December 31, 2018

Στο Φτερό / ...Κι ύστερα πάλι σκοτάδι...


«Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ / Σκηνοθεσία: Έλενα Μαυρίδου. 

«Εξοχικός δρόμος με δέντρο. Σούρουπο» λέει η πρώτη σκηνική οδηγία του έργου. Ο Βλαδίμηρος κι ο Εστραγκόν -Ντιντί και Γκογκό, τα χαϊδευτικά που χρησιμοποιούν μεταξύ τους, εδώ και πενήντα χρόνια που ’ναι καταδικασμένοι -ή τυχεροί;- να ζουν
μαζί:  δυο «αλήτες», δυο περιθωριακοί στη μέση του πουθενά -σ’ έναν ου τόπον. Ξανασυναντιούνται -είχαν συναντηθεί και την προηγούμενη μέρα, κάτι που ο Εστραγκόν δε θυμάται, στον ίδιο τόπο, την ίδια ώρα, λίγο πριν νυχτώσει. Για να περιμένουν. Κάποιον Γκοντό. Τους το ’χει υποσχεθεί ότι θα ’ρθει. Ειν’ η ελπίδα τους. Δεν ξέρουν ούτε το γιατί ούτε το πώς ούτε το πότε ακριβώς. Αλλά θεωρούν ότι θα τους προσφέρει τη λύτρωση απ’ τα δεινά του ζην. Και τον περιμένουν. Κι ενώ τον περιμένουν, εμφανίζεται ο Πότζο, ένας αυταρχικός δυνάστης με μαστίγιο που σέρνει μαζί του τον «νούκο» του -ένα σκλάβο, ένα αλλόκοτο πλάσμα που το βασανίζει και το μεταχειρίζεται χυδαία, αν και «πολλά του χρωστάει». Είναι ο Λάκι. Που θα εκραγεί σε μια «παράλογη» αλλά καθόλου ακατανόητη... λογοδιάρροια. Όταν 
φύγουν, ένα αγόρι-«άγγελος» που υπηρετεί τον Γκοντό θα τους φέρει το μήνυμα ότι ο Γκοντό δεν μπορεί να ’ρθει παρά την επομένη. Και, μετά, ξαφνικά, θα πεσ’ η νύχτα. Την επομένη, στον ίδιο τόπο, την ίδια ώρα, ο Βλαδίμηρος κι ο  Εστραγκόν ξανασυναντιούνται -είχαν συναντηθεί και την προηγούμενη μέρα, κάτι που ο Εστραγκόν δε θυμάται, στον ίδιο τόπο, την ίδια ώρα, λίγο πριν νυχτώσει. Για να περιμένουν. Κάποιον Γκοντό. Τους το ’χει υποσχεθεί ότι θα ’ρθει. Ειν’ η ελπίδα τους. Δεν ξέρουν ούτε το γιατί ούτε το πώς ούτε το πότε ακριβώς. Αλλά θεωρούν ότι θα τους προσφέρει τη λύτρωση απ’ τα δεινά του ζην. Και τον περιμένουν. Κι ενώ τον περιμένουν, επανεμφανίζονται ο Πότζο κι ο Λάκι. Αλλά ο Πότζο είναι πια τυφλός και περιδεής κι ο Λάκι μουγκός. Όταν φύγουν, ένα αγόρι-«άγγελος» που υπηρετεί τον Γκοντό -και ισχυρίζεται ότι δεν είναι το αγόρι της
προηγούμενης μέρας αλλά μπορεί να ’ναι ο αδελφός του- θα τους φέρει το μήνυμα ότι ο Γκοντό δεν μπορεί να ’ρθει παρά την επομένη. Και, μετά, ξαφνικά, θα πεσ’ η νύχτα. Την επομένη θα επαναληφθεί προφανώς το ίδιο. Ο Βλαδίμηρος κι ο Εστραγκόν προσπαθούν να διασκεδάσουν την αναμονή. Με λογοπαίγνια, με ανέκδοτα, παίζοντας με τα καπέλα τους, ασχολούμενοι με τις αρβύλες και τα πληγωμένα πόδια του Εστραγκόν, με πεσμένα παντελόνια... -κλοουνίστικα τερτίπια. Αλλά και φλερτάροντας με την ιδέα να κρεμαστούν απ’ 
το ξεραμένο δέντρο. Όμως, είτε δεν έχουν σκοινί είτε το σκοινί που ’χουν είναι σάπιο: είναι καταδικασμένοι να ζουν. Και, κάθε φορά που δηλώνουν ότι φεύγουν, μένουν ακούνητοι, ασάλευτοι, καθηλωμένοι. Όπως καθηλωμένος μοιάζει να ’ναι κι ο χρόνος. Το μόνο φως είναι τα λίγα καινούργια, φρέσκα, πράσινα φυλλαράκια που εμφανίζονται, τη δεύτερη μέρα, στο ξεραμένο δέντρο. Ο Σάμιουελ Μπέκετ με το «Περιμένοντας τον Γκοντό», μια «ιλαροτραγωδία σε δυο πράξεις», όπως έχει χαρακτηρίσει το έργο, γραμμένη (1948-1949), αρχικά, στα γαλικά και πρωτοανεβασμένη (1953) στα γαλικά -ο ιρλανδός συγγραφέας ήταν εγκατεστημένος στο Παρίσι- έγραψε, κατά τη γνώμη μου, το ένα απ’ τα δυο, μαζί με το -δικό του επίσης- «Τέλος του παιχνιδιού», κορυφαία θεατρικά έργα του 20ου αιώνα: μια ελεγεία της υπαρξιακής οδύνης. Ο Θεός είναι απών -ο Γκοντό με τη μακριά 
λευκή γενειάδα, που υπόσχεται αλλά ποτέ δεν έρχεται να βοηθήσει, όσο κι αν το αρνιόταν ο Μπέκετ, δεν μπορεί παρά ο Θεός (god) να ’ναι. Ο συγγραφέας ανατέμνει παραβολικά, με μέσα απλά, με  διαλόγους ανάλαφρους,  ενίοτε τολμηρούς, αθυρόστομους, με τους τρόπους της φάρσας-ακριβώς για μια ιλαροτραγωδία πρόκειται, κάτι σαν παράσταση τσίρκου που θα μπορούσε να παίζεται και σε πίστα τσίρκου- την τραγωδία της ζωής, βαθιά αλλά στεγνά απελπισμένος: «Ξεγεννάνε καβάλα σ’ ένα
τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή, κι ύστερα πάλι σκοτάδι» λέει ο Πότζο. Θα μπορούσε να ’ναι -είναι- ένα φιλοσοφικό δοκίμιο. Αλλά είναι κι έργο θεατρικό με το οποίο ο Μπέκετ μουσικήν ποιεί: το κείμενό του, με τους δυο περιθωριακούς ήρωές του να μιλούν άλλοτε αλήτικα κι άλλοτε ποιητικά, με τις συνεχείς επαναλήψεις, με το βασικό θέμα «-Περιμένουμε τον Γκοντό. -Α, ναι» να επανέρχεται σαν λάιτ μοτίφ. Κι οι δυο πράξεις του έργου μοιάζουν με δυο μουσικές κινήσεις, με δυο παραλλαγές στο ίδιο θέμα. Η Έλενα Μαυρίδου, που ’χει επωμιστεί τη σκηνοθεσία αλλά και τη δραματουργία, πάνω στην αγέραστη, αν και ηλικίας σχεδόν 35 χρόνων, εξαίρετη μετάφραση της Αλεξάνδρας Παπαθανασοπούλου, έχει σεβαστεί, παρά τις περικοπές που ’χει κάνει, το έργο ακουμπώντας βασικά στο κλοουνίστικο στοιχείο. Το οποίο χειρίζεται κινησιολογικά και ρυθμολογικά άψογα. Έχοντας καταργήσει τη σκηνή, εύστοχα
«εγκλωβίζει» -το υπαρξιακό αδιέξοδο- τους ηθοποιούς της σ’ ένα τετράγωνο, χαραγμένο στο πάτωμα, ανάμεσα στα καθίσματα που ’χουν τοποθετηθεί σε τρεις εξέδρες σε σχήμα πι -η ιδέα του σκηνικού χώρου επίσης δική της-, τονίζοντας το ιλαρό στοιχείο της ιλαροτραγωδίας. Αλλά η σκηνοθέτρια, ίσως γιατί είναι η πρώτη της δουλειά, και θέλησε να κάνει πιο αισθητή την παρουσία της έχει αυξήσει τα -ήδη πολλά και σαφή- σύμβολα του έργου: το ζευγάρι Βλαδίμηρος-Εστραγκόν το ’χει διπλασιάσει θέλοντας, προφανώς να τονίσει την παγκοσμιότητα του έργου -όλοι Ντιντί και Γκογκό είμαστε-, αντικατέστησε το δέντρο με μια κατακόρυφη δέσμη φωτός -οι ηθοποιοί διαρκώς άνω θρώσκουν-, πρόσθεσε στην αρχή έναν τελετάρχη-περφόρμερ που δίνει το πρόσταγμα για το κλοουνίστικό παιχνίδι, το Αγόρι έχει γίνει μια
-εντυπωσιακή- αλλόκοτη, πανύψηλη, υπερφυσική λευκή φιγούρα ενώ ο Γιώργος Μαυρίδης έντυσε μουσικά την παράσταση ενός έργου που, κατά τη γνώμη μου, ενέχει τη μουσικότητα κι η μουσική επένδυση του ’ναι περιττή. Τα κοστούμια, οι μάσκες κι η επιμέλεια του σκηνικού χώρου της Ιωάννας Πλέσσα κι ο σχεδιασμός των φωτισμών απ’ τον Περικλή Μαθιέλλη εξυπηρετούν την παράσταση. Όπως κι οι ηθοποιοί: Νατάσα Εξηνταβελώνη -δροσερή, ευκίνητη φιγούρα-, Ανδρέας Κανελλόπουλος, Γιάννης Καράμπαμπας, Κίμων Κουρής. 


Ξεχώρισα την πλαστικότητα του Γιάννη Λεάκου και, κυρίως, τον Γιώργο Κατσή που δίνει κι εδώ δείγματα εξαιρετικού ταλάντου: με φιγούρα που «γράφει», με έλεγχο, με κίνηση αρμονική, κάνει αισθητή, σημαίνουσα τη βουβή παρουσία του ενώ στην τεράστια, παραληρηματική -αβανταδόρικη, βέβαια- τιράντα του Λάκι υπερβαίνει εαυτόν.

(Για την παράσταση υπάρχει μόνο ένα -καλόγουστο- φλάιερ. Διατίθεται, όμως, η μετάφραση του έργου απ’ την Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, που χρησιμοποιείται στην παράσταση, με επίμετρο το εξαιρετικό δοκίμιο «Είναι χωρίς χρόνο» του Γκούντερ Άντερς, σε μετάφραση Μίλτου Φραγκόπουλου -Εκδόσεις «Ύψιλον», Σειρά «Θέατρο»).

Θέατρο «Χώρος», 25 Δεκεμβρίου 2018.

December 30, 2018

Στο Φτερό / Η επίθεση του γιγαντιαίου χταποδιού ή Προσομοίωση Ζερικό



 «Crash Park, η ζωή ενός νησιού» / Σκηνοθεσία: Φιλίπ Κεν.


Εν αρχή ην η πτήση. Σε βίντεο. Μεγάλο αεροπλάνο, πολλοί επιβάτες, τους σερβίρουν, δίσκοι φαγητού, τρώνε, διαβάζουν, κοιμούνται φορώντας μάσκες ύπνου, κάποια στιγμή τραντάζονται... 
Γύρω απ’ την πλατεία του θεάτρου οι ηθοποιοί περιφέρουν στα χέρια, σε προσομοίωση πτήσης, ένα μεγάλο μοντέλο-αεροπλάνο. Που πέφτει σε τροπική καταιγίδα. Σκοτάδι και, μετά, ένα «τοπίο» τροπικό. Θάλασσα, ένα μέρος της ατράκτου του αεροπλάνου, που ’χει συντριβεί πια, μέσα στη θάλασσα, κάτι βραχάκια, απέναντι η προσομοίωση ενός τροπικού νησιού με κοκοφοίνικες, μπανανιές..., που στην κορυφή του είχαν εμφανιστεί, πριν απ’ την πτώση του 

αεροπλάνου, κάποια άγρια ζώα... Απ’ το συντρίμμι ξεπροβάλλουν, 
σιγά-σιγά, ταλαιπωρημένοι, βρώμικοι, σουρνάμενοι, σούρνοντας κάποιες αποσκευές, επτά επιζήσαντες που συγκεντρώνονται στα βράχια. Σε λίγο θ’ ακούσουν τις κραυγές, μέσα απ’ το αεροπλάνο, μιας γυναίκας που ζητάει βοήθεια. Την τραβούν και τη φέρνουν 
μαζί τους, πάνω σε τρεις απτις πολυθρόνες του αεροπλάνου. Είναι πια οκτώ. Κολυμπώντας στα -πολύ ρηχά- νερά ή με τη βοήθεια ενός καραβόσκοινου θα περάσουν στο νησί. Ένα νησί που περιστρέφεται συνεχώς. Θα το εξερευνήσουν, θα το περιηγηθούν, με τον ένα τους να παίζει το ρόλο του ξεναγού κρατώντας ψηλά ένα μεγάλο φύλλο α λα λόλιποπ επίσημου ξεναγού, ζέστη, γδύνονται, κουνούπια που τους τσιμπούν, πίνουν το γάλα από καρύδες, ψαρεύουν, τραγουδούν και χορεύουν, μεταμορφώνονται σε ιθαγενείς, βρίσκουν μια ξεχασμένη πειρατική σημαία, βρίσκουν
ένα σκελετό απ’ το παρελθόν του νησιού, βρέχει, κρυώνουν, καταφεύγουν στο συντρίμμι της ατράκτου, στην κορυφή του βράχου ένα ηφαίστειο ξερνάει φωτιά, ανοίγουν στο νησί ένα... μπαρ που προσφέρει ποτά... Ώσπου τους επιτίθεται ένα γιγαντιαίο χταπόδι. Θα καταφέρουν να το εξοντώσουν και, μετά, θα καθίσουν πάνω στην άτρακτο να... ροκανίσουν τα πλοκάμια του ενώ, σιγά-σιγά, τα κουρελιασμένα ρούχα τους μετατρέπονται σε κοστούμια
περιηγητών του 19ου αιώνα. Η παράσταση κλείνει με το περιστρεφόμενο νησί να μεταβάλλεται σε κάτι σαν υποβρύχιο, με τους σωσμένους σε κάτι σαν κουκέτες ν’ ακούνε Φρανκ Σινάτρα και «Fly me to the Moon». 
Αυτή, σε γενικές γραμμές, είναι η νέα παράσταση «Crash Park, η ζωή ενός νησιού» (2018) που ο Φιλίπ Κεν δημιούργησε (σύλληψη, σκηνοθεσία, σκηνογραφία) για το Εθνικό Δραματικό Κέντρο Ναντέρ-Αμαντιέ το οποίο διευθύνει. Μια παράσταση που, όπως θα καταλάβατε, αντιμετωπίζει την πτώση του αεροπλάνου όχι ως 
τραγικό γεγονός αλλά ως αφορμή για διασκέδαση -σαν τα βιβλία με περιπέτειες για παιδιά. Μια παράσταση, «ακατέργαστη», όπου όλα φαντάζουν -συνειδητά- ψεύτικα, σα να παίζουν και να μιμούνται τη συντριβή και τους ναυαγούς παιδιά, με πολύ ειρωνικό χιούμορ -πλάκα θα ’ταν, νομίζω, το σωστότερο-, μια παράσταση που παραπέμπει σε πάρκο αναψυχής για παιδιά. Εξ ου και στον τίτλο του το «Park» -ένα «Πάρκο Συντριβής». Ο Φιλίπ Κεν εμπνέεται απ’ τον Όμηρο και την «Οδύσσειά» του, εμπνέεται απ’ τον Σέξπιρ και την «Τρικυμία» του, εμπνέεται απ’ τον «Ροβινσόνα Κρούσο» του Ντάνιελ Νταφόε, εμπνεέται -πολύ- απ’ τον Ζιλ Βερν -«20.000 λεύγες κάτω από την θάλασσα»,
«Η  σχολή των Ροβινσόνων», «Το ναυάγιο της Κίνθιας», «Η μυστηριώδης νήσος»...-, εμπνέεται απ’ την «Οικογένεια ελβετών Ροβινσόνων» του Γιόχαν Ντάβιντ Βις, εμπνέεται απ’ τα αμερικάνικα κινηματογραφικά μπλογκμπάστερ και τις ταινίες για παιδιά της Ντίσνεϊ, εικαστικά εμπνέεται ακόμα κι απ’ την «Σχεδία της Μέδουσας», την ελαιογραφία του Τεοντόρ Ζερικό, κι αντλεί
απ’ αυτά και τα μεταπλάθει -δεν αφήνει ούτε ένα κλισέ απ’ τις ιστορίες με ναυάγια και ναυαγούς αχρησιμοποίητο. Βέβαια, πέρα απ’ αυτό το παιχνίδι, το σχεδόν χωρίς λόγια -λίγες λέξεις, λίγες φράσεις στα αγγλικά και στα γαλικά ακούγονται μόνο-, το βουτηγμένο στις μουσικές, επίτηδες τύπου soundrack, του Πιερ Ντεπρά αλλά και σε επιλογές από Σοπέν, Ντεμπισί και Φρανκ Μαρτέν μέχρι Ριζ Ορτολάνι, Σινάτρα και Pan Sonic, που το υπηρετούν συνεπέστατα οι οκτώ ηθοποιοί, βρήκα κάποιες οικολογικές νύξεις, κάποιες νοσταλγικές στιγμές αλλά μεγαλύτερο βάθος δεν κατάφερα να εντοπίσω. Και κέρδος, όχι, δεν τη θεωρώ. Πάλι, πριν κλείσει μήνας, νοστάλγησα στην «Στέγη», την Αριάν Μνουσκίν -«Tο τελευταίο καραβάνσεράι (Οδύσσειές)» της μετά το «Ithaca-Our Odyssey 1» της Κριστιάν Ζαταΐ, τους «Ναυαγούς της Τρελής Ελπίδας (Αυγές)» της τώρα... (Φωτογραφίες: Martin Argyroglo).

(Χρήσιμο, το -δωρεάν- έντυπο πρόγραμμα της παράστασης, υπέροχη η α λα Ζερικό καρτολίνα που το συνοδεύει -η βασική φωτογραφία στο κείμενο).

«Στέγη» Ιδρύματος Ωνάση / Κεντρική Σκηνή, «Nanterre-Amandiers, 28 Δεκεμβρίου 2018.

December 26, 2018

Στο Φτερό / Μια Μανόν ατυχήσασα


«Μανόν» του Ζιλ Μασνέ, λιμπρέτο (αβάς Πρεβό) Ανρί Μεγιάκ-Φιλίπ Ζιλ / Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός. Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος.



Βόρεια Γαλία, 18ος αιώνας, εποχή Λουδοβίκου 15ου (1715-1774) -και ειδικά της Αντιβασιλείας Φιλίππου Β΄ της Ορλεάν (1715-1723). Η Μανόν Λεσκό, 16χρονη, όμορφη, άπραγη επαρχιωτοπούλα, φτάνει, σαστισμένη, απ’ το Αράς στην Αμιέν.

Εκεί την περιμένει ο ξάδερφός της Λεσκό, της Βασιλικής Φρουράς, για να τη συνοδεύσει σε μοναστήρι -μια κάποια λύση για κορίτσια ταπεινής καταγωγής. Στην αυλή του πανδοχείου, όπου φτάνει η άμαξα απ’ το Αράς, κι όπου, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ελευθεριότητας, και ηδονοθηρίας, αμέσως της γίνεται πρόταση απ’ τον ύποπτης διαγωγής ευγενή Γκιγιό ντε Μορφοντέν να ξεχάσει το μοναστήρι και να φύγει, μαζί του, στο Παρίσι, συναντά τον νεαρό ιππότη ντε Γκριέ, φοιτητή, που την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. 
Παρατάει τον Λεσκό -επίσης μούτρο...- και τη σκέψη για μοναστήρι και το σκάνε μαζί, κλέβοντας την άμαξα του ντε Μορφοντέν, στο Παρίσι όπου θα ζήσουν για ένα διάστημα μαζί. Ο ντε Γκριέ θέλει να την παντρευτεί και ζητάει την άδεια του πατέρα του -είμαστε στον 18ο αιώνα... Ο πατέρας του, όμως, δε θέλει. Κι έχει οργανώσει την απαγωγή του. Η Μανόν, αν και το μαθαίνει απ’ τον ντε Μπρετινί, άλλον ύποπτης διαγωγής ευγενή, που ’χει συναντήσει στην Αμιέν, επίσης θαυμαστή της, επιπόλαιη, άστατη, αναποφάσιστη, ανειλικρινής, δεν ειδοποιεί τον εραστή της και το σκάει με τον ντε 
Μπρετινί. Θα ζήσει μαζί του. Όμως, ο ντε Γκριέ είναι στο μυαλό της και θέλει να τον ξαναδεί. Όταν μαθαίνει, τυχαία, απ’ τον πατέρα του ότι την έχει ξεχάσει, έχει εγκαταλείψει τα εγκόσμια κι έχει φορέσει το σχήμα του αβά, πηγαίνει στην εκκλησία όπου λειτουργεί, τον συναντάει και του ζητάει να τη συγχωρήσει. Ο ντε 
Γκριέ, που, στην πραγματικότητα, δεν είχε πάψει να τη σκέφτεται, τη συγχωρεί... εμπράκτως: φεύγει και πάλι μαζί της. Για να ζήσει, όμως, με την Μανόν, όπως εκείνη έχει πια μάθει να ζει, χρειάζεται χρήμα. Καταφεύγει στη χαρτοπαιξία, κερδίζει μεγάλα ποσά απ’ τον ντε Μορφοντέν αλλά εκείνος βρίσκει την ευκαιρία να εκδικηθεί: τον κατηγορεί ως χαρτοκλέφτη και την Μανόν για πορνεία. Τους συλλαμβάνουν. Ο κόμης ντε Γκριέ -ο πατέρας- θα σώσει το γιο του. Όχι, όμως, βέβαια, και την Μανόν. Που εξορίζεται στην Αμερική. Ο -πάντα ερωτευμένος- ντε Γκριέ σπεύδει να τη συναντήσει στο δρόμο προς το λιμάνι της Αβρ, απ’ όπου θα γίνει η μεταγωγή της. Η εξαντλημένη κι άρρωστη Μανόν θα πεθάνει στα χέρια του. Το -πολύ τολμηρό για την εποχή του- μυθιστόρημα-απομνημονεύματα (1731) του αβά Αντουάν Φρανσουά Πρεβό «Η ιστορία του ιππότη ντε Γκριέ και της Μανόν Λεσκό», που 
περιλαμβάνεται στον έβδομο και τελευταίο τόμο της μυθιστορηματικής σειράς του «Αναμνήσεις και περιπέτειες ενός ευγενούς που αποσύρθηκε από τον κόσμο» την οποία αποτελούν 15 βιβλία, ως 16ο, συμπληρωματικό, και που ’χε σκανδαλίσει στην εποχή του κι είχε απαγορευτεί αλλά έγινε διαχρονική επιτυχία, έργο που ’χε ήδη εμπνεύσει μια όπερα («Μανόν Λεσκό», 1856) στο γάλο συνθέτη Ντανιέλ-Φρανσουά-Εσπρί Ομπέρ, ενέπνευσε και στο συμπατριώτη του Ζιλ Μασνέ την πεντάπρακτη όπερα «Μανόν» (1884). Πάνω στο μάλλον συμβατικό, απ’ τη μια μακροσκελές, απ’ την άλλη με κάποια κενά και κάποιες αδυναμίες στην ψυχολογία των ηρώων, λιμπρέτο των Ανρί Μεγιάκ και Φιλίπ Ζιλ,
που -πολύ σωστά- διατηρεί την εποχή του μυθιστορήματος, απ’ τις πιο διεφθαρμένες περιόδους στη γαλική ιστορία, αλλά απομακρύνεται απ’ την πλοκή του, ο Μασνέ συνέθεσε ένα έργο του είδους «κωμική όπερα» («opera comique», όπου ο όρος
«κωμική» δεν κυριολεκτεί αλλά, απλώς, χαρακτηρίζει ένα καθαρόαιμο γαλικό οπερατικό είδος στο οποίο σκηνές τραγουδιστικές εναλλάσσονται με σκηνές πρόζας), είδους στο λυκόφως του πια -ο συνθέτης έχει, 
ήδη περιορίσει, τα διαλογικά μέρη. Έργο το οποίο, αν και, κατά τη γνώμη μου, δεν ανήκει στα επιτεύγματα στην ιστορία της όπερας, σίγουρα είναι ένα σημαντικό, πλούσιο μουσικά, λυρικότατο έργο, με υπέροχες σελίδες. Πιστεύω, πάντως, πως ο Ιταλός Τζάκομο Πουτσίνι με τη δική του, μεταγενέστερη (1893) «Μανόν Λεσκό», μέσα απ’ τον βερισμό του, έχει βρει καλύτερη επαφή με τα πιο αδρά σημεία του μυθιστορήματος. Ο εξαίρετος Θωμάς Μοσχόπουλος που ανέλαβε τη σκηνοθεσία -με σύμβουλο μουσικής δραματουργίας τον Κορνήλιο Σελαμσή- έπεσε στην παγίδα να «εκσυγχρονίσει» την «Μανόν» ακολουθώντας τη διεθνώς κυρίαρχη -και, συνήθως, άσκεπτη κι αυθαίρετη- κατεύθυνση στη σκηνοθεσία όπερας. Η διαφθορά της περιόδου της Αντιβασιλείας είναι απολύτως συμβατή με τη δική μας -συμφωνώ. Αλλά κάθε έργο έχει συγκεκριμένα ύφος και ήθος. Αν καπελωθεί δια της βίας μ’ ευρήματα ασύμβατα προς αυτά, εγώ μένω με την αίσθηση πως τα περισσότερα είναι απλώς προς εντυπωσιασμόν και πόρρω απέχουν απ’ την 
ουσία -είναι εκ των έξω, όχι εκ των έσω. Για παράδειγμα, η υψηλή τεσιτούρα στην οποία είναι γραμμένος ο ρόλος του -τενόρου- ντε Γκριέ και τα διάφορα ρομαντικά, έως γλυκανάλατα, που λέει μπορεί να ’ναι συμβατά με τo μαύρο T-shirt και το παντελόνι φόρμας που φοράει; Η αίθουσα παραλαβής αποσκευών ενός αεροδρομίου -με τον ιμάντα αποσκευών και με τους ίδιους και τους ίδιους κομπάρσους να πάνε και να ’ρχονται και να φορτώνουν-ξεφορτώνουν, επί ώρα, τις ίδιες και τις ίδιες βαλίτσες...- η οποία αντικαθιστά την αυλή του πανδοχείου της Αμιέν στην πρώτη πράξη, η σκηνή στην Cour-la-Reine -τον Περίπατο της Βασίλισσας- η οποία «μεταφράζεται» σε ντεφιλέ μόδας που φλερτάρει με drag show, τα κινητά, τα περίστροφα, το pilates της Μανόν κι άλλα πολλά δε μ’ έπεισαν. Καθόλου. Μάλλον με κλώτσησαν -γενικότερα κλωτσούν. Αλλά υπάρχουν, αν δεν κάνω 
λάθος, και στοιχειώδη προβλήματα mise en place -στησίματος. Στη δεύτερη πράξη, για παράδειγμα, συντελούντος του στενόχωρου σκηνικού της κρεβατοκάμαρας (ενδιαφέρον αισθητικά το, φωτισμένο απ’ την Σοφία Αλεξιάδου, αρχικό σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού αλλά, όπως αποδεικνύεται, όχι απόλυτα λειτουργικό), το κατά μέτωπον στήσιμο των επί σκηνής τεσσάρων -Μανόν και ντε Γκριέ, όρθιων ΠΑΝΩ στο κρεβάτι, με όρθιους,

ΠΛΑΪ στο κρεβάτι, τους ντε Μπρετινί και Λεσκό- μου φάνηκε πως πιο άχαρο δε γίνεται, το ίδιο κι η απαγωγή του Ντε Γκριέ). Αντιρρήσεις έχω και για τα κοστούμια -μεταξύ άλλων, και α λα Ζαν-Πολ Γκοτιέ/Μαντόνα/80s- της Κλαιρ Μπρέισγουελ -γιατί ο ντε Μορφοντέν να ’ναι ντυμένος στην τέταρτη πράξη, με κοστούμι σε στιλ Γιώργος Μάγκας/Γιάννης Φλωρινιώτης; Στην ίδια γραμμή κι η κινησιολογία που φρόντισε η Σοφία Πάσχου. Πιο ικανοποιητικό, το μουσικό μέρος της παράστασης. Ο Λουκάς Καρυτινός διηύθυνε με πυγμή την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής αλλά τα λεπτά ηχοχρώματα της ενορχήστρωσης του Μασνέ φοβάμαι πως δεν αναδείχτηκαν. Αποτελεσματική, η Χορωδία της ΕΛΣ υπό τη διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου. Ο τενόρος Νίκος Στεφάνου -ικανοποιητικός φωνητικά, αδύναμος υποκριτικά-, οι σοπράνο Βιολέττα Λούστα και Ρόζα Πουλημένου-Καπόν, οι μέτζο Έλενα Μαραγκού και Βάγια Κωφού εξυπηρετούν την
παράσταση, λιγότερο ο τενόρος Χρήστος Γιαννούλης. Ο μπάσος Τάσος Αποστόλου, φωνητικά μεστός πάντα, αυτή τη φορά, περιέργως, εκτρέπεται σε κάποιες υποκριτικές υπερβολές. Πειστικός, ο βαρύτονος -καλή φωνή- Διονύσης Σούρμπης/Λεσκό αλλά κάπως χύμα. Νομίζω πως απ’ τους δεύτερους ρόλους πιο αποτελεσματικός κι ισορροπημένος φωνητικά και υποκριτικά ειν ο Χάρης Ανδριανός. Η παράσταση παίρνει πάνω της, κατά τη 

γνώμη μου, λόγω των δυο πρωταγωνιστών της: η σοπράνο Μυρτώ Παπαθανασίου/Μανόν, αν και δεν πείθει για δεκαεξάχρονη, είναι πανέμορφη, είναι ικανότατη ηθοποιός κι έχει θαυμάσια φωνή ενώ ο ρουμάνος τενόρος Iοάν Χοτέα/ντε Γκριέ είναι, επίσης, κατάλληλος εμφανισιακά, ικανοποιητικός υποκριτικά και, κυρίως, ένας έξοχος λυρικός τενόρος, που αναδεικνύεται στην πρώτη τη τάξει φωνή της παράστασης -καταπληκτικός! Μια παράσταση που ευτυχεί ως προς τους πρωταγωνιστές της. Αλλά, ατυχήσασα, σκηνοθετικά. Όσο, σχεδόν, η ηρωίδα της όπερας, η Μανόν (Φωτογραφίες -εκτός όσων υπογράφει ο Χάρης Ακριβιάδης: 12,15 Άγγελος Χριστοφιλόπουλος, 13 Δημήτρης Σακαλάκης).

(Το -δίγλωσσο, ελληνικά κι αγγλικά- πρόγραμμα της παράστασης -Τομέας Δραματολογίας Νίκος Α. Δοντάς, Σοφία Κομποτιάτη, Φοίβη Παπαγιαννίδη-, όπως πάντα, υψηλού επιπέδου και χορταστικό. Αλλά έχω δυο παρατηρήσεις να κάνω. Πρώτη: Η νέα αισθητική αντίληψη για τα προγράμματα της ΕΛΣ -σχεδιασμός εντύπου Γιάννης Κονδύλης/k2design-, με 
την (πολύ) κατά συνειρμόν εικονογράφηση, αφού άφησα να περάσουν αρκετά προγράμματα για να μην κρίνω επιπόλαια, καταλήγω ότι δεν ξέρω αν θεωρείται μοντέρνα αλλά εμένα δε μου αρέσει. Καθόλου. Δεύτερο: Συμφωνώ με το αφιέρωμα σε κάθε πρόγραμμα σ’ ένα κομβικό πρόσωπο που συνδέεται με τα προηγούμενα ανεβάσματα της συγκεκριμένης όπερας στην Λυρική. Δε συμφωνώ, όμως, με την κατάργηση της αναδρομής στην ιστορία του εκάστοτε έργου στην Λυρική. Στο πρόγραμμα της «Μανόν» έγινε προσπάθεια να 
συνδυαστούν στο κείμενο της Σοφίας Κομποτιάτη «Ζωή Βλαχοπούλου, η πρώτη Μανόν της Εθνικής Λυρικής Σκηνής» και τα δυο: αφιέρωμα στην Ζωή Βλαχοπούλου, πρώτη -κι επί χρόνια, στις επαναλήψεις- Μανόν στην Λυρική αλλά κι αναδρομή στα ανεβάσματα της όπερας στον Οργανισμό. Το αποτέλεσμα είναι μια άτεχνη συγκόλληση. Και κάτι απαράδεκτο που συνδέεται με την πρώτη παρατήρηση: γίνεται αφιέρωμα στην Ζωή Βλαχοπούλου χωρίς ούτε μια φωτογραφία της! Είναι δυνατό;).

Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», Κύκλος «Γαλλικής Όπερας», 23 Δεκεμβρίου 2018.