Κι όταν λέμε «υποκειμενική», ποιο είναι το… υποκείμενο;
Όσο γι αυτό «τα φιλμ που θα συγκεντρώσουν τις περισσότερες ψήφους του κοινού θα προβληθούν στο επετειακό αφιέρωμα του 55ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης» πάλι δεν καταλαβαίνω -μήπως εγώ είμαι ο βλαξ;- τι εννοεί ο ποιητής. Διότι ούτε εδώ μας διευκρινίζει ΠΟΣΑ θα ’ναι αυτά. Τι σημαίνει «ΤΑ φιλμ» γενικώς και αορίστως;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…


Η συνεκφώνηση του κειμένου στο Χορό της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, που παλαιότερα, μετά Ροντήρην, την απέφευγαν στις παραστάσεις τους οι νεότεροί του σκηνοθέτες όπως ο διάβολος το λιβάνι -φτου κακά… -ως εκ Γερμανίας εισηγμένη -που ήταν- και ως τρόπο πεπαλαιωμένο, είχε ήδη δώσει δείγματα επιστροφής τελευταία. Αλλά φέτος το καλοκαίρι είναι που το κάποτε λεγόμενο «σπρέχκορ» εισέβαλε… βίαια και κατέκλυσε τα αρχαία θέατρα -κι όχι μόνο στα στάσιμα. Και, μάλιστα, μέσω παραστάσεων πειραματικών! Υπογραμμένων κι από νέους σκηνοθέτες. Ως σύμπτωμα το αναφέρω- όχι ως «χλαπάτσα», η λέξη είναι αλλουνού η αγαπημένη, πρώτη προτεραιότητά του… Ως σύμπτωμα που κατατάσσεται στην κατηγορία «η ζωή (κι η τέχνη, κι η μόδα, και…, και…) κύκλους κάνει».





Σήμερα: Το δωδέκατο επεισόδιο του επιτυχημένου οικογενειακού καθημερινού σίριαλ μυστηρίου «Τα μυστικά του τάφου». Γυρισμένο εξ ολοκλήρου στην Αρχαία Αμφίπολη. Το σασπένς κορυφώνεται. Ο Γκρούεβσκι κινείται ύποπτα στα πέριξ.
Περίληψη: Για την αφαίρεση των χαλαρών αμμωδών επιχώσεων απαιτήθηκε δομοστατική και γεωτεχνική μελέτη η οποία περιλαμβάνει πλήρη εγκιβωτισμό των διαφραγμάτων με ξύλινα στοιχεία, διαμόρφωση «παταριών» που επιτρέπουν την υποστήλωση της θόλου με τη δημιουργία κατάλληλου νάρθηκα και την ομαλή πρόσβαση από χώρο σε χώρο, ισχυρή αντιστήριξη του δεύτερου διαφραγματικού χώρου για την αντιμετώπιση των ισχυρών ωθήσεων από τις γαίες του επόμενου χώρου και εξωτερική αντιστήριξη της εισόδου με τις Σφίγγες, για την ασφάλεια του διαφράγματος και έδραση αντιστηρικτικών στοιχείων, που ενδεχομένως να απαιτηθούν, κατά την πρόοδο των ανασκαφικών εργασιών.
Πρωταγωνιστούν: Αντώνης Σαμαράς, Παναγιώτης Τασούλας, Λίνα Μενδώνη. Στο ρόλο-κλειδί της γραμματέα, η Άννα Παναγιωταρέα. Μαζί τους, σε ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο, η αρχαιολόγος Κατερίνα Περιστέρη. Γκεστ σταρ, η Αυτού Παναγιότης ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος.
Στο αυριανό: Ο διακεκριμένος καθηγητής Ρότζερ Πρέστον εικάζει στους έγκριτους Νιου Γιορκ Τάιμς πως πρόκειται για τον τάφο του Βουκεφάλα.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…


Θα τα ξαναπούμε την Πέμπτη 9 Οκτωβρίου -μέσα απ’ «Το Τέταρτο Κουδούνι» εννοώ. Η στήλη θα λείψει τρεις βδομάδες. Ελπίζω μέχρι τότε στα μυστικά του τάφου να χει ριφθεί άπλετον φως. Πάντως, totetartokoudouni.blogspot.com είναι πάντα εδώ κι ανοιχτό για τα έκτακτα.

September 7, 2014

«Φιλοκτήτης»: όταν η ποίηση θριαμβεύει


Το έργο. Σε μία ακτή της ερημικής Λήμνου εγκατέλειψαν οι Έλληνες τον Φιλοκτήτη, βασιλιά της θεσσαλικής Μελίβοιας, πλέοντας εναντίον της Τροίας. Μαζί τους είχε εκστρατεύσει. Αλλά την Τροία ποτέ δεν την είδε. Ένα δηλητηριώδες ιερό φίδι τον δάγκωσε στο πόδι όταν σταμάτησαν στο νησί Χρυσή. Τα βογκητά του από τους αφόρητους πόνους που του προξενούσε η πληγή η οποία κακοφόρμισε και η ανυπόφορη αποφορά της οδήγησαν τον Αγαμέμνονα, τον Μενέλαο και τον Οδυσσέα στην απόφαση -που ο τελευταίος εκτέλεσε- να τον αφήσουν στην Λήμνο.
Έχει ο καιρός γυρίσματα όμως. Η Τροία, δέκα χρόνια μετά, πολιορκημένη ακόμα από τους Έλληνες, παραμένει άπαρτη. Και ένας χρησμός λέει πως δεν θα πέσει παρά μόνον από το χέρι του γιου του νεκρού πια Αχιλλέα, του Νεοπτόλεμου, και μόνον εφόσον πολεμήσει με το τόξο του Ηρακλή. Το τόξο όμως είναι στα χέρια του Φιλοκτήτη. Του το κληροδότησε ο ήρωας όταν τον βοήθησε να βρει τη λύτρωση ανάβοντας τη νεκρική πυρά του.
Οι Έλληνες αναγκάζονται να στείλουν τον Οδυσσέα, που ο Φιλοκτήτης μισεί, μαζί με τον Νεοπτόλεμο να το πάρουν. Αλλά να το πάρουν μόνο με δόλο θα μπορέσουν. Ο «ειδικευμένος» στις πλεκτάνες Οδυσσέας καταστρώνει το σχέδιο: ο Νεοπτόλεμος, πού πήγε στην Τροία μετά το θάνατο του πατέρα του τον οποίο, άλλωστε, ο Φιλοκτήτης εκτιμούσε -άρα δεν είναι ύποπτος στα μάτια του-, εμφανίζεται στον εγκαταλειμμένο βασιλιά, που έχει επιζήσει ακριβώς χάρη στο τόξο του Ηρακλή, βρίζοντας τον Οδυσσέα και τους Ατρείδες ώστε να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη του και λέγοντάς του πως επιστρέφει δήθεν δυσαρεστημένος από την Τροία στο νησί του, την Σκύρο. Απώτερος σκοπός του, να κλέψει το τόξο του.
Ο Φιλοκτήτης τον ικετεύει να τον πάρει μαζί του για να γυρίσει στην πατρίδα του. Και ο Νεοπτόλεμος υποκρίνεται πως θα το κάνει. Ένας ναύτης, μεταμφιεσμένος σε έμπορο και δασκαλεμένος από τον Οδυσσέα, έρχεται για να ενισχύσει την απόφαση του Φιλοκτήτη: αναγγέλλει πως οι Έλληνες δήθεν κυνηγούν τον Νεοπτόλεμο που έφυγε από τον πόλεμο και πως ο Οδυσσέας έρχεται να σύρει με τη βία τον Φιλοκτήτη στην Τροία γιατί ένας χρησμός το ζητάει. Ο Φιλοκτήτης τον πιστεύει αλλά παθαίνει μεγάλη κρίση από την πληγή του. Και πριν αναπαυτεί για να ηρεμήσει, εμπιστεύεται το τόξο του Ηρακλή στον Νεοπτόλεμο.
Ο νέος μπροστά στον πόνο κλονίζεται. Δεν αντέχει άλλο να ψεύδεται. Εξομολογείται την αλήθεια στον Φιλοκτήτη. Αλλά επιμένει πως πρέπει να εκτελέσει το καθήκον του: να μεταφέρει το τόξο του Ηρακλή στην Τροία. Ο Οδυσσέας εμφανίζεται επιθετικός: θέλει να εξαναγκάσει με τη βία τον Φιλοκτήτη που ξέρει καλύτερα την τέχνη του τόξου του Ηρακλή να γυρίσει στην  Τροία. Σε απόγνωση ο Φιλοκτήτης προσπαθεί να αυτοκτονήσει. Τότε ο Νεοπτόλεμος μεταστρέφεται εντελώς και, αφού συγκρουστεί με τον Οδυσσέα, επιστρέφει στον ανήμπορο άντρα το τόξο, προσπαθώντας να τον πείσει με επιχειρήματα να τον πάρουν μαζί τους στην  Τροία όπου θα μπορέσουν να γιατρέψουν και την πληγή του. Ο Φιλοκτήτης και πάλι αρνείται. Αλλά το είδωλο του Ηρακλή που εμφανίζεται τον πείθει. Ο Φιλοκτήτης, με το τόξο του στο χέρι, ακολουθεί συμβιβασμένος τον Οδυσσέα και τον Νεοπτόλεμο στην Τροία.
Ο Σοφοκλής με τον «Φιλοκτήτη» του (409 π.Χ.) -όπου, κατά τη γνώμη μου, έχει δεχτεί επιδράσεις από τον Ευριπίδη- προβάλλει ένα ηθικό ζήτημα: τι σημαίνει καθήκον και τι εντιμότητα. Σε ένα έργο μεστό -έργο ωριμότητας-, χωρίς ίσως το μέγεθος των κορυφαίων του αλλά που σήμερα μπορεί να διαβαστεί ως κείμενο μπεκετικών αποχρώσεων.
Η παράσταση. Ο Κώστας Φιλίππογλου ανέλαβε τη σκηνοθεσία χωρίς καμία πείρα στο αρχαίο δράμα. Ίσως αυτό να ήταν ένα πλεονέκτημά του: αντιμετώπισε την τραγωδία με αθωότητα. Η πρώτη σοφή του κίνηση ήταν να ακουμπήσει στη μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα: λόγος καθαρός, κρυστάλλινος, άμεσος, βαθύτατα ποιητικός -διαφώνησα μόνο με εκείνο το «ποτέ των ποτών»- χωρίς αυτό να αποβαίνει εις βάρος της θεατρικότητας. Μία μετάφραση από έναν ποιητή που δεν αντιμετωπίζει τη μετάφραση ως φασόν.
Στα χνάρια αυτής της καθαρότητας, της λιτότητας της μετάφρασης πορεύτηκε και η παράσταση. Ο Φιλίππογλου φάνηκε να έψαξε το κείμενο του Σοφοκλή με τους ηθοποιούς του μέσα από όλες τις πτυχές του, φανερές και κρυφές. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας τα έφερε στο φως όπως είναι: χωρίς τερτίπια, χωρίς σκηνοθετισμούς και εξυπνακισμούς, χωρίς καμία διάθεση να εντυπωσιάσει, χωρίς να προσπαθήσει να αποδείξει πόσο πιο έξυπνος είναι από το κείμενο του Σοφοκλή. Απλώς τα φώτισε.
Η κίνηση είναι από τα βασικά στοιχεία στις σκηνοθεσίες του -το λεγόμενο «σωματικό θέατρο». Ο φόβος είναι μήπως αυτό μεταβληθεί σε μανιέρα -διά πάσαν νόσον… Με τη συγκεκριμένη παράσταση ο Κώστας Φιλίππογλου απέδειξε πως διέφυγε τον κίνδυνο. Και πως μπορεί πολύ καλά να χειριστεί το στοιχείο αυτό της σκηνοθετικής του ταυτότητας. Τα τρεχαλητά του Χορού και των ηθοποιών δεν ήταν του «τρέχω για να τρέχω»: ήταν βγαλμένα, ξεκολλημένα από το υπο-κείμενο και ενταγμένα στο κείμενο με απόλυτο έλεγχο, χωρίς ούτε μία στιγμή να περισσεύουν, να ξεχειλίζουν. Η Φρόσω Κορρού που είχε την επιμέλεια της κίνησης απεδείχθη πολύτιμη συνεργάτισσα του σκηνοθέτη: απέφυγε τα άγονα στιλιζαρίσματα και πολύ σωστά κατέληξε, με το σκηνοθέτη προφανώς, σε μία κίνηση ελεύθερη, «ακατέργαστη» -για Χορό ναυτών πρόκειται άλλωστε-, μαλακή, ρέουσα -ακόμα και στις αλλαγές των σκηνικών-, που κάποιες στιγμές γινόταν δικαιολογημένα εκρηκτική -συναρπαστικά εκρηκτική.
Αλλά δεν τελειώνει εδώ ο κατάλογος των πολύτιμων συνεργατών της παράστασης -θα ήταν πολύ τυπικό να μιλήσω απλώς για συντελεστές μετά το σκηνικό αποτέλεσμα που είδα. Ο Κένι ΜακΛέλαν, για άλλη μια φορά μέσα στο πνεύμα της σκηνοθεσίας, φιλοτέχνησε ένα καλόγουστο σκηνικό: σχεδίασε, κλεισμένο με έναν ελαφρό, χαμηλό μεταλλικό φράχτη σαν στεφάνι, ένα αλώνι/ρινγκ μέσα στο οποίο διεξάγεται ο αμφίρροπος αγώνας -μία από τις μπρεχτικές νότες της παράστασης- των τριών ηρώων και του Χορού. Και έδειξε ακριβώς πόσο αμφίρροπος είναι με τα μαδέρια που, τοποθετημένα πάνω σε μεταλλικές βάσεις -τα μέταλλα σε χρώμα σκουριάς- μετατρέπονταν σε τραμπάλες. Το κοστούμια του, σε αποχρώσεις γαιώδεις, σκοτεινές, ολοκλήρωναν μία υψηλής αισθητικής πρόταση που δεν κραύγαζε όμως την υψηλή αισθητική της - διακριτικότητα όχι επιφανειακή. Το σκηνικό αναδείκνυαν οι έξοχα σχεδιασμένοι από τον Νίκο Βλασόπουλο φωτισμοί, με τις απόκοσμες σκιές που αναπτύσσονταν πάνω στον τοίχο του Ηρωδείου. Οι μουσικές των Lost Bodies που έστιξαν εξαίρετα το κείμενο των Σοφοκλή/Μπλάνα ολοκλήρωναν μία άποψη ουσιαστικά μοντέρνα που δεν επεδείκνυε, όμως, τη μοντερνικότητά της.
Μέσα στο περίβλημα αυτό ο Κώστας Φιλίππογλου κίνησε με τέλειους ρυθμούς και με μερικές αποτελεσματικότατες παύσεις -μουσικήν εποίησε- μία παράσταση ποιητικότατη, αν και πάνω σε ένα έργο σκληρό. Μία παράσταση με μέτρο σε όλα, όχι απλώς συνεπή, αλλά -δεν μετράω τα λόγια μου όταν ενθουσιάζομαι- έξοχη. Με πολλές συγκλονιστικές σκηνές. Κορυφαία, το μοίρασμα του ρόλου του είδωλου του Ηρακλή στα μέλη του Χορού με σελίδες χαρτιού, ως έπεα πτερόεντα, να ίπτανται πάνω από τη σκηνή -τι πιο καίριο σχόλιο για τη θεϊκή παρέμβαση που οδηγεί στο συμβιβασμό και εξουδετερώνει κάθε έννοια ελευθερίας και ανεξαρτησίας…
Οι ερμηνείες. Πολύ καλή η σκηνική σχέση που είχαν αναπτύξει οι ηθοποιοί των τριών βασικών ρόλων.
Με ενόχλησε στην αρχή η εξεζητημένη εκφορά του λόγου με τα έντονα συριστικά από τον Μιχαήλ Μαρμαρινό. Αλλά στη συνέχεια ο ηθοποιός με αποστόμωσε και με ανάγκασε να τα ξεχάσω. Ο Μαρμαρινός έπιασε το ρόλο εκεί όπου, ίσως, άλλοι τον αφήνουν, τον κατέκτησε και ακολουθώντας με πίστη και αφοσίωση πρωτάρη τη σκηνοθεσία -αυτός, ένας, κατά βάση, σκηνοθέτης και μάλιστα με πολύ ισχυρό προσωπικό στίγμα!-, με κίνηση που μιλούσε, έδωσε ένα Φιλοκτήτη, βασανισμένο, καταρρακωμένο, πονεμένο όχι μόνο σωματικά, που αναγκάζεται να ταπεινωθεί αλλά δεν το βάζει κάτω. Και στο τέλος έγινε βαθιά συγκινητικός.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης έκανε τον καλύτερο, ίσως, ρόλο του δίνοντας τον Οδυσσέα με μία σαφή αλλά και με μέτρο ειρωνεία και τον Έμπορο, που κατά τη σκηνοθεσία είναι ο ίδιος ο Οδυσσέας μεταμφιεσμένος, με χιούμορ.
Αφήνω τελευταίο τον Αιμίλιο Χειλάκη. Επαναλαμβάνω για άλλη μία φορά πως τον θεωρώ όχι απλώς το μείζον τάλαντο της γενιάς του αλλά και έναν από τους σημαντικούς ηθοποιούς που έχουν περάσει από την  ελληνική σκηνή. Δεν είναι μόνο η εμφάνισή του, η φωνή, η κίνησή του, το Μέγεθός του. Γεννημένος για τους μεγάλους ρόλους, τους αντιμετωπίζει χωρίς την -καταστροφική όταν προηγείται και του ρόλου… -έπαρση «είμαι ο μοναδικός». Τους αντιμετωπίζει εις βάθος και πλάτος, καίρια. Αυτό έκανε και με τον Νεπτόλεμο: μία ερμηνεία ουσιώδης, που δεν επιδεικνύεται αλλά εξυπηρετεί το συνολικό παραστασιακό αποτέλεσμα.
Το συμπέρασμα. Μία εξαίρετη, κατά τη γνώμη μου, παράσταση. Η καλύτερη του φετινού Φεστιβάλ Επιδαύρου -έστω και αν δυστυχώς ήταν η μόνη που δεν είδα στην Επίδαυρο-, η καλύτερη παράσταση του φετινού καλοκαιριού -ελάχιστες δεν έχω δει- και μία νέα πρόταση στην ερμηνεία της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας από τις εντελώς ελάχιστες ολοκληρωμένες των τελευταίων δεκαετιών, ισάξια σχεδόν με τον «Οιδίποδα τύραννο»-τομή του Τσέζαρις Γκραουζίνις, που, σημειώστε, πως και πάλι ήταν παραγωγή πρωτοβουλίας Αιμίλιου Χειλάκη. Πολύ λυπάμαι που δεν την είδα νωρίτερα για να σας τη συστήσω παρά μόνο στη χτεσινή, τελευταία της παρουσίαση. Θέλω να ελπίζω πως μετά τη θριαμβευτική υποδοχή της οποίας έτυχε θα την επαναλάβουν το επόμενο καλοκαίρι. Πρέπει! Αν συμβεί αυτό, μην τη χάσετε με τίποτα.

Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Φεστιβάλ Αθηνών, από την Aρτivities και το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Πάτρας, 6 Σεπτεμβρίου 2014.

«Τρωάδες» χωρίς νεύρο



Το έργο. Η Τροία, μετά από δεκαετή πολιορκία των Ελλήνων, έχει πέσει. Όλοι οι άντρες της έχουν σφαχτεί. Και οι γυναίκες της, με πρώτες τις επιζώσες της βασιλικής της οικογένειας, αιχμάλωτες, ριγμένες στην ακτή, έξω από τα τείχη της συλημένης πόλης, περιμένουν να μάθουν την τύχη τους. O Ποσειδώνας που στάθηκε δίπλα στους Τρώες και η Αθηνά, που είχε πάρει το μέρος των Ελλήνων αλλά τους είδε να βεβηλώνουν τους ναούς της καθώς κατέστρεφαν την Τροία και έχει οργιστεί, συμμαχούν με ένα στόχο: να τιμωρήσουν σκληρά την  έπαρση των νικητών κατά την επιστροφή τους στην Ελλάδα.
Εκείνοι, όμως -τραγική η  ειρωνεία…-, προς το παρόν συνεχίζουν το έργο τους. Η Εκάβη, η τρωαδίτισσα βασίλισσα, χήρα πια του Πριάμου, μαθαίνει από τον κήρυκά τους, τον Ταλθύβιο, τα μαντάτα: θα συρθούν όλες στον εξανδραποδισμό. Η ίδια προορίζεται για σκλάβα του μισητού Οδυσσέα που με το τέχνασμα του Δούρειου Ίππου του έγινε ο μοχλός για την πτώση της Τροίας. Την κόρη της, την Κασσάνδρα, τη σεβάσμια ιέρεια/προφήτισσα του Απόλλωνα, θα την πάρει μαζί του ως παλλακίδα ο Αγαμέμνονας, ο αρχιστράτηγος των Ελλήνων, που ήδη τη βίασε και τη μίανε. Τη νύφη της, την Ανδρομάχη, χήρα του πρωτότοκού της Έκτορα, ο γιος του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος.
Η Κασσάνδρα σε έκσταση προφητεύει το άδοξο τέλος του Αγαμέμνονα και το δικό της από φονικό χέρι όταν γυρίσουν στο Άργος και το ξεθεμελίωμα των Ατρειδών. Η Ανδρομάχη φέρνει το νέο πως οι Έλληνες έχουν ήδη σκοτώσει την άλλη κόρη της Εκάβης, την Πολυξένη -θυσία στον τάφο του Αχιλλέα-, αλλά την περιμένει το χειρότερο: οι νικητές θα της πάρουν από τα χέρια το παιδάκι της, τον Αστυάνακτα. Για να το σκοτώσουν. Είναι γιος του Έκτορα, είναι ο μόνος αρσενικός Τρώας που έχει επιζήσει, ίσως κάποτε ξαναέχτιζε την Τροία.  Όταν εμφανιστεί ο Μενέλαος με την Ελένη, τη σύζυγό του, που η -με τη βούλησή της- απαγωγή της από τον Τρώα Πάρη έγινε η αφορμή του φονικού πολέμου και που την έχει πάρει πίσω με το σκοπό να τη σκοτώσει, οι γυναίκες αδειάζουν όλο το μίσος τους πάνω της και ζητούν την άμεση σφαγή της. Ο Μενέλαος, όμως, την παίρνει μαζί του στην Ελλάδα, μεταθέτοντας την τιμωρία της. Όλα δείχνουν πως η αδάμαστη Ελένη στο πλοίο της επιστροφής θα πείσει με τα επιχειρήματά της και την ομορφιά της -το βασικότερο των επιχειρημάτων της…- τον διστακτικό, άβουλο μπροστά της, απατημένο σύζυγο για την «αθωότητά» της και θα κερδίσει το παιχνίδι.
Η τραγωδία θα κλείσει με τις Τρωαδίτισσες, αφού νεκροστολίσουν με τη γιαγιά του, την Εκάβη, το νεκρό πια κορμάκι του Αστυάνακτα, να σύρονται στα ελληνικά καράβια ενώ, πίσω τους, η συλημένη πόλη παραδίδεται στη φωτιά και τα υπολείμματα των τειχών της συντρίβονται.
Ο Ευριπίδης, με τις «Τρωάδες» του (415 π.Χ.), γραμμένες λίγο μετά τον αφανισμό από τους Αθηναίους της Μήλου -τη σφαγή και τον εξανδραποδισμό των κατοίκων της ως τιμωρία γιατί θέλησαν να μείνουν ουδέτεροι στον πόλεμο τους με τους Σπαρτιάτες- δεν υπέμνησε μόνον οικεία κακά, όπως πιστεύεται. Μιλώντας για τα δεινά, για τις αγριότητες του πολέμου άφησε μία τραγωδία η οποία μπορεί να μην είναι η αρτιότερη που έχει γράψει καθώς της λείπει η συνοχή αλλά παρέμεινε και παραμένει δυστυχώς πάντα συγκλονιστικά επίκαιρη: ο Πόλεμος ποτέ δεν τελειώνει.
Η παράσταση. Ο Θέμης Μουμουλίδης θέλησε να «αποτραγωδιοποιήσει» τις «Τρωάδες» πιστεύοντας πως θα τις φέρει πιο κοντά μας. Επενέβη ελαφρά στο κείμενο της επαρκούς μετάφρασης του Κ. Χ. Μύρη και το επεξεργάστηκε με την Παναγιώτα Πανταζή προσθέτοντας κάποια κείμενα σύγχρονων μαρτυριών πολέμου, κατέβασε τους δύο θεούς του προλόγου, παρά τις μάσκες που τους έβαλε, σε επίπεδα καθημερινά, σχεδόν αγοραία -ο Ποσειδώνας εμφανίζεται να κάνει ποδόλουτρο σε μία τσίγκινη λεκάνη-, περίπου εξαφάνισε το Χορό μετατρέποντας τα στάσιμα σε μέρη διαλογικά και αντικαθιστώντας ένα από αυτά αποκλειστικά με τις μαρτυρίες, πρόσθεσε έναν διαχρονικό στρατιώτη που ανοίγει και κλείνει το έργο και έδωσε ένα ρεαλιστικό ύφος στην όλη παράσταση.
Σε έργα τόσο πολυπαιγμένα κάθε πρακτική νομιμοποιείται πια με αιτούμενο την ανανέωσή τους και την ανανέωση του ενδιαφέροντος του κοινού. Το θέμα είναι η υλοποίηση της κάθε άποψης. Πιστεύω πως ο σκηνοθέτης εδώ δεν πέτυχε. Χάνεται το τραγικό μέγεθος αλλά τίποτα δεν έχει βρεθεί να το αντικαταστήσει, να το αντιστοιχίσει -πράγμα που είχε καταφέρει ο Γιάννης Τσαρούχης το 1977 όταν ανέβασε την ίδια τραγωδία. Το αποτέλεσμα, όπως εγώ τουλάχιστον το εισέπραξα, είναι άχρωμο, άνευρο και αδιάφορο. Μία παράσταση επίπεδη, χωρίς εσωτερική ένταση, άσφαιρη.

Ο Γιώργος Πάτσας ύψωσε ένα μεταλλικό τείχος με κάγκελα φυλακής, σκηνικό ταιριαστό με την παράσταση, που, καλά φωτισμένο, γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον αλλά τα κοστούμια της Παναγιώτας Κοκκορού, χωρίς προσωπικότητα, δεν κομίζουν κάτι ιδιαίτερο. Ο Θύμιος Παπαδόπουλος με τις μουσικές του και ο Γιάννης Λαμπρόπουλος που σχεδίασε τους απειλητικούς ήχους έχουν συμπορευτεί αποτελεσματικά με τη σκηνοθετική γραμμή.
Οι ερμηνείες. Η σκηνοθεσία δεν κατάφερε να οδηγήσει στην υπέρβαση και τους καλούς έως πολύ καλούς ηθοποιούς της διανομής.
Η Φιλαρέτη Κομνηνού, νέα ακόμη, ίσως, για να παίξει Εκάβη αλλά ιδανική για την τραγωδία -εμφάνιση, φωνητικό μέταλλο, κίνηση, μέγεθος- παίζει το ρόλο με τη γυμνασμένη τεχνική της αλλά στεγνά, ατσαλάκωτα, τυποποιημένα, καθωσπρεπικά, χωρίς να μεταδίδει -σε μένα τουλάχιστον δεν μετέδωσε- συγκίνηση, χωρίς να βγάζει τα σπλάχνα της. Συγκίνηση ένοιωσα μόνο στο θρήνο της πάνω από το νεκρό κορμάκι του Αστυάνακτα. Αλλά δεν μου ήταν αρκετή.
Συγκίνηση αντίθετα μου μετέφερε η Μαρία Πρωτόπαππα-Ανδρομάχη, η μόνη, κατά τη γνώμη μου, που ξεχωρίζει στην παράσταση. Η Ιωάννα Παππά ζορίζεται και ζορίζει τη φωνή της άκαρπα ως Κασσάνδρα. Και τα μικροφωνικά τερτίπια -έκο κλπ- που της πρόσθεσε η σκηνοθεσία αντί να μεγεθύνουν, πιστεύω ότι μειώνουν το αποτέλεσμα, το κάνουν τεχνητό. Η Ζέττα Δούκα, μείζον τάλαντο, έχει παράστημα Ωραίας Ελένης αλλά η σκηνοθεσία την περιόρισε στην πόζα.
Ο Στέλιος Μάινας στον Ταλθύβιο, τον πιο άχαρο ίσως ρόλο του αρχαίου ελληνικού δραματολογίου, δεν καταφέρνει παρά να διεκπεραιώσει. Ο Άρης Λεμπεσόπουλος, στον Ποσειδώνα με αλλοιωμένη φωνή και ήχους Λευτέρη Βογιατζή, είναι αποδοτικότερος στον Μενέλαο χωρίς να υπερβαίνει τα συνήθη του μέτρα. Η Λένα Παπαληγούρα εδώ περιορίζεται σε μία άχρωμη παρουσία. Σωστός σ’ αυτό που του ζητήθηκε ο Χρήστος Πλαΐνης.
Το συμπέρασμα. Ένα ακόμα περιττό ανέβασμα των «Τρωάδων».

Κατράκειο Θέατρο Νίκαιας, από το θίασο «5η Εποχή Τέχνης» και το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας, 5 Σεπτεμβρίου 2014.