December 31, 2019

Στο Φτερό / Ρέκβιεμ για τους ξεριζωμένους


«Ο χορός της φωτιάς» του Άρη Μπινιάρη / Σκηνοθεσία: Άρης Μπινιάρης 


Αφορμή ήταν οι μνήμες από τις διώξεις, με τραγικά επακόλουθα -σφαγές, εκτελέσεις, βιασμοί, λεηλασίες, πυρπολήσεις, καταναγκαστική εργασία, αγριότητες, εκτοπίσεις, πορείες θανάτου...-,
των Ελλήνων του Πόντου, την περίοδο 1914-1923, από το κίνημα των Νεοτούρκων, που επικράτησε και πήρε τα ηνία της εξουσίας στην υπό κατάρρευση Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδιώκοντας την εθνοκάθαρση, και, στη συνέχεια, από το κεμαλικό καθεστώς -ο ξεριζωμός, όχι, πάντως, χωρίς αντίσταση και όχι χωρίς, επίσης, αγριότητες και από την ελληνική πλευρά, του ποντιακού ελληνισμού με συνέπεια το θάνατο και την προσφυγιά εκατοντάδων χιλιάδων Ποντίων, που χαρακτηρίζεται ως γενοκτονία, αν και δεν έχει αναγνωριστεί έτσι διεθνώς. Ο Άρης Μπινιάρης, μελετώντας τη σχετική βιβλιογραφία και τις -συχνά συγκλονιστικές- μαρτυρίες αυτών που επέζησαν εμπνεύστηκε και δραματοποίησε μία ποιητική σύνθεση, ένα χορικό, ένα ρέκβιεμ για 

τους ξεριζωμένους, τον «Χορό της φωτιάς». Στο κείμενο, βέβαια, δεν ακούγονται καν οι λέξεις Πόντος, Πόντιοι, Αρμένιοι, Νεότουρκοι, Κεμάλ..., δεν υπάρχουν τοπικές και χρονικές 

αναφορές και αυτό είναι θετικό γιατί δίνει στο θέμα μία παγκοσμιότητα και το ανάγει, πέραν του συγκεκριμένου τόπου και χρόνου, σε άλλες, ανάλογες, θηριωδίες που έχουν διαπραχθεί ή διαπράττονται ακόμα, εν ονόματι εθνικισμών και θρησκειών. Οι 
εθνοκαθάρσεις και οι ξεριζωμοί, οι σφαγές και οι εκτοπίσεις, οι προσφυγιές και οι αναγκαστικές, βίαιες μεταναστεύσεις έπλητταν και συνεχίζουν να πλήττουν, χωρίς σταματημό, χωρίς ανάσα, την ανθρωπότητα... Το πρώτο μέλημα του Άρη Μπινιάρη, ως προς το κείμενο, τη δραματουργία και τη σκηνοθεσία που υπογράφει, ήταν η μουσικότητα. Και σ’ αυτή, όπως και στις προηγούμενες
παραστάσεις του σκηνοθέτη, εκτός από τη μουσική που είναι ενσωματωμένη, που είναι ο έτερος, πλην του λόγου, πόλος της, το βάρος δίνεται στη μουσικότητα αυτού καθαυτού του λόγου. Αλλά ο Άρης Μπινιάρης, πέραν του τρόπου που συνθέτει το κείμενο, που συνθέτει τις φράσεις του, με την επιλογή των λέξεων, με την προσοχή που δίνει στους «ήχους» τους, με τις διαρκείς επαναλήψεις υπό τον τύπο λάιτ μοτίφ, ως σκηνοθέτης πια, διδάσκει και στους ηθοποιούς μία μετρική εκφορά του λόγου δίνοντας έμφαση στους ρυθμούς και οδηγώντας τους σε μία χορικότητα που αγγίζει τα στάσιμα του αρχαίου δράματος -η εμπειρία του από τις «Βάκχες»-σταθμό που έκανε στην «Στέγη» του Ιδρύματος Ωνάση στάθηκε, προφανώς, εξαιρετικά χρήσιμη. Η αίσθησή μου ήταν της εκτέλεσης μίας παρτιτούρας, με τις υφέσεις,

τις διέσεις, τα ημιτόνια της, που οδηγείται στο κρεσέντο ενός ποντιακού χορού. Οι έντεκα ηθοποιοί του αφηγούνται, με τρόπο ποιητικό, «τραγουδούν» τελετουργικά  την  περιπέτεια  ενός  λαού 
που ζούσε ευτυχισμένος μέχρι να πέσει θύμα των ιστορικών συνθηκών, μέχρι να πάρει τα μαχαίρια για να γλυτώσει από τον αφανισμό που δεν τον γλύτωσε τελικά, μέχρι να ξεριζωθεί και να μεταφυτευτεί σε ξένα χώματα: μία, σχεδόν ιερή, τελετουργία. Πέραν ψυχολογισμών και συναισθηματισμών -η συγκίνηση αποφεύγεται. Στη σκηνοθεσία συμπαρίστανται ενεργά, αποφασιστικά θα έλεγα, η Στέλλα Κάλτσου με τους συγκλονιστικούς φωτισμούς της που, ουσιαστικά, πλέκουν τα νήματα της δραματουργίας και η Ματίνα Μέγκλα με 
τα εκπληκτικά, πτυχωτά, σε υπέροχα συνδυασμένες, μεθυστικές αλλά, ταυτόχρονα, και λιτές, μονοχρωμίες, κοστούμια της και με τα πλισέ υφάσματα με τα οποία τυλίγονται οι ηθοποιοί και τα οποία καθορίζουν το ύφος της παράστασης παραπέμποντας ανεπαισθήτως στην αρχαιότητα -συναρπαστική αισθητική χωρίς να επιδεικνύεται. Η απόλυτη λιτότητα των σκηνικών του
Κωστή Καραντάνη και η εξαιρετική δουλειά του video artist Γιώργου Δασκαλόπουλου, άλλα δύο συν. Φυσικά η πολύ ενδιαφέρουσα μουσική του Φώτη Σιώτα -που εκτελείται ζωντανά από τρεις μουσικούς, με ηχογραφημένη την ποντιακή λύρα-, αντλώντας από την ποντιακή παράδοση αλλά πειραγμένη, αυτονομούμενη σε ροκ ύφος, πυροδοτεί τη διαρκή επί 

σκηνής κίνηση του Χορού συμβάλλοντας καθοριστικά στο παραστασιακό αποτέλεσμα που θα μπορούσε να παραπέμπει και στα Αναστενάρια. Αποτέλεσμα για το οποίο συντονίζονται ιδανικά οι έντεκα ηθοποιοί: Κατερίνα Δημάτη, Γρηγορία Μεθενίτη, Ελένη Μπούκλη, Δώρα Ξαγοράρη, Λεωνή Ξεροβάσιλα, Μάνος Πετράκης, Κώστας Σεβδαλής, Νικος

Τσολερίδης, Ορέστης Χαλκιάς, με τους έξοχους Χρήστο Λούλη και Ιωάννα Παππά, χωρίς να διασπούν το σύνολο, να ξεχωρίζουν εν είδει κορυφαίων του Χορού. Δύο οι παρατηρήσεις μου. Μία 

επουσιώδης: το κορίτσι που μοιράζει στους άλλους τις σπάθες δεν μπορεί να τις παραδίδει κρατώντας τες από τις λάμες. Η βασική: ο σκηνοθέτης επαναλαμβάνει το λάθος που έχει κάνει και στο «Ύψωμα 731» το οποίο παίζεται στο θέατρο «Πορεία»: τα 
μικρόφωνα-ψείρες, οι εντάσεις στην εκφορά που ζητάει από τους ηθοποιούς και οι εντάσεις της μουσικής επικαλύπτουν ή εμποδίζουν το λόγο -το κείμενο δεν ακούγεται σε απαγορευτικό ποσοστό που φτάνει και το 50%. Επίσης, μου κάνει εντύπωση η εμμονή του σε κείμενα και παραστάσεις που αναφέρονται στον πόλεμο και στη βία. Αν έχετε εκ των προτέρων υπόψιν σας ότι δεν θα δείτε ένα ρεαλιστικό δράμα «για την γενοκτονία των Ποντίων» αλλά ένα μουσικό-ποιητικό δρώμενο που αντλεί από την ιστορία χωρίς να προσπαθεί να την αναπαραστήσει, να πάτε (Φωτογραφίες: οι ανυπόγραφες Κωστής Σωχωρίτης). 

(Ικανοποιητικό το έντυπο πρόγραμμα, με πολλές πληροφορίες που, όμως, σε αντίθεση με την παράσταση που το αποφεύγει, εντοπίζουν το θέμα της στο ξερίζωμα του ποντιακού ελληνισμού).

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά / Σκηνή «Δημήτρης Ροντήρης», «Performing Arts and Entertainment ltd», 11 Δεκεμβρίου 2019.

December 25, 2019

Στο Φτερό / Ακαδημαϊκή, αλλά συναρπαστικά ακαδημαϊκή ή Το κράτος του ζόφου


«Ντον Κάρλο» του Τζουζέπε Βέρντι, λιμπρέτο (Φρίντριχ Σίλερ, Σεζάρ Βισάρ ντε Σεν-Ρεάλ) Φρανσουά-Ζοζέφ Μερί-Καμίγ(ι) ντι Λοκλ (ιταλική μετάφραση Ασίλ ντε Λοζιέρ, Άντζελο Τσαναρντίνι) / Μουσική διεύθυνση: Φιλίπ Ογκέν. Σκηνοθεσία: Νίκολας Χάιτνερ (αναβίωση: Ντάνιελ Ντούνερ). 



Η ειρήνευση, που επήλθε στο τέλος του λεγόμενου «11ου Ιταλικού Πολέμου» του 1551-1559 μεταξύ Γαλίας και Ισπανίας -δηλαδή, για να είμαστε ακριβείς, μεταξύ των οίκων των Βαλουά της Γαλίας και των Χάπσμπουργκ της Ισπανίας- με τη συνθήκη του Κατό-

Καμπρεζί, επισφραγίζεται με έναν διπλωματικό γάμο: του βασιλιά Φίλιπου Β΄ της Ισπανίας -γιου του Κάρολου Ε΄, αυτοκράτορα της Αγίας Ρομαϊκής Αυτοκρατορίας και βασιλιά, με το όνομα Κάρολος Α΄, της Ισπανίας -ο Κάρολος Κουίντος-, ο οποίος, κατά τη διάρκεια 
του πολέμου, είχε παραιτηθεί από τον ισπανικό θρόνο υπέρ του γιου του και είχε αποσυρθεί σε μοναστήρι όπου και πέθανε μετά από δυόμισι χρόνια- με τη 14χρονη Ελισάβετ των Βαλουά, κόρη του βασιλιά Ερίκου Β΄ της Γαλίας. Είχαν προηγηθεί διαβουλεύσεις για γάμο της Ελισάβετ με τον συνομήλικό της ινφάντη Δον Κάρλος της Αυστρίας, πρίγκιπα
των         Αστουριών, διάδοχο του ισπανικού θρόνου, γιο του Φίλιπου αλλά, επειδή, όπως παραδίδεται ιστορικά, ήταν πολύ «εύθραυστος» ψυχολογικά -οι συνεχείς ενδογαμίες στους βασιλικούς Οίκους, και ειδικά στους Χάπσμπουργκ, είχαν τις συνέπειές τους...-, ο Φίλιππος, που πρόσφατα είχε μείνει και πάλι χήρος, μετά το θάνατο και της δεύτερης γυναίκας του -άλλος διπλωματικός γάμος...-, βασίλισσας 

Μαρίας Α΄ της Αγγλίας, την παντρεύτηκε ο ίδιος. Στην όπερα ο Δον Κάρλος -Nτον Κάρλος στην γαλική εκδοχή της, Ντον Κάρλο στις ιταλικές-, όμως, έχει ήδη συναντήσει την Ελισάβετ και έχουν ερωτευτεί -ένας ανέλπιδος έρωτας αφού η Ελισάβετ έχει γίνει πια μητριά του. Τον εκμυστηρεύεται μόνο στον επιστήθιο φίλο του 
Ροντρίγκο, μαρκίσιο του Πόζα, που αν και έμπιστος του Φίλιππου θα κρατήσει το μυστικό και θα προσπαθήσει να πείσει τον Ντον Κάρλο να ζητήσει από το βασιλιά πατέρα του να τον στείλει στην υπό ισπανική κατοχή Φλάνδρα -για να ξεχάσει τον έρωτά του αλλά και για να βοηθήσει το λαό που καταπιέζεται και υποφέρει. Ο Ντον Κάρλο συναντάει την Ελισάβετ με το σκοπό να της ζητήσει να μεσολαβήσει στον 

Φίλιππο για την αποστολή του στην Φλάνδρα αλλά ο έρωτάς του φουντώνει πάλι. Η ανυπόγραφη επιστολή που παίρνει και που του ζητάει να πάει στους κήπους της βασίλισσας τη νύχτα υποθέτει ότι προέρχεται από την Ελισάβετ. Μέσα στο σκοτάδι εξομολογείται στη γυναίκα 
που συναντάει τον έρωτά του αλλά αποκαλύπτεται ότι αυτή είναι η πριγκίπισσα του Έμπολι, κυρία επί των τιμών της βασίλισσας, η οποία, ερωτευμένη μαζί του, του είχε στείλει την επιστολή και τώρα αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει και, ταπεινωμένη, βάζει στόχο να τον εκδικηθεί, παρά τις προσπάθειες του Ροντρίγκο να τη μεταπείσει. Στη διάρκεια μιας τελετής κατά την οποία θα ριχτούν ζωντανοί 

στην πυρά αιρετικοί, καταδικασμένοι από την Ιερά Εξέταση που βασιλεύει πάνω από τον βασιλιά -οι χρυσοί αλλά και ζοφεροί αιώνες τις Ισπανίας...-, ο Ντον Κάρλο εμφανίζεται με μία ομάδα αντιπροσώπων της Φλάνδρας που έρχονται να ικετεύσουν τον παρόντα Φίλιππο
για την ελευθερία της πατρίδας τους. Εκείνος είναι ανένδοτος. Και όταν ο Ντον Κάρλο του ζητάει ευθέως να τον ορίσει κυβερνήτη της Φλάνδρας και της Βραβάντης του το αρνείται, οπότε ο ινφάντης, 
οργισμένος, τραβάει εναντίον του το ξίφος του. Ο Ροντρίγκο τον αφοπλίζει και ο βασιλιάς, για να τον αμείψει, του απονέμει τον τίτλο του δούκα. Στο μεταξύ η Έμπολι εκδικείται: έχει κλέψει μία κασετίνα της Ελισάβετ όπου 

εκείνη κρύβει ένα μικρό πορτρέτο του Ντον Κάρλο και την έχει δώσει στον βασιλιά με τον οποίο διατηρεί ερωτική σχέση. Ο Φίλιππος, που, μετά το συμβάν και ενώ στην Φλάνδρα έχουν
ξεσπάσει ταραχές για τις οποίες θεωρεί τον Ντον Κάρλο υπεύθυνο, έχει ήδη συμβουλευτεί τον Μέγα Ιεροεξεταστή αν εγκρίνει τη θανάτωση του γιου του, όταν βλέπει και το πορτρέτο, κατηγορεί πια τη γυναίκα του για μοιχεία. Η Έμπολι, μετανιωμένη, αποκαλύπτει όλη την αλήθεια στη βασίλισσα που την τιμωρεί με εγκλεισμό σε μοναστήρι. Ένας 

πληρωμένος από τον Μέγα Ιεροεξεταστή δολοφόνος πυροβολεί τον Ροντρίγκο στη φυλακή, όπου έχει πάει να επισκεφθεί τον φυλακισμένο φίλο του Ντον Κάρλο και να τον ενημερώσει ότι, για να τον σώσει, ανέλαβε την ευθύνη για τις ταραχές στην Φλάνδρα, 
και τον σκοτώνει. Ξεσπούν ταραχές αλλά ο Μέγας Ιεροεξεταστής επιβάλλει την τάξη. Στην τελευταία του συνάντηση με την Ελισάβετ, στο μοναστήρι, πλάι στον τάφο του παππού του Κάρολου Κουίντου, ο ελεύθερος πια Ντον Κάρλο της ανακοινώνει ότι φεύγει στην Φλάνδρα αλλά εμφανίζονται ο βασιλιάς και ο Μέγας Ιεροεξεταστής που διατάζει να τον συλλάβουν και πάλι. Τότε, όμως, 
παρουσιάζεται ένας μυστηριώδης καλόγερος που τον οδηγεί σε μέρος ασφαλές. Eμβρόντητοι όλοι αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του τον νεκρό Κάρολο Κουίντο. Ο Τζουζέπε Βέρντι ετοίμασε τον πεντάπρακτο «Ντον Κάρλος» (1867) για την Όπερα του Παρισιού, σε γαλικό λιμπρέτο -αντλημένο από το έργο του Φρίντριχ Σίλερ «Ντον Κάρλος» (1787) που, με τη σειρά του, βασιζόταν στη νουβέλα (1672) του Γάλου Σεζάρ Βισάρ ντε Σεν-Ρεάλ «Ντομ Κάρλος»- των 

Φρανσουά-Ζοζέφ Μερί, που πέθανε πριν από το τέλος της προετοιμασίας, και Καμίγ(ι) ντι Λοκλ που το ολοκλήρωσε. Ένα λιμπρέτο με κάποια κενά και αφέλειες -η συνάντηση Ντον Κάρλο-

Έμπολι στους κήπους- αλλά, γενικά, ικανοποιητικό, το οποίο, ακολουθώντας τον Σίλερ, προβάλλει έναν Ντον Κάρλο ρομαντικό ήρωα, αθεράπευτα ερωτευμένο και επαναστάτη -πολύ μακριά από 

την ιστορική πραγματικότητα. Στη «μεγαλόπρεπη», κατά τα γαλικά οπερατικά κελεύσματα της εποχής, όπερα, που το λιμπρέτο της μεταφράστηκε στα ιταλικά και γνώρισε τρεις, τουλάχιστον, «ιταλικές», εκδοχές -τετράπρακτες ή πεντάπρακτες- εκ των οποίων 
η πεντάπρακτη τελευταία, «της Μόντενα» (1886), είναι αυτή που παρουσιάζεται από την Λυρική Σκηνή -για πρώτη φορά στην Ελλάδα-, ο συνθέτης υπακούει στους κανόνες του είδους αλλά, ταυτόχρονα, εξελίσσοντας την τέχνη του προς την κατεύθυνση του βαγκνερικού μουσικού δράματος, με λάιτ μοτίφ και με μουσική ροή που σπάνια πια διασπάται παρά τις εμβληματικές άριες και τα συγκλονιστικά 
ντουέτα, τρίο και κουαρτέτα του. Και, παράλληλα, θερμά υπερασπίζεται -όχι για πρώτη φορά- ένα θέμα που συνάδει με τη 

βαθιά δημοκρατική, επαναστατική φύση του. Το αποτέλεσμα: μία εξαιρετική, δυναμική όπερα όπου ο μελωδιστής Βέρντι τιθασεύει τις μελωδικές ρίζες του αλλά δεν τις ξεχνάει. Ο Βρετανός Νίκολας 

Χάιτνερ που υπογράφει τη σκηνοθεσία (2008) την οποία, πολύ προσεκτικά, φαίνεται να έχει αναβιώσει για την Λυρική Σκηνή ο Καναδός Ντάνιελ Ντούνερ, δεν έχει «πρωτοτυπήσει», δεν έχει «αυθαιρετήσει» ούτε, βέβαια, έχει κομίσει μία καινούργια άποψη για το έργο, όπως, για παράδειγμα, η Κέιτι Μίτσελ για την «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Ντονιτσέτι που είδαμε, πρόπερσι και πέρσι, στην Λυρική -μία ιδιοφυής παράσταση, μία παράσταση-σταθμός. Έχει οργανώσει, με επιδράσεις, νομίζω, από την παράσταση του Φράνκο Τζεφιρέλι, το 1992, στην «Σκάλα» του Μιλάνο, μία παράσταση ακαδημαϊκή αλλά με την καλύτερη σημασία της λέξης: έχει 

ακολουθήσει σεβαστικά τη μουσική του Βέρντι και το λιμπρέτο, έχει οργανώσει άψογα, μέσα σε μία ατμόφαιρα ζοφερή που απολύτως εκφράζει την εποχή, την κίνηση της χορωδίας και των κομπάρσων και τη χωροθεσία των πρωταγωνιστών χωρίς ούτε μία στιγμή να σε κάνει να χαμογελάς με τις «συμβατικές» λύσεις. Βέβαια, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς τον Ιρλανδό Μπομπ Κρόουλεϊ: τα όσο πρέπει αφαιρετικά, καλοζυγισμένα, ευέλικτα, λειτουργικά και υψηλής αισθητικής έξοχα σκηνικά του -ανεπανάληπτη η ολόχρυση πρόσοψη του καθεδρικού 

ναού του Βαγιαδολίδ συνδυασμένη με την εκπληκτική, συγκλονιστική γιγάντια εικόνα του Ιησού, στη δεύτερη σκηνή της τρίτης πράξης- και τα υπέροχα κοστούμια του εποχής -σε μαύρο και άσπρο, βασικά, που σπάζουν με κόκκινο, λίγο χρυσό και λίγο γκρίζο-, ενισχυμένα από τους συναρπαστικούς, μοναδικούς φωτισμούς του βρετανού μάστορα Μαρκ Χέντερσον, ενισχύουν τη γραμμή του έργου και της σκηνοθεσίας: μία ατμόσφαιρα σκοτεινή, μυστικιστική, επιβλητική, δέους, σχεδόν φοβιστική -δουλειά αξιομνημόνευτη. Για παράδειγμα, σκηνοθέτης, σκηνογράφος, φωτιστής στήνουν τη φυλακή του Ντον Κάρλο, στη δεύτερη σκηνή της 
τέταρτης πράξης, μόνο με μία σειρά φρουρών γυρισμένων πλάτη, με πλάτη φωτισμένες τις αστραφτερές πανοπλίες τους -τι πιο υποβλητικό; Η κινησιολογία, που υπογράφει η Βρετανίδα Σκάρλετ Μακμίν, επίσης αποτελεσματική. Ο εξαίρετος γάλος αρχιμουσικός Φιλίπ Ογκέν, «Φιλοξενούμενος Καλλιτέχνης» για φέτος στην Λυρική, οδηγεί, από το πόντιουμ, την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, την Χορωδία της που διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος και την υπό τον Εσθονό Γιάαν Οτς μπάντα σε ένα σημαντικό επίτευγμα ενταγμένο απόλυτα στο βερντιάνικο ύφος. Η παράσταση ευτυχεί και στη διανομή -είδα και τις δύο διανομές. Η ιταλίδα σοπράνο Μπάρμπαρα Φρίτολι, αν και κάπως ώριμη πια για το ρόλο της
Ελισάβετ και με ελαφρά μειωμένες τις δυνάμεις της, έχει την εμφάνιση, την υποκριτική δυνατότητα και την κατάλληλη φωνή για το ρόλο. Η Ρουμάνα Τσέλια Κοστέα, Ελισάβετ της δεύτερης διανομής, δεν έχει τη φινέτσα της Φρίτολι αλλά μπορεί να τον υποστηρίξει φωνητικά με μεγαλύτερο σθένος. Τα σλάβικα ζεστά ηχοχρώματα κομίζουν στη σκηνή ο εξαίρετος ρόσος μπάσος Αλεξάντερ Βινογκράντοφ, πολύ καλός ερμηνευτικά, παρά την κόντρα εμφάνισή του, και ιδιαίτερα επιβλητικός

φωνητικά Φίλιππος, η επίσης ροσίδα μέτζο Εκατερίνα Γκουμπάνοβα, αντάξια Έμπολι, η -ροσίδα κι αυτή- μέτζο Έλενα Ζίντκοβα, Έμπολι της δεύτερης διανομής -βρήκα πιο αποτελεσματική, πάντως, την Γκουμπάνοβα της πρώτης- 
και ο πολονός μπάσος Ράφαλ Σίβεκ, έξοχος Μέγας Ιεροεξεταστής. Ηθοποιός με ανεπτυγμένες υποκριτικές δυνατότητες ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος είναι και φωνητικά ένας άψογος Ροντρίγκο. Ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς, Ροντρίγκο της δεύτερης διανομής, δεν είναι ισοδύναμος υποκριτικά αλλά υπερτερεί συντριπτικά φωνητικά με το ζεστό, υπέροχο,
ανεπανάληπτο ηχόχρωμα της φωνής του. Τενόρος με μεγάλη φωνή ο Αργεντινός Μαρσέλο Πουέντε, σωστός ερμηνευτικά, αν και λίγο δύσκαμπτος στην κίνησή του, ξεχωρίζει στον επώνυμο ρόλο. Επαρκής φωνητικά αλλά μονοκόμματος ο Μοναχός του μπάσου Δημήτρη Κασιούμη. Προτίμησα τον μπάσο Πέτρο Μαγουλά που τον είχε αντικαταστήσει στη δεύτερη παράσταση  που είδα. Ικανοποιητική η υπόλοιπη διανομή -πρόλαβα να ξεχωρίσω τον Τεμπάλντο της μέτζο Μιράντας Μακρυνιώτη, που η φωνή της, όμως, στη δεύτερη παράσταση καλύφθηκε από την ορχήστρα κάποιες στιγμές και βρήκα πιο αδύναμο τον τενόρο Γιάννη Κάβουρα ως Λέρμα. Μία παράσταση που δεν κομίζει κάτι καινούργιο αλλά θα σας ικανοποιήσει απόλυτα, μπορεί και να σας συναρπάσει με την αισθητική της (Φωτογραφίες: οι υπογραμμένες Χάρης Ακριβιάδης, από τις ανυπόγραφες 15, 22, 29 Ανδρέας Σιμόπουλος, 18, 27 Γεράσιμος Δομένικος, 24 Βαλέρια Ισάεβα).


(Από τα πιο χορταστικά και πλήρη -δίγλωσσο, στα ελληνικά και αγγλικά-, το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης (υπεύθυνος έκδοσης Νίκος Α. Δοντάς), αν και έχουν ξεφύγει μερικά λαθάκια. Κρίνω, πάντως, πέραν πάσης λογικής το αφιερωματικό κομμάτι «Νίκος Ζαχαρίου (σ.σ. στη φωτογραφία), ο πρώτος Φίλιππος Β΄ της Εθνικής Λυρικής Σκηνής» να μη συνοδεύεται με μία φωτογραφία του διεθνούς μπάσου μας).

Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», Κύκλος «Ιταλικής Όπερας», συμπαραγωγή: Βασιλική Όπερα Λονδίνου-Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Ιόρκης-Εθνική Νορβιγική Όπερα (Όσλο), 21 Δεκεμβρίου 2019 και 2 Ιανουαρίου 2020.