December 24, 2014

Ο βούρκος που καταπίνει


Το Τέταρτο Κουδούνι /24 Δεκεμβρίου 2014


Μα τι γίνεται στο ελληνικό θέατρο! Μπάχαλο! Μπάχαλο σας λέω! Νεόκοποι παραγωγοί που εισήλθαν με φουσκωμένα εγώ κι ακόμα πιο φουσκωμένα λόγια στο χώρο αποδεικνύονται -όπως πολύ το υποπτεύονταν απ’ την αρχή- απλώς φούσκες. Που έσκασαν. Δίκες για οφειλόμενα εκκρεμούν. Νεόκοποι παραγωγοί φτάνουν στα όριά τους χρωστώντας στους πάντες. Παραστάσεις κατεβαίνουν με τους ηθοποιούς -τα πρώτα θύματα...- εντελώς απλήρωτους, λες κι έχουν συμφωνήσει να μοιράζονται κέρδη και ζημιές του παραγωγού -καλά, αυτό δεν είναι και καινοφανές...
Νεόκοποι παραγωγοί κλείνουν ηθοποιούς με τρεις κι εξήντα. Κάποιοι -ελάχιστοι- αντιδρούν. Οι πολλοί, ευτυχείς που κάποια δουλειά έχουν βρει, σιωπούν και το καταπίνουν. Κάποιοι, βασιλικότεροι του βασιλέως, βγαίνουν και κάνουν δημοσίως δηλώσεις-γλειψίματα υπέρ των παραγωγών. Στα περισσότερα θέατρα οι ηθοποιοί δουλεύουν με ποσοστά που στο τέλος του μήνα σπάνια φτάνουν τα 600 ευρώ -εκτός κι αν κάνουν ΤΗΝ επιτυχία. Στις ομάδες οι ηθοποιοί δουλεύουν μόνο με ποσοστά επί των εισιτηρίων που τα πουλάνε σε συγγενείς και φίλους.
Νεόκοποι παραγωγοί αλλάζουν σκηνοθέτες σαν τα πουκάμισα, επιβάλλουν πρόσωπα που πιστεύουν πως «θα τα φέρουν», δε δίνουν λόγο σε κανένα -με τον παρά μου, και την κυρά μου. Οι νόμοι της νύχτας αρχίζουν να τρυπώνουν απ’ την πίσω πόρτα και στο θέατρο. Καλλιτέχνες κάποτε πολλά υποσχόμενοι και «ποιοτικοί», ενώπιον των θεατρικών «νονών» και του χρήματος που χώνεται στις τσέπες τους, μετατρέπονται σε αξιολύπητους οσφυοκάμπτες. Κρατικά Θέατρα χρωστούν, δεν ξέρω από πότε, σε συντελεστές παραστάσεων. Βολεμένοι ημέτεροι αλωνίζουν. Κριτικοί καταντούν μίσθαρνα όργανα. «Δημοσιογραφικές» γραφίδες σεκοντάρουν, αμειβόμενες για παρεχόμενες υπηρεσίες δημοσίων σχέσεων, σκανδαλωδώς, αναπαράγοντας τα ψέματα που τους ξεφουρνίζουν και γλείφοντας δεξιά κι αριστερά. Παντού βρώμα και δυσωδία. Κι αν υπάρχουν έντιμοι -που υπάρχουν!-δεν είναι παρά οι εξαιρέσεις. Οι οποίες βουλιάζουν μέσα στο βούρκο.
Φίλος, βαθιά μέσα στα πράγματα του θεάτρου, μου περιγράφει ζοφερές λεπτομέρειες. Που δεν μπορώ να τις γράψω -προς το παρόν τουλάχιστον. Άσχετο αν βοά το πανελλήνιο. 
Κι εμείς να θεωρούμε πως το θέατρό μας ανθίζει... Που μπορεί και ν ανθίζει. Και να δίνει καρπούς υπέροχους. Αλλά ας μην το ξεχνάμε: από κάτω, ο βούρκος.




Η Άντζελα Γκερέκου, υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, κατάφερε, εν μέσω των θλιβερών ρουσφετολογικών τροπολογιών, να ψηφιστεί το περασμένο Σάββατο ο νόμος με τον οποίο η Ταινιοθήκη της Ελλάδος «αναγνωρίζεται ως επίσημος φορέας διαφύλαξης της κινηματογραφικής κληρονομίας κατά την έννοια της Σύστασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2005 ‘σχετικά με την κινηματογραφική κληρονομία και την ανταγωνιστικότητα των συναφών δραστηριοτήτων της κινηματογραφικής βιομηχανίας’ (2005/865/CE), ενώ της ανατίθεται ταυτόχρονα η διαχείριση της υποχρεωτικής κατάθεσης (dépôt légale) των ελληνικών παραγωγών». Εν ολίγοις η εν κινδύνω Ταινιοθήκη φαίνεται να διασώζεται. Αυτό, πρέπει να της το αναγνωρίσουμε της Άντζελας Γκερέκου -μπράβο της! 
Και το Θεατρικό Μουσείο; Κάτι ανάλογο πήγαινε να γίνει. Ακούω πως το νομοσχέδιο έτοιμο είναι. Δεν ξέρω λεπτομέρειες, δεν ξέρω αν έναν σχετικό νόμο που θα το κρατικοποιεί είναι υποχρεωμένοι να τον σεβαστούν κι οι «επόμενοι» αλλά μαθαίνω ότι προς το παρόν εμπόδιο ύψωσε η Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, Μουσικών και Μεταφραστών. Η οποία το ’χει ιδρύσει και στην οποία υπάγεται το Μουσείο και της ανήκουν τα περιουσιακά στοιχεία του. Δεν ξέρω αν έχει η Εταιρεία κάποια δίκια αλλά μέχρι τώρα τι έκανε για να διασώσει το -κλειστό πια και μισορημαγμένο-Μουσείο;...  



Όσες παραστάσεις του Κώστα Φιλίππογλου είδα μου έχουν αρέσει. Έως και πάρα πολύ. Με αποκορύφωμα τον καλοκαιρινό «Φιλοκτήτη» του που τον θεωρώ, μετά τον «Οιδίποδα τύραννο» του Τσέζαρις Γκραουζίνις, την επόμενη τομή στην ελληνική παραστασιογραφία του αρχαίου δράματος.  
Ο «Γλάρος» του, όμως, που είδα στο «Θησείον» -σέβομαι τη δουλειά που ’χει γίνει αλλά δεν μπορώ ούτε να υποκριθώ ούτε ψέματα να πω- δε μου άρεσε. Κι ας διαπίστωσα, ανάμεσα και σε άλλους ικανούς ηθοποιούς, γι άλλη μια φορά το σκηνικό κύρος του Αλέξανδρου Λογοθέτη-Τριγκόριν ή πως ο νεαρός Γιάννης

Καραούλης, ο Τριέπλιεφ της παράστασης, δείχνει να διαθέτει εξαιρετικό τάλαντο. Είναι, κατά τη γνώμη μου, μια παράσταση με θετικά στοιχεία, το -ελαφρά αλλαγμένο- φινάλε, ευφυέστατη, «κριτική» ιδέα αλλά σαν το όλο πράγμα να μην αποκτά μια εσωτερική δυναμική, μια υψηλή θερμοκρασία. Και πάνω απ’ όλα το «εύρημα», οι έξι απ’ τους δέκα χαρακτήρες του έργου να παίζονται από έξι ηθοποιούς κι οι υπόλοιποι τέσσερις να εκπροσωπούνται από αδειανά κοστούμια/ανδρείκελα που τα κινούν και λένε τα λόγια των ρόλων -στην πολύ πεζή καινούργια μετάφραση της Χαράς Σύρου, που επίσης δεν μου άρεσε καθόλου-, «κρυμμένοι» πίσω τους, οι ηθοποιοί, καθόλου δε με έπεισε. Για τη δημιουργική αναγκαιότητα που το γέννησε. Παρά μόνο για την αδυναμία της παραγωγής να σηκώσει δέκα ηθοποιούς -έτσι τουλάχιστον το εισέπραξα εγώ. 
Η εξήγηση που δίνει ο σκηνοθέτης στο πρόγραμμα, ότι τους τέσσερις αυτούς χαρακτήρες τούς θεωρεί «σκιώδεις», τη βρήκα πολύ αδύναμη. Και διαφωνώ ριζικά. Είναι «σκιώδης» ο γιατρός Ντορν; Είναι «σκιώδης» ο δάσκαλος Μεντβεντένκα που τον παντρεύεται η Μάσα; Είναι σκιώδης η Παλίνα Αντρέγιεβνα; Μα υπάρχουν χαρακτήρες -ένας έστω- στον Τσέχοφ που να μπορούν να χαρακτηριστούν «σκιώδεις»; Ρολάκια στα έργα του-ο Τελέγκιν, για παράδειγμα, στον «Θείο Βάνια»-, μέσα από λίγες ατάκες, αποκτούν συνταρακτική υπόσταση.

 


Καλά νέα -πως είναι πολύ καλή παράσταση- μου ’φτασαν απ’ την Κύπρο. Και μια πολύ καλή κριτική -«είναι μια από τις καλύτερες παραγωγές του ΘΟΚ των τελευταίων χρόνων» γράφει μεταξύ πολλών άλλων επαινετικών η Νόνα Μολέσκη στον «Φιλελεύθερο» της Λευκωσίας. Για «Το τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή που ανέβασε, σε δραματοποίηση Σάββα Κυριακίδη, ο Τάκης Τζαμαργιάς στην Λευκωσία για τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου. Με συγκλονιστικές, μου είπαν, την Αννίτα Σαντοριναίου-Εκάβη και την Στέλα Φυρογένη-Νίνα,
ηθοποιούς που εκ προοιμίου θεωρώ εξαίρετες, αλλά και με γενικά καλή διανομή -Ιωάννα Σιαφκάλη, Παναγιώτης Λάρκου, Νιόβη Χαραλάμπους..., για ν’ αναφέρω μόνο ηθοποιούς που τους έχω δει κι έχω γνώμη γι αυτούς- και με πρώτης γραμμής συντελεστές -για παράδειγμα ο Εδουάρδος Γεωργίου για τα σκηνικά.
Κι εγώ αναρωτιέμαι: αυτή την παράσταση δε θα μπορούσε να τη φέρει στην Αθήνα ο ΘΟΚ να τη δούμε κι εμείς οι Ελλαδίτες; Να κάνει, ίσως, μια ανταλλαγή με το Εθνικό; Νοσταλγώ την εποχή που μας έφερνε κάτι παραστασάρες και μας ρούμπωνε...


Α, με την ευκαιρία: τι απέγινε το θέμα του διευθυντή στον ΘΟΚ; Ένα χρόνο συμπληρώνει ακέφαλος. Καλά, με τον αυτόματο πιλότο προχωρούν; 



Ο Ηρακλής, τελικά, είναι ένας ήρωας που γοητεύει τα παιδιά. Αλλά και τους παραγωγούς/θιασάρχες που κάνουν θέατρο για παιδιά. Για λόγους ευνόητους... Ίσως είναι κι η εποχή που ζητάει έναν Ηρακλή να καθαρίσει την κόπρο του όποιου Αυγεία...


Έτσι, φέτος, εκτός απ’ τη διαφημιζόμενη ως «υπερθέαμα» και «υπερπαραγωγή», με εξώφυλλα και με κάθε άλλο τρόπο, παράσταση «Ηρακλής: Οι 12 άθλοι» του «Pantheon», με Σάκη -Βραβείο Αρχαίου Δράματος της Ένωσης Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών- Ρουβά και Ρούλα -ποιοτική- Πατεράκη, σε «αρχικό κείμενο» Στρατή Πασχάλη, διασκευή/δραματουργική επεξεργασία Γιάννη Λιγνάδη και σκηνοθεσία Απόλλωνα Παπαθεοχάρη -κυκλοφοριακή συμφόρηση παρατηρώ στην Πειραιώς με τα πούλμαν στη σειρά-, υπάρχει -στο «Olvio»- κι άλλος ένας Ηρακλής -πιο «ταπεινός»:
«Ηρακλής: Η αληθινή ιστορία» σε κείμενο Άνδρης Θεοδότου και σκηνοθεσία Δημήτρη Δεγαΐτη (που έκαναν στο «Θέατρο Τέχνης» της Φρυνίχου καλής ποιότητας θέατρο για παιδιά εδώ και αρκετά χρόνια) απ’ την ομάδα «Πεδίο Τέχνης».
Μονομαχία Ηρακλέων, λοιπόν: Ηρακλής/Δαυίδ κατά Ηρακλή/Γολιάθ.





Τρεις παραστάσεις για παιδιά και έφηβους -«Σρεκ, το μιούζικαλ», «Το αστέρι της Λιλιπούπολης», «Το τρίτο κύμα»- στο Εθνικό, τέσσερις -«Ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες», «Η φάρμα των ζώων», «Για τα παιδιά όλης της γης» και το μπαλέτο «Καρυοθραύστης» απ’ τη συνεργαζόμενη Σχολή «Άσπα Φούτση»- στο ΚΘΒΕ. Να το θεωρήσω δείγμα υγείας;




«Το Τέταρτο Κουδούνι» θα ’ναι και πάλι μαζί σας στις 8 Ιανουαρίου. Πέμπτη, όπως πάντα.
Καλά Χριστούγεννα!

December 22, 2014

Το μίασμα ή Κολλάει...


Το Τέταρτο Κουδούνι / Έκτακτο


Απόψε, 22.45. Βγαίνω απ’ το θέατρο «Αγγέλων Βήμα» -μόλις έχει τελειώσει η παράσταση. Απ’ την κεντρική πόρτα. Μπροστά απ’ τη δεύτερή του πόρτα -την κλειστή-, υπερυψωμένη, με τρία σκαλάκια, στο τρίτο και ψηλότερο, όπου κάπως απαγκιάζει, έχει κουρνιάσει και κοιμάται κάποιος άστεγος -τον εντοπίζει ένας άλλος θεατής που μου πιασε την κουβέντα λέγοντάς μου: «Ιδού, αυτή είναι η πραγματικότητα». Μου ραγίζει την καρδιά. Η θερμοκρασία είναι +4°. 
Όσο ετοιμάζω τη μηχανή, που την έχω παρκάρει μπροστά στο θέατρο, κι ετοιμάζομαι, βλέπω μια ομάδα ανδρών με πολιτικά να κατηφορίζει την Σατωβριάνδου. Προφανώς είναι αστυνομικοί, προφανώς της Ασφάλειας απ’ το γειτονικό αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας, στην Βερανζέρου, και προφανώς έχουν βγει περιπολία. Ο ένας τους, ψηλός, με πλούσια μαλλιά, της κατηγορίας λεβέντης -νομίζω, απ’ την προφορά του, Κρητικός- σταματάει. Με την άκρη του παπουτσιού του σκουντάει σκαιά -ώστε να ’χει αποτέλεσμα- τον άστεγο για να τον ξυπνήσει. Μια, δυο, τρεις φορές, τα καταφέρνει. Κάτι του λέει -να ξεκουμπιστεί από ’κει ίσως; 
Σβήνω τη μηχανή και πλησιάζω. Ρωτώ: «Η αστυνομία με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίζει τους άστεγους; Με κλωτσιές;» -είναι μια κοπέλλα που κλαίει, ο «άστεγος». «Με είδατε να την κλωτσώ;». «Σας είδα να τη σπρώχνετε με το πόδι σας δυο-τρεις φορές. Πράγμα που εγώ ονομάζω κλωτσιά». Η ανταπάντηση είναι ερωτηματική -και λεβέντικη: «Να την αγγίξω; Να μου κολλήσει τίποτα; Εσείς θα την αγγίζατε με το χέρι για να την ξυπνήσετε;». «Ναι». «Παιδιά, εγγόνια, δεν έχετε; Κι αν σας κολλούσε κάτι και τους το μεταδίδατε;». 
Η πολιτισμένη αυτή συζήτηση έληξε εκεί. Είπα: «Μπράβο σας». Κι όταν απομακρύνονταν τους φώναξα: «Καλά Χριστούγεννα». Δεν είχα ούτε την ψυχραιμία ούτε το σθένος να ρωτήσω καν γιατί την ξύπνησαν. Την έδιωξαν; Να πάει που; 
Αυτά. Και, ναι, Καλά Χριστούγεννα. Εμείς να βλέπουμε θέατρο κι η αστυνομία μας να μας καθαρίζει απ τα «μιάσματα». Μωρέ, τι μου θυμίζει αυτό, τι μου θυμίζει αυτό;... 
Το «όλος ο κόσμος, μια σκηνή...» ταιριάζει ταμάμ εδώ. Ακούει κανείς;

December 21, 2014

Πέρασε κι αυτό...


Το έργο. Η Κυρία Επιθεώρηση αθάνατη! 120 ετών και επανέρχεται. Παντρεμένη με τον δεξιό Παύλο Μεγαλοπιασμένο, με μία κόρη πια, την Μετεπιθεώρηση, ερωτευμένη κάποτε -και για πάντα- με τον αριστερό Αλέξανδρο, πατέρα της κόρης της την οποία παρουσιάζει ως κόρη του Παύλου και η οποία δεν ξέρει το μυστικό όπως και κανείς άλλος πλην των γονιών της, θα περάσει πλέον, με διαρκείς δυσκολίες που της προκαλεί η λογοκρισία, χούντα, θα περάσει Μεταπολίτευση, θα περάσει ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη και θα  φτάσει στις μέρες μας.
Η κόρη Μετεπιθεώρηση, που ακολουθεί το δρόμο της μάνας της στο θέατρο αλλά και την απορρίπτει ταυτόχρονα ως κατεστημένο, θα ανοίξει καινούργιους δρόμους και θα βοηθήσει το είδος να ανθίσει και πάλι μέσω «Ελεύθερου Θεάτρου»/«Ελεύθερης Σκηνής» και Λάκη Λαζόπουλου -που ένα μέρος από το πρώτο νούμερό του το οποίο τον εκτόξευσε, το απολαυστικό «Εγώ από αλλού είμαι», παρουσιάζεται αλλά το όνομά του καθόλου δεν ακούγεται, αν δεν κάνω λάθος, στην παράσταση. Και κάποια στιγμή θα μάθει την αλήθεια για τον πατέρα της που μετά τις εξορίες -Γυάρος κλπ.- έχει γίνει για τα καλά πλέον Πασόκος για να χωθεί βαθιά σε διαπλοκές και αργότερα να περάσει από δίκες.
Η ταμειακή επιτυχία που είχε, την προπέρσινη σεζόν, το μουσικοθεατρικό θέαμα «Θα σε πάρω να φύγουμε. Η Ελλάδα μέσα από την επιθεώρηση» του Άγγελου Πυριόχου, το οποίο διέτρεχε την ιστορία της επιθεώρησης από το 1930 μέχρι το 1967 και την χούντα παράλληλα με τα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας την ίδια περίοδο, παρέσυρε παραγωγούς και συντελεστές σε ένα part II: «Θα περάσει κι αυτό. Η Ελλάδα μέσα από την επιθεώρηση. Μέρος 2ο». Η ιδέα δεν ήταν καλή. Τα δεύτερα μέρη, ασυνήθιστα στο θέατρο, πολύ δύσκολα να είναι καλύτερα από τα πρώτα... Πόσω μάλλον όταν ήδη τα πρώτα πάσχουν.
Το... σίκουελ, λοιπόν, «Θα περάσει κι αυτό» που υπογράφει και πάλι ο Άγγελος Πυριόχος, εγκλωβισμένο στο σχήμα που επινοήθηκε αρχικά, δεν πάσχει μόνο, όπως και το προηγούμενό του, δραματουργικά -πρόχειρα, ασθενικά, ασήμαντα, σκιώδη κείμενα, σχηματική, παραπαίουσα, ουσιαστικά ανύπαρκτη πλοκή, χλωμά, συχνά ανόητα αστεία, ανάλογα και χειρότερα από το πρώτο μέρος-, δεν αναπτύσσεται μόνο παρασιτικά, όπως και το πρώτο, κάτω από τη σκιά του «Βίρα τις άγκυρες» των Παπαθανασίου-Ρέππαˑ χάνει και εντελώς όχι απλώς τον άξονά του, χάνει τον μπούσουλα στο δεύτερο μέρος του και εκτρέπεται πλήρως. Τα άσχετα με την επιθεώρηση «αφιερώματα» -λογικής όπου θυμάμαι χαίρομαι - στο... Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης, στην Τζένη Βάνου και στον... Φίλιππο Νικολάου (θα τον βρήκαν πρόχειρο μάλλον), που, και αν κάποια στιγμή σε κάποια επιθεώρηση τραγούδησαν, με το είδος σχέση είχαν όσο ο φάντης με το ρετσινόλαδο, αποπροσανατολίζουν το θέμα κι αν δεν ήταν οι κάποιες αναφορές στις παραστάσεις του «Ελεύθερου Θεάτρου»/«Ελεύθερης Σκηνής -πολύ σωστά η έμφαση δίνεται στην επιθεώρηση «Της Ελλάδας το κάγκελο» που σίγουρα ήταν η καλύτερή τους στιγμή- θα νόμιζα πως έχω...μεταπηδήσει σε άλλη παράσταση...
Όσο για την ιδέα -έστω και αν εδώ έχει περιοριστεί- να ενσαρκωθούν σε νούμερά τους υπαρκτοί ηθοποιοί αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ατυχέστατη -να παίξεις τον Βέγγο που παίζει!- και ακόμα ατυχέστερη όταν οι ηθοποιοί αυτοί είναι ακόμα εν ζωή και ενεργοί -μπορεί να παίξει κάποιος άλλος σήμερα τον Λαζόπουλο να παίζει; Αν είναι δυνατόν! 
Η παράσταση. Ο Φωκάς Ευαγγελινός που ανέλαβε και πάλι τη σκηνοθεσία οργάνωσε βέβαια σωστά την παράσταση αλλά λειτούργησε και τώρα χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση και δεν μπόρεσε να υπερβεί τις αδυναμίες του κειμένου. Και μία πιο ειρωνική ματιά του στο κιτς της εποχής δεν έχει αποδώσει ιδαίτερα. Περιέργως και οι χορογραφίες του αυτή τη φορά δεν καταφέρνουν να απογειώσουν την παράσταση. Εκτίμησα και συγκινήθηκα μόνο από τις ενάρξεις του «Και συ χτενίζεσαι« και του «Της Ελλάδας το κάγκελο» με τις μουσικές του Λουκιανού Κηλαϊδόνη που έγραψαν, ενάρξεις τις οποίες μετέφερε πολύ επιτυχημένα, και από το διακριτικότατο, αφαιρετικό και καθόλου δημαγωγικό στήσιμο της σκηνής για την περίοδο Πολυτεχνείο-εισβολή στην Κύπρο-Μεταπολίτευση.
Λειτουργικά τα αφαιρετικά σκηνικά της Εύας Νάθενα, πολύ καλά φωτισμένα από τον Γιώργο Τέλλο, αλλά στα κοστούμια της δεν διέκρινα την οργιαστική ευφορία του «Θα σε πάρω να φύγουμε -σαφώς η παραγωγή θα πρέπει να της έθεσε όρια προϋπολογισμού. Σε ορισμένα, πάντως -ειδικά της Κυρίας Επιθεώρησης, με την πλούσια, χωρίς τσιγκουνιές γκαρνταρόμπα-, και πάλι θαυματουργεί. Οι 60’s-70s πρόχειρες περούκες των ανδρών προσθέτουν χιούμορ αλλά καταστρέφουν την αισθητική της παράστασης.
Η οποία σαφώς και κερδίζει πόντους από το μουσικό μέρος της: από τη δουλειά του Γιώργου Κατσαρού που υπογράφει τις ενορχηστρώσεις και, ακάματος, διευθύνει την καλή  ζωντανή ορχήστρα και από τη δουλειά που έχει κάνει η Λία Βίσση στη μουσική διδασκαλία των ηθοποιών -έχει γίνει, ομολογώ, μία εξαιρετική επιλογή φωνών. 
Η διανομή. Από το σύνολο που βρίσκεται σε ένα, γενικώς, ικανοποιητικό επίπεδο -ειδικά στις γυναίκες-, δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσω. Θα σταθώ, με το φόβο πως μπορεί να αδικήσω τους άλλους, στην Λούσα Μαρσέλλου και στην Αντιγόνη Ψυχράμη. Με καλή κίνηση αλλά άχρωμο και χωρίς λάμψη και γκελ -που απαιτούνταν για τον Κομπέρ- βρήκα τον Πρόδρομο Τοσουνίδη και περιορισμένου βεληνεκούς, απλώς αξιοπρεπή τον Μιχάλη Μαρίνο. Η Τάνια Τρύπη -πολύ καλή φωνή- δεν αξιοποιείται ως ηθοποιός όσο θα έπρεπε. Στις δύο-τρεις σύντομες σκηνές της αποδεικνύει και πάλι πως το είδος τής ταιριάζει και πως πολλά θα μπορούσε να κάνει σ’ αυτό.
Ικανοποιητικότατος ο Μέμος Μπεγνής: πολύ καλή κίνηση και φωνή, χιούμορ, λαμπερός, χαριτωμένος, διαθέτει στη σκηνή μία ελαφράδα που του δίνει φτερά. Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, που παίζει στα δάχτυλα την επιθεώρηση, κερδίζει τις εντυπώσεις ως Μετεπιθεώρηση. Ειδικά με το απόσπασμα -δυστυχώς μόνο απόσπασμα...- από το νούμερο «Έκθεση ιδεών της μαθήτριας Ζησιμοπούλου» των Άννας Παναγιωτοπούλου-Μαριανίνας Κριεζή-Σταμάτη Φασουλή, από την επιθεώρηση «Ραντεβού με την υστερία» της «Ελεύθερης Σκηνής», νούμερο στο οποίο ήταν η πρώτη διδάξασα, δίνει ρέστα -απολαυστική- θυμίζοντας μία από τις κορυφαίες στιγμές της επιθεώρησής μας -ήταν 1982.

Στην παράσταση, βέβαια, και πάλι κυριαρχεί ο Αντώνης Λουδάρος: με συμμαζεμένα τα κιλά του, ώριμος πια -στην καλύτερη στιγμή του-, κινείται, χορεύει, τραγουδάει, παίζει πάνω στις γόβες του με μία αξιοσημείωτη άνεση -σαν να βρίσκεται στο σπίτι του-, αλλά χωρίς ούτε μία στιγμή να δείχνει ότι απλώς «τα ρίχνει», με πρωταγωνιστική στόφα χωρίς ούτε μία στιγμή να βγάζει προπέτεια, με χιούμορ απολαυστικό χωρίς ούτε μία στιγμή να γίνεται φτηνός και χυδαίος, χωρίς ούτε μία στιγμή να τονίζει άμετρα το -γυναικείο- φύλο του ρόλου και να χάνει τον έλεγχο. Η Κυρία Επιθεώρησή του είναι πολύ αστεία αλλά δεν είναι τραβεστί -με την τρέχουσα, φαιδρή έννοια. Είναι γυναίκα. Ένα επίτευγμα. Αν συνεχίσει στο δρόμο αυτό, αν έχει τα μυαλά στο κεφάλι του, αν οι έπαινοι δεν τον θαμπώσουν και δεν του βουλώσουν τα αυτιά και δεν τον στραβώσουν και δεν εκτροχιαστεί, ο Αντώνης Λουδάρος πολλά έχει να προσφέρει στο θέατρό μας.
Ο Φίλιππος Νικολάου, κομψός, γοητευτικός, με τα ωραία λευκά -και όχι βαμμένα κομοδινί...- μαλλιά του, αξιοπρεπής και με φωνή πολύ καλά διατηρημένη, αν και περιττός στην παράσταση αυτή, τραγουδάει καλά τα παλιά σουξέ του. 
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση ευπρεπής που ανακαλεί αναμνήσεις αξέχαστες αλλά δυστυχώς δεν καταφέρνει να αρθεί  στο ύψος των περιστάσεων λόγω των αδύναμων βασικά κειμένων της ενώ θα μπορούσε να κάνει παπάδες. Και ένας ηθοποιός, ο Αντώνης Λουδάρος, που αξίζει να τον απολαύσετε. 

Θέατρο «Badminton», 20 Δεκεμβρίου 2014.

Υ.Γ. Έγραψα για το «Θα σε πάρω να φύγουμε»:

December 18, 2014

Το βραβευμένο με Όσκαρ «απόλυτο sex symbol» Βάνα Μπάρμπα και πάλι στη σκηνή

 

Το Τέταρτο Κουδούνι /18 Δεκεμβρίου 2014 


Διαβάζω στο δελτίο Τύπου που μου εστάλη για την παράσταση «Σινιόρα Μαλένα» η οποία ανεβαίνει απόψε στο θέατρο «Ορφέας» σε θεατρικό κείμενο, όπως αναφέρεται, και σκηνοθεσία Χάρη Βορκά, «σε παγκόσμια θεατρική πρώτη» και «με πρωταγωνίστρια την σούπερ σταρ Βάνα Μπάρμπα»:
«Η Βάνα Μπάρμπα, το απόλυτο sex symbol, εδώ και δύο και πλέον δεκαετίες, έχοντας στο ενεργητικό της αμέτρητες καλλιτεχνικές επιτυχίες κι ένα βραβείο Όσκαρ (για την ταινία ‘Mediterraneo’, στη οποία πρωταγωνιστούσε) ταυτίζεται με την δραματική ηρωίδα που μας σύστησε πρώτη η Monica Bellucci και δίνει, μέσα από την έντονη και μοναδική προσωπικότητα και το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της, μια δική της εκδοχή τής Μαλένα, μέσα στα πλαίσια της θεατρικής πράξης, σε αντίθεση με την εκδοχή της Bellucci που ήταν άκρως κινηματογραφική».
Όχι! Δε θα σχολιάσω. Απλώς μια απορία: διάβασα και για «δεκαέξι ταλαντούχους ηθοποιούς που πλαισιώνουν την λαμπερή πρωταγωνίστρια». Τόσο ταλαντούχοι, κι ούτε ένα όνομα απ’ τα δεκάξι να μην υπάρχει στο δελτίο; Ή θαμπώθηκα απ τη λάμψη και δεν το δα;


Μετά απ’ όσα διάβασα στη συνέντευξη του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Σωτήρη Χατζάκη στην Έφη Μαρίνου, στην «Εφημεριδα των Συντακτών», κατέληξα πως στο Εθνικό λεφτά υπάρχουν. Δηλαδή, να φαν’ κι οι κότες...


Για το πόσο δίνεται στη σκηνή η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, για την γκάμα που διαθέτει, για την ικανότητά της να μεταμορφώνεται, για τη διαθεσιμότητά της να τσαλακωθεί, λίγο-πολύ είναι γνωστά. Για το πώς ξέρει να ερμηνεύει διαβάζοντας, όχι και τόσο. Ίσως μόνο σ’ όσους την ακούγαμε πριν από χρόνια στην εκπομπή του Ματθαίου Μουντέ στο Πρώτο Πρόγραμμα της τότε ΕΡΤ.
Την άκουσα και πάλι να διαβάζει. Μετά από αρκετά χρόνια. Στο «Tim Pan Alley» του Θησείου την ποιητική σύνθεση «Madre Dolorosa-Ο έρωτας» της Σόνιας Ζαχαράτου. Και ήταν συναρπαστική. Ένα ωραίο, κόκκινο φόρεμα, αυτοσυγκέντρωση, πάθος, ιδρώτας, μύξες, το κραγιόν που λέρωσε το πρόσωπό της... -«έφυγε» απ’ το χώρο. Ερμήνευσε. Αλλά ερμήνευσε γνωρίζοντας τον λεπτό διαχωρισμό ανάμεσα στο «παίζω» και στο «διαβάζω». Και μαζί με τον πορτογάλο τραγουδιστή Αντρέ Μάια που παρεμβαλλόταν με τραγούδια της πατρίδας του και τον τσελίστα Γιώργο Ταμιωλάκη - επίσης εξαιρετικοί και οι δυο- δέθηκαν απ’ τον Δημήτρη Καντιώτη που είχε τη σκηνοθετική επιμέλεια σ’ ένα καλοδουλεμένο, καλοζυγισμένο τρίο. Με έξοχα αποτελέσματα.
Τυχερή η Σόνια Ζαχαράτου. Που είδε κι άκουσε την ποίησή της -κυκλοφορεί απ’ τις Εκδόσεις «Μελάνι»- να ερμηνεύεται έτσι. Αλλά τυχερή κι η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Που της έτυχε αυτή η ποίηση -ένας έρωτας κρυμμένος «μέσα σε οκτώ λέξεις»- που εμένα συνειρμούς με Μαργκερίτ Ντιράς και Μπέκετ μου ’κανε. Συνειρμούς πολύ θετικούς. 


Εγώ είχα καταλάβει -και το ’χα γράψει στο «Τέταρτο Κουδούνι» απ’ τις 24 του περασμένου Ιανουαρίου- πως ο Νίκος Μαστοράκης θ’ ανεβάσει στο Δημοτικό του Πειραιά τα «Κόκκινα φανάρια» του Αλέκου Γαλανού. Και κανείς δε με είχε διορθώσει. Τώρα -εδώ και καιρό δηλαδή- διαβάζω στα δελτία Τύπου πως η παράσταση -έκανε χτες πρεμιέρα- έχει τον τίτλο «Παράνομα φιλιά-Κόκκινα φανάρια» και είναι σε «κείμενο, σκηνοθεσία, σκηνικά και μουσική επιμέλεια Νίκου Μαστοράκη» –τ’ όνομα του Αλέκου Γαλανού, συγγραφέα των «Κόκκινων φαναριών», που όλοι τα ξέρουμε πολύ καλά, πουθενά δεν αναφέρεται. Προφανώς, είπα, θα πρόκειται για καινούργιο έργο.
Διαβάζω, όμως, χτες στην ηλεκτρονική σελίδα του Δημοτικού τη διανομή και μένω έκπληκτος: Ντόρης, και Καπετάν Νικόλας, και Μαρίνα, και Μυρσίνη, και Μαντάμ Παρή, και Ελένη, και Μιχαήλος... Οι ίδιοι ρόλοι με τα «Κόκκινα φανάρια» του Αλέκου Γαλανού. Και βλέπω παραπάνω «Διασκευή-σκηνοθεσία-σκηνικά-μουσική επιμέλεια: Νίκος Μαστοράκης». Και κάτω απ’ τον τίτλο, «Διασκευή κειμένου-Σκηνοθεσία Νίκος Μαστοράκης». Τ όνομα, πάντως, του Αλέκου Γαλανού συνεχίζει ν’ απουσιάζει. Πολύ μπερδεύτηκα.


Ό,τι πιο σοβαρό και μετρημένο και ψύχραιμο και νηφάλιο έχω διαβάσει προερχόμενο απ’ τον συνδικαλιστικό χώρο του θέατρου -έκπληκτος έμεινα σε σχέση με την πρακτική του παρελθόντος...: η ανακοίνωση του σώματος των ηθοποιών του ΚΘΒΕ, απάντηση, ουσιαστικά, στην ανακοίνωση με την οποία ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Γιάννης Βούρος κατέστησε γνωστό πως έθεσε την παραίτησή του στη διάθεση του υπουργού Πολιτισμού ρίχνοντας ευθύνες στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών.



«Ισμήνη και Καλυψώ» της Έφης Μεράβογλου σε σκηνοθεσία της. Το είδα στην «Αθηναϊκή Σκηνή Κάλβου-Καλαμπόκη» -στου Μακρυγιάννη. Ενδιαφέρον κείμενο -ένα μεγάλο μονόπρακτο-, με ιδιαίτερο, δυνατό θέμα, ψαγμένο, πυκνό, με αίσθηση της δραματικής οικονομίας, παράσταση στημένη με πολύ καλούς ρυθμούς, καλαίσθητη, καλά φωτισμένη και δυο νέες ηθοποιοί -η Κατερίνα Μπουζάνη κι η Ντένυ Αργυροπούλου- που τα ’διναν όλα. Ευχάριστη, εκτός mainstream (που λέμε πια...), έκπληξη.


Δεν ένοιωσα καλά. Καθόλου καλά. Άβολα ένοιωσα. Στο «Disabled Theatre». Που ετοίμασε ο χορογράφος Ζερόμ Μπελ με το ελβετικό Θέατρο «Hora» («Ώρα») -παιδιά, όλα, με διανοητικές αναπηρίες- και που είδα στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση. Δεν ένοιωσα καλά με τον εαυτό μου -όχι με τα παιδιά. Τα παιδιά αυτά ένοιωσα, αντίθετα, πως μπορεί να υπάρχουν και να προχωρούν και να βοηθιούνται όσο δεν πάει μέσα απ’ τη σκηνική τους εμπειρία. Και είδα πόσο το διασκεδάζουν, πόσο το ευχαριστιούνται. Εγώ όμως -όλοι εμείς που ήμασταν εκεί- ένοιωσα ότι πήγαμε για να παρακολουθήσουμε, γεμάτοι περιέργεια, ένα τσίρκο «τεράτων». Και ντράπηκα.
Αλλά ντράπηκα ακόμα περισσότερο όταν, μετά, στο σπίτι μου, διάβασα στη συνέντευξη του Ζερόμ Μπελ που δημοσιεύεται στο πρόγραμμα: «[...] θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι ηθοποιοί με διανοητικές αναπηρίες είναι ένα είδος ινδικών χοιριδίων που μου επιτρέπουν να προχωρήσω την έρευνά μου στο θέατρο και το χορό». Δεν ντράπηκα απλώς, το σωστότερο είναι σιχάθηκα.


Πολύ εκτιμώ τις φιλότιμες προσπάθειές της Δήμητρας Ματσούκα. Στο θέατρο. Να ξεφύγει απ’ την εικόνα της. Να κάνει κάτι «ποιοτικό». Και ποιοι δεν την έχουν σκηνοθετήσει! Κι ο Σταμάτης Φασουλής, κι ο Νίκος Μαστοράκης, κι ο Κωνσταντίνος Ρήγος, κι ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, κι ο Γιώργος Κιμούλης, κι ο Δήμος Αβδελιώδης... Έως κι ο Ρόμπερτ Στούρουα! Αλλά, δεν... Αυτό που λέμε το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής. Κατά τη γνώμη μου, πάντα.
Τώρα την είδα στο «Rex» και μάλιστα σε μονόλογο -την «Μήδεια» του Ζαν-Ρενέ Λεμουάν- σκηνοθετημένη απ’ τον Λευτέρη Γιοβανίδη. Δεν αρκεί, όμως, να θέλεις αλλά και να μπορείς. Βρε, δεν πα’ και να χτυπιέσαι. Αν δεν έχεις την τεχνική, αν η φωνή σου δε φτάνει και -κυρίως- αν τίποτα δε μοιάζει να πηγάζει από κάπου πέρα απ’ τα χείλια σου, από κάπου πιο μέσα... Λυπάμαι που το λέω αλλά εγώ αυτό εισέπραξα και τις προηγούμενες φορές -λίγο πιο πάνω, λίγο πιο κάτω-, αυτό εισέπραξα και τώρα.


Κι έτσι, με τον συγκλονιστικό βραζιλιάνικο «Κήπο» του Λεονάρντο Μορέιρα και των «Hiato» του, που αντλούσε απ’ τον «Βυσσινόκηπο» και που είδαμε στην Στέγη, έγιναν δεκατρείς οι φετινές παραστάσεις Τσέχοφ -ή που αντλούν απ’ τον Τσέχοφ-, οι οποίες πέρασαν, περνούν ή θα περάσουν απ’ τις ελληνικές σκηνές -στο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 23 Οκτωβρίου, σας τις είχα καταμετρήσει.
Αμέσως μετά διάβασα για την παράσταση /περφόρμανς «Βαρετή ομιλία» -θραύσματα απ’ τον «Θείο Βάνια», τις «Βλαβερές συνέπειες του καπνού» και την «Ανιαρή ιστορία» του Τσέχοφ συντεθειμένα σε μονόλογο- που παίχτηκε σε σκηνοθεσία κι ερμηνεία Μιχάλη Καλιότσου στο θεατράκι «Ειλισσός» κι οι... τσεχοφογενείς παραστάσεις έγιναν δεκατέσσερις -προς το παρόν, έχει ο Θεός, ακόμα το ένα τρίτο της σεζόν έχουμε διανύσει...


Αν υποψιαστώ τον Αντώνη Σαμαρά να φεύγει στο Παρίσι κρυφά, με πλαστό διαβατήριο στο ψευδώνυμο Τριανταφυλλίδης, για να ζήσει εκεί αυτοεξόριστος, ε, θα πεθάνω.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...


Ελπίζω να τα ξαναπούμε την επόμενη Πέμπτη. Και να μην επέλθει η Συντέλεια που μας προφητεύουν. Πριν απ’ τα Χριστούγεννα τουλάχιστον...
Όλος ο κόσμος -επιμένω εγώ (κι ο Σέξπιρ βέβαια...)-, μια σκηνή... 


Της τελευταίας στιγμής -στο τυπογραφείο που λέγανε: «Το ΠΑΣΟΚ-Δημοκρατική Παράταξη [...] θεωρεί βλαπτικές τις εκλογές αλλά δεν τις φοβάται» δήλωσε πριν από λίγο ο Ευάγγελος Βενιζέλος. 
Ε, όλος ο κόσμος, είναι (και πολύ, μα πολύ σας λέω) μια σκηνή...