March 26, 2015

Ο Τελετουργός του Γέλιου και η περί Τσέχοφ άποψη του προξενείου ή Ουαί υμίν γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί...


Το Τέταρτο Κουδούνι /26 Μαρτίου 2015 



Την παράσταση την είδα στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στις 15 Μαρτίου. Την επομένη το πρωί έφυγα και δεν πρόλαβα να γράψω. Έντεκα μέρες έχουν περάσει κι η αίσθηση που μου άφησε το «Torobaka» δε λέει να καταλαγιάσει. Ο Άκραμ Καν κι ο Ισραέλ Γκαλβάν οι οποίοι το δημιούργησαν και το χόρεψαν -σπουδαίοι χορευτές και οι δυο, ο Γκαλβάν που τον πρωτόβλεπα μ’ άφησε άφωνο- έφεραν σ’ επαφή -με αποφασιστικότητα, με επιθετικότητα θα ’λεγα αλλά και με απόλυτο σεβασμό ο ένας στον άλλο- δυο πολιτισμούς τόσο μακρινούς μεταξύ τους, δυο παραδόσεις τόσο διαφορετικές, δυο κινησιολογικές γλώσσες τόσο ανόμοιες και χωρίς να πράξουν κάτι που να μειώσει, να βλάψει, ν’ αλλοιώσει αυτά τα συγκρουόμενα μεταξύ τους στοιχεία, κατάφεραν, μαζί με


τους έξοχους μουσικούς τους και τις συναρπαστικές μουσικές τους, να τα συντήξουν σε μια παράσταση που μένει χαραγμένη στη μνήμη. 



Πέτυχες; Τον πούλο! Το εφαρμόζει ο δήμαρχος της Πάτρας στην περίπτωση του Θοδωρή Αμπαζή, καλλιτεχνικού διευθυντή του ΔΗΠΕΘΕ της πόλης, του οποίου η θητεία έληξε αλλά ο κ. Δήμαρχος -με την υποστήριξη του ΚΚΕ εκλεγείς-, παρά το ότι το Θέατρο της Πάτρας, χάρη στον Αμπαζή, δεν είναι μόνο απ’ τα ελάχιστα ΔΗΠΕΘΕ που έχουν διασωθεί -ως ΔΗΠΕΘΕ εννοώ, όχι ως επαρχιακά Δημοτικά Θεατράκια...- αλλά κι απ’ τ’ ακόμα πιο ελάχιστα -στα δάχτυλα του ενός χεριού μετρημένα- που μπορούν σήμερα να εκφράσουν λόγο ουσιαστικό και έγκυρο στα θεατρικά μας πράγματα -μεταξύ μας, νομίζω πως είναι το μόνο...-, για να μη μιλήσω για τη δραματική σχολή και τις υπόλοιπες δραστηριότητες, δήλωσε πως δε θα την ανανεώσει. 
Με γεια του, με χαρά του, βέβαια. Δικαίωμά του, του κ. Δημάρχου... Επ’ αυτού θα κριθεί, άλλωστε. Αλλά γνώμη σαφέστερη θα σχηματίσω όταν ακούσω τ όνομα του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή που θα επιλέξει για ν’ αντικαταστήσει τον Θοδωρή Αμπαζή. Κι όταν δω το έργο του καινούργιου. Ελάτε, όμως, που ’χω ένα κακό προαίσθημα... 



«Γιατί δε λες τα ίδια για το ανάλογο (;) θέμα Σωτήρη Χατζάκη-αναπληρωτή υπουργού Πολιτισμού που ζήτησε την παραίτησή του απ’ τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού;» θα μου πείτε τώρα -το επιχείρημα ήδη το χρησιμοποίησε κι ο δήμαρχος της Πάτρας. Θ’ απαντήσω ευθαρσώς.
Δε λέω τα ίδια διότι δεν εκτιμώ καθόλου τη δουλειά που ο εν λόγω κύριος έκανε τόσο στο ΚΘΒΕ όσο και στο Εθνικό. Και διότι δεν εκτιμώ ΚΑΘΟΛΟΥ ούτε τους τρόπους ανέλιξής του -χιονοστιβάδα οι ενδείξεις...- ούτε τις μεθοδεύσεις του -κι ας παρουσιάζει εικόνα υπερευημερίας για το Εθνικό (γι αυτά που ακούγονται και καταγγέλθηκαν περί αποθεματικού γιατί ο κ. Χατζάκης δε ζητάει έναν επίσημο οικονομικό έλεγχο να βουλώσει τα στόματα; Αφήστε τις επικλήσεις του στο Νόμο και τις καταγγελίες του για παραβίασή του με δεδομένο το ιστορικό του στο ΚουΘουΒουΕ...),
κι ας οργανώνει κλάκα, φέρνοντας σε δύσκολη θέση καλλιτέχνες, στις συνεντεύξεις Τύπου που κάνει, κι ας μαζεύουν υπέρ του υπογραφές οι αυλικοί του, κι ας στέλνει επιστολές στον πρωθυπουργό, κι ας συναντάει το Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ και ζητάει την υποστήριξή του, κι ας κινητοποιεί διεθνή θεατρικά όργανα για την υπόθεσή του ως... πολιτικά διωκόμενος -καλά, αυτό κι αν είναι ανέκδοτο. ΤΟ ανέκδοτο, Τελετουργός του Γέλιου. 
Δε λέω τα ίδια διότι πιστεύω πως αν δεν έχει ο καθ’ ύλην αρμόδιος για τον πολιτισμό υπουργός άποψη για τα πολιτιστικά πράγματα τότε ποιος θα ’χει; Και δεν πρέπει να ’χει επειδή συνηθίσαμε μέχρι τώρα στο θώκο να ανέρχεται ένας καραάσχετος; Και δε δίνουμε στον -μετά από ΠΟΛΛΑ χρόνια σχετικό στη θέση αυτή- Νίκο Ξυδάκη το δικαίωμα να ’χει;
Και συγκρίνουμε την περίπτωση Χατζάκη με την περίπτωση Άννας Καφέτση -που παύτηκε απ’ τη θέση της διευθύντριας του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης; Μα η Καφέτση διέθετε την έξωθεν καλή μαρτυρία. Ενώ ο τότε ΥΠΠΟ Κωνσταντίνος Τασούλας δεν την είχε -ένας άσχετος περί τον πολιτιστικά ήταν. Πόσω μάλλον ατυχής είναι η σύγκριση με την περίπτωση Γιώργου Λούκου που ο τότε «αρμόδιος» περί τον πολιτισμό αναπληρωτής υπουργός Κώστας Τζαβάρας είχε την πρόθεση να τον απομακρύνει. Κι ο Λούκος, παρά τις επιθέσεις, επίσης είχε την έξωθεν καλή μαρτυρία ενώ ο εντελώς άσχετος Τζαβάρας -που τελικά το πήρε πίσω- δεν τη διέθετε.
Και πώς σπεύσαμε να μιλήσουμε για «συνήθεις πρακτικές» -«θέλει να βάλει ‘δικό’ τους»; Από πού κι ως πού μας προκύπτει αυτό; Οι κινήσεις που κανε ο Νίκος Ξυδάκης μέχρι τώρα -Αλέξης Γρίβας και λοιποί (Εύα Στεφανή, Όλια Λαζαρίδου...) στο Δ.Σ. του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, Γιώργος Αρβανίτης 
και λοιποί (Αχιλλέας Κυριακίδης, Γιώργος Τσεμπερόπουλος, Γιώργος Χριστιανάκης, Γιώργος Τούλας...) στο Δ.Σ. του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Μαρία Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη ως Γενική Γραμματέας στο υπουργείο...- είναι «κομματικές επιλογές»; Μα όλοι τις επαινέσαμε. Ως επιλογές ανθρώπων ικανών, απολύτως κατάλληλων για τις θέσεις αυτές. 
Ο Παναγιώτης Δούρος, που ο Νίκος Ξυδάκης τον έκανε διευθυντή του γραφείου του, διορίστηκε επειδή είναι αδελφός της Ρένας Δούρου; Κι όχι επειδή είναι ο έξυπνος, ικανός, ευγενέστατος άνθρωπος που ξέραμε, χρόνια τώρα, στο Ελληνικό Φεστιβάλ, πλάι στον Γιώργο Λούκο; Τώρα πώς, πριν αλέκτορα φωνήσαι, είμαστε σίγουροι πως η τυχόν επιλογή νέου καλλιτεχνικού διευθυντή θα ’ναι «κομματική»; Τα ονόματα που ακούγονται αυτό δείχνουν; Εθελοτυφλούμε; 
Και για να καταλήξω -γιατί το άδικο μ’ έχει πνίξει. «Ας σταματήσει αυτή η πρακτική, κάθε υπουργός να βάζει τους δικούς του» διαβάζω. Δηλαδή, αν ένας υπουργός Πολιτισμού έχει ένα όραμα -όσο κι αν η λέξη αυτή έχει ξεφτιλιστεί εντελώς απ’ τους διάφορους, άσχετους, επαναλαμβάνω, με το αξίωμα, που τη χρησιμοποιούσαν επί ματαίω-, και θέλει να ξεκινήσει τα πράγματα από μια νέα βάση, δεν το δικαιούται;
Πρέπει να περιμένει να λήξουν θητείες που ΑΚΡΙΒΩΣ με πολιτικά κριτήρια επιβλήθηκαν; Η επιλογή του Νίκου Ξυδάκη ν’ αφήσει, χωρίς πολλά-πολλά, τον Λούκο -που δεν είναι «δικός τους»- στη θέση του και μάλιστα ενισχυμένο, γιατί έκρινε πως κάνει καλή δουλειά, δεν αποτελεί πρόκριμα; Νισάφι, δηλαδή! 
 



Με την ευκαιρία ας αναδημοσιεύσω ένα απόσπασμα απ’ το πολύ ενδιαφέρον άρθρο με τον τίτλο «Η μοναξιά της θεατρικής Θεσσαλονίκης» του καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και έγκυρου κριτικού θεάτρου Σάββα Πατσαλίδη, που δημοσιεύτηκε στο αξιολογότατο free press «Parallaxi» της Θεσσαλονίκης. Απόσπασμα που συνδέεται και με τον τέως (εκεί) και νυν (εδώ) -και εις τους αιώνας των αιώνων;- διευθυντή Χατζάκη αλλά και με το επίσης καλλιτεχνικά παραπαίον Κρατικό Θέατρο της Θεσσαλονίκης: «[...] Η διεύθυνση Χατζάκη λειτούργησε καταστροφικά σε αυτό τον τομέα. Δεν έφτιαξε θεατρόφιλους αλλά πελάτες και πουλμανατζήδες. Το ΚΘΒΕ δεν θέλει πελάτες αλλά φίλους. Και για να τους βρει πρέπει να ανακρούσει πρύμναν και να χαράξει μια πολιτική που θα τη χαρακτηρίζει η αγωνία της έρευνας, της δοκιμασίας, ώστε να αρχίσει να εμπνέει και παλιούς και νέους [...]».


Αλλά αφού το ’φερε η κουβέντα και βρεθήκαμε στο ΚουΘουΒουΕ...
Διαβάζω σε συνέντευξη του Γιάννη Βούρου, καλλιτεχνικού διευθυντή του και σκηνοθέτη του τσεχοφικού «Γλάρου» που κάνει πρεμιέρα απόψε και στον οποίο, επιπλέον, παίζει τον Τριγκόριν -ενώ υπογράφει ΚΑΙ δραματουργική επεξεργασία του κειμένου-, στον ιστότοπο onlytheater που ’χει αναλάβει κατ’ αποκοπήν το θέμα: «Πρόκειται για ένα κλασικό ανέβασμα, θα έλεγα. Η έγκυρη γνώμη του ρωσικού προξενείου με το οποίο έχουμε μια συνεργασία είναι ότι το κλασικό ανέβασμα είναι ο πιο έγκυρος τρόπος για να ανέβει ένα έργο του Τσέχωφ, πράγμα το όποιο με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο».
Ε;;;;;; !!!! Να καταλάβω δηλαδή: Ζήτησε τη γνώμη του ρωσικού προξενείου πώς θ’ ανεβάσει το έργο; Άιντε, και με την άδεια του προξενείου λοιπόν, κατά πώς έλεγε και το παλιό ανέκδοτο «και με την άδεια της αστυνομίας». Έλα Τσέχοφ στον τόπο σου!
Τελικά, Χατζακιστάν-Κρατικό Θέατρο ΒοΥρείου Ελλάδος σημειώσατε Χ. 




«Την Παρασκευή 27 Μαρτίου (σ.σ αύριο δηλαδή) για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου τα ‘Αθηναϊκά Θέατρα’ προσφέρουν μέρος των εισπράξεων από τις παραστάσεις των θέατρων ‘Παλλάς’, ‘Αλίκη’, ‘Μικρό Παλλάς’, ‘Λαμπέτη’ και ‘Εμπορικόν’ στο Ταμείο Αλληλοβοηθείας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών με σκοπό την στήριξη και την ενίσχυση των ηθοποιών σε ανάγκη» διάβασα σε συγκινητικό δελτίο Τύπου. Αλλά όταν λέει «μέρος των εισπράξεων» τι ακριβώς εννοεί ο ποιητής;
(Αφήστε που πριν αρχίσουν αυτές τις συγκινητικές φιλανθρωπικές χειρονομίες τα «Αθηναïκά Θέατρα» καλύτερο δε θα ’τανε να στηρίζουν και να ενισχύουν με καλύτερους μισθούς τους ηθοποιούς που προσλαμβάνουν; Διότι, εν εναντία περιπτώσει, μπορεί κάτι τέτοιες χειρονομίες να θεωρηθούν υποκρισία. Και φαρισαϊσμός. Και... ουαί υμίν!).

March 12, 2015

Κάτι τρίζει στο βασίλειο του Χατζακιστάν... ή Πίνα στηρίζει Σωτήρη


Το Τέταρτο Κουδούνι /12 Μαρτίου 2015 


Κι έτσι ξαφνικά, όπως έμπαιν’ η άνοιξη, μεσ’ στη μέση της σεζόν, έβαλε τη στολή του εκστρατείας ο Σωτήρης Χατζάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού, και μας έριξε κατάμουτρα, κι έναν «Απολογισμό θητείας Μάιος 2013-Φεβρουάριος 2015». Σύμφωνα με τον οποίο το Χατζακιστάν ανθεί και λουλουδίζει -αίθουσες πολλές, παραστάσεις περισσότερες, δράσεις, πάρε-δώσε με Αζερμπαϊτζάν, χιλιάδες θεατές, εκατομμύρια εισπράξεις, αριθμοί, πλεονάσματα, «λεφτά υπάρχουν», κακό μεγάλο, παρόντες προς υπο-στήριξιν, σαν σε προσκλητήριο, άπαντες οι συνεργαζόμενοι με το Εθνικό καλλιτέχνες -το συνηθίζει αυτό, για το μπούγιο, ο Σωτήρης Χατζάκης ήδη απ’ τα χρόνια του ΚουΘουΒουΕ (εκεί είχαν τραγουδήσει κι ένα Gloria...) στις περιπτώσεις αυτές να καλεί σε γενική συστράτευση τους πάντες που ’χει προσλάβει, κι άντε να μην πας, δεν ξέρω αν κρατούν κι απουσιολόγιο... Μέχρι κι η Πίνα Μπάους αυτοπροσώπως -μέσω sms, δια ρήσης της- επιστρατεύτηκε, εκούσα-άκουσα, να στηρίξει τις επιλογές Σωτήρη -και ν’ ανοίξει τη μεγαλοπρεπή, μετά ειδικών φωτισμών, συνέντευξη Τύπου.
Άρα; Άρα τι προκύπτει; Μια εξαιρετικά επιτυχημένη θητεία. Όχι; Ν’ αμφισβητήσω εγώ τους αριθμούς; Φωτιά θα πέσει να με κάψει -έστω κι αν κάτι λένε για ’κει όπου οι αριθμοί ευημερούν... Απλώς, διαβάζοντας τα -προσεκτικά επιλεγμένα- θετικά ή διεκπεραιωτικά, πλην κάτι φαιδρών αρνητικών χρυσαυγίτικων που ενισχύουν το διευθυντικό προφίλ...- δημοσιεύματα για τις δράσεις Χατζάκη, όπου τα ουσιαστικά αρνητικά τα ’φαγε η μαρμάγκα, και τα οποία συνόδευαν το υλικό που μοιράστηκε, ας μου επιτραπεί να ’χω τις υποψίες μου και για τον τρόπο που επιλέχτηκαν και χρησιμοποιήθηκαν οι αριθμοί...
Όσο για το ερώτημα γιατί αυτή η -θριαμβική- in-yer-face «απολογιστική» συνέντευξη Τύπου ΤΩΡΑ... Μήπως απλώς επειδή κάτι τρίζει στο βασίλειο του Χατζακιστάν;



Δεν είναι πρωτοφανές για την Ελλάδα και τους Έλληνες των τεχνών. Να επιχειρούνται οσμώσεις στις παραστατικές τέχνες μεταξύ διαφορετικής γλώσσας, διαφορετικού ύφους καλλιτεχνών, μεταξύ ακόμα και καλλιτεχνών διαφορετικών τεχνών. Απ’ την δεκαετία του ’60, για να θυμηθώ πρόχειρα, όταν η Ασπασία Παπαθανασίου ερμήνευε στα ελληνικά, στην τότε Σοβιετική Ένωση, Μήδεια με το Θέατρο «Μαγιακόφσκι», σε παράσταση στα ρωσικά του Νικολάι Οχλόπκοφ κι αργότερα, τη δεκαετία του ’80, στην Ιαπωνία, και πάλι στα ελληνικά, Ιοκάστη στον γιαπωνέζικο «Οιδίποδα τύραννο» του Γιουκίο Νιναγκάουα, πλάι στον περίφημο Μικιτζίρο Χίρα.
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος επιχείρησε πολλές φορές ανάλογο διάλογο, συνδυάζοντας έλληνες με ιταλούς, τούρκους, γερμανούς, ρώσους... ηθοποιούς.
Οι οσμώσεις αυτές όσο πάνε και πυκνώνουν. Το θεωρώ κάτι παραπάνω από θετικό. Η συνεργασία-διάλογος του Ακράμ Καν του κατάκ με τον Ισραέλ Γκαλβάν του φλαμένκο στο «Torobaka» που παρουσιάζεται τις μέρες αυτές στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» -πώς και πώς περιμένω να τους δω- 
κι η συνεργασία Μιχαήλ Μαρμαρινού με το γιαπωνέζικο Θέατρο «Νο» και τον Γκένσο Ουμεγουάκα, που μόλις αναγγέλθηκε για το καλοκαίρι στην Επίδαυρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, πάνω στην «Νέκυια» της «Οδύσσειας» - εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιδέα-, είναι τα πιο πρόσφατα δείγματα. Μακάρι να πολλαπλασιαστούν.



Σύρμω Κεκέ, Τατιάνα Άννα Πίττα, Ανθή Ευστρατιάδου: ντυμένες κι οι τρεις στα μαύρα, σχεδόν καθηλωμένες, μ’ εσωτερική κίνηση που διοχετεύεται κυρίως στα χέρια, «αφηγούνται» την «Περσινή αρραβωνιαστικιά» -το πρώτο διήγημα απ’ το πρώτο βιβλίο που εξέδωσε η Ζυράννα Ζατέλη. Το 1984. Όταν τα τρία κορίτσια δεν είχαν γεννηθεί ακόμη ή, έστω, ήταν νήπια. Η ιστορία του Μάρκου που η αφηγήτρια τον έκανε με την πρώτη ματιά «αρραβωνιαστικό» της, ένα ωραίο, ιδιαίτερο κείμενο μ’ ένα αιφνιδιστικό, σπαρταριστό φινάλε, έγινε θέατρο απ’ τον Δημήτρη Αγαρτζίδη και την Δέσποινα Αναστάσογλου για την ομάδα τους «Elephas Tiliensis» και παίζεται -είναι η δεύτερη σεζόν- στο Δώμα του «Θεάτρου του Νέου Κόσμου». Δεν το «θεατροποίησαν». Το «αφηγούνται». Αλλά με τόση εσωτερική ενέργεια, με τόση ένταση, με τόσο εκπληκτικούς ρυθμούς, με τόση μουσικότητα -όπου ρόλο σημαντικό παίζει κι ο costinho άλλως Κωστής Ζουλιάτης που τις συνοδεύει ζωντανά! Μια τριωδία άψογα συντονισμένη και τέλεια εκτελεσμένη -σαν ξυραφιά- από τρία κορίτσια ιδιαίτερα ταλαντούχα που μοιάζει να χουν ξεσκιστεί στη δουλειά για το αποτέλεσμα. Το οποίο τις τιμά, τιμά αυτούς που τις δίδαξαν, τιμά το κείμενο της Ζατέλη που κατεβαίνει στο κοινό πεντακάθαρο, λαμπερό και τιμά κι εμάς που πήγαμε να τις δούμε.
Κάθε τόσο επαναλαμβάνω ότι βαρέθηκα να βλέπω στο θέατρο μονολόγους και κείμενα πεζά που δεν είναι καθαυτά θεατρικά και κάθε τόσο έρχεται μια τέτοια παράσταση να με διαψεύσει -και χαίρομαι που διαψεύδομαι.
Να πάτε να τη δείτε. Είναι απολαυστική, καθηλωτική.



Πάντα αναζητώ τις μελέτες -που δεν περισσεύουν- των γηγενών θεατρολόγων μας. Ειδικά στα πρακτικά συνεδρίων -όταν αυτά δημοσιεύονται- ανακαλύπτω διαμαντάκια. Έτσι και στην έκδοση «Σκηνική πράξη στο μεταπολεμικό θέατρο. Συνέχειες+Ρήξεις» που περιλαμβάνει τις ανακοινώσεις απ’ το σχετικό Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο το οποίο οργάνωσε το 2010 το πάντα δραστήριο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, εκδίδοντας, στο τέλος της περασμένης χρονιάς, και τον σχετικό τόμο. Σε επιμέλεια Αντρέα Δημητριάδη, Ιουλίας Πιπινιά και Άννας Σταυρακοπούλου. Η μια πιο ενδιαφέρουσα απ’ την άλλη, οι ανακοινώσεις. Κι όχι μόνο από επιστημονική άποψη -ελκυστικές για κάθε θεατρόφιλο.
Κι ένα ακόμα συν: το συνέδριο ήταν αφιερωμένο, όπως είναι κι ο τόμος, σε μια Μορφή του θεάτρου της Θεσσαλονίκης και του Τμήματος Θεάτρου της, τον Δάσκαλο θεατρολόγο και σκηνοθέτη Νικηφόρο Παπανδρέου, ακάματη ψυχή της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης» και πρόεδρο επί χρόνια του Τμήματος -ομότιμο,πια, καθηγητή. 



Έτος Λείας Βιτάλη φέτος! Τρία έργα της παίζονται ταυτόχρονα στις αθηναϊκές σκηνές.

Το παλαιότερο της «Addio del Passato» ανέβηκε ξανά φέτος απ’ τον Γιώργο Παλούμπη και μπορείτε να το δείτε τα Δευτερότριτα στο «Κάππα» σε μια καλή παράσταση, με εξαίρετη την Ράνια Οικονομίδου και σε μια καλή προσπάθεια, πλάι της, την Χρύσα Παπά.

Το περσινό της «Ζεϊμπέκικο» παρουσιάζεται για δεύτερη σεζόν, Παρασκευοσαββατοκύριακα, σε σκηνοθεσία Φώτη Μακρή στο «Studio Μαυρομιχάλη» με Γιώργο Νινιό, Στέλλα Κρούσκα, Ρένα Κουμπαρούλη.

Και το πιο φρέσκο της «Νύχτα στην Εθνική», ανεβασμένο απ’ την ίδια, με Μαίρη Νάνου, Βασίλη Μπατσακούτσα, Ντομένικα Ρέγκου, παίζεται, τα Δευτερότριτα επίσης, στο «Αγγέλων Βήμα».
Για να δω, θα καταφέρω να τα δω και τα τρία;


Δεν αμφισβητώ την επιθυμία του -κάθε- ηθοποιού να παίξει Μεγάλους ρόλους. Ούτε τη γενναιότητα ν’ ανεβάσει Μεγάλα κλασικά έργα με μικρά -έως ανύπαρκτα- μέσα και με διανομή ουδεμίαν σχέσιν ή πείραν έχουσα με το κλασικό θέατρο. Την ύπαρξη του γνώθι σαυτόν αμφισβητώ. Το οποίο όσο πάει και το βλέπω να χάνεται στους απελπισμένους -και θεατρικά...- καιρούς που ζούμε.

«Το Τέταρτο Κουδούνι» θ’ απουσιάσει την επόμενη Πέμπτη. Μαζί σας και πάλι την Πέμπτη 26 Μαρτίου.

March 7, 2015

«Βέμπο»: το θωρηκτό «Αβέρωφ» του μουσικού θεάτρου μας


Κάθε φορά που περνούσα -και περνάω συχνά-, έβλεπα την παλιά μαρκίζα, από την τελευταία επιθεώρηση που είχε ανεβεί εδώ, έβλεπα τα ταμεία που τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας του είχαν απομείνει ένα, έβλεπα όλη την πρόσοψη να τρίβονται, να μαδούν, να φθείρονται σιγά-σιγά, να τα ροκανίζει ο χρόνος και μελαγχολούσα: Θέατρο «Βέμπο». Ολόκληρο κεφάλαιο στο θέατρό μας. Ολόκληρο κεφάλαιο στην ιστορία της επιθεώρησής μας-«Ακροπόλ», «Βέμπο», «Περοκέ»... Εγκαταλειμμένο απ’ το 2008, αργοπέθαινε μαζί με την ίδια την επιθεώρηση. Αναρωτιόμουνα γιατί το έχουν εγκαταλείψει.
Και ξαφνικά…! Το «Βέμπο» ξανανοίγει! Ανανεωμένο. Συγκινήθηκα όταν το διάβασα. Οι αδελφοί Τάγαρη τολμούν και το ξανακάνουν θέατρο. Και το ξανανοίγουν με μουσικοθεατρικό έργο. Και οποία ευτυχής συγκυρία! Το «Βέμπο» το ξανανοίγουν ο Θανάσης Παπαθανασίου και ο Μιχάλης Ρέππας. Στους οποίους οφείλεται ο αξέχαστος θριαμβικός, νοσταλγικός ύμνος στην επιθεώρηση που είχε ανεβάσει ο Σταμάτης Φασουλής για το Εθνικό στο «Κοτοπούλη». Και που -οποία άλλη ευτυχής συγκυρία!- είχε τον ίδιο -σημαδιακό- τίτλο με την επιθεώρηση η οποία εγκαινίασε το καλοκαίρι του 1950 το θέατρο τούτο -θερινό τότε- με το όνομα πια της Σοφίας Βέμπο στη μαρκίζα του: «Βίρα τις άγκυρες».
Βίρα τις άγκυρες, λοιπόν, και πάλι. Καλοτάξιδο! Το «Βέμπο» αναδεικνύεται στο θωρηκτό «Αβέρωφ» του μουσικού μας θεάτρου: αθάνατο! 

Θυμάμαι…

Είδα πολλά στο «Βέμπο». Τα είδα όλα στο «Βέμπο» από το ’73 μέχρι το 2008. Και μερικά πιο πριν. Θυμάμαι τον Σωτήρη Μουστάκα ως Μαρία Κάλλας και δεν τον ξεχνάω. Θυμάμαι την «Ελεύθερη Σκηνή» να περνάει και από ’δώ. Θυμάμαι τον Λάκη Λαζόπουλο να μας πηγαίνει και να μας φέρνει στις τέσσερις επιθεωρήσεις -τις καλύτερές του- που έγραψαν μαζί με τον Γιάννη Ξανθούλη. Θυμάμαι τον Βαγγέλη Λιβαδά. Θυμάμαι πολλά.

Αλλά θέλω να σταθώ σε τρία παλαιότερα. Που είναι πιο θολά αλλά με συγκινούν περισσότερο -η μαγεία που ασκούσε το θέατρο και μάλιστα ένα θέατρο της Αθήνας σ’ ένα παιδί που ερχόταν απ’ τον Βόλο με τους γονείς του καλοκαιριάτικα…
1958, καλοκαίρι. Επιθεώρηση «Εν πλω» των Μίμη Τραϊφόρου-Δημήτρη Βασιλειάδη/μουσική Μενέλαος Θεοφανίδης. Θυμάμαι την απογοήτευση όλων όταν ανακαλύψαμε πως την Σοφία Βέμπο αντικαθιστούσε η αδελφή της Αλίκη Βέμπο.
1960, καλοκαίρι. Ηθογραφική νησιώτικη κωμωδία «Φουρτούνες και μπουνάτσες» των Μίμη Τραϊφόρου-Στέφανου Φωτιάδη. Μας πάνε στο «Βέμπο» η θεία μου η Μαρίκα κι ο θείος μου ο Θόδωρος -Θεόδωρος Παπασπυρόπουλος, μουσικολαογράφος- που θέλει να δει στη σκηνή τον άλλοτε μαθητή του στο γυμνάσιο όπου δίδασκε ωδική, παίζει εκεί. Το όνομα του μαθητή είναι Νίκος Κούρκουλος. Είναι στα 26 του, τραγουδάει, χορεύει και δεν έχει ακόμη γίνει σταρ. Θυμάμαι που πήγαμε στα καμαρίνια. Την Σοφία Βέμπο αντικαθιστούσε και πάλι -τι καημός!- η αδελφή της Αλίκη Βέμπο. Και θυμάμαι που η πλατεία ήταν στρωμένη με χαλικάκι.
1965, καλοκαίρι. Το «Βέμπο» είναι πια χειμερινό θέατρο. Αλλά διαθέτει συρόμενη στέγη και λειτουργεί και ως θερινό. Αποστασία, διαδηλώσεις, ο γέρος Παπανδρέου έχει κηρύξει τον «Ανένδοτο» και… επιθεώρηση: «Γαργάλατα, γαργάλατα» των Μίμη Τραϊφόρου-Γιώργου Θίσβιου-Ναπολέοντα Ελευθερίου/μουσική Ζακ Ιακωβίδης. Χαμός, με το ζόρι βρήκαμε τρεις θέσεις στον εξώστη -μαμά, μπαμπάς κι εγώ. Εκεί είναι ο Ορέστης Μακρής, εκεί η Ρένα Ντορ -θυμάμαι το γέλιο της το κακαριστό-, εκεί ο Αλέκος Λειβαδίτης, εκεί η Μπέττυ Μοσχονά, εκεί ο Τάκης Μηλιάδης, εκεί ο Γιάννης Φέρμης… Πιο πολύ θυμάμαι σ’ ένα νούμερο την Μπέττυ Μοσχονά με τον… -Ο Τάκης Μηλιάδης ήταν; Ο Λειβαδίτης; Εκείνη πολύ νέα, εκείνος πολύ γέρος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις «απαιτήσεις» της. Κι εκείνη τη θυμάμαι να τραγουδάει «Θαλασσοπούλια μου, θαλασσοπούλια μου, κοιμάται η πούλια μου, κοιμάται η πούλια μου…» -Χατζιδάκις/Γκάτσος, επιτυχία της Μαίρης Λίντα τη χρονιά εκείνη.
Μα πάνω απ’ όλα θυμάμαι τη συνέντευξη που μου έδωσε η Καίτη Ντιριντάουα και δημοσιεύτηκε στα «Νέα» στις 14 Αυγούστου του 1992. Όταν άρχισε να μου αφηγείται την επεισοδιακή επανεμφάνισή της στην επιθεώρηση, μετά τα Δεκεμβριανά, το καλοκαίρι του 1945 και με καθήλωσε. Η πρεμιέρα αυτή ήταν στο κινηματοθέατρο «Ερμής» της οδού Καρόλου. Αυτό που το 1950 έγινε «Βέμπο».

Το απόσπασμα από τη συνέντευξη της Καίτης Ντιριντάουα 

Ήταν μετά τα Δεκεμβριανά και τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Έπρεπε να δουλέψω, να ζήσω. Βρέθηκε ένας θεατρικός επιχειρηματίας, Χρήστο Καπνίση τον έλεγαν, που έκανε έναν θίασο στον ‘Ερμή’, το τωρινό θέατρο ‘Βέμπο’. Ήταν ‘μικτός’ θίασος, με ηθοποιούς δεξιούς και αριστερούς. Από αριστερούς είχε πάρει τον Σταύρο Ιατρίδη, τον Σπύρο Πατρίκιο, πήρε κι εμένα. Η κατάσταση ήταν ακόμη ανώμαλη.
Είχαμε πολλές απειλές -‘να μη βγει η Βουλγάρα’ και τέτοια. Και έρχεται η μέρα της πρεμιέρας. Συνήθως, λένε στους ηθοποιούς ‘καλή επιτυχία’. Εμένα, καθώς έμπαινα στο θέατρο, στην είσοδο μού λέγανε ‘καλή ψυχή!’. Για... συμπαράσταση!» Γελάει. «Φοβόμουνα λίγο. Αυτό το ‘καλή ψυχή’ δεν μου άρεσε καθόλου!
Αρχίζει η παράσταση. Το κοινό, απ’ ό,τι κατάλαβα εκ των υστέρων, ήταν μοιρασμένο -μισοί δεξιοί, μισοί αριστεροί. Πήγαν τα δύο, τρία, τέσσερα, πέντε νούμερα πολύ ωραία. Ο κόσμος χειροκροτούσε, δε συνέβη τίποτα και έρχεται η στιγμή να βγω εγώ στη σκηνή. Βγαίνω ωραία και καλή πεταλουδίτσα, μ’ ένα μπλε και άσπρο φορεματάκι και πριν προλάβω να πω κουβέντα, αρχίζουν να πέφτουν στη σκηνή πέτρες, ξύλα -ό,τι μπορείτε να φανταστείτε. Και να μου φωνάζουν από κάτω, εν χορώ: ‘Βουλ-γά-ρα, Βουλ-γά-ρα...’. Επειδή δεν μπορώ να συγκρατηθώ -είναι του χαρακτήρα μου- αρπάζω το μικρόφωνο και τους λέω: ‘Εγώ, που με φωνάζετε Βουλγάρα, είμαι περισσότερο Ελληνίδα απο σας’. Τι ήταν να το πω... Αρχίζει να δέρνεται η πλατεία, αρχίζουν να πέφτουν πυροβολισμοί, σταματάει η παράσταση, κλείνει η αυλαία -κάτι το ασύλληπτο. Ορμούν οι Χίτες ν’ ανέβουν στα καμαρίνια. Είχαμε ενενήντα αστυφύλακες να φυλάνε το θέατρο, αλλά δεν μπορούσαν να τους συγκρατήσουν. Ένας μόνον κατάφερε να με ανεβάσει, από μια σκάλα που υπήρχε, πάνω στο καμαρίνι μου και στάθηκε μπροστά στην πόρτα μ’ ένα πολυβόλο. Ο Ιατρίδης να έχει τραυματιστεί απο μια σφαίρα, να ’χουν σπάσει το κεφάλι του Πατρίκιου...
Με τα πολλά, κατάφεραν να τους βγάλουν έξω. Έφυγαν οι συνάδελφοι όλοι και να έχω μείνει μέσα εγώ με τη μητέρα μου. Είχανε κάνει κλοιό οι Χίτες γύρω απο το θέατρο και τους κρατούσαν μεν οι αστυνομικοί αλλά να μη φεύγουν. Περίμεναν να βγω για να με λιντσάρουν. Τα φώτα είχαν σβήσει, αλλά αυτοί καθόντουσαν και φωνάζανε και ουρλιάζανε. Τότε τρόμαξα. Πραγματικά, τρόμαξα πολύ. Μου λέει ο διοικητής: ‘Θα φέρουμε ένα ασθενοφόρο, για να νομίσουν ότι πρόκειται για κάποιον τραυματία. Βγείτε, μπείτε στο ασθενοφόρο, θα ’ρθω κι εγώ μαζί σας και δε θα σας πειράξει κανείς. Υπ’ ευθύνη μου’. Εναλλακτική λύση δεν υπήρχε. Λέμε ‘ας γίνει έτσι’.
Ήρθε το ασθενοφόρο. Είχε μια πόρτα που ανοιγόκλεινε. Στέκεται μπροστά στην πόρτα του θεάτρου. Μας σπρώχνει ο διοικητής, μπαίνουμε εγώ με τη μητέρα μου, ο διοικητής δεν μπαίνει, λέω του σοφέρ ‘φύγε’. Εκείνος ξεκινάει, οι άλλοι όμως σπάνε τον κλοιό, αρχίζουν να τρέχουν και να πυροβολούνε τα λάστιχα, για να σταματήσουν το ασθενοφόρο. Ένας τους κατορθώνει και σκαρφαλώνει στο αυτοκίνητο, αρπάζει τη μητέρα μου απο το μπράτσο και να προσπαθεί να την πετάξει έξω. Έρχεται, όμως, μία σφαίρα των δικών του, τον χτυπάει στο γοφό και αναγκάζεται να την αφήσει. Έτσι, γλιτώσαμε. Οι άλλοι σταματήσανε. Σου λένε ‘ε, κάτι θα τους έχει κάνει αυτός που ανέβηκε πάνω’...
Επειδή δεν ήξερα πού αλλού να πάμε, λέω στο σοφέρ ‘εμάς μας πάτε στην Ασφάλεια και μετά πηγαίνετε αυτόν τον άνθρωπο στο Πρώτων Βοηθειών’. Και ευτυχώς που δεν πήγαμε πρώτα στο Πρώτων Βοηθειών. Είχανε φτάσει οι άλλοι πρώτοι και μας περιμένανε εκεί... Μείναμε τη νύχτα στη Ασφάλεια. Την άλλη μέρα, ήρθε η οργάνωση, με πήρε και με έκρυψε. Ε, βέβαια, έπαθα σοκ. Ήταν άγρια πράγματα όλα αυτά. Αλλά ήταν και άγρια εποχή».

** Το κείμενο γράφτηκε ειδικά για το αφιέρωμα στο θέατρο «Βέμπο» που ξανάνοιξε με το «Πριν το χάραμα» των Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα και δημοσιεύεται -με προσαρμοσμένο το απόσπασμα από τη συνέντευξη της Καίτης Ντιριντάουα στον γράφοντα, η οποία δημοσιεύτηκε στα «Νέα»- στο πρόγραμμα της παράστασης, που επιμελήθηκε ο Άκης Χαραλαμπίδης. Εδώ τα δύο κείμενα δημοσιεύονται με κάποιες μικροαλλαγές.

March 5, 2015

Η Τελετουργός του Θρήνου κι άλλες σπαρταριστές ιστορίες ή Η ψείρα κρέμεται κι η Πολιτιστική Πρωτεύουσα καμαρώνει


Το Τέταρτο Κουδούνι / 5 Μαρτίου 2015  


Τη -λήξασα την Κυριακή- παράσταση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου στο Εθνικό παρακολούθησε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Φυσικά ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Σωτήρης Χατζάκης τον υποδέχτηκε κι έσπευσε περιχαρής να φωτογραφηθεί μαζί του. Αποδεικνύοντας πως τα κρατικά Θέατρα είναι υπεράνω κομμάτων. Αλλά προσθέτοντας κι άλλη μια φωτογραφία στο άλμπουμ του «Χαιρετίζοντας την εξουσία». Σας την παραθέτω μαζί με ανάλογη προηγούμενη (από προεκλογική συγκέντρωση του Αντώνη Σαμαρά).
Α, ξέχασα. Ο τίτλος του έργου χάριν του οποίου εγένετο η φωτογράφηση: «Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές». Κουτί...
(Μωρέ, όμως, κι αυτό, με τον πρωθυπουργό να πηγαίνει πρώτα-πρώτα στο Εθνικό να δει παράσταση του -δηλωμένου ΣΥΡΙΖΑ- Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, ικανού -εδώ και χρόνια διαπιστωμένο- οργανωτή ενός Θεάτρου όπως το «Θέατρο του Νέου Κόσμου» -το οποίο, επιπλέον, το ’χει περάσει πλέον στα χέρια του γιου του, του Μίλτου Σωτηριάδη, άρα δε δεσμεύεται- σαν κάποια ιδέα να μου ’βαλε στο μυαλό... Λέτε; Φωτιά στα μπατζάκια ορισμένων...).



Θαρραλέος έως και τολμηρός ο Γιάννης Βούρος. Και χρέη καλλιτεχνικού διευθυντή του ΚουΘουΒουΕ ν’ ασκεί -και μάλιστα σε δύσκολες μέρες-, και το «Alexander the Great. Rock Opera» -το οποίο έχει συν-σκηνοθετήσει (φτου, το ’χασα που το ’χαν φέρει, εδώ, στο Μέγαρο, η ίωση βλέπετε...)- να προωθεί -και μάλιστα ανά την υφήλιο-, και να σκηνοθετεί -και μάλιστα Τσέχοφ, τον «Γλάρο»!-, και να ’χει αναλάβει και ρόλο στην παράσταση -και μάλιστα τον βασικότατο του Τριγκόριν. Καμαρώνω τους ανθρώπους με τόση αυτοπεποίθηση.


Συνήθως, όταν παίρνουν ως κράχτη -αυτός, πιστεύω πως είναι ο αποκλειστικός λόγος και συνηθίζεται τελευταία...- κάποιο/α τραγουδιστή/τρια σε παράσταση αρχαίου δράματος για να τραγουδήσει τα -μελοποιημένα- στάσιμα, όχι, δεν τον λένε, πια -το «μειωτικό», μπανάλ...- Κορυφαίο του Χορού.
Για να του γλυκάνουν το χάπι και να τον κολακεύσουν -διότι κι οι τραγουδιστές έχουν ψυχή και κολακεύονται και δη εύκολα...- του δίνουν κάποιο τίτλο, επινοούν κάποιο «ρόλο», κάτι τέλος πάντων που να προσδώσει μια αίγλη, μια γκλαμουριά στη συμμετοχή του.
Αλλ’ αυτό το οποίο επινόησε για την Άλκηστι Πρωτοψάλτη που θα την έχει στις καλοκαιρινές «Τρωάδες» του -πάαααααλι «Τρωάδες»; Νισάφι πια! -στην Επίδαυρο με το Εθνικό, μόνον ο Σωτήρης Χατζάκης θα μπορούσε να το επινοήσει. Δεν υπάρχει! Δεν έχει προηγούμενο! Ανεπανάληπτο! Χαλαρώστε κι απολαύστε το αφήνοντάς το να λυώνει αργά μέσα στο στόμα: Τελετουργός του Θρήνου. Τε-λε-τουρ-γός του Θρήνου.  

 
Κρεβατωμένος με ίωση, ξανάδα τηλεόραση. Και, μεταξύ άλλων, στον «Alpha», το «Στην υγειά μας ρε παιδιά» του Σπύρου Παπαδόπουλου -ένα αφιέρωμα στην ανεπανάληπτη φωνάρα της Βίκυς Μοσχολιού μ’ αφορμή τα δέκα χρόνια απ’ το θάνατό της. Καθόλου δεν τρελαίνομαι με την αισθητική της εκπομπής και με τις δεκάδες τους παρατεταγμένους σαν κομπάρσους σε συνεστίαση και με τα ώπα-ώπα και τα πιάτα που σπάνε.
Αλλά θα πέσει φωτιά να με κάψει αν πω κακό για το μουσικό μέρος της συγκεκριμένης. Όλο αυτό το πανόραμα, αυτή η βεντάλια των τραγουδιών που τραγούδησε η Βίκυ Μοσχολιού -απ’ τα οποία είναι πάρα πολλά τα πάρα πολύ καλά- τραγουδήθηκε, σε βαθμό χορταστικό και σε ευρύτατη γκάμα -απ’ τα υπέροχα «έντεχνά» της μέχρι τα εύθυμα, γλεντζέδικα (αλλά ποτέ φτηνιάρικα) λαϊκά της-, ε-ξαι-ρε-τι-κά. Από ένα μπουκέτο πολύ ταλαντούχων γυναικείων φωνών: Πέγκυ Ζήνα αλλά κι οι νεότερες Πέννυ Μπαλτατζή, Μαρία Αναματερού, Ευδοκία Καδή, Μυρτώ Καμβυσίδη, Μαρία-Έλενα Κυριάκου (που μόλις διάβασα πως θα μας εκπροσωπήσει στην Eurovision), Χρυσούλα Στεφανάκη.
Η μια καλύτερη απ’ την άλλη -πραγματικά τίμησαν την Μοσχολιού. Όσο κι αν η Βίκυ Μοσχολιού δεν ξεπερνιέται -πόσω μάλλον. Κι οι επτά ήταν υπέροχες -όπως κι η Χορωδία του Σπύρου Λάμπρου. Αλλά ας μου επιτραπεί να σταθώ στην Χρυσούλα Στεφανάκη. Πέρα απ’ τη ζωική παρουσία της που γράφει, τι μέταλλο φωνητικό! Τι ηχόχρωμα! Τι φραζάρισμα άψογο! Τι γείωση! Τι αίσθημα! Τι ερμηνευτικές μεταμορφώσεις! Την απόλαυσα. 
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...


«Παίζουν, βρίζουν, γδύνονται, διευθύνουν ορχήστρες, τραγουδούν, χορεύουν και ουρούν on stage οι: [...]». Αυτά μας υπόσχεται δελτίο Τύπου για παράσταση, εμπνευσμένη, λέει, απ’ τον Τσάρλς Μπουκόφσκι, που παίζεται στην Θεσσαλονίκη από ομάδα η οποία, λέει, «παρουσίασε μερικές από τις πιο ανατρεπτικές παραστάσεις στην πόλη».
Εγώ, τώρα, πάλι, πώς έκανα συνειρμό με το «Σατυρικόν» του Φελίνι, της ρωμαϊκής παρακμής;...



Τι Μπρίνης, τι Μπρίλης... Φίλος, γνώστης, σε βάθος και σε πλάτος, της «Λιλιπούπολης» -της αυθεντικής-, μου θύμισε πως ο δημοσιογράφος ήρωας της εκπομπής «Εδώ Λιλιπούπολη» είχε το όνομα Μπρίνης κι όχι, καθώς έγραψα στο «Τέταρτο Κουδούνι της περασμένης Πέμπτης, Μπρίλης, όπως ο εξωγήινος ήρωας στο έργο για παιδιά «Το αστέρι της Λιλιπούπολης» που παρουσιάζεται στην Παιδική Σκηνή του Εθνικού. Οπότε στο συγκεκριμένο απομένει ένας μόνον ήρωας -ο Δόκτωρ Δρακατώρ- που ’χει κοινό όνομα- αλλά ουδεμία άλλη σχέση...- με ήρωα της εκπομπής. Αλλά, εμένα,  γιατί να περάσει απ’ το μυαλό μου πως καθόλου, μα καθόλου τυχαία αυτός ο Μπρίλης πήρε αυτό τ’ όνομά; Παρά μόνο για να θυμίζει τον Μπρίνη της -γνήσιας- «Λιλιπούπολης»;...


 
Καλά, όλοι αυτοί που διαγκωνίζονται -Ελευσίνα, Καβάλα, Καλαμάτα, Ναύπλιο, Ξάνθη, Πειραιάς, Σύρος , Τρίπολη...-, όπως διαβάζω, κι ανάβουν φυτίλια... εμφυλίων πολέμων για να γίνουν Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 2021, που θα ’ναι -αν κι εφόσον παραμένουμε μέχρι τότε στην Ευρώπη...- η δικιά μας η σειρά πάλι -μαζί με την Ρουμανία-, το ’χουν σκεφτεί καλά-καλά το όλον πράγμα; Μόνο τι έγινε στην Αθήνα, πρώτη Πολιτιστική Πρωτεύουσα, το 1985, λόγω Μελίνας, πανίσχυρης, τω καιρώ εκείνω, υπουργού Πολιτισμού και πρωτεργάτριας του θεσμού, επί πανίσχυρου, επίσης τω καιρώ εκείνω, ΠΑΣΟΚ -που και τότε διάφορα «περίεργα» έως και εξωφρενικά και ακατονόμαστα διεπράχθησαν αλλά επιδέξια κουκουλώθηκαν...- θυμούνται και φαντασιώνονται;
Όσα έγιναν στην Θεσσαλονίκη του 1997 και στην Πάτρα του 2006 -ως, επίσης, ανάλογες Πολιτιστικές Πρωτεύουσες- δεν τα θυμούνται. Ή μήπως κάνουν πως δεν τα θυμούνται; Ή δεν τα ξέρουν; Ή, μπας, και τα τραβάει η όρεξή τους; Μα αυτό, πέρα απ’ τα μεγάλα λόγια, τα μεγαλεπήβολα σχέδια και τις ευγενείς προθέσεις, είναι μαζοχισμός! Ή, απλώς, μεγαλομανία κι επαρχιωτισμός απ’ τα οποία πάσχουμε χρονίως εν Ελλάδι και τα οποία, εν Ελλάδι πάντα, αποτελούν ασθένειες ανίατες; 




Για την επόμενη σεζόν 2015/2016, λέει, μεταφέρει το Εθνικό -στην καθομιλουμένη Χατζακιστάν- την επανάληψη της περσινής «Φλαντρώς» (βρε, πάλι καλά που δεν το ’δα ακόμα πουθενά ως «της Φλαντρούς»...- του Παντελή Χορν σε σκηνοθεσία Λυδίας Κονιόρδου και το πρόγραμμα μονοπράκτων του Τενεσί Γουίλιαμς με τον τίτλο «Paradise» σε σκηνοθεσία Πηγής Δημητρακοπούλου.
Για την επόμενη σεζόν 2015/2016, λέει, μεταφέρει και το Κρατικό Θέατρο Βο(υ)ρείου Ελλάδος, άλλως ΚουΘουΒουΕ, τον «Βόιτσεκ» του Γκέοργκ Μπίχνερ σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη και τον «Κάτω Παρθενώνα» του Μηνά Βιντιάδη σε σκηνοθεσία Περικλή Χούρσογλου -για το τελευταίο σάς είχα γράψει σχετικά στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 26 του περασμένου Ιουνίου.
Άρα, τι αποδεικνύεται; Πως οι άνθρωποι αυτοί, που ηγούνται, ως καλλιτεχνικοί διευθυντές, των κρατικών Θεάτρων κι ανακοινώνουν με τις ντουζίνες τις παραστάσεις, δεν ξέρουν να συγκροτήσουν ένα ρεπερτόριο -τα στοιχειώδη, να υπολογίσουν, δηλαδή, πόσα έργα έχουν τη δυνατότητα, τον προϋπολογισμό, το χρόνο και τους χώρους ν’ ανεβάσουν... Ή θέλουν να κάνουν μπούγιο απλώς; Αλλά ας μην ταλαιπωρούν και δεσμεύουν έτσι κόσμο και κοσμάκη...