December 29, 2016

Καριέρα ετών 68! ή Ρόδα είναι και (δε) γυρίζει...


Το Τέταρτο Κουδούνι / 29 Δεκεμβρίου 2016 


Περίπτωση! Περιπτωσάρα! Είδα το «Εκείνη» του Φερχούφεν -ενδιαφέρουσα ταινία, με χιούμορ, με σασπένς, εξαιρετική η Ιζαμπέλ Ιπέρ αλλά δεν ενθουσιάστηκα κιόλας, πολύ βαρυφορτωμένο σενάριο, ασήκωτο, το παρατρενάριζε ο σκηνοθέτης... Αλλά αλλού είναι το θέμα μου. Την είδατε την ταινία; Αν ναι, θυμάστε, την ηθοποιό που παίζει την Ιρέν Λεμπλάν, τη γηραιά -πολύ γηραιά αλλά ακμαιοτάτη…- «πλαστικοποιημένη» κυρία μητέρα, στην ταινία, της Μισέλ/Ιπέρ; Αυτή που κάνει σεξ επί πληρωμή μ’ ευσταλή επιβήτορα ο οποίος κυκλοφορεί τσιτσίδι και τον οποίο τους αναγγέλλει -πριν πέσει ξερή, προφανώς απ’ τη σύγχυση που της προκαλεί η αντίδραση της κόρης της…- ότι σχεδιάζει να τον παντρευτεί; Ζουντίτ Μαγκρ!
Τη θυμήθηκα από ταινίες του Λελούς, του Μαλ, του ντε λα Πατελιέρ, του ντε Σίκα, του Ντερέ, του Λετεριέ, του Ζιρό…-δεκαετίες ’70 και ’80. Όχι ιδιαίτερα όμορφη αλλά πολύ «θηλυκή», πολύ κομψή, με γαλική φινέτσα, με προσωπικότητα και ταλέντο, όχι σε πρώτους ρόλους αλλά να «γράφει» στην οθόνη –αφού ακόμα τη θυμάμαι στο «Le Voyou» (δε μου ’ρχεται ο ελληνικός τίτλος ούτε τον βρίσκω) του Λελούς, πολύ αρχές δεκαετίας του ’70, ζευγάρι, στην ταινία, με τον Σαρλ Ντενέ -άλλον πολύ καλό γάλο ηθοποιό.
Γκουγκλάρω για περισσότερα και μένω έκπληκτος: γεννημένη το 1926! Ήτοι ετών 90! (Τα ’χει ήδη κλείσει στις 20 Νοεμβρίου, πάτησε τα 91). Με πάνω από 60 ταινίες και πάνω από 50 τηλεοπτικές εμφανίσεις στο ενεργητικό της, αρχής γενομένης απ’ το 1948, και χωρίς αναπαμό μέχρι και φέτος. Και με, πάνω-κάτω, 100 θεατρικές παραστάσεις. Σε ρόλους, εδώ, πρωταγωνιστικούς. Με, επίσης -ή και πιο-, διακεκριμένους σκηνοθέτες. Σε κορυφαία γαλικά Θέατρα και φεστιβάλ. Αρχής γενομένης απ’ το 1952. Διότι η Ζιντίτ Μαγκρ κάνει, παράλληλα με το σινεμά και την τηλεόραση, ΚΑΙ θέατρο. Επίσης χωρίς αναπαμό. 
Ο τελευταίος της -προς το παρόν υποθέτω…- θεατρικός ρόλος, πέρσι, η Γιαγιά Ροζ στον «Όσκαρ» του Σμιτ, που εδώ την έπαιξε η Τζένη Ρουσσέα πλάι στον Δημήτρη Λιγνάδη.
Αλλά, στο μεταξύ, στο θέατρο και τι δεν έχει παίξει… Από αρχαία ελληνική τραγωδία μέχρι φάρσα, από Τσέχοφ μέχρι Γκομπρόβιτς, από Μολιέρο και ντε Ρόχας και Κλοντέλ και Σο μέχρι Σαρτρ, από Γκόρκι και Μπρεχτ και Nτίρενματ μέχρι Παζολίνι, από Ζιροντού μέχρι Στόπαρντ, από Ο’ Κέισι και Τενεσί Γουίλιαμς και Όσμπορν μέχρι Φόσε και Oυέσκερ, από Γκόρκι και Καμί και Άλμπι και Ανούιγ και Κοκτό μέχρι Βιτέζ και Αραγκόν και Έντουαρντ Μποντ και Σινιστέρα και Κοπί, από Μπέρνχαρντ και Κολτές μέχρι Σέρμαν, και…, και… Τα κέρατά της! Με βραβεία στην τσάντα της.
Και για να τη φέρω πιο κοντά μας επισημαίνω ότι ήταν η Κασσάνδρα στις «Ορέστειες» του 1955 και του 1962 του Ζαν-Λουί Μπαρό, έχει κάνει και την άλλη Κασσάνδρα, των «Τρωάδων», στην παράσταση του Μιχάλη Κακογιάννη, στο φεστιβάλ της Αβινιόν, έχει παίξει στο «Σαν Έλληνας» του Μπέρκοφ μέχρι και «Ισμήνη του Ρίτσου έχει κάνει.
Αδιάλειπτη καριέρα 68 (!!!) χρόνων -μπορεί και μεγαλύτερη, το διαδίκτυο δεν είναι πάντα ακριβές. Δύσκολο να ’χει προηγούμενο. Και επόμενο. Καλά να ’ναι η Κυρία Ζιντίτ Μαγκρ.



Δεν κάθεται στ’ αυγά του το ΚΘΒΕ: στο act4Greece, την πρωτοβουλία της Εθνικής Τράπεζας, που στηρίζεται στη συμμετοχική χρηματοδότηση, μπήκε, με στόχο τη συντήρηση του Θεάτρου Δάσους και τη λειτουργία επισκέψιμου φροντιστηρίου, στην έκδοση ψηφιακού λευκώματος για έξυπνες συσκευές και υπολογιστές, με τον τίτλο «Το αρχαίο δράμα στο ΚΘΒΕ-Παραστάσεις στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου και άλλες σκηνές», που διατίθεται δωρεάν, περιέχει οπτικοακουστικό υλικό και πληροφορίες για τις παραστάσεις του ΚΘΒΕ στην Επίδαυρο και στ’ άλλα αρχαία θέατρα της Ελλάδας και θα μπορεί ο καθένας να το κατεβάσει και να το αποθηκεύσει στο τάμπλετ, το κινητό ή τον υπολογιστή του, σ’ όλο τον κόσμο, προχώρησε, προσφέροντας ψηφιακά μια ζωντανή περιήγηση στον αρχειακό πλούτο του, μέχρι και στο υπό κατασκευή μετρό της Θεσσαλονίκης κατέβηκε, στη στάση «Πανεπιστήμιο», για να παρουσιάσει μια μουσικοεικαστική περφόρμανς -δεκατρείς σκηνές της καθημερινότητας-, οι «Ανασκαφές» του -«Θεσσαλονίκη-Ανασκαφή» ο τίτλος των δράσεων, με όχημα κείμενα σαλονικιών λογοτεχνών αλλά και μουσικές και τραγούδια-, με τις οποίες το Θέατρο περιηγείται σε αγαπημένα σημεία συνάντησης της πόλης ενισχύοντας τους δεσμούς του μαζί της, έφτασαν τον αριθμό 3, και… και...
Τελικά, αστεία-αστεία, δυσκολίες με τα λεφτά, αλλά ο Γιάννης Αναστασάκης, ο καλλιτεχνικός διευθυντής, κι η Μαρία Τσιμά, η αναπληρώτρια -που ’χουν καταφέρει να περιορίσουν και το χρέος του ΚΘΒΕ- κάνουν δουλειά στην Θεσσαλονίκη. Πολλή δουλειά. Κι, όπως φαίνεται, καλή. Το ’χα προβλέψει -το ’νοιωθα ότι έτσι θα γίνει. Ε, ας τ’ ακούει και το υπουργείο Πολιτισμού.





Μήπως γελοιοποιήθηκε εντελώς ο Δήμος Αθηναίων μ’ αυτή την ιστορία με τη Ρόδα στο Σύνταγμα; Και τώρα προσπαθεί να βγει κι από πάνω; Ακούστε: εκδίδει, ως μεταμοντέρνος Πόντιος Πιλάτος, και μας στέλνει δελτίο Τύπου με τον τίτλο «Ο Δήμος Αθηναίων ζητά την απομάκρυνση της Ρόδας από το Σύνταγμα»!!! Καλέ, από ποιον τη ζητά; Μόνη της ήρθε κι εγκαταστάθηκε η Ρόδα στο Σύνταγμα; 
Ρόδα είναι και (δε) γυρίζει... (Επιθεώρηση ΠΟΥ είσαι;). 
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…


Αυτή κι αν είναι επιδραστικότητα! Της παράστασης της Μιμής Ντενίση «Σμύρνη μου, αγαπημένη». Που παίχτηκε στον «Ελληνικό Κόσμο» για τρίτη σεζόν, φουλαριστή, και τώρα συνεχίζει στο -ενοικιαζόμενο πλέον…- Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Δεν ξέρω, βέβαια, αν πρέπει να το χαρακτηρίσω επιδραστικότητα το φαινόμενο ή μιμητισμό. Το θέατρό μας πάντα την είχε τη μιμητική διάθεση… Ειδικά αν έβλεπε επιτυχία, βουρ! Έτσι η μια μετά την άλλη ξεφυτρώνουν οι παραστάσεις -μεγάλες και μικρές- με θέμα την Σμύρνη, την Μικρασία, την Μικρασιατική Καταστροφή… 


Ιδού, όμως, τώρα και ταινία. Αναλόγου θέματος: «Η Ρόζα της Σμύρνης» του Γιώργου Κορδέλλα. Δεν έχω διαβάσει το μυθιστόρημα απ’ το οποίο είναι «εμπνευσμένη» αλλά χωριό που φαίνεται… Φαντάζομαι θα διαβάστηκε -του 2004 είναι (Εκδόσεις Πατάκη)- από κυρίες -ειδικά απογόνους Μικρασιατών- σε καλοκαιρινές αμμουδιές κατά κόρον…
Αυτό, πάντως, που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο -ποιον κινηματογράφο δηλαδή;…- και που το δα, ε, όχι! Ο ελληνικός κινηματογράφος του 2016 να κάνει στροφή 180 μοιρών και πρόσω -δηλαδή όπισθεν- ολοταχώς να κατευθύνεται προς τη δεκαετία του ’60 και τις ταινίες του Νίκου Ξανθόπουλου και της Άννας Ιασωνίδου. Που εκείνες, μάλιστα, είχαν μια αλήθεια κι έναν πριμιτιβισμό τα οποία τις αθώωναν ενώ η τωρινή τα στερείται παντελώς.
Εδώ είδα ένα μελό απίστευτων απιθανοτήτων - με κρυμμένα μυστικά, γάμους ορθόδοξους χριστιανικούς ημιτελείς που τους διακόπτουν βίαια ερωτευμένοι Τούρκοι, ματωμένα νυφικά απ’ το 1922 με καταχωνιασμένα στις τσέπες τους γράμματα μαμάδων, που κανείς δεν τα βρήκε ποτέ επί δεκαετίες ούτε τρίφτηκαν απ’ το χρόνο, με επιστολές που ποτέ δεν ανοίχτηκαν, με νόθα παιδιά που σκοτώθηκαν σε ατυχήματα, με θυρίδες (όχι της λίστας Λαγκάρντ) ξεχασμένες σ ελβετικές τράπεζες και ελληνοτουρκικούς έρωτες που καταπιέστηκαν επί 65 χρόνια κι όταν οι εραστές, επιτέλους, συναντιούνται πεθαίνουν ΚΑΙ οι δυο -ο ένας στο νοσοκομείο, από καρκίνο, η άλλη στην ακτή του Βοσπόρου, από, καρδιακό προφανώς-, και.. και…- κακήν-κακώς προχειροστημένο και με ηθοποιούς -απ’ τους οποίους ορισμένους εκτιμώ έως και πάρα πολύ- που ο καθένας τους κάνει ό,τι του κατέβηκε με αποτελέσματα που αγγίζουν τα όρια του τίποτα, της υπερβολής, για να μην πω και του γελοίου, συν κάποιους Τούρκους, προφανώς ερασιτέχνες, ανεκδιήγητους. Για να μη μιλήσω για ρυθμούς και λοιπά στοιχεία… Δηλαδή , έλεος! Είδα σε κριτικές και κάτι δυο αστεράκια -αχ, αυτά τ’ αστεράκια, τι πληγή…- που μεταφράζονται σε «ενδιαφέρον», λέει, και απόρησα… Μα πολύ.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…



Δεν το κατάλαβα αυτό -μου φαίνεται ακατανόητο. Στις «Ροές -όπου παίζεται ο βασισμένος στο έργο του Σέξπιρ «Ριχάρδος Β΄» σε σκηνοθεσία Έφης Μπίρμπα, με τον Άρη Σερβετάλη στον επώνυμο ρόλο, κι όπου τόσο προσεγμένη δουλειά γίνεται τα τελευταία χρόνια- η θεατρική επιχείρηση κατάργησε, φέτος, την αρίθμηση των θέσεων, όπως με πληροφόρησε η αναγνώστρια κ. Ειρήνη Γκοτζίλα κι όπως το διασταύρωσα κι από φίλο που πήγε στην παράσταση -εγώ δεν πρόλαβα ακόμα να τη δω. Γιατί; Για να ταλαιπωρούνται οι θεατές; Διότι, εξάλλου, όπως μαθαίνω, η παράσταση πάει πολύ καλά, άρα έχει πολύ κόσμο. Θυμήθηκα εποχές, δεκαετίες πίσω, στα παιδικά μου χρόνια, στον Βόλο, όταν, για να δούμε περιοδεύοντες θιάσους, πηγαίναμε και μια και δυο ώρες πριν, για να πιάσουμε καλή θέση στα κινηματοθέατρα που δεν είχαν αρίθμηση, όπου έπαιζαν. Μήπως πρέπει να το ξανασκεφτούνε;




Η Πάολα -σιγά μη δεν έγραφα κι εγώ για Πάολα και δεν έπαιρνα θέση...- θα τραγουδήσει και συνοδεία τσεμπάλου, τώρα; Στο Τρίτο Πρόγραμμα;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

December 28, 2016

Και η Άννα Βαγενά ανεβάζει τον «Παπαγάλλο» της Σοφίας Τρικούπη


Το πεζογράφημα του 1903 «Ο παπαγάλλος μου» (σύμφωνα με την παλαιά ορθογραφία του τίτλου) της Σοφίας Τρικούπη, κόρης και αδελφής πρωθυπουργών της Ελλάδας -του Σπυρίδωνος και του Χαρίλαου αντίστοιχα- και ανεψιά του επίσης πρωθυπουργού Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, αδελφού της μητέρας της, με ρίζες και σε άλλες ιστορικές οικογένειες, θα παρουσιάσει απ’ το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου, ως μονόλογο, και σε δική της σκηνοθεσία, η Άννα Βαγενά στο «Μεταξουργείο» της.
«Πάντα με γοήτευαν οι γυναίκες που έζησαν στην σκιά μεγάλων ανδρών. Οι μάνες, οι αδελφές, οι σύζυγοι, οι ερωμένες, που στάθηκαν σιωπηλά, σ' όλη τους τη ζωή, δίπλα σε ισχυρές προσωπικότητες της πολιτικής ή της τέχνης και που ποτέ τα ονόματά τους δε γνώρισαν την δημοσιότητα των ανδρών που συντρόφεψαν. Όμως, ίσως, πολλές φορές χωρίς αυτές να μην υπήρχαν κι οι σύντροφοί τους» λέει η Άννα Βαγενά. Που διευκρινίζει ότι διάβασε το βιβλίο, έκδοση της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων (2013), η οποία το δώρισε, πριν από ένα, περίπου, χρόνο, σ’ όλους τους βουλευτές -η Άννα Βαγενά είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ- και συγκινήθηκε.

Η Σοφία Τρικούπη, γεννημένη στο Λονδίνο το 1838, με σημαντική μόρφωση, εξαιρετικά καλλιεργημένη γυναίκα, είχε έρθει σε επαφή στο σπίτι του -πρέσβη, τότε, της Ελλάδας στο Λονδίνο- πατέρα της μ’ επιφανείς προσωπικότητες του 19ου αιώνα. Μετά το θάνατο των γονιών της, αφοσιώθηκε, χωρίς ποτέ να παντρευτεί, στη φροντίδα του αδελφού της -που έμεινε,  επίσης, ανύπαντρος-, σ’ όλη τη διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας ζώντας στη σκιά του ως γραμματέας, οικονόμος, οικοδέσποινα και στήριγμά του.
Το σπίτι της αποτελούσε κέντρο ανωτέρων πολιτικών και διπλωματικών συγκεντρώσεων αλλά και κοινωνικών εκδηλώσεων ενώ έχαιρε της εκτίμησης ελλήνων και ξένων ηγετών και παραγόντων. To 1896, μετά το θάνατο του αυτοεξόριστου στις Κάνες αδελφού της, η Σοφία Τρικούπη αποσύρθηκε και σπάνια έβγαινε απ’ το σπίτι της μέχρι το θάνατό της, το 1916, σε ηλικία 78 ετών, μετά από σύντομη ασθένεια.
Στο βιβλίο της αυτό -«ένα βιβλίο γεμάτο τρυφερότητα, συγκίνηση αλλά και ιστορικές αλήθειες»- που το γραψε το 1903, για να παρηγορηθεί, όταν πέθανε το παπαγαλάκι της, μέσα απ τη επαφή της με το μικρό πουλί, μιλάει για τη σχέση της με τον αδελφό της, με την πολιτική της εποχής και με τον κόσμο -εχθρούς και φίλους.
«Ο Παπαγάλλος μου» θα διαδεχθεί την «Λωξάντρα» που η Άννα Βαγενά θα ερμηνεύει μέχρι τις 15 Ιανουαρίου, έχοντας μετασχηματίσει σε μονόλογο το ομώνυμο μυθιστόρημα της Μαρίας Ιορδανίδου.
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως το ίδιο κείμενο έχει ήδη αναγγείλει ότι θα παρουσιάσει στην «Σφενδόνη» της κι η Άννα Κοκκίνου -σε δραματουργική επεξεργασία του Νίκου Φλέσσα και της ίδιας η οποία θα υπογράφει και τη σκηνοθεσία-, σε μια παράσταση που τη χαρακτηρίζει «θεατρική μινιατούρα». Έχει ορίσει, μάλιστα, τις 25 Ιανουαρίου ως ημερομηνία της πρεμιέρας.
Άρα, δυο οι Άννες, ένας ο «Παπαγάλλος» φέτος.

December 26, 2016

ΗΤΑΝ οι Τρωάδες… ή Ο ήλιος κρύωσε


Το έργο. «Ήμουν η Εκάβη». «Ήμουν η Κασσάνδρα». «Ήσουν η Πολυξένη» -που την εντόπισαν κρυμμένη στον τάφο του Αχιλλέα. «Ήμουν η Ελένη». Ήταν η Ανδρομάχη. Ήταν οι Τρωάδες. Τώρα είναι «μία αγέλη από βρώμικες γυναίκες». Μακριά από την καμένη, αφανισμένη Τροία, σκορπισμένες, εδώ και επτά χρόνια, σε διάφορα νησιά του Αιγαίου, οι Έλληνες της Τρωικής Εκστρατείας τις συγκεντρώνουν στην Κρήτη, στο στρατόπεδο «Ιδομενέας», για να τις περάσουν από δίκη ως εγκληματίες πολέμου, να τους επιβάλουν ποινές και να αποφασίσουν για τις τύχες τους. Διοικητής του στρατοπέδου, ο στρατηγός Οδυσσέας, δεσμοφύλακές τους ο Ταλθύβιος και ο λοχαγός Ευρυβάτης.
Κλεισμένες σε κελί υψηλής ασφαλείας, πλάι στη θάλασσα αλλά χωρίς παράθυρα, βρωμιά, χυλός για να φάνε, χωρίς γάλα για τον νήπιο Αστυάνακτα που η μάνα του η Ανδρομάχη τον κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της, κρύο, βρώμικες πετσέτες, ζουρλομανδύες, αγριότητες, βασανιστήρια, κραυγές πόνου που ακούγονται -και που μπορεί να είναι και μαγνητοφωνημένες ως άσκηση ψυχολογικής βίας-, μνήμες από τους σφαγιασμένους νεκρούς τους -τον Πρίαμο, τον Έκτορα, τον Πάρι… - και από τους έλληνες σφαγείς τους -τον Πάτροκλο, τον Αχιλλέα, τον Νεοπτόλεμο, τον Διομήδη, τον Μενέλαο…- που κάποιοι είχαν την ίδια τύχη-, άγχος, εφιάλτες…: οι γυναίκες αντιμετωπίζουν τη σκληρή -ίδια, ανέκαθεν και πάντα, σε παραλλαγές…- μοίρα των προσφύγων σε καιρό πολέμου.
Όταν η δίκη γίνει, θα έχουν, περίπου, την τύχη των Τρωάδων του Ευριπίδη: την Πολυξένη θα την εκτελέσουν, η σαλεμένη Κασσάνδρα που προμαντεύει τα μελλούμενα θα επιδικαστεί στον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα ως παλλακίδα του, τον Αστυάνακτα θα τον σκοτώσουν, η Ανδρομάχη θα είναι το τρόπαιο του Νεοπτόλεμου. Μόνον η Εκάβη και η Ελένη θα παραμείνουν στο στρατόπεδο μέχρι νεωτέρας.
Η Ρούλα Πατεράκη, βασισμένη στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη (σε μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου) αλλά και στην «Εκάβη», στην «Ανδρομάχη» και στην «Ελένη» του, καθώς και στην «Ιλιάδα», δημιούργησε ένα εντελώς δικό της κείμενο, χρησιμοποιώντας, πάντως, ψηφίδες στίχων του Ευριπίδη, κρατώντας τα περισσότερα πρόσωπα -Εκάβη, Κασσάνδρα, Ανδρομάχη, Ελένη, Ταλθύβιος-, αφαιρώντας κάποια -Μενέλαος, Ποσειδών, Αθηνά- και προσθέτοντας «καινούργια» -την Πολυξένη και τον Οδυσσέα από την «Εκάβη» του, τον Ευρυβάτη από την ομηρική «Ιλιάδα». 
Ένα καινούργιο έργο -με τον, κάπως άχαρο για έργο θεατρικό, τίτλο «Τρωάδες σήμερα»-, υβριδικό, που έχει προκύψει από τη διασταύρωση των ευριπίδειων «Τρωάδων» με μία σύγχρονη αντίληψη, θεμελιωμένη μέσα από τις εμπειρίες που ζούμε όλοι, με τους πρόσφυγες να κατακλύζουν το Αιγαίο και με το Αιγαίο και την Μεσόγειο αμείλικτα να καταπίνουν πλήθος από αυτούς.


Η συγκεκριμένη μετάπλαση, καταρχήν, είναι δημιουργική. Και είναι προς τιμήν της Ρούλας Πατεράκη ότι δεν επέλεξε να ανεβάσει, δήθεν, τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη τεμαχίζοντας και αλλοιώνοντας το πρωτότυπο για να δώσει μία σύγχρονη σκηνοθετική εκδοχή αλλά έγραψε δικό της έργο. Το κείμενό της είναι ευφυές αλλά, φευ, είναι κατασκεύασμα εγκεφαλικό: η λατρεία της για τις πηγές της είναι εμφανής, η μελέτη που έχει κάνει γίνεται αμέσως αντιληπτή, η γλώσσα της -αυτό το κράμα λόγιων ή ποιητικών εκφράσεων («ο ήλιος κρύωσε» λέει η Κασσάνδρα) με λεξιλόγιο πεζοδρομίου- είναι γοητευτική αλλά από το αποτέλεσμα λείπει, κατά τη γνώμη μου, η θεατρικότητα, είναι στατικό, ειδικά στη σκηνή της Δίκης, ενώ, στην προσπάθεια της συγγραφέα να γίνει κατανοητό, δεν του λείπουν και κάποιες αφέλειες.
Η παράσταση. Βέβαια, η Ρούλα Πατεράκη, γνωρίζοντας, προφανώς, αυτά τα μειονεκτήματα του κειμένου της, προσπάθησε να τα απαλύνει έως και να τα εξαφανίσει με τη σκηνοθεσία που, επίσης, υπογράφει. Κυρίως με την κίνηση. Αλλά λίγο το παρακάνει -είσοδοι, έξοδοι, περιφορές…-, ο τρόπος αυτός δεν λύνει τα πάντα.
Από την άλλη, όμως, πολύ σωστά ζήτησε από τους ηθοποιούς της μία αποστασιοποίηση από τα τεκταινόμενα -υποθέτω ότι τα βιβλία του Μπρεχτ που φέρνει ο Ταλθύβιος στην Εκάβη δεν είναι καθόλου τυχαία επιλογή. Οι Τρωάδες της δεν θρηνούν. Είναι στεγνωμένες. Τα δάκρυα έχουν ήδη χυθεί, οι κραυγές έχουν ήδη βγει από τα σπλάχνα και τα λαρύγγια τους, η απόγνωση έχει ήδη ξεχειλίσει -βρίσκονται πια στο στάδιο της παραδοχής της μοίρας τους και της εγκατάλειψης σ’ αυτή.
Η -εξαιρετική- δουλειά της Ελένης Μανωλοπούλου στα σκηνικά και τα κοστούμια έχει αποφασιστικά βοηθήσει τη σκηνοθετική γραμμή. Αυτό το ασφυκτικά περίκλειστο με μεταλλικά πλέγματα και αγκαθωτό συρματόπλεγμα κελί-κλουβί, απόλυτα λειτουργικό όταν «συμπτύσσεται» για τη σκηνή της Δίκης, εξαιρετικά φωτισμένο από τον Αλέκο Αναστασίου, και τα κοστούμια της σ’ αυτά τα ουδέτερα, «πληκτικά», απελπισμένα χρώματα της ομοιομορφίας -γκρίζα, μπεζ, μολυβί…- τα λένε όλα. Στην απόδοση της ζητούμενης ατμόσφαιρας και οι ήχοι και οι μουσικές του Άγγελου Τριανταφύλλου. Έξοχα τα α καπέλα τραγούδια του. Απλώς τα -πειραγμένα, ευτυχώς- μεσοπολεμικά ελληνικά τραγούδια -Αττίκ κλπ- που ακούγονται κατά κόρον πιστεύω ότι ήταν μία εύκολη μίμηση της λύσης που επέλεξε ο Σταύρος Γασπαράτος για την καλοκαιρινή «Ορέστεια» του Γιάννη Χουβαρδά. Και, εδώ, χωρίς λόγο και νόημα
Οι ερμηνείες. Η Ρούλα Πατεράκη πετυχαίνει, βασισμένη στην πολύ καλή διανομή, και μία υποκριτική ομοιογένεια. Μπέττυ Αρβανίτη, Μαρία Κεχαγιόγλου, Δημήτρης Παπανικολάου, Άννα Κουτσαφτίκη, Τζίνη Παπαδοπούλου, με πιο αδύναμο τον Νίκο Μαυράκη, εξυπηρετούν με απόλυτη επάρκεια, λιτά τη σκηνοθετική γραμμή, έστω και αν αυτή δεν τους δίνει την ώθηση για υπερβάσεις. 


Θα ήθελα να ξεχωρίσω την Τασία Σοφιανίδου που, ήδη από το «Δαμάζοντας τα κύματα» της Ρούλας Πατεράκη στο Εθνικό, έχει πάρει φόρα και το σκηνικό κύρος του Νίκου Αρβανίτη -ένας ρολίστας αξιοζήλευτος.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση στημένη με στόχο, σκέψη και σοβαρότητα, ενδιαφέρουσα, κατά τη γνώμη μου, έστω και αν δεν απογειώνεται (Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή). 

Θέατρο «Οδού Κεφαλληνίας», 25 Δεκεμβρίου 2016.

December 25, 2016

Και όμως! Στην Κύπρο μπορούν.


Το Τέταρτο Κουδούνι / 25 Δεκεμβρίου 2016 

Αποφοίτησε απ’ τη δραματική σχολή του «Θεάτρου Τέχνης» το 1983, η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου. Είχε, ήδη, εμφανιστεί σε αρκετές παραστάσεις του «Θεάτρου Τέχνης» -άρχισε αμέσως μόλις τελείωσε το πρώτο έτος, το καλοκαίρι του ’81, στην Επίδαυρο, με «Σφήκες». Το 1985 ντεμπουτάρησε, με ρόλο πια, στο «Συμφορά από το πολύ μυαλό» του Γκριμπογιέντοφ, στο θέατρο «Οδού Κυκλάδων», με την «Σκηνή», σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή. Πλάι στον Βασίλη Παπαβασιλείου όμως, με την «Εποχή» του απ’ το ’87 μέχρι το ’91, ήταν που εκτοξεύτηκε -το ’89 μάλιστα τιμήθηκε και με το Βραβείο «Κάρολος Κουν» Ερμηνείας Γυναικείου Πρωταγωνιστικού Ρόλου για το ρόλο της στο «Πίστη, αγάπη, ελπίδα». Έκανε κινηματογράφο, έκανε επιλεγμένη τηλεόραση…
Το ’92 παντρεύτηκε κι έφυγε στην Γαλία. Έπαιξε, δίδαξε, σκηνοθέτησε εκεί, ενδιάμεσα ήρθε στην Ελλάδα κι έπαιξε σε κάποιες παραστάσεις. Μέχρι το 2002 που επέστρεψε μόνιμα. Έκανε πολλούς και σημαντικούς ρόλους έκτοτε -εξαιρετική περίπτωση!- αλλά πάντα είχα την αίσθηση ότι δεν της αποδιδόταν ό,τι της άξιζε. Φέτος ο Γιάννης Μόσχος της εμπιστεύτηκε, πλάι στον Δημήτρη Καταλειφό-Τζο, την Κέιτ στο «Ήταν όλοι τους παιδιά μου του Άρθουρ Μίλερ που ανέβασε -εξαιρετικά- στο «Εμπορικόν». Ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν: η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, με μια συγκλονιστική ερμηνεία -σας τα ’γραψα εδώ, στις 22 Δεκεμβρίου- ξαναπιάνει το νήμα εκεί που μπερδεύτηκε: ως μια απ’ τις πρώτης τάξεως πρωταγωνίστριές μας. Και θριαμβεύει. Ελπίζω πως από ’δω και πέρα θα κάνει τους ρόλους που της οφείλονται. Κι είμαι σίγουρος πως θα κάνει και τις ερμηνείες που μας οφείλονται.


Α, με την ευκαιρία! Ο Γιάννης Μόσχος! Άλλη μια εξαιρετική΄περίπτωση. Το διέκρινα απ’ την πρώτη στιγμή που σκηνοθέτησε -το 2002, ένα έργο του Ανδρέα Φλουράκη, στον Εξώστη του «Αμόρε», για το «Θέατρο του Νότου». Προσεκτικά, με βήματα μετρημένα στα δεκατέσσερα αυτά χρόνια που μεσολάβησαν, χωρίς να περιφέρεται με δηλώσεις και χωρίς να ρίχνει πυροτεχνήματα, «χαμηλού προφίλ» που λέμε, πια, στα ελληνικά, χωρίς δημοσιογραφικούς δορυφόρους, χωρίς να ’χει ανακηρυχθεί «προτεζέ» κανενός ισχυρού, με εξαιρετικό θεωρητικό οπλοστάσιο -η διατριβή του για τον Ίψεν στην ελληνική σκηνή είναι διαμάντι, αλλά και απλώς μια ματιά να ρίξετε στην παραστασιογραφία που ’χει συντάξει για το «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» στο πρόγραμμα του «Εμπορικόν» θα το αντιληφθείτε-, μετά παρρησίας και γνώσεως, χωρίς επιδειξιμανίες, με ενισχυμένη την έξωθεν καλή μαρτυρία απ’ τη μεριά των ηθοποιών που ’χει δουλέψει μαζί τους, καθιερώνεται, σιγά-σιγά, ως ένας απ’ τους πιο υπολογίσιμους -και σταθερούς- σκηνοθέτες μας.

Η φετινή δουλειά του στον Άρθουρ Μίλερ είναι ένα ακόμα βήμα. Αποφασιστικό. Ελπίζω έτσι και να συνεχίσει. Περιμένω ανυπόμονα το επόμενο βήμα του, στο ΚΘΒΕ, με το άπαιχτο «Δηλητήριο» της Ολανδής Λοτ Φέκεμανς -σας έγραφα σχετικά εδώ στις 10 Μαΐου, για τέλος Απριλίου προσδιορίζεται, τελικά, η πρεμιέρα.



Μια αριστοφανική σύνθεση -μια δική του «ιστορία» πάνω στον Αριστοφάνη, που θα βασίζεται στους «Αχαρνής», την «Λυσιστράτη» και τον «Πλούτο» ενώ θα υπάρχουν και κάποια στοιχεία απ’ την «Ειρήνη» και τις «Εκκλησιάζουσες»-, με τον τίτλο «Eutopia» (απ’ την ελληνική λέξη ευτοπία) σχεδιάζει ο Γιάννης Μαργαρίτης για το Κρατικό Περιφερειακό Θέατρο της Κονστάντσα, στην Ρουμανία, δίνοντας αυτή τη λύση σε πρότασή των ιθυνόντων του ν’ ανεβάσει εκεί μια αριστοφανική κωμωδία.
Ήδη ο σκηνοθέτης μας έχει κάνει ένα ταξίδι κι έχει ολοκληρώσει τις ακροάσεις και τη διανομή. Οι δοκιμές θ’ αρχίσουν τέλος Απριλίου κι η πρεμιέρα είναι προγραμματισμένη για τις 12 Ιουνίου ενώ, λίγο αργότερα, η «Eutopia» θα παρουσιαστεί και στο διεθνές θεατρικό φεστιβάλ που, ήδη από πέρσι, άρχισε να οργανώνεται στην πόλη μ’ ευθύνη του Θεάτρου.
Το σκηνικό και τα κοστούμια θα ’ναι της Καρμεντσίτα Μπροσμπόγιου με την οποία ο Γιάννης Μαργαρίτης έχει και στο παρελθόν συνεργαστεί σ’ αρκετές παραστάσεις του - «Ηλέκτρα», «Τρωάδες, το μακρύ ταξίδι», «Άνθρωποι και ποντίκια» και «Βάκχες» με το δικό του «Θέατρο της Άνοιξης», «Εκκλησιάζουσες» με το Κρατικό Θέατρο της Κονστάντσα-, η μουσική του Δημήτρη Οικονομάκη με τον οποίο έχει ήδη συνεργαστεί στην «Γίδα» στο «Θέατρο της Άνοιξης» και στον εξαιρετικά επιτυχημένο «Πέερ Γκιντ» που ’κανε πριν από τρία χρόνια στο ΚΘΒΕ και η κίνηση του Έντι Λάμε.
Ας σημειωθεί ότι είναι η τρίτη φορά που ο Γιάννης Μαργαρίτης συνεργάζεται με το Κρατικό Περιφερειακό Θέατρο της Κονστάντσα. Η πρώτη ήταν το 2000, με το έργο «Όπερα για μελλοντικούς δικτάτορες» του Αντώνη Δωριάδη, και η δεύτερη το 2001, με «Εκκλησιάζουσες».





Εξαιρετική η παράσταση της «Νεκρής ζώνης» του Πίντερ σε σκηνοθεσία Σον Μαθάιας, που μεταδόθηκε ζωντανά, μέσω «National Theatre Live», στο Μέγαρο Μουσικής. Μ’ ένα κουαρτέτο ηθοποιών, μα τι ηθοποιών…: Ντέιμιεν Μόλονι, Όουεν Τιλ, ο σπουδαίος Πάτρικ Στιούαρτ και, βέβαια, ο κορυφαίος Ίαν ΜακΚέλεν. Κι οι τέσσερις ήταν υπέροχοι. Απόλαυση να τους βλέπεις και να τους ακούς.



Α, μια κι έγραψα «ακούς». Σας έγραφα στο προηγούμενο «Τέταρτο Κουδούνι» -στις 15 Δεκεμβρίου- και γκρίνιαζα για τους ελληνικούς υπότιτλους που θα ’λειπαν απ’ την απευθείας μετάδοση της «Νεκρής ζώνης»-όπως κι απ’ όλες τις μεταδόσεις του «National Theatre Live» στο Μέγαρο τελευταία. Κι όντως έλειπαν. 
Και καθόλου εύκολο δεν ήταν να προσλάβεις τον ελλειπτικό πιντερικό λόγο...
Να επανέλθω. Ο φίλος Γιώργος Παπαγεωργίου που διευθύνει το θέατρο «Ριάλτο» στην Λεμεσό της Κύπρου όπου, επίσης, προβάλλουν το «National Theatre Live», μου ’γραψε ότι εκεί οι μεταδόσεις γίνονται και με ελληνικούς -εκτός των αγγλικών- υπότιτλους -και στην Κύπρο ξέρουν αγγλικά καλύτερα απ’ την Ελλάδα, νομίζω…-, έστω κι αν δεν είναι «live» αλλά μαγνητοσκοπημένες. Βρήκαν, πάντως, τρόπο αυτό να γίνεται και live και θα το εφαρμόσουν απ’ τον Φεβρουάριο. Στο Μέγαρο γιατί δεν μπορούν;



«Το Τέταρτο Κουδούνι» δικαιώνεται! Έγραφα στις 7 Οκτωβρίου, αναφερόμενος στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-Γεφύρι της Άρτας το οποίο, τελικά,… ημιεγκαινιάστηκε: «Έβλεπα, χρόνια τώρα, απέξω, εκείνη την ολίγον φριχτή γκρενά είσοδο, μ’ εκείνα τα άχαρα τέσσερα αρχικά Ε  Μ  Σ  Τ εις απόστασιν τριών χιλιομέτρων το ’ν’ απ’ τ’ άλλο […]». Ε, λοιπόν, φίλοι μου, τελικά, το γκρενά χασαπί της εισόδου παρέμεινε αλλά τα γράμματα, τα Ε  Μ  Σ  Τ, τα ’φεραν κοντά. Κι έγιναν ΕΜΣΤ. Είναι μια κάποια λύσις...


Διάβηκα, όμως, την γκρενά είσοδο και πήγα και στην πρώτη έκθεση του Ε   Μ  Σ  Τ που ’γινε ΕΜΣΤ. Τίτλος και θέμα της έκθεσης, η οποία εγκαινίασε το χώρο των περιοδικών εκθέσεων του Μουσείου, «Κρίσιμοι Διάλογοι: Αθήνα- Αμβέρσα», συμπαραγωγή του ΕΜΣΤ και του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης της Αμβέρσας. Ε, λοιπόν χειρότερα στημένη έκθεση δεν έχω ξαναδεί. Καμιά μουσειολογική αίσθηση. Με «ενότητες», λέει, που, απ’ τους τίτλους τους, δεν καταλαβαίνεις γρυ -εγώ, τουλάχιστον, δεν κατάλαβα…- ΤΙ εννοεί ο ποιητής -δηλαδή οι δυο επιμελητές της- και που δεν ξέρεις, όπως είναι στημένες, πού αρχίζει η μια και πού η άλλη, ετικέτες με κάτι γράμματα-ψείρες, σε τόση απόσταση απ’ τα έργα που δεν καταλαβαίνεις ποιο αφορά η καθεμιά…

Η κορωνίς: όταν είδα δυο επισκέπτριες να βγάζουν σέλφι κάτω από μια φωσφορίζουσα σήμανση ασφαλείας που θεώρησαν πως είναι εκτιθέμενο έργο. Καθότι, από κάτω, υπάρχει μια ετικέτα η οποία αφορά το έργο που βρίσκεται στον απέναντι τοίχο. Και μπερδεύτηκαν...
Ατυχέστατη έκθεση -κατά τη γνώμη μου, τουλάχιστον. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για την ΠΡΩΤΗ συνάντηση του Μουσείου με το κοινό…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

December 24, 2016

Tip: «La La Land»



Δεν ξέρω αν το κινηματογραφικό μιούζικαλ αναγεννάται με την ταινία αυτή -σίγουρα, πάντως, δεν αναγεννήθηκε με το «Σικάγο» του επιδειξία Ρομπ Μάρσαλ που τεμάχισε δια του μοντάζ και κατέστρεψε, κατά τη γνώμη μου, το -κορυφαίο των μιούζικαλ- έργο του Μπομπ Φόσι… Εκείνο που ξέρω είναι ότι ο Ντέιμιεν Σαζέλ, ο οποίος έγραψε και σκηνοθέτησε την ταινία, με το «La La Land» (2016), που είδα στο «Odeon Starcity», προσθέτει μία αριστουργηματική ψηφίδα στο είδος και μία μουσική ταινία από αυτές που έχουν καταγραφεί στη μνήμη και στην καρδιά μου.
Η -πολύ «μπανάλ»- ιστορία του Σεμπάστιαν, ανήσυχου πιανίστα της τζαζ, ο οποίος αγωνίζεται να κάνει τη μουσική που γουστάρει, και της Μία, ηθοποιού που αγωνίζεται από ακρόαση σε ακρόαση να πετύχει ένα ρόλο αλλά και επίδοξης συγγραφέα, οι οποίοι συναντιούνται και ξανασυναντιούνται τυχαία ώσπου ερωτεύονται -ένας δυνατός έρωτας- και οι οποίοι θα πετύχουν αλλά όταν πετύχουν δεν θα είναι πια μαζί, γραμμένη με λεπτές αποχρώσεις, με χιούμορ αλλά και με τρυφερότητα και συγκίνηση, βρήκε την ιδεώδη κινηματογράφηση. 
Ο Σαζέλ συνοψίζοντας και συναιρώντας -και αποθεώνοντας- το «Ένας Αμερικανός στο Παρίσι» του Μινέλι, τις «Ομπρέλες του Χερβούργου» του Ντεμί και το «Μια μέρα, ένας έρωτας» του Κόπολα και με αναφορές από τα μιούζικαλ τoυ Φρεντ Αστέρ και της Τζίντζερ Ρότζερς και τον «Επαναστάτη χωρίς αιτία» του Ρέι μέχρι την «Ατίθαση καρδιά» του Λιντς- η πρώτη σεκάνς, με το μποτιλιάρισμα-, αλλά όλα αυτά -πλήθος οι αναφορές- καλοχωνεμένα, όχι αμάσητα, πατώντας στην έξοχη μουσική του Τζάστιν Χάργουιτς και με εξαιρετικούς συνεργάτες στα σκηνικά, τα κοστούμια, τη φωτογραφία, το μοντάζ, τις χορογραφίες ξαναγυρίζει στην παλιά, καλή εποχή του μιούζικαλ κάνοντας, όμως, έτσι, κατά παράδοξο τρόπο, ένα βήμα -τουλάχιστον...- μπροστά.

Ο Ράιαν Γκόσλινγκ και, κυρίως, η Έμα Στόουν, που πάνω τους βασίζεται ολόκληρη η ταινία, σηκώνουν το βάρος με όλη τους την υποκριτική δεινότητα. Το φινάλε αξέχαστο. Δείτε την ταινία αυτή. Εγώ τη βρήκα υπέροχη: χρώματα, ήχοι, ρυθμοί, γωνίες λήψης, στιλ, μία αίσθηση τόσο κινηματογραφικά αληθινού «ψεύτικου» α λα φελινικό «Και το πλοίο φεύγει»... -γοητεύτηκα, ενθουσιάστηκα. Ο Ντέιμιεν Σαζέλ, αν κρίνω και από το προπέρσινο «Χωρίς μέτρο», που και πάλι η τζαζ ήταν άξονάς του, είναι σπουδαίος κινηματογραφικός δημιουργός. Και μάλιστα λαϊκός, άμεσος, όχι κρυπτικός και δύσβατος.

December 22, 2016

Tο «αμερικάνικο όνειρο»: είκοσι ένας φόνοι και δύο αυτοκτονίες


Το έργο. Κυριακάτικο πρωινό Αυγούστου, σε μία μικρή πόλη, κάπου στις ΗΠΑ -ίσως στο Οχάιο. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει λήξει πρόσφατα. Έχουν περάσει σχεδόν τριάμισι χρόνια από τη μέρα που ο Λάρι Κέλερ έχει κηρυχθεί αγνοούμενος -όταν το αεροπλάνο που πιλοτάριζε στον Πόλεμο κατέπεσε. Στο πατρικό του, ο εξηντάχρονος πατέρας του Λάρι, ο Τζο, αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας, που, με το εργοστάσιό του -το οποίο σήμερα κατασκευάζει ηλεκτρικά είδη και ακμάζει-, στη διάρκεια του Πολέμου, πλούτισε εφοδιάζοντας με εξαρτήματα, την αμερικάνικη πολεμική αεροπορία, και η μητέρα του Κέιτ που εμμονικά αρνείται να παραδεχθεί πως ο Λάρι σκοτώθηκε, υποδέχονται την Αν Ντίβερ, την κοπέλα του Λάρι, που είχαν χρόνια τη να δουν. 
Κόρη του Στιβ Ντίβερ, άλλοτε γείτονά τους και συνεταίρου του Τζο, έχει δημιουργήσει, χωρίς οι γονείς του να το ξέρουν, σχέση με τον αδελφό του Λάρι, τον Κρις, έντιμο και ευαίσθητο νέο -που γύρισε από τον Πόλεμο, δύο χρόνια πριν, με τα δικά του ψυχολογικά τραύματα-, απογοητευμένο που ο κόσμος συνεχίζει να πορεύεται χωρίς τίποτα να έχει διδαχτεί από τα όσα συνέβησαν. Ο Κρις έχει καλέσει την Αν για να τη ζητήσει σε γάμο και να το ανακοινώσουν στους γονείς του, με φόβο, πάντως, για τις αντιδράσεις της μητέρας του που συνεχίσει να θεωρεί την Αν «το κορίτσι του Λάρι».
Το παρελθόν των δύο οικογενειών έχει αμαυρωθεί από ένα γεγονός με τραγικά αποτελέσματα: μία φουρνιά από τους κυλίνδρους, τους οποίους το εργοστάσιο του Τζο και του Στιβ προμήθευε στην αεροπορία, αποδείχτηκε ελαττωματική, με αποτέλεσμα 21 πιλότοι να σκοτωθούν όταν τα αεροπλάνα τους έπεσαν. Στη δίκη που ακολούθησε ο Τζο, που αρχικά καταδικάστηκε, αθωώθηκε στο εφετείο ενώ η ευθύνη χρεώθηκε στον Στιβ που ακόμα εκτίει την ποινή του, ατιμασμένος και με τα παιδιά του να του έχουν γυρίσει την πλάτη και να μην τον έχουν ποτέ επισκεφθεί.
Όταν, όμως, μετά από λίγο, εμφανίζεται στο σπίτι των Κέλερ, ο Τζορτζ, ο δικηγόρος αδελφός της Αν, που, πριν από λίγο, έκανε επισκεπτήριο, για πρώτη φορά, στον πατέρα του, η ευαίσθητη ισορροπία ανατρέπεται: ο Στιβ Ντίβερ του αποκάλυψε την αλήθεια. Ότι την εντολή για την παράδοση των, εν γνώσει του Τζο, ελαττωματικών κυλίνδρων εκείνος, που υποκρίθηκε τον άρρωστο για να μην είναι παρών, του την έδωσε από το τηλέφωνο, ρίχνοντάς του όλη την ευθύνη στο δικαστήριο. Η Αν -πιστεύει ο Τζορτζ- δεν είναι δυνατό να παντρευτεί το γιο του ανθρώπου που κηλίδωσε την οικογένειά τους. Και, ακριβώς, για να την πάρει μαζί του ήρθε. Η Κέιτ, που έχει μάθει στο μεταξύ τα του γάμου και που καθόλου δεν τον θέλει, υπερθεματίζει να φύγει η Αν και «να περιμένει τον Λάρι». Η κοπέλα αρνείται. 
Ο Τζο που παραδέχεται την ευθύνη του -το μυστικό το ήξερε και η γυναίκα του η οποία τον κάλυπτε αλλά το συζητούσαν ήδη και οι γείτονες- προσπαθεί να εξιλεωθεί προσφερόμενος να βοηθήσει τον Τζορτζ να βρει δουλειά στην πόλη τους και προσφέροντας μία θέση στο εργοστάσιο στον πατέρα του όταν αποφυλακιστεί. Ο Τζορτζ θα φύγει, τελικά, μόνος του.
Η Αν, για να λήξει η ιστορία και η Κέιτ να προσγειωθεί στην πραγματικότητα, της φανερώνει το γράμμα που ο Λάρι τής είχε στείλει πριν «χαθεί»: είχε διαβάσει στις εφημερίδες για τη σύλληψη των πατεράδων τους και την ευθύνη τους για το θάνατο τόσων συναδέλφων του και αποφάσισε να αυτοκτονήσει ρίχνοντας το αεροπλάνο του. Ο Λάρι δεν πρόκειται να γυρίσει, είναι νεκρός.
Ο ακέραιος Κρις πιέζει τον πατέρα του, αρνούμενος να τον διαδεχτεί στο εργοστάσιο, να παραδοθεί και να ομολογήσει την αλήθεια. Όταν ενημερωθεί κι αυτός για το γράμμα του Λάρι, θα του το διαβάσει. Είναι η χαριστική βολή για τον Τζο. Τους λέει ότι αποφάσισε να παραδοθεί. Μπαίνει στο σπίτι, παίρνει το πιστόλι του και αυτοκτονεί.

Ο Άρθουρ Μίλερ με το «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» (1947) τόλμησε, σε μία περίοδο ευαίσθητη, να ξύσει νωπές πληγές: ο πόλεμος είχε τελειώσει, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους ήταν οι νικητές, η χώρα βάδιζε προς την παγκόσμια κυριαρχία της και το αμερικάνικο όνειρο άνθιζε έχοντας, όμως, πατήσει επί πτωμάτων και με τους πολεμοκάπηλους που πλούτισαν να παίρνουν τα ηνία και να αναδεικνύονται σε ιθύνουσα τάξη. Βέβαια η -πολύ τολμηρή για την εποχή του- ιδεολογία του έργου δεν θα ήταν αρκετή για να το κρατήσει στο ρεπερτόριο, όσο επίκαιρο και να συνεχίζει να είναι. Την αντοχή του οφείλει και στην πολύ γερή κατασκευή του. O Μίλερ, ακολουθώντας την ιψενική γραμμή της αντιμετώπισης μεγάλων, ογκολιθικών θεμάτων μέσα από το ρεαλισμό, αντλεί, παράλληλα, από τα νάματα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας εμμένοντας στις ενότητες τόπου, χρόνου και μύθου.
Βέβαια το κείμενο έχει μερικά εύκολα στοιχεία, ώστε να αγγίζει το μεγάλο κοινό, και ο ιδεαλισμός του μοιάζει πια ξεπερασμένος εκ των πραγμάτων. Αλλά ο Μίλερ ξέρει να πείθει. Ακόμα και σήμερα.
Η παράσταση. Ο σκηνοθέτης Γιάννης Μόσχος είχε το σθένος -διότι περί σθένους πρόκειται στους σημερινούς μεταμοντέρνους καιρούς που ζει το ελληνικό θέατρο…- να κάνει μία παράσταση «κανονική»: αντιμετώπισε το έργο κατάματα και ποντάρισε στη σχέση του με την αρχαία ελληνική τραγωδία που ο Μίλερ έχει επιδιώξει. Και ανέβασε μία παράσταση καθαρή, απόλυτα σαφή ως προς τους στόχους και τον προσανατολισμό της: απόλυτη λιτότητα, αποσκορακισμός των νατουραλίστικων στοιχείων, οι δεύτεροι ρόλοι -τα δύο ζευγάρια των γειτόνων- καθισμένοι στην πλατεία να ανεβαίνουν στη σκηνή υποκαθιστώντας τον Χορό… αλλά και να λείπει ο ενεδρεύων στη σκηνοθετική άποψη περί συγγένειας του έργου με την τραγωδία υποκριτικός στόμφος. Μία μοντέρνα αλλά ουσιαστικά μοντέρνα παράσταση.
Η άμεση μετάφραση της Δάφνης Οικονόμου, οι έξοχοι, γυμνοί γεωμετρικοί όγκοι των σκηνικών της Τίνας Τζόκα, άψογα φωτισμένοι από τον Λευτέρη Παυλόπουλο, και οι μονοχρωμίες των επίσης θαυμάσιων κοστουμιών της εξυπηρετούν και αναδεικνύουν τη σκηνοθετική γραμμή μαζί με τη μουσική και τους ήχους του Άγγελου Τριανταφύλλου.
Οι ερμηνείες. Ο σκηνοθέτης οδήγησε επιδέξια και τους ηθοποιούς του στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: τραγωδία ναι, μελόδραμα όχι, έγκυρος λόγος και μέγεθος ναι, υπερμεγεθύνσεις όχι.
Ο Δημήτρης Καταλειφός, ηθοποιός λιτός από τη φύση του, δίνει έναν μεστό Τζο. Ο ταλαντούχος Γιώργος Βουρδαμής ικανοποιητικός, με κάποιες ρωγμές απειρίας. Σκηνικά γοητευτική και υποκριτικά ώριμη πια η επίσης ταλαντούχα Δανάη Επιθυμιάδη. Ο Κώστας Βασαρδάνης εισέρχεται φουριόζος στη σκηνή με την ιδιότυπη φιγούρα του και με τη μανιέρα του αναπεπταμένη αλλά πολύ σύντομα αποδεικνύει ότι μπορεί να τις τιθασεύσει και να γίνει ουσιαστικός. Ο Δημήτρης Καραμπέτσης, η Ευγενία Αποστόλου και η Ιωάννα Πιατά συμπληρώνουν επιτυχώς τη διανομή, με πιο αδύναμο τον Γιώργο Τζαβάρα. 

Βέβαια, το γεγονός της παράστασης είναι η ερμηνεία της Αλεξάνδρας Σακελλαροπούλου που χαράζει με αποχρώσεις ένα ρόλο συγκλονιστικό.. Η Κέιτ της, σύζυγος με κρυμμένα μυστικά, στα όρια μεταξύ αφοσίωσης και πυρπόλησης, μάνα-κλώσα, βαθύτατα πληγωμένη, στα όρια μεταξύ άφατης στοργής και παρανοϊκής εμμονής, γυναίκα στα όρια μεταξύ απέραντης τρυφερότητας και μικρόψυχης σκληρότητας, που, εντούτοις, μόνο αγάπη και πόνο ακτινοβολεί, ισορροπεί αξιοθαύμαστα.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση επιπέδου, καθόλου ναρκισσιστική, όπου ο σκηνοθέτης είναι παρών αλλά χωρίς να επιδεικνύεται, αναδεικνύοντας το κείμενο και δίνοντας ζωτικό χώρο στους ηθοποιούς του. Θα σας αρέσει πολύ, είμαι σίγουρος. 

Θέατρο «Εμπορικόν», 7 Δεκεμβρίου 2016.