November 28, 2013

Ζωζώ για χόρταση


Το Τέταρτο Κουδούνι / 28 Νοεμβρίου 2013





Μετά το γκραν σουξέ των δυο φωτογραφιών της Ζωζώς (Σαπουντζάκη για να γίνω πιο σαφής, αν και μία είναι Η Ζωζώ…) με γυαλί ηλίου και κατακόκκινο της φωτιάς φόρεμα να διαφημίζει ανά την Θεσσαλονίκη την προσεχή μουσικοθεατρική -με κάτι ανεπαισθήτως από Καβάφη- παραγωγή του ΚουΘουΒουΕ «Με μουσικές εξαίσιες… Με φωνές…!», που ανάρτησα κατά συνέχεια τις δυο προηγούμενες Πέμπτες στο «Τέταρτο Κουδούνι», και κατ’ απαίτηση πολλών αναγνωστών -πουλάει η Ζωζώ, πουλάει, το ίδιο θα σκέφτηκαν και στο ΚουΘουΒουΕ-, 
εκ των οποίων τρεις τουλάχιστον επεσήμαναν μετ’ εμφάσεως την καταπληκτική ομοιότητα της νέας πρωταγωνίστριας της δεύτερης κρατικής Σκηνής μας με τον μακαρίτη τον Μάικλ Τζάκσον -ίδια, σου λέει, ίδια, φτυστή- επανέρχομαι. Και σας χαρίζω άλλες δυο απ’ την περιφορά της Ιεράς Εικόνος της Τιμίας Ζώνης, ε, με συγχωρείτε, παρασύρθηκα, της Ζωζώς εννοώ. Για να τη χορτάσετε. Διότι, ναι, η Ζωζώ είναι για χόρταση.


Θέλω ν’ αγιάσω αλλά δε μ’ αφήνει αυτό το Εθνικό του Σωτήρη Χατζάκη. Πάω στο «Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», κάθομαι μετά να γράψω στο blog για την παράσταση, γράφω, πάω να κάνω την ανάρτηση, ψάχνω για φωτογραφίες στον δικτυακό τόπο του Εθνικού, καμίιιια φωτογραφία -πάαααπαλα, κατεβασμένες όλες. Τυχαίο; Δε νομίζω…

Να θυμίσω πως την -έξοχη κατά τη γνώμη μου, τα διαβάσατε, αλλά και κατά τη γνώμη πάρα πολλών άλλων ακόμα- παράσταση, που τσίμπησε έξι απ’ τα Θεατρικά Βραβεία Κοινού τα οποία δίνει το «Αθηνόραμα» κι επαναλαμβάνεται φέτος φισκαρισμένη από κόσμο, άρα τα φέρνει στο Εθνικό, την υπογράφει ο προηγούμενος του Σωτήρη Χατζάκη καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου, σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς…


Είδα και δυο απ’ τις καινούργιες παραστάσεις του Εθνικού: «Η γειτονιά των αγγέλων» -επίσης θα διαβάσατε τα σχετικά- και «Περιποιητής φυτών», είχαν την ευγένεια, όπως πάντα, να μου δώσουν απ’ το Θέατρο και τα προγράμματα. Καινούργιο ύφος. Που φέρνει στο κόμικ. Σε αντίθεση με τα ίδιου ύφους μπάνερ που έχουν αναρτηθεί έξω απ’ τις αίθουσες του Εθνικού και που μου άφησαν μια αίσθηση προχειρότητας, τα προγράμματα μου άρεσαν, ζωντάνεψαν, επί Χουβαρδά είχαν πολύ καλό περιεχόμενο αλλά μια μουρτζούφλικη αισθητική, λίγο σαν ξινή, σα γεροντοκορίστικη. Μου άρεσε πολύ κι η ιδέα με το προσαρμοσμένο στο τέλος του προγράμματος ένθετο με τις φωτογραφίες της παράστασης.
Υπεύθυνη των προγραμμάτων, η Ράνια Τριβέλλα, όπως και παλαιότερα, επί Νίκου Κούρκουλου. Η καλλιτεχνική επιμέλεια, του Πάρι Κούτσικου. Ο οποίος είναι γιος της σκηνογράφου/ενδυματολόγου Έρσης Δρίνη.



Μια κι ο λόγος για τον «Περιποιητή φυτών» που παίζεται στην Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού να σας γράψω και τη γνώμη μου για την παράσταση. Ποτέ δε μου άρεσε το έργο αυτό του Παύλου Μάτεσι με τον εξεζητημένο τίτλο και τα εξεζητημένα ονόματα των ηρώων του -Φρίξος, Κωνστάντιος, Περιποιητής…-, έργο που μου θυμίζει αναφανδόν δουλική απομίμηση του μπεκετικού «Περιμένοντας τον Γκοντό». Αλλά ο σκηνοθέτης Έκτορας Λυγίζος, που ’χει ήδη δώσει καλά δείγματα και στο θέατρο -εκτός απ’ το πρόσφατο εξαιρετικότατο «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού» στον κινηματογράφο- έχει κάνει πολύ καλή δουλειά: μια τρυφερή, ποιητική, σωματική παράσταση πάνω σ’ ένα έξοχο σκηνικό/δάπεδο της Κλειώς Μπομπότη με τρεις πολύ καλούς ηθοποιούς –ο έξοχος Γιώργος Συμεωνίδης, ο Δημήτρης Παπανικολάου (επειδή, αυτή την εποχή, έχουμε ενεργούς δυο Δημήτρηδες Παπανικολάου, περίπου συνομήλικους, στο ελληνικό θέατρο, δε συνεννοούνται να κάνουν κάτι για να τους ξεχωρίζουμε, να προσθέσουν ένα αρχικό πατρώνυμου, για παράδειγμα;) κι ο νεαρός Μιχάλης Κίμωνας. Ο οποίος, φετινός απόφοιτος της δραματικής σχολής του Εθνικού, μου άφησε την εντύπωση ενός μεγάλου ταλάντου εν εξελίξει, που θα διαπρέψει αν δουλέψει σωστά πάνω στη φωνή του και γενικότερα στα εκφραστικά του μέσα.




Δεν ξέρω ποιο θα ’ναι το σκηνικό αποτέλεσμα -προς απόδειξιν- στην παράσταση που τη σκηνοθεσία της υπογράφει ο Πάνος Ηλιακόπουλος, με την Ωραιοζήλη Καραγιαννίδου, τον Δημήτρη Κωνσταντίνου και τον Σαμουίλ Ακινόλα να παίζουν τους τρεις ρόλους του έργου. Εκείνο που ξέρω είναι πως το μονόπρακτο του Γιουτζίν Ο’ Νιλ «Δίψα» που διάλεξαν ν’ ανεβάσουν δεν έχει ξαναπαιχτεί στην Ελλάδα, Όπου, όπως πολλές φορές έχω γράψει, οι άνθρωποι του θεάτρου μας μηρυκάζουν τα ίδια και τα ίδια έργα των κλασικών – Σέξπιρ, Ίψεν, Στρίντμπεργκ, Ο’ Νιλ, και.. και.., αγνοώντας πολλά άλλα τους, άπαιχτα κι άγνωστα στην Ελλάδα. Γιατί δεν ψάχνουν. Και γιατί δεν ξέρουν…
Επομένως, θα πάω, έτσι κι αλλιώς, στο «Άβατον» να γνωρίσω το πρώιμο αυτό μονόπρακτο του Ο’Νιλ. Όπου τρεις επιζώντες από ένα καταστροφικό ναυάγιο -ένας τζέντλεμαν, μια χορεύτρια κι ένας νέγρος ναύτης- παραμένουν εγκλωβισμένοι σε μια βάρκα στη μέση του ωκεανού, χωρίς τροφή, χωρίς νερό, περιτριγυρισμένοι από καρχαρίες, χωρίς εμφανή ελπίδα διάσωσης. Μ’ ενδιαφέρει και το θέμα του. Πόσω μάλλον όταν είναι γραμμένο (1914) μ' επιρροές απ’ το πρόσφατο ναυάγιο του «Τιτανικού» -στον απόηχό του.




Ηθοποιός εξαίρετος. Αλλά πάντα αμετροεπής ο Πέτρος Φιλιππίδης. «Με τον Ψαθά ‘επικοινωνώ’, παίζοντας ένα από τα κορυφαία έργα του […]. Δεν πρόκειται για μια παραδοσιακή κωμωδία αλλά κάτι παραπάνω. Θα το έβαζα δίπλα στα έργα του Τσέχοφ και του Στρίντμπεργκ» δήλωσε στην Σεμίνα Διγενή, σε συνέντευξή του για το onlytheater.gr, με αφορμή τον «Φον Δημητράκη» που παρουσιάζει στο «Mουσούρη». Ε!



Τα τρία -προς το παρόν…- απ’ τα πέντε, συνολικά, έργα της ακραίας αυτόχειρα Σάρα Κέιν, είδαν, βλέπουν ή θα δουν φέτος τα φώτα της ελληνικής σκηνής σε πέντε –προς το παρόν…- παραστάσεις: «Blasted – Ερείπια» απ’ τον Δημήτρη Τάρλοου τον Μάρτιο στο «Πορεία» του. Το «Λαχταρώ» ως «Λαχταρά ω» (φωτογραφία) έχει ήδη ανεβάσει η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη με την ομάδα «Θέρος» στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου». Το ίδιο έργο με τον τίτλο «Crave (Λαχταρώ)» σε σκηνοθεσία Διονύση Καραθανάση παίζεται επίσης στην Θεσσαλονίκη -στο «Studio Κοιτώνες», στο πρώην στρατόπεδο Κόδρα, στην Καλαμαριά, απ’ την ομάδα «Oberon». Το «4.48 Ψύχωσις» ετοιμάζεται απ’ το «Θέατρο Δωματίου» σε σκηνοθεσία Άντζελας Μπρούσκου με προορισμό την Θεσσαλονίκη επίσης -το «Black Box» της «Αυλαίας»-, αλλά και με βλέψεις προς Αθήνα -σας έγραφα την είδηση στις 6 Νοεμβρίου. Ενώ στο «Παραμυθίας» παίζεται απ’ το «Ινστιτούτο Πειραματικών Τεχνών» και το «βασισμένο στο έργο της Σάρα Κέιν ‘4.48 Psychosis’», όπως χαρακτηρίζεται, «Ψύχωση» του Τάσου Σαγρή σε σκηνοθεσία του.



Τα δεκατέσσερα χρόνια του έκλεισε –τινέιτζερ πια…- στις 25 Νοεμβρίου «Το Τέταρτο Κουδούνι» αφότου εμφανίστηκε -25 Νοεμβρίου 1999-, στην έντυπη μορφή του στα «Νέα». Όπου επέζησε σχεδόν δεκατρία χρόνια πριν μεταφερθεί στην αποκλειστικά ηλεκτρονική _ και πιο ελεύθερη από κάθε άποψη…- εκδοχή του, αφού έδωσε και τον τίτλο του στο ιστολόγιο αυτό. Σ’ όσους στήριξαν τη στήλη απ’ την πρώτη στιγμή και σ’ όσους εξακολουθούν να τη στηρίζουν και να τη διαβάζουν και να συμμετέχουν με σχόλιά τους και με κάθε άλλο τρόπο, ένα μεγάλο ευχαριστώ. Τη συνεχίζω, πάντα με αγάπη για το θέατρο και για την αλήθεια, αδιαφορώντας παντελώς για τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας…
Μαμά, γερνάω σε πλατείες θεάτρων…

November 26, 2013

Βραδιά των άσων

Δεν χρειάζονταν. Όσα προηγήθηκαν της συναυλίας. Ούτε οι λόγοι ούτε οι χαιρετισμοί. Ούτε καν το βίντεο για τις δραστηριότητές του συλλόγου, που προβλήθηκε. Είναι αυταπόδεικτα όσα έχουν πράξει για τη μουσική ζωή του τόπου «Οι Φίλοι της Μουσικής» στα εξήντα χρόνια που τη συμπλήρωσή τους γιορτάζουν φέτος. Βρισκόμασταν ήδη μέσα στο Μέγαρο Μουσικής που ακριβώς χάρη στο πείσμα των μελών του συλλόγου δημιουργήθηκε αλλάζοντας ριζικά τη μουσική ζωή του τόπου. Και από τη σκηνή του σε λίγο επρόκειτο να περάσει μία χούφτα από τις δεκάδες, τις εκατοντάδες ίσως διακεκριμένους έλληνες μουσικούς που ακριβώς χάρη στις υποτροφίες των «Φίλων της Μουσικής» εξέλιξαν την τέχνη τους και διαπρέπουν σήμερα κάνοντας καριέρα και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Η συναυλία άνοιξε με τη σοπράνο Χριστίνα Πουλίτση και το βαρύτονο Δημήτρη Πλατανιά -άνοιγμα επιτυχέστατο. Διότι η νεαρή, όμορφη, λυγερή σοπράνο έχει μία φρέσκια, άνετη, υγιέστατη, εξαίρετη, άψογης τεχνικής φωνή κολορατούρα η οποία έλαμψε στην άρια που τραγούδησε από την «Λίντα του Σαμουνί» του Ντονιτσέτι. Και διότι ο Δημήτρης Πλατανιάς είναι ο κορυφαίος βαρύτονος που διαθέτει σήμερα η ελληνική όπερα και ένας από τους λίγους τόσο σημαντικούς που πέρασαν από την ελληνική σκηνή; φωνή πλατιά, με τεράστια ανοίγματα, ένα βελούδινο, γλυκόλαλο φωνητικό μέταλλο, χρήση του μοναδική, φραζάρισμα τέλειο… Το «Nemico della Patria?» («Εχθρός της πατρίδας;») του Ζεράρ από τον «Αντρέα Σενιέ» του Τζορντάνο ήταν μία ακόμα εξαιρετική ερμηνεία του. Συνοδός τους στο πιάνο, ο καλός Δημήτρης Γιάκας. Βαρύτονος και σοπράνο ολοκλήρωσαν το μέρος τους με το ντουέτο Ριγκολέτο-Τζίλντα «Si, vendetta…» («Ναι, εκδίκηση…») από τον «Ριγκολέτο» του Βέρντι. Έστω κι αν, προς στο τέλος, η συμπόρευση με το πιάνο παρουσίασε κάποιες δυσκολίες, μετά από μία λανθασμένη διακοπή του κομματιού από χειροκροτήματα, το αποτέλεσμα ήταν ξεσηκωτικό.
Τη σκυτάλη πήρε η Καμεράτα-Ορχήστρα των «Φίλων της Μουσικής», άλλο ένα δημιούργημα του συλλόγου, με όργανα εποχής και με τον Μάρκελλο Χρυσικόπουλο να τη διεθύνει από το τσέμπαλο σε ένα εντελώς ιδιότυπο αλλά ενδιαφέρον έργο του μπαρόκ: «Μάχη» για έγχορδα και μπάσο κοντίνουο του Χάινριχ Μπίμπερ. Ένα κομμάτι που περιλάμβανε έως και ποδοκροτήματα! Το αποτέλεσμα, ελκυστικότατο.
Η βραδιά έκλεισε με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Η οποία, για άλλη μια φορά, στερέωσε την πεποίθησή μου πως κάτω από τη διεύθυνση του Βασίλη Χριστόπουλου  συνεχίζει με αξιοπρόσεκτη σταθερότητα να εξελίσσεται ανοδικά. Στο Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Μπραμς, αυτό το υπέροχο συμφωνικό κομμάτι, το αυστηρό, που στο τρίτο του μέρος αποκτά χαρακτήρα διονυσιακό, με μαέστρο τον Βασίλη Χριστόπουλο, πλαισίωσε επάξια το σολίστα, τον _ εμφανισιακά αγνώριστο _ Λεωνίδα Καβάκο. 



Ο οποίος δεν έχει επαναπαυθεί στις δάφνες του. Αλλά εξακολουθεί να δουλεύει, προφανώς, σκληρά και να προχωράει όλο και πιο μπροστά την τέχνη του: μία έξοχη ερμηνεία ενός σπουδαίου βιολονίστα στο απόγειο της καριέρας του, όπου η δεξιοτεχνία πήγε χέρι–χέρι με την εσωτερικότητα, οι λεπτότατες, αέρινες αποχρώσεις συνταίριαξαν με τις εκρήξεις, η αυστηρή λιτότητα του Μπραμς έδεσε με την ψυχοσύνθεση ενός βιρτουόζου. Παρά το ατύχημα που του συνέβη με μία χορδή του βιολιού του να σπάζει στην αρχή του Κοντσέρτου, να περιμένουμε να αντικατασταθεί και να πιάνουν το έργο από την αρχή. Η καντέντσα, συγκλονιστική. Τα δύο ανκόρ που έδωσε ο κορυφαίος βιολονίστας μας –Μπαχ και Ιζαΐ- ολοκλήρωσαν την εικόνα ενός σπουδαίου μουσικού.

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών/Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», 25 Νοεμβρίου 2013.

Τζέιμς Τιερέ. Επάγγελμα: Ποιητής.




Ποίηση γράφει ο Τζέιμς Τιερέ. Γράφει ποίηση με την κίνηση. Γράφει ποίηση με τους ήχους. Γράφει ποίηση με τις μουσικές – τις υπέροχες μουσικές που διαλέγει. Γράφει ποίηση με τα σκηνικά του -αυτή η πλάκα με τις μεταλλικές επιφάνειες/καθρέφτες που υψώνεται, γέρνει, περιστρέφεται, κινείται απειλητικά, συνθλίβει, απελευθερώνει, την πλάκα του «2001: Η Οδύσσεια του διαστήματος» του Κιούμπρικ μου θύμισε. Γράφει ποίηση με μυρουδιές –μυρωδάτο καπνό μύριζα. Γράφει ποίηση με την μιμική του. Γράφει ποίηση με τη σιωπή του. Γράφει ποίηση με το βλέμμα του ο Τζέιμς Τιερέ -αυτό το βλέμμα, που δεν βλέπει απλώς… Που κοιτάζει. Που διαπερνά.
Δεν ήταν, λέει, σαν τον «Raoul» -που μας τον έφερε μέσω Φεστιβάλ Αθηνών το 2010- το «Tabac Rouge» («Κόκκινος καπνός») που μας έφερε φέτος. Όχι, όντως, δεν ήταν σαν τον «Raoul». Ο «Raoul» ήταν η αποκάλυψη. Το «Tabac Rouge», όμως, για μένα, ήταν η επιβεβαίωση: μιας ιδιαίτερης καλλιτεχνικής φύσης.
Αυτό που ο Τιερέ, υπογράφοντας σκηνοθεσία, σκηνικά και χορογραφία και ερμηνεύοντας τον κύριο ρόλο, το χαρακτηρίζει «χορόδραμα» ήταν ένα θέαμα που δεν χαρακτηρίζεται εύκολα. Ήταν χορός; Ναι. Αλλά όχι ακριβώς. Ήταν θέατρο; Ναι. Αλλά όχι ακριβώς. Ήταν θέατρο της σιωπής; Ναι. Αλλά όχι ακριβώς. Ήταν παντομίμα. Ναι. Αλλά όχι ακριβώς. Ήταν τσίρκο; Ναι. Αλλά όχι ακριβώς. Εγώ θα έλεγα πως ήταν μαγεία. Μία μαγεία που χωρούσε την ιστορία αυτού του παράξενου βασιλιά που, μέσα σε ένα γκρίζο τοπίο, ένα τοπίο στάχτης, ακολούθησε το λαό του. Και όταν, κάποια στιγμή, μίλησε, μίλησε μία μη γλώσσα. Μίλησε κορακίστικα. Όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν στους «Μοντέρνους καιρούς» του. Όταν πρωτάνοιξε το στόμα του για να μιλήσει και ν’ ακούσουμε πρώτη φορά τη φωνή του και τραγούδησε το «Je cherche après Titine». Αλλά στα κορακίστικα. Μία μαγεία που θύμιζε «Μητρόπολη» του Φριτς Λάνγκ. Και που εμένα, σιγά-σιγά, με συνεπήρε, με απογείωσε.
Και κάτι ακόμα: δεν θέλω να το ξαναπώ. Ούτε να το ξαναγράψω. Και, κυρίως, δεν θέλω να το ξαναδιαβάσω. Αυτό το εύκολο: πως ο Τζέιμς Τιερέ είναι «εγγονός του Τσάρλι Τσάπλιν». Και «δισέγγονος του Γιουτζίν Ο’ Νιλ». Ναι, βιολογικά είναι. Αλλά τι σημαίνει αυτό; Θα μπορούσε να είναι δισέγγονος του Ζορζ Μελιές. Θα μπορούσε να είναι εγγονός του Μπέργκμαν. Ή του Φελίνι. Θα μπορούσε να είναι γιος του Γιαν Σβάνκμάιερ. Και αδελφός του δικού μας του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Ο Τζέιμς Τιερέ είναι απλώς Καλλιτέχνης. Με κεφαλαίο το κάππα, παρακαλώ. Και Ποιητής. Με κεφαλαίο το πι, παρακαλώ.

Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών-Ίδρυμα Ωνάση / Κεντρική Σκηνή, 24 Νοεμβρίου 2013.

Γιατί «Η γειτονιά των αγγέλων» δεν περιλαμβάνεται στα Άπαντα

Από την κ. Κατερίνα Καμπανέλλη, κόρη του Ιάκωβου Καμπανέλλη, πήρα αυτή τη σχετική με το κείμενό μου για το έργο του πατέρα της «Η γειτονιά των αγγέλων» που παρουσιάζει το Εθνικό Θέατρο, επιστολή. Τη δημοσιεύω ως έχει.


Αγαπητέ κύριε Σαρηγιάννη

Διάβασα την κριτική σας για την παράσταση του έργου «Η γειτονιά των αγγέλων» που παρουσιάζεται στο Εθνικό Θέατρο σε διασκευή και σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου. 
Οι απόψεις σας για την παράσταση και τους συντελεστές τη στιγμή που απηχεί την προσωπική σας γνώμη που διατυπώνεται δημοσίως και ενυπογράφως, είναι απολύτως σεβαστές από εμένα, έστω και αν θα μπορούσα να έχω διαφωνίες, αντιρρήσεις και επιφυλάξεις.
Όμως, για την αποκατάσταση της «ιστορικής» αλήθειας -σε σχέση με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και το συγκεκριμένο έργο του- θα ήθελα να σας πληροφορήσω από προσωπική μου γνώση, η οποία προέρχεται από την σχέση μου με τον πατέρα μου, τα εξής:
1) Σχετικά με την παρατήρησή σας ότι ο Ιάκωβος Καμπανέλλης δεν θέλησε να εντάξει το έργο του «Η γειτονιά των αγγέλων» στα Άπαντά του, η αλήθεια είναι ότι το κείμενο του συγκεκριμένου έργου δεν υπήρχε στο αρχείο του, έψαξε να το βρεί χωρίς αποτέλεσμα επί χρόνια και μέχρι το θάνατό του το θεωρούσε χαμένο. Μετά το θάνατο του πατέρα μου, στη προσπάθειά μου να συγκεντρώσω και συστηματοποιήσω το Αρχείο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, κατέβαλα πολλές προσπάθειες για να το εντοπίσω. Τελικώς, βρέθηκε ένα δακτυλογραφημένο αντίτυπό του στο Αρχείο του Μίκη Θεοδωράκη στην «Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη Λίλιαν Βουδούρη».
2) Επίσης, παρακαλώ να λάβετε υπόψη ότι ο Ιάκωβος Καμπανέλλης δεν υποτίμησε ποτέ κανένα έργο του, πολύ δε περισσότερο και το «επίμαχο», αδιαφόρως αν είχε ή δεν είχε δει το φως της σκηνής, αν είχε ή δεν είχε επιτυχία, καλές ή κακές κριτικές. Όπως κάθε θεατρικός συγγραφέας, έτσι και ο πατέρας μου, ήθελε να ανεβαίνουν όλα τα έργα του και να εκτίθενται στο κοινό και στους κριτικούς, είναι δε χαρακτηριστικό ότι ΟΥΔΕΠΟΤΕ αντέδρασε σε κριτική, σεβόμενος τις απόψεις όλων.
Με εκτίμηση

Κατερίνα Ι. Καμπανέλλη

November 24, 2013

Ντιντήδες και παλικάρια γίνανε μαλλιά κουβάρια



Το έργο. Η Ξένια είναι πλούσια. Κόρη εργοστασιάρχη. Και, φυσικά, Κολωνακιώτισσα. Τα έχει με τον Φοίβο. Που είναι «ντιντής» -έτσι τους λέγανε στα σίξτις, κατόπιν τους έλεγαν φλώρους. Μίαν ωραίαν μεσημβρίαν που κατεβαίνουν παραλία, το αμάξι του «ντιντή» Φοίβου τα φτύνει. Σκαρφαλώνουν ποδαράτα στα κατσάβραχα για να ζητήσουν βοήθεια. Έχουν ξεμείνει σε μία πολύ μπας κλας περιοχή: την Δραπετσώνα, αριστερή, εργατική προσφυγογειτονιά Μικρασιατών (ο θεατρολόγος Ιωσήφ Βιβιλάκης σε σημείωμά του στο πρόγραμμα της παράστασης μιλάει για Καστέλα). Όπου, κατά πώς λέει και ο μελοποιημένος από τον Μίκη Θεοδωράκη στίχος του Τάσου Λειβαδίτη στο ομότιτλο τραγούδι, «πια δεν έχουν(μ)ε ζωή». Κυριολεκτικά. Διότι ακριβώς πέφτουνε πάνω στη μακαριά ενός παλικαριού ονόματι Παύλος -στο κείμενο της διασκευής που παρουσιάζεται, δεν ξέρω αν το όνομα είναι το ίδιο και στο πρωτότυπο…-, το οποίο είχε μπλέξει με μία άλλη πλούσια και «κάποιοι» -που δεν ονοματίζονται… - το φάγανε με πισώπλατη μαχαιριά.
Ανάμεσα στους φίλους του, ο Αντρέας, ένας λεβέντης οικοδόμος. Ερωτεύονται με την Ξένια η οποία παρατάει τον «ντιντή». Αλλά πώς και πόσο μπορεί να αντέξει ένας τέτοιος έρωτας; Όταν, συν τοις άλλοις, αποδεικνύεται πως η Ξένια δεν είναι απλώς κόρη εργοστασιάρχη αλλά του κακού εργοστασιάρχη Κουμαριανού; Ο οποίος ξεπάτωσε τις παράγκες των μικρασιατών προσφύγων της γειτονιάς που ήταν στημένες στη γη του για να κτίσει εργοστάσιο. Πόσω μάλλον που ανάμεσά τους ήταν η παράγκα του Αντρέα και, μάλιστα, όταν η μάνα του είδε να τους ξεσπιτώνουν, έμεινε στον τόπο από την καρδιά της.
Η γειτονιά άλλωστε δεν θα αποδεχτεί τη σχέση αυτή. Και θα είναι εχθρική με την Ξένια, όσο κι αν εκείνη προσπαθεί να είναι φιλική -οι άντρες θα φτάσουν να την εξευτελίσουν όταν κάνει το λάθος να δωρίσει ένα παλιό της φόρεμα σε μία από τις κοπέλες της γειτονιάς. Η ζήλια, επιπλέον, του Αντρέα, που φουντώνει όταν η Ξένια τού εξομολογείται τις ερωτικές περιπέτειες που είχε από μικρή, πριν γνωριστούν -συν ένας γάμος που δεν κράτησε πολύ- βασανίζει το κορίτσι: καυγάδες, σκηνές, υποψίες πως θα τον απατήσει, χωρίζουν, μονιάζουν... Όταν οι φίλοι του, για να δουν πώς θα αντιδράσει, της στήσουν ένα σκηνικό, πως δήθεν ένα αυτοκίνητο χτύπησε και σκότωσε τον Αντρέα, εκείνη θα πέσει σ’ ένα γκρεμό και θα σκοτωθεί.
Το καταλαβαίνετε και μόνο από την αφήγηση της πλοκής: «Η γειτονιά των αγγέλων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1963) είναι ένα εύκολο λαϊκό μελόδραμα. Παραγγελία για το θίασο της Τζένης Καρέζη η οποία το πρωτοανέβασε σε σκηνοθεσία του συγγραφέα. Ένα έργο που ο συγγραφέας δεν θέλησε να συμπεριλάβει, μαζί με ακόμη ένα,δύο άλλα έργα του-παραγγελίες στην επίσημη έκδοση των θεατρικών του. Και δικαίως -δεν είναι τυχαίο... Έχει κάποια ποιητικά πετάγματα αλλά οι απαιτήσεις του δεν ξεπερνούν τις απαιτήσεις του εμπορικού θεάτρου της εποχής του. Και καμία προοπτική δεν είχε και δεν έχει για να μείνει. Εκείνο που έμεινε είναι η μουσική και τα τραγούδια που ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε ειδικά για την πρώτη παράσταση του έργου το οποίο φλερτάρει με το μιούζικαλ παραμένοντας, όμως, απλώς ένα «έργο με τραγούδια».
Η παράσταση. Ο Κώστας Τσιάνος δεν φιλοδόξησε με τη σκηνοθεσία του παρά μόνο να στήσει ευπρεπώς το ξεπερασμένο και χωρίς ψαχνό έργο. Δεν έχει κάνει τίποτα για να του δώσει κύρος.
Καταρχάς υπογράφει μία διασκευή του η οποία είναι δύσκολο να κριθεί μια και το πρωτότυπο είναι ανέκδοτο. Ούτε αναφέρεται αν γι αυτή έχει αντλήσει και από το σενάριο της ταινίας «Γυμνοί στο δρόμο» (1969) που αποτελεί μεταφορά του θεατρικού στον κινηματογράφο από τον Γιάννη Δαλιανίδη. Γίνεται, πάντως, σαφώς αντιληπτό -και όχι μόνο από τις δηλώσεις του σκηνοθέτη/διασκευαστή- πως θέλησε να τονίσει το πολιτικό στοιχείο -εποχή μετεμφυλιοπολεμική, ταξικές συγκρούσεις, εξορίες, τραμπούκοι, «Ανένδοτος Αγώνας» Γεωργίου Παπανδρέου/Ένωσης Κέντρου, αναγωγές στις σημερινές δύσκολες καταστάσεις… _ αλλά όλα αυτά περνούν ξώφαλτσα εφόσον τα κειμενικά θεμέλια παραμένουν επισφαλή. Το φινάλε, επίσης, που μετατράπηκε σε ροζ χάπι εντ -ο Αντρέας φτάνει έγκαιρα και σώζει την Ξένια που δεν προλαβαίνει να πέσει στον γκρεμό- αφαιρεί από το έργο το έσχατο επιχείρημα να είναι ένα μελόδραμα έστω αλλά δυνατό. Το κάνει εργάκι εντελώς της σειράς.
Ο σκηνοθέτης θέλησε να σώσει το αποτέλεσμα με μουσική και τραγούδια. Εκτός από τα πρωτότυπα -της μουσικής για την πρώτη παράσταση- του Μίκη Θεοδωράκη πρόσθεσε και άλλα του συνθέτη. Προσεκτικά, διατηρώντας το κλίμα. Αλλά φόρτωσε μουσικά την παράσταση τόσο πολύ που, αντί να καλύψει τις αδυναμίες του έργου και να παραγεμίσει τις ρωγμές του, το κείμενο μοιάζει να καταρρέει κάτω από το ασήκωτο μουσικό βάρος και να συντρίβεται. Και να παραμένουν γυμνά μόνον αυτά τα έξοχα τραγούδια που, άψογα παιγμένα ζωντανά, σε ενορχήστρωση και διδασκαλία Παναγιώτη Τσεβά, και τραγουδισμένα, βασικά, από την εξαίρετη λαϊκή φωνή του Ζαχαρία Καρούνη, συνεχίζουν να συγκινούν ενώ το έργο καταλήγει απλώς ένα πρόσχημα, ένας καμβάς αμελητέος.
Από την άλλη, η παράσταση μοιάζει σκηνοθετημένη ανόρεχτα, με διαρκή μετωπικά στησίματα, κατά παράταξιν, χωρίς νεύρο, βαρετά συμβατική, αβασάνιστη. Και με μία αισθητική ελληνικής ταινίας του ’60, με εύκολες γραφικότητες –οι χαρταετοί κλπ…
Ο Άγγελος Μέντης υπογράφει τα όχι απόλυτα πειστικά σκηνικά -φωτισμένα από τον Αντώνη Παναγιωτόπουλο- και τα κοστούμια, όπου τα χρώματά του είναι αρμονικά δεμένα αλλά όλα δείχνουν σαν κυριακάτικα ενώ δεν λείπουν και τα λάθη: η Κυρά-Χρυσή είναι μάνα πειστικά μαυροντυμένη για κηδεία του γιου της; Η Ξένια, ναι, είναι πλούσια αλλά μπορεί να πηγαίνει να συναντήσει τον Αντρέα στην Δραπετσώνα τόσο προσεγμένα ντυμένη, με «νόστιμες πινελιές», όταν μάλιστα είναι δακτυλοδεικτούμενη και της την έχουν στημένη; Εκτός και αν είναι ηλίθια. Μόνο στην τελευταία σκηνή της βρίσκεται η ενδυματολογική ισορροπία. Όσο για την τουαλέτα της στην πρώτη της σκηνή το λάθος είναι χοντρό: η μακαριά γίνεται -όπως και αναφέρεται στο κείμενο- μεσημέρι. Πώς είναι δυνατόν μεσημεριάτικα, όπου και να πηγαίνει με τον «ντιντή», να είναι ντυμένη με βραδινή τουαλέτα; Ευπρεπείς αλλά ανόρεχτες μου φάνηκαν και οι χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού.

Οι ερμηνείες. Η παράσταση δεν ευτυχεί και στη διανομή της παρά τους πολλούς καλούς, κατά βάση, ηθοποιούς που αυτή διαθέτει. Η καλή Μαρίνα Ασλάνογλου φοβάμαι πως δεν έχει πρωταγωνιστική λάμψη. Επιπλέον εδώ είναι και άνευρη, τόσο που να μην ακούγεται σε ορισμένες σκηνές. Βρίσκει τον καλό εαυτό της και αποκτάει τη σωστή δραματική ένταση μόνο στη σκηνή της σύγκρουσης με τον Αντρέα και στην τελευταία. Δεν βρήκα και τον Νίκο Ψαρρά, αν και κατάλληλο για το ρόλο του Αντρέα, στα καλύτερά του -και πολύ αδύναμος φωνητικά στα τραγούδια. Αλλά εκείνο που, κυρίως, δεν βρήκα είναι αυτό που λένε πια «χημεία» ανάμεσα στο ζευγάρι.

Ο Ταξιάρχης Χάνος, ηθοποιός ταλαντούχος, συνεχίζει ένα σκηνικό δρόμο αυτιστικό: παίζει με έπαρση, σαν να μην συνδιαλέγεται με κανέναν άλλο ηθοποιό επί σκηνής, πόσω μάλλον εδώ που ο ρόλος του βασικά όλο σόλα είναι. Και παίζει μόνο με την _ πολύ καλή αλλά ποσταρισμένη _ φωνή του: ρυθμοί, «μελίσματα», μελετημένες κορόνες που αγγίζουν την κραυγή για να εκμαιεύσουν το χειροκρότημα… Μα δεν πρόκειται για όπερα. Κρίμα.
Άλλη μία πολύ καλή ηθοποιός, η Ελένη Ουζουνίδου, εδώ στραβοπατάει: η καλομακιγιαρισμένη χαροκαμένη μάνα Κυρά-Χρυσή σε όλες τις σκηνές μετά την κηδεία είναι μέσα στο χαμόγελο και στην τσαχπινιά σαν να έχει ξεχάσει εντελώς τι της έχει συμβεί… Ο σκηνοθέτης αυτό δεν το είδε; Υπερβολικός, φωνασκεί ο Χρήστος Νίνης. Άπειρο και αδύναμο το ζευγάρι Μίλτος/Γιάννης Σοφολόγης και Λενιώ/Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη.
Από τους υπόλοιπους να ξεχωρίσω, σε μία παράσταση όπου από όλους λείπει η αλήθεια -σαν να διεκπεραιώνουν μόνο-, την Κατερίνα Γιαμαλή με τη θαυμάσια φωνή, την Τάνια Παλαιολόγου, την Άνδρη Θεοδότου, την Λουκία Στεργίου.
Το συμπέρασμα. Αν συνεχίζετε και δεν έχετε βαρεθεί να τρέφεστε με τις παλιές ελληνικές ταινίες, μπορεί και να σας αρέσει. Αν θέλετε να ακούσετε κλασικά τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, θα συγκινηθείτε και ίσως ενθουσιαστείτε. Αν θέλετε να δείτε καλό θέατρο, θα σας απέτρεπα. Μένοντας, προσωπικά, με την απορία: το Εθνικό Θέατρο γιατί διάλεξε να παρουσιάσει ΑΥΤΟ το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη;

Εθνικό Θέατρο / Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», 20 Νοεμβρίου 2013.

November 23, 2013

Η θριαμβευτική έξοδος ταιριάζει στον Γιάννη Χουβαρδά

Το έργο. 1865. Ο Αμερικανικός Εμφύλιος μόλις έχει λήξει με τη νίκη των Βορείων. Ο ταξίαρχος -απ’ την πλευρά των νικητών- Έζρα Μάνον, πρώην δικαστής και δήμαρχος στην πόλη του, επιστρέφει στο σπίτι του, το αρχοντόσπιτο των Μάνον, κάπου στην Νέα Αγγλία. Το οικογενειακό κλίμα είναι βαρύ. Η γυναίκα του Έζρα, η Κριστίν, που ανέκαθεν σιχαινόταν τον άντρα της, έχει γίνει ερωμένη του Άνταμ Μπραντ, καπετάνιου ιστιοφόρου, ο οποίος θα αποδειχθεί πως δεν είναι παρά πρώτος εξάδελφος του Έζρα, γιος του Ντέιβιντ, αδελφού του πατέρα του, και της Μαρί Μπραντόμ, μιάς καναδέζας γκουβερνάντας στο σπίτι των Μάνον, που ο Έιμπ, ο πατέρας του Έζρα, τους έδιωξε από το σπίτι με την πρόφαση πως η σχέση αυτή ήταν ανάρμοστη αλλά, ουσιαστικά, επειδή ήταν και ο ίδιος ερωτευμένος με την κοπέλα _ η αρχοντική οικογένεια βαρύνεται από παλιά με αμαρτήματα.
Η Λαβίνια, η στυγνή κόρη του Έζρα και της Κριστίν, που αλληλομισιέται με τη μητέρα της και μοιάζει νοσηρά δεμένη με τον πατέρα της, έχει ανακαλύψει τη σχέση της Κριστίν με τον Άνταμ με τον οποίο είναι και η ίδια ερωτευμένη, τους έχει παρακολουθήσει και εκβιάζει την Κριστίν: δεν θα μιλήσει στον πατέρα της μόνον αν η Κριστίν δεν ξαναδεί τον εραστή της. Η μόνη λύση στην οποία η Κριστίν ελπίζει είναι ο θάνατος του Μάνον που έχει κάποιο πρόβλημα με την καρδιά του. Δεν μπορεί όμως να περιμένει τη μοίρα. Ο Άνταμ την προμηθεύει με δηλητήριο σε χάπια και, όταν η Κριστίν φέρνει τον άντρα της στα όριά του αποκαλύπτοντας τη σχέση της κι εκείνος παθαίνει καρδιακή κρίση, δεν του δίνει τα χάπια του αλλά τα δικά της. Ο Έζρα Μάνον πεθαίνει αφού προλάβει να πει στην Λαβίνια πως η μάνα της είναι η ένοχη για το θάνατό του.
Όταν γυρίσει και ο Όριν, ο γιος των Μάνον, ένας νέος προσκολλημένος στη μητέρα του που ο Έζρα έστειλε στον πόλεμο «για να γίνει άντρας», η Κριστίν θα του κατηγορήσει με κάθε τρόπο την Λαβίνια, προσπαθώντας να τον πείσει πως η αδελφή του είναι τρελή και πως όσα ακούσει από το στόμα της θα είναι αποκυήματα της φαντασίας της. Η Λαβίνια, όμως, θα πάρει τον Όριν μαζί της στην Βοστόνη και θα παρακολουθήσουν τη μάνα τους που πηγαίνει, μετά την κηδεία, στο πλοίο του Μπραντ για να τον συναντήσει: τους ακούν να μιλάνε -σχεδιάζουν να το σκάσουν. Ο Όριν πείθεται. Μόλις η Κριστίν φεύγει, πυροβολεί τον Μπραντ και τον σκοτώνει. Όταν γυρίσουν σπίτι και το αποκαλύψουν στη μητέρα τους, εκείνη αυτοκτονεί.
Ένα χρόνο μετά ο Όριν και η Λαβίνια γυρίζουν στο σπίτι από ένα μεγάλο ταξίδι που έχουν κάνει στην Ανατολή και στα νησιά του Ειρηνικού. Το σπίτι μοιάζει στοιχειωμένο. Ο Όριν βλέπει παντού φαντάσματα. Και μισεί πια την Λαβίνια – σαν να έχουν πάρει τη θέση των γονιών τους και να έχουν κληρονομήσει το μίσος που αισθανόταν μεταξύ τους εκείνοι. Ο Όριν γράφει την απόκρυφη ιστορία των εγκλημάτων της γενιάς των Μάνον και αφήνει ένα φάκελο με το χειρόγραφο στη φίλη και γειτόνισσά τους, την Χέιζελ, για να τον ανοίξει αν κάτι του συμβεί. Μετά αυτοκτονεί. Η Λαβίνια, σε απόγνωση πια, προσπαθεί να πείσει τον αδελφό της Χέιζελ, τον Πίτερ, που την είχε ζητήσει σε γάμο και εκείνη είχε αρνηθεί όταν ο πατέρας της ζούσε, να παντρευτούν. Ο Πίτερ όμως δεν θέλει πια. Η Λαβίνια λέει, τότε, στον γέρο κηπουρό Σεθ να καρφώσει τα παράθυρα του αρχοντικού. Εκεί θα μείνει κλεισμένη μέχρι το τέλος, μόνη, φορτωμένη το πένθος, τις αναμνήσεις και τις τύψεις της –η τελευταία των Μάνον.


Ο Γιουτζίν Ο’Νίλ με την τριλογία του «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» (1931) κάνει ένα παράτολμο βήμα στην πορεία του ως συγγραφέας: μεταγράφει την «Ορέστεια» του Αισχύλου, τη μόνη σωζόμενη τριλογία του αρχαίου ελληνικού δράματος, στη σύγχρονη εποχή επιλέγοντας ως χρόνο που διαδραματίζεται την αμέσως μεταπολεμική εποχή του Αμερικάνικου Εμφυλίου και με ακριβείς αντιστοιχίες: οι καταραμένοι Ατρείδες του Αισχύλου γίνονται οι καταραμένοι Μάνον, τρία έργα που συνδέονται στενά, ως συνέχεια το ένα του άλλου -«Ο γυρισμός», «Οι κυνηγημένοι», «Οι στοιχειωμένοι», οι τίτλοι τους- και που αντιστοιχούν στις τρεις τραγωδίες της «Ορέστειας» -«Αγαμέμνων», «Χοηφόροι», «Ευμενίδες»-, τα ανάλογα πρόσωπα -που ακόμα και τα ονόματά τους έχουν ένα τουλάχιστον γράμμα που να παραπέμπει στα ονόματα των ηρώων της «Ορέστειας»-, κουτσομπόληδες κάτοικοι της πόλης της Νέας Αγγλίας όπου ζουν οι Μάνον, οι οποίοι σχολιάζουν τα τεκταινόμενα ως άλλος Χορός, καταστάσεις ανάλογες αλλά προσαρμοσμένες στη σύγχρονη πραγματικότητα, μερικά πρόσθετα θέματα διακριτικά προστεθημένα… Όλα ζυγισμένα και δεμένα με μεγάλη προσοχή, όλα αντιστοιχημένα με εξαιρετική δεξιοτεχνία.
Και τη θέση της μοίρας έχει πάρει η σύγχρονη ψυχολογία και ο Φρόιντ που τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, όταν το έργο γραφόταν, βασιλεύει. Τα φροϊδικά συμπλέγματα της Ηλέκτρας και του Οιδίποδα ανάγλυφα φωτίζουν τις σχέσεις Λαβίνια – Έζρα και Όριν – Κριστίν, αντίστοιχα, και κινούν τις πράξεις τους. Φυσικά, σήμερα, που ο φροϊδισμός έχει δώσει τη θέση του σε νεότερες θεωρίες και η ψυχολογία έχει προχωρήσει, το έργο μοιάζει κάπως «παλιό» και αφελές -πολύ «αμερικάνικο»… Ούτε μπορεί να συγκριθεί με την πρωτότυπη «Ορέστεια». Χωρίς, όμως, να έχει χάσει το μέγεθός του. Και σίγουρα δεν παύει να θεωρείται ένας σταθμός στη δραματουργία του Ο’Νιλ αλλά και γενικότερα στην ιστορία του θεάτρου.
Η παράσταση. Ο Γιάννης Χουβαρδάς, έχοντας όλα αυτά υπόψιν του, λειτούργησε ως ένας σκεπτόμενος, σύγχρονος και σίγουρος πια για τον εαυτό του σκηνοθέτης που έχει ξεπεράσει το στάδιο των σκηνοθετισμών. Η σκηνοθεσία του είναι μοντέρνα χωρίς να επιδιώκει να προβάλει το σκηνοθέτη. Προβάλλει το έργο -το κείμενο- και μέσω αυτού τη σκηνοθετική άποψη.
Επεξεργάστηκε αποτελεσματικά μαζί με τον Σάββα Κυριακίδη το κείμενο στη σωστή, στο κλίμα του έργου, μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, συνέπτυξε την απαγορευτικής διάρκειας έκταση της τριλογίας, έσμιξε το ρεαλισμό και τις μεταφυσικές διαστάσεις της μέσα από ένα συγκρατημένο στιλιζάρισμα και υπερπήδησε το εμπόδιο του ξεπερασμένου «Χορού» με ένα έξυπνο εύρημα: οι κουτσομπόληδες συμπολίτες των Μάνον στη μικρή πόλη της Νέας Αγγλίας έγιναν τέσσερις σύγχρονοι θεατές της παράστασης, που σηκώνονται και, σιγά – σιγά, παρεμβαίνουν και σχολιάζουν διαρκώς τα επί σκηνής τεκταινόμενα, σαν αόρατοι από τους Μάνον. Το εύρημα λειτουργεί ως μοχλός αποστασιοποίησης και -με το χιούμορ του- αποφόρτισης από το βαρύ κλίμα του έργου. Θα παρατηρήσω μόνον πως τα κείμενα των «θεατών» κάποιες στιγμές πλατειάζουν και παρατραβάνε -το τηλεφώνημα από το κινητό, για παράδειγμα- και πως, όταν αυτό συμβαίνει, τότε η ισορροπία κλυδωνίζεται.
Η παράσταση, παράσταση με μέγεθος και ατμόσφαιρα υποβλητική, παγωμένη, αμείλικτη, που σχεδόν δέος προκαλεί, κυλάει με τους αργούς ρυθμούς που πρέπουν σ’ αυτό το αργόσυρτο δράμα, μπροστά ή πίσω από μία βαριά γκρίζα, γυμνή, μεταλλική αυλαία πυρασφάλειας η οποία ανεβοκατεβαίνει αργά, απειλητικά, σαν λεπίδι λαιμητόμου, σε ένα σκηνικό χώρο τη διαμόρφωση του οποίου υπογράφει ο σκηνοθέτης και που ορίζεται βασικά με ζωντανές βιντεοπροβολές -κάμερες που μεγεθύνουν τα πρόσωπα των ηρώων, τονίζουν χαρακτηριστικά τους, δείχνουν, φωτίζουν, ζουμάρουν σε λεπτομέρειες, αποκαλύπτουν… Σπάνια -για να μην πω ποτέ…- έχω δει τόσο ισορροπημένη και σοφή, καίρια θα έλεγα χρήση του -πολυχρησιμοποιημένου και, συνήθως, επί ματαίω…- βίντεο. Και σπάνια έχω δει μία μοντέρνα παράσταση να μεταφέρει τόσο επιτυχημένα –αλλά καθόλου δουλικά και άγονα- το πνεύμα ενός έργου και του συγγραφέα του υπηρετώντας ταυτόχρονα μία ιδιαίτερα υψηλή αισθητική.
Με αποκορύφωμα τη συγκλονιστική σκηνή όπου το «Ω, Σεναντόα», το αμερικάνικο παραδοσιακό τραγούδι -επιλογή του ίδιου του Ο’Νιλ- που, διδαγμένο θαυμάσια από την Μελίνα Παιονίδου, εύστοχα γίνεται το λάιτ μοτίφ -το βασικό θέμα- στην παράσταση, ξεφεύγοντας από το μελαγχολικό, νοσταλγικό, λυπητερό, σχεδόν πένθιμο χαρακτήρα του, φτάνει να αποκτήσει εμβατηριακό χαρακτήρα Εθνικού Ύμνου καθώς το τραγουδούν όλοι οι ήρωες του έργου καθισμένοι στα δύο κεντρικά θεωρεία του πρώτου ορόφου του θεάτρου -δεξιά οι άντρες, αριστερά οι γυναίκες. Μία σκηνή που, εμένα τουλάχιστον, κατευθείαν με παρέπεμψε στη -σύγχρονη με την εποχή του έργου- δολοφονία του Λίνκολν, μία δολοφονία που έλαβε χώρα στο θεωρείο ενός θεάτρου και που δεν είναι δύσκολο να συνδεθεί με τα θέματα της τριλογίας του Ο’Νιλ.
Η συμβολή του Λευτέρη Παυλόπουλου με τους φωτισμούς του στο επιβλητικό αποτέλεσμα, πολύτιμη. Για άλλη μια φορά. Η Ιωάννα Τσάμη, με τα κοστούμια εποχής που σχεδίασε, πρέπει να υπολογιστεί ως παράγοντας αποφασιστικός στην επιτυχία αυτή: σαγηνευτικά! Ειδικά τα κρινολίνα της Κριστίν και της Λαβίνια, άψογα φορεμένα από τις δύο ηθοποιούς, γράφουν ιστορία.
Οι ερμηνείες. Η επιτυχία της παράστασης έγκειται και στη διανομή της. Όσο και στη διδασκαλία των ηθοποιών από τον Γιάννη Χουβαρδά. Και αν ο Αργύρης Πανταζάρας και, κυρίως, η Γιούλικα Σκαφιδά δείχνουν κάπως ανώριμοι ακόμα, οι υπόλοιποι αποζημιώνουν. Η εκλεκτή Μάγια Λυμπεροπούλου, η Θέμις Μπαζάκα, ο Χάρης Τσιτσάκης, ένας διακριτικός αλλά πολύτιμος ηθοποιός, και ο Γιώργος Κοτανίδης συγκροτούν ένα έξοχα δεμένο κουαρτέτο Θεατών / Χορό. Ο Γιώργος Γάλλος στέκεται στα πόδια του με σιγουριά. Με μία ωριμότητα, με μία πληρότητα, πλημμυρισμενος από τη γαλήνη της εγκαρτέρησης, ο Σεθ του Χρήστου Στέργιογλου. 
Ο Χρήστος Λούλης, ηθοποιός εξαίρετος, εδώ φλερτάρει λίγο με την μανιέρα· δεν τη χρειάζεται καθόλου, τον διαβεβαιώνω. Ο Ακύλλας Καραζήσης είναι ένας συγκλονιστικός, πατριαρχικός αλλά και βαθύτατα ανθρώπινος Έζρα Μάνον, ένας Αγαμέμνων του Εμφύλιου με μέγεθος. Στην παράσταση, βέβαια, τελικά, κυριαρχούν η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη/Κριστίν Μάνον και η Μαρία Πρωτόπαππα/Λαβίνια Μάνον: ένα ντουέτο άριστα δεμένο, ένας Ιανός με δύο πρόσωπα αλλά κοινή ψυχοσύνθεση. Αγέρωχες, άκαμπτες, μητριαρχικές, ανδροβόρες, η Κριστίν της Καραμπέτη διέπεται από μία θηλύτητα, έναν αισθησιασμό, η Λαβίνια της Πρωτόπαππα από μία πουριτανική σκληρότητα, σαν κοφτερό μαχαίρι, σαν ένα στεγνό κόκαλο -οστά γεγυμνωμένα- που αποκτά σάρκα, που ανθίζει μόνο μετά το θάνατο της μάνας της για να επανέλθει στην ακαμψία της στην τελευταία σκηνή. Δύο ερμηνείες που δεν μπορείς όχι απλώς να παραβλέψεις αλλά με τίποτα να ξεχάσεις.
Το συμπέρασμα. Μία υποβλητική και επιβλητική, σοφά μοντέρνα παράσταση που σέβεται το κείμενο. Μόλις που προλαβαίνετε να τη δείτε. Αν χάσετε την ευκαιρία, το κρίμα στο λαιμό σας. Η τελευταία παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά στο Εθνικό Θέατρο, πριν αποχωρήσει από την -καρποφόρα- καλλιτεχνική διεύθυνσή του, είναι μία θριαμβευτική έξοδος. Που θα γράψει -σημείο αναφοράς- στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.

Εθνικό Θέατρο / Κτίριο Τσίλερ – Κεντρική Σκηνή, 10 Μαρτίου 2013, 31 Μαρτίου 2013, 16 Νοεμβρίου 2013.

November 21, 2013

Ζωζώ ναι, Παπαβασιλείου όχι…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 21 Νοεμβρίου 2013

«Έγραψαν ότι παζαρεύουμε το θέατρο ‘Άλμα’. Δεν είναι αλήθεια αλλά δεν διαψεύστηκε ποτέ» δήλωσε σε συνέντευξή του στην Έφη Μαρίνου, που δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ο νεόκοπος θεατρικός επιχειρηματίας Φάνης Κιρκινέζος του «Ακροπόλ» -ο οποίος, ωσαύτως, δήλωσε και Μ-Λ ΚΚΕ. Και συμπλήρωνε πως «μερικές φορές» υπάρχει παραπληροφόρηση εκ μέρους του Τύπου. Α, ναι;



Επειδή για το θέμα έγραψα στη στήλη «Το Τέταρτο Κουδούνι» δυο φορές -στις 27 Ιουνίου 2013, ως είδηση, γιατί οι συζητήσεις είχαν προχωρήσει, και στις 25 Ιουλίου πως ο κ. Κιρκινέζος έκανε πίσω για το «Άλμα»-, μήπως, για να σιγουρευτούμε αν όντως υπήρξε «παραπληροφόρηση», θα πρέπει να ρωτήσουμε την Κατερίνα Μαραγκού του «Άλμα»; Και τον Βίλη Ανδρέου του «Άλμα» επίσης; Και τον Στέλιο Μάινα τον οποίο επρόκειτο να στεγάσει εκεί με το θίασό του ο κ. Κιρκινέζος, για ν’ ανεβάσουν την «Τίρζα»; Και το σκηνοθέτη της «Τίρζα», της παράστασης που τελικά βρήκε στέγη στο «Ιλίσια», Κώστα Φιλίππογλου; Ίσως αυτοί μας διαφωτίσουν περισσότερο.


                                                                   


Καλά κρασά… Άρχισαν και στο ΚουΘουΒουΕ οι ματαιώσεις -ε, μα κι αυτός ο Γιάννης ο Βούρος δεκαεννιά παραγωγές ανάγγειλε για τη φετινή σεζόν, ζήλεψε, προφανώς, τις είκοσι μία του Σωτήρη Χατζάκη στο Εθνικό. Τελικά η μεν Ζωζώ (Σαπουντζάκη) θα ’ναι, δόξη και τιμή, στο καβαφογενούς τίτλου «Με μουσικές εξαίσιες… Με φωνές…!» αλλά δε θα ’ναι ο Βασίλης Παπαβασιλείου.
Που επρόκειτο να κάνει, όπως σας είχα γράψει στις 9 Ιουλίου στο blog κι όπως ο καλλιτεχνικός διευθυντής ανάγγειλε την επομένη στη συνέντευξη Τύπου για το ρεπερτόριο του χειμώνα, το σεξπιρικό «Τρωίλος και Χρυσηίδα». Το Θέατρο δεν μπορεί, λέει, να καλύψει τον προϋπολογισμό της παράστασης…

                                                                                

Πάντως την «Big Day Ίψεν» που το ΚΘΒΕ οργανώνει την προσεχή Κυριακή στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών μ’ αφορμή τον «Πέερ Γκιντ» του τον οποίο παρουσιάζει και στο πλαίσιο μιας σειράς δράσεων με στόχο να συστήσει στο κοινό σημαντικούς συγγραφείς του παγκόσμιου θεάτρου, έργα των οποίων παρουσιάζονται αυτή την περίοδο στις Σκηνές του, και με είσοδο ελεύθερη, ομολογώ πως τη γουστάρω. Ωραία ιδέα: αφιέρωμα στον Νορβηγό, μια μέρα φουλ από Ίψεν -απ’ τις 11 το πρωί μέχρι τις 6 το απόγευμα-, με στρογγυλό τραπέζι, συναντήσεις με νέους ανθρώπους που ασχολήθηκαν με τον Ίψεν, θεατρικό παιχνίδι, εργαστήριο, κινηματογράφο, πρωτότυπες δράσεις, παράσταση ερασιτεχνών… Αν ήμουν στη συμπρωτεύουσα θα πήγαινα.


                                                                            


Συνεργάτης της σκηνοθέτριας της παράστασης Ροδούλας Γαϊτάνου είναι ο Σάιμον Κόρντερ που υπέγραψε τα σκηνικά -και τους φωτισμούς- στην «Σταχτοπούτα» του Ροσίνι που παρουσίασε η Λυρική -το εναρκτήριο της φετινής σεζόν της. Λογικό να τον καλέσει η σκηνοθέτρια να συνεργαστούν και πάλι. Αλλά, αν κρίνω απ’ το κάτω του μετρίου αποτέλεσμα που είδα -αυτοί οι συνδυασμένοι με κατακόκκινη κουρτίνα τοίχοι-χαλκομανία με τα ψευτότουβλα, αυτά τα καθόλου λειτουργικά σκηνικά…-, πιστεύω πως δεκάδες είναι οι έλληνες σκηνογράφοι -που έχουν, τελευταία, περιπέσει σε απραξία- οι οποίοι θα μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά καλύτερα.

                                                                          


Ε, λοιπόν, το… ποδόσφαιρο κατακυριεύει το θέατρό μας φέτος -σύμπτωση αλλά έρχεται να δέσει με την πρόκρισή μας στην τελική φάση του Μουντιάλ της Βραζιλίας. Δε θ’ ανεβάσει μόνον η Βαρβάρα Δούκα στο «Εν Αθήναις» το «Οέ, οέ, οέ, οέ» του Μάξι Ροντρίγκεθ -την είδηση σας την έγραψα στις 13 Οκτωβρίου. Ανεβάζει κι ο ίδιος, αυτή τη φορά, ο «αμετανόητος ΠΑΟΚτσής», όπως δηλώνει, Σταύρος Τσιώλης, ξαναγραμμένο, το έργο του «Ταξιδεύοντας με τον ΠΑΟΚ» στο «Studio Μαυρομιχάλη».
Παρακαλώ χούλιγκανς, μην κλαίτε. Και ειδικά μην επιχειρήσετε τίποτα μαλακίες όπως αυτές που κάνατε -αν είναι δυνατόν!- το 2011 όταν το έργο πρωτοανέβηκε στο «Θέατρο Τέχνης» -επίθεση και ζημιές. Περί θεάτρου πρόκειται, όχι περί τερέν.

   


Δίνουν και παίρνουν φέτος τα διπλά και τα τριπλά ανεβάσματα του ίδιου έργου -ε, μα με τόσους θιάσους, τόσες ομάδες, τόσα θέατρα ποιος να πρωτοανεβάσει τι; Όταν μάλιστα οι άνθρωποι του θεάτρου μας δε διακρίνονται και ιδιαίτερα για το ψάξιμό τους…
«Πέερ Γκιντ» στην Θεσσαλονίκη, λοιπόν, στο ΚουΘουΒουΕ, στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, απ’ τον Γιάννη Μαργαρίτη, «Peer Gynt, no man’s land», διασκευή / δραματουργική επεξεργασία για τρία πρόσωπα του πολυπρόσωπου έργου απ’ την Σέβη Ματσακίδου, σε σκηνοθεσία Αντιγόνης Φρυδά, Ελένης Ζαραφίδου και Βαλάντη Φράγκου -των τριών νεαρών ηθοποιών που παίζουν κιόλας- και στην Αθήνα, στο «Θησείον», απ’ τη θεατρική ομάδα «The 3rd Person Theatre Group». Η οποία μάλιστα έρχεται απ’ την Νορβηγία με τη διάκριση, ειδικά για την παράσταση αυτή, της Διεθνούς Υποτροφίας Ίψεν 2013 απ’ το θεσμό των Βραβείων Ίψεν.

                                                                    


«Ορλάντο» της Βιρτζίνια Γουλφ σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη με την Μαριάνθη Σοντάκη _ εξαιρετική παράσταση κι ερμηνεία καθοριστική, την είδα το 2008, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο «Bios», μην τη χάσετε- στο «Σύγχρονο Θέατρο» απ’ την «Εταιρεία Θεάτρου», «Ορλάντο» και στο «Ιλίσια/Βολανάκης» σε σκηνοθεσία Σάκη Παπακωνσταντίνου με Νίκη Σερέτη. Μόνο για διασκευές -καθότι το έργο, μυθιστόρημα είναι- μη με ρωτήσετε, λίγο μπερδεμένα βρήκα τα πράγματα στα σχετικά δελτία Τύπου…

                                                                               


Γεμάτος… «Βρικόλακες» ο φετινός χειμώνας του ελληνικού θεάτρου. Διότι δε θα ’χουμε μόνο την παράσταση του Στάθη Λιβαθινού στην «Οδό Κεφαλληνίας» με Μπέττυ Αρβανίτη στον βασικό ρόλο της Κυρίας Άλβινγκ. Το δράμα του Χένρικ Ίψεν ήδη ανέβασε για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων κι η νεότερη Ζωή Ξανθοπούλου στο «Studio Μαυρομιχάλη». Κυρία Άλβινγκ, η Μίρνα Μηλιώνη. Ενώ στο θεατράκι της «Εκάτη» το παρουσιάζει, σε σκηνοθεσία της, κι η Βαλεντίνη Λουρμπά – η Χάρις Συμεωνίδου παίζει την Κυρία Άλβινγκ.



Διάβασα ότι το σατιρικό διήγημα «Ο κροκόδειλος» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, που ανέβηκε και παίζεται στο θέατρο «Από Μηχανής» σε σκηνοθεσία Κατερίνας Μπερδέκα, η οποία υπογράφει, μαζί με τον Στράτο Σωπύλη, και τη διασκευή για το θέατρο, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στη ελληνική σκηνή. Κι όμως. Έχει ανεβεί ήδη απ' τη σεζόν 2006/2007. Στο τότε «Άλεκτον», σε σκηνοθεσία Μπάμπη Καλαντζή.