«Η επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα» (ΙΙΙ) του Ζοέλ Πομρά / Σκηνοθεσία: Νίκος Μαστοράκης
Είδα την παράσταση πέρσι, στη δεύτερη εκδοχή της, κι έγραψα εδώ, στις 15 Δεκεμβρίου 2017. Την είδα και φέτος στην τρίτη εκδοχή της. Μεταφέρω, μ’ ελάχιστες αλλαγές, το περσινό κείμενο -και μάλιστα με τον ίδιο τίτλο-, καθώς η γνώμη μου για το έργο και την παράσταση δεν άλλαξε και συμπληρώνω για την ανανεωμένη διανομή.
Ο Ζοέλ Πομρά συγκαταλέγεται, όπως, αποδείχτηκε, ιδιαίτερα πέρσι, μετά το «Όλα θα πάνε καλά (1). Το τέλος του Λουδοβίκου» που είδαμε στην «Στέγη», στους κορυφαίους του γαλικού και,
γενικότερα, του παγκόσμιου θεάτρου. Ο τρόπος του να εκφράζει με τον πιο λιτό τρόπο τα ουσιώδη είναι, κατά τη γνώμη μου, μοναδικός. Στην «Επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα» (2013), που παίζεται για τρίτη σεζόν, σε μια τρίτη εκδοχή -εξ ου και το (IIΙ) του τίτλου-, μ’ ευρύτατα ανανεωμένη τη διανομή, άξονάς του -αν και, βασικά,
συγγραφέας με πολιτική θέση-, εδώ, ειν’ η αγάπη. Πάσης φύσεως. Αλλά η αγάπη ως παρερμηνεία, η αγάπη ως αδιέξοδο -ανέφικτη όσο κι η επανένωση, σήμερα, των δυο Κορεών. Με είκοσι σκετς/σκηνές, απ’ τα οποία η ελληνική παράσταση έχει κρατήσει τα έντεκα -μια γυναίκα που ζητάει διαζύγιο μετά από 30 χρόνια γάμου γιατί στο γάμο της «δεν
υπάρχει αγάπη» (η πρώτη, καθηλωτική, σκηνή που δίνει το έναυσμα αλλά και το στίγμα του σπονδυλωτού αυτού έργου), δυο λεσβίες που χωρίζουν/δε χωρίζουν, μια πόρνη που ’χει ερωτευτεί τον τακτικό πελάτη της τον οποίο, εμβρόντητη, ακούει να της αναγγέλλει ότι παντρεύεται και θα σταματήσει να την επισκέπτεται, ο γαμπρός που, λίγο πριν αρχίσει ο γάμος, αποκαλύπτεται ότι έχει «παίξει» και με τις τέσσερις αδελφές της μέλλουσας γυναίκας του, μια έγκυος τρόφιμος ψυχιατρικής μονάδας που ο γιατρός της προσπαθεί να την πείσει
να κάνει έκτρωση, ένας δάσκαλος που οι γονείς ενός μαθητή του τον κατηγορούν για ασέλγεια πάνω στο αγόρι τους το οποίο εκείνος απλώς περιέθαλψε, ένας σύζυγος ο οποίος επισκέπτεται στο άσυλο τη γυναίκα του που την έχει πλήξει το Αλτσχάιμερ κι εκείνη δεν τον αναγνωρίζει πια, μια υστερική που την πέφτει, ως φαντασίωση, στο γιατρό του πατέρα της ο οποίος μόλις έχει πεθάνει ενώ ταυτόχρονα του αναγγέλλει και
τον προσεχή γάμο της, μια γυναίκα που αποκοιμήθηκε στο γραφείο συναδέλφου της στον οποίο προσάπτει, ενώ εκείνος το αρνείται κατηγορηματικά, ότι την παρενόχλησε σεξουαλικά στον ύπνο της αλλά ότι το… ευχαριστήθηκε, μια πόρνη του δρόμου που τη μαχαιρώνει ένας πελάτης της…-, σκηνές σύντομες, κατά βάση, σαν ψηφίδες, που, συνήθως, κόβονται απότομα, χωρίς η ιστορία να εξελιχθεί, ο Πομρά συνθέτει ένα ψηφιδωτό πικρό αλλά και με χιούμορ
-ειρωνικό χιούμορ που, κάποτε, αγγίζει, το παράλογο. Οι «φέτες» αυτές, καθώς συναρμολογούνται, αποκαλύπτουν ένα υπόβαθρο των σημερινών ηθών γύρω απ’ τα θέματα αγάπη, έρωτας, σεξ… κι ενσωματώνονται σε μια τοιχογραφία. Μια τοιχογραφία επιφανειακά επιπόλαιη αλλά ουσιαστικά βαθιά και, εν συμπεράσματι, πολιτική και πάλι -εύκολος ο συνειρμός με το, επίσης σπονδυλωτό, «Γαϊτανάκι» του Άρτουρ Σνίτσλερ, που καταγράφει τα ερωτικά ήθη της βιενέζικης κοινωνίας της εποχής του (1897). Ο Πομρά υποδόρια, στην «Επανένωση», κάνει μουσική. Μουσική δωματίου -ντουέτα, τρίο, κουαρτέτα, κουιντέτα… Αυτό το συνέλαβε αμέσως ο σκηνοθέτης της παράστασης Νίκος Μαστοράκης -κατεξοχήν γνώστης της μουσικής σ’ ευρύτατη γκάμα. Δεν είναι μόνον οι υπέροχες μουσικές που διάλεξε για να δέσει, μεταξύ τους, τους σπονδύλους του πομρανικού κειμένου ή για να το υπογραμμίσει -διακριτικά- κάποιες στιγμές. Είναι, κυρίως, η μουσική που ανέσυρε απ’ το ίδιο το κείμενο -μέσα απ’ την άριστη μετάφραση
της Μαριάννας Κάλμπαρη: η παράστασή του μουσικήν ποιεί εκεί στο «Υπόγειο» -για την ακρίβεια, μουσική δωματίου. Ο λαβύρινθος με τα κάγκελα δικαστηρίου όπου έκλεισε τους ήρωες του έργου -ο εγκλωβισμός των συναισθημάτων με κάγκελα που
θέτει η κοινωνία, η υποχρέωση σε κάτι σαν απολογία τους από εδωλίου για τα συναισθήματά τους (η επιμέλεια του, έξοχα φωτισμένου απ' την Στέλλα Κάλτσου, σκηνικού είναι του Αλέξανδρου Λαγόπουλου), το ψυχρό, αποστασιοποιητικό στήσιμο όλων των ηθοποιών, καθισμένων, στο βάθος της σκηνής και όταν
δεν παίζουν, η μηχανική, με «γωνίες», αυστηρή κίνηση που επιμελήθηκε η Βάλια Παπαχρήστου και που σα να μετατρέπει τους ανθρώπους του έργου σε ρομπότ, σε μαριονέτες, σε ανθρωπάκια α λα Γαΐτης, το όλο στιλιζάρισμα, τα ουδέτερα, κομψά βραδινά ενδύματα της Κλαιρ Μπρέισγουελ -όλα- συντελούν στο συνεπές αποτέλεσμα: μια ψυχρή ματιά σαν από μικροσκόπιο, σα σε εργαστήριο, σα σε γυάλα, όπου, όμως, μέσα της, τα αισθήματα, όσο κρατάει η κάθε σκηνή, θερμαίνονται, σχεδόν πυρακτώνονται.
Ο Νίκος Μαστοράκης, πέρσι, είχε βρει θερμούς υποστηρικτές της γραμμής που επέλεξε τους εξαίρετους ηθοποιούς του. Φέτος δε θα ’λεγα το ίδιο. Απ’ τους τρεις της περσινής διανομής μόνο την εξαίρετη Κωνσταντίνα Τάκαλου βρήκα εφάμιλλη με πέρσι -έχει μεγάλη εσωτερική δύναμη και ικανότητα να μεταμορφώνεται η ηθοποιός αυτή. Οι επίσης καλοί ηθοποιοί Γεράσιμος Γεννατάς και Ιωάννα Μαυρέα μου φάνηκαν κάπως υπερβολικός ο πρώτος, κάπως κουρασμένη η δεύτερη. Οι συγκρίσεις είναι άκομψες αλλά, δυστυχώς, δεν μπορώ να τις αποφύγω. Οι ηθοποιοί που κλήθηκαν φέτος να κάνουν αντικαταστάσεις, εκτός απ’ την Βίκυ Βολιώτη -αλλά μόνο στην έγκυο ψυχασθενή-, μου φάνηκαν ισχνότεροι των περσινών επιλογών: Νίκος Αλεξίου, Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου, Νικόλας Χανακούλας, Φαίη Μινωπέτρου-Κασιμάτη. Η παράσταση επαναμβάνεται λόγω αιφνίδιου κενού που δημιουργήθηκε στο ρεπερτόριο του «Θεάτρου Τέχνης», χωρίς να ’ναι προγραμματισμένη, κι έχω την υποψία ότι και οι αντικαταστάτες επελέγησαν ως αναγκαία
λύση αλλά και ότι δεν μπόρεσαν να δουλέψουν αρκετά με το σκηνοθέτη. Πέραν αυτού, όμως, αν δεν είχατε δει την παράσταση και δεν έχετε μέτρο σύγκρισης, θ’ άξιζε να τη δείτε (Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης).
«Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν» / «Υπόγειο», 28 Οκτωβρίου 2018.
No comments:
Post a Comment