February 26, 2015

Άου βάου κουκουβάου... ή Όταν η Ρούλα συνάντησε την Άννα



Το Τέταρτο Κουδούνι /26 Φεβρουαρίου 2015 

Δυο ιστορικές στιγμές -που τις χωρίζουν 43 χρόνια: 
Φεβρουάριος 1972, όταν ο Νίξον συνάντησε τον Μάο στην Κίνα.






Φεβρουάριος 2015, όταν η Ρούλα Πατεράκη συνάντησε την Άννα Βίσση, πρωταγωνίστρια στο μιούζικαλ του Νίκου Καρβέλα «Οι καμπάνες του Edelweiss», μετά την επίσημη πρεμιέρα του στο «Pantheon Theater» (εντάξει, έχουν προηγηθεί το 1995 η σκηνοθεσία της «Μελωδίας της ευτυχίας» για την Αλίκη Βουγιουκλάκη κι η νυν ανάληψη του ρόλου του Ευρυσθέα στο «Ηρακλής: οι 12 Άθλοι» πλάι στον Σάκη Ρουβά-Ηρακλή στο ίδιο «Pantheon Theater», αλλά ωχριούν μπροστά στην παρούσα φωτογραφία που -ποιος να το ξέρει...- μπορεί να προμηνύει και συνεργασία στο μέλλον).


Αλλά κι αυτό το «Αθηνών Αρένα» που ’γινε «Pantheon Theater» και πιστεύει πως «θεατροποιήθηκε... «Theater», «Theater» αλλά εγώ, στις μαρκίζες, Βίσση και Ρουβά και Καρβέλα βλέπω... 




Ενδιαφέρουσα βρήκα την παράσταση του Νίκου Μαστοράκη   πάνω στα «Κόκκινα φανάρια» του Αλέκου Γαλανού, με τον τίτλο «Παράνομα φιλιά. Κόκκινα φανάρια», στο Δημοτικό του Πειραιά. Εξαιρετικές στιγμές, μετάπλαση της γλώσσας του έργου στη σημερινή νατουραλίστικη πραγματικότητα -πολύ σωστά, πρώτη φορά είδα να δικαιολογούνται και να δικαιώνονται οι βρισιές και τα «βρομόλογα» μιας διασκευής-,
γερό δέσιμο με τα τραγούδια και τις μουσικές που, όπως πάντα στις παραστάσεις του, έχει επιμεληθεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης -είναι πάντα στα ατού του- αλλά και κάποιες αστοχίες και κάποιες ευκολίες και μια άγονη επανάληψη στις σκηνογραφικές λύσεις και μερικές εξόφθαλμες αδυναμίες στη διανομή.
Αλλά, όταν έχεις στη σκηνή τη μοναδικής αυθεντικότητας Μαντάμ Παρή της Φωτεινής Μπαξεβάνη -ερμηνεία συναρπαστική, πρωταγωνίστριας κύρους, ο εναρκτήριος μονόλογός της σε κολλάει στο κάθισμά σου, έχει ήδη κερδίσει απ’ την αρχή το παιχνίδι-, τον Μιχαήλο του Αιμίλιου Χειλάκη που γι άλλη μια φορά επιβεβαιώνει την κλάση του ως ένας απ’ τους κορυφαίους, κατά τη γνώμη μου, ρολίστες ηθοποιούς μας, την έξοχη καρατερίστα Γριά της Καίτης Μανωλιδάκη και την -αγνώριστη ως Μαίρη- Ελισάβετ Μουτάφη, πας πάσο.


Αυτά που ήξερες παλιά να τα ξεχάσεις τώρα πια...
Ουδεμία σχέση. Με την Λιλιπούπολη που ξέρατε -και που μεταδίδεται πάλι, σ επανάλειψη, μ’ επιμέλεια του άξιου Σιδερή Πρίντεζη, απ’ το Πρώτο Πρόγραμμα της ΝΕΡΙΤ κάθε πρωί στις επτάμισι (εξαιρετική ιδέα αλλά εντελώς ακατάλληλη η ώρα και για τα παιδάκια σχολικής ηλικίας, που τότε φεύγουν για το σχολείο, αλλά και για τους μεγάλους που ή κοιμόμαστε ή είμαστε ακόμα με την τσίμπλα στο μάτι). Ουδεμία σχέση σας λέω. Η παράσταση «Το αστέρι της Λιλιπούπολης» που παίζεται στην Σκηνή «Κοτοπούλη» του «Rex» απ’ την Παιδική Σκηνή του Εθνικού.
Δηλαδή, για να ’μαι ακριβής: η μόνη σχέση της -αν επιτρέπεται να χαρακτηριστεί έτσι...- με την εκπομπή «Εδώ Λιλιπούπολη» του Τρίτου Προγράμματος του Χατζιδάκι είναι η λέξη «Λιλιπούπολη» που χρησιμοποιείται στον τίτλο, δυο απ’ τους ήρωες -ο Μπρίλης κι ο Δόκτωρ Δρακατώρ- που το ΜΟΝΟ κοινό που ’χουν με την Λιλιπούπολη του ’76-’80 είναι τα ονόματα, ΤΙΠΟΤΑ άλλο, και δυο απ’ τους -πολλούς- συντελεστές της αυθεντικής «Λιλιπούπολης», που είναι η Ρεγγίνα Καπετανάκη η οποία υπογράφει το κείμενο και τους στίχους των τραγουδιών -μαζί με τον Βασίλη Ρίσβα- αλλά και τη σκηνοθεσία και το σχεδιασμό χορού και κίνησης κι ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος που ’χει γράψει την -καινούργια- μουσική και τα τραγούδια κι έχει κάνει την ενορχήστρωση.
Ομολογώ πως πήγα τα βαφτιστηράκια μου στην περί ης ο λόγος παράσταση, παρασυρμένος απ’ τον τίτλο, για να δουν και ν’ ακούσουν κάτι από «Λιλιπούπολη». Λάθος μου. Αλλά κάτι μου λέει πως το ίδιο λάθος θα το κάνουν κι άλλοι γονείς και λοιποί συγγενείς... Να πιστέψω πως με τον τίτλο που επελέγη, αυτό επιδιώκει το Εθνικό; Να ψαρέψει κοινό; Δε θα το ’βρισκα δεοντολογικό. Για να μην πω πως μου θύμισε μεθόδους μπουλουκιών -με την κακή έννοια... 
Και δεν είναι μόνο πως με τη γνωστή «Λιλιπούπολη», σχέσις ουδεμία. Αυτό που είδα -κείμενο (που φέρνει προς «Μικρό πρίγκιπα», μέχρι και την, κλασική πια, καταληκτική φράση του έχουν χρησιμοποιήσει...) και παράσταση- είναι, κατά τη γνώμη μου, μια μουτζούρα. Που θα την έσωζαν τα βίντεο (σκηνογραφική επεξεργασία με backdrop animation Αντώνης Κοτζιάς) και δυο-τρεις ηθοποιοί, όπως ο αεικίνητος και με πολύ χιούμορ, ως Γερο-Σκώληξ ο Σοφός, Ευάγγελος Χαλκιαδάκης, αν δεν την καταβαράθρωνε η λοιπή όψη της (σκηνικά και κοστούμια Έρση Δρίνη). Όπου, γι άλλη μια φορά -τα πιο πρόσφατα κρούσματα, το καλοκαιρινό «Fantastico-Τα δημιουργημένα συμφέροντα» κι οι «Μυστικοί αρραβώνες» που παίζονταν, μέχρι πρόσφατα, επίσης στο «Κοτοπούλη»-, η σφραγίδα του κιτς έχει πέσει κι απλωθεί βαριά. Με αποκορύφωμα, φαρδύ, κλοουνίστικο, λαμέ παντελόνι που συνδυάζεται με λευκό, δικτυωτό μπλουζάκι πάνω σε μαύρο κορμάκι και με παπούτσι αθλητικό -σε ανδρικό κοστούμι ολ’ αυτά...- και στολή κάτι σαν του ναυάρχου Νέλσον απ’ τον 18ο αιώνα, μ’ επωμίδες και τρίκωχο, που φοριέται με πλακέ λαμέ παπουτσάκι (!) -σε ανδρικό, ωσαύτως, κοστούμι. Μήπως κάποιος πρέπει να διώκεται ποινικά στις περιπτώσεις αυτές; Δεν υπάρχει σχετικός νόμος; Όσο και να γελάω υπάρχουν και όρια. Έλεος!
Και κάτι που μου ’κανε ακόμα χειρότερη εντύπωση: στα σημειώματα και τις ευχαριστίες του προγράμματος της παράστασης δεν είδα ούτε μια φορά να αναφέρονται οι λέξεις Τρίτο Πρόγραμμα, Μάνος Χατζιδάκις ή τ’ όνομα οποιουδήποτε άλλου απ’ τους υπόλοιπους συντελεστές της αυθεντικής «Λιλιπούπολης». Έτσι, για το γαμώτο, σαν ένα «τιμής ένεκεν».




Υπάρχουν όμως και παραστάσεις για παιδιά που τα σέβονται. Όπως «Ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες» του Ιουλίου (έτσι μας έμεινε ο Ζιλ) Βερν -το πιο μου πολυαγαπημένο απ’ τα γενικώς πολυαγαπημένα μου του Βερν-, σε διασκευή του Γιώργου Γαλίτη έξυπνα, με χιούμορ φτιαγμένη -η ατάκα-λάιτ μοτίφ του Πασπαρτού «κι έχω αφήσει και το φως αναμμένο» γράφει-, όπως την ανέβασε η Τατιάνα Λύγαρη στα υπόγεια του Μεγάρου Μουσικής. Με «τεχνική», ας πούμε, Αριάν Μνουσκίν -σκηνή-διάδρομος με τους θεατές εκτέρωθεν και με πρατικάμπιλε -παταράκια δηλαδή- που κυλούν μηχανικά σε ράγες κι όπου πάνω τους παρουσιάζονται διαδοχικά οι πολλές σκηνές, δίνοντας μια τέλεια ροή στην παράσταση-, με άψογη δουλειά του στιλίστα Γιάννη Μετζικώφ στα σκηνικά και, κυρίως, στα κοστούμια κι ακόμα πιο εξαιρετική δουλειά του Σπύρου Ρασιδάκη στα βίντεο -απολαυστικά τα πορτρέτα της λέσχης του Φίλεας Φογκ που τραγουδούν. Επιτέλους, είδα μια παράσταση που δεν έχει κάνει τη λιτότητα, ύφος της...



«Καρνάβαλος ήταν τα σκηνικά και τα κοστούμια» λέμε σε ορισμένες περιπτώσεις παραστάσεων (βλέπε λίγο παραπάνω)... Έκφραση εξαιρετικά προσβλητική για τα Καρναβάλια. Τουλάχιστον της Πάτρας. Όταν τα αποτελέσματα είναι όπως της υπό τον Σταύρο Γκουρνέλο ομάδας «97» που το θέμα της φέτος ήταν «Frozen». Το διαπίστωσα εκ του σύνεγγυς. Ομολογώ και αμαρτίαν ουκ έχω.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...

February 19, 2015

Δε θέλουν να δουν τον Πάπα, τον Πάπα, τον Πάπα...


Το Τέταρτο Κουδούνι /19 Φεβρουαρίου 2015

Τα 60 χρόνια των Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου θα γιορταστούν μ’ ένα πρόγραμμα -ειδικά για την Αθήνα- πολύ ενδιαφέρον. Πολύ πιο ενδιαφέρον απ’ το περσινό. Με τις εμμονές του -που κάποτε γίνονται κουραστικές...-, με κάποιες παραχωρήσεις σε φθαρμένα πια σχήματα, με κάποιους και πάλι συμβιβασμούς, ειδικά στη Επίδαυρο... Αλλά, πάνω απ’ όλα, θα γιορταστούν ελπιδοφόρα. Διότι υπάρχουν πια άνθρωποι, όπως ο Νίκος Ξυδάκης ή η Ρένα Δούρου, σε θέσεις-κλειδιά -είτε λέγονται υπουργείο Πολιτισμού είτε λέγονται Περιφέρεια Αττικής- που, όπως προέκυψε απ’ τη χτεσινή συνέντευξη Τύπου, ΞΕΡΟΥΝ τι είναι Φεστιβάλ και ξέρουν να εκτιμήσουν και δεν αναλίσκονται, απλώς, σε πολιτικάντικα φληναφήματα κι εξαγγελίες χωρίς αντίκρισμα. Αμήν να παραδειγματιστεί κι ο Γιώργος Καμίνης που εδώ και χρόνια θα ’πρεπε να ’χει αντιληφθεί πως το Φεστιβάλ Αθηνών είναι ένα φεστιβάλ που αφορά την Αθήνα της οποίας είναι δήμαρχος... 



Τόσο κακά παιγμένο θέατρο μαζεμένο δε βλέπω συχνά... Όπως αυτό που είδα στην παράσταση του «Θέλω να δω τον Πάπα!» της Λυρικής. Διότι περί οπερέτας πρόκειται -του Θεόφραστου Σακελλαρίδη- και στο είδος αυτό, ακόμα περισσότερο απ’ την όπερα, η καλή φωνή και το καλό τραγούδι δεν αρκούν. Οι πρόζες περισσεύουν. Και κυριαρχούν. Και πρέπει -για να μη μιλήσω για την κίνηση και το χορό...- να ξέρεις να παίζεις. Καλά. Δηλαδή ανάλαφρα, φρέσκα, με χιούμορ, συγκροτημένα, πρέπει να φραζάρεις σωστά την πρόζα, να ’σαι αφρός... Κι οι καλλιτέχνες της Λυρικής, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν το ’χουν... Καθόλου.

Το τι μπαλαφάρα, τι μούτες, τι πόζες, τι έλλειψη εσωτερικού ρυθμού, τι χύμα, τι στόμφο -κυρίως-, τι κίνηση νευρόσπαστων, τι ποσταρισμένες φωνές ηθοποιών/τραγουδιστών που αδυνατούν να μιλήσουν σα φυσιολογικοί άνθρωποι, τι σαχλαμάρα -που νόμιζουν πως πρόκειται για χιούμορ- είδα κι άκουσα δε λέγεται... Ξέρω άριστα, επαναλαμβάνω, ως πού φτάνουν οι υποκριτικές δυνατότητες των περισσοτέρων της Όπεράς μας -μα καλά, δε διδάσκονται καθόλου στα ωδεία τι εστί υποκριτική πριν πατήσουν στο σανίδι; - αλλά ο Βασίλης Παπαβασιλείου που υπογράφει τη σκηνοθεσία δεν κατάφερε τίποτα να κάνει μαζί τους; Αδέσποτους τους άφησε;
Αν δεν υπήρχε επί σκηνής ο -ηθοποιός της πρόζας και μάλιστα ηθοποιός καλός και με χιούμορ- Θανάσης Δήμου, θα νόμιζα πως βλέπω παράσταση ερασιτεχνών τρίτης διαλογής, εντελώς παιδαριώδη...
Αφήστε την επιλογή, για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της νεαρής Άννας που φεύγει σε ταξίδι του μέλιτος, της Έλενας Κελεσίδη... Ό,τι και να κάνουν η επιστήμη κι οι ακκισμοί, με τίποτα δεν μπορεί να πείσει πως έχει την ηλικία του ρόλου...


Και κάτι που δεν κατάλαβα. Τόσοι ερευνητές και μελετητές κι αναστηλωτές της οπερέτας γράφουν στο πρόγραμμα για το σκάνδαλο που δημιουργήθηκε με την αναφορά για τον Πάπα στο κείμενο και στον τίτλο της οπερέτας. Πουθενά δε διάβασα κάτι σαφές για το «σόκιν» υπονοοούμενο. Μα δεν έχει γίνει αντιληπτό; Μια νεόνυμφη που το ταξίδι της του μέλιτος στην Ιταλία χαλάει και διακόπτεται γιατί δεν είδε τον «Πάπα», όπως ζήτησε απ’ τον άντρα της, μια νύχτα, στην Ρώμη, ενώ, πριν παντρευτεί, άκουγε στη σχολή καλογραιών, στην οποία πήγαινε, πως κάθε κορίτσι πριν παντρευτεί πρέπει να ’χει δει τον «Πάπα» συν ότι σε ανέβασμα του 1946 ο «Πάπας» αντικαταστάθηκε στους στίχους και στην πρόζα της οπερέτας απ’ τον «μουσουργό Πουτσίνι» -αδιάφορο αν εκείνος είχε πεθάνει ήδη απ’ το 1924...- συν οι στίχοι καθαυτοί του βασικού ομώνυμου τραγουδιού δεν υποψίασαν κανένα;

Εγώ θυμάμαι τη μητέρα μου να λέει πως επρόκειτο για σαφές υπονοούμενο που σκανδάλισε, εξ ου και οι απαγορεύσεις κι η λογοκρισία. Και πως οι καθολικοί ενοχλήθηκαν και διαμαρτυρήθηκαν όχι απλώς για την αναφορά στον Πάπα αλλά για την χρήση του τίτλου του ως σεξουαλικού υπονοούμενου.
Χρειάστηκε να φτάσω στο τέλος του -ενδιαφέροντος, όπως θέτει το θέμα του- σημειώματος του Αλέξανδρου Ευκλείδη για να διαβάσω μόνο -σε παρένθεση: «[...] Η ερωτικά ώριμη γυναίκα χαρίζει στην ερωτικά ανώριμη το αντικείμενο του πόθου της (που είχε μέσω μιας χαρακτηριστικής στην κωμωδία λανθασμένης μετωνυμίας προβάλει στο πρόσωπο του Πάπα αντί του προφανούς σημαινομένου) [...]». Ε, επιτέλους!



Το τραβάει κάπως περισσότερο του δέοντος σε διάρκεια το όλον ο Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν στη «Χειμερία νάρκη» του. Αλλά την απόλαυσα την ταινία που είδα σ’ ένα γεμάτο «Άστυ» -ραχάτεψα. Τι λεπτός παρατηρητής των ανθρώπινων που ’ναι ο γοητευτικός αυτός σκηνοθέτης! Γι αυτό του πάει τόσο ο Τσέχοφ στον οποίο βασίστηκε. Και πώς διευθύνει τους ηθοποιούς του!
Έχοντας, επιπλέον, διαβάσει -κι απολαύσει, παρά την αμήχανη μετάφραση- όλο το καλοκαίρι τους τρεις τόμους του «Κέδρου» με την ευρεία επιλογή απ τα διηγήματα και τις νουβέλες του, ένοιωσα πιο κοντά ψάχνοντας, παράλληλα, να βρω από ποια έχει αντλήσει. Και ξαναψαχούλεψα τους τόμους και βρήκα πως κορμός του σεναρίου είναι το μεγάλο του διήγημα «Η γυναίκα μου» του 1892 -το θέμα με το δυσλειτουργικό ζευγάρι όπου η σύζυγος αποκλείει τον άντρα της απ’ τη φιλανθρωπική δράση που οργανώνει- το οποίο πλέκεται με στοιχεία -η επίσκεψη της γυναίκας στη φτωχή οικογένεια με το φάκελο με τα χρήματα- απ’ το πιο σύντομο «Το βασίλειο μιας γυναίκας», ίσως κι από άλλα που δεν τα γνωρίζω. Όλα εξαιρετικά δεμένα και προσαρμοσμένα στην τούρκικη ζωή, όπως αυτή αργοκυλάει σε μια κωμόπολη της μυθικής -για μας- Καπαδοκίας, την Γκιορέμε, όπου η ταινία είναι γυρισμένη. 
Για σκεφτείτε! Ο ρώσος Τσέχοφ, απ’ το γύρισμα του 19ου αιώνα στον 20ο, να συναντάει τόσο επιτυχώς τα βάθη της σημερινής Τουρκίας. Αθάνατος! Και πανανθρώπινος.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...


«Συνεχίζουμε ακάθεκτοι. Πρώτη σε κριτικές. Δημοφιλέστερη παράσταση» μ’ ενημερώνει παράσταση για παιδιά. Και τι, λέτε, μου στέλνει ως αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο; Το link με τις λεγόμενες «κριτικές κοινού» του «Αθηνοράματος», που την αφορά -μέσος όρος πέντε «αστέρια». Ο νοών νοείτω... Όχι πως μου συμβαίνει πρώτη φορά. Αλλά εγώ, πάντως, ντράπηκα. Θεέ μου, πόσο πιο χαμηλά ακόμα θα πέσει το θέατρό μας;


To άλλo πάλι; Που μου στέλνoυν υπόμνηση για παράσταση, επίσης για παιδιά, στο «Τριανόν», στην οποία παίζει αλλά και σκηνοθετεί ο Κώστας Βουτσάς; Με την υπογράμμιση -όλα μαύρα- «μετά το τέλος της παράστασης ο Κώστας Βουτσάς φωτογραφίζεται και συνομιλεί με τους μαθητές»;... 




Έγραψα τότε (στο «Τέταρτο Κουδούνι» που δημοσιεύτηκε στα «Νέα» στις 17 Νοεμβρίου του 2011 κι αναρτήθηκε εδώ στις 24 Νοεμβρίου (αλλά ξανάγραψα και στις 26 Δεκεμβρίου του 2012) για την παράσταση -σε δραματουργική επεξεργασία Έλσας Ανδριανού- του Θοδωρή Αμπαζή πάνω στο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Οι έμποροι των εθνών», συμπαραγωγή της ομάδας-του «Opera», του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και της «Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση, όπου και την είχα δει: «Ο Θοδωρής Αμπαζής που ’χει ιδρύσει την ομάδα το 2000 κατάφερε να εκφράσει, μέσα απ’ την παράσταση αυτή, για πρώτη φορά τόσο ολοκληρωμένα τις απόψεις του για ένα μουσικό θέατρο που συνενώνει ισότιμα τη μουσική με το θέατρο». Επιμένω πως είναι η καλύτερη παράστασή του.
Έγραψα τότε (στο «Τέταρτο Κουδούνι» που δημοσιεύτηκε στα «Νέα» στις 20 Ιανουαρίου του 2011) για το μονόλογο «Τζόρνταν» των Άννα Ρέινολντς-Μόιρα Μπουφίνι, που η Μαρίνα Ασλάνογλου ερμήνευε στο «Αμιράλ», διδαγμένη απ’ τον Νίκο Μαστοράκη: «Η Μαρίνα Ασλάνογλου βγαίνει απ’ τον εαυτό της και βιώνει στη σκηνή του ‘Αµιράλ’ με τρόπο αξιοθαύµαστο το ρόλο αυτού του δυστυχισµένου πλάσµατος του αγγλικού περιθωρίου -ένα παιδί που η ζωή, ο κοινωνικός περίγυρος, οι άνθρωποι που το αγγίζουν, όλοι κι όλα- το σπρώχνουν να γίνει μια τσούλα η οποία καταλήγει Μήδεια. Καθηλωτική! Το νοιωσα να συµβαίνει -κοµµένες ανάσες!- σ’ όλους τους λίγους θεατές της βραδιάς που είδα την παράσταση, οι οποίοι είµαι σίγουρος πως σύντοµα θα γίνουν -εάν δεν έχουν ήδη γίνει- πολλοί. Πάρα πολλοί. Οπως αξίζει στην παράσταση αυτή και στην ερµηνεία αυτή». Δεν παίρνω ούτε λέξη πίσω.
Οι δυο παραστάσεις, που και οι δυο είχαν πολλή καλή πορεία, επιστρέφουν μετά από τέσσερα, πάνω-κάτω, χρόνια στην Αθήνα. Και παίζονται, «Οι έμποροι των εθνών» στο «Σύγχρονο Θέατρο» -παράλληλα με το «Effect» του Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη και του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας (άλλη μια πολύ καλή παράσταση)-, ο «Τζόρνταν» στο «Άνεσις», παράλληλα με το «Λεωφορείο ο πόθος» που παρουσιάζει ο Τάσος Ιορδανίδης σε σκηνοθεσία Λεβάν Τσουλάτζε.
Αν αγαπάτε το θέατρο ουσιαστικά, να πάτε να τις δείτε. Και τις δυο!

February 16, 2015

Η Ιόλη Ανδρεάδη επαναφέρει τον Αρτό στην ελληνική σκηνή


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση

Την παράσταση για τρία πρόσωπα «Η οικογένεια Τσέντσι», εμπνευσμένη απ’ το θεατρικό έργο «Οι Τσέντσι» του Αντονέν Αρτό, θα παρουσιάσει, σε κείμενο και σκηνοθεσία της, η νεαρή σκηνοθέτρια Ιόλη Ανδρεάδη, απ’ τις 16 του προσεχούς Οκτωβρίου στον Ειδικά Διαμορφωμένο Υπόγειο Χώρο του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης», συνεχίζοντας, μετά το μονόλογο «Αρτό / Βαν Γκογκ: Avec un pistolet» του οποίου η Ιόλη Ανδρεάδη συνέθεσε το κείμενο, βασισμένη στο δοκίμιο (1947) του Αρτό «Βαν Γκογκ: ο αυτόχειρας της κοινωνίας», και τον οποίο σκηνοθέτησε -παρουσιάζεται στο θέατρο «Σημείο» με ερμηνευτή τον Ιωάννη Παπαζήση-, την έρευνά της πάνω στον γάλλο διανοητή -ηθοποιό, σκηνοθέτη, ποιητή, συγγραφέα, θεωρητικό...- και το «Θέατρο της Σκληρότητας», τη θεατρική φόρμα που ο Αρτό εισήγαγε.
Ο Αντονέν Αρτό, άντρας, στη νεότητά του, όμορφος, παρορμητικός, ενθουσιώδης, με υπέρμετρη ζωτικότητα, που έζησε μια ζωή θυελλώδη έως τραγική- οι θεραπείες για τα νευρολογικά προβλήματα που είχε από παιδί, εξ αιτίας μιας κληρονομικής σύφιλης, του προκάλεσαν εθισμό στα ναρκωτικά κι η ψυχική πάθηση που τον βασάνιζε και που χειροτέρεψε με τα χρόνια, χωρίς όμως ο Αρτό να χάσει τη διαύγειά του, τον οδήγησε σε ψυχιατρικό άσυλο όπου και βρήκε, αφού γεύτηκε τη φρίκη των, σε πρωτόγονο, τότε, στάδιο, ηλεκτροσόκ, το θάνατο από υπερβολική δόση ενός φαρμάκου, το 1948, 52 μόλις ετών-, πρωτοπαρουσίασε τους «Τσέντσι» του στο Παρίσι το 1935 -πριν από 80 ακριβώς χρόνια.
Το έργο -με θέμα την κολασμένη αριστοκρατική ρομαϊκή οικογένεια των Τσέντσι, που άφησε το αιμομικτικό και δολοφονικό στίγμα της στο τέλος του 16ου αιώνα-, εμπνευσμένο απ’ την ομώνυμη τραγωδία (1819) του Πέρσι Μπις Σέλι -κατά κάποιο τρόπο, αναπροσαρμογή της- και το επίσης ομώνυμο διήγημα (1837) του Σταντάλ, έργο που όπως έλεγε ο Αρτό έθετε σε αμφισβήτηση «όλες τις παραδοσιακές αξίες της κοινωνίας, της τάξης, της δικαιοσύνης, της θρησκείας, της οικογένειας, του έθνους», κι η παράσταση -τη σκηνοθεσία υπέγραφε ο ίδιος ο Αρτό κρατώντας και το ρόλο του Κόμη Τσέντσι και τα σκηνικά και τα κοστούμια ο Μπαλτίς- κρίθηκαν ως αποτυχία από κοινό και κριτικούς κι η παράσταση έμεινε στη σκηνή μόνο για δεκαεπτά βράδια. (Στην επισυναπτόμενη φωτογραφία ενός εισιτηρίου της πρεμιέρας-γκαλά
μπορείτε να δείτε, πρώτη μεταξύ των μελών της επιτροπής που είχε θέσει υπό την αιγίδα της την παράσταση, την «Α.Β.Υ. την Πριγκίπισσα Γεωργίου της Ελλάδας». Δεν ήταν παρά η πριγκίπισσα Μαρί Μποναπάρτ -γνωστή μας ως Μαρία Βοναπάρτη-, δισεγγονή του Λισιέν Μποναπάρτ, Πρίγκιπα του Κανίνο και του Μουζινιάνο, νεότερου αδελφού του Ναπολέοντα, 
η οποία είχε παντρευτεί τον δευτερότοκο γιο του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου Α΄, Πρίγκιπα Γεώργιο, Ύπατο Αρμοστή της Κρητικής Πολιτείας (1898-1906),
διάσημη ψυχαναλύτρια και συγγραφέας, στενά συνδεδεμένη με τον Σίγκμουντ Φρόιντ). Παρά την αποτυχία της, όμως, έθεσε σ’ εφαρμογή τη θεωρία του Αρτό για το νέο είδος θεάτρου που οραματιζόταν στα μανιφέστα του, το λεγόμενο «Θέατρο της Σκληρότητας», και θεωρείται ορόσημο που θα επηρεάσει, στη συνέχεια, όσο λίγες, το σύγχρονο θέατρο.
Ο Αρτό, που είχε ξεκινήσει απ’ το κίνημα των σουρεαλιστών για να τους αντιταχτεί κατόπιν και να τον αποκλείσουν, μετά την οικονομική αποτυχία του εγχειρήματος απογοητεύτηκε τόσο που αποφάσισε πως δε θα ξανασκηνοθετήσει για το θέατρο ποτέ πια. 

«Ο Αρτό παραμένει μια από τις μεγαλύτερες επιρροές στο χώρο των παραστατικών τεχνών» σημειώνει, μ’ αφορμή τα σχέδιά της για την παράσταση, η σκηνοθέτρια Ιόλη Ανδρεάδη. «Με τους ‘Τσέντσι’ επιχειρεί να δείξει τι εννοεί με τη ‘σκληρότητα’: όχι τόσο μια απλή δραματοποίηση εξωτερικής σκληρότητας, όσο μια στρατηγική που στοχεύει στην ανάδυση και έκφραση υποσυνείδητων δυνάμεων και ταυτόχρονα στην πειθαρχία εκείνη που ο καλλιτέχνης του θεάτρου πρέπει να υπακούει. Ένα καινούριο ανέβασμα μπορεί να υπογραμμίσει μια τέτοια στρατηγική. Η ιδέα είναι ένα ανέβασμα των ‘Τσέντσι’ σ’ ένα νέο έργο που εξερευνά τα όρια μεταξύ ακραίου ρεαλισμού και υπερρεαλισμού». 
Η διανομή και οι λοιποί συντελεστές της παράστασης δεν είναι ακόμα οριστικοποιημένοι.  
Η ελληνική σκηνή, σε γενικές γραμμές, έχει αγνοήσει τον Αντονέν Αρτό. Τον πρωτοπαρουσίασε -και, αν δεν κάνω λάθος, ήταν η μόνη φορά- ο Γιάννης Κακλέας με τη δική του «Ομάδα Θέαμα», τη σεζον 1988/1989, στον πρώτο του «Τεχνοχώρο», στο παλιό Παγοποιείο του Φιξ, στο τέρμα της Πατησίων, μέσα από μια ενδιαφέρουσα περφόρμανς με τον τίτλο «Εγώ, ο Αντονέν Αρτό», η οποία περιλάμβανε ακριβώς και σκηνές απ’ τους «Τσέντσι». Όσο για τους «Τσέντσι» του Σέλι, τους ανέβασε στον Λυκαβητό, με το τότε «Αθηναϊκό Θέατρό» του ο Γιώργος Γραμματικός το καλοκαίρι του 1992. 


Κατά ευτυχή σύμπτωση, το νεόκοπο «Cinemarian», στο Κουκάκι, οργανώνει, αυτές τις μέρες, αφιέρωμα στον Αντονέν Αρτό, που το πρώτο μέρος του, την προσεχή Πέμπτη 19 Οκτωβρίου, περιλαμβάνει την προβολή της ταινίας του Καρλ Τίοντορ Ντράιερ «Το πάθος της Ιωάννας της Λορένης» (1928), όπου ο Αρτό κρατάει το ρόλο ενός μοναχού, και το ντοκιμαντέρ «Στη συντροφιά του Αντονέν Αρτό» (1993) του Ζεράρ Μορντιγιά.

February 12, 2015

Η αποτρεπτική κάθοδος της Ιοκάστης Παπαδάμου...


Το Τέταρτο Κουδούνι /12 Φεβρουαρίου 2015
Διχογνωμία για τον «Άμλετ» του Γιάννη Χουβαρδά και της  Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Διάβασα κι άκουσα πολλές αντιρρήσεις κι ενστάσεις κι απορρίψεις. Άκουσα, όμως, και διάβασα κι εξίσου πολλά θετικά έως και υπερθετικά. Έγραψα ήδη κάτι στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 25 Ιανουαρίου. Αλλά δεν πρόλαβα να γράψω εκτεταμένα τη γνώμη μου, όπως σας είχα υποσχεθεί. Οπότε επανέρχομαι επιμένοντας πως πιστεύω ότι αυτός, ο ψιθυριστός, ο «συριστικός» σα φίδι, ο υποχθόνιος, ο σκοτεινός, ο μυστηριακός «Άμλετ» ήταν μια εξαιρετική παράσταση. Κι η καλύτερη μέχρι τώρα του Γιάννη Χουβαρδά. Με επιμέρους επιτεύγματα, τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, τις μουσικές του Δημοσθένη Γρίβα που εξελίσσεται αλματωδώς, τις ερμηνείες των ηθοποιών...
Θέλω, όμως, να σταθώ περισσότερο σε δυο σημεία: στη μετάφραση, πρώτα, του Διονύση Καψάλη. Που πιστεύω πως είναι μνημειώδης. Μια μετάφραση όπου ο μεταφραστής ψάχνει, ξεκουκίζει, διαλέγει με σχολαστική προσοχή μια-μια τις λέξεις με τον κίνδυνο να οδηγηθεί στην εκζήτηση αλλά τελικά καταφέρνει να τις συνδυάσει έτσι ώστε να οδηγηθεί στο ποιητικό επίτευγμα. Ανυπομονώ να τη διαβάσω -καθυστέρησε λιγάκι, σε σχέση με την παράσταση, η έκδοσή της.

Και, δεύτερον, να σταθώ στον Χρήστο Λούλη-Άμλετ. Τον παρακολουθώ βήμα-βήμα απ’ την πρώτη του εμφάνιση -με Σέξπιρ, κατά σύμπτωση, και πάλι, τον Εδμόνδο στον «Βασιλιά Λιρ» του Γιώργου Λαζάνη και του «Θεάτρου Τέχνης», άλλη κορυφαία μετάφραση του Διονύση Καψάλη. Ήταν 1999 κι έχουν περάσει πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Τον θεωρούσα, από πολύ νωρίς, τον καλύτερο ηθοποιό της γενιάς του. Μετά απ’ ΑΥΤΗ, τη βαθιά εσωτερική ερμηνεία του στον Άμλετ, τον θεωρώ έναν απ’ τους δυο κορυφαίους άντρες ηθοποιούς που διαθέτει το ελληνικό θέατρο. Ανεξαρτήτως, πια, γενιάς. Ας προσέξει για τη συνέχεια. 



Πώς λέμε «Η αποτρεπτική άνοδος του Αρτούρο Ούι» του Μπρεχτ; Ιδού κι η αποτρεπτική κάθοδος της Ιοκάστης Παπαδάμου...

Τι απογοήτευση να παρακολουθείς μέσα σε λίγα χρόνια -απ’ το 2008 μέχρι το 2015- την καθοδική πορεία ενός τόσο ευφυούς, τόσο σπαρταριστού κειμένου, όπως το «Απόψε τρώμε στην Ιοκάστης» -της κωμωδίας του Άκη Δήμου... Απ’ το πρώτο ανέβασμα της, στην Θεσσαλονίκη -Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης», θέατρο «Αμαλία», σεζόν 2007-2008, σπιντάτη σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου, με απολαυστική Έφη Σταμούλη- στο δεύτερο, το αθηναϊκό -«Ελληνική Θεαμάτων, θέατρο «Χορν», φτηνιάρικη σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή αλλά με δαιμόνια Σοφία Φιλιππίδου-, μέχρι το, δίκην τηλεοπτικού υποπροϊόντος, φετινό κιτς κινηματογραφικό κατασκεύασμα που μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το έργο -«σκηνοθεσία» Βασίλης Μυριανθόπουλος, με (διασωζόμενη πάντως) Ρένια Λουιζίδου... Ελπίζω κι εύχομαι να μην του συμβούν και χειρότερα του καημένου του -καλού- κειμένου... 




Είχα πάρει μια μυρουδιά για τη σχέση του «Effect-Τομογραφία του έρωτα» της Βρετανίδας Λούσι Πρεμπλ, όταν το ’δα στην Πάτρα απ’ το ντόπιο ΔΗΠΕΘΕ -σε μια εξαιρετική παράσταση του Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη-, με το «Τριστάνος και Ιζόλδη» του Βάγκνερ. Κι είχα καταλάβει πως τ όνομα Τρίσταν του νεαρού ήρωά του, πειραματόζωου στη δοκιμή μιας καινούργιας αντικαταθλιπτικής ουσίας, ο οποίος ερωτεύεται, υπό την επήρεια (ή μήπως όχι;) της ενισχυμένης ντοπαμίνης, ένα κορίτσι συν-πειραματόζωό του, δεν είναι τυχαίο.
Τώρα, όμως, που είδα την όπερα στο Μέγαρο και τη φρεσκάρισα στο μυαλό μου, κατάλαβα τη στενή σχέση τους. Το ερωτικό φίλτρο που η Μπρανγκένε, ακόλουθος της Ιζόλδης χορηγεί στους δυο ήρωες χωρίς να τους το αποκαλύψει, η Πρεμπλ είχε την ευφυή ιδέα να το μετατρέψει σε ουσία αντικαταθλιπτική με μεγάλη δόση ντοπαμίνης. Αλλά το ερώτημα παραμένει το ίδιο: ο έρωτας, το πάθος που εκρήγνυται και στα δυο έργα είναι καρπός των ουσιών αυτών ή, έτσι κι αλλιώς, θα ξεσπούσε ερήμην τους, με την ίδια ορμή;
Όσοι είδατε τη συγκλονιστική παράσταση της Λυρικής και δείτε και την παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας -που σας συνιστώ ένθερμα να τη δείτε καθώς από μεθαύριο Σάββατο έρχεται Αθήνα, στο «Σύγχρονο Θέατρο»- θα με καταλάβετε καλύτερα.




Τι μούχλα έργο, Θεέ μου! Το «Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές» του Ρόμπερτ Μπολτ. Που θυμήθηκε ν’ ανεβάσει τώρα -στην Κεντρική, μάλιστα, Σκηνή του- το Εθνικό μας Χατζακιστάν. Απ’ τα μακρινά 60’s -όπως τα λέμε πια-, όταν, ενώ η αγγλική σκηνή κόχλαζε απ’ τους Όσμπορν, τους Μπέκετ, τους Πίντερ, τους Στόπαρντ, η κατεστημένη καθωσπρέπει έκφραση του βρετανικού θεάτρου προσπαθούσε να κρατηθεί στα πόδια της -και στο σανίδι- με «καλοφτιαγμένα» δραματάκια ιστορικού περιεχομένου όπως αυτό. Που τότε, εδώ, δεν τ’ ανέβαζε, βέβαια, το Εθνικό αλλά ο καθωσπρέπει Μουσούρης. Και τα χαρακτήριζαν «καλογραμμένα».
Και τι άοσμη, άχρωμη, άγευστη, η παράσταση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου! (Γιατί; Θα βρέθηκε, φαίνεται, έξω απ’ τα νερά του). Τι ανόρεχτη! Που όλοι οι επί σκηνής να μου φαίνονται πως δεν έχουν πειστεί γι αυτό που κάνουν αλλά πως απλώς διεκπεραιώνουν. Που μερικοί, τους οποίους εξαιρετικά εκτιμώ, να ’χουν εξαφανιστεί. Που ο σκηνοθέτης να προσπαθεί, ντε και καλά, σε αγώνα άπελπι, να βγάλει συμπρωταγωνιστή τον Δημήτρη Πιατά -εκεί να δείτε άνθρωπος για όλες τις εποχές...- ως ρόλο-αφηγητή. Και ο οποίος με τσαχπινιές να μας εξηγεί το ιστορικό υπόστρωμα του έργου και να μας κλείνει το μάτι για τις υποτιθέμενες -άντε!- σχέσεις του κειμένου με τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα μέσα από κάτι πρόσθετα κειμενάκια στεγνά, αντιθεατρικά, αφελή, λες αντλημένα από εγχειρίδιο Ιστορίας λυκείου, για να μην πω γυμνασίου.
Τι πλήξη, Θεέ μου! Πόσο βαρέθηκα εν μέσω μιάς πλατείας που ’λεγες «να τα, τα ΚΑΠΗ, έχουν σήμερα έξοδο στο θέατρο». Σα να ’χα διακτινιστεί δεκαετίες πριν.



Αλλά στο Χατζακιστάν πάντα υπάρχει και κάτι χειρότερο: «Μυστικοί αρραβώνες» του Γρηγορίου Ξενοπούλου σε θεατρική διασκευή Άκη Δήμου. Όπου στη σκηνή του «Κοτοπούλη» βλέπεις, σε σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού διευθυντή Σωτήρη Χατζάκη, να (κακο)παίζεται ένα σίριαλ. Δεν έχω να πω πολλά. Διότι η συγκεκριμένη παράσταση με αποστόμωσε. Να πω μόνο πως είναι κρίμα για κάποιους καλούς έως πολύ καλούς ηθοποιούς της που χαραμίζονται εκεί. Και πως την παράσταση -σκηνικά και κοστούμια Έρσης Δρίνη- θα πρέπει υποχρεωτικά να τη δουν φοιτητές -κατά προτεραιότητα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών-, σπουδαστές και μαθητές. Αλλά οπωσδήποτε ενταγμένη στο πλαίσιο ενός σεμιναρίου για το κιτς. Του οποίου, αισθητικά, αποτελεί την επιτομή.
Ε, δε βλέπεις συχνά να τοποθετείται ένα δραματικό ρομαντζάκι του Ξενόπουλου σε -μπλιαχ!- σκηνικό με παπιέ μασέ αρχαία ερείπια -κάτι σαν κολώνες και κάτι σαν αετώματα και κάτι σαν Πύλες των Λεόντων και κάτι σαν επιτύμβια...- συνδυασμένα με τσεχοφικές... σημύδες και ρουστίκ κρεμαστά φανάρια. Και τους ήρωες, ντυμένους με κοστούμια, όπου οι δεκαετίες του ’10, του ’20 και του ’30 μπερδεύονται γλυκά, να χορεύουν σε εσπερίδες, ανάμεσα στα συγκεκριμένα ερείπια και στις συγκεκριμένες σημύδες, βαλς και ταραντέλες ή να τρώνε ψητά σε τραπέζια οικογενειακά. Είναι, επομένως, μεγάλη η ευκαιρία.




«Την ίδια σχεδόν στιγμή η ηθοποιός και σκηνοθέτιδα εκφράζει την επιφυλακτικότητά της για την πολυφωνία και την πολυσυλλεκτικότητα της αθηναϊκής θεατρικής σκηνής. ‘Σε μια χρονιά, 1.400 παραστάσεις είναι πολύ μεγάλος αριθμός’»: από συνέντευξη της Μαριάννας Κάλμπαρη, της νέας καλλιτεχνικής διευθύντριας του «Θεάτρου Τέχνης», στην Γεωργία Γεωργακαράκου που δημοσιεύτηκε στα «Νέα». Το διάβασα και γέλασα. Καμιά εικοσπενταριά, τουλάχιστον, παραστάσεις κι «αναλόγια» έχει προγραμματίσει η Μαριάννα Κάλμπαρη φέτος για το «Θέατρο Τέχνης» -στις δυο αίθουσές του. Φαντάσου και να μην ήταν επιφυλακτική!



Υποσχέθηκα απ’ την αρχή της σεζόν να σας καταμετρώ τους -άνευ προηγουμένου- αμέτρητους φετινούς Τσέχοφ -συν τις παραστάσεις που αντλούν απ’ τον Τσέχοφ- της ελληνικής σκηνής. Το ’κανα στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 23 Οκτωβρίου και στις 18 Δεκεμβρίου κι είχαμε φτάσει στους δεκατέσσερις.
Επανέρχομαι σήμερα με τον δεκατο πέμπτο: «Συγχωνευση οικογενειών», μια παράσταση βασισμένη στο μονόπρακτό του «Πρόταση γάμου» που παίζεται σε σκηνοθεσία Παναγιώτη Βασιλείου στο «Από Μηχανής».