August 26, 2013

Έσπασε μια γενναία καρδιά





Ήταν κοντά μου στις στιγμές τις ευτυχισμένες. Ήταν κοντά μου στις δύσκολες στιγμές. Μου κράτησε το χέρι  όταν έχασα τα πρόσωπα τα πιο μου αγαπημένα. Με πίεσε να κάνω αυτά που δίσταζα να κάνω κι έπρεπε να κάνω. Μου άνοιξε το σπίτι της και το άνοιξε στους ανθρώπους που αγάπησα. Ήταν ο εξομολόγος μου _ και δεν ήταν μόνον ο δικός μου. Κάποια στιγμή μού έσωσε και τη ζωή _ κυριολεκτώ. 
Ήταν Γενναιόδωρη. Σε όλα. ΄Ηταν η Μεγάλη Γενναιόδωρη. Ήμασταν πλάι - πλάι στο γραφείο στα «Νέα». Κάπου 25 χρόνια _ μπορεί και περισσότερα. Και υπερασπιστήκαμε μια δημοσιογραφία λίγο αλλιώτικη από τη σημερινή… Γελάσαμε, σχολιάσαμε, τσακωθήκαμε. Αλλά πάντα κοντά ήμασταν. Η Έλενα Χατζηιωάννου δεν ήταν μόνο Φίλη. Ήταν για μένα σαν αδελφή. Είναι σαν αδελφή _ δε θέλω να μιλώ για την Έλενα στον αόριστο. Σήμερα, τα ξημερώματα, την έχασα _ τη χάσαμε. Έσπασε τώρα μια γενναία καρδιάΚαλή σου νύχτα κι αγγέλων φτερουγίσματα ας σε νανουρίζουν. Θα μου λείψεις. Πολύ.

August 22, 2013

Τα εις –ούνι(η) ή Στην κατηφόρα τη μεγάλη


Το Τέταρτο Κουδούνι / Έκτακτο

Κι αν το αποθυμήσατε «Το Τέταρτο Κουδούνι» 
Σε διακοπές ευρίσκεται και τη βδομάδ’ αυτούνη.

Κι αν ήταν έτοιμο να μπει σε καποιανού ρουθούνι 
Υπομονή να κάνετε μ’ έτοιμο το πηρούνι.


(Λυπάμαι αλλά ο Γιάννης Σμαραγδής, επάγγελμα Μέγας Ανηφορίζων, μ’ έχει ρίξει στις σκληρές τις μαντινάδες. Γιατί δηλαδή, δε δικαιούμαι κι εγώ να νοιώσω, έστω και για λίγο, «Μέγας Ανηφορίζων»; Μπορεί, μετά, να εμπνευστώ να γυρίσω και καμιά ταινία, για τον Οδυσσέα Ελύτη ή για τον Σωτήρη Χατζάκη, για παράδειγμα. Που δένουν και με τον όμορφο κι αψηλό τον Σαμαρά μας. Καλά, το υπόσχομαι: μόλις γυρίσω θα μπω στη μεθαδόνη).

August 14, 2013

Η άλλη μισή στην «Γκόλφω» βρίσκεται…


Το Τέταρτο Κουδούνι / Έκτακτο





«Το Τέταρτο Κουδούνι» συνεχίζει τις διακοπές. Έτσι η τακτική στήλη της Πέμπτης δε θα αναρτηθεί αύριο, όπως και κάποιες Πέμπτες ακόμη _ η ημερομηνία λήξης των διακοπών, επιτρέψτε μου να παραμείνει ανοιχτή. Για τα έκτακτα, εδώ είμαι.
Δεν μπορώ, όμως, να μη σας παροτρύνω να πάτε την Παρασκευή στην Επίδαυρο. Διότι την Παρασκευή _ και μόνο την Παρασκευή _ έχει απ’ το Εθνικό «Γκόλφω» στην Επίδαυρο. Μια παράσταση που προσωπικά _ και όχι μόνο προσωπικά… _ με άγγιξε βαθύτατα. Ο σκηνοθέτης Νίκος Καραθάνος πήρε το κείμενο ενός παλιού _ 19ος αιώνας! _ δραματικού ειδυλλίου που το θεωρούσαμε δευτεράντζα για τα μπουλούκια, έψαξε τον παραδοσιακό δεκαπεντασύλλαβο του Σπυρίδωνος Περεσιάδου, στίχο που τον θεωρούσαμε «ξεπερασμένο», και ανακάλυψε μέσα στο απλοϊκό αυτό έργο μια ποίηση, και μια ανθρωπιά, και μια τρυφερότητα, και μια συγκίνηση την οποία, με τον τρόπο που διάλεξε, απλόχερα μας τη μεταδίδει. Το θέατρο, έτσι κι αλλιώς, το αγαπώ. Πολύ. Αλλά η «Γκόλφω» του Νίκου Καραθάνου είναι απ’ τις θεατρικές στιγμές που με σημάδεψαν και που καρφώθηκαν ανεξάλειπτα στη μνήμη μου. Κάθε φορά που την ανασύρω, συγκινούμαι.
Η «Γκόλφω» του Καραθάνου, ενταγμένη στην καρδιά ενός φεστιβάλ που ο άξονάς του είναι το αρχαίο ελληνικό δράμα, είναι η καλύτερη ιδέα την οποία είχαν φέτος οι άνθρωποί του. Ιδέα τολμηρή _ ένα πανηγύρι _ που θα μπορούσε να παρεξηγηθεί και να διαστρεβλωθεί αλλά που είμαι σίγουρος πως θα ’χει δικαιωθεί πριν ακόμα τελειώσει η μεθαυριανή παράσταση.
Απ’ την πρώτη στιγμή που το ’μαθα, πως η «Γκόλφω» πάει Επίδαυρο στις 16 Αυγούστου, η ημερομηνία αυτή για μένα ήταν το κορυφαίο αναμενόμενο του καλοκαιριού. ΑΥΤΗ την «Γκόλφω» ήθελα να τη δω ΕΚΕΙ με τους ανθρώπους που αγαπώ. Τα πράγματα ήρθαν έτσι που, εγώ, δεν μπορώ να 'μαι εκεί. Το πόσο μ’ έχει πειράξει δε λέγεται. Αλλά εσείς να πάτε. Κι όταν η Λυδία Φωτοπούλου ξεκινήσει το μονόλογο – ύμνο/θρήνο της αγάπης, κι όταν φτάσει το φινάλε «Τρέξε Τάσο!» με τον Γιάννη Βογιατζή, για μια στιγμή, θυμηθείτε με παρακαλώ. Θα ’ναι σα να μ’ έχετε πάρει μαζί σας.
Να πάτε! Γιατί, εκτός όλων των άλλων, «εκεί», όπως έγραψε ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, «θα βρείτε την κάθε απάντηση στους άξεστους του νέου εθνικισμού».
Όσο για μένα, «Γκόλφω», ραντεβού στο Εθνικό το φθινόπωρο!


August 13, 2013

Η Ελένη Γερασιμίδου αντάρτισσα σε μονόλογο της Σοφίας Αδαμίδου


Το Τέταρτο Κουδούνι / Έκτακτο

Η καλή Ελένη Γερασιμίδου θα ερμηνεύσει το χειμώνα σε σκηνοθεσία του Κοραή Δαμάτη και στην Σκηνή «Σημείο Lab» του θεάτρου «Σημείο» τον καινούργιο μονόλογο «Μυρτιά» της Σοφίας Αδαμίδου, έργο βασισμένο στο αυτοβιογραφικό διήγημα – μαρτυρία «Η Μυρτιά του Βουνού» της Ελένης Τραγγανίδα που στο Αντάρτικο είχε το ψευδώνυμο Μυρτιά.
Η Σοφία Αδαμίδου αντλεί απ' το πεζογράφημα αλλά και από διηγήσεις άλλων ανταρτών για την εποχή. Η Μυρτιά αφηγείται τη ζωή της στον Δημοκρατικό Στρατό, τις εξορίες, τις φυλακίσεις της σε μια έγκυο συγκρατούμενή της _ βουβό πρόσωπο _ στην Μακρόνησο, όπου είναι και πάλι εξορία, ακολουθώντας την μοίρα χιλιάδων αγωνιστών της γενιάς της, την περίοδο της Χούντας.
Βασικό βάρος της παράστασης θα φέρει η Καλλιόπη Βέττα που θα ερμηνεύει παραδοσιακά μοιρολόγια, τραγούδια του Θάνου Μικρούτσικου και του Ηλία Ανδριόπουλου και το ρώσικο παραδοσιακό «Οι γερανοί» που 'χει τραγουδήσει στα ρωσικά και στα ελληνικά, σε μετάφραση των στίχων απ' τον Γιάννη Ρίτσο, πρώτη, εδώ, η Μαργαρίτα Ζορμπαλά.
Πρόκειται για την τέταρτη δουλειά για το θέατρο της δημοσιογράφου Σοφίας Αδαμίδου που 'χει ασχοληθεί και με την ποίηση και με την πεζογραφία ενώ στο ενεργητικό της έχει και την πολύ καλή βιογραφία «Σωτηρία Μπέλλου. Πότε ντόρτια, πότε εξάρες». Έχουν προηγηθεί το αντλημένο απ’ τη βιογραφία αυτή θεατρικό «Σωτηρία με λένε» που πρωτοανέβηκε τη σεζόν 2007/2008, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου, με την Λήδα Πρωτοψάλτη, στην «Στοά», όπου παίχτηκε και τον επόμενο χειμώνα, και που στη συνέχεια παρουσιάστηκε απ’ το «Σατιρικό Θέατρο» της Λευκωσίας, στην Κύπρο, το 2009/2010, με σκηνοθέτη τον Χρίστο Ζάνο και με την Πόπη Αβραάμ στον κεντρικό ρόλο και με τον τίτλο «Σωτηρία Μπέλλου. Η περιπλανώμενη ζωή μιας ρεμπέτισας»
σε σκηνοθεσία Αθανασίας Καραγιαννοπούλου, με την Ντίνα Κώνστα, στο «Κάππα» όπου παίχτηκε επίσης για δυο σεζόν (2011/2012 και 2012/2013) _ ενώ θα παιχτεί και την επόμενη, μετακομίζοντας στο «Ήβη» _, η διασκευή για το θέατρο στο αφήγημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη «Ο κατάδικος» που ανέβασε ο Μίλτος Δημουλής με το «Οικείο Θέατρό» του στην Κέρκυρα, τη σεζόν 2011/2012, και την επόμενη στην Αθήνα, σε διάφορους χώρους, και το _ εμπνευσμένο απ’ το έργο της Κατερίνας Γώγου _ «Πέρασα με κόκκινο» που ανέβηκε τον περσινό χειμώνα στο «Καρέζη σε σκηνοθεσία επίσης Κοραή Δαμάτη με την Τζένη Κόλλια στον βασικό ρόλο _ μια παράσταση που δεν παίχτηκε δυστυχώς αρκετά.

August 12, 2013

Δρυός πεσούσης… ή Το τέλος ενός ήρωα - τέρατος


Το έργο. Δεκαπέντε μήνες έχει να δει τον Ηρακλή και να μάθει νέα του η γυναίκα και μάνα των παιδιών του, η Δηιάνειρα. Ο ήρωας, αφού ολοκλήρωσε τους δώδεκα άθλους του, βρίσκεται κάπου στην Εύβοια μπλεγμένος σε μία διαμάχη με το βασιλιά της Οιχαλίας, τον Εύρυτο, παλιό του σύντροφο του οποίου έχει σκοτώσει το γιο. Ο Δίας τον τιμώρησε για το φόνο αυτό, αναγκάζοντάς τον να υπηρετήσει ως δούλος την Ομφάλη, τη βασίλισσα της Λυδίας – η έσχατη ταπείνωση. Όταν η τιμωρία έληξε, ο Ηρακλής εκστράτευσε εναντίον της Οιχαλίας για να πάρει εκδίκηση.
Η Δηιάνειρα, που με τα παιδιά της έχει καταφύγει στην Τραχίνα, στέλνει τον μεγαλύτερο γιο τους, τον Ύλλο, να ψάξει τον πατέρα του. Αλλά στο μεταξύ φτάνει απεσταλμένος του Ηρακλή _ ο Λίχας. Ο Ηρακλής, τους ανακοινώνει, νίκησε, κατέλαβε την Οιχαλία και πριν γυρίσει στέλνει με τον Λίχα στη γυναίκα του σκλάβες. Ανάμεσά τους, ένα σιωπηλό, όμορφο κορίτσι την ταυτότητα του οποίου ο απεσταλμένος δηλώνει πως αγνοεί όταν ερωτάται από την Δηιάνειρα. Αλλά ο ντόπιος γέροντας Άγγελος τον ξεμπροστιάζει: η αλήθεια είναι πως η εκστρατεία του Ηρακλή εναντίον του Εύρυτου αφορμή είχε την άρνηση του βασιλιά της Οιχαλίας να δώσει στον ήρωα ως παλλακίδα την κόρη του Ιόλη. Αυτή είναι το σιωπηλό  κορίτσι που έστειλε στην Δηιάνειρα μαζί με τις άλλες σκλάβες.
Η Δηιάνειρα κρατάει την ψυχραιμία της. Επιστρατεύει, όμως, άλλα μέσα για να ξανακερδίσει τον έρωτα του άντρα της. Ο Κένταυρος Νέσσος, που, όταν, κάποτε, ο Ηρακλής του ανέθεσε να την περάσει από ένα ποτάμι, αποπειράθηκε να τη βιάσει και ο Ηρακλής τον σκότωσε με ένα βέλος, πριν πεθάνει της είχε πει να κρατήσει το ξεραμένο αίμα από την πληγή του γιατί μπορεί να το χρησιμοποιήσει ως φίλτρο ερωτικό, αν κάποια μέρα, κινδυνεύσει να χάσει την αγάπη του άντρα της. Τώρα που η στιγμή έφτασε, η Δηιάνειρα στέλνει στον Ηρακλή με τον Λίχα ένα χιτώνα ποτισμένο με το φίλτρο που δεν γνωρίζει ότι στην πραγματικότητα δρα ως δηλητήριο: είναι η καθυστερημένη εκδίκηση του Νέσσου.
Όταν ο Ύλλος επιστρέφει, ρίχνοντας κατάρες στη μάνα του για το χιτώνα που έστειλε στον πατέρα του και που, τελικά, όντως τον οδηγεί στο θάνατο μέσα σε πόνους φριχτούς, η Δηιάνειρα, ψυχή βαθιά ευγενική, που συνειδητοποιεί τι έχει άθελά της διαπράξει, με αξιοπρέπεια, εντελώς σιωπηλή _ ως άλλη Ιοκάστη του «Οιδίποδα τύραννου», ως άλλη Ευρυδίκη της «Αντιγόνης» _ αποχωρεί. Σύντομα η Τροφός θα κομίσει το τραγικό νέο: πως η κυρά της αυτοκτόνησε.
Όταν μεταφέρουν τον ετοιμοθάνατο Ηρακλή, αυτός, ένα τέρας εγωισμού, ζητάει από τον Ύλλο να τον ανεβάσει στην πιο ψηλή κορυφή της Οίτης και να τον κάψει και κατόπιν να πάρει εκείνος την Ιόλη για γυναίκα του. Ο νεαρός το ακούει με φρίκη, θα αναγκαστεί όμως να υποκύψει: είναι η τελευταία επιθυμία του πατέρα του. Τέλος εποχής. Οι ήρωες μας έχουν τελειώσει.
Ο Σοφοκλής στις «Τραχίνιές» του (η τραγωδία τοποθετείται μεταξύ 457 και 430 π.Χ) υστερεί, ίσως, σε σχέση με τις άλλες γνωστές μας τραγωδίες του. Εδώ το κέντρο βάρος του δράματος μετατοπίζεται _ πράγμα που συμβαίνει βέβαια και στον «Αίαντα». Ενώ όλα όσα λέγονται και ακούγονται αφορούν τον Ηρακλή, η Δηιάνειρα είναι εκείνη που είναι παρούσα στα δύο τρίτα του έργου για να εξαφανιστεί, όμως, στο τελευταίο μέρος, όταν ο Ηρακλής εμφανίζεται, και να μην υπάρξει καμία μεταξύ τους σύγκρουση. Εντούτοις οι «Τραχίνιες» είναι ένα έργο ενδιαφέρον. Που μοιάζει πιο κοντά στον Ευριπίδη καθώς απομυθοποιεί τον Ηρακλή.
Η παράσταση. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, που υπογράφει και την καθαρή, χωρίς περικοκλάδες, απόδοση του κειμένου, ανέλαβε τη σκηνοθεσία της ελάχιστα παιγμένης τραγωδίας. Ίσως το ενδιαφέρον του για το έργο εστιάστηκε στο γεγονός ότι ζούμε μία ανάλογη εποχή: οι ήρωες μας τελείωσαν. Eτοίμασε, σε συνεργασία με τον Κορνήλιο Σελαμσή που συνέθεσε τη ζωντανά παιζόμενη μουσική, μία παράσταση που αγγίζει τα όρια του μουσικού θεάτρου: στάσιμα πλήρως αδόμενα αλλά και μέρη των επεισοδίων τα οποία σε ορισμένα σημεία ξεφεύγουν στο τραγούδι, ειδικά στο ρόλο του Ηρακλή _ σαν άριες. Ο κόσμος της παράστασής του, στην αρχή και όσο ο Ηρακλής δεν είναι παρά απόηχος μακρινός, έστω και αν όλοι και όλα περιστρέφονται γύρω από αυτόν, είναι σκοτεινός. Φωτίζεται σιγά – σιγά, όσο πλησιάζει η εμφάνισή του. Η αντίστιξη αυτή _ ο κόσμος φωτίζεται όταν ο Ηρακλής – τέρας οδεύει προς το θάνατο σαν να φωτίζεται πια η αλήθεια _ παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.
Η παράσταση, που την προθερμαίνει ένας προάγων με τις κοπέλες του Χορού να αφηγούνται μία - μία τους άθλους του Ηρακλή, είναι στημένη με προσοχή, έχει ατμόσφαιρα, έχει ύφος προσωπικό, έχει υψηλή αισθητική και διαθέτει σκηνές αξιομνημόνευτες, όπως της Παρόδου με τα φανάρια θυέλλης ή του φινάλε με την πυραμιδοειδή νεκρική πομπή του Ηρακλή, δεν της λείπουν, όμως, και τα μειονεκτήματα: το προσωπικό αυτό ύφος δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο, η μουσική, ίσως, είναι περισσότερη απ’ όση χρειαζόταν _ σε μπουκώνει _, οι ρυθμοί κάποιες στιγμές πάσχουν. Και, πάνω απ’ όλα, μου άφησε την αίσθηση πως της λείπει η ενέργεια.
Η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου καθόρισε σκηνικά το χώρο με μεγάλη λιτότητα αλλά άψογα. Ο σκελετός, ο φωτισμένος με κόκκινο φως, μιας πόρτας, ο σχηματισμένος από σωλήνες νέον μοιάζει σαν είσοδος για την κόλαση _ μία κόλαση σαρτρική. Ο τεράστιος, σχισμένος στη μέση κορμός, με παρέπεμψε στο τέλος του Ηρακλή _ στο «δρυός πεσούσης…». Και οι φλοκάτες που ξετυλίχτηκαν και απλώθηκαν δένονται απόλυτα με τον δασύτριχο Νέσσο και τον φονικό χιτώνα. Αλλά τα κοστούμια της μου άφησαν εντυπώσεις ανάμεικτες: μία γκάμα η οποία εκτείνεται από το συγκλονιστικό της Δηιάνειρας, που γλείφει το κορμί της το τυλιγμένο σ’ ένα ανάλαφρο ρόδινο πέπλο, ένα κοστούμι – γλυπτό που χαρακτηρίζει απόλυτα το ρόλο _ σαν μία αχλύς ευγένειας _ και το εξαιρετικά επιτυχημένο, ογκώδες και με τάση προς το γκροτέσκο, του Ηρακλή μέχρι την περιττά χοντροκομμένη, κατά τη γνώμη μου, εμφάνιση του Λίχα και τα κάπως ουδέτερα γκρίζα και όχι τόσο λειτουργικά του χορού.
Ο Λευτέρης Παυλόπουλος για άλλη μια φορά _ έχω βαρεθεί να το επαναλαμβάνω… _ θαυματουργεί με τους φωτισμούς του στους οποίους πάρα πολλά οφείλει η παράσταση. Ο Χρήστος Παπαδόπουλος δίδαξε μία ελεύθερη κίνηση στο χορό απόλυτα δεμένη με τη σκηνοθετική γραμμή. Και η Μελίνα Παιονίδου έχει κάνει μία εξαιρετική μουσική διδασκαλία έχοντας, βέβαια, στη διάθεσή της ένα θαυμάσιο υλικό _ τα μέλη του Χορού.
Οι ερμηνείες. Το άλλο μείον που εισέπραξα από την παράσταση είναι η έλλειψη υποκριτικής ομοιογένειας. Σαν οι _ καλοί _ ηθοποιοί να κινήθηκαν ο ένας ανεξάρτητα από τον άλλο. Και αν ο Αργύρης Ξάφης κατάφερε να δώσει σωστά τον τερατώδη Ηρακλή, από την εξαίρετη και με γκάμα Άννα Μάσχα _ αγαλμάτινη με το κοστούμι της Έλλης Παπαγωργακοπούλου που ξέρει να το φοράει _ ένοιωσα να λείπει το μέγεθος. Αν ο Κώστας Μπερικόπουλος ήταν αποδοτικότατος στον τρόπο που _ σωστά _ η σκηνοθεσία τού ζήτησε να δώσει τον Άγγελο προβάλλοντας τα κωμικά στοιχεία, ο επίσης πολύ καλός Θάνος Τοκάκης, με φωνή που πρέπει να τη δουλέψει ώστε να γίνει κατάλληλη για αρχαίο θέατρο, μου φάνηκε να αποπειράται να κάνει τραγωδία αλλά μόνο ένα ημιτελές σχέδιο να καταφέρνει να δώσει.
Χωρίς ενέργεια βρήκα την Κορυφαία Άννα Καλαϊτζίδου, άλλη μία ηθοποιό που πολύ εκτιμώ, ενώ ο Γιώργος Χρυσοστόμου _ επίσης τάλαντο _ εδώ μου άφησε την εντύπωση μιας μεγάλης αυτοπεποίθησης που τον οδήγησε σε μία αγοραία ερμηνεία _ «κοιτάξτε μέ τι άνεση τα ρίχνω». Όσο για την Φιλαρέτη Κομνηνού, έξοχη φιγούρα και με πολύ καλή, γειωμένη κίνηση, ίσως κάνει την πιο ολοκληρωμένη ερμηνεία της παράστασης αλλά δείχνει άλλης, παλαιότερης σχολής από τους υπόλοιπους με τους οποίους δεν δένει. Η βουβή Ιόλη της Ελένης Μπούκλη προσέθεσε στο αποτέλεσμα με την ευγενική παρουσία της.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση πολύ σοβαρών προθέσεων με εξαιρετικά στοιχεία αλλά άνιση και με επί μέρους προβλήματα. Δείτε την, πάντως. Μπορεί και να διαφωνήσετε μαζί μου.


Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Εθνικό Θέατρο, Φεστιβάλ Επιδαύρου, 3 Αυγούστου 2013.

August 10, 2013

Η μηδέποτε απολεσθείς κόρη



Το έργο. Μοναχοπαίδι το είχανε η Φαύστα και ο Γιάννης το Ριτσάκι «που ήτο εν τετραετής κι ωραίον κοριτσάκι». Το πήρε, όμως, μαζί ο πατέρας του στο ψάρεμα που ήταν το χόμπι του. Και καθώς είχε αφοσιωθεί στο καλάμι του και το Ριτσάκι κολυμπούσε πλάι του _ κάπου στο (τότε) Φάληρο _, το κοριτσάκι ξαφνικά εξηφανίσθη. Άφαντο. Μήπως το κατάπιε το κήτος που εφημολογείτο ότι κυκλοφορούσε στα νερά του Φαλήρου τις μέρες εκείνες; Ο απαρηγόρητος (;) Γιάννης θα γυρίσει σπίτι και μαζί με την Φαύστα θα επανέλθουν στην ακτή να ψάξουν για το παιδί. Δεν θα το βρουν πουθενά. Η ψύχραιμη έως τότε Φαύστα θα χάσει την ψυχραιμία της και συντετριμμένη θα ξεσπάσει σε λυγμούς _ κοπετός, απαρηγόρητη, δεν μπορεί να τη συνεφέρει ο Γιάννης. Όχι όμως για το χαμό της Ρίτσας. Αλλά για τον εν Φαλήρω χαμό του Καραϊσκάκη. Διότι ο Γιάννης, δραττόμενος της παρουσίας τους στο Φάληρο, θα της αφηγηθεί τις συνθήκες υπό τας οποίας ο ήρως εχάθη και τας οποίας μέχρι τότε η Φαύστα αγνοούσε.
Θα περάσουν πάνω από δώδεκα χρόνια. Η ζωή κυλά ομαλά πια για το ζεύγος. Το Ριτσάκι έχει ξεχαστεί. Ο Γιάννης συνεχίζει να καταγίνεται με το χόμπι του ψαρέματος. Οπότε, μίαν ωραίαν ημέραν θα κομίσει στο σπίτι καλή ψαριά: έναν ψάρακλα τοιούτου μεγέθους που δεν το έχουν ξαναδεί. Και ενώ η Φαύστα καθαρίζει το ψάρι για να το μαγειρέψει, ιδού το θαύμα! Ως άλλον του προφήτη Ιωνά. Η Ρίτσα, το χαμένο τους παιδί, έφηβη πια, θα ξεπεταχτεί από το ψάρι, καρπός της κοιλίας του. Είναι ζωντανή! Επρόκειτο περί του κήτους που την είχε καταπιεί. Εντός της κοιλίας του οποίου όχι μόνον επέζησε αλλά ταξίδεψε ανά την υφήλιον. Και ακριβώς τις εντυπώσεις της όλων αυτών των χρόνων θα τους διηγηθεί. Το μόνο μελανόν σημείον, η ψαρίλα την οποία αναδίδει. Η υπηρέτρια Μαριάνθη επιμένει να πλυθεί αμέσως το κορίτσι. Αλλά δεν εισακούεται. Σφάλμα μέγα! Η ψαρίλα έλκει τις γάτες της γειτονιάς που ορμούν στο Ριτσάκι, ως άλλες Βάκχες στον Πενθέα, και δεν του αφήνουν κοκκαλάκι _ ή, τέλος πάντων, αφήνουν ολίγα κόκκαλα.
Δύο έτη μετά, στο σπίτι της Φαύστας και του Γιάννη θα καταπλεύσει ζεύγος ονόματι Ιατρού με το γιο τους τον οποίον επίσης είχαν χάσει και βρήκαν επίσης μέσα στην κοιλιά ψαριού _ αλλά τον οποίο εγκαίρως, προφανώς, έπλυναν… _ για να τον προξενέψουν στο Ριτσάκι. Θα αναγκαστούν να φύγουν άπρακτοι όταν μαθαίνουν τι ακριβώς του έχει συμβεί με τις γάτες - Βάκχες.
«Ιλαροτραγωδία» χαρακτηρίζει το έργο του «Φαύστα ή Η απολεσθείς κόρη» (γράφτηκε το 1963, πρεμιέρα το 1965) ο Μποστ. Αφετηρία του, ένα «κόμικ» _ «τραγική ιστορία» το ονόμαζε _ που ο ίδιος είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό «Θεατής», όταν καρχαρίας κατασπάραξε ένα κορίτσι που κολυμπούσε στο Κερατσίνι. Τοποθετημένη στο 1860 ώστε να σατιρίσει και το ύφος των καθαρευουσιάνικων τραγωδιών του τέλους του 19ου αιώνα, γραμμένη σε απολαυστικό ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, συνταιριασμένο όπως στα λαϊκά στιχάκια των ημερολογίων του τοίχου, και στην καθαρεύουσα, όπως με το ζόρι είχε επιβληθεί από την εκπαίδευση και θεόστραβα εισπραχθεί από την αστική τάξη _ μία εξωφρενικά αστεία, σχεδόν παλαβή καθαρεύουσα _, η «Φαύστα», βέβαια, σαφώς και πάσχει από δραματική συνοχή. Η πλοκή της αυθαιρετεί, μεγάλα κενά την καθιστούν δραματουργικά αδύναμη, δείχνει να αποτελείται από σκόρπιες σκηνές που απλώς συναρμολογήθηκαν χαλαρά _ η τελευταία σκηνή με την επίσκεψη της οικογένειας Ιατρού μοιάζει να συγκολλήθηκε με μόνο σκοπό να επεκτείνει ένα σχετικά σύντομο μονόπρακτο _, οι πλείστες αναφορές στην _ τότε _ πολιτική και καλλιτεχνική φλέγουσα επικαιρότητα _ «αποστασία», Βιετνάμ, Θεοδωράκης, Χατζηδάκις κλπ _ της δίνουν μία επιθεωρησιακή υφή, αλλά… Αλλά το μοναδικό αυτό σατιρικό ύφος, που φλερτάρει με το σουρεαλισμό, με το θέατρο του Παραλόγου και τον Ιονέσκο, αποδεικνύεται τελικά ο ισχυρός συνεκτικός ιστός της: ο Μποστ, μέσα από το ύφος αυτό, το αναρχικό αλλά απολύτως σοβαρό _ σαν να μην επιδιώκει το γέλιο _, κατεδαφίζει, με όργανο έναν θεατρικό αχταρμά, τον ετοιμόρροπο γλωσσικό μας αχταρμά, κατεδαφίζει γραμματική και συντακτικό, κατεδαφίζει τη θεατρική πόζα, κατεδαφίζει την αγία αστική οικογένεια και ολόκληρη την αστική τάξη. Γι αυτό και το έργο, έστω και αν η καθαρεύουσα δεν ομιλείται πια και η σάτιρά της δεν εισπράττεται εύκολα, έστω και αν πάσχει από δραματουργικές αδυναμίες, όχι μόνο αντέχει στο χρόνο, όπως το Ριτσάκι άντεξε τις κακουχίες στην κοιλιά του κήτους, αλλά εξακολουθεί να παράγει σπαρταριστά αποτελέσματα.
Η παράσταση. Ο Κώστας Τσιάνος ανήκει στους νοικοκύρηδες σκηνοθέτες. Ξέρει να διαχειριστεί δύσκολες καταστάσεις, όπως η παρούσα οικονομική κρίση που πλήττει και το περιφερειακό θέατρο.
Επεξεργάστηκε το κείμενο, του έδωσε τη μορφή μουσικής κωμωδίας, έκανε μετατροπές και προσθαφαιρέσεις στίχων, ώστε αφενός να ταιριάξουν σε μελωδίες από την οπερέτα και από παλιά τραγούδια, «ελαφρά» και λαϊκά, αφετέρου να μπορέσει να σατιρίσει τη σημερινή κατάσταση _ απόλυτα νομιμοποιημένο σε ένα κείμενο τόσο ανοιχτό και μάλιστα με το συγγραφέα να ενθαρρύνει κάτι ανάλογο στις οδηγίες του. Και το έκανε χωρίς να χάσει το μέτρο και να καταφύγει στην επιθεωρησιακή ευκολία.
Πάνω στο κείμενο αυτό οργάνωσε μία παράσταση (με άντρες ηθοποιούς σε κάποιους γυναικείους ρόλους _ και στο Ριτσάκι, όπως είχε κάνει ο Θανάσης Παπαγεωργίου στο πρώτο του ανέβασμα του έργου) που δεν είναι ιδιαίτερα λαμπερή αλλά είναι εύρυθμη και δεν προδίδει το ύφος του Μποστ. Μέσα στο πλαίσιο του ευπρεπούς κινούνται και ο σκηνογράφος Θάνος Καρώνης που έμεινε, άγονα όμως, πιστός στο ύφος Μποστ και τα δύο καινούργια τραγούδια που έγραψε ο Σπύρος Καβαλιεράτος και οι χορογραφίες του ίδιου του σκηνoθέτη.
Η διανομή. Στο ίδιο πλαίσιο, και οι ερμηνείες των ηθοποιών. Η Νικολέτα Βλαβιανού, έστω και αν κάποτε δεν ελέγχει τον πληθωρισμό της, είναι χυμώδης σουμπρέτα και έχει χιούμορ. Όπως χιούμορ διαθέτει και ο Πάνος Σταθακόπουλος αλλά παίζει πολύ επιδεικτικά, πολύ «προς τα έξω». Η Μαίρη Σαουσοπούλου, αντίθετα, έχει ελέγξει τη δική της τάση στις υπερβολές και στις μούτες και είναι πολύ σωστή και στους δύο ρόλους της. Ο Σταύρος Νικολαΐδης κάνει κάτι διαφορετικό και το έχει σχεδιάσει καλά αλλά δεν το εξελίσσει. Πιο αδύναμοι ο Χάρης Φλέουρας, ο Βασίλης Γιαβρής και ο Ηλίας Μπερμπέρης.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση που σέβεται και υποστηρίζει το απολαυστικό έργο αλλά δεν το απογειώνει.

Θέατρο Βράχων «Άννα Συνοδινού», «Θεσσαλικό Θέατρο», Φεστιβάλ «Στη Σκιά των Βράχων», 28 Ιουλίου 2013.

August 8, 2013

Του μπούγιου και των νίντζα… η Λίγο πριν οι Αμερικάνοι κάνουν το Ναγκασάκι στάχτη


Το έργο. Αρχές του 20ου αιώνα και ο Μπ. Φ. Πίνκερτον, υποπλοίαρχος σε πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ που ναυλοχεί στο Ναγκασάκι της Ιαπωνίας, αποφασίζει, με την επιπολαιότητα του ναυτικού που γλεντάει στα λιμάνια, να συνάψει γάμο με μία δεκαπεντάχρονη γκέισα, την Τσο-Τσο-Σαν _ που στα αγγλικά μεταφράζεται Μπατερφλάι, Πεταλούδα δηλαδή. Εν γνώσει του ιαπωνικού νόμου σύμφωνα με τον οποίο μπορεί, αφού τρυγίσει το κορίτσι _ που αυτό επιδιώκει _, ανά πάσα στιγμή να διαλύσει το γάμο. Για εκείνη όμως ο γάμος είναι πολύ σοβαρή υπόθεση _ ιερή. Πόσω μάλλον όταν έχει ερωτευτεί τον Πίνκερτον. Και έχει μάλιστα ασπαστεί το χριστιανισμό, τη θρησκεία του.
Η γαμήλια τελετή στο σπίτι που ο Πίνκερτον νοίκιασε σε ένα λόφο της πόλης με θέα στο λιμάνι, παρουσία του προξένου των ΗΠΑ Σάρπλες, ο οποίος εις μάτην έχει προσπαθήσει να λογικέψει τον υποπλοίαρχο αντιλαμβανόμενος τις προθέσεις του, και του επαγγελματία προξενητή Γκόρο ο οποίος έχει μεσολαβήσει, διακόπτεται βίαια από έναν Μπόνζο _ βουδιστή μοναχό _, θείο της νύφης, ο οποίος την καταριέται γιατί απαρνήθηκε την πίστη της. Η μητέρα και οι συγγενείς της που είναι παρόντες, όταν το μαθαίνουν, έξω φρενών απαρνιούνται, με τη σειρά τους, την Τσο-Τσο-Σαν και αποχωρούν.
Ο Πίνκερτον σύντομα θα φύγει από το Ναγκασάκι με όρκους αγάπης. Αλλά θα ακολουθήσει η απόλυτη σιωπή. Σαν περάσουν τρία χρόνια, ο Σάρπλες θα επισκεφτεί την Μπατερφλάι _ που ζει στο ίδιο σπίτι, μαζί με την πιστή της υπηρέτρια Σουτζούκι, μέσα στη φτώχεια και τη μοναξιά, αφοσιωμένη αποκλειστικά στη σκέψη της επιστροφής του «συζύγου» της παρά τη σιωπή του, με τον Γκόρο να την περιτριγυρίζει προξενεύοντάς την, προς μεγάλη της οργή, έναν πλούσιο ηλικιωμένο _ για  να την πληροφορήσει πως ο Πίνκερτον έρχεται αλλά πως τα νέα του, τελικά, δεν είναι καλά. Η Μπατερφλάι θα αρνηθεί να ακούσει οτιδήποτε περισσότερο. Αποκαλύπτει στον Σάρπλες πως μαζί της περιμένει τον πατέρα του και ένα παιδάκι τρίχρονο _ ο γιος τους. Όταν ο Πίνκερτον φτάνει για να πείσει την Μπατερφλάι να δεχτεί το προξενιό του Γκόρο, τον συνοδεύει η «νόμιμη» αμερικανίδα γυναίκα του. Τότε είναι που θα μάθει από τον Σάρπλες για το παιδί. Δεν θα τολμήσει να αντιμετωπίσει την Μπατερφλάι. Ζητάει μόνο να πάρει το γιο του. Η Μπατερφλάι θα το δεχτεί. Πριν, όμως, παραδώσει το παιδάκι, θα αυτοκτονήσει με το τελετουργικό μαχαίρι που έχει αυτοκτονήσει και ο πατέρας της: η Μπατερφλάι αφανίζεται με υπαίτιο έναν  αμερικανό στρατιωτικό σαράντα κάτι χρόνια πριν οι Αμερικανοί αφανίσουν το Ναγκασάκι της. Τι σύμπτωση!... 
Ο Τζάκομο Πουτσίνι συνέθεσε την όπερά του «Μαντάμα Μπατερφλάι» (1904) πάνω στο λιμπρέτο των Τζουζέπε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλικα, το βασισμένο στο ομότιτλο μονόπρακτο (1900) του Ντέιβιντ Μπελάσκο ο οποίος, με τη σειρά του, είχε βασιστεί στο επίσης ομώνυμο διήγημα (1898) του Τζον Λούθερ Λονγκ. «Γιαπωνέζικη τραγωδία» τη χαρακτηρίζει, πρόκειται, όμως, για γνήσιο μελόδραμα: ρομαντικό, πληθωρικό, δακρύβρεκτο, με υπερβολές. Αλλά η μουσική τού μελωδιστή Πουτσίνι _ αν και συμπλέει με το άκρως μελοδραματικό κείμενο και υπογραμμίζει τη θεατρικότητά του, αν και δεν αποσκορακίζει το βερισμό _ πηγαία, λεπτά ενορχηστρωμένη, με διακριτικά δάνεια από τους ήχους της ιαπωνικής μουσικής, με μία προσωπική χρήση των καθοδηγητικών θεμάτων, το περιβάλλει με κύρος, το απογειώνει και δημιουργεί ένα υπέροχο έργο που καθόλου τυχαία όχι απλώς έγινε κλασικό αλλά παραμένει εξαιρετικά δημοφιλές.
Η παράσταση. Ο αργεντινός σκηνοθέτης Ούγκο ντε Άνα, όπως απέδειξε ήδη από πέρσι με την «Τόσκα» που έκανε στο Ηρώδειο για την Λυρική, δεν είναι σκηνοθέτης της ουσίας και του ψαξίματος. Είναι σκηνοθέτης του μπούγιου και της επιφανειακότητας και της εντυπωσιοθηρίας. Την «Μπατερφλάι» του _ στην οποία και πάλι υπέγραψε και τα σκηνικά και τα κοστούμια _, αντιστρόφως ανάλογα προς τη διακριτικότητα με την οποία ο Πουτσίνι χρησιμοποιεί στη μουσική του την «ιαπωνικότητα»,  τη φόρτωσε μέχρι κορεσμού με γιαπωνέζικο φολκλόρ _ Νίντζα (!), φιγούρες του «Καμπούκι»… _, σε μία προσπάθεια να πείσει για αυθεντικότητα. Η οποία είναι αφέλεια να θεωρείς ότι κατακτάται με τα εξωτερικά αυτά μέσα. Ο φλύαρος σκηνοθέτης παραγέμισε το έργο μέσα από κάθε «άνοιγμα» που βρήκε. Ειδικά σ’ εκείνο το ιντερμέτζο της δεύτερης πράξης, που ο Πουτσίνι το έγραψε για να υπογραμμίσει τη σιωπή της αναμονής, τι σκηνοθετική λογοδιάρροια! Το έπνιξε ο Ούγκο ντε Άνα σε λάβαρα και σημαίες. Με την αμερικάνικη αστερόεσσα να κυριαρχεί σε όλη την  παράσταση, προφανώς για να υπογραμμίσει τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό: τεράστιες αμερικάνικες σημαίες, η Μπατερφλάι ράβει μία σημαία αμερικάνικη, το παιδάκι είναι ντυμένο με κιμονό – αμερικάνικη σημαία, σε όλο το πλάτος και το μήκος του τοίχου απλώθηκε σε βίντεο η αστερόεσσα… Τόσο πια, που σκεφτόσουν πως χορηγός της παράστασης είναι η πρεσβεία των ΗΠΑ και το επέβαλε! Στο συγκεκριμένο αρχοντοχωριάτικο πλαίσιο ο σκηνοθέτης κίνησε συμβατικά χορωδία και σολίστες στριμώχνοντάς τους στη στενή σκηνή.
Ευτυχώς στα σκηνικά ο Ούγκο ντε Άνα πήρε, φαίνεται, το μάθημα του από πέρσι: πως η σκηνή του Ηρωδείου δεν σηκώνει μπούγιο σκηνογραφικό. Και τα τρία πρατικάμπιλε που έστησε ορίζοντας τρεις διαφορετικούς σκηνικούς χώρους ήταν διακριτικά και καλόγουστα. Αλλά δεν ήταν δυνατόν, φαίνεται, να αντέξει έως το τέλος τόση λιτότητα: οι προβολές που ετοίμασε ο Σέρτζιο Μετάλι – Ideogramma άγγιξαν και ξεπέρασαν την υπερβολή, όσο και αν ο τοίχος του θεάτρου, με τις καμάρες και τις φθορές και τις ανωμαλίες, δεν τις σηκώνει. Όταν, όμως, απλώθηκαν, δίκην μπουγάδας, από την μία άκρη έως την άλλη σκοινιά με κρεμασμένα λευκά χαρτιά σαν από ρολά τουαλέτας, που τα μαδούσαν διότι αναπαριστούσαν ανθισμένες κερασιές ενώ στον τοίχο βλέπαμε να ίπτανται εκατοντάδες πεταλούδες _ butterflies, ω, του συμβολισμού… _ το όλο πράγμα εξετράπη στο κιτς. Τα κοστούμια του, επίσης στον αστερισμό της «αυθεντικότητας», χωρίς, ομολογώ, να είναι κακόγουστα. Ο Βινίτσιο Κέλι με τους φωτισμούς του και η Λέντα Λογιόντιτσε με τη χορογραφία και την κινησιολογία που δίδαξε υποστήριξαν τη σκηνοθεσία.
Να επισημάνω, επίσης, πως μέσα στo αποκλειστικό σκηνοθετικό μέλημα που ήταν το μπούγιο διέφυγαν και ουσιώδεις λεπτομέρειες: στις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε και διαδραματίζεται το έργο, η σημαία των ΗΠΑ δεν είχε ακόμη, όπως είδαμε στην παράσταση, πενήντα αστέρια. Ούτε η Κέιτ είναι δυνατόν, όσο χειραφετημένη και αν παρουσιάζεται, να φοράει πάνινα μποτάκια All Star
Η Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και ο Μύρων Μιχαηλίδης που είχε τη μουσική διεύθυνση έσωσαν την τιμή των όπλων. Δεν συνέπλευσαν με την πληθωριστική σκηνοθετική γραμμή αλλά υπηρέτησαν τη μουσική του Πουτσίνι. Η οποία ακούστηκε με όλες τις λεπτές αποχρώσεις της και, όπου έπρεπε, με τις δραματικές κορυφώσεις της _ συγκινητική χωρίς να λιγώνεται από τη συγκίνηση. Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και η Χορωδία της Λυρικής σε διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου: εξαιρετική.
Οι ερμηνείες. Η διανομή που είδα διέθετε έναν διεθνούς επιπέδου καλλιτέχνη μας: τον βαρύτονο Δημήτρη Πλατανιά. Παρά την υποκριτική και κινησιολογική του δυσκαμψία _ που πρέπει να τις πολεμήσει _ έδωσε με φωνή εύρους και υψηλής ποιότητας και με τον αυτοέλεγχο που τον διακρίνει έναν Σάρπλες απολύτως έγκυρο. Ο Ιταλός τενόρος Βάλτερ Φρακάρο, ηλικιακά πολύ ώριμος πια για να πείσει ως Πίνκερτον, τραγούδησε _ σωστά, είναι η αλήθεια, με φωνητικό μέταλλο ικανοποιητικό _ και κινήθηκε με μία προπέτεια ιταλιάνικη _ με την κακή έννοια… _ που του την χρεώνω προσωπικά και όχι ως ερμηνεία του ρόλου _ «ο αδίστακτος ναυτικός».
Ούτε η σοπράνο Μαρία Λουίτζα Μπόρσι πείθει για δεκαπεντάχρονη. Ερμήνευσε, όμως, την Μπατερφλάι, αν και η φωνή της δεν με εντυπωσίασε, με λεπτότητα και στο φινάλε έδωσε στο ρόλο και μετέφερε στο κοίλον γνήσια συγκίνηση. 
Από τους υπόλοιπους, όλους σε ένα ευπρεπές φωνητικό επίπεδο, ξεχώρισα τον Μπόνζο του Τάσου Αποστόλου, τη ζεστή, ρώσικη φωνή της Ολέσια Πέτροβα – Σουτζούκι και, κυρίως, αν και σε απειροελάχιστο ρόλο _ της Κέιτ _, την πειστικότατη Μαρισία Παπαλεξίου που μέσα σε λίγα λεπτά έγραψε με την έξοχη παρουσία της, τη βουβή υποκριτική της και το τσιγάρο στο χέρι. Στον Γκόρο του Χαράλαμπου Αλεξανδρόπουλου βρήκα υπερβολικές τις μούτες.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση αξιοπρεπής αλλά απολύτως συμβατική ενός έργου χιλιοπαιγμένου. Μήπως η Λυρική πρέπει να αναθεωρήσει κάποιες επιλογές της; Και να πείσει το κοινό της πως μπορεί και «αλλιώς»;  

Ωδείο Ηρώδη του Αττικού, Εθνική Λυρική Σκηνή,  30 Ιουλίου 2013.

August 6, 2013

Τολστόι θα παρουσιάσει η Όλια Λαζαρίδου


Το Τέταρτο Κουδούνι / Έκτακτο

Το διήγημα «Από τι ζουν οι άνθρωποι» του Λεβ Νικολάιεβιτς Τολστόι θα παρουσιάσει, σε διασκευή για το θέατρο, το χειμώνα, η Όλια Λαζαρίδου στην αίθουσα «Ιφιγένεια» του «Θεάτρου» του «Ελληνικού Κόσμου» Μαζί της, ο Ηλίας Κουνέλας και ο Γιώργος Νανούρης. Τα σκηνικά, τα κοστούμια και τις κούκλες που θα χρησιμοποιηθούν θα ετοιμάσει ο Άγγελος Παπαδημητρίου και τη μουσική ο Κ(ωνσταντίνος) Βήτα. Τη διασκευή, πάνω στη μετάφραση του Γρηγόρη Κονδύλη (κυκλοφορεί απ’ τις Εκδόσεις «Μαΐστρος») θα υπογράφει η ομάδα ενώ η σκηνοθεσία θα ’ναι συλλογική των τριών ηθοποιών.
Στο διήγημα (1881) του Τολστόι ένα ξένος τρυπώνει με παράξενο τρόπο στην ήσυχη ζωή ενός φτωχού τσαγκάρη και της γυναίκας του. Οι αποκαλύψεις που, όπως σημειώνεται, γίνονται σταδιακά και με μαεστρία μπορούν να οδηγήσουν στο ίδιο το νόημα της ζωής…
Η Όλια Λαζαρίδου, η οποία, στην εποχή της κρίσης που βιώνουμε, βλέπει το διήγημα αυτό σαν μια παραβολή σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι νομίζουν ότι ζουν επειδή φροντίζουν τους εαυτούς τους ενώ στην πραγματικότητα αυτό που τους κάνει να ζουν είναι η αγάπη, έχει δουλέψει πολύ πάνω στο κείμενο το οποίο έχει ήδη παρουσιάσει, σε μορφή αναλογίου, τον Ιανουάριο του 2012 μαζί με την Αμαλία Μουτούση και την Αριέττα Μουτούση και με τον Χρήστο Μακρόπουλο στο πιάνο σε έργα Μπαχ και Μπραμς αλλά και τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς στην Πρέβεζα, με τη συμμετοχή μελών του θεατρικού σεμιναρίου που έκανε εκεί για το Θεατρικό Εργαστήρι Πρέβεζας με αφετηρία το συγκεκριμένο διήγημα.
Τώρα, το «Από τι ζουν οι άνθρωποι» του Τολστόι θα παρουσιαστεί σαν παραμύθι για μεγάλους αλλά το οποίο θα μπορούν να δουν και παιδιά, στο ευρηματικό σκηνικό (η μακέτα του εικονίζεται στη βασική φωτογραφία, μαζί με όλους τους συντελεστές) που έχει επινοήσει ο Άγγελος Παπαδημητρίου και το οποίο θα μοιάζει με τεράστια λατέρνα: μέσα απ’ το πανί της που θα γυρίζει θα ξεπηδάει η ιστορία κι οι εικόνες της.
Η παράσταση, την οποία ανέλαβαν ως συμπαραγωγοί ο «Ελληνικός Κόσμος» και το «Λυκόφως» του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου, θα κάνει πρεμιέρα στο τέλος Νοεμβρίου.

Τα δικά μου 12+1 καλύτερα του Φεστιβάλ Αθηνών




Το 59ο Φεστιβάλ Αθηνών, όταν θα κρατάτε το φύλλο αυτό του ΕΦ στα χέρια σας, θα ανήκει στο παρελθόν _ θα τρέχει ακόμα μόνο το Φεστιβάλ Επιδαύρου. Μου ζήτησαν να επισημάνω τις δέκα καλύτερες στιγμές του. Τροποποίησα το αίτημα: θα επισημάνω τις δώδεκα + μία που με άγγιξαν περισσότερο. Επομένως θα το κάνω όχι με τη δημοσιογραφική ιδιότητα του επί είκοσι έξι συναπτά χρόνια _ 1985 έως και 2010 _ διαπιστευμένου στο Φεστιβάλ συντάκτη. Αλλά με την ιδιότητα του «φεστιβαλόφιλου» που παρακολουθεί τις εκδηλώσεις του συστηματικά εδώ και σαράντα έξι καλοκαίρια _ από το 1968.
Από τις φετινές 50 εκδηλώσεις του προγράμματος παρακολούθησα τις 35. Μέχρι τη στιγμή που μου ζητήθηκε να γράψω τις γραμμές αυτές δεν έχω ακόμα ακούσει τη συναυλία του «Cercle de l’ Harmonie» και δεν έχω δει το «Θερμοκήπιο» του Λευτέρη Βογιατζή. Έχασα επίσης, ανάμεσα σε άλλα τις συναυλίες της Πάτι Σμιθ και της Νταϊάνα Κρολ, την παράσταση του τούρκικου θιάσου, τους «Peeping Tom», το «Μερσιέ και Καμιέ» του Γιάννη Κακλέα, δεν ξαναείδα το «Insenso» του Μιχαήλ Μαρμαρινού…
Ιδού λοιπόν οι στιγμές του Φεστιβάλ που θα μου μείνουν:


1. «Πρώτη ύλη» του Δημήτρη Παπαϊωάννου (επανάληψη). Για την επάνοδο του χορογράφου στα _ πολύ _ μικρά μεγέθη. Για την ουσιώδη, προσωπική του κατάδυση. Και για το _ πολύ _ μεγάλου μεγέθους και πέραν των ελληνικών μέτρων αποτέλεσμα.



2. Συναυλία της ορχήστρας «MusicAeterna» υπό τον Θεόδωρο Κουρεντζή. Για την έμπνευση με την οποία ο Θεόδωρος Κουρεντζής μεταμόρφωσε σε συμφωνικό όργανο κύρους ένα νεανικό ορχηστρικό σύνολο και για τον παθιασμένο τρόπο που μετουσίωσε τον Μπάρτοκ και, με την αρμονική συνεργασία  του πιανίστα Αλεξάντερ Μέλνικοφ, τον Προκόφιεφ.



3. «Arranged by Date» σε χορογραφία Λενιώς Κακλέα. Για τον κομψό, ισορροπημένο αλλά και δυναμικό τρόπο που η χορογράφος πρόβαλε σε ένα σόλο, ερμηνευμένο από την ίδια, το φλέγον θέμα «χρήμα» αρμονικά συνδέοντας το λόγο με την κίνηση.



4. «Ali» - «Nous Sommes Pareils» από την ομάδα «Cie Mpta» σε σύλληψη των Ματουρέν Μπολζ – Εντί Ταμπέτ και Αλί Ταμπέτ – Εντί Ταμπέτ, αντίστοιχα. Για την υπεράνθρωπη σωματική και ψυχική αντοχή του Εντί Ταμπέτ που χόρεψε με κομμένο το ένα του πόδι στο πρώτο κομμάτι και για τον έξοχο _ και καθόλου φολκλορικό και γραφικό _ τρόπο που γεφύρωσαν τα σμυρνέικα, κυρίως, ρεμπέτικα με τα ανατολίτικα τραγούδια οι αδελφοί Ταμπέτ σε μία χορογραφία με άρωμα λορκικού «Ματωμένου γάμου» στο δεύτερο.



5. Συναυλία Θάνου Μικρούτσικου. Για την εξαιρετική επιλογή μέσα από την οποία ο συνθέτης ζωντάνεψε τραγούδια του αξεπέραστα σε μία συναυλία αφιερωμένη στον στιχουργό Άλκη Αλκαίο που ήταν και ο άξονάς της. Και για την αποκαλυπτική απόδοση της Ρίτας Αντωνοπούλου. 

6. «Nocturnes» από την Ομάδα της Μαγκί Μαρέν σε σύλληψή της ίδιας και του Ντενί Μαριότ. Για τον καίριο, συγκλονιστικό τρόπο με τον οποίο οι δύο συν-χορογράφοι, καταργώντας το χορό, άπλωσαν και έδεσαν τα σκοτεινά, καθημερινά στιγμιότυπά τους σημαίνοντας με ψιθύρους που ακούγονταν σαν κραυγές έναν κόσμο που καταρρέει.



7. «Ένας άγγλος ταξιδευτής του Λεβάντε» από το σύνολο «Latinitas Nostra» σε σύλληψη Ανδρέα Λινού και Μάρκελλου Χρυσικόπουλου. Για την εξαίρετη υλοποίηση της ευφάνταστης _ και τολμηρής _ ιδέας των δύο μουσικών να σμίξουν το ελισαβετιανό μπαρόκ και μουσικές ρωμιών και τούρκων συνθετών του 18ου και του 19ου αιώνα με κρίκους κείμενα περιηγητών της εποχής για τη ζωή στην Κωνσταντινούπολη αφηγημένα από τον Σπύρο Σακκά.


8. «Η γυναίκα της Ζάκυθος» του Διονυσίου Σολωμού σε σκηνοθεσία Δήμου Αβδελιώδη. Για τον σεβαστικό, ιερατικό τρόπο που ο σκηνοθέτης οδήγησε την παλλόμενη Όλια Λαζαρίδου να καταδυθεί στο σχεδόν μεταφυσικό κείμενο του Σολωμού και να το μετουσιώσει σε λόγο θεατρικά λειτουργικό.




9. «Αλέξανδρος» του Τζορτζ Φρίντερικ Χέντελ σε μουσική διεύθυνση Γιώργου Πέτρου και σκηνοθεσία Λουσίντα Τσάιλντς. Για την ευφυή ιδέα της αμερικανίδας χορογράφου να μεταφέρει την εποχή της μπαρόκ όπερας στο Χόλιγουντ της δεκαετίας του ’30 και για τη σκηνοθετική υλοποίηση της ιδέας, για την άψογη απόδοση της Καμεράτα υπό τον Γιώργο Πέτρου, για την τέλεια διανομή και, πάνω απ’ όλα, για τη συναρπαστική σκηνογραφική και ενδυματολογική δουλειά  _ ένα επίτευγμα! _ του Πάρι Μέξη. 



10. «Ο εχθρός του λαού» του Χένρικ Ίψεν από την «Σάουμπίνε» σε σκηνοθεσία Τόμας Όστερμάγιερ. Για την ικανότητα του γερμανού σκηνοθέτη να μεταφέρει στα καθ’ ημάς το έργο χωρίς να αλλοιώσει το πνεύμα του το οποίο υπερασπιζόταν ακόμα περισσότερο το οργανωμένο «ιντερμέδιο» με παρέμβαση του κοινού.



11. «Ηamletmachine» του Χάινερ Μίλερ σε σκηνοθεσία Γιώργου Ζαμπουλάκη.Για την εξαίρετη σκηνοθεσία και την αφοπλιστική _ από τα σπλάχνα βγαλμένη _ ερμηνεία – έκπληξη της Μαριάννας Δημητρίου, που κατέβασαν το δύστροπο κείμενο στην πλατεία και με… συμφιλίωσαν με τον Μίλερ. 




12. «The Old Woman» του Ντάριλ Πίνκνι από διήγημα του Ντανιίλ Χαρμς σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Γουίλσον. Για τη μοναδική, προσωπική, γουιλσονική εικαστικότητα της παράστασης που δέθηκε γερά με το σουρεαλιστικό κείμενο του Χαρμς και για την αυταπάρνηση και την ακρίβεια με την οποία υπηρέτησαν το εγχείρημα ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ και ο Γουίλεμ Νταφόου. Ένα έργο τέχνης! Ένα αριστούργημα! 



+1. «Η εμπειρία της παράστασης Κήπος Στάχτες»  πάνω σε μυθιστόρημα του Ντανίλο Κις σε σκηνοθεσία Ηλία Κουνέλα. Το ξεχωρίζω γιατί θεωρώ πως ήταν υπεράνω του «καλού» και του «κακού», του «μου άρεσε» και «δεν μου άρεσε» με βάση τα περιορισμένα μας μέτρα. Γιατί στόχευε κατευθείαν στην καρδιά. Για μένα, η πιο ουσιαστική και η πιο ειλικρινής στιγμή του Φεστιβάλ Αθηνών 2013.



*** Το κείμενο δημοσιεύεται στο τρέχον φύλλο του περιοδικού ΕΦ του Ελληνικού Φεστιβάλ.

August 5, 2013

Και ο Σιληνός γέγονε Γανυμήδης…





Το έργο. Περιπετειώδες, ως γνωστόν, το ταξίδι της επιστροφής του Οδυσσέα από την Τροία στην πατρίδα του. Ανάμεσα στα πολλά άλλα θα βρεθεί και στην Σικελία _ στην Αίτνα _, όπου οι άνεμοι που τον κατατρέχουν ρίχνουν το καράβι του βγάζοντάς το και πάλι έξω από την πορεία του. Εκεί ο Οδυσσέας θα συναντήσει τον γέροντα Σιληνό με τα παιδιά του, τους Σατύρους. Έψαχναν να βρούνε τον Βάκχο στην υπηρεσία του οποίου είναι. Και ναυάγησαν. Για να καταντήσουν σκλάβοι στην υπηρεσία του Κύκλωπα Πολύφημου _ βοσκοί και υπηρέτες του. Διότι η Σικελία, το νησί των Κυκλώπων είναι. Των ανθρωποφάγων Κυκλώπων.
Ο Οδυσσέας που ψάχνει για τροφές εξασφαλίζει από τον Σιληνό κρέατα, τυριά, γάλα και γιαούρτι _ κλεμμένα από το βιός του Κύκλωπα… _, αμείβοντάς τον με κρασί. Ο Κύκλωπας όμως τους πιάνει στα πράσα και κλείνει τους Έλληνες στη σπηλιά του όπου καταβροχθίζει δύο από τους συντρόφους του Οδυσσέα. Αλλά εκείνος, πάντα πολυμήχανος, καταστρώνει σχέδιο να γλυτώσουν. Μεθάει τον Κύκλωπα _ ο οποίος φτάνει στο σημείο να δηλώσει δημοσίως πως του αρέσουν τα αγόρια και πάνω στα μεθύσια και στα κέφια να εξαναγκάσει τον ψευταρά και κλέφτη Σιληνό, που, μόλις είδε τα σκούρα, απαρνήθηκε τον Οδυσσέα, να του παίξει ρόλο… Γανυμήδη _ και όταν ο Πολύφημος πέσει σε ύπνο βαθύ, ο Οδυσσέας με ένα πυρωμένο κλαδί τού βγάζει το μάτι το μοναδικό του, έστω και αν οι Σάτυροι, που μόνο να χοροπηδάνε ξέρουν, την  τελευταία στιγμή δειλιάζουν να τον βοηθήσουν. Ο Κύκλωπας θα προσπαθήσει να τους κυνηγήσει αλλά είναι αργά: θα το σκάσουν όλοι με το πλοίο του Οδυσσέα.
Στο σατιρικό του δράμα «Κύκλωψ» (χωρίς χρονολόγηση) _ το μόνο σωζόμενο ακέραιο από την αρχαιότητα _ ο Ειριπίδης μεταποιεί την ραψωδία ι _ την Κυκλώπεια _ της «Οδύσσειας» του Ομήρου σε ένα έργο σύντομης διάρκειας _ «μονόπρακτο» θα το χαρακτηρίζαμε σήμερα _, γλαφυρό, ζουμερό και τολμηρό αλλά δραματουργικά αδύναμο και με απότομο φινάλε.
Η παράσταση. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου που υπογράφει τη σκηνοθεσία και ο Σωτήρης Χαβιάρας θέλησαν στη διασκευή που κατέστρωσαν να συνδέσουν τον «Κύκλωπα» με την παρούσα ελληνική πραγματικότητα, επεκτείνοντας παράλληλα και τη μικρή διάρκεια του έργου. Στον εκτενή πρόσθετο πρόλογο της παράστασης μία ομάδα καπήλων, που ευδοκιμούν στις δύσκολες καταστάσεις, αγωνίζεται να σωθεί από την οικονομική καταστροφή με μπροστάρη τον Οδυσσέα Μπερμπάντη _ άλλον έναν πολυμήχανο Οδυσσέα _ που έχει κληρονομήσει από τον παλαιοβιβλιοπώλη πατέρα του ένα πολύτιμο αντίτυπο του «Κύκλωπα» του Ευριπίδη. Αλλά πριν το εκποιήσει σε ξένους αγοραστές προτείνει να παραστήσουν το έργο δίνοντάς του ζωή. Ο ίδιος θα επωμιστεί τον συνεπώνυμό του Οδυσσέα. Έτσι ο «Κύκλωψ» του Βασίλη Παπαβασιλείου _ σε μία έξοχη, πλούσια, αρτεσιανή μετάφραση του ίδιου, η οποία θα μείνει _ δεν είναι παρά θέατρο εν θεάτρω. Και μάλιστα, η δοκιμή μιας παράστασης _ με τις εκ των πραγμάτων προσθήκες _ η οποία είναι παράσταση ερασιτεχνών _ πράγμα που δεν πρέπει να ξεχνάμε. Πράγμα που ευτυχώς ούτε η σκηνοθεσία ξεχνάει μέχρι το τέλος. Το εύρημα δεν είναι καινοφανές _ κάθε άλλο. Και με παρέπεμπε κατευθείαν στην ιλαρή παράσταση των μαστόρων του σεξπιρικού «Όνειρου καλοκαιρινής νύχτας». Αλλά εκτελείται με σχολαστική συνέπεια στο απόλυτα δικαιολογημένο ναΐφ ύφος που ο σκηνοθέτης έχει υιοθετήσει.
Στο πλαίσιο της άποψης αυτής αποδέχτηκα, τελικά, και τη μεταμοντέρνα κιτς αισθητική των κοστουμιών της Μαρί – Νοέλ Σεμέ, αισθητική η οποία από μόνη της με απωθεί. Το σκηνικό της για την σπηλιά του Κύκλωπα με τα ζωγραφισμένα πανό _ με «πειραγμένα» κλασικά θέματα _ που τοποθετούνται ελικοειδώς πάνω σε έναν μεταλλικό σκελετό, έξυπνο _ καθώς αρμονικά σέβεται την κυκλικότητα της ορχήστρας του αρχαίου θεάτρου _ και λειτουργικό, με τους φωτισμούς της Ελευθερίας Ντεκώ να το αναδεικνύουν.
Η παράσταση κυλάει με πολύ καλούς ρυθμούς στους οποίους αποφασιστικά συντελούν τόσο ο εξαίρετος Χορός _ ξεχωρίζει κινησιολογικά ο έξοχος χορευτής / χορογράφος Δημήτρης Σωτηρίου που συμμετέχει _ στην απόλυτα ταιριαστή με το ύφος της παράστασης, ελεύθερη, χωρίς στιλιζαρίσματα, χορογραφία που υπογράφουν οι «sinequanon», όσο και οι μουσικές του Δημήτρη Καμαρωτού που ξανοίγεται σε νέο ύφος, διαφορετικό απ’ ό,τι έχει έως τώρα δώσει, αλλά και ελκυστικά αποτελεσματικό.
Εκείνο στο οποίο, κατά τη γνώμη μου, πάσχει η παράσταση είναι ο _ σε ρίμα _ πρόλογος, δραματουργικά ισχνός, ανοικονόμητος και αναποτελεσματικός σε σχέση με τις προθέσεις του _ του λείπει η σαφήνεια. Θα μπορούσε τουλάχιστον να είναι πιο συμμαζεμένος. Έμεινα επίσης με την αίσθηση πως οι χυμοί του έργου, παρά την προσπάθεια που έχει γίνει για το αντίθετο, δεν καταφέρνουν να ξεχυθούν.
Οι ερμηνείες. Ο Νίκος Χατζόπουλος ως Σιληνός δοκιμάζεται στην κωμωδία, ένα είδος που δεν είναι δικό του. Κάνει μία μεγάλη, θετική προσπάθεια η οποία, όμως, πιστεύω, είναι εμφανής _ δεν είναι χωνεμένη, μοιάζει τεχνητή. Ο Δημήτρης Πιατάς, Κύκλωπας γκροτέσκος, κινείται στα _ όχι απεριόριστα _ χωρικά του ύδατα αλλά είναι σωστός. Ο Νίκος Καραθάνος - Οδυσσέας, στο στοιχείο του: σε ένα ρόλο που, όπως παρουσιάζεται, του ταιριάζει γάντι, με εμφάνιση Τζακ Σπάροοου - Τζόνι Ντεπ στους «Πειρατές της Καραϊβικής», με μέγεθος, ενέργεια αξιοπρόσεκτη, αυτοέλεγχο και αίσθηση του μέτρου, κλέβει τις εντυπώσεις.
Το συμπέρασμα. Η παράσταση είναι «διαφορετική». Ίσως σας ξενίσει. Προσωπικά τη βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα και, παρά τις επιφυλάξεις μου, θα σας τη συνιστούσα. Μέσα στην περιρρέουσα _ και περιοδεύουσα… _ευκολία και χυδαιότητα είναι μία όαση. Και μπράβο στο Εθνικό που αποφάσισε να ανεβάσει ένα έργο του αρχαιοελληνικού δραματολογίου το οποίο δεν παίζεται πέντε φορές το χρόνο… Αυτή είναι η αποστολή του.  

Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Εθνικό Θέατρο, Φεστιβάλ Επιδαύρου, 3 Αυγούστου 2013.

August 4, 2013

Ένα υπέροχο «καινούργιο» θέατρο: πρωταγωνιστής ο Πέτρος Θέμελης, θριαμβευτής ο Δημήτρης Πλατανιάς



Το γεγονός ήταν το άνοιγμα _ τα εγκαίνια στη σύγχρονη εποχή, τα «θυρανοίξια», όπως συνηθίζονται να λέγονται τελευταία, ακόμα και όταν δεν πρόκειται για εγκαίνια εκκλησίας, πιθανόν γιατί η λέξη είναι «πρωτότυπη»… _ του ημιαποκατεστημένου αρχαίου θεάτρου της Μεσσήνης: έργο ζωής του αρχαιολόγου καθηγητή Πέτρου Θέμελη. Και η συγκίνηση, για όσους τουλάχιστον προσήλθαν _ και φοβάμαι πως δεν ήταν πολλοί… _ με συναίσθηση της σημασίας του γεγονότος, ήταν μεγάλη. Ειδικά όταν ο Πέτρος Θέμελης, συγκρατώντας τη δική του συγκίνηση, προλόγισε τη βραδιά. Μετρημένα, σεμνά, σχεδόν ντροπαλά, χωρίς έπαρση και χωρίς σηκωμένο φρύδι, με «ύφος» αντιστρόφως ανάλογο προς το Έργο του, ένα Έργο που θα μείνει στην ιστορία. Ακριβώς όπως ταιριάζει σε ανθρώπους με ουσιαστική παιδεία και καθαρό ψυχικό κόσμο.
Σε ένα χώρο μαγευτικό, με αποκατεστημένες τις δύο χιλιάδες από τις υπολογιζόμενες δώδεκα χιλιάδες θέσεις του και με στόχο τις πέντε χιλιάδες όταν οι εργασίες ολοκληρωθούν _ διότι ο Πέτρος Θέμελης ακαταπόνητος συνεχίζει και είθε να έχει την υγεία και τη δύναμη να συνεχίζει για πολλά ακόμα χρόνια _, το θέατρο, πεντακάθαρο, με τα μη ανασκαμμένα ακόμα χλοερά πρανή του, γεννάει ένα αίσθημα γαλήνης με την αρμονία του αλλά και επιβάλλεται με την παρουσία του.
Αλλά, αν και πρωταγωνιστές της βραδιάς ήταν το καινούργιο θέατρο _ για το οποίο το χεράκι του έβαλε και το εξαιρετικό δραστήριο και αποτελεσματικό «Διάζωμα» _ και ο Πέτρος Θέμελης, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και οι δύο σολίστες ήταν που την λάμπρυναν. Το γκαλά όπερας που ετοίμασαν είχε καταρχάς ένα ευφυώς καταρτισμένο πρόγραμμα: αποσπάσματα ιταλικής όπερας του 19ου αιώνα από τον Βέρντι μέχρι τον βερισμό, με στάσεις στον Λεονκαβάλο, στον Πουτσίνι και στον Τζορντάνο. Ένα πρόγραμμα μεστό αλλά και απόλυτα προσιτό έως ελκυστικό για το είδος του κοινού το οποίο αναμενόταν ότι θα προσέλθει.
Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, εξάλλου, με τον μουσικό διευθυντή της Βασίλη Χριστόπουλο στο πόντιουμ, ήρθη στο ύψος των περιστάσεων. Περιέβαλε στοργικά τους δύο σολίστες χωρίς να τους «καβαλήσει» ούτε μία στιγμή και έδωσε δείγματα καλά οργανωμένου συνόλου στο Συμφωνικό Ιντερμέτζο από τους «Παλιάτσους» του Λεονκαβάλο, το Πρελούδιο από την «Τραβιάτα» του Βέρντι και το Ιντερμέτζο από την «Μανόν Λεσκό» του Πουτσίνι.
Από τους σολίστες η, δική μας πλέον, εξαίρετη ρουμάνα δραματική σοπράνο Τσέλια Κοστέα φοβάμαι πως δεν βρέθηκε σε καλή στιγμή: την άκουσα κάπως «στεγνή», με συχνά εμφανιζόμενο μπαλάρισμα και τονικά ασταθή, ειδικά στην άρια «Stridono lassù» των «Παλιάτσων».
Σε εξαιρετική φόρμα, αντίθετα, ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς: μεστή, ώριμη, σταθερή, μουσικότατη φωνή, με εξαιρετικά κρατήματα, φωνητικό μέταλλο γερό αλλά εύπλαστο, μαλακό, έξοχο, φραζάρισμα τέλειο _ ένας καλλιτέχνης διεθνούς επιπέδου, ένας βαρύτονος μεγάλου βεληνεκούς τον οποίο _ το επαναλαμβάνω _, τα τελευταία 45 χρόνια που παρακολουθώ το χώρο, είχα να ακούσω στην Ελλάδα από τις ένδοξες μέρες ενός Κώστα Πασχάλη. Με τη συμμετοχή του στα ντουέτα από τον «Σιμόνε Μποκανέγκρα» και από τον «Τροβατόρε» του Βέρντι αλλά, κυρίως, με τις τρεις άριες που τραγούδησε _ «Su puo? Su puo?» από τους «Παλιάτσους», «Credo» του Ιάγου από τον βερντιάνικο «Οθέλλο», «Nemico della patria?» από τον «Αντρέα Σενιέ» του Τζορντάνο _ ο Δημήτρης Πλατανιάς σημάδεψε τη βραδιά αυτή: απογειωτικός.
Για ανκόρ θα προτιμούσα κάτι στο ίδιο ιταλικό κλίμα από το «Là ci darem la mano», το ντουέτο Ντον Τζοβάνι – Τσερλίνα από τον _ ιταλόφωνο πάντως… «Ντον Τζοβάνι» του Μότσαρτ, αλλά οι δύο καλλιτέχνες το ερμήνευσαν θελκτικά και με χιούμορ, με την Τσέλια Κοστέα στην καλύτερή της στιγμή στη συναυλία και τον Δημήτρη Πλατανιά απρόσμενα λυμένο υποκριτικά.


Αρχαίο Θεάτρο Μεσσήνης, Ελληνικό Φεστιβάλ, 3 Αυγούστου 2013.


ΥΓ. Η παρουσία στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, πριν από την έναρξη της συναυλίας, διαμαρτυρόμενων για τις επαπειλούμενες απολύσεις εκπαιδευτικών _ η οποία, προφανώς, ανέκοψε, την τάση τόσο του πρωθυπουργού όσο και του υπουργού Πολιτισμού / Αθλητισμού να παραστούν… _ σκίασε μελαγχολικά το γεγονός και με (μας) επανέφερε στη σκληρή περιρρέουσα πραγματικότητα: υπάρχουν συμπολίτες μας που δεν μπορούν να χαρούν μαζί μας.

August 1, 2013

Ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό… ή Αυτός και τα παντελόνια του



Το Τέταρτο Κουδούνι / 1 Αυγούστου 2013

Ένα πολύ ποιητικό όνειρο, με πολλά πολιτικομελοδραματικά στοιχεία, έως και μ’ ένα χαμένο κορίτσι, λέει, που το ’λεγαν Ρηνιώ, Ερηνάκι, Ειρήνη, διάβασα _ στο σημείωμα του, στο πρόγραμμα της «Ειρήνης» του Αριστοφάνη που παρουσίασε το ΚΘΒΕ _ πως είδε ο σκηνοθέτης της παράστασης Σωτήρης Χατζάκης (αυτός που, κατά δήλωσή του, «τιμάει τα παντελόνια του») κι έτσι, κατόπιν τούτου, αποφάσισε να κάνει το έργο αυτό. Κι εγώ, ο εντελώς πεζός, να νομίζω πως απλώς δεν του ’κατσε η «Λυσιστράτη» που σχεδίαζε ν’ ανεβάσει με τον Πέτρο Φιλιππίδη κι έτσι αποφάσισε, τιμώντας τα παντελόνια του, να κάνει «Ειρήνη»… Εκτός κι αν είδε τ’ όνειρο κάπου ανάμεσα.



Συνηθισμένο το μάτι μου απ’ τον δρόμο Ασκληπιείου - Λυγουριού με τις ταμπέλες απ’ τις ταβέρνες και τις ψησταριές, δεν το πρόσεξα στην αρχή. Τώρα το συνειδητοποίησα. Όλος ο κεντρικός δρόμος στο Ασκληπιείο, απ’ τον οποίο ανηφορίζεις προς το αρχαίο θέατρο για το Φεστιβάλ, απ’ το πάρκινγκ και τα ταμεία μέχρι το «Ξενία», σπαρμένος, δεξιά κι αριστερά, με τεράστιες _ κοντά δυο μέτρα ύψος _ ταμπέλες πάνω σε τρίποδα στημένες, υψηλής αισθητικής: «Αρνί ψητό», «γουρουνόπουλο», «μπουφές / buffet μόνο με 15 ευρώ» κι άλλα παρόμοια που διαφημίζουν με λεπτομέρειες το υπό νέα διεύθυνση καφέ - εστιατόριο του «Ξενία» και τα καλούδια του. Και μ’ ένα μπουφέ επίσης φάτσα φόρα πάνω στο δρόμο. Αφού περιμένω πια και τον βλάχο με τη φουστανέλα να βγει πίσω από καμιά ταμπέλα και να μου κάνει νοήματα και να με προτρέπει να προτιμήσω στο «Ξενία»…
Οι τόσο ευαίσθητοι έως και σε λεπτομέρειες αρχαιολόγοι της Επιδαύρου, που ακόμα και επί των παρουσιαζομένων παραστάσεων, ακόμα και επί των σκηνικών, ακόμα και επί των τακουνιών των κυριών έχουν άποψη, δεν έχουν ενοχληθεί; Συμφωνούν με την περί ης ο λόγος «αισθητική παρέμβαση»; Διότι, μέχρι τώρα, τουμπεκί ψιλοκομμένο… Και η αγία - προστάτριά τους, επίσης αρχαιολόγος, γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού - Αθλητισμού κ. Μενδώνη; Και ο υπουργός κ. Παναγιωτόπουλος; Διότι και οι δυο έχουν έρθει φέτος στην Επίδαυρο. Τα διαφημιζόμενα, παράλληλα προς την «Μήδεια» και τις «Τραχίνιες», γουρουνόπουλα δεν τα ’δανε; Και δεν τους ενόχλησαν;





Άκουσα, και τι δεν άκουσα από ορχήστρας Επιδαύρου στην καλιαρντή «Ειρήνη» του Αριστοφάνη (;), του ΚΘΒΕ και, βέβαια, του Σωτήρη Χατζάκη (αυτή για την οποία η Φιόνα Σο που την είδε είπε, λέει, στους συντελεστές της, στα καμαρίνια όπου πήγε, σύμφωνα με κύκλους προσκείμενους, «ήταν μια παράσταση η οποία μπορεί με την πολιτική δύναμη και την αισθητική της (σ.σ. ειδικά αυτή…) να σταθεί σε οποιοδήποτε μεγάλο θέατρο σε όλο τον κόσμο»). Έναν πακτωλό προσθηκών άκουσα. Έως και για τον διάσημο πια «Λεωνίδα», την ταβέρνα του Λυγουριού. Αναρωτιέμαι. Στην περιοδεία, η συγκεκριμένη προσθήκη διατηρείται ως έχει ή την προσαρμόζουν κάθε φορά σε ταβέρνα της περιοχής όπου παίζεται η παράσταση;




Αυτό δε θα το ’θελα ποτέ. Να γίνω ταξιθέτρια του Φεστιβάλ Αθηνών. Στο Ηρώδειο. Όπου τα βλέπω τα δύστυχα τα κορίτσια ν’ αγωνίζονται τον αγώνα τον άγονο: ν’ αποτρέψουν τους θεατές να φωτογραφίζουν τα επί σκηνής δρώμενα. Τι πάλη! Τα βλέπω και πονάει η ψυχή μου: με τους λαιμούς τεντωμένους σαν περισκόπια, να στριφογυρίζουν, να τρέχουν, να ανεβοκατεβαίνουν _ όσο αθόρυβα μπορεί να γίνει αυτό στο Ηρώδειο… _ τις σκάλες επί δυο, τρεις, τέσσερις ώρες _ όσες, τέλος πάντων, κρατάει το θέαμα / ακρόαμα _, να ορμούν, να σκύβουν, να κάμπτονται και να στραβολαιμιάζουν, να κάνουν απαγορευτικά νοήματα απεγνωσμένα, να κάνουν μούτες, να επιδίδονται στην μιμική, να μπερδεύουν μέσα στο σκοτάδι τα κιάλια κάποιων θεατών με τις φωτογραφικές μηχανές, να παρακαλούν σιωπηρά, να ικετεύουν, να εκλιπαρούν, ν’ αγριεύουν… Ένα δράμα παίζεται κάθε φορά μπροστά στα μάτια μου. Στο κοίλον. Παράλληλα με τα επί σκηνής.
Ναι, το ξέρω πως υπάρχουν πνευματικά δικαιώματα. Που πρέπει να διαφυλαχθούν. Ναι, το ξέρω πως υπάρχουν διαπιστευμένοι φωτογράφοι με ειδική άδεια για τη δουλειά αυτή. Ναι, το ξέρω πως τα κορίτσια εντολές εκτελούν. Μα όταν όλοι έχουν πια κινητά, και iphones, και smartphones, και ταμπλέτες, και δεν ξέρω τι άλλο με το οποίο μπορούν ευκολότατα, σε κλάσματα του δευτερολέπτου, να φωτογραφήσουν και μάλιστα χωρίς φλας, δεν είναι υπερβολή αυτή η καταδίωξη των «παραβατών»; Και μάλιστα στο δύσβατο Ηρώδειο; Και κανείς απ’ αυτούς που δίνουν τις εντολές δεν αντιλαμβάνεται πως όλο αυτό το τζέρτζελο είναι ΠΟΛΥ ενοχλητικό για τους θεατές; (Αν και τ’ ομολογώ, βέβαια, πως, αν και όταν βαριέμαι με το επί σκηνής δρώμενο, αφοσιώνομαι στην τραγικωμωδία «Ω, μαμά, αυτές οι δύστυχες ταξιθέτριες…». Είναι καθηλωτική. Έχει σασπένς).




Δεν ξέρω τι ακριβώς μεσολάβησε απ’ το «Τέταρτο Κουδούνι» της 6ης Ιουνίου, όπου έγραφα ότι μετά το Θεατρικό Μουσείο και το ΕΚΕΒΙ, η Ταινιοθήκη της Ελλάδος εκπέμπει σήμα κινδύνου _ πως απειλείται κλείσιμό της λόγω οικονομικών προβλημάτων. Ίσως το σωτήριο ΕΣΠΑ που εξασφάλισε. Αλλά η αναγγελία του προγράμματός της _ με το 7ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου, και με αφιερώματα, και με νέα δραστήρια τμήματα, και με ειδικές προβολές και παράλληλες εκδηλώσεις, και μ’ άλλες δράσεις για τη διετία 2013 – 2014 υπό τον γενικό τίτλο «Η κινηματογραφοφιλία στην Νέα Εποχή» δεν με καθησύχασε απλώς, εμβρόντητο με άφησε: δεν είναι απλώς ελκυστικό, ερεθιστικό, σαγηνευτικό, είναι εκπληκτικό. Μπράβο! Η ψυχή της Αγλαΐας Μητροπούλου, που ’δωσε το αίμα της για την Ταινιοθήκη περνώντας μέσα από Συμπληγάδες, θα ευφραίνεται.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… (Αλλά και μια οθόνη πλέον).





Δεν έχουμε, τελικά, μόνο τον «Πλούτο» του Διονύση Σαββόπουλου φέτος το καλοκαίρι. «Πλούτο» του Αριστοφάνη _ ε, βέβαια, ιδιαίτερα επίκαιρο έχει γίνει το έργο… _ παρουσιάζει στην Ρόδο και το Θέατρο Νοτίου Αιγαίου _ σε συνεργασία με τον Δημοτικό Οργανισμό Πολιτισμού Αθλητισμού Ρόδου (ΔΟΠΑΡ). Σκηνοθετεί, σε μετάφραση Κ. Χ. Μύρη, ο Ζαχαρίας Αγγελάκος που έχει επωμιστεί και τον Χρεμύλο, με Καρίωνα τον Τάκη Βαμβακίδη.



Ε, λοιπόν, πάντα το πίστευα αλλά σιγά – σιγά το σιγούρεψα. Ότι ο κάθε καλλιτέχνης διαλέγει το δημοσιογράφο που του ταιριάζει. Και που του αξίζει. Κανόνας!
Βλέπω, λοιπόν, ένα πλήθος από καλλιτέχνες _ που τους λέμε και ποιοτικούς μάλιστα _ οι οποίοι, από ’δω το φέρνουν, από ’κει το φέρνουν, τελικά διαλέγει ο καθένας τους ακριβώς αυτόν το δημοσιογράφο που τον «εκπροσωπεί» _ στον οποίο δίνει τις ειδήσεις του (ή τις «ειδήσεις» του, αυτά δηλαδή που θέλει για λόγους ποικίλους να δημοσιοποιηθούν), τον καλεί στα πάρτι του, τον καλεί, ενίοτε, να του κάνει και στη ζούλα τις δημόσιες σχέσεις του, του τηλεφωνεί σε τακτά διαστήματα, του σφυρίζει τα νέα της πιάτσας, του κοινοποιεί τα κουτσομπολιά, συντρώγουν, συμπίνουν, συνφωτογραφίζονται,… Το ενεργούμενο, το παπαγαλάκι του. Και συνήθως τον διαλέγει απ’ το χώρο όπου το σάλιο, απ’ το από κορυφής μέχρις ονύχων γλείψιμο _ γλειψ, γλειψ, γλειψ…, μπλιαχ _, βοηθάει τον καλλιτέχνη να τσουλάει, να γλιστράει πιο εύκολα, να χορταίνει τη ματαιοδοξία του, να επαναπαύεται στις όποιες, αληθινές, πλαστές ή φανταστικές, δάφνες του, να εξασφαλίζει μόνιμα ύμνους για ό,τι καλλιτεχνικό ή «καλλιτεχνικό» πράττει _ «είσαι μεγάλος», «είσαι θεός», «κεντάς ψιλοβελονιά»…, κι ο βλάξ ο καλλιτέχνης να τα χάβει _, να εξασφαλίζει σιωπή για τις μούφες και τις λουμπινιές του… Και βλέπω_ κοντά τριάντα χρόνια φούρναρης πια, ε; _ κάτι μα κάτι τόοοοσο ταιριαστούς συνδυασμούς… Βρίσκει ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ του. Μα πώς έρχονται και δένουν… Δείξε μου το δημοσιογράφο σου να σου πω ποιος είσαι.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…



Την επόμενη Πέμπτη δε θα 'χει «Το Τέταρτο Κουδούνι». Η στήλη θα λείψει σε ταξίδι για διακοπές.