March 27, 2014

Έρχεται η Μεγάλη Δόνηση στο Χατζακιστάν… ή Λάκη, Λάκη εισ’ εδώ;



Το Τέταρτο Κουδούνι / 27 Μαρτίου 2014

Χατζακιστάν; Πάλι; Λίγο βαρέθηκα. Εσείς όχι; Η ανταπόκρισή σας, βέβαια, δείχνει το αντίθετο… Αλλά, προσωπικά, νοιώθω κοντά στον κορεσμό. Πάντως, ο απεσταλμένος σας στο μέτωπο, ήτοι στη σεισμόπληκτη περιοχή, οφείλει να σας ενημερώσει για τη σεισμική δραστηριότητα που σημειώθηκε τη διαρρεύσασα εβδομάδα.


Είχαμε, λοιπόν, νέα επιστολή στο «Βήμα της Κυριακής» των ηθοποιών του Εθνικού που παίζουν στην «Πρόβα νυφικού». Εναντίον του τέως σκηνοθέτη τους Βασίλη Βαφέα ο οποίος σε δική του επιστολή είχε κατηγορήσει για «υφαρπαγή της σκηνοθετικής του δουλειάς» τον Σωτήρη Χατζάκη που τον διαδέχτηκε, μετά την απομάκρυνσή του, στη σκηνοθεσία της παράστασης. Επιστολή με την οποία, σε ύφος αυστηρό, τον «βάζουν στη θέση του» κλείνοντας την με το αποφασιστικό: «Σκηνοθέτης του έργου είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Σωτήρης Χατζάκης». Τώρα για καλό το λεν’ αυτό, για κακό το λεν’, τι να σας πω; Θα σας γελάσω. Δεν είδα ακόμα την παράσταση, απλώς διάβασα πολλά και διάφορα…



Βέβαια, σας τα ’λεγα εγώ. Συνεχείς δονήσεις -μικρού και μεσαίου μεγέθους-, συνεχείς δονήσεις, συνεχείς δονήσεις…, δε μ’ αρέσει καθόλου αυτό. Κυρίως σεισμός μην έρθει φοβάμαι στο Χατζακιστάν. Και ιδού που κάτι αηδονάκια με έγκυρες κινεζικές πηγές προγνώσεων -επιστημονικά, οι πιο προχωρημένες στη σεισμολογία- μού κελάιδησαν πως έρχεται, επίκειται, οσονούπω: το πολυσυζητημένο «Τω αγνώστω τραγωδώ» του Λάκη Λαζόπουλου, σε σκηνοθεσία Λάκη Λαζόπουλου, με Λάκη Λαζόπουλο και μουσικές Σταμάτη Κραουνάκη,
για το οποίο μας είχαν πει απ’ το Χατζακιστάν πως ψάχνουν θερινό θέατρο με απώτερο σκοπό να μαζέψουν τους Αθηναίους που δεν έχουν λεφτά να πάνε διακοπές και μένουν πια στη φλεγόμενη καλοκαιρινή Αθήνα -και να κόψουν μονέδα, το καλό τους το χαρτί-, ναι, αυτό, αναβάλλεται. Επ’ αόριστον. Δεν παίρνω κι όρκο βέβαια, μην και το συγκεκριμένο κελάιδισμα εντάσσεται στη νεόκοπη «επικοινωνιακή τακτική» του Χατζακιστάν… Θα δείξει. Σύντομα. Πολύ σύντομα.


(Τι απέγινε, αλήθεια, με τον πρόεδρο του Δ.Σ. του Εθνικού, οέο; Υπουργείο Πολιτισμούουουου(;)! Εεεεεεεε! Ακούει κανείς εκεί;).


Είχα την πεποίθηση πως ο τρόπος που ανέβασε το 1984 ο Μίνως Βολανάκης το «Ψύλλοι στ’ αυτιά» εγκαινιάζοντας την «Πόρτα» της Ξένιας Καλογεροπούλου, ήταν καθοριστικός. Πως ανέτρεψε και αναδιαμόρφωσε την αντίληψη του ελληνικού θεάτρου για τον Ζορζ Φεντό και τις κωμωδίες του. Που μέχρι τότε μόνον ως χοντρές, φτηνές, δεύτερης κατηγορίας φάρσες, με φανταχτερά κοστούμια Μπελ Επόκ παρουσιάζονταν. Πως ο Βολανάκης κατέδειξε ότι η φάρσα του Φεντό είναι ένας ωρολογιακός μηχανισμός που απαιτεί βιρτουόζους ηθοποιούς. Ότι κάτω απ’ τις πόρτες του που ανοιγοκλείνουν κρύβεται μια βαθύτατη απόγνωση για τα ανθρώπινα. Κι ότι αγγίζει τα όρια του Θεάτρου του Παραλόγου και, κυρίως, του Ιονέσκο. Χωρίς την εγκεφαλικότητά τους. Ότι μπορεί, δηλαδή, παράλληλα, το σκηνικό αποτέλεσμα να ’ναι σπαρταριστό. Για ένα ευρύτατο λαϊκό κοινό.

Είδα πολλούς Φεντό έκτοτε, που λίγοι είχαν το αποτέλεσμα αυτό. Χρειάστηκε, όμως, να περάσουν τριάντα χρόνια για ν’ ανατραπεί ολοσχερώς η πεποίθηση που είχα -περί αλλαγής της ελληνικής θεατρικής ματιάς πάνω στον Μεγάλο Γάλλο της φάρσας. Το «Ψύλλοι στ’ αυτιά» (απόδοση-διασκευή Θοδωρής Πετρόπουλος, σκηνοθεσία Γιάννης Κακλέας) που ’δα χτες στο «Αλίκη» ήταν που μου προκάλεσε την ανατροπή. Βίαια. Διαπίστωσα ότι άνθρωποι με γνώσεις και με γούστο, καλλιεργημένοι, μπορεί ακόμα, το 2014, να πιστεύουν πως το κωμικό εκμαιεύεται απ’ αυτό το «ευρύτατο λαϊκό κοινό», με αστεία του τύπου «καριολίτσα», με τσιρίδες, με ουρλιαχτά, με ξέφρενους καλπασμούς, με μούτες, με καραγκιοζιλίκια, με επί σκηνής θορυβώδεις κλανιές, με γαλλικά σανσόν -προστεθειμένα για «άρωμα», υποτίθεται, γαλλικό στην παράσταση, τραγουδημένα από ηθοποιούς χωρίς φωνή, σε κακοποιημένα -πλην Μίνας Αδαμάκη- γαλλικά -έλεος! Κι ότι μπορεί να ’χουν την άποψη ότι για την Κυρία Σαντεμπίζ και την Κυρία Καστιγιόν, τις δυο μεγαλοαστές της Μπελ Επόκ πρωταγωνίστριες του έργου, οι κατάλληλες είναι -κωμικές ηθοποιοί με προσόντα, δε λέω, αλλά όλοι δεν μπορούν να τα παίζουν όλα εκτός, ίσως, κι αν είναι η Μαρίκα Κοτοπούλη- η Βίκυ Σταυροπούλου κι η Σοφία Μουτίδου.
Οπότε, πάω πάσο. Η ήδη κλονιζόμενη πεποίθησή μου κατέρρευσε -ερείπια. Μπορεί να φταίω εγώ. Μπορεί να φταίει η Κρίση…



Τυχερός ο Μισέλ Φάις με τις γυναίκες. Τις σκηνοθέτριες εννοώ. Είδα στο «104» το κομμάτι του για δυο «Το παγκάκι του κανένα». Η Αλεξία Καλτσίκη που υπογράφει τη σκηνοθεσία έχει οδηγήσει άψογα, σε εξαίρετους, ατακαριστούς ρυθμούς τους δυο καλούς ηθοποιούς της -Αντώνη Μυριαγκό και Άρη Αρμαγανίδη- και τους έχει δέσει σ’ ένα γερό ντουέτο.
Είδα και στο Υπόγειο του «Θεάτρου Τέχνης» το «La Petite Mort» -διασκευή του ίδιου του Μισέλ Φάις για το θέατρο απ’ το μυθιστόρημά του «Κτερίσματα». Εκεί ν’ ακούσετε λαμπερό, αστραφτερό λόγο, εκεί να δείτε χιούμορ… Κι η σκηνοθέτρια Λίλλυ Μελεμέ να ’χει κάνει μια, μα μια παράσταση… Καταπληκτική! Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Μάρω Παπαδοπούλου -ιδιαίτερα ταλαντούχες ηθοποιοί κι οι δυο- και Μυρτώ Γκόνη -νέο ανερχόμενο αστέρι, νομίζω-, τέλεια συντονισμένες, ένα τρίο έξοχο, κάθε ατάκα τους κι ένα πυροτέχνημα, καθόλου στο βρόντο ριγμένο. Το απόλαυσα. Κρίμα που οι παραστάσεις του τελείωσαν.



Διάβασα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» στις 28 Φεβρουαρίου με τον τίτλο «8 σημεία με αφορμή τη συζήτηση για το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών στο Ναύπλιο ή ζώντας με μια ανίατη ασθένεια» και που υπογράφει η θεατρολόγος κ. Γεωργία Παΐζη. Θα σταθώ σ’ ένα μόνο σημείο του.
Δεν έχω καμιά σχέση με τη σκηνογράφο/ενδυματολόγο Κυρία Ιωάννα Παπαντωνίου, έχω μιλήσει μόνο δυο-τρεις φορές, περιστασιακά και για λίγο, μαζί της. Και δε μ’ ενδιαφέρει να τη συνδέσω ως προσωπικότητα ούτε με το τι συνέβη στον πατέρα της στον Εμφύλιο, πράγμα που, όσες πληγές και αν της έχει αφήσει, ποτέ η ίδια δεν πρόβαλε, ούτε με το αν ανήκει στην «καλή κοινωνία», ούτε με το ποια είναι η οικονομική της κατάσταση, ούτε με το ποιους έχει συγγενείς -ειδικά όταν ποτέ δεν έχει δώσει δείγματα πως τους έχει χρησιμοποιήσει. Απλώς ξέρω -και μόνο αυτό μ’ ενδιαφέρει- τις λαογραφικές μελέτες της, ξέρω τη δουλειά της στο θέατρο και στο Λύκειο Ελληνίδων και, κυρίως, ξέρω τη δουλειά της στο «Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα» και στις εκθέσεις που ’χει οργανώσει. Και επιπλέον έχω εισπράξει πως πρόκειται για μια ευγενέστατη, διακριτικότατη, εγκάρδια Κυρία. Για ολ’ αυτά την εκτιμώ. Και τη σέβομαι.
Τα όσα διάβασα εναντίον της στο άρθρο και, κυρίως, το ύφος με το οποίο είναι γραμμένα, με αφορμή μια πολύ ζεστή και ανθρώπινη συνέντευξή της στην Μαργαρίτα Πουρνάρα, που δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή», μ’ έκαναν να ντραπώ. Τουλάχιστον.

Έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» της περασμένης Πέμπτης σχετικά με την απουσία του υπουργού Πολιτισμού(;) απ’ τη συνέντευξη του Ελληνικού Φεστιβάλ για την ανακοίνωση του προγράμματος των καλοκαιρινών φεστιβάλ του πως είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό -ο ΥΠΠΟ να λείψει απ’ την ετήσια συνέντευξη Τύπου του Φεστιβάλ- εδώ και πολλά-πολλά χρόνια. Ο συνάδελφος Σπύρος Κακουριώτης μου επισήμανε πως αυτό συνέβη και στη συνέντευξη Τύπου για το Φεστιβάλ του 2012 με τον τότε ΥΠΠΟ Παύλο Γερουλάνο. Δεν ξέρω τους λόγους για τους οποίους δεν παρέστη ο τότε, αντιλαμβάνομαι τους λόγους για τους οποίους δεν παρέστη ο νυν (Μαβίλη, Μαβίλη, εισ’εδώ;) αλλά το σωστό να λέγεται. Γι αυτό και επανορθώνω.


Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου σήμερα. Ας τη γιορτάσουμε με μια φωτογραφία της Μάγια Μόργκενστερν- απ’ τους ηθοποιούς που μου ’χουνε χαρίσει θεατρικές στιγμές ανεξάλειπτες.

Ο Θεός του Θεάτρου να φωτίσει τους ανθρώπους του θεάτρου μας…

March 25, 2014

Η Ύβρις των τρολ



Το έργο. Τέλη του 19ου αιώνα. Σε μία μικρή νορβηγική πόλη. Ο Χάλβαρντ Σόλνες. Αρχιμάστορα θέλει να τον ονομάζουν -αρνείται τον τίτλο αρχιτέκτονας καθώς δεν έχει σπουδάσει. Έκτιζε εκκλησίες και ψηλά καμπαναριά προς δόξαν του Κυρίου. Κάποια στιγμή, μία νοσηρή ενδόμυχη επιθυμία του υλοποιήθηκε: το σπίτι του κάηκε -έγινε στάχτη. Η γυναίκα του, η Αλίνε, και τα νεογέννητα δίδυμα αγόρια του σώθηκαν. Αλλά το σοκ που η Αλίνε έπαθε, έγινε, μέσω του θηλασμού, δηλητήριο που σκότωσε τα δύο μωρά. Ο Σόλνες έπαψε να κτίζει εκκλησίες και καμπαναριά. Τους λογαριασμούς του με τον Θεό τους έκλεισε όταν κατάφερε, αν και ακροφοβικός, να σκαρφαλώσει από τις σκαλωσιές στο τελευταίο καμπαναριό που έκτισε σε μία γειτονική μικρή πόλη, για να κρεμάσει στην κορυφή του ένα λουλουδένιο στεφάνι -έθιμο της εποχής και του τόπου του στα εγκαίνια. Από τότε πια άρχισε να κτίζει σπίτια. Τα πρώτα τα έκτισε στη δική του έκταση γύρω από το καμμένο σπίτι, τα πούλησε και σύντομα απέκτησε όνομα. Μεγάλο όνομα -σαν η πυρκαγιά να ήταν το έναυσμα για μία καριέρα εντυπωσιακή.
Μεσήλικας πια, με δικό του γραφείο και τρεις υπαλλήλους -τον γηραιό Κνουτ Μπρόβικ που κατέληξε στη δούλεψη του Σόλνες όταν αυτός του πήρε τη δουλειά και τον ποδοπάτησε, τον γιο τού Μπρόβικ, τον Ράγκναρ, και την αρραβωνιστικιά του Ράγκναρ, την Κάγια, ερωτευμένη με τον Σόλνες ο οποίος την εκμεταλλεύεται και την έχει μεταβάλει σε τυφλό όργανό του- νοιώθει ανασφαλής γιατί φοβάται πως η καριέρα του τελειώνει και πως ο Ράγκναρ, που έχει κάνει τα πρώτα του σχέδια για ένα σπίτι, ετοιμάζεται να τον εκτοπίσει όπως ο ίδιος έπραξε με τον πατέρα του. Γι αυτό και τον κρατάει δέσμιο μέσω της Κάγιας.
Δέκα χρόνια πια μετά το τελευταίο καμπαναριό του και ενώ ετοιμάζονται να μετακομίσουν με την Αλίνε -που ποτέ δεν ξεπέρασε εκείνη τη φωτιά και το θάνατο των παιδιών και έχει στεγνώσει νοιώθοντας συγχρόνως να απειλείται από την Κάγια- στο καινούργιο σπίτι με τον ψηλό πύργο, που ο Σόλνες έκτισε, δέχεται την απρόσμενη επίσκεψη της Χίλντε Βάνγκελ, κόρης του γιατρού στη μικρή πόλη όπου ο Σόλνες έκτισε το καμπαναριό εκείνο. Ενός εικοσιδυάχρονου κοριτσιού, ελεύθερου, άναρχου πνεύματος, που μισεί τη λέξη καθήκον, τη λέξη η οποία, αντίθετα, αποτελεί την πυξίδα της Αλίνε Σόλνες.
Δωδεκάχρονη μαθήτρια, ήταν παρούσα, τότε, στα εγκαίνια που τη σημάδεψαν. Όπως τη σημάδεψαν -κι ακόμα περισσότερο- το φιλί που ισχυρίζεται πως ο Σόλνες της έδωσε στο σπίτι της, στο δείπνο στον οποίο τον είχαν προσκαλέσει, και η υπόσχεσή του να γυρίσει μετά από δέκα χρόνια να την πάρει μαζί του και να της χαρίσει ένα βασίλειο. Εκείνος δεν επέστρεψε αλλά η Χίλντε, ακριβώς πάνω στα δέκα χρόνια, ήρθε να τον διεκδικήσει -ένας έρωτας (;) μυστήριος, εμμονικός, διεκδικητικός. Συνέβησαν όντως αυτά; Είναι φαντασιώσεις της; Ο Σόλνες δεν θυμάται σχεδόν τίποτα αλλά σκέφτεται μήπως ήταν επίσης ενδόμυχες επιθυμίες του -είναι τα τρολ, τα δαιμόνια μέσα του, που τον κατατρώνε. Και τα αποδέχεται -το κορίτσι τον έχει συνεπάρει σα θύελλα.
Παράλληλα, η Χίλντε καταφέρνει να τον πείσει να γράψει λίγα λόγια θετικά -πράγμα που έως τότε αρνιόταν- κάτω από τα σχέδια του Ράγκναρ ώστε να χαρεί και ο άρρωστος πια πατέρας του. Είναι αργά όταν το κάνει: ο γέρο-Μπρόβικ δεν έχει πια επαφή με την πραγματικότητα. Ο Ράγκναρ, όμως, θα ανοίξει τα φτερά του και μαζί με την Κάγια θα φύγουν από το γραφείο. Η εποχή Σόλνες τελειώνει. Εκείνος θα την κλείσει ένδοξα: εμψυχωμένος από την Χίλντε που σαν να τον ωθεί στο θάνατο -τα τρολ είναι επίσης φωλιασμένα μέσα της- αψηφά τη φοβία που του προξενεί ίλιγγο, σκαρφαλώνει στον πύργο και κρεμάει, ενώ το κορίτσι παραληρεί, το στεφάνι του εθίμου στην κορυφή του πριν χάσει την ισορροπία του και συντριβεί στο έδαφος.
Ο «Αρχιμάστορας Σόλνες», έργο της ωριμότητας του Χένρικ Ίψεν (1893), γερά δομημένο -βασικό χαρακτηριστικό της ιψενικής δραματουργίας η στέρεη, ανθεκτική δομή-, αλλά σε μία επικίνδυνη ισορροπία -στην κόψη του ξυραφιού- μεταξύ αλήθειας και ψέματος, διατηρεί την επίφαση ενός ποιητικού ρεαλισμού, πιστεύω, όμως, πως σαφώς είναι ένα έργο συμβολικό. Το κοίταγμά του, άλλωστε, σήμερα μέσα σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο θα το καθιστούσε ξεπερασμένο και την πλοκή του αφελή. Η Ύβρις του Σόλνες που τολμάει να επιβάλει τους όρους του στο Θεό, Ύβρις που τιμωρείται μέσα από έναν Άγγελο Θανάτου -την Χίλντε -, και η Κάθαρσις-θάνατός του -αφού όμως ανεβεί στην κορυφή- φέρνουν το έργο κοντά στην αρχαία ελληνική τραγωδία χωρίς να απουσιάζουν το θεολογικό -προτεσταντικό- πρίσμα και το μεταφυσικό στοιχείο. Και όλα αυτά σε ένα σύνθετο πλέγμα συμβολισμών που καθιστούν το έργο καθόλου εύκολα προσβάσιμο.

Η παράσταση. Η σκηνοθέτρια Κατερίνα Μπερδέκα σεβάστηκε το κείμενο στην καλή, αν και με κάποιες επί μέρους αδυναμίες, μετάφραση που υπογράφει η Έρι Κύργια και αναζήτησε με άκρα λιτότητα τα κρυμμένα του επίπεδα κατεβάζοντάς το με υποδειγματική διαύγεια στο θεατή. Έχει βάλει όλους τους ήρωες -μιλούν, δεν μιλούν- επί σκηνής, τυλιγμένους μέσα σε μία ψυχρή, μυστηριακή, υποβλητική ατμόσφαιρα, με τις άδηλες, αδιευκρίνιστες, διφορούμενες προθέσεις και σκέψεις τους να σκιάζουν, να στοιχειώνουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του Σόλνες. Ενός Σόλνες που δεν αγιοποιείται αλλά διατηρεί τις ανθρώπινες διαστάσεις του -πολλές οι αρνητικές, μικρόψυχες έως απωθητικές πλευρές του, όπως και του Πέερ Γκιντ- διατηρώντας, όμως, και το τραγικό μέγεθός του. Και τους κινεί με μία αυστηρή γεωμετρία -ευθείες γραμμές, καμία καμπύλη, γωνίες…- απόλυτα συμβατή με το επάγγελμα του Σόλνες.
Την επίλογή της αυτή στηρίζει υποδειγματικά ο Νίκος Αναγνωστόπουλος με το αυστηρό, λιτό, γραμμικό σκηνικό του -που, σοφά φωτισμένο από τον Σάκη Μπιρμπίλη, προβάλλει ανάγλυφα και αναδεικνύει αυτό τον σιωπηλό κόσμο των σκιών που κρύβεται κάτω από το κείμενο, αυτό το μεταφυσικό ρίγος που διαπερνά την παράσταση- και με τα κοστούμια του - μαύρο, γκρίζο και λίγο άσπρο- που συνδέουν το έργο με το σήμερα και υπηρετούν το πνεύμα της σκηνοθεσίας. Στο ίδιο πνεύμα και ο Δημήτρης Παπαλάμπρου με τις πολύ ενδιαφέρουσες μουσικές του.
Οι ερμηνείες. Ο Άκις Βλουτής, ηθοποιός εξελισσόμενος, με μέγεθος, υποστηρίζει σθεναρά τον επώνυμο ήρωα. Οι τόνοι του κάποιες στιγμές μου θύμισαν Λευτέρη Βογιατζή. Η Βασιλική Τρουφάκου σαφώς και είναι ταλαντούχα ηθοποιός αλλά νομίζω πρέπει να βάλει σε κάποια καλούπια την υποκριτική της. Η Χίλντε είναι χύμα αλλά πιστεύω πως δεν πρέπει να είναι χύμα και το παίξιμο της ηθοποιού που την ερμηνεύει. Πάντως το δέσιμο που έχουν πετύχει οι δυο τους είναι αξιομνημόνευτο.
Βρήκα πολύ σωστούς τον Ιερώνυμο Καλετσάνο και την Αθηνά Μπερδέκα, με καλές στιγμές τον Κωνσταντίνο Μωραΐτη αλλά αδύναμο, σχεδόν ερασιτεχνικό, τον Ερρίκο Λίτση.
Την παράσταση, πάντως, πιστεύω πως κλέβει η Διώνη Κουρτάκη. Ατσάλινη, ψυχρή, παγωμένη, με μία παγωνιά θανάτου να τη διαπερνά -και να μας διαπερνά-, απόλυτα ακριβής, δεν ερμηνεύει την Αλίνε, είναι η Αλίνε του Καθήκοντος, ήδη, προ πολλού, νεκρή.
Το συμπέρασμα. Μία καθαρή, καθηλωτική παράσταση.

Από Μηχανής Θέατρο, 13 Μαρτίου 2014.

March 20, 2014

Πάει κι έρχεται το Χατζακιστάν…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 20 Μαρτίου 2014

Πες αλεύρι. Η «Κίνηση Μαβίλη» σε γυρεύει. Νααα, του πάει του κ. υπουργού Πολιτισμού(;) να κάνει δημόσια εμφάνιση -πλην και είναι της ΟΝΝΕΔ όπου νοιώθει στα χωρικά του ύδατα. Θυμάμαι, ήδη απ το καλοκαίρι, να τον περιμένουν στο αρχαίο θέατρο της Μεσσήνης, του οποίου έκανε η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών τα εγκαίνια στη σύγχρονη εποχή με γκαλά όπερας, κι από ’δω θα ’ρθεί, από κει θα ’ρθεί, όταν έμαθε πως τον περίμεναν απέξω και κάτι διαμαρτυρόμενοι εκπαιδευτικοί, μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε.

Τώρα που, συν τοις άλλοις, μεσολάβησε κι η ξεκαρδιστική παράσταση της «Κίνησης Μαβίλη», η οποία δόθηκε εκτάκτως στο Μέγαρο Μουσικής, στο πλαίσιο του συνεδρίου «Χρηματοδοτώντας τη Δημιουργικότητα», και στην οποία, ξαφνικά, ως ήρωας ταινίας του Μελ Μπρουκς, βρέθηκε με το στανιό πρωταγωνιστής σπαρταριστός κι έγινε ρόμπα, φοβάμαι πως ο κ. υπουργός την έπαθε την αγοραφοβία. Απών στην πανηγυρική συναυλία της Κ.Ο.Α. για την ελληνική Προεδρία της Ευρωπαϊκής΄Ενωσης με την Ενάτη του Μπετόβεν -κι έτσι έχασε άλλη μια ευκαιρία να μάθει τ’ ειν’ τούτο που λέγεται Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και που σε λίγο θα ’ναι χωρίς καλλιτεχνικό διευθυντή-, πάπαλα ο υπουργός και στη συνέντευξη Τύπου του Ελληνικού Φεστιβάλ για την ανακοίνωση του προγράμματος των Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
Είναι η ΠΡΩΤΗ φορά, μετά από πολλά, πολλά χρόνια -και από προ Λούκου-, που δεν παρέστη ο αρμόδιος υπουργός Πολιτισμού στη σχετική συνέντευξη να πει δυο λόγια. Η -τονισμένο το Η- απρέπεια. Χέστης; Ή, απλώς, ειλικρινής; Ή, δηλαδή, μήπως αποφάσισε εμπράκτως να δείξει πως, όντως, ουδόλως τον ενδιαφέρει το θέμα;


Στον τακτικό μας πελάτη, τώρα. Οι σεισμολόγοι δηλώνουν ανήσυχοι και παρακολουθούν το φαινόμενο: οι σεισμικές δονήσεις στο Χατζακιστάν συνεχίζονται και πυκνώνουν -δεν τις προλαβαίνω πια από Πέμπτη σε Πέμπτη, πάει κι έρχεται το Χατζακιστάν.
Ο καταργημένος από σκηνοθέτης της «Πρόβας νυφικού» Βασίλης Βαφέας στέλνει επιστολή στο «Βήμα της Κυριακής» όπου διευκρινίζει πως κινήθηκε νομικά όχι κατά του Εθνικού αλλά απευθείας κατά του καλλιτεχνικού διευθυντή του Σωτήρη Χατζάκη και μιλάει για παρεμβάσεις και υφαρπαγή της σκηνοθετικής του δουλειάς -καθότι ο Σωτήρης Χατζάκης είναι που υπέγραψε τελικά την παράσταση- και, και …

O σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς κι οι ηθοποιοί -με προεξάρχουσα την Ξένια Καλογεροπούλου που ας πρόσεχε, όμως, όταν έτρεχε στα «Στην υγειά μας, ρε παιδιά» όπου ανέπεμπαν προς Χατζάκην ύμνους και λιβανωτούς- του προώρως, όπως νομίζαμε, τελευτώντος «Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε)» στέλνουν επιστολή-κόλαφο στο διευθυντή ζητώντας εξηγήσεις για την απόφασή του να κατεβάσει νωρίτερα την παράσταση. Κατόπιν τι λέτε πως μαθαίνουμε; Ότι ο διευθυντής τους κάλεσε όλους και τους ανακοίνωσε πως η διαρροή για πρόωρο τερματισμό των παραστάσεων του Πιραντέλο ήταν -ακούστε χριστιανοί τι σκέφτηκαν!!!!- «επικοινωνιακή τακτική» (ούτε ο μακαρίτης ο Λειβαδάς δε θα το ’κανε, ούτε το χειρότερο μπουλούκι…) για να γίνει ντόρος και να τονωθεί η κίνηση του «Έτσι είναι...» το οποίο συνεχίζεται. Όπου, δηλαδή, χρησιμοποιήθηκαν και γελοιοποιήθηκαν και ξεφτιλίστηκαν ηθοποιοί και σκηνοθέτης -να κάνουν δηλώσεις και συνεντεύξεις και να στέλνουν επιστολή! Χατζακιστάν, σας λέω!
Αν ήταν -το και σίγουρο- ο τρόπος που ο διευθυντής επέλεξε να τα μαζέψει  -τα αμάζευτα…- είναι γελοίο. Αν όντως ισχύει ως τρικ «επικοινωνιακής τακτικής», εσάς, ακόμα και ως δικαιολογία, δε σας φαίνεται πως είναι εντελώς ανήθικο; Απόρησα μόνο με τους κληθέντες. Κανένας δε σηκώθηκε να του αστράψει ένα χαστούκι;
Απανωτά σκάει άλλο θέμα: ο διαγωνισμός που προκήρυξε το Εθνικό για καινούργιο λογότυπο καταργώντας το υφιστάμενο -επιστολές γραφιστών, διαμαρτυρίες, σχόλια, κοροϊδίες… Δεν τους γούσταρε το παλιό; 
Θέλουν να σβήσουν τα χνάρια -τι κατινιά!- του Γιάννη Χουβαρδά επί της διεύθυνσης του οποίου σχεδιάστηκε απ’ την «MnP» το -ομολογουμένως επιτυχημένο αλλά και βραβευμένο- λογότυπο; Έχουν λεφτά να ξοδεύουν για λογότυπα; Και ποια αισθητική θα υπερασπίζεται το καινούργιο; Μην ειν’ αυτή που απολαμβάνουμε στις παραστάσεις του κ. Διευθυντού -στην καλοκαιρινή καλιαρντή «Ειρήνη», για παράδειγμα, ή στους προπέρσινους «Αχαρνής»; Μην ειν’ οικόσημο; Που θα ’χει χαραγμένο το αρχικό του νέου διευθυντή -Σ
Κάτι αντίστοιχο του δαφνοστεφούς Ν με το οποίο ο Ναπολέων αντικατέστησε τον λευκό κρίνο των Βουρβόνων; Μωρέ, σιγά τον Ναπολέοντα! (Άσε που ’γινε και παλινόρθωση κι ο Ναπολέων βρέθηκε στην Αγία Ελένη και το κατάργησαν το Ν…).
Και ως κερασάκι στην τούρτα φτάνει ανακοίνωση απ’ το Γραφείο Τύπου του Χατζακιστάν για εναλλασσόμενο ρεπερτόριο της Κεντρικής Σκηνής όπου θα συνεχίσουν να παίζονται «Ο φιλάργυρος» (μέχρι 12 Απριλίου) και, κατόπιν του «επικοινωνιακού τρικ», το «Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε)» (μέχρι 5 Μαΐου!) παράλληλα με την «Τρελή του Σαγιό» (που ξεκινάει στις 4 Απριλίου). 
Με το εξής, ελαφρώς ειρωνικό, υστερόγραφο: «Σημείωση προς τους συντάκτες: Αγαπητοί συνεργάτες, για τη δική σας διευκόλυνση επισημαίνουμε ότι η μοναδική έγκυρη πηγή για τις ενάρξεις και λήξεις των παραστάσεων του θεάτρου παραμένουν τα δελτία τύπου που εκδίδει το Τμήμα Προβολής και Επικοινωνίας». Θα το χαρακτήριζα θράσος -όταν το πρώτο δημοσίευμα για την επιτάχυνση της λήξης των παραστάσεων του «Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε)» έγινε στις 11 Μαρτίου και το δελτίο εμφανίζεται στις 19 Μαρτίου, οκτώ ολόκληρες μέρες μετά, χωρίς να ’χει υπάρξει καμιά διάψευση στο μεταξύ, ενώ ο χώρος βοά. Αλλά θα το πω, τελικά, «ου γιγνώσκει η αριστερά τι ποιεί δεξιά» -όταν την Τρίτη ο διευθυντής μιλάει για «επικοινωνιακή τακτική» (η οποία, ακριβώς, διαδρομικά δουλεύτηκε κι ΟΧΙ μέσω του Τμήματος Προβολής) και την Τετάρτη κυκλοφορεί αυτό το δελτίο με τις θρασύτατες υποδείξεις. Αλήθεια, ποιος κυβερνάει αυτό το Θέατρο; Σαν ο κόμπος να ’φτασε στο χτένι…
Και, εν μέσω των αλλεπαλλήλων δονήσεων, στο Χατζακιστάν να κάνουν την πάπια. Και να μετρούν ατάραχοι τη μονέδα που κόβουν, κι ο Σωτήρης Χατζάκης να δηλώνει «τα θέματα Ξαρχάκου, Μαυρίκιου, Λιβαθινού, Βαφέα κ.λπ. είναι μέσα στη ροή της καθημερινότητας», και ν’ αναγγέλλει συνεργασίες με το υπουργείο Παιδείας. Καλά, πως την έχει χάσει την έξωθεν καλή μαρτυρία δεν το ’χει πάρει μυρουδιά; Ούτε οι πέριξ αυτού δεν το αντιλαμβάνονται να του το σφυρίξουν με τρόπο;


«Είμαστε η κυβερνώσα αριστερά που προτείνει λύσεις, τόσο εντός όσο και εκτός κυβέρνησης». Αυτό πάλι; Που ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ κ. Φώτης Κουβέλης έχει παραισθήσεις;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…


Το άνευ προηγουμένου: οι φετινές ελληνόφωνες παραστάσεις Ίψεν -σας τις μετρούσα μια-μια στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 2 και στις 9 Ιανουαρίου. Δώδεκα τις είχα βγάλει, δεκατρείς έγιναν στο μεταξύ! Στο «Beton7» ο Αλέξανδρος Κοέν ανέβασε -για λίγες παραστάσεις- και «Αγριόπαπια».

                                                                 

Σπουδαρχίδης: νεαρό άτομο που επιδιώκει με κάθε τρόπο την απόκτηση θέσεων και αξιωμάτων (από το Λεξικό Μπαμπινιώτη -επιλογή του συγκεκριμένου λεξικού, έτσι, για να ’ρθει να δέσει με την ατμόσφαιρα…). Ουσιαστικόν, χρησιμοποιούμενον συχνότατα -μέχρι κορεσμού και πλήξεως-, σχεδόν όσο και το ουσιαστικόν απόπατος, από έλληνες διανοουμένους, με αριστερές καταβολές, γερό φιλολογικό οπλισμό, προοδευτική και ευρυτάτων οριζόντων σκέψη, κατ’ εξοχήν φιλονεϊστές, ιδιαιτέρως ανασφαλείς και βυσσοδομούντας, περιπλόκως και πολυπλόκως διαπλεκομένους, υψηλής αισθητικής άμα και εγνωσμένης αρτεσιανής χυδαιότητος, δεινούς χρήστες- δια πάσαν χρήσιν…- της γλώσσας, τους οποίους, φευ, όλοι τούς έχουν πάρει προ πολλού χαμπάρι. Και χρησιμοποιείται για να καταλάβουν όσοι κατάλαβαν αλλά κι όσοι δεν κατάλαβαν και όλοι να γελάσουν σαρκαστικά -με τον εκάστοτε «σπουδαρχίδη»- κάνοντας το συνειρμό με το ομόηχο αρχίδι. Έτσι; Τι δεν κατάλαβες;
                                         



Άναυλα κατέβηκε απ’ τη σκηνή του «Χώρα» η σύγχρονη κωμωδία του Βρετανού Τζον Γκόντμπερ «Τα μούτρα» -σε διασκευή Βασίλη Ρίσβα/Δήμητρας Σακαλή. Μεγάλο το άδικο. Πρόλαβα στο παρά πέντε να δω την παράσταση του Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη πάνω σ’ αυτό το μοντέρνο κείμενο που ’ναι κάτι περισσότερο από κωμωδία -χιούμορ καυστικό, το ατού του, κι όχι σάχλες κι εξυπνάδες και φτήνιες. Η σκηνοθεσία να φυσάει -ρυθμοί αφοπλιστικοί. Κι οι τέσσερις ηθοποιοί του -Φάνης Μουρατίδης, Σωκράτης Πατσίκας, Δημήτρης Μακαλιάς, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος-, ο ένας καλύτερος απ’ τον άλλο, ένα εξαίρετα δεμένο κουαρτέτο. Κρίμα. Μια παράσταση η οποία θα μπορούσε να γίνει must, που λένε, για το νεανικό κοινό. Πιστεύω πως, απλώς, δε δημοσιοποιήθηκε όπως και όπου έπρεπε. Μήπως να σκεφτούν να την ξανατολμήσουν μ’ άλλες συνθήκες;


Αντιλαλούν οι κάμποι του Διαδίκτυου απ τις μαντινάδες αφ’ ης στιγμής ανακοινώθηκε ο διορισμός του σκηνοθέτη-μαντιναδόρου Γιάννη Σμαραγδή ως προέδρου του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Κι εγώ που νόμιζα πως πρωτοτύπησα στο «Τέταρτο Κουδούνι» της περασμένης Πέμπτης με τις δυο μαντινάδες που του αφιέρωσα…
Πάντως, το πράγμα πήρε τόση έκταση που φοβάμαι πως δε θα ’ναι και τόσο εύκολο στον κύριο Πρόεδρο να εμφανιστεί δημοσίως. Ειδικά στους χώρους του Φεστιβάλ. Άντε, τώρα, ν’ αποδείξει τη σοβαρότητά του. Κι ειν’ άγριοι οι καιροί...
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…



Να γράψω δυο λόγια –γιατί οι μέρες περνούν…- για δυο παραστάσεις σύγχρονου μουσικού θεάτρου τις οποίες είδα στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών που διαρκώς ψάχνει για το καλύτερο και το πιο -ουσιαστικά- προχωρημένο.
Πρώτα για το περίτεχνο, αξαιρετικά ενδιαφέρον «Luna Park» του δικού μας Γιώργου Απέργη που ανθεί στην Γαλλία.
Και, κατόπιν, για το σαγηνευτικό, καθηλωτικό «Το Μουσείο των φράσεων. Eraritjaritjaka» του Χάιναρ Γκέμπελς. Που συνδύαζε κείμενα του Ελίας Κανέτι, έναν έξοχο γάλλο ηθοποιό, τον Αντρέ Βιλμς, μουσικές πολύ ενδιαφέρουσες του ίδιου του Γκέμπελς παιγμένες απ’ το άψογο -και κινητικότατο- Κουαρτέτο Μοντριάν, ένα συναρπαστικό σκηνικό του Κλάους Γκρούνμπεργκ, που του ’διναν πνοή οι φωτισμοί του ίδιου, και το ζωντανό βίντεο του Μπρουνό Ντεβίλ. Κι όλα αυτά υποταγμένα σε μια σκηνοθεσία του πολυτάλαντου Γκέμπελς δεξιοτεχνική. Που σε μπέρδευε ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο εικονικό.

Όταν, ειδικά, είδαμε τον ηθοποιό να φεύγει απ’ τη σκηνή, η κάμερα να τον ακολουθεί στο φουαγιέ της Στέγης, στη σκάλα, στο δρόμο, στο αυτοκίνητο στο οποίο επιβιβάστηκε, στο σπίτι του να ετοιμάζει ομελέτα και ξαφνικά άρχισε να μυρίζει το κρεμμύδι που καθάρισε κι η ομελέτα που ψηνόταν, αποπροσανατολιστήκαμε εντελώς -τρικ είναι η αληθινή μυρωδιά; Μέχρι να καταλάβουμε πως τη δράση στο σπίτι απλώς τη βιντεοσκοπούσαν πίσω απ’ το σκηνικό και πως η ομελέτα ψηνόταν εκεί, επί τόπου. Οπότε και αφοπλιστήκαμε.


Στα 3 δισ. ευρώ εκτιμάται το πλεόνασμα που έχουμε, δήλωσε ο πρωθυπουργός. Τι λε’, ρε παιδί μου! Τς, τς, τς... Και πού ακριβώς βρίσκεται και δεν το βλέπουμε; Ε;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

March 13, 2014

Κάτι σάπιο, στο βασίλειο του Χατζακιστάν


Το Τέταρτο Κουδούνι / 13 Μαρτίου 2014

«Σαν ήλιος βγήκες φωτεινός στου Σαμαρά τ’ αλώνι / κι έλαμψες, είσαι Πρόεδρος και σε τιμάνε όλοι».
«Τσι μαντινάδες έπεψες νωρίς, αργά ο θερισμός / πλην όλα εδώ πληρώνονται, και να ο διορισμός».
Αφιερωμένο στον άρτι διορισθέντα πρόεδρο του Δ.Σ. του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, σκηνοθέτη / μαντιναδόρο Γιάννη Σμαραγδή.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…


Σεισμογενές το Χατζακιστάν. Επτάνησα έχει καταλήξει. Το ’γραφα εγώ προ πολλού –απ’ τις 10 Οκτωβρίου- στο «Τέταρτο Κουδούνι» για το Εθνικό Θέατρο του Σωτήρη Χατζάκη: αλλεπάλληλες οι δονήσεις. Τρίζει το Εθνικό. Το ξανάγραψα και μου ’γραψε από κάτω, στα σχόλια, ολίγον ειρωνικά, ένας φίλος διαφωνών ότι «είναι λίγο σκληρό να το δεχθεί κανείς αλλά οι τριγμοί προέρχονται από τις χιλιάδες θεατές που κατακλύζουν τις σκηνές του Εθνικού όλη την εβδομάδα, δημιουργώντας αδιαχώρητο».
Μωρέ, μακάρι. Εγώ, λοιπόν, έκανα την καρδιά μου πέτρα εφόσον «είναι σκληρό» -έτσι είναι, αν έτσι νομίζει ο φίλος-, το δέχτηκα, παραδέχτηκα πως τα πούλμαν απ’ την Κατερίνη -το πούλμαν φεύγει στις οκτώ, ταξίδι απ’ την Κατερίνη…-, που ξεβράζουν κόσμο στο Εθνικό, όπως μέχρι πρόσφατα, επί Χατζάκη, συνέβαινε και στο ΚΘΒΕ, είναι πια ο βασικός στόχος ενός κρατικού Θεάτρου αλλά δε μ’ αφήνουν ν’ αγιάσω. Κάθε δυο-τρεις βδομάδες κάποιο επεισόδιο μαθαίνω ή διαβάζω πως συνέβη εκεί, στην Αγίου Κωνσταντίνου. Και να, πάλι, οι δονήσεις κι οι τριγμοί. Και να, πάλι, ν’ ανησυχώ, μήπως έρθει κάνας σεισμός οχτάστερος και το Χατζακιστάν καταρρεύσει.



Πρόσφατη δόνηση, η είδηση για το άναυλο προσεχές κατέβασμα του «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλο, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά, απ’ την Κεντρική Σκηνή. Που οδήγησε σε συνέντευξη του νεαρού σκηνοθέτη στην Έφη Μαρίνου, στην Εφημερίδα των Συντακτών, στην οποία συνέντευξη ο Καραντζάς ψάλλει τον αναβαλλόμενο στα νέα ήθη του Εθνικού. Δεν ξέρω αν όλα όσα λέει ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ή αν, απλώς, είναι οργισμένος, εκείνο που ξέρω είναι πως όπου υπάρχει καπνός -και μάλιστα τόσος καπνός…- υπάρχει και φωτιά. Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο του Χατζακιστάν…
Τι ’ν’ αυτό πια; Έχουν κάτι οι σκηνοθέτες με τον Σωτήρη Χατζάκη; Μήπως πρόκειται για συνωμοσία σκηνοθετών; Δημήτρης Μαυρίκιος, Στάθης Λιβαθινός, Βασίλης Βαφέας -ο οποίος διάβασα πως έχει κινηθεί κατά του Εθνικού νομικά μετά την απομάκρυνσή του απ’ τις δοκιμές της «Πρόβας νυφικού», άλλη δόνηση αυτή…-, τώρα και Δημήτρης Καραντζάς. Επιστολές, καταγγελίες, κατηγορίες, συνεντεύξεις…
Εκείνο, βέβαια, που δεν κατάλαβα είναι ο λόγος για τον οποίο η παράσταση κατεβαίνει πριν την ώρα της. Δεν άρεσε; Μα διαβάζω πως ο καλλιτεχνικός διευθυντής δεν την είδε. Δεν άρεσε σε γνωστούς του; Δεν υπάρχει χρόνος να ανεβούν οι προγραμματισμένες παραγωγές; (Όταν γράφαμε για τις είκοσι μία παραγωγές που ο κύριος διευθυντής ανακοίνωσε στο φετινό δραματολόγιο ήμασταν οι κακοί…). Αν ισχύει αυτό, τότε δεν ξέρουν να κάνουν σωστό προγραμματισμό. Πήρε κακές κριτικές και δυσμενή σχόλια από θεατές; Μα υπήρχαν και αντίθετες γνώμες -υπέρ της παράστασης. Ή δεν τα φέρνει, όπως διάβασα αλλού, με διοχετευμένες παραθέσεις αριθμών εισιτηρίων και εισπράξεων και συγκρίσεις;
Εγώ, ένα ξέρω. Πως παντού τα κρατικά Θέατρα προγραμματίζουν απ’ την αρχή της σεζόν: κάθε παράσταση αρχίζει τότε και τελειώνει τότε. Άντε να υπάρχει καμιά καθυστέρηση πρεμιέρας για λόγους τεχνικούς. Τι θα πει «δεν άρεσε» ή «δεν τα φέρνει ο Καραντζάς, ο Μπέζος τα φέρνει περισσότερο» ή «δε μας βγαίνουν οι χρόνοι»; Αλλά και στην Θεσσαλονίκη, στο ΚουΘουΒουΕ, είχε κάνει κάτι ανάλογο -αυτό, τουλάχιστον, ήταν που υπέπεσε στην αντίληψή μου- ο Σωτήρης Χατζάκης, ως διευθυντής, όταν το 2011 κατέβασε, επίσης πριν την ώρα του, το «Déjà vu» του Τσέζαρις Γκραουζίνις, μια παράσταση πάνω στην «Αμερική» του Κάφκα, που επαινέθηκε μάλιστα πολύ.
Αν έτσι πια σκέφτεται ένα Εθνικό Θέατρο και καταφεύγει στον Λαζόπουλο για να τα φέρει περισσότερο, ε, τότε, ας καλέσει και τον Σεφερλή, ας καλέσει και την Βίσση, ας καλέσει και τον Ζαχαράτο (ιδέες που δίνω κι εγώ…), μπορεί να τα φέρουν ακόμα περισσότερο, ας εντάξει και το «Δελφινάριο» στους καλοκαιρινούς χώρους του. «Κρίση», και «ΔΕΚΟ», και «θα κλείσει το Θέατρο, αν δεν ακολουθήσει αυτή την πολιτική», εγώ τσάμπα τ’ ακούω. Ε, ένα τέτοιο Εθνικό, εγώ δεν το θέλω. Ας κλείσει. Τι διαφορετικό προσφέρει; Αλλά μήπως η αντίληψη περί του ΤΙ και ΠΟΙΟΣ τα φέρνει είναι λάθος; «Γιατί έχουμε δει λαό να συρρέει σε ποιοτικές παραστάσεις…», όπως επίσης έγραψε η συνάδελφος Έφη Μαρίνου στην «Εφημερίδα των Συντακτών.
Αλήθεια, η στάση ΠΟΛΥ μεγάλης μερίδας του Τύπου απέναντι στη φιλοσοφία του -φιλοσοφία, τέλος πάντων…- δεν προβληματίζει τον Σωτήρη Χατζάκη; Είμαστε όλοι προσωπικοί εχθροί του; Τον μισούμε; Είμαστε πολιτικά αντίθετοι; Είμαστε μίσθαρνα ενεργούμενα του Χουβαρδά; Και τι τον κόφτει τον Χουβαρδά; Μόνος του δεν έφυγε απ’ το Εθνικό; Ας ψάξει λίγο ο Σωτήρης Χατζάκης. Λίγο παρά πέρα απ’ τα προφανή. Πριν είναι αργά. Διότι βλέπω τα πράγματα να σκουραίνουν… Και τον κύριο σεισμό να ’ρχεται.


Α, με την ευκαιρία: τι απέγινε εκειός ο πρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού, οέο; Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς Σμαραγδή; Που ήταν η Μεγάλη Λευκή Ελπίδα…


Οι μέρες περνάνε, κάθε μέρα από μια παράσταση -αν όχι και δυο…-, αν κάτι τύχει και δε γράψω αμέσως, την καβαλάει η επόμενη της επόμενης μέρας -δεν είμαι και γρήγορος στο γράψιμο διότι είμαι σχολαστικός…-, αγχώνομαι μ’ όσα έχουν συσσωρευτεί -είναι τόσα πια…-, πότε θα γράψω; Κατεβαίνουν…
Είδα, λοιπόν, τις «Φανερωμένες» στο «Θέατρο Τέχνης» της Φρυνίχου -ένα συνδυασμό αποσπασμάτων, τα οποία έχουν συντεθεί ως μονόλογος, της συγκινητικής «Αυτοβιογραφίας» της ζακυνθινής λογίας των αρχών του 19ου αιώνα Ελισάβετ Μαρτινέγκου που ποθούσε να μορφωθεί και να γράψει αλλά… ήταν γυναίκα, καταπιέστηκε και δεν κατάφερε να δημοσιεύσει τίποτα όσο λίγο έζησε - με τον πολύ γυναικείο -ναι, κι ας μη συμφωνώ με τον όρο- μονόλογο «Η Φανερωμένη» της Ρούλας Γεωραγακοπούλου για τον οποίο είχα γράψει στο totetartokoudouni.blogspot.com στις 19 Μαΐου, όταν παρουσιάστηκε στις «Αναγνώσεις 2013» του Εθνικού, ένα κείμενο ωρίμανσης μιας έφηβης τα χρόνια της χούντας, ένα κείμενο κοντά στο παράλογο, ποιητικό άμα και δηκτικό.

Η Κατερίνα Ευαγγελάκου που ανέλαβε το σκηνοθετικό εγχείρημα έχω από παλιά γράψει πως έχει αρετές σκηνοθέτη θεάτρου και δάσκαλου ηθοποιών, οι οποίες δυστυχώς έχουν καπελωθεί απ’ τον κινηματογράφο που παραμένει ο βασικός της στόχος. Εδώ το επιβεβαιώνει. Κι όταν έχει μια ηθοποιό σαν την Μαρία Ζορμπά, μπορεί ν αποδώσει τα μέγιστα. Αλλά να μην ξεχάσω και το σκηνικό της εικαστικού Κλειώς Γκιζελή στο πρώτο μέρος: έξοχη ιδέα.



Ε, λοιπόν, ναι. Στις έξι φετινές παραστάσεις τριών έργων - ή βασισμένων σε έργα - της Σάρα Κέιν, που σας έχω καταγράψει στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 28 Νοεμβρίου και στις 12 Δεκεμβρίου (και που πολύ βοήθησαν συναδέλφους στα «αποκλειστικά» τους…), προσθέστε και μια έκτη ενός τέταρτου έργου της: του «Cleansed» -είναι το «Καθαροί πια» με το οποίο μας πρωτογνώρισε τη συγγραφέα ο Λευτέρης Βογιατζής τη σεζόν 2000/2001 στις «Ροές» όπου είχε επεκτείνει, τότε, την «νέα Σκηνή» του. Ανέβηκε στο «Σημείο», σε σκηνοθεσία Έφης Γούση, με Μιχάλη Οικονόμου, Νικόλα Αγγελή κι άλλους και παίζεται τα Δευτερότριτα.
Αν ανεβεί και το «Φαίδρας έρως», που κάτι σχετικό μού ψιθύρισαν, πάει, κλείσαμε -πέντε έργα πρόλαβε ν’ αφήσει όλα κι όλα η Σάρα Κέιν. Οπότε, να ’το, το -άτυπο- Έτος Σάρα Κέιν για το ελληνικό θέατρο -κλείνουν, άλλωστε, φέτος δεκαπέντε χρόνια απ’ την τραγική αυτοκτονία της.




Α, και μην ξεχνάτε: το της Σάρα Κέιν «4,48 Ψύχωση» -της Άντζελας Μπρούσκου, της Παρθενόπης Μπουζούρη και του «Θεάτρου Δωματίου» τους πάει δεύτερο κύκλο παραστάσεων στο «Bios» απ’ την άλλη Πέμπτη μέχρι και την Κυριακή των Βαΐων. Σας έχω γράψει ήδη πολλά περί του θέματος. Εφόσον η Σάρα Κέιν σας ενδιαφέρει, αν δεν πάτε και τη φορά αυτή να το δείτε, θα ’στε ασυγχώρητοι. Εγώ ευθύνη δε φέρω, σας προειδοποίησα.


Ε, αυτό πια δεν έχει ξαναγίνει. Σε τρία αθηναϊκά θέατρα φέτος το ίδιο έργο: «Οι δανειστές» του Στρίντμπάργ -επιμένω στην σουηδική προφορά κι ας γελάτε εσείς. Σας είχα γράψει για τα δυο: «Θέατρο του Νέου Κόσμου» απ’ την ομάδα «Knot» με σκηνοθέτη τον Θέμελη Γλυνάτση, «Διάχρονο» σε διδασκαλία Ζαχαρία Ρόχα. Η δεύτερη παράσταση κατεβαίνει απόψε. Ειδεμή θα ’χαμε ταυτόχρονα «Δανειστές» x 3. Διότι στις 5 Απριλίου το έργο ανεβαίνει και στο θέατρο «Αλκμήνη». Απ’ την ομάδα «X-Act» σε σκηνοθεσία Σπύρου Διαμάντη και «X-Act».

Λόγω των εκλογών επισπεύδεται η έξοδος από την Κρίση.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…