July 24, 2017

Tip: «Τροβατόρε»


Οι λάκκοι με τα δάχτυλα…



Θεωρώ περισσότερο από θεμιτό μία κρατική Όπερα να διατηρεί στο ρεπερτόριό της κάποιες παραστάσεις: το θεωρώ επιβεβλημένο. Ειδικά τις επιτυχημένες. Άσχετα επί ποιας καλλιτεχνικής διεύθυνσης ανέβηκαν. Γι αυτό έκρινα ως πολύ σωστή την απόφαση του Γιώργου Κουμεντάκη η Λυρική Σκηνή να παρουσιάσει στο καινούργιο της κτίριο, στο ΚΠΣΙΝ, τον περασμένο χειμώνα, στην πρώτη δοκιμαστική περίοδό της, τον «Μάκβεθ» του Βέρντι, στη σκηνοθεσία του Λορέντσο Μαριάνι -μία, κατά τη γνώμη μου, εξαιρετική παράσταση του 2014. Αλλά απόρησα με την απόφασή του να ξαναπαρουσιάσει το καλοκαίρι, στο Ηρώδειο και στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, την «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι, στη σκηνοθεσία του Ούγκο ντε Άνα, παράσταση του 
2013, αλλά ΚΑΙ τον «Τροβατόρε», στη σκηνοθεσία του Στέφανο Πόντα, παράσταση του 2012. Όχι μόνο γιατί αυτή η ανακύκλωση, τα τελευταία χρόνια, στο Ηρώδειο, των ίδιων και των ίδιων έργων του «δημοφιλούς», ιταλικού κυρίως, ρεπερτορίου του 19ου αιώνα απλώς αμηχανία φανερώνει και αποκλειστικά ωφελιμιστική
σκοπιμότητα -«γεμίζουν το Ηρώδειο και ‘τα φέρνουν’»-, αποκλείοντας κάθε σκέψη ότι ένα κρατικό λυρικό Θέατρο -και, μάλιστα, εφόσον είναι το μοναδικό στη χώρα- οφείλει να έχει και κάποιους εκπαιδευτικούς στόχους. Όχι μόνο γιατί ΚΑΙ οι δύο παραστάσεις της Λυρικής στο Φεστιβάλ είναι επαναλήψεις. Όχι μόνο γιατί και οι δύο είχαν -έχουν- την ίδια πρωταγωνίστρια -τη σοπράνο Τσέλια Κοστέα. Αλλά -κυρίως- γιατί η Λυρική επανήλθε σε δύο κακές παραστάσεις. Εξ ιδίων κρίνω βέβαια -είναι δυνατόν αυτό να είναι το κριτήριο; Αλλά μπορεί και το κριτήριο να είναι ότι το κοινό «γέμισε το θέατρο», «μαγεύτηκε» και «καταχειροκρότησε»; Όταν γνωρίζουμε καλά πως το κοινό του Ηρωδείου «γεμίζει το θέατρο», «μαγεύεται» και «καταχειροκροτεί» αδιακρίτως -πάντα; (Με απόγνωση διάβασα πως για το επόμενο καλοκαίρι στο Ηρώδειο έχουν προγραμματιστεί και πάλι «Ναμπούκο» του Βέρντι και «Κάρμεν» του Μπιζέ…). 
Απέφυγα να (ξανα)δώ την «Μπατερφλάι» με τους… Νίντζα όχι, όμως, και τον «Τροβατόρε». Όχι συνειδητά. Απλώς διότι δεν πήρα είδηση ότι είναι, επίσης, επανάληψη -δεν πέρασε από το μυαλό μου ότι η Λυρική θα έκανε φέτος και δεύτερη επανάληψη στο Φεστιβάλ…- και πήγα να δω μία καινούργια παραγωγή. Mea culpa. Οπότε και τι δεν (είδα)… Ο σκηνοθέτης/σκηνογράφος/ενδυματολόγος/διευθυντής φωτισμών Στέφανο Πόντα (υποθέτω αμείφθηκε χωριστά για την κάθε δουλειά…) να έχει ξεχειλίσει τη σκηνή με δυο μεγάλους λάκκους γεμάτους νερό. 
Στον δεξιό -για το θεατή-, ένα ξερόδεντρο και πλάι κάτι σαν γιγάντιο λάχανο-εγκέφαλος, γεμάτο με ανάγλυφα πρόσωπα νεκρών (;). Στον άλλο λάκκο, ένα γιγάντιο άκρο χέρι, με κάποια δάχτυλα τεντωμένα -ευτυχώς όχι ο μέσος…- που με παρέπεμψε στο «λάκκο (σ.σ. επιτρέψτε μου) με τα κωλοδάχτυλα» -αυτοσχολιασμός του σκηνοθέτη/σκηνογράφου; Κάτι άλλες πλάκες σκόρπιες, στημένες μπροστά από τον τοίχο του Ηρωδείου, μία πλάκα με ένα μάτι -όλα από παπιέ μασέ, όλα παρατακτικά σωριασμένα, όλα πολύ, μα πολύ συμβολικά. Και κακοφωτισμένα. Και στη σκηνή που, μπροστά από τους λάκκους, έχει απομείνει με φάρδος 1 20, να συνωθούνται 
πρωταγωνιστές και χορωδοί, ντυμένοι με κάτι άθλια δερμάτινα, μαύρα, σαν ράσα, και με κάτι γελοία κράνη στο κεφάλι σαν αυτά που φορούν οι Κινέζοι όταν οδηγούν μηχανάκι. Και, μετά, με κάτι μάσκες-κεφάλια σαν ζόμπι -tribute στον πρόσφατα εκλιπόντα Τζορτζ Ρομέρο;-, με κάτι υψωμένα, στα χέρια τους, παλούκια-δόρατα που στην κορυφή έχουν καρφωμένα και πάλι χέρια με δάχτυλα -τι εμμονή κι αυτή… Το χορωδιακό των Τσιγγάνων -και όχι μόνον αυτό- να εκτελείται με κίνηση τύπου πρωινές ασκήσεις γυμναστικής -που να πέφτεις κάτω από τα γέλια. Η Λεονόρα (η καθόλου σε φόρμα Τσέλια Κοστέα) με κάτι ξώβυζα. Και, στη

σκηνή του μοναστηριού, οι μοναχές στα λευκά, χωρίς ντεκολτέ, με κάτι τουρμπάνια στο κεφάλι, σαν φολκλορικό συγκρότημα από την Ακτή του Ελεφαντοστού ενώ η δόκιμη Λεονόρα στα λευκά επίσης αλλά με ντεκολτέ ξώβυζο πάντα. Και όλοι να κινούνται αργά, αργά, αργά, αργά… μέσα στα σκοτάδια. Και στη λίμνη με το 
λάχανο, κομπάρσοι με σαλβάρια, ημίγυμνοι και ξυπόλυτοι, να τσαλαβουτούν στα νερά και να υποφέρουν δεν ξέρω ακριβώς τι και γιατί (στην πραγματικότητα ευτυχείς που με τους 36° υπό σκιάν δεν φορούσαν κι αυτοί τα δερμάτινα και, επιπλέον, δροσίζονταν…). Και στο δεύτερο μέρος ένας άλλος κομπάρσος, επίσης ημίγυμνος, με τάνγκα αυτός, λουσμένος στα αίματα, επίσης να υποφέρει. Εμφανώς. Και στο δεύτερο μέρος όλοι σχεδόν
οι πρωταγωνιστές να υποχρεώνονται να μπουν -για να δροσιστούν κι αυτοί;- στους λάκκους και να τσαλαβουτήσουν στα νερά -με ξεπέρασαν οι συμβολισμοί… Και ένας σιτεμένος -αλλά με ρωμαλέα ακόμα, ομολογώ, φωνή- ιταλός τενόρος, ο Βάλτερ Φρακάρο, να παίζει σαν ιταλός τενόρος -για την πάρτη του μόνο. Και η ορχήστρα, υπό τον
Μίλτο Λογιάδη, όχι στην καλύτερή της μέρα, με περίεργα επιλεγμένα τέμπι και με προβληματική, κάποιες στιγμές, τη συμπόρευση με τους άδοντες. Και μέσα στην απερίγραπτη κακογουστιά, με μία Αζουτσένα -η ρουμάνα μέτζο Έλενα Κασιάν- συμπαθητική, ουσιαστικά να σώζονται μόνον ο Φεράντο του Τάσου Αποστόλου -δίνει φωνητικό και υποκριτικό κύρος σε όποιον ρόλο και αν του ανατεθεί- και, φυσικά, η σπουδαία φωνή του Δημήτρη Πλατανιά που δικαίως πήρε και το δυνατότερο χειροκρότημα -συγκλονιστικός στην καμπαλέτα «Per me, ora fatale». Είναι, όμως, αρκετά αυτά ώστε να μιλούμε για φεστιβαλική παράσταση;

Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Εθνική Λυρική Σκηνή, Φεστιβάλ Αθηνών, 24 Ιουλίου 2017.

July 21, 2017

Tip: «Αποτυχημένες απόπειρες αιώρησης στο εργαστήριό μου»


(Εξαιρετικά) επιτυχημένες απόπειρες αιώρησης στο εργαστήριό του 


Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κουρτάκης δεν εμφανίζεται συχνά στα θεατρικά μας πράγματα -είναι μία εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση. Οι «Αποτυχημένες απόπειρες αιώρησης στο εργαστήριό μου» είναι μόλις η τρίτη παράστασή του σε δεκατρία χρόνια. Αλλά από την αγρανάπαυση αυτή προέκυψε σοδιά εντυπωσιακή. Ο Δημήτρης Κουρτάκης, μαζί με την Ελένη Παπάζογλου και την Αναστασία Τζέλλου, ανθολόγησαν σπαράγματα από το πεζογραφικό έργο του Σάμιουελ Μπέκετ, τα επεξεργάστηκαν δραματουργικά και δημιούργησαν μία σύνθεση -ένα κολάζ. Ο σκηνοθέτης -που ήταν και ο σκηνογράφος της παράστασης- έκτισε έναν ερειπιώνα -ένα ρημαγμένο διώροφο σπίτι, με ξεφτισμένους, σαπισμένους τοίχους, με χαλάσματα, με γκρεμίδια, με σκαλιά που δεν οδηγούν πουθενά, με ορύγματα, με λιγοστά, άθλια έπιπλα, όλα στο εσωτερικό του σκηνικού, όχι ορατά από το θεατή, και με μία συγκλονιστική κατακόρυφη ρωγμή, από πάνω μέχρι κάτω, και στους δύο βασικούς τοίχους του, δύο ρωγμές που παραπέμπουν στο «…και ιδού το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη από άνωθεν έως κάτω» αφήνοντας μία βιβλική, μία συμπαντική αίσθηση-, 


«εγκιβώτισε» στο ρημαδιό τον Άρη Σερβετάλη -μαζί και τον Ζερεμί Μπερναέρ, χειριστή της βιντεοκάμερας που συμπρωταγωνιστεί στην περφόρμανς-, και του παρέδωσε -με καλλιτεχνική συνεργάτρια την Έφη Μπίρμπα- τη σύνθεση αυτή. Ο Άρης Σερβετάλης, ιδανική μπεκετική φιγούρα αλλά και ιδανικός μπεκετικός ερμηνευτής -από αυτούς τους τραγικούς, απεγνωσμένους «κλόουν» του Μπέκετ, ο οποίος θυμίζει, με την αγέλαστη και «ανέκφραστη» φάτσα του, τον Μπάστερ Κίτον (μην ξεχνούμε, άλλωστε, πως, ειδικά γι αυτόν ο Μπέκετ έγραψε το «Φιλμ», τη μικρού μήκους ταινία (1965) που σκηνοθέτησε o Άλαν Σνάιντερ), το παιχνίδι με την πόρτα της ντουλάπας που διαρκώς την κλείνει αλλά εκείνη διαρκώς ανοίγει και με την καρέκλα η οποία δεν στέκεται στη θέση που τη βάζει δεν είναι τυχαίο, στον βωβό κινηματογράφο παραπέμπει…-, άδραξε το κείμενο αυτό και, με τη σωματικότητα που τον διακρίνει -όχι άσκοπα εδώ-, έρπει, σέρνεται, κρεμιέται, γαντζώνεται, σκαρφαλώνει, τσουλάει, ισορροπεί, αρπάζεται από τοίχο σε τοίχο, από σκαλί σε σκαλί, από έπιπλο σε έπιπλο -κάτι σαν τον Γκρέγκορ Σάμσα-κατσαρίδα της καφκικής «Μεταμόρφωσης»- υλοποιώντας με μία ασθματική κίνηση, με μία ασθματική εκφορά του λόγου, με ένα σώμα στρεβλωμένο, γωνιασμένο, αναποδογυρισμένο, την υπαρξιακή του απόγνωση. Όχι, δεν αιωρείται. Αλλά, ναι, την παράσταση την απογειώνει. Ο λόγος τον οποίο ο Άρης Σερβετάλης μασάει, καταπίνει προς τα μέσα και δεν προβάλλει προς τα έξω -ελάττωμά του σε κανονικές συνθήκες- εδώ γίνεται προτέρημα, έστω κι αν κάποιες λέξεις χάνονται. Το βίντεο 
στα χέρια του χειριστή, κάποτε και στα δικά του, καταγράφει όλες του τις κινήσεις, καταγράφει λεπτομέρειες που προβάλλονται στους δύο τοίχους του ερείπιου με τη ρωγμή, προς τη μεριά των θεατών που είναι μοιρασμένοι εκατέρωθεν του σκηνικού, απέναντι από τον κάθε τοίχο, βλέποντας το βίντεο, κυρίως, αλλά και, μέσα από τα χαλάσματα, ζωντανά, ηθοποιό και χειριστή του βίντεο. Σπαράγματα κειμένων -που κάποια, απομονωμένα, πέφτουν σαν τίτλοι, εμβληματικά, στους δύο τοίχους-, σπαράγματα της ζωντανής βιντεοσκόπησης, σπαράγματα ζωντανά της δράσης, δεμένα με τις εκπληκτικές -και πάλι- μουσικές και τους ήχους του Δημήτρη Καμαρωτού, εξαιρετικά φωτισμένα -σκοτάδια και αστραπές που αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο- δημιουργούν, πλάθουν ένα ιδανικό μπεκετικό σύμπαν. Τις λέξεις, βασικό μοτίβο του Μπέκετ, δεν τις εικονοποιεί ο σκηνοθέτης αλλά τον εμπνέουν. Τις παίρνει ως αφορμή για να γεννήσει καταστάσεις, για να γεννήσει ήχους -τα χέρια που ξύνουν τους τοίχους, οι ανάσες…- που, μεγεθυμένοι από τα μικρόφωνα, ενεργά συμμετέχουν. Το φινάλε, με τον Σερβετάλη να ανασκάπτει τον τάφο του, να χώνεται μέσα και να σκεπάζεται με τις πέτρες λίγο πριν γίνει σκοτάδι -παραπομπή στο μπεκετικό «Ξεγεννάνε καβάλα σ’ ένα τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή κι ύστερα πάλι σκοτάδι» του «Περιμένοντας τον Γκοντό»-, συγκλονιστικό. Ο Δημήτρης Κουρτάκης με την παράσταση αυτή -για να παραφράσω τον 


Μπέκετ - «προσπάθησε ξανά, πέτυχε ξανά, πέτυχε καλύτερα». Έχω δει σχεδόν όλες τις ελληνικές παραστάσεις Μπέκετ από το 1973 -στην Αθήνα τουλάχιστον. Νομίζω πως αυτή, μαζί με τις «Ευτυχισμένες μέρες» της Χριστίνας Τσίγκου σε σκηνοθετική επιμέλεια Ροζέ Μπλεν, είναι οι δύο καλύτερες. Ο κύκλος των τριών παραστάσεων της περφόρμανς που τίμησε το Φεστιβάλ Αθηνών, κλείνοντας θριαμβευτικά τις εκδηλώσεις στην «Πειραιώς 260», έκλεισε αλλά, από ό,τι πληροφορούμαι, θα επαναληφθεί. Την είδα δύο φορές -τη δεύτερη μου άρεσε ακόμα περισσότερο. Όταν ξαναπαιχτεί, θα την ξαναδώ. Να είστε και εσείς εκεί. Αυτά -προσέξτε!- δεν τα χάνει κανείς. Είναι γεγονότα.

July 20, 2017

Ρασίντ Ουραμντάν: Όταν η αναπηρία μετασχηματίζεται σε τέχνη υψηλή / 23ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας


Είναι ταλαντούχος χορογράφος ο γεννημένος στην Γαλία από αλγερίνους γονείς Ρασίντ Ουραμντάν. Ευφάνταστος. Και βαθύτατα ευαίσθητος. Στο «Tordre (Συστρέφω)» (2014) που παρουσίασε το 

Σάββατο, για μία, μόνο, δυστυχώς, παράσταση, στο Στούντιο του Μεγάρου Χορού της Καλαμάτας, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ της Καλαμάτας, με το CCN2-Εθνικό Χορογραφικό Κέντρο της Γκρενόμπλ, το οποίο συνδιευθύνει, έχει, ουσιαστικά, σμίξει δύο σόλο σε ένα ντουέτο: η μία χορεύτριά του, η Αμερικανίδα Άνι Χάναουερ, εκ γενετής χωρίς το αριστερό της χέρι και με πρόσθετο, τεχνητό ξύλινο βραχίονα, η άλλη, η Λιθουανή Λόρα Γιοντκιτέ, με το ψυχικό σύνδρομο της περιδίνησης από τα παιδικά της χρόνια συναντιούνται στη σκηνή μέσα από σόλο για να αποδείξουν ότι τα προβλήματά τους μπορούν να γίνουν τέχνη. Και το πετυχαίνουν απολύτως: η Χάναουερ χρησιμοποιώντας τον τεχνητό βραχίονα αρμονικά μαζί με το δεξί της χέρι -χορεύει σαν να έχει τρία χέρια!- και επιβάλλοντάς μας να δεχτούμε ως απολύτως «φυσιολογικό» αυτό που βλέπουμε, η Γιοντκιτέ περιδινούμενη αενάως σαν περιστρεφόμενος δερβίσης. Και το πετυχαίνουν αυτές οι δύο 
περιπτώσεις, αυτές οι δύο, τόσο διαφορετικής «υφής» χορεύτριες και γιατί δένονται από τον χορογράφο μεταξύ τους, δεξιοτεχνικά: οι επαναλαμβανόμενες αντιστικτικά θριαμβευτικές είσοδοί τους στη σκηνή υπό τους ήχους του μιούζικαλ «Αστείο κορίτσι», το βιωματικό κείμενο για την περίπτωσή της που εκφωνεί, περιστρεφόμενη, η Γιοντκιτέ, η φωνή της Νίνα Σιμόν στο «Feelings», μαζί με τις κουβέντες της, στη ζωντανή εκτέλεσή του, που ανατρέπουν τους στίχους, τα σκληρά σκηνικά της Σιλβέν Ζιραντό -δύο, αιωρούμενα όμως, ώστε να απαλύνεται η σκληρότητά τους, συμπλέγματα από δύο κάθετα δεμένους, στο καθένα, σιδηροσωλήνες, που το ένα κατέρχεται σιγά-σιγά και σ’ αυτό βρίσκει αναπαυτήριο η Χάναουερ-, οι εξαιρετικοί ρυθμοί που κορυφώνονται μέχρι τον παροξυσμό για να εκτονωθούν οι δύο χορεύτριες, να ανασάνουν και να ξαναξεκινήσουν, το αισιόδοξο φινάλε της -τελικά- νίκης των δυο τους -όλα- συντελούν στη δημιουργία ενός γνήσια ποιητικού, συγκινητικού παραστασιακού αποτελέσματος. Που γίνεται λυτρωτικό όταν οι δύο χορεύτριες βρεθούν η μία στην αγκαλιά της άλλης.
Η Καλαμάτα είναι πάντα εκεί και μας περιμένει για το Φεστιβάλ της -ένα τριήμερο για φέτος, από Παρασκευή μέχρι και Κυριακή, η κρίση και το πηγμένο Φεστιβάλ Αθηνών δεν αφήνουν περιθώρια για περισσότερο…: όμορφη πόλη, ζεστή -κυριολεκτικά, καθώς ζέστη+υγρασία είναι το.. σήμα κατατεθέν της, και μεταφορικά-, η θάλασσα να μας δέχεται ευνοϊκά στους κόλπους της τα πρωινά -διότι το απογευματάκι σηκώνει κύμα-, εκτός από το Σάββατο που ο αέρας αγρίεψε από νωρίς, το Καλάθι από πάνω, επιβλητικός ορεινός όγκος αλλά και με μία τεράστια, πλαστικοποιημένη
ελληνική σημαία (που δεν ξέρω γιατί αλλά μου θύμισε τον τεράστιο σταυρό που έχουν υψώσει στο Βόντνο, πάνω από τα Σκόπια…) να το «κοσμεί», καρφωμένη την πλαγιά του προς την πόλη, για να μην ξεχνιόμαστε ότι στην «γαλάζια» Μεσσηνία βρισκόμαστε…-, οι αγαπημένοι φίλοι εκεί, πάντα -να ’ναι καλά-, η αυλίτσα της ταβέρνας του Βάγια, οι φρυγανιές και οι πάβλοβες του Αθανασίου να μας περιμένουν… Πάντα, εδώ και χρόνια, μία ευχάριστη καλοκαιρινή παρένθεση.
Τα 23 του συμπληρώνει, φέτος, το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας. Σταθεροποιημένο παρά τις περικοπές, τα τελευταία χρόνια, του προϋπολογισμού του, ενδιαφέρον, αν και κάπως συρρικνωμένο πια, συνεχίζει την πορεία του με καλλιτεχνική διευθύντρια, από πέρσι, την Κατερίνα Κασιούμη και, σίγουρα, σφραγισμένο ανεξίτηλα από την ιδρύτρια και καλλιτεχνική διευθύντριά του επί 21 συναπτά έτη Βίκυ Μαραγκοπούλου -απούσα, πάντως, από τις εκδηλώσεις και με το όνομά της απόν 
από το (πολύ καλοφτιαγμένο, όπως και η αφίσα, και περιεκτικό) δίγλωσσο πρόγραμμα/βιβλίο του Φεστιβάλ.
Η φετινή διοργάνωση άνοιξε -με παρόντες πολιτικά πρόσωπα της Καλαμάτας, της Μεσσηνίας και, ευρύτερα, της Πελοποννήσου, «κοσμικούς» της πόλης, φίλους του χορού και μερικούς παλαιούς «πιστούς» του Φεστιβάλ από την Αθήνα- την Παρασκευή, στη σχεδόν γεμάτη Κεντρική Σκηνή του Μεγάρου Χορού. Το άνοιγμα, από το σύνολο του Εθνικού Χορογραφικού Κέντρου-Μπαλέτου της Λορένης, που παρουσίασε ένα τρίπτυχο με τρεις παλαιότερες χορογραφίες: 
«Rose-Variation» (2001 ως «Rose» / αναδημιουργία 2014) της Ματίλντ Μονιέ, «Opal Loop / Cloud Installation # 72503» (1980) της Τρίσα Μπράουν, «Sounddance» (1975) του Μερς Κάνινχαμ. Το πρόγραμμα είχε, κατά κάποιο τρόπο, κοινό άξονα -η αποδόμηση του λεξιλογίου του κλασικού μπαλέτου, το σχόλιο πάνω στο εφήμερο της χορευτικής τέχνης, ο αντίποδας της ομοιομορφίας που απαιτεί η τέχνη του μπαλέτου… Αλλά οι χορογραφίες -αν και οι δύο τελευταίες υπογραμμένες από ιστορικές μορφές του σύγχρονου χορού- μου φάνηκαν με ρυτίδες. Και η «βαμμένη» εντελώς ροζ πρώτη, και η «αυτοσχεδιαστική» -και πιο ενδιαφέρουσα από τις τρεις- δεύτερη, με τις εντυπωσιακές ομίχλες του οπτικού περιβάλλοντος της Φουτζίκο Νακάγια, και η τρίτη, με τις συμπλεκόμενες, χορταστικές χρυσές κουρτίνες του σκηνικού του Μαρκ Λάνκαστερ. 

Ή, μήπως, έφταιγε η εκτέλεση; Ένοιωσα ότι έλειπε, ειδικά στο πρώτο κομμάτι, η ενέργεια που θα απογείωνε την παράσταση σε ένα επίπεδο κατάλληλο για πρεμιέρα φεστιβάλ.
Η Κυριακή ήταν αφιερωμένη σε υπαίθρια θεάματα. Η Μετεωρολογική Υπηρεσία απειλούσε με καταιγίδα αλλά ο καιρός σεβάστηκε το πρόγραμμα του Φεστιβάλ και η καταιγίδα ξέσπασε μετά τα μεσάνυχτα. Μέχρι τότε είδαμε, στην κεντρική πλατεία, 
τον «Ανύποπτο χρόνο» απ’ την ομάδα «Κινητήρας» της Αντιγόνης Γύρα, σε χορογραφία της στην οποία συνεργάστηκε και η ομάδα: ένα δρώμενο από ένα αρκετά μεγάλο σύνολο επαγγελματιών και ερασιτεχνών, το οποίο δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια ενός χρόνου δουλειάς, με αφετηρία το ομώνυμο ποίημα του Χρήστου Πολυμενάκου, σε δραματουργία που συνυπέγραφε ο ίδιος με την Άννα Τσίχλη- Μπουασονά. Διαρκής, ομαδική κυκλική κίνηση η οποία διακόπτεται από σύντομα στιγμιότυπα, κάποιες «εκρήξεις» αλλά το αποτέλεσμα έμοιαζε χωρίς έρμα, επίπεδο. Σε πρωταγωνιστή της παράστασης αναδείχτηκε ένας γλυκύτατος σκυλάκος κόκερ τον οποίο έσερνε μία από τις συμμετέχουσες -και που η παρουσία του, βέβαια, δεν ξέρω αν νομιμοποιούνταν…
Η βραδιά έκλεισε στο προαύλιο του Μεγάρου Χορού με μία παράλληλη εκδήλωση: την προβολή του σουηδικής παραγωγής ντοκιμαντέρ της Τόρα Μκανταβίρε Μάρτενς «Μάρτα και Νίκι» (2015): δύο μαύρες φίλες -η Μάρτα Ναμπουάιρε που ήρθε έφηβη στην Σουηδία από την Ουγκάντα και η Νίκι Τσάπος, με καταγωγή από την Εθιοπία, που την υιοθέτησε, μωρό ακόμα, ένα ζευγάρι Σουηδών, προφανώς ελληνικής καταγωγής -κάποιες σκηνές, άλλωστε, της ταινίας είναι γυρισμένες στην Κάλυμνο όπου η Νίκι πάει να συναντήσει τους δικούς της που βρίσκονται σε διακοπές- δένονται σε αχώριστο ζευγάρι στο χιπ χοπ. Ζευγάρι τόσο 


επιτυχημένο που το 2010 οι δύο φίλες ανακηρύσσονται πρωταθλήτριες στο διεθνή διαγωνισμό στριτ ντανς «Juste Debout» στο Παρίσι. Ζούνε για να χορεύουν, περνάνε καλά, καταλαβαίνουν η μία την άλλη, περνάνε ώρες μαζί, μαζί ταξιδεύουν -στην Κούβα, στην Τσεχία… Αλλά, όταν δεν καταφέρνουν να κερδίσουν σε κάποιον άλλο διαγωνισμό, ρωγμές δημιουργούνται στη φιλιά τους. Η Μάρτα νοσταλγεί την πατρίδα που άφησε, νοιώθει την ανάγκη να αποσυρθεί από το χορό… Μπορεί, όμως, και να βρουν έναν τρόπο να συνεχίσουν. Αλλιώς. Ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ που με κράτησε παρά την πολύ χαμηλά, για να έχουν ορατότητα όλοι οι θεατές, στημένη οθόνη και παρά τα κάποια προβλήματα στην αρχή της (βιντεο)προβολής.
Το Φεστιβάλ συνεχίζεται μέχρι και την Κυριακή. Χωρίς εμάς πια. Και του χρόνου!

July 19, 2017

Tip: «Μανιφέστο»


Κέιτ Μπλάντσετ: η αποθέωση της Θεατρίνας 



Όμορφη. Με σπάνια φινέτσα. Απολύτως γοητευτική. Και τάλαντο. Μεγάλο τάλαντο. Σπάνιο τάλαντο. Εκρηκτικό τάλαντο. Σπουδαία Ηθοποιός. Θεατρίνα. Με μεγάλη γκάμα. Με χιούμορ. Με υπέροχη φωνή. Με άψογη αγωγή του λόγου. Με υπέροχη κίνηση. Που ξέρει να φοράει τα κοστούμια της -και να μην τη φοράνε. Τα έχει, ήδη, αποδείξει όλα αυτά η Κέιτ Μπλάντσετ. Με τους ρόλους της στον κινηματογράφο. Τα έχει αποδείξει με τους ρόλους της στο θέατρο -τι κρίμα να μην την έχουμε δει στην Ελλάδα, πόσο μάλλον όταν στη σκηνή ντεμπουτάρησε παίζοντας, στα 23 της, το 1992, τον επώνυμο ρόλο στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή… Υπάρχει, όμως, 
στη φιλμογραφία της και το «Μανιφέστο». Του γερμανού εικαστικού και σκηνοθέτη Γιούλιαν Ρόζεφελντ: μία κινηματογραφική εγκατάσταση (2015) με δεκατρείς οθόνες όπου προβάλλονται δεκατρείς ταινίες, περίπου δεκάλεπτες, αφιερωμένες σε πολιτικά και καλλιτεχνικά μανιφέστα. Aπό το Κομουνιστικό

Mανιφέστο των Μαρξ και Ένγκελς και το Μανιφέστο του Φουτουρισμού του Μαρινέτι μέχρι τα μανιφέστα του Σουρεαλισμού, του Νταντά, του Σουπρεματισμού, του Κονστρουκτιβισμού, του Σιτουασιονισμού, του «Γαλάζιου Καβαλάρη», της Ποπ Αρτ, του Fluxus, της Εννοιολογικής Τέχνης. του Μινιμαλισμού αλλά και το «Δόγμα 95» των Λαρς φον Τρίερ και Τόμας Βίντερμπερ ή τους Χρυσούς Κανόνες της Κινηματογράφησης του Τζιμ Τζάρμους. Ο Ρόζεφελντ 
έχει συνθέσει δεκατρία κολάζ με αποσπάσματα από τα εξήντα μανιφέστα τα οποία επέλεξε και τα έχει μετατρέψει σε μονολόγους που τους ερμηνεύει, ενδυόμενη πρόσωπα της καθημερινότητας, σε σκηνές καθημερινότητας, η Κέιτ Μπλάντσετ: ένας γέροντας άστεγος αλήτης, μία χρηματίστρια, μία τεχνοκράτισσα, μία ευσεβής νοικοκυρά και μητέρα, μία εργάτρια, μία επιστήμων, μία παρουσιάστρια ειδήσεων, μία ρεπόρτερ, μία μαριονετίστα, μία μεθυσμένη και φτιαγμένη πανκ, μία αριστοκρατική χήρα που εκφωνεί τον επικήδειο του συζύγου της, μία δασκάλα δημοτικού, μία χορογράφος. Τα κείμενα εξαιρετικά μονταρισμένα, τα 
γυρίσματα ευφάνταστα, δημιουργικά έως δεξιοτεχνικά έως και άψογα, μαλακά εισαγωγικά τράβελινγκ, οι χώροι και τα σκηνικά καταπληκτικά, η παραγωγή δεν έχει φεισθεί εξόδων, έξοχες ιδέες -κάθε μονόλογος τελειώνει με το κείμενο αδόμενο μετωπικά προς την κάμερα, εντελώς μπρεχτικά- αλλά εκείνο που κυριαρχεί -συντριπτικά- είναι οι ερμηνείες της Μπλάντσετ: δεκατρείς ρόλοι και μεταμορφώνεται -διαφορετική σε όλους. Όχι, δεν είναι τα μακιγιάζ, οι περούκες, τα κοστούμια, η αλλαγή στιλ… Είναι που η Ηθοποιός αυτή μεταγγίζει το μεδούλι της σε κάθε τύπο που ερμηνεύει και μετατρέπει τους τύπους αυτούς σε χαρακτήρες αξέχαστους. Μέσα σε δέκα λεπτά σε κάθε ταινία και μέσα από κείμενα κόντρα στους ρόλους, που καθόλου δεν τη βοηθούν. Η Κέιτ Μπλάντσετ ενσωματώνει τα «άσχετα» αυτά κείμενα στο πετσί των χαρακτήρων και, με την -πολύ- υψηλή τεχνική που διαθέτει, τους ενσαρκώνει χωρίς να διακρίνεται η τεχνική αυτή ούτε μία στιγμή, αν και μέσα από συνεχή αμείλικτα γκρο πλάνα, αφήνοντας τη συγκίνηση να τρυπώσει αλλά και κρατώντας, παράλληλα, μία απόσταση καθώς τα διυλίζει με το λεπτό, αδιόρατο χιούμορ της. Μία Απόλαυση! Με αποκορύφωμα την, α λα Νατάλια Μακάροβα, Χορογράφο με τη βαριά, ρωσικών

καταβολών προφορά της στα αγγλικά. Μοναδική εμπειρία. Ίσως, το κορυφαίο γεγονός του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών. Που παρουσιάζεται μέχρι και σήμερα στην Αίθουσα Α της «Πειραιώς 260» -κρίμα που δεν έχει γίνει υποτιτλισμός στα ελληνικά. Λυπάμαι που σας το γράφω και πάλι την τελευταία στιγμή αλλά το πήξιμο των εκδηλώσεων, φέτος, δεν μου επέτρεψε να το κάνω νωρίτερα. Πάντως, προλαβαίνετε (Φωτογραφία 3: Julian Rosefeldt/ACMI).

July 13, 2017

Φιλίππογλου σκηνοθετεί «Νεκρή ζώνη» του Πίντερ για Αρμένη και Συσσοβίτη στο «Θησείον»


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση  


Την «Νεκρή Ζώνη» («No Man’s Land») του Χάρολντ Πίντερ, απ τους εντελώς κορυφαίους συγγραφείς του 20ου αιώνα, θα παρουσιάσει στο θέατρο «Θησείον», για δεύτερη, μόλις, φορά στην Ελλάδα, ο Αλέκος Συσσοβίτης με τον θεατρικό οργανισμό «Faust», σε μετάφραση Αντώνη Πέρη και σκηνοθεσία Κώστα Φιλίππογλου, κρατώντας τον έναν απ’ τους βασικούς ρόλους
-τον Σπούνερ-, με τον Γιώργο Αρμένη ως Χιρστ, τον Αντώνη Καρυστινό και τον Γιάννη Στεφόπουλο μαζί του. 
Στην «Νεκρή ζώνη» -που γράφτηκε το 1974 και πρωτοπαρουσιάστηκε στο Λονδίνο, απ’ το Εθνικό Θέατρο, στο θέατρο «Ολντ Βικ», το 1975, σε σκηνοθεσία Πίτερ Χολ, με Σπούνερ τον Τζον Γκίλγκουντ και Χιρστ τον Ραλφ Ρίτσαρντσον 
(παράσταση η οποία, με διάφορες μετακινήσεις σ άλλα θέατρα αλλά και στην Νέα Ιόρκη παίχτηκε επί δυο, σχεδόν, χρόνια και κινηματογραφήθηκε)- ο Χιρστ, ένας εξηντάρης λογοτέχνης της «ανώτερης τάξης», αλκοολικός, φέρνει στο μεγάλο σπίτι του, όπου ζει με τον γραμματέα/οικονόμο του κι έναν υπηρέτη που μπορεί να ’ναι και σωματοφύλακας -όπως πάντα στον Πίντερ τα πρόσωπα δεν καθορίζονται ακριβώς-, έναν περίεργο, φλύαρο συνομήλικο και «συνάδελφό» του «ποιητή» που τον τσίμπησε σε μια παμπ του λονδρέζικου Χάμπστεντ κι ο οποίος συστήνεται ως Σπούνερ, για να συνεχίσουν να πίνουν.
Tη νύχτα και το επόμενο πρωινό που ο Σπούνερ μένει στο σπίτι του Χιρστ, κοινές, υποτίθεται -μπορεί κι ανύπαρκτες…- αναμνήσεις έρχονται στο φως για πρόσωπα, γυναίκες, σχέσεις ερωτικές, συγκρούσεις επέρχονται, απειλές αιωρούνται και πιντερικά παιχνίδια της μνήμης, μεταξύ αλήθειας και ψέματος. θα παιχτούν.
Ας υπογραμμιστεί πως στην -πολιτική- κηδεία του –στις 31 Δεκεμβρίου 2008- ο ίδιος ο Πίντερ (φωτογραφία: Eamonn McCabe) είχε, εκ των προτέρων, επιλέξει, μαζί μ’ άλλα κείμενά του, ο ηθοποιός Μάικλ Γκάμπον, 
που τότε ακριβώς έπαιζε τον Χιρστ σ’ ένα καινούργιο ανέβασμα του έργου, να διαβάσει αυτό το απόσπασμα απ’ την «Νεκρή ζώνη» (εδώ στη μετάφραση του Παύλου Μάτεσι):
«Θα μπορούσα μέχρι και το προσωπικό μου λεύκωμα με τις φωτογραφίες να σας δείξω. Οπότε θα βλέπατε εκεί μέσα μια φυσιογνωμία που ενδέχεται να σας θυμίσει τη δικιά σας, δηλαδή όπως ήσασταν κάποτε. Θα βλέπατε και άλλες φυσιογνωμίες, σε ημίφως αυτές, πρόσωπα ή εν μέρει, μάγουλα, σαγόνια, σβέρκους ή μάτια υπό σκιάν, λόγω καπέλου: μπορεί να σας θυμίσουν πρόσωπα άλλα, που γνωρίζατε κάποτε, που τους νομίζατε νεκρούς εδώ και χρόνια αλλά που θα σας ρίξουν μια φευγαλέα ματιά, αν σας βαστάει να κοιτάξετε κατάματα τα φιλικά φαντάσματα.
Να αποδεχθείτε την αγάπη που εκπέμπουν τα αγαθά φαντάσματα. Διαθέτουν όλη αυτή τη συγκινησιακή φόρτιση... παγιδευμένη. Να υποκλιθείτε μπροστά της. Φυσικά, δεν πρόκειται ποτέ τους να την εκδηλώσουν, όμως πού ξέρεις... πόση ανακούφιση μπορεί να τους χαρίσει αυτό, πού ξέρεις πόσο μπορούν να ξεκουνηθούν... έτσι αλυσοδεμένα όπως είναι... μέσα στην κρυστάλλινη τεφροδόχη τους. Το βρίσκεις απάνθρωπο... να τα ξεκουνήσεις, τη στιγμή που είναι καθηλωμένα, φυλακισμένα; Οχι... όχι. Βαθιά, βαθύτατα μέσα τους λαχταρούν ν' ανταποκριθούν στο άγγιγμά σου, στο βλέμμα σου και, όταν χαμογελάσεις, η χαρά τους... δεν έχει όρια. Γι' αυτό σου λέω, φρόντιζε τους νεκρούς έτσι όπως θα θελες κι εσύ να φροντίζουν εσένα τώρα, εδώ, σ' αυτό που εσείς αποκαλείτε... ζωή σας».
Η «Νεκρή ζώνη», μέχρι τώρα -ενώ τη δεκαετία του ’70, όταν το έργο πρωτοανέβηκε στο Λονδίνο, συζητούσαν να την ανεβάσουν ο Αλέξης Μινωτής κι ο Δημήτρης Χορν, σχέδιο που, δυστυχώς, ποτέ δεν υλοποιήθηκε-, έχει παρουσιαστεί μόνο μια φορά στην ελληνική σκηνή: απ’ το «Φάσμα» του Αντώνη Αντύπα, σε 

σκηνοθεσία του, στο «Απλό Θέατρο», τη θεατρική περίοδο 1999/2000 -μ’ επανάληψη την επόμενη 2000/2001, οπότε και ήρθε, καλεσμένος, ο ίδιος ο Χάρολντ Πίντερ στην Αθήνα, για να  παρακολουθήσει την παράσταση, καθώς και την παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή στο θέατρο «Οδού Κυκλάδων» με το πιο πρόσφατο έργο του «Τέφρα και σκιά» που παιζόταν, τότε, παράλληλα- με Ηλία Λογοθέτη (Σπούνερ), Στέλιο Καλογερόπουλο (Χιρστ), Γιώργο Μωρόγιαννη και Δημοσθένη Παπαδόπουλο (Φωτογραφία: Κώστας Ορδόλης).

Πρόσφατα, πάντως -τον περασμένο Δεκέμβριο του 2016-, το έργο μεταδόθηκε ζωντανά, στο Μέγαρο Μουσικής και στη σειρά των μεταδόσεων «National Theatre Live», απ’ το θέατρο «Γουίνταμ’ς» του Λονδίνου, όπου παιζόταν και πάλι, σε σκηνοθεσία Σον Μαθάιας αυτή τη φορά, με Σπούνερ τον σερ Ίαν ΜακΚέλεν και Χιρστ τον σερ Πάτρικ Στιούαρτ.
Το πιο πρόσφατο ανέβασμα εδώ του -πολυπαιγμένου στην Ελλάδα- Πίντερ ήταν τα μονόπρακτά του «Κάπου σαν την Αλάσκα», «Νύχτα», «Οικογενειακές φωνές» και «Ένα για το δρόμο», που, δεμένα σε μια παράσταση με τον τίτλο «Φωνές», ανέβασε ο Μάνος Καρατζογιάννης στο «Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου» με τους Δημήτρη Καταλειφό, Όλια Λαζαρίδου, Λουκία Μιχαλοπούλου, Νίκο Πουρσανίδη και τον ίδιο.
Ο Κώστας Φιλίππογλου για πρώτη φορά καταπιάνεται με Πίντερ. Ο Γιώργος Αρμένης, όμως, έχει, ήδη, παίξει στο «Φεγγαρόφωτό» του που ’χε ανεβάσει, επίσης, ο Αντώνης Αντύπας, με το «Φάσμα» του, στο «Απλό Θέατρο» τη σεζόν 1995/1996 ενώ ο Αλέκος Συσσοβίτης έχει παίξει, ήδη, σε δυο έργα του: τον «Εραστή», σε σκηνοθεσία Σωτήρη Καραμεσίνη, το 2000/2001, στο «Αλκμήνη», και τον «Βουβό σερβιτόρο», σε σκηνοθεσία Άρη Τρουπάκη, το 2014/2015 στο «Faust».
Η πρεμιέρα της «Νεκρής ζώνης» είναι προγραμματισμένη για τις 29 Νοεμβρίου κι η παράσταση θα παίζεται στο «Θησείον», κάθε βδομάδα, από Τετάρτη έως και Κυριακή, μέχρι και την 1 Απριλίου.
Σημειώνω πως για το χειμώνα έχει ήδη ανακοινωθεί ότι θα παρουσιαστεί κι η «Προδοσία» του Χάρολντ Πίντερ, τα Δευτερότριτα, στο «Μικρό Παλλάς», σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, με Γιώργο Χρυσοστόμου, Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, Κατερίνα Παπαδάκη ενώ, πιθανότατα, θα επαναληφθούν, στην αρχή της σεζόν, κι οι «Φωνές» στο «Νέο Θέατρο Βασιλάκου».

«Πενθεσίλεια» του Κλάιστ στην «Στέγη» από τον Παντελή Δεντάκη με Βίκυ Βολιώτη


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση



Την «Πενθεσίλεια» του Χάινριχ φον Κλάιστ θ’ ανεβάσει τον προσεχή Φεβρουάριο, στην πρώτη του συνεργασία με την «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση, ο Παντελής Δεντάκης, σε νέα μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα και με την Βίκυ Βολιώτη στον επώνυμο ρόλο και τον Θάνο 


Τοκάκη (φωτογραφία: Ιωάννα Ρουφοπούλου) στο ρόλο του Αχιλλέα.
Στη διανομή, επίσης, Σύρμω Κεκέ, Κώστας Κορωναίος, Ηρώ Μπέζου, Αργύρης Ξάφης, Άλκηστις Πουλοπούλου, Αινείας Τσαμάτης -το πολυπρόσωπο έργο θ’ ανεβεί μ’ οκτώ ηθοποιούς. 
Στην «Πενθεσίλεια», του σπουδαίου, κλασικού πια, του γερμανικού ρομαντισμού, στο γύρισμα του 18ου προς τον 19ο αιώνα, αυτόχειρα στα 34 χρόνια του, γραμμένο το 1808 -τραγωδία το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του-, που βρήκε το δρόμο της σκηνής, στο Βερολίνο, μόλις το 1876, 65 χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή, πεζογράφου, θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Κλάιστ -ακόμα κι ο Γκέτε το ’χε βρει ακατάλληλο για παρουσίαση-, η υπόθεση εκτυλίσσεται στη διάρκεια του Τρωικού πολέμου. Οι Έλληνες που πολιορκούν την Τροία δέχονται την επίθεση των πολεμόχαρων Αμαζόνων οι οποίες, αρχικά, αιχμαλωτίζουν τον ήρωά τους Αχιλλέα που, όμως, καταφέρνει, τελικά, να το σκάσει. Αλλά είναι αργά: η βασίλισσά τους, η Πενθεσίλεια, κι ο Αχιλλέας ερωτεύονται ο ένας τον άλλον παράφορα. Όπου το ερωτικό πάθος ταυτίζεται με το πολεμικό μένος. Στην επόμενη σύγκρουσή τους, η Πενθεσίλεια, σε κατάσταση παροξυσμού, φρενιασμένη, ξεσκίζει, κατασπαράζει μαζί με τα σκυλιά της, τον Αχιλλέα. Όταν, αργά, όπως η Αγαύη των «Βακχών», συνειδητοποιεί τι διέπραξε, αυτοκτονεί.
Το έργο έχει γίνει όπερα τέσσερις φορές: με τον ίδιο τίτλο απ’ τον γερμανό συνθέτη Ότμαρ Σεκ το 1927 κι απ’ τους Γάλους Ρενέ Κοερίνγκ το 2008 και Πασκάλ Ντιζαπέν το 2015 και με τον τίτλο «Μάουερσάου» απ’ τον Γερμανό Χάουκε Μπερχάιντε το 2016. Ενώ έχει εμπνεύσει και συμφωνικά κομμάτια στον ούγγρο συνθέτη Κάροϊ (Καρλ) Γκόλντμαρκ και τους Γερμανούς Χούγκο Βολφ και Φέλιξ Ντράιζεκε.
Την «Πενθεσίλεια» του Κλάιστ στην Ελλάδα πρωτοπαρουσίασε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος: την ανέβασε, τη σεζόν 1986/1987 και σε μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη (Εκδόσεις Γράμματα, 2016), ο Γιάννης Χουβαρδάς, στην Κεντρική Σκηνή του θεάτρου της «Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών», με την Φιλαρέτη Κομνηνού στον επώνυμο ρόλο, Αχιλλέα τον Στέφανο Κυριακίδη κι, επίσης, στη διανομή, μεταξύ πολλών άλλων, Αλέκα Παΐζη, Λυδία Φωτοπούλου, Νικηφόρο Νανέρη, Νίκο Βρεττό, Νίκο Σεργιανόπουλο, Κώστα Μπερικόπουλο, Νίκο Κολοβό, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Ρένια Λουιζίδου, Πέτρο Ζηβανό, Στέλλα Μιχαηλίδου, Εύρη Σωφρονιάδου, Μόνα Κιτσοπούλου, Άννα Μιχαήλου, Βαρβάρα Λαζαρίδου (Φωτογραφία: Φανή Σαρρή).
Την άνοιξη του 2013 ο Ακύλλας Καραζήσης σκηνοθέτησε το έργο του Κλάιστ για τους τελειόφοιτους μαθητές του στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ως διπλωματική εργασία. Η παράσταση αυτή, ξαναδουλεμένη, παίχτηκε, επαγγελματικά πια, στο «Bios Tesla», το χειμώνα 2013/2014 με «σπασμένους» τους ρόλους της Πενθεσίλειας και του Αχιλλέα ανάμεσα σ’ όλους τους νεαρούς ηθοποιούς.
Το καλοκαίρι του 2002 η «Πενθεσίλεια» παρουσιάστηκε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου -εκτός του πλαισίου του Φεστιβάλ Επιδαύρου-, στα ιταλικά, σε σκηνοθεσία Πέτερ Στάιν, με την Μανταλένα Κρίπα στον επώνυμο ρόλο και τον Γκρατσιάνο Πιάτσα ως Αχιλλέα, με σκηνικά, όμως -ένα εκπληκτικό σκηνικό-, του Έλληνα Διονύση Φωτόπουλου, με πολλές νέες ελληνίδες ηθοποιούς στον -πρόσθετο απ’ το σκηνοθέτη- Χορό των Αμαζόνων και με συμπαραγωγό την ελληνική Αττική Πολιτιστική Εταιρεία. Η παράσταση, μετά την πρεμιέρα της στην Επίδαυρο, ταξίδεψε σε διάφορες πόλεις και φεστιβάλ της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Αυστρίας.
Στο πλαίσιο, επίσης, του Φεστιβάλ Αθηνών 2015 παρουσιάστηκε απ’ τη γαλική Ομάδα Χορού της Κατρίν Ντιβερές, η εμπνευσμένη απ’ το έργο του Κλάιστ, χορογραφία της Ντιβερές «Πενθεσίλειες…».
Στο μεταξύ, ο Παντελής Δεντάκης, καλός ηθοποιός που εδώ κι αρκετά χρόνια έχει αρχίσει, παράλληλα, να ενεργοποιείται ως σκηνοθέτης, ανεβάζει, φέτος το καλοκαίρι, το σατυρικό δράμα του Ευριπίδη «Κύκλωπας» σε μια εκδοχή μόνο με γυναίκες ηθοποιούς, που κινεί το ενδιαφέρον -με την Στεφανία Γουλιώτη στον επώνυμο ρόλο, την Άννα Καλαϊτζίδου ως Οδυσσέα, την Αλεξάνδρα Αϊδίνη ως Σιλινό κ.α. Η παράσταση, παραγωγή του Φεστιβάλ Επιδαύρου, δίνει απόψε την πρεμιέρα της στην Θεσσαλονίκη, στο «Θέατρο Δάσους», στο πλαίσιο του 1ου Διεθνούς Φεστιβάλ Δάσους που οργανώνει το ΚΘΒΕ και της συνεργασίας των δυο φεστιβάλ, ενώ θα παιχτεί, στις 21 και 22 Ιουλίου, στο «Μικρό Θέατρο» της Αρχαίας Επιδαύρου.
Όσο για την Βίκυ Βολιώτη-Πενθεσίλεια, θ ανοίξει τη σεζόν της 2017/2018, ερμηνεύοντας την Άιβι Γουέστον στην επανάληψη του «Αύγουστου» του Τρέισι Λετς, που θα παρουσιαστεί για δεύτερη χρονιά στο θέατρο «Δημήτρης Χορν», σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη.

July 11, 2017

Ποιος κυβερνάει αυτό το Φεστιβάλ;


Το Τέταρτο Κουδούνι / 11 Ιουλίου 2017
(Για ελάχιστες ακόμα αναρτήσεις…)


Μέγας Eικονοπλάστης: ο Ρομέο Καστελούτσι. Μπορεί η δραματουργία του να ’χε ελλείψεις και, κάπως, να πλατείαζε στο «Democracy in America» που μας έφερε το Φεστιβάλ Αθηνών στην «Στέγη», αλλά οι εικόνες του -αυτές οι εικόνες που τις δημιουργεί γρήγορα, «μαλακά», με αλλαγές σα χάδι- σε μαγνήτιζαν, σε μάγευαν, σε καθήλωναν -αφηνόσουν και χανόσουν μέσα τους. Ένα θέαμα παλλόμενο -απόλαυση! Και δεν παύει ο 57χρονος να ’ναι τολμηρός στις θέσεις του. Και ελεύθερος (Φωτογραφία Guido Mencari).





Η Ελένη Μουσταΐρα -της «Αττικής Πολιτιστικής Εταιρείας», η οποία Εταιρεία αναφερόταν στην ηλεκτρονική σελίδα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου ως «αποκλειστικός εκπρόσωπος για την Ελλάδα» για την παράσταση «Γράμμα σ’ έναν άντρα/Βασισμένο στα Ημερολόγια του Νιζίνσκι» των Ρόμπερτ Γουίλσον και Mιχαήλ Μπαρίσνικοφ που ναι κι ο μόνος ερμηνευτής της, παράσταση που το Φεστιβάλ παρουσιάζει από χτες στην «Στέγη», μου τηλεφώνησε, μετά το σχόλιό μου για τις υψηλότατες τιμές των εισιτηρίων της παράστασης, που γραψα στο προηγούμενο (5 Ιουλίου) «Τέταρτο Κουδούνι». Για να μου επισημάνει ότι η Εταιρεία δε λειτουργεί ως καλλιτεχνικό γραφείο-ατζέντης. Αλλά ότι είναι συμπαραγωγός στην παράσταση. Της εξήγησα ότι αυτό στη σελίδα του Φεστιβάλ δεν αναφερόταν κι άνοιξα μάλιστα τη σελίδα για διασταύρωση κι επιβεβαίωση. Μου είπε πως πρόκειται για λάθος. Αμέσως μετά το τηλεφώνημα μπήκα πάλι στη σελίδα. Το «Αποκλειστικός εκπρόσωπος για την Ελλάδα: Αττική Πολιτιστική Εταιρεία» είχε εξαφανιστεί κι η Εταιρεία είχε προστεθεί ως συμπαραγωγός. Απρόσεκτοι οι υπεύθυνοι της σελίδας…
Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως και σ’ όλες τις επίσημες σελίδες (http://www.bam.org/theater/2016/letter-to-a-man, http://www.festivaldispoleto.com/2015/Teatro.asp?id_progetto=245&lang=eng, https://www.bam.org/media/7544742/LetterToAMan.pdf, https://cap.ucla.edu/data/notes/812_LTAM_HP_SPnewpdf.pdf, https://www.tnc.cat/ca/letter-to-a-man) για την παράσταση, σε προηγούμενες παρουσιάσεις της, σ’ Ευρώπη και ΗΠΑ -πρωτοανέβηκε το 2015-, που μπήκα, «Αττική Πολιτιστική Εταιρεία», ως παραγωγό, δεν είδα. Μόνο «A Change Performing Arts and Baryshnikov Productions». Περίεργα πράγματα. Που, ίσως ένας «μη εξοικειωμένος», στα θέματα αυτά δημοσιογράφος δεν μπορεί να τα καταλάβει... Όπως, τελικά, σίγουρα δεν κατάλαβα γιατί οι τιμές των εισιτηρίων για το ««Γράμμα σ’ έναν άντρα» είναι διπλάσιες (15 έως 65 ευρώ) απ’ την προηγούμενη παράσταση Γουίλσον-Μπαρίσνικοφ που παρουσίασε, επίσης, το Φεστιβάλ Αθηνών στην «Στέγη» το 2013. Ή, γιατί, για την ίδια παράσταση στο Μιλάνο, το 2015, τα εισιτήρια κόστιζαν 8 έως 35 ευρώ… 




Το κλου, βέβαια, ήταν χτες, Δευτέρα. Όταν έφτασε απ’ το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, στις 4:53 μ.μ. -τέσσερις (ναι!) περίπου ώρες πριν απ’ την έναρξη της πρώτης παράστασης, στην «Στέγη», του θεάματος Γουίλσον/Μπαρίσνικοφ, δελτίο Τύπου που μας ενημέρωνε: «Μετά από τη μεγάλη ζήτηση του κοινού, το Φεστιβάλ Αθηνών, σε συνεργασία με την παραγωγή της παράστασης ‘Γράμμα σε έναν άντρα’, ανοίγει επιπλέον θέσεις για την παράσταση. Οι θεατές που δεν πρόλαβαν να προμηθευτούν εισιτήρια εγκαίρως, μπορούν από σήμερα να βρουν θέσεις και για τις τέσσερις ημέρες παραστάσεων. Οι θέσεις που θα διατεθούν βρίσκονται στο Β΄ Θεωρείο (κανονικής και περιορισμένης ορατότητας)». Και κατέληγε με την προτροπή -τύπου διαφήμισης για κατσαρόλες: «Προλάβετε!». 
Έμεινα. Ενεός! Πρώτον: Πώς θα ενημερωνόταν το κοινό -για τις «επιπλέον» θέσεις της Δευτέρας, τουλάχιστον- την τελευταία στιγμή; Δεύτερον και βασικότερο -βασικότατο θα ’λεγα. Η προπώληση για την παράσταση άνοιξε στις 16 Ιουνίου. Απ’ τις 16 Ιουνίου αυτές οι -«επιπλέον»- θέσεις ΓΙΑΤΙ δεν ήταν διαθέσιμες; Και ΠΩΣ ξαφνικά ΕΓΙΝΑΝ διαθέσιμες; Αν δεν ήταν λόγω κακής ορατότητας πώς, τελικά, αποφάσισαν να τις πουλήσουν; Μπορώ αυτό να το θεωρήσω σοβαρό και υπεύθυνο; Όταν μάλιστα έμαθα ότι οι θέσεις αυτές -στο Β΄ Θεωρείο- πουλιούνται προς 15 έως 35 (!) ευρώ, έφριξα. Αν πάλι πρόβλημα ορατότητας δεν είχαν, ΓΙΑΤΙ δεν τις είχαν διαθέσει εξαρχής; Τι παιχνίδια κι από ποιους παίχτηκαν με τα εισιτήρια της συγκεκριμένης παράστασης; Επιτρέπεται τα σκανδαλώδη αυτά παιχνίδια που αρμόζουν σε θεατρώνες τρίτης διαλογής να τα κάνει ένας δημόσιος θεσμός; Δε δίνει λογαριασμό; Πόσο, μάλλον, όταν, ήδη, ο τόπος βούιζε πώς τα εισιτήρια και των τεσσάρων παραστάσεων μπορεί να εξαφανίστηκαν, με ηλεκτρονικές αγορές, την πρώτη μέρα, μέσα σε τρεις ώρες, ενώ, μέσα σε τρεις ώρες, θεωρείται αδύνατον το σύστημα ν’ αντέχει να υποστηρίξει πωλήσεις κάπου 2500-3000 εισιτηρίων.
Μήπως οι αρμόδιοι του Φεστιβάλ οφείλουν να δώσουν στο κοινό μια ξεκάθαρη απάντηση/εξήγηση; Διότι, αν δε δώσουν, θα ’λεγα, παραφράζοντας: «Ποιος κυβερνάει αυτό το Φεστιβάλ;». Επίσης δε φαντάζομαι οι συνάδελφοι του ρεπορτάζ να τα κάνουν ολ’ αυτά γαργάρα…



Αν πετύχετε κάπου στην περιοδεία της -και κάνει μεγάλη καλοκαιρινή περιοδεία, χτες ξεκίνησε- την παράσταση «Φιλιώ Χαϊδεμένου» ΜΗΝ τη χάσετε! Το κείμενο της Άνδρης Θεοδότου πάνω στην αληθινή ζωή και δράση της σπουδαίας αυτής Μικρασιάτισσας, η σκηνοθεσία του Βασίλη Ευταξόπουλου, τα έξοχα στη λιτότητά τους σκηνικά και κοστούμια του Άγγελου Αγγελή, ο πολύ καλός θίασος, ο αηδονόλαλος Ζαχαρίας Καρούνης -που τραγουδάει, παίζει αλλά έχει, επίσης, τη μουσική και καλλιτεχνική επιμέλεια- κι η συγκλονιστική ερμηνεία της Κυρίας Δέσποινας Μπεμπεδέλη συναποτελούν ένα βαθιά συγκινητικό αλλά καθόλου μυξιάρικο παραστασιακό αποτέλεσμα (Και απόψε στην Νέα Ιωνία του Βόλου -στις προσφυγικές πηγές).




Ένα σωστά οργανωμένο φεστιβάλ, εκτός απ’ το πρόγραμμα/βιβλιαράκι -καλοφτιαγμένο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου αλλά μόνο με τις βασικές πληροφορίες κάθε εκδήλωσης και με λίγα λόγια, εν είδει, στις περισσότερες σελίδες, δελτίου Τύπου («σπουδαίος», «συγκλονιστική», «μνημειώδης»…)-, σε κάθε εκδήλωση, θα τύπωνε ένα μονοφυλλάκι με τους συντελεστές της συγκεκριμένης, για ενημέρωση των θεατών/ακροατών της. Όπως γινόταν παλιότερα. Διότι δεν είναι υποχρεωμένοι ν’ αγοράζουν το ολόκληρο πρόγραμμα των εκατόν είκοσι τόσων εκδηλώσεων ούτε, αν το αγόρασαν μια φορά στην αρχή, να το κουβαλούν κάθε φορά μαζί τους.
Το δικό μας το Φεστιβάλ, φέτος, δεν το κάνει. Κακώς -άκουσα με τ’ αυτιά μου τουρίστες να ζητούν, μετά το τέλος της πρώτης συναυλίας της Φιλαρμονικής της Αγίας Πετρούπολης, στο γκισέ με τα έντυπα, απ’ τις –ευγενέστατες- κοπέλες να τους πουν τι άκουσαν κι από ποιον το άκουσαν... Αλλά η ανάγκη γίνεται επιτακτική όταν συμβαίνουν αλλαγές μετά την εκτύπωση του βιβλίου/προγράμματος. Στις δυο συναυλίες, για παράδειγμα, της ορχήστρας αυτής -άκουσα την πρώτη και ψιλοαπογοητεύτηκα πλην
του νεαρού ισπανού τσελίστα σολίστ Πάβλο Φεραντέθ που με ενθουσίασε- είμαι απολύτως σίγουρος ότι πολλοί ακροατές θα πίστεψαν ότι τις διηύθυνε, όπως το πρόγραμμα/βιβλίο έγραφε, ο Γιούρι Τεμιρκάνοφ. Ο οποίος, όμως, την τελευταία στιγμή είχε αντικατασταθεί απ’ τον Νικολάι Αλεξέεβ. Αλλαγή που ούτε καν απ’ τα μεγάφωνα δεν ανάγγειλε κάποιος.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

Αχ, αυτά τα φετινά, τα κατά ριπάς, φεστιβάλ… Που δεν τα προλαβαίνεις… Διαβάζω το πρόγραμμα του 1ου Διεθνούς Φεστιβάλ Δάσους που οργανώνει το ΚΘΒΕ, πολλές οι ενδιαφέρουσες παραστάσεις (που επέλεξαν η Μαρία Τσιμά, αναπληρώτρια διευθύντρια του ΚΘΒΕ, ο κριτικός θεάτρου Σάββας Πατσαλίδης κι η υπεύθυνη του Τμήματος Δραματολογίου του ΚΘΒΕ Αμαλία Κοντογιάννη), από Σλοβενία, Ρουμανία (η φωτογραφία απ τη ρουμάνικη «Τρικυμία»), Πολονία, Ισπανία, Ισραήλ…,
όχι οι «συνήθεις ύποπτοι» του Φεστιβάλ Αθηνών, τρέχουν τα σάλια μου, σκάω απ’ τη ζήλια αλλά πού να πάω… Φεστιβάλ Αθηνών ξεχειλωμένο μέχρις εκεί που δεν παίρνει, Μεγάλη Επίδαυρος, Μικρή Επίδαυρος…, ΠΩΣ να προλάβω να πάω ΚΑΙ εκεί; Βέβαια στόχος τους δεν είμαστε εμείς οι χαμουτζήδες αλλά δεν μπορούσαν να το οργανώσουν το Φεστιβάλ τους τον Σεπτέμβριο;


Επανέρχομαι -για τέταρτη φορά (οι προηγούμενες, στο «Τέταρτο Κουδούνι, στις 25 και 30 Ιουνίου και στις 5 Ιουλίου) και τελευταία, ελπίζω, διότι κουράστηκα και θα σας κούρασα …- στις ελληνικές υποψηφιότητες για το Βραβείο Θεάτρου «Ευρώπη»/«Νέες Θεατρικές Πραγματικότητες». Τελικά, φέτος, υποψήφιοι απ’ την Ελλάδα, όπως πληροφορήθηκα από απολύτως έγκυρη πηγή, εκτός απ’ τον Δημήτρη Καραντζά και τον Σάββα Στρούμπο, ήταν, για μια ακόμα φορά, κι οι υποψήφιοι σε 
προηγούμενες απονομές Δημήτρης Παπαϊωάννου -ολίγον μεγάλος πια για «Νέες Θεατρικές Πραγματικότητες», ε; Έχει φτάσει σε ηλικία κι ωριμότητα για το Μεγάλο Βραβείο- και «Blitz». Ενώ πλην Μιχαήλ Μαρμαρινού, Δημήτρη Παπαϊωάννου, Θεόδωρου Τερζόπουλου και «Blitz», υποψήφιος έχει διατελέσει κι ο Σίμος Κακάλας.
Ο τυχερός -οι τυχεροί, μάλλον, γιατί τα τελευταία χρόνια το Βραβείο μοιράζεται σε περισσότερους από έναν- θ’ ανακοινωθεί τον Σεπτέμβριο κι η απονομή, μαζί με την απονομή του κυρίως Βραβείου Θεάτρου «Ευρώπη», θα γίνει στην Ρόμη, τον Δεκέμβριο. 



Πολύ ενδιαφέρον το φετινό «ρεπεράζ» για καινούργιους χώρους διεξαγωγής εκδηλώσεων του Φεστιβάλ Αθηνών. Και το μεζεδοπωλείο «Ρεβαΐζι» στον Πειραιά, στο… τριεθνές Πειραιά-Δραπετσώνας-Κερατσινίου, όπου είδα το «Κώστας Νούρος: Ξένος δυο φορές», και τα -εκτός θεάτρου- εξωτερικά των κτιρίων στο Παλαιό Ελαιουργείο της Ελευσίνας, όπου παίχτηκε το «Λουιζέτα: το καμαρίνι μιας επανάστασης», και το εξωτερικό του Παλαιού Ατμοηλεκτρικού Σταθμού της ΔΕΗ στο Νέο Φάληρο, όπου ανέβηκε η «Πεντηκοστή», και οι χώροι του Γεωπονικού Πανεπιστημίου όπου είδα «Το ξύπνημα της μνήμης. Τα παιδιά-πρόσφυγες του ελληνικού Εμφυλίου» εξαιρετικό ενδιαφέρον, ο κάθε χώρος με τον τρόπο του, είχαν -το διαπίστωσα ιδίοις όμμασι.
Όσο για το Μικρό Χρηματιστήριο όπου πήγα για την παράσταση «Στο στόμα του λύκου» έκθαμβος έμεινα: υπέροχη αίθουσα! Αλλά η παράσταση που είδα, παράσταση χορού ήταν -χωρίς λόγια.
Ξαναπάω εκεί για τις «Κόρες» που ήταν παράσταση θεατρική -απογοήτευση: μόνο λέξεις σκόρπιες άκουγα. Ούτε μια φράση ολόκληρη. Ούτε ένα στίχο ολόκληρο. Ακουστική μηδέν. Κι ο Γιάννης Σκουρλέτης, ο σκηνοθέτης, να ’χει βάλει τις δυο ηθοποιούς του, ώρες-ώρες, να ξελαρυγγιάζονται -όπου και το πλήρες ηχητικό κομφούζιο. Καλό λοιπόν το «ρεπεράζ» αλλά ένα τεστ ακουστικής, πριν αποφασίσουν ν’ ανεβάσουν εκεί παράσταση θεατρική, δεν έκαναν;


«Juvenoia» είναι ο τίτλος της έκθεσης που εγκαινιάστηκε στο ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης» στις 29 Ιουνίου και θα συνεχιστεί μέχρι 13 Σεπτεμβρίου. Ο όρος «juvenoia» είναι επινόηση -το 2010- του αμερικανού κoινωνιολόγου Ντέιβιντ Φίνκελχορ, σύνθεση των λέξεων juvenile (νεότητα) και paranoia (παράνοια). Και σημαίνει το φόβο, την εχθρότητα της παλιότερης γενιάς προς τη νεότερη. Ενδιαφέρουσα προσέγγιση στον όρο juvenoia είναι η διατύπωση του George Orwell «η κάθε γενιά φαντάζεται πως είναι πιο ευφυής απ’ την προηγουμένη και σοφότερη απ’ την επόμενη». Μωρέ κάτι δικούς μας, κάτι δικούς μας μου θυμίζει αυτό...
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… 



Venus Α.Ε.: η, σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και το πρόγραμμα της παράστασης, παραγωγός εταιρεία του «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή που παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη με τον Κώστα Καζάκο στον επώνυμο ρόλο και τον Δημήτρη Λιγνάδη ως Ξένο-άξονα της παράστασης. Μου φάνηκε κάπως περίεργος ο τίτλος, δεν τον είχα ξανακούσει στα θεατρικά πράγματα -ποιοι είναι, πάλι, αυτοί;- και το googlαρα. Μου βγάζει: Venus Α.Ε. στην κατηγορία… Διεθνείς Μεταφορές! Μπήκαν κι οι Μεταφορικές στο Φεστιβάλ Επιδαύρου; Ποιος να ξέρει. Πολλά, πλέον, τα μυστήρια -ποιος, πότε, από πού, πόθεν έσχες κλπ…- στον θεατρικό χώρο -όλο και πληθαίνουν. Κι ανεξιχνίαστα… (Φωτογραφία: Σταύρος Χαμπάκης).


Μεγάλωσε, διάβασα, η απόσταση Λέσβου-Χίου μετά τον πρόσφατο σεισμό στην Μυτιλήνη. Να η ευκαιρία για τους πλοιοκτήτες ν’ αυξήσουν -κι άλλο…- το σχετικό ναύλο ανάμεσα στα δυο νησιά.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…


Εξαιρετικά τολμηρή η επιλογή του Δημήτρη Μαραμή να «μιουζικαλοποιήσει» τον «Ερωτόκριτο», τη χρονολογούμενη απ’ το γύρισμα του 16ου στον 17ο αιώνα και τη βενετοκρατούμενη Κρήτη, έμμετρη μυθιστορία του Βιντσέντζου Κορνάρου, τη γραμμένη στην κρητική διάλεκτο της εποχής και σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο, αυτό το έπος, το απόλυτα ταυτισμένο με την κρητική κουλτούρα -τα Άγια των Αγίων…- , άφοβα, χωρίς να καταφύγει σε κρητικούς μουσικούς τρόπους -αλλά και χωρίς να προδώσει την ταυτότητα, την ουσία του έργου. Και με εξαιρετικά αποτελέσματα. Δουλειά που την ξεκίνησε το 2011, γράφοντας τη μουσική για τον «Ερωτόκριτο» του Στάθη Λιβαθινού -στο «Ακροπόλ».


Βέβαια η παράσταση -που, πάντως, έσκισε ταμειακά-, σε σκηνοθεσία/χορογραφία/σκηνικό του Κωνσταντίνου Ρήγου και την οποία είδα στην Εναλλακτική Σκηνή της καινούργιας Λυρικής, στο ΚΠΙΣΝ -με μουσική διεύθυνση του συνθέτη- δυστυχώς, δεν απογείωσε, κατά τη γνώμη μου, το έργο, παρά τους καλά επιλεγμένους και με άριστη απόδοση πρωταγωνιστές -Θοδωρής Βουτσικάκης, Μαρίνα Σάττι, Γκωτιέ Βελισσάρης (μόλις έμαθα πως είναι γιος της εκλεκτής Κατρίν Βελισσάρη, διευθύντριας του αλήστου μνήμης Εθνικού Κέντρου Βιβλίου που κάποιοι, κάποτε, βάλθηκαν να το εξαφανίσουν και το εξαφάνισαν…), Ιωάννα Φόρτη, Κωστής Μαυρογένης.
Σε συναυλική μορφή, πάντως, ο «Ερωτόκριτος» έχει συνέχεια. Καλοκαιρινή. Ως κύκλος τραγουδιών, με αφηγηματικά μέρη ανάμεσα, προερχόμενος απ’ το μιούζικαλ. Με ζωντανή ορχήστρα και σολίστ τους τέσσερις πρώτους απ’ τους πρωταγωνιστές της παράστασης. Σε περιοδεία ανά την Ελλάδα, σε αρχαιολογικούς βασικά χώρους. Ευκαιρία να πάρετε μια καλή γεύση!