June 30, 2015

Pina Bausch (27/7/1940-30/6/2009)


Πίνα Μπάους: σαν σήμερα, έξι χρόνια πριν. Θα αναδημοσιεύσω, στη μνήμη της, τρία κείμενα που έγραψα -δεν σώζονται μόνον οι τίτλοι. Το πρώτο, η κάλυψη του δικού της «Ορφέας και Ευρυδίκη» στην Επίδαυρο. Τα τρία, πιο σύντομα, σχόλια στη Στήλη «Δίκτυο», όταν μάθαμε πως απήλθε. Έτσι, ως αντίδοτο στις μέρες που ζούμε.



Αποστολή: Γιώργος Δ. Κ. Σαρηγιάννης
Είδα ανθρώπους να κλαίνε το Σάββατο στην Επίδαυρο. Αλλά, μερικές φορές, είναι δύσκολο να βρεις τα λόγια να περιγράψεις αυτό που είδες και ένοιωσες. Το «Ορφέας και Ευρυδίκη» της Πίνα Μπάους που παρουσιάστηκε από το Μπαλέτο της Εθνικής Όπερας του Παρισιού στην Επίδαυρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, στην κατηγορία αυτή υπάγεται.
Μέρος πρώτο-«Πένθος». (Το με τη μορφή «χοροόπερας» έργο του Γκλουκ παίχτηκε σε τέσσερα μέρη και τραγουδημένο στα γερμανικά, χωρίς ελληνικούς υπέρτιτλους -κι αυτό ήταν το παράπονο αρκετών θεατών). Ένα πατάρι στημένο στην ορχήστρα της Επιδαύρου, τριγύρω λευκές κουρτίνες να ανεμίζουν, ένα ξεριζωμένο, ξεραμένο δέντρο πεσμένο -κλαδεμένο από το Χάρο-, μία υποψία τύμβου εγκιβωτισμένου σε έναν τεράστιο κύβο από διάφανο βινίλιο και στην άκρη μία πανύψηλη, κατάλευκη μαντόνα με ένα μπουκέτο σκούρα κόκκινα τριαντάφυλλα στα γόνατά της. Και μία εικόνα πένθους. Φιγούρες απεγνωσμένες στα μαύρα, να περιφέρουν τον πόνο τους, το σώμα της Ευρυδίκης ανυψωμένο στα χέρια τους, με ένα μακρύ, λευκό πέπλο να σκεπάζει το πρόσωπο, και ο Έρωτας εναποθέτει στον «τάφο» ένα βαλσαμωμένο μαυροπούλι. (Η επόμενη φωτογραφία, της Εύης Φυλακτού).
Η υπό τον Τόμας Χένγκελμπροκ ορχήστρα και η χορωδία σε ειδικά φτιαγμένη «τάφρο», μπροστά από τη σκηνή, και πάνω της τρία «ζευγάρια» -τραγουδιστής και χορευτής: Ορφέας, Ευρυδίκη, Έρωτας. Ορφέας, η έξοχη μέτζο Μαρία Ρικάρντα Βέσελινγκ και ο Ιάν Μπριντάρ, Ευρυδίκη η σοπράνο Σβετλάνα Ντόνεβα και η συναρπαστική Μαρί-Ανιές Ζιλό, Έρωτας η σοπράνο Σουνάι Ιμ και η Μιτέκι Κούντο -οι τραγουδίστριες πάντα στα μαύρα.
Μέρος δεύτερο-«Βία». Μία τεράστια ξύλινη σύνθεση σαν αργαλειός, οι ψυχές, στα λευκά και τυφλές, πλέκουν και ξεπλέκουν τα νήματα της μοίρας -η μία με ένα τεράστιο καρβέλι στα χέρια- και ένα βίαιο τρίο -«επιστάτες» του Χάροντα;-, με ολόσωμες μαύρες πέτσινες ποδιές και κορυφαίο τον εκπληκτικό Βενσάν Κορντιέ: ο Ορφέας στον Άδη ψάχνει την Ευρυδίκη του.
Μέρος τρίτο-«Ειρήνη». Τριγύρω «καναπέδες» λαξευμένοι στην «πέτρα», λίγα λουλουδάκια που φυτρώνουν στις χαραμάδες του βράχου: Τα Ηλύσια Πεδία. Ο Ορφέας θα συναντήσει την Ευρυδίκη του. Έχει καταφέρει το ακατόρθωτο -κραταιά ως θάνατος αγάπη: να του δώσουν το ελεύθερο να την πάρει μαζί του στον Πάνω Κόσμο, αρκεί στο δρόμο της επιστροφής να αντέξει και να μη γυρίσει να την κοιτάξει -είναι ο όρος.
Μέρος τέταρτο-«Θάνατος». (Μικρές παύσεις-ανάσες για την αλλαγή των σκηνικών χώριζαν τα τέσσερα μέρη). Στη σκηνή το «διπλό» ζευγάρι. Ο Ορφέας δεν αντέχει και την κοιτάζει. Το ντυμένο στα μαύρα σώμα της Ευρυδίκης-τραγουδίστριας λυγίζει άψυχο. Το ντυμένο με ένα κατακόκκινο του έρωτα και της φωτιάς σώμα της Ευρυδίκης-χορεύτριας λυγίζει κι αυτό άψυχο και σωριάζεται κάθετα πάνω στο πρώτο. Ο Ορφέας-μέτζο γονατιστός πάνω τους θα τραγουδήσει το σπαρακτικό «Τι θα κάνω χωρίς την Ευρυδίκη». Και η Πίνα Μπάους της κίνησης για τη στιγμή αυτή θα επιλέξει την πλέον ιδιοφυή ιδέα της βραδιάς: την ακινησία. Ο χορευτής Ορφέας, πεσμένος στα γόνατα, διπλωμένος, συντριμμένος, θα μείνει πλάτη, ακίνητος, όσο ακούγεται η άρια. Και μετά -πώς γίνεται να ζήσει πια;- θα χαθεί μαζί με την Ευρυδίκη που τη σκότωσε η αγάπη του. Το μαύρο «τρίο» του Άδη βάζει ένα κομμάτι πορφυρό βελούδο κάτω από τα πέλματά του και το κορμί του λυγίζει στα χέρια τους σαν μια Πιετά για να το ωθήσουν, να το τσουλήσουν, πάνω στο βελούδο που γλιστράει στο δάπεδο, στο προσκήνιο όπου το εναποθέτουν ενώ η μέτζο Ορφέας σωριάζεται πάνω στα δύο σώματα της Ευρυδίκης, με το φωτισμό αμείλικτο πάνω στα τέσσερα νεκρά κορμιά -ένα φινάλε που χαράζεται πύρινο στη μνήμη.
Γεωμετρία έρωτα και θανάτου, ένα διαμάντι κατεργασμένο από μία ιδιοφυή δημιουργό στα πρώτα της, τότε, βήματα -η παράσταση, με τις μαρθαγκραχαμικές μνήμες έγινε το 1975 για το Χοροθέατρο του Βούπερταλ, αναβίωσε για το Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού το 2005 και παρά τα τριάντα τρία της χρόνια μοιάζει ένα αξεπέραστο ιστορικό δημιούργημα-, το «Ορφέας και Ευρυδίκη» σημάδεψε όσους είχαμε την τύχη να το δούμε.
Το χειροκρότημα στο τέλος ήταν ενθουσιώδες και με «μπράβο» για όλους. Όταν όμως εμφανίστηκε στη σκηνή η Πίνα Μπάους -που είχε χειροκροτηθεί και κατά την είσοδό της στο θέατρο- ε, τότε ξέσπασε μία ομοβροντία ιαχών από τους θεατές που πολλοί τινάχτηκαν όρθιοι.

Έχουνε γνωρίσει οι πέτρες της Επιδαύρου εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια πολλές συγκινήσεις -οι οποίες τελευταία όλο και αραιώνουν, όλο και σπανίζουν… Η πεποίθησή μου είναι πως μετά από χρόνια θα μιλάμε -θα μιλάνε- για τις δύο βραδιές του «Ορφέας και Ευρυδίκη» της Πίνα Μπάους στην Επίδαυρο όπως μιλάμε σήμερα για την «Νόρμα» και την «Μήδεια» της Κάλλας: μία Μεγάλη Στιγμή. Κι ας έχουν «μικρύνει» απελπιστικά οι καιροί μας.
Η παράσταση, που λειτούργησε εξαιρετικά -μουσικά και σκηνικά- στην Επίδαυρο, σαν η γαλήνη της μουσικής του Γκλουκ και ο λυρισμός της χορογραφίας/σκηνοθεσίας της Πίνα Μπάους να γεννιόντουσαν από την ηρεμία του τοπίου, συγκέντρωσε 6000 με 6500 άτομα -κατάμεστη η περιορισμένη κατά τέσσερις κερκίδες κάτω ζώνη. Ανάμεσά τους, Κώστας Σημίτης, Ευάγγελος Αντώναρος, Γιάννος Παπαντωνίου, ο πρόεδρος του Ελληνικού Φεστιβάλ Γιώργος Λούκος, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ Νικήτας Τσακίρογλου, οι Κυρίες Ασπασία Παπαθανασίου -την είδα να βγαίνει πνιγμένη από τη συγκίνηση- και Σμάρω Στεφανίδου, Λευτέρης Βογιατζής, Γιώργος Βέλτσος, Βασίλης Νικολαΐδης, Κωνσταντίνος Καρύδης, Λία Μελετοπούλου, Λήδα Σάνταλα, Μιχάλης Γκανάς.

(Γράφτηκε στις 20 Ιουλίου 2008, δημοσιεύτηκε στα «Νέα» στις 21 Ιουλίου 2008).



«Ο Ορφέας δεν αντέχει και την κοιτάζει. Το ντυμένο στα μαύρα σώμα της Ευρυδίκης-τραγουδίστριας λυγίζει άψυχο. Το ντυμένο με ένα κατακόκκινο του έρωτα και της φωτιάς σώμα της Ευρυδίκης-χορεύτριας λυγίζει κι αυτό άψυχο και σωριάζεται κάθετα πάνω στο πρώτο. Ο Ορφέας-μέτζο γονατιστός πάνω τους θα τραγουδήσει το σπαρακτικό ‘Τι θα κάνω χωρίς την Ευρυδίκη’. Και η Πίνα Μπάους της κίνησης για τη στιγμή αυτή θα επιλέξει την πλέον ιδιοφυή ιδέα της βραδιάς: την ακινησία. Ο χορευτής Ορφέας, πεσμένος στα γόνατα, διπλωμένος, συντριμμένος, θα μείνει πλάτη, ακίνητος, όσο ακούγεται η άρια. Και μετά -πώς γίνεται να ζήσει πια;- θα χαθεί μαζί με την Ευρυδίκη που τη σκότωσε η αγάπη του. Το μαύρο ‘τρίο’ του Άδη βάζει ένα κομμάτι πορφυρό βελούδο κάτω από τα πέλματά του και το κορμί του λυγίζει στα χέρια τους σαν μια Πιετά για να το ωθήσουν, να το τσουλήσουν, πάνω στο βελούδο που γλιστράει στο δάπεδο, στο προσκήνιο όπου το εναποθέτουν ενώ η μέτζο Ορφέας σωριάζεται πάνω στα δύο σώματα της Ευρυδίκης, με το φωτισμό αμείλικτο πάνω στα τέσσερα νεκρά κορμιά -ένα φινάλε που χαράζεται πύρινο στη μνήμη. 


Έχουνε γνωρίσει οι πέτρες της Επιδαύρου εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια πολλές συγκινήσεις -οι οποίες τελευταία όλο και αραιώνουν, όλο και σπανίζουν… Η πεποίθησή μου είναι πως μετά από χρόνια θα μιλάμε -θα μιλάνε- για τις δύο βραδιές του ‘Ορφέας και Ευρυδίκη’ της Πίνα Μπάους στην Επίδαυρο όπως μιλάμε σήμερα για την ‘Νόρμα’ και την ‘Μήδεια’ της Κάλλας: μία Μεγάλη Στιγμή. Κι ας έχουν ‘μικρύνει’ απελπιστικά οι καιροί μας». Αντέγραψα από το περσινό μου κομμάτι για την τελευταία φορά που είδα δουλειά της Πίνα Μπάους  -Σάββατο 20 Ιουλίου 2008. Αυτές τις θεσπέσιες εικόνες της δεν θα τις ξεχνούσα. Τώρα, επιπλέον, τις κρατώ φυλαγμένες βαθιά μέσα μου. Όπως φαντάζομαι και όλοι όσοι ήμασταν εκεί. Πίνα Μπάους, Σας ευχαριστούμε.




1983 ήταν; 1984; Όταν την είδα για πρώτη φορά. Στην οθόνη: η τυφλή Πριγκίπισσα Λεριμία -δεν ξέρω αν το όνομα αυτό κάτι περισσότερο σήμαινε…- στο μεγάλο, «χάρτινο», τραγουδιστό, υπέροχα «ψεύτικο» «E la Nave Va» του Φεντερίκο Φελίνι. Μια λιγνή, ασκητική φιγούρα, με δυο γλυκά, στοχαστικά, μελαγχολικά μάτια που δεν τα ξεχνούσες ποτέ. Μέχρι τότε μόνο το όνομά της, συνδεδεμένο με τον σύγχρονο χορό που μετονομαζόταν σε χοροθέατρο, ήξερα. Το ’87 ήρθε για πρώτη φορά στο Ηρώδειο, στο Φεστιβάλ Αθηνών, με το δικό της Χοροθέατρο του Βούπερταλ και δύο σημαδιακές χορογραφίες της: «Καφέ Μίλερ» και «Η ιεροτελεστία της άνοιξης». Ήταν αποκάλυψη. Οι φίλοι του χορού τη λάτρεψαν. Ξανάρθε στο Φεστιβάλ -την επόμενη χρονιά με το «Κοντάκτχοφ», το ’92 με τα «Γαρύφαλλα», όταν γέμισε τη σκηνή του Ηρώδειου με κόκκινα γαρύφαλλα, το 2001 με το «1980». Και το 2006, όταν πια τις τύχες του Φεστιβάλ είχε αναλάβει ο φίλος της, ο Γιώργος Λούκος. «Πειραιώς 260» αυτή τη φορά. Με το εμβληματικό «Καφέ Μίλερ». Στο οποίο ακόμα χόρευε η ίδια. Πέρσι ο Λούκος μας έφερε τη δική της εκδοχή -«χοροόπερα»- στο «Ορφέας και Ευρυδίκη» του Γκλουκ για το Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού. Στην Επίδαυρο. Που της άξιζε. Και πολύ ταίριαζε στο έργο. Ήταν μια στιγμή συνταρακτική. «Γεωμετρία έρωτα και θανάτου, ένα διαμάντι κατεργασμένο από μία ιδιοφυή δημιουργό στα πρώτα της, τότε, βήματα, το ‘Ορφέας και Ευρυδίκη’ σημάδεψε όσους είχαμε την τύχη να το δούμε» έγραφα. Σας τα ’λεγα και χτες. Το χειροκρότημα στο τέλος ήταν ενθουσιώδες. Όταν όμως εμφανίστηκε στη σκηνή Εκείνη, ε, τότε ξέσπασε ομοβροντία ιαχών και ήταν πολλοί που τινάχτηκαν όρθιοι. Είδα ανθρώπους να κλαίνε εκείνο το Σάββατο στην Επίδαυρο. Πού να ξέραμε… Η μοίρα τα ’φερε έτσι ώστε να είναι η τελευταία φορά που είδαμε την Πίνα Μπάους στην Ελλάδα.



Σας έγραφα για το «Ορφέας και Ευρυδίκη» της Πίνα Μπάους που με συγκλόνισε πέρσι στην Επίδαυρο -όπως και τους περισσότερους που ήταν εκεί- και που έμελλε να είναι η τελευταία φορά που είδαμε την κορυφαία χορογράφο στην Ελλάδα. Παρέλειψα να αναφέρω πως υπήρχαν, όμως, και κάποιοι που βρήκαν τη χορογραφία «ξεπερασμένη». Δεν ξέρω αν ήταν οι ίδιοι που το 2001 βρήκαν πως το «1980» της  -που και σ’ εμένα δεν άρεσε- «δεν ήταν χορός» και που στο τέλος -άνθρωποι του χορού αυτοί, οι οποίοι ήξεραν καλά τι έχει προσφέρει η Πίνα Μπάους-, όρθιοι, την έκραζαν στο Ηρώδειο…

(Γράφτηκαν την 1 Ιουλίου 2009, δημοσιεύτηκαν στα «Νέα»).

June 27, 2015

To kiss or not to kiss Kate?




Το έργο. Ο Φρεντ Γκρέιαμ, υπερφίαλος αστέρας του Μπρόντγουέι, και η τέως σύζυγός του Λίλι Βανέσι, επίσης ξιπασμένη σταρ του κινηματογράφου, ξανασμίγουν, από ανάγκη, στη σκηνή όπου ο Φρεντ ανεβάζει, ως παραγωγός και σκηνοθέτης αλλά κρατώντας και το ρόλο του Πετρούκιο -ενώ η Λίλι θα παίξει την Κατερίνα-, μία μιούζικαλ εκδοχή της σεξπιρικής κωμωδίας «Το ημέρωμα της στρίγκλας» (1593): στην αναγεννησιακή Πάντουα ο αγροίκος Πετρούκιο αποφασίζει, παρά τις αντιρρήσεις της, να παντρευτεί για την περιουσία της και να «δαμάσει» την Κατερίνα, τη στρίγκλα κόρη του Μπατίστα Μινόλα, παρακινημένος από το φίλο του Λουτσέντιο που είναι ερωτευμένος με τη μικρότερη -και ήμερη, γλυκιά- αδελφή της, την Μπιάνκα αλλά δεν μπορεί να την παντρευτεί γιατί ο Μπατίστα θέτει ως όρο ότι πρέπει πρώτα να παντρευτεί η Κατερίνα/Κέιτ. Ο γάμος θα γίνει, όπως και του Λουτσέντιο με την Μπιάνκα, η Κατερίνα/Κέιτ θα περάσει του λιναριού τα πάθη μέχρι να «δαμαστεί» αλλά… τέλος καλό, όλα καλά.
Στα καμαρίνια, όμως, του θεάτρου, βραδιά της πρεμιέρας, τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά… Οι δύο πρωταγωνιστές, αν και χωρισμένοι εδώ και ένα χρόνο, αν και η Λίλι αρραβωνιασμένη με τον Ναύαρχο Χάουαρντ Χάουελ, αρχηγό του στόλου των ΗΠΑ και σύμβουλο του Προέδρου αλλά και χρηματοδότη της παράστασης, αν και ο Φρεντ σε ερωτική σχέση -κρυφή- με την πολύ «χαλαρών» ερωτικών αντιλήψεων, προερχόμενη από το καμπαρέ, νεαρή θεατρίνα Λόις Λέιν στην οποία έχει δώσει το ρόλο της Μπιάνκα, παραμένουν ερωτευμένοι. Και οι ζήλειες δίνουν και παίρνουν. Ειδικά, όταν η Λίλι διαβάζει την κάρτα η οποία συνοδεύει το μπουκέτο που της «έστειλε» ο Φρεντ για την πρεμιέρα -και που πολύ τη συγκίνησε και ζωντάνεψε τα αισθήματά της γι αυτόν- και ανακαλύπτει πως παραλήπτη είχε την Λόις και όχι την ίδια στην οποία από λάθος το παρέδωσαν, φουντώνει: στο… πλαίσιο του ρόλου της, ως Κατερίνα/Κέιτ, χαστουκίζει επί σκηνής τον Φρεντ-Πετρούκιο και εκείνος, πάντα στο… πλαίσιο του ρόλου του, της ανταποδίδει τα ίσα μαυρίζοντάς της τον πισινό από τις ξυλιές. Η Λίλι δηλώνει ότι παρατάει την πρεμιέρα και αποχωρεί.
Στο μεταξύ, στα καμαρίνια επίσης, μία παράλληλη ιστορία αναπτύσσεται. Η Λόις, ερωμένη του Φρεντ, η οποία έχει περάσει και από το κρεβάτι του Ναύαρχου, διατηρεί συν τοις άλλοις μόνιμο δεσμό: με τον -ωσαύτως προελεύσεως καμπαρέ- χορευτή Μπιλ Καλχούν, τον Λουτσέντιο της παράστασης. Περιβόητο χαρτοπαίχτη ο οποίος δεν εμφανίστηκε στη γενική δοκιμή ακριβώς γιατί χαρτόπαιζε. Και επειδή έχασε, υπέγραψε επιταγή για 10.000 δολάρια στο όνομα του Φρεντ… Το αφεντικό στο οποίο τα οφείλει στέλνει δύο γκάνγκστερ στο θέατρο για να εισπράξουν από τον Φρεντ τα χρεωστούμενα. Εκείνος, βέβαια, δεν έχει ιδέα αλλά επειδή δεν μπορεί να τους ξεφορτωθεί τους λέει πως τόσα χρήματα δεν έχει και πως μόνο από το ταμείο του θεάτρου μπορούν να εισπράξουν τα δέκα χιλιάρικα, εφόσον η παράσταση πάει καλά. Αλλά η πρεμιέρα θα ναυαγήσει, αν η Λίλι αποχωρήσει. Οπότε, έτσι λύνει και τα δύο προβλήματά του. Οι γκάνγκστερ «πείθουν» με τα κουμπούρια τους την Λίλι να παραμείνει και βγαίνουν μάλιστα μαζί της στη σκηνή ως «ρόλοι» για να την παρακολουθούν μήπως και το σκάσει.
Όταν όμως ενημερωθούν από το τηλέφωνο πως το αφεντικό τους το έφαγε ένας από τους ανθρώπους του, άρα και το χρέος του Φρεντ -δηλαδή του Μπιλ- «παραγράφεται», αφήνουν την Λίλι ελεύθερη. Και η πρωταγωνίστρια, ενώ η παράσταση εξελίσσεται οδεύοντας προς το τέλος της, αποχωρεί ακολουθώντας τον Ναύαρχό της -ο γάμος επίκειται. Επομένως δεν μπορούν χωρίς εκείνη να κάνουν φινάλε. Αλλά την κρίσιμη στιγμή η Λίλι εμφανίζεται στη σκηνή. Επέστρεψε! Ο έρωτάς της για τον Φρεντ έχει υπερισχύσει. Ο Πετρούκιο μπορεί πια να φιλήσει την Κέιτ.
Ο Σαμ και η Μπέλα Σπιγουάκ, χωρίς να ξεφύγουν από τις επιταγές του αμερικάνικου μιούζικαλ για ένα κείμενο ανάλαφρο, με ευκολίες και εύπεπτα αστεία, δημιούργησαν, με μεγάλη επιδεξιότητα, ένα λιμπρέτο όπου οι εκτός σκηνής δύο ερωτικές ιστορίες τους -του Φρεντ και της Λίλι, του Μπιλ και της Λόις- κυλούν παράλληλα αλλά και συμπλέκονται και ταυτίζονται με το επί σκηνής «Ημέρωμα της στρίγκλας» που ο θίασος ανεβάζει και τις δικές του πλοκές -ένα έργο θεάτρου εν θεάτρω.
Ακουμπώντας σ’ αυτό -και με δικούς του στίχους- ο Κολ Πόρτερ δημιούργησε (1948) το μιούζικαλ-σταθμό «Kiss me Kate» («Φίλησέ με Κέιτ»), μία ευτυχή συνάντηση της συμφωνικής μουσικής με την τζαζ και τους άλλους ρυθμούς της εποχής, από την οποία ξεχειλίζουν οι μελωδίες, προχωρώντας το δέσιμο πρόζας-τραγουδιών ένα βήμα μπροστά από το «Σόου Μπόουτ» των Κερν-Χάμερστάιν και το «Οκλαχόμα!» των Ρότζερς-Χάμερστάιν, ένα βήμα πριν το «Γουέστ Σάιντ Στόρι» των Μπέρνστάιν-Λόρεντς-Σόντχάιμ.
Η παράσταση. Η εντύπωση που αποκόμισα, ενισχυμένη από την αναφορά -σε σημείωμα στο πρόγραμμα της παράστασης- σε «ημι-σκηνοθετημένη μορφή» (έκφραση την οποία ουδέποτε κατάλαβα από την εποχή -1991- που την εισήγαγε το Μέγαρο Μουσικής για ένα ανέβασμα του «Μαγικού αυλού»…), ήταν ότι η Καμεράτα-Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής αποφάσισε να παρουσιάσει το «Kiss me Kate» σε μορφή κοντσερτάντε αλλά στην πορεία ανέπτυξε το σχέδιο σε κανονική παράσταση. Διαφορετικά δεν μπορώ να εξηγήσω αυτή την παράλογη απόφαση οι διάλογοι να είναι στα ελληνικά και τα τραγούδια να τραγουδιούνται -πλην ενός μάλιστα!- με τους πρωτότυπους στίχους -στα αγγλικά δηλαδή. Μου θύμισε τις παραστάσεις της Λυρικής προ του ’80 (;), όταν η χορωδία και οι έλληνες λυρικοί καλλιτέχνες τραγουδούσαν στα ελληνικά και οι μετακλημένοι στο πρωτότυπο! Ή μήπως δεν πρόλαβαν να μεταφράσουν στους στίχους; Η μετάφραση, πάντως, του κειμένου, την οποία συνυπέγραφαν οι συν-σκηνοθέτες Πάρις Μέξης και Γιώργος Πέτρου -ο και αρχιμουσικός της παράστασης- ήταν εξαίρετη με έξυπνα αλλά καθόλου φτηνιάρικα κλεισίματα του ματιού και αναφορές στα καθ’ ημάς.



Η παράσταση αυτή καθαυτή είχε προτερήματα και ελαττώματα. Το ανέβασμα ενός μιούζικαλ, όσο κι αν φαίνεται εύκολη δουλειά, αντίθετα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη -ειδικά αν πρόκειται για μιούζικαλ κλασικό, με μεγάλες απαιτήσεις, όπως το «Kiss me Kate». Εκτός από τις προδιαγραφές μεγάλης παραγωγής που ζητάει και που κάτω από τις παρούσες συνθήκες δεν μπορούσαν να τηρηθούν, χρειάζεται μεγάλη πείρα και πολλή δουλειά. Εδώ η πείρα έλειπε. Αλλά δεν είδα να έχει προϋπάρξει και εξαντλητική δουλειά. Όπου -χορογραφίες, κίνηση πλήθους- ήταν απαραίτητη η παρουσία του χορογράφου -του έμπειρου Αμερικανού Τζον Τοντ- η παράσταση, η οποία γενικώς κυλούσε εύρυθμα, ζωντάνευε, μολονότι οι χορευτές δεν ήταν και ό,τι το πιο εντυπωσιακό, στα κομμάτια της πρόζας την έβλεπα να θολώνει μέσα από στησίματα μετωπικά και αμήχανα. Η πρόσμειξη, άλλωστε, επί σκηνής λυρικών καλλιτεχνών και ηθοποιών της πρόζας -ή, έστω, του μουσικού θεάτρου- δυσκόλευε τα πράγματα: δημιουργούσε μία έντονα αισθητή ανομοιογένεια.
Τα -φωτισμένα, όχι πάντα επιτυχημένα, από τον Γιώργο Τέλλο- στοιχειώδη σκηνικά -αταίριαστος, εξάλλου, ο χώρος του Ηρωδείου για το είδος- και τα κοστούμια της Αλεξίας Θεοδωράκη δεν πολυβοηθούσαν την κατάσταση. Η επιλογή το «Ημέρωμα» να τοποθετηθεί στη δεκαετία του ’50 μάλλον σύγχυση προκαλούσε. Και όμως, υπήρχαν σκηνές -λίγες- ολοκληρωμένες, που απογειώνονταν. Πιστεύω πως, αν μπορούσε να διατεθεί ο διπλάσιος χρόνος προετοιμασίας, το παραστασιακό αποτέλεσμα θα ήταν πολύ καλύτερο.
Το σύνολο σωζόταν από τη μουσική δουλειά που είχε γίνει. Ο Γιώργος Πέτρου, καθώς επέλεξε και την πολύ καλή αρχική ενορχήστρωση του 1948 από τον Ρόμπερτ Ράσελ Μπένετ, οδήγησε την καθόλου εθισμένη στο είδος αυτό Καμεράτα να ηχήσει με αυθεντικότητα, περίτεχνα τζαζίστικα τσακίσματα και ήχο γεμάτο, παρά τον ανοιχτό χώρο. Ενώ ο Δημήτρης Γιάκας, που έκανε τη μουσική προετοιμασία, τη διδασκαλία της χορωδίας και συνόδευε στο πιάνο, ισορρόπησε τις επί σκηνής φωνητικές ανισότητες.
Οι ερμηνείες. Στην Ελλάδα -το επαναλαμβάνω-, δυστυχώς, δεν υπάρχουν ή σπανίζουν οι κατάλληλοι για το μιούζικαλ -άρα αυξημένων απαιτήσεων- ολοκληρωμένοι, χαρισματικοί ηθοποιοί. Για το είδος απαιτούνται υποκριτική ανάλαφρη, σπιρτόζα, λάμψη, γερή φωνή λυρικών προδιαγραφών αλλά όχι οπερατικών αγκυλώσεων και ικανότητες χορευτή. Σ’ αυτούς που ασχολούνται εδώ με το μιούζικαλ, συνήθως, συναντούμε μεμονωμένα τα χαρίσματα αυτά. Οπότε οι παραγωγές αρκούνται στο μη χείρον ή στο διαθέσιμο καλύτερο.
Ο Χάρης Ανδριανός έχει μία καλή φωνή βαρύτονου, χαρίσματα υποκριτικά δυσεύρετα σε λυρικούς καλλιτέχνες και χιούμορ -αλλά και μία υπερβάλλουσα σκηνική αυτοπεποίθηση που μπορεί να εκληφθεί και ως έπαρση. Αν και όχι απόλυτα κατάλληλος για Φρεντ/Πετρούκιος, θα έλεγα πως τα έβγαλε καλά πέρα, αν δεν σκόνταφτε στο ελάττωμα της εκφοράς του λόγου του στις -πολλές- πρόζες με φωνή ποσταρισμένη που, άρα, ακουγόταν αφύσικη. Νομίζω ότι έκανε μάλλον οπερέτα παρά μιούζικαλ.
Αυτό το πρόβλημα δεν το είχε η Ειρήνη Καράγιαννη. Με μεστή φωνή μέτζο και με ικανότητες ηθοποιού πάνω από τον μέσο όρο του λυρικού καλλιτέχνη, αν και ηλικιακά πιο ώριμη απ’ όσο χρειαζόταν για το ρόλο, αν και με αποτυχημένο, βαρύ μακιγιάζ, ήταν πιο πειστική και αποτελεσματική χωρίς πάντως να ξεχωρίζει, κατά τη γνώμη μου.
Η Νάντια Κοντογεώργη είναι τάλαντο: δαιμόνια κωμικός με καλή φωνή -έστω και αν εδώ δεν ήταν αρκετή για τις φωνητικές απαιτήσεις του ρόλου της Λόις/Μπιάνκα- και ανεκτή κίνηση. Αλλά κατέφευγε σε κλισέ. Πρέπει να προσέξει: η μανιέρα ενεδρεύει. Κάθε κωμικός, βέβαια, σε μανιέρα αναγνωρίσιμη πατάει αλλά δεν πρέπει να επαναπαύεται σε μανιέρα εύκολη, τηλεοπτικού βεληνεκούς, αναλώσιμη. Στο τελευταίο, πάντως, τραγούδι της Λόις «Always True to You in My Fashion» τα έδωσε όλα και κέρδισε τις εντυπώσεις.
Ο Ιάσονας Μανδηλάς, εντυπωσιακός χορευτής έβγαλε πέρα ευπρεπώς αλλά κάπως άχρωμα το ρόλο του Μπιλ/Λουτσέντιο. 
Ο Κώστας Βουτσάς, υπέροχος κωμικός, φέρει μία ιστορία στο χώρο αλλά οι δυνάμεις του πια είναι ιδιαίτερα μειωμένες. Θα εκτιμούσα πολύ αν είχε το σθένος -και την εξυπνάδα- να αποσυρθεί.
Ο Χάρης Ρώμας -επίσης με πολύ κακό, βαρύ μακιγιάζ- στο ρόλο του Ναυάρχου που του πήγαινε κουτί διέπρεψε -ήταν, κατά τη γνώμη μου, ίσως, ο πιο σωστός στη σκηνή: με τη μανιέρα του αλλά με χιούμορ, μέτρο και ενέργεια πολύ καλά σταθμισμένη.





Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, που μάλλον επανέλαβε τον εαυτό του, και ο Δημήτρης Ναλμπάντης, που ήταν κάπως άνευρος αλλά πιο αποτελεσματικός, νομίζω, από άλλες εμφανίσεις του, προσπάθησαν αλλά δεν έδεσαν και τόσο στο ντουέτο των γκάνγκστερ.
Με κάποια προσόντα αλλά και με αδυναμίες, οι υπόλοιποι.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση πολύ άνιση αλλά όχι βαρετή.

Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, Καμεράτα, Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, Φεστιβάλ Αθηνών, 24 Ιουνίου 2015.

June 25, 2015

Πρεμιέρα με τη διαδικασία του κατεπείγοντος…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 25 Ιουνίου 2015 



Δεν ειν’ η πρώτη φορά που συμβαίνει. Σκηνοθέτης να αποχωρεί -ή να τον αποχωρούν…- από αρκετά προχωρημένες δοκιμές παράστασης που ’χε αναλάβει. Αλλά η αποχώρηση του Βασίλη Παπαβασιλείου απ’ τις αριστοφανικές «Νεφέλες» του Πέτρου Φιλιππίδη είχε κάτι περισσότερο. Συνοδεύτηκε με μαζική αποχώρηση: σκηνογράφος/ενδυματολόγος, συνθέτης μουσικής, κινησιολόγος/χορογράφος, διευθυντής φωτισμών, βοηθός δραματουργικής επεξεργασίας, βοηθός σκηνοθέτη, πέντε απ’ τους ηθοποιούς -όχι οι πρωταγωνιστές, πάντως…

Τη σκηνοθεσία ανέλαβε αυτοπροσώπως ο Πέτρος Φιλιππίδης, ο Στρεψιάδης της παράστασης, στους νέους συντελεστές προστέθηκαν υπεύθυνοι ενορχήστρωσης και μουσικής διδασκαλίας και κατασκευαστής περουκών -τα δελτία Τύπου, τα πριν και τα μετά, συνέκρινα εγώ- ενώ ο Βασίλης Παπαβασιλείου τους άφησε το κείμενό του που χαρακτηριζόταν «διασκευή» και τώρα έγινε «απόδοση». 
Η απορία μου: πρεμιέρα στις 6 Ιουλίου πώς θα προλάβουν να κάνουν και τι είδους πρεμιέρα με τόσες αλλαγές που ’γιναν στο παρά πέντε -δεκαπέντε μέρες πριν απ την έναρξη; Πρεμιέρα με τη διαδικασία του κατεπείγοντος…


Απ’ την άλλη μετρώ: καμιά τριανταριά παραστάσεις θα δώσουν ανά την Ελλάδα οι περί ων ο λόγος «Νεφέλες» πριν παιχτούν στην Επίδαυρο σύμφωνα με τον προγραμματισμό που μας στάλθηκε. Εκ των οποίων οι πρώτες πέντε στα μεγάλα θέατρα της Αττικής. Και, μετά, περιμένει το Φεστιβάλ Επιδαύρου να κόψει εισιτήρια στο -θεωρούμενο, μάλιστα, άγονο- διήμερο (14 και 15 Αυγούστου) του Δεκαπενταύγουστου στο οποίο προγραμμάτισε την παράσταση... Καλά, ποιος θα πάει;
Θα μου πείτε, «τι να κάνουν; Να περιμένουν την Επίδαυρο μέχρι τον Δεκαπενταύγουστο που τους το ’δωσαν για να παίξουν; Ή την ανύπαρκτη επιχορήγηση απ’ το Φεστιβάλ;». Όντως, αδιέξοδο… Αλλά, τότε, ας μη μιλάμε για Φεστιβάλ. Ας μιλάμε για έναν ακόμα σταθμό στην καλοκαιρινή περιοδεία…



Απ’ το 2007 και τον «Γλάρο» τους -που είδαμε χάρη στο Φεστιβάλ Αθηνών- περίμενα να ξανάρθουν: το «Κρέτακορ» της Βουδαπέστης κι ο Άρπαντ Σίλινγκ -ο ιδρυτής του και ψυχή του. Μου ’λεγαν «περνάνε κάποια κρίση», «τα πράγματα στην Ουγγαρία με τον Ορμπάν δεν είναι καθόλου ευνοϊκά για το θέατρο και τον πολιτισμό» (σ.σ. κι όχι μόνο…), μου ’λεγαν «έκαναν στροφή στο πολιτικό θέατρο»… Τελικά, επιτέλους, ξανάρχονται! Χάρη στην «Στέγη», βέβαια -γι άλλη μια φορά…-, και στην Κάτια Αρφαρά, την -ακάματη κι ανεξάντλητη- καλλιτεχνική διευθύντρια Θεάτρου και Χορού της «Στέγης».
Σας τα ’γραφα τα σχετικά χτες. Γιατί τους περίμενα τόσο; Δεν μπορώ, δυστυχώς, να βρω το κείμενο που νομίζω πως είχα γράψει στα «Νέα», το 2001, για τον «Μίκαελ Κολχάας» του Σίλινγκ -αλλά με το «Κάτονα Γιόζεφ»-, που είδα τότε στην Θεσσαλονίκη. * Αλλά θα σας παραθέσω το κείμενο που ’χα γράψει -στα «Νέα» πάντα και στη στήλη «Το Τέταρτο Κουδούνι»-, στις 14 Ιουνίου 2007, μ’ αφορμή τον «Γλάρο» τους -του Σίλινγκ και του «Κρέτακορ». Και θα καταλάβετε φαντάζομαι:
«Περίμενα με αγωνία τον «Γλάρο» του Άρπαντ Σίλινγκ και του ‘Κρέτακορ’ που μας έφερε το Φεστιβάλ Αθηνών. Η παράσταση του Σίλινγκ ‘Μίκαελ Κολχάας, ο εχθρός του λαού’, που ’χα δει απ’ το ‘Κάτονα Γιόζεφ’ έξι χρόνια πριν, στην Θεσσαλονίκη, μ’ έχει σημαδέψει τόσο που φοβόμουνα πως η δεύτερη παράσταση του που θα ’βλεπα μπορεί και να μην είναι ισάξια και να με απογοητεύσει.
Ήταν ακόμα καλύτερη. Ο Σίλινγκ πιστεύω πως αντιμετώπισε κατάματα τον Τσέχοφ ο οποίος κάθε μέρα που περνάει γίνεται όλο και πιο σημερινός. Ανακάλυψε την ουσία του και με τους δέκα εξαίρετους ηθοποιούς του ‘γυμνούς’ ετοίμασε ένα απολύτως καθαρό απόσταγμα της τσεχοφικής ουσίας.
Αυτόν τον σκοτωμένο γλάρο που ο Κόστια φέρνει στην Νίνα μέσα σε μια λευκή πλαστική σακούλα και που δεν τον βλέπουμε, μια σακούλα που, όταν εκείνη τη σφίγγει πάνω της, φεύγουν στον αέρα πούπουλα, εκείνη τη σπαρακτική τελευταία σκηνή Κόστια-Νίνας, που γίνεται πιο σπαρακτική όταν η απεγνωσμένη Νίνα του χουφτώνει ξαφνικά τα γεννητικά όργανα, εκείνη τη σιωπή με τους λυγμούς που ακούγονται πίσω απ’ την κουίντα τις έχω βάλει στη δική μου ‘ανθολογία’. Κι εκείνο το βιολί που συντρίβεται, γίνεται κομμάτια κάτω απ’ τα πόδια του Κόστια, πριν γίνει σκοτάδι, ήχησε πολύ πιο εκκωφαντικά απ’ τον πυροβολισμό της αυτοκτονίας του στην τελευταία σκηνή που ο σκηνοθέτης έκοψε».

* Τελικά, η φίλη κ. Ερριέττα Μπελέκου, την οποία θερμά ευχαριστώ, βρήκε το κείμενο στην ψηφιακή βιβλιοθήκη του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης και μου το έστειλε σε pdf. Ελπίζω ότι μπορείτε να το διαβάσετε αν θέλετε:
https://drive.google.com/file/d/0B6ASo1cXIukudkI5XzFzVGhqaGc/view?usp=sharing  



Ο Μελέτης Ηλίας θα επωμιστεί το ρόλο του Στεπάν (Στίβα) Ομπλόνσκι στην «Άννα Καρένινα» που θ’ ανεβάσει το χειμώνα στο Εθνικό, στην Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», ο Πέτρος Ζούλιας, σε μετάφραση και διασκευή για το θέατρο των Αντώνη και Κωνσταντίνου Κούφαλη -σας έγραφα σχετικά στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 11 Ιουνίου- με την Μαρία Ναυπλιώτου στον επώνυμο ρόλο. Προηγουμένως, όμως, ο καλός ηθοποιός θα παίξει -στο Εθνικό, πάντα, και στη Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»- στο «Καγκουρό» του Βασίλη Κατσικονούρη με σκηνοθέτη τον Δημήτρη Μυλωνά. 




Το «Ατλαζένιο γοβάκι» παρουσιάζεται και πάλι απ’ το Φεστιβάλ Αθηνών, «Πειραιώς 260», αύριο και μεθαύριο. Επειδή πρόκειται για ένα επίτευγμα της Έφης Θεοδώρου, η οποία συμμάζεψε το ασυμμάζευτο έργο-ποταμό του Μεγάλου Καθολικού Πολ Κλοντέλ -στην έξοχη μετάφραση του Στρατή Πασχάλη- και τιθάσευσε τους δώδεκα ικανούς έως εξαίρετους ηθοποιούς της εκμαιεύοντας ερμηνείες- εκπλήξεις, αξίζει να μην το χάσετε. Κι ας κρατάει τέσσερις ώρες κι ας είναι πυκνός, αδιαπέραστος ο λόγος αυτής της εντελώς ιδιαίτερης κλοντελικής παραβολής. Η σκηνοθεσία τον κάνει διαπερατό. Δεν είναι τυχαίο ότι επαναλαμβάνεται φέτος. 




Διατήρησα μέσα μου την εκτίμηση που χω στον Άλβις Χερμάνις βλέποντας και την «Σόνια» του -μια παράσταση πάνω στο ομώνυμο πεζό της Τατιάνα Τόλσταγια- απ’ το δικό του «Νέο Θέατρο της Ρίγα» στο Φεστιβάλ Αθηνών: λεπτοδουλειά, ένα ιδιαίτερο, ποιητικό βλέμμα, μοντέρνα γραμμή που δε θέλει να κραυγάζει ότι είναι μοντέρνα, βαθιά αισθήματα, νοσταλγία, συγκίνηση… 



Τον Σταύρο Γασπαράτο τον ήξερα απ’ το θέατρο: μουσική  για θεατρικές παραστάσεις -συνήθως πολύ-πολύ ενδιαφέρουσες οι μουσικές του, γύρω στις 90 μετράει απ’ το 2001. Στο Μέγαρο Μουσικής, στη συναυλία-εγκατάστασή του «Expanded Piano», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, ανακάλυψα κάτι περισσότερο: έναν μοντέρνο συνθέτη με ακόμα μεγαλύτερο εκτόπισμα. Μόνος στο «πειραγμένο» πιάνο του, ήχος εκλεπτυσμένος και μεγεθυμένος ζωντανά με ηλεκτρονικά μέσα, οι φωτισμοί του κορυφαίου Σάκη Μπιρμπίλη και το αποτέλεσμα, μια βραδιά εντελώς ιδιαίτερη. Και πολύ ενδιαφέρουσα.



Ο Μιλτιάδης Φιορέντζης και δυο απ’ τους φετινούς απόφοιτους της δραματικής σχολής του Ωδείου Αθηνών, η Ελεάνα Καυκαλά κι η Μαρία Προϊστάκη, θα παίξουν στην -εμπνευσμένη απ’ το θεατρικό έργο «Οι Τσέντσι» του Αντονέν Αρτό και το ομώνυμο διήγημα του Σταντάλ- παράσταση «Οικογένεια Τσέντσι» που θα παρουσιαστεί από 16 Οκτωβρίου στο Υπόγειο του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης», σε σύλληψη, σκηνοθεσία και μετάφραση των πρωτότυπων κειμένων Ιόλης Ανδρεάδη -σας έχω γράψει σχετικά στο ιστολόγιο στις 16 Φεβρουαρίου. 




Αδιάφορο μ’ άφησε «Η πασιέντζα» της Μαρίας Λαϊνά όπως τη σκηνοθέτησε ο Νίκος Χατζόπουλος στο «Θέατρο Τέχνης» της Φρυνίχου για το Φεστιβάλ Αθηνών με Κώστα Βασαρδάνη, Αργύρη Ξάφη και τον ίδιο -θολό το αποτέλεσμα, αν κι εκτιμώ πολύ συγγραφέα, σκηνοθέτη και ηθοποιούς. Αλλά η δουλειά του Βασίλη Παπατσαρούχα και στα σκηνικά και στα κοστούμια -νομίζω πως είναι η πρώτη του που είδα στο θέατρο-, εξαιρετική. Ανέβαζε το επίπεδο.


Στο μεταξύ το Θεατρικό Μουσείο σαπίζει, μ’ όλα τα κειμήλια που διαθέτει, κλειστό και εγκαταλειμμένο στην τύχη του, ψιλοξεχασμένο πια, με τους εργαζόμενούς του -που βρίσκονται σε επίσχεση εργασίας εδώ και τεσσεράμισι χρόνια- να απευθύνουν επιστολή SOS προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρωθυπουργό και υπουργούς της κυβέρνησης ως φωνές βοώντων εν τη ερήμω… Ντροπή δεν είναι;


Μη σας πω για την κατάσταση στο ΚΘΒΕ… Με τους -απλήρωτους, όπως κι όλοι οι εργαζόμενοι εκεί- ηθοποιούς του, που ’χαν κλείσει, ουσιαστικά, το Θέατρο με τις συνεχείς στάσεις εργασίας τους - άγνωστον τι θα συμβεί στην καλοκαιρινή σεζόν που αρχίζει σήμερα…- επίσης ν’ ακούγονται ως φωνές βοώντων εν τη ερήμω… 


Πολύ έξυπνα δείχνει να κινείται ο Νίκος Διαμαντής στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Λίγους μήνες έχει που ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνσή του κι ανοίγματα στα εικαστικά, ανοίγματα στους νέους του θεάτρου, ανοίγματα στην πόλη και τους πολιτιστικούς φορείς της… Τίποτα το συγκλονιστικό, σίγουρα, αλλά έτσι φαντάζομαι θα βρει τις ισορροπίες για να κάνει αυτό που θέλει και που ξέρει -μακάρι δηλαδή. Αν και θητεία ενός χρόνου δεν επιτρέπει μακροπρόθεσμους προγραμματισμούς...


Πολλές οι προτάσεις των νεανικών θεατρικών ομάδων μας επί των κλασικών τη χειμερινή/ανοιξιάτικη σεζόν που -σχεδόν- έκλεισε. Τι επί Σέξπιρ, τι επί Τσέχοφ, τι επί Γκέτε, τι επί Ίψεν, τι επί Στρίντμπεργκ, τι επί των αρχαίων τραγικών μας και… και… επέπεσαν, κι αν είδα προτάσεις -όσες κι όπου μπόρεσα και πρόλαβα. Υπήρχαν βέβαια -πάντα υπάρχουν- οι -ελάχιστες- ενδιαφέρουσες. Αλλά, γενικώς, τι είδαν τα ματάκια μου κι άκουσαν τ’ αυτάκια μου δεν περιγράφεται. Πολλά τα αποτρόπαια: «Μεταφράσεις» που έγιναν δεν ξέρω πώς κι από ποια γλώσσα, ανελλήνιστες, άθλιες, σκηνοθετική ασχετοσύνη αλλά και έπαρση σε βαθμό θράσους, αμάθεια, ευρήματα-μπούρδες για το θεαθήναι, σκηνογραφική κι ενδυματολογική κουρελαρία που στη φτώχεια φαίνεται, βασικά, να οφείλεται αλλά περισσότερο καρπός έλλειψης στοιχειώδους καλαισθησίας νομίζω πως είναι, ηθοποιοί που ο Θεός να τους κάνει ηθοποιούς -λες, αυτοί οι άνθρωποι βγήκαν από δραματική σχολή; Κι από τι είδους δραματική σχολή; Κι από ποιους διδάχτηκαν;
Αλλά ΤΙ να γράψεις; Τι να πεις; Νέοι άνθρωποι, παιδιά ακόμα, που τους ξεφούρνισαν στην πιάτσα και στην ανεργία «δραματικές σχολές», απλήρωτοι, χωρίς πεντάρα στην τσέπη, που ποιος ξέρει τίνι τρόπω εξοικονόμησαν τα λεφτά για το ενοίκιο της αίθουσας και που παίζουν για να υπάρξουν με την ελπίδα πως κάποιος θα τους προσέξει. Παραστάσεις απόγνωσης τις λέω εγώ…


«Η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας»: γιατί μου φαίνονται πια τόσο γελοίες αυτές οι πέντε λέξεις, όταν τις διαβάζω ή τις ακούω;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

June 24, 2015

To «Κρέτακορ» και ο Άρπαντ Σίλινγκ ξαναγυρίζουν στην Ελλάδα -στην «Στέγη» αυτή τη φορά


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση

Το Θέατρο «Κρέτακορ» της Βουδαπέστης κι ο σπουδαίος ούγγρος σκηνοθέτης Άρπαντ Σίλινγκ, που το ίδρυσε και το διευθύνει, επιστρέφουν στην Ελλάδα μετά από οκτώ χρόνια με την καινούργια τους παράσταση «Η ημέρα της οργής». Η οποία θα κάνει, μάλιστα, την παγκόσμια πρεμιέρα της στις 11 Νοεμβρίου, στην Αθήνα, στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση, ως συμπαραγωγή της με τον Οίκο των Σύγχρονων Τεχνών «Τράφο» της Βουδαπέστης, όπου το «Κρέτακορ» θα δώσει την ουγγρική πρεμιέρα της παράστασης στις 30 Νοεμβρίου.
«Η ημέρα της οργής», για την οποία στην ηλεκτρονική σελίδα του «Τράφο» ακόμα δεν αναφέρεται συγγραφέας -και δε γνωρίζω αν υπάρχει δραματουργός ή αν το κείμενο θα υπογράψει ο σκηνοθέτης, πιθανόν σε συνεργασία με το θίασο, όπως συνηθίζουν τελευταία στο «Κρέτακορ»-, είναι ένα έργο εμπνευσμένο από μια πραγματική ιστορία: στις αρχές του 2015 μια άγνωστη ουγγαρέζα νοσοκόμα ήταν το πρώτο πρόσωπο στην Ουγγαρία που μίλησε δημόσια, πριν παραιτηθεί από τη δουλειά της, για τις αντιεπαγγελματικές, απάνθρωπες συνθήκες στα νοσοκομεία της χώρας -καθόλου άγνωστη κατάσταση και στα καθ’ ημάς… Κατόπιν ντύθηκε στα μαύρα και κάλεσε όλες τις νοσοκόμες να κατεβούν μαζί της στους δρόμους. Αυτός ο χαρακτήρας της ντόμπρας νοσοκόμας είναι που ενέπνευσε το έργο στο οποίο όμως δε χρησιμοποιούνται λεπτομέρειες από την αληθινή ιστορία.
Πρόκειται, όπως διευκρινίζεται, περί μιας ιλαροτραγωδίας με θέμα τους ευάλωτους ανθρώπους. Που κάνουν τα πάντα για να πάρουν στα χέρια τους τη μοίρα τους αλλά πάντα αποτυγχάνουν. Είτε λόγω εξωτερικών συνθηκών -οικονομικές ή πολιτικές αλλαγές, καλοθελητές που δεν τηρούν τις υποσχέσεις τους…- είτε λόγω προσωπικών ελλείψεων -έλλειψη πείρας ή γνώσης. Η συνειδητή αυτή πολίτις, η νοσοκόμα -που, τελικά, εγκαταλείπεται-, βλέπει, απελπισμένη, την κοινωνική και την προσωπική ζωή της να μπερδεύονται μέχρι να χάσει την υγεία της και να γυρίσει στην οικογένειά της. 
Στην οικογένεια της αυτή διακρίνονται τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τριών γενεών: μια καθολική μάνα, γυναίκα ηλικιωμένη, που έζησε σ ένα διαφορετικό σύστημα και που πιστεύει πάντα πως γνωρίζει τα πράγματα καλύτερα απ την κόρη της, χωρίς να αντιλαμβάνεται πως οι εμπειρίες της καμιά αξία δεν έχουν πια στον σημερινό κόσμο, η έφηβη κόρη της νοσοκόμας, που θεωρεί ότι τίποτα δεν έχει σημασία αν πρέπει ν αγωνιζόμαστε με νύχια και με δόντια για τη ζωή ενώ απλώς θα μπορούσαμε να μην εμπιστευόμαστε τίποτα και κανέναν κι ο κύριος χαρακτήρας, η ίδια η νοσοκόμα -ο ανθρωπάκος- που αγωνίζεται με τις προκλήσεις της νέας εποχής και που προσπαθεί να εμπιστευτεί τους συμπολίτες της αλλά τελικά πάντα μένει μόνη. Και παράλληλα, μέσα απ την ιστορία αυτή, ζωντανεύει η σύγχρονη ιστορία της περιθωριοποιημένης πλευράς της Ευρώπης. 
Ο 41χρονος σήμερα Άρπαντ Σίλινγκ σημάδεψε με δυο παραστάσεις του που παίχτηκαν στην Ελλάδα όσους τις είδαν: 
Τον Μάιο του 2001, στο πλαίσιο του άτυπου Φεστιβάλ της Ένωσης των Θεάτρων της Ευρώπης που οργάνωσε το ΚΘΒΕ, παρουσιάστηκε στην Θεσσαλονίκη, στο «Μικρό Θέατρο» της Μονής Λαζαριστών, απ’ το Θέατρο «Κάτονα Γιόζεφ» της Βουδαπέστης, το -βασισμένο στη νουβέλα του Χάινριχ φον Κλάιστ «Μιχαήλ Κόλχάας»- έργο του Ιστβάν Τασνάντι «Δημόσιος κίνδυνος» (ελληνική απόδοση του τίτλου: «Μίκαελ Κόλχαας, ο εχθρός του λαού») σε μια συγκλονιστική σκηνοθεσία του μόλις 25χρονου -όταν (1999) ανέβασε την παράσταση- Σίλινγκ.
Και τον Ιούνιο του 2007, μας άφησε εμβρόντητους ο ανεπανάληπτος, αλησμόνητος «Γλάρος» του Τσέχοφ -παράσταση του 2003- που παρουσίασε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, με το δικό του «Κρέτακορ» -σημαίνει «Κύκλος με την Κιμωλία» και το ίδρυσε το 1995, στα 21 του χρόνια- σε μια εντελώς λιτή, «γυμνή» σκηνοθεσία του.
Έκτοτε ο Άρπαντ Σίλινγκ και το «Κρέτακορ» άλλαξαν πορεία περνώντας σ’ ένα έντονα πολιτικό θέατρο, στροφή που συνδέεται με τον αυταρχισμό της κυβέρνησης του Βίκτορ Ορμπάν -πρωθυπουργού της Ουγγαρίας απ’ το 1998 μέχρι το 2002 και απ’ το 2010 μέχρι και σήμερα- που πήρε πολλά μέτρα περιοριστικά των ατομικών ελευθεριών.
Η παράσταση που θα δούμε στην «Στέγη» σ’ αυτόν τον νέο δημιουργικό κύκλο του Άρπαντ Σίλινγκ και του «Κρέτακορ» θα πρέπει να ανήκει. Κύκλο που κρίθηκε, προφανώς, ότι μας αφορά, ως κοινό, περισσότερο.

June 18, 2015

Δύσκολο, δύσκολο… (Παιδιά, ο Χερμάνις το λέει).


Το Τέταρτο Κουδούνι / 18 Ιουνίου 2015 


Πολύ εκτιμώ τον Λετονό Άλβις Χερμάνις. Κάθε φορά που έρχεται στην Ελλάδα -το 2007, για το Βραβείο Θεάτρου Ευρώπης, στην Θεσσαλονίκη, στο ΚΘΒΕ, όπου είδαμε τις παραστάσεις του «Long Life» απ’ το δικό του «Νέο Θέατρο της Ρίγα» και «Πατέρες» απ’ το «Θέατρο της Ζιρίχης», το 2010 εδώ, στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών», όπου έφερε -και πάλι με το «Νέο Θέατρο της Ρίγας»- τον «Ήχο της σιωπής» και τώρα, που παρουσιάζει με το θίασό του για το Φεστιβάλ Αθηνών, «Πειραιώς 260», την «Σόνια»-, πέρα απ’ τις έξοχες παραστάσεις του, όλο κάτι λέει, όλο κάτι που ’χει γράψει διαβάζω, το οποίο όχι μόνο πολύ μου αρέσει αλλά απόλυτα το συμμερίζομαι -με εκφράζει.
Αντιγράφω, λοιπόν, απ’ το «Αθηνόραμα» της περασμένης Πέμπτης 11 Ιουνίου, ανθολογημένο απ’ την Ιλειάνα Δημάδη: «Ως επαγγελματίας σκηνοθέτης σας διαβεβαιώνω πως είναι ΠΑΝΕΥΚΟΛΟ (σ.σ. τα κεφαλαία δικά μου) να στήσεις μια σκηνή γεμάτη ψεύτικα αίματα και κλιμακούμενη επιθετικότητα. Το ΔΥΣΚΟΛΟ (σ.σ. τα κεφαλαία δικά μου) είναι να κάνεις μια παράσταση με υγιείς, αρμονικούς και ευτυχισμένους ανθρώπους».
Παιδιάααααα! Ακούσατε; Και μη μου πείτε πως ο Χερμάνις δεν κάνει προχωρημένη πρωτοπορία… (φωτογραφία παράστασης: Gints Malderis).


Εξαιρετική! Και η δεύτερη παράσταση της Μαγκί Μαρέν στο Φεστιβάλ Αθηνών -το «Singspiele». Χορός; Όχι. Περφόρμανς θα το ’λεγα το σόλο του Νταβίντ Μαμπούς -γιος της Μαρέν είναι. Άλλωστε η ίδια δεν υπογράφει «χορογραφία». «Σύλληψη» μόνο, συμπαραθέτοντας τα ονόματα του χορευτή και του σκηνογράφου Μπενζαμέν Λεμπρετόν ως συνδημιουργών.
Ο Νταβίντ Μαμπούς αλλάζει συνεχώς πρόσωπο ξεφυλλίζοντας, επιδέξια ξεκολλώντας, φύλλο-φύλλο, ένα χάρτινο «άλμπουμ» με φωτογραφίες προσώπων, που κρύβει ως μάσκα το δικό του πρόσωπο. Και με κάθε καινούργιο πρόσωπο, γνωστού -απ’ την Ζαν Ντ’ Αρκ της Φαλκονετί μέχρι τον Σταν Λόρελ του ντουέτου Χοντρός-Λιγνός και τον Τσόρτσιλ- ή άγνωστου, άντρα ή γυναίκας, προσθέτοντας ή αφαιρώντας ένα ρούχο ή ένα άλλο στοιχείο και με μια αργή υπερ-μελετημένη κίνηση και μια καινούργια στάση του σώματός του, μεταμορφώνεται με τρόπο μαγικό. Μια απέριττη, συμπυκνωμένη περφόρμανς με υποτυπώδες ηχητικό υπόστρωμα, χωρίς μουσική -65 λεπτά καθηλωτικά, με το «τίποτα».




Χόρτασα «Άμλετ» φέτος: ο «Άμλετ» του Γιάννη Χουβαρδά πρώτα, στην «Στέγη», δυο νεανικοί «Άμλετ» κατόπιν -του Χρήστου Θεοδωρίδη στο «Πορεία», του Παναγιώτη Κατσώλη στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» (υπήρχε κι άλλος, στο «Βαφείο/Λάκης Καραλής», αλλά δεν τον πρόλαβα)-, «Άμλετ» του Γιάβορ Γκ(ά)ρντεφ στην Σόφια, στο Εθνικό τους Θέατρο, ε, έκλεισα τη σεζόν στο «Studio» βλέποντας γι άλλη μια φορά τον κινηματογραφικό ασπρόμαυρο «Άμλετ» του Γκριγκόρι Κόζιντσεφ. Απ’ το μακρινό, σοβιετικό 1964. Κλείσιμο που άξιζε τον κόπο. Την εκτίμησα την ταινία ακόμα περισσότερο αυτή τη φορά -αθάνατη!
Γέμισαν τα μάτια μου, γέμισε η ψυχή μου. Όχι μόνο απ’ τον τρόπο που είναι γυρισμένη, όχι μόνο απ’ τους χώρους όπου είναι γυρισμένη, αλλά κι απ’ τις ερμηνείες -που καθόλου δεν έχουν παλιώσει όπως φοβόμουνα: αυτός ο Μεγάλος Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι-Άμλετ, αυτή η λες και ξεκολλημένη απ’ την Αναγέννηση Αναστασία Βερτίνσκαγια-Οφιλία… -όλοι τους. Εμπειρία συναρπαστική -ζωής εμπειρία.


Έχω κάτι… υπόλοιπα εκ της χειμερινής/ανοιξιάτικης σεζόν. Και κάτι ενοχές, που δεν πρόλαβα να γράψω ούτε εκτεταμένα ούτε καν σύντομα -ακριβώς γιατί σχεδίαζα να γράψω εκτεταμένα…-, αν και μου άρεσαν οι παραστάσεις αυτές αλλά είμαι κι αργοκίνητος βλέπετε, τα ψειρίζω…

Λοιπόν, πρώτα, να δηλώσω πως εμένα ο «Βασιλιάς Λιρ» του Τομάζ Παντούρ που παρουσίασε ο Γιώργος Κιμούλης μου άρεσε. Πολύ. Η διασκευή της Λίβια Παντούρ συρρίκνωσε -αλλά όχι άτεχνα- το γράμμα της σεξπιρικής τραγωδίας κι ελάττωσε στο μίνιμουμ τα πρόσωπα -έως κι ο Κεντ εξαφανίστηκε- αλλά η σκηνοθεσία του Σλοβένου Παντούρ σεβάστηκε κι αποκατέστησε το σεξπιρικό πνεύμα. Εκμεταλλεύτηκε -δημιουργικά έως έξοχα- τον αχανή σκηνικό χώρο της Αίθουσας Δ στην «Πειραιώς 260», έδωσε μια σκοτεινή, κοσμογονική αίσθηση, πλάθοντας ένα συναρπαστικό σκηνικό, φωτιστικό και ηχητικό -εκπληκτική η μουσική των επίσης Σλοβένων Silence- περιβάλλον, προσέδωσε εκρηκτική ενέργεια στην παράσταση και τη σηματοδότησε με στίγμα προσωπικό πολύ ενδιαφέρον κι ας βρήκα περιττούς κάποιους σκηνοθετισμούς του -η μετεξέλιξη του Τρελού στο τέλος σε… Λάιζα Μινέλι, για παράδειγμα. Επίσης ο Τομάζ Παντούρ οδήγησε τους ηθοποιούς του σε ερμηνείες, αναλόγως των ικανοτήτων τους, εξαιρετικές ή, έστω, ικανοποιητικές. Η Στεφανία Γουλιώτη, η Κόρα Καρβούνη -στον καλύτερό της, ίσως, ρόλο-, ο Γιώργος Γάλλος και, κυρίως, ο Αργύρης Πανταζάρας ήταν αυτοί που ξεχώρισα. 

Ο Γιώργος Κιμούλης κατέφευγε, πότε-πότε, στη μανιέρα του -υπερβολικές οι αντιδράσεις που καταγράφονταν στο πρόσωπό του στις σιωπές του -αλλά είχε όλο το μέγεθος που ζητάει ο Λιρ. Στη σκηνή της καταιγίδας, συγκλονιστικός, σχεδόν συμπαντικός στην -εντελώς λειτουργική με τη στιγμή- απόλυτη γυμνότητά του.
Δεν ξέρω ποια θα ’ναι τελικά η τύχη -το μέλλον- της παράστασης που συγκέντρωσε πλήθη αλλά παίχτηκε για πολύ λίγο, θα της άξιζε, πάντως, η συνέχεια. 



Ενδιαφέρουσα κι η παράσταση του Θωδ Εσπίριτου με τον εύγλωττο τίτλο «Μακμπέθ. Η Βίβλος του Σκότους», η «βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Σέξπιρ» -όπως πολύ ευκρινώς το ξεκαθάριζε απ’ την αρχή-, που είδα στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης». Η «μεταγραφή» αυτή, με τη βοήθεια των εξαίρετων κοστουμιών, κυρίως, της Άσης Δημητρολοπούλου, της μουσικής και του ηχητικού σχεδιασμού του Λάμπρου Πηγούνη και των ερμηνειών του Νίκου Παντελίδη αλλά, πάνω απ’ όλα, της Δέσποινας Σαραφείδου -έκπληξη!-, καταδυόταν, χωρίς να δειλιάσει, στα ερέβη της σεξπιρικής τραγωδίας.


Πολύ ενδιαφέρουσα η «Mies Julie» της Γιαέλ Φάρμπερ και του νοτιοαφρικάνικου «Baxter Theatre Centre» που είδα στο Φεστιβάλ Αθηνών. Μια πλήρης διασκευή της «Δεσποινίδας Julie» του Στρίντμπεργκ. Αλλά μια διασκευή μελετημένη, βασανισμένη, που «κούμπωνε» ΑΠΟΛΥΤΑ πάνω στο σκελετό του στριντμπεργκικού έργου -στο DNA του. Απ’ τις πιο πετυχημένες διασκευές που ’χω δει. Κι ήταν σαφέστατα διατυπωμένο: «Έργο ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ (σ.σ. τα κεφαλαία δικά μου) στην ‘Δεσποινίδα Τζούλια’ του Στρίντμπεργκ». Και μια παράσταση μέσα στους υδρατμούς, καυτή, ιδρωμένη, ερωτική, παθιασμένη, που σπαρταρούσε, μεταγγίζοντας στο δύσκολο νοτιοαφρικάνικο σήμερα το παλιό σουηδικό έργο (φωτογραφία: Εύη Φυλακτού).



Να υπενθυμίσω πως ο βερολινέζικος θίασος «She She Pop» που θα παρουσιάσει την περφόρμανς «Συρτάρια» στο Φεστιβάλ Αθηνών δεν εμφανίζεται «για πρώτη φορά στην Ελλάδα». Έχει εμφανιστεί ήδη στην Θεσσαλονίκη -Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα που ’λεγε κι εκείνη η παλιά εκπομπή…-, το 2012, στο πλαίσιο των «Δημητρίων, όταν έγινε μια προσπάθεια ν’ αποτινάξουν τη μούχλα απ’ το θεσμό. Κι όταν υπεύθυνη -στην αρμόδια τριμελή καλλιτεχνική επιτροπή- για το πρόγραμμα στον τομέα του θεάτρου ήταν η Ιφιγένεια Ταξοπούλου. Πριν τη φάει η συγκινητική σχέση -συμμαθητές σού λέει…- της Ζωής Λάσκαρη και του δήμαρχου Γιάννη Μπουτάρη -αχ, συμβαίνουν και στις καλύτερες (δημαρχιακές) οικογένειες…- ο οποίος θεώρησε αυτό το λόγο ικανό για να καπελώσει τότε το -με μια κάποια συγκεκριμένη φιλοσοφία- πρόγραμμα με την «Ρόουζ» της.  



Πολύ θετική η εικόνα απ’ την πρώτη χρονιά της Μαριάννας Κάλμπαρη στην καλλιτεχνική διεύθυνση του «Θεάτρου Τέχνης». Πολύ θετική. Δεν ξέρω τι έκαναν με τα εισιτήρια και τις εισπράξεις, δεν ξέρω πώς τα πάει οικονομικά το Θέατρο, ξέρω πως πάρα πολλά πρέπει ακόμα να γίνουν αλλά απ’ την άποψη του καλλιτεχνικού αποτελέσματος τα καλύτερα έχω να πω. Είδα φέτος στο «Θέατρο Τέχνης» και παραστάσεις που δεν με κέρδισαν ή που με απογοήτευσαν αλλά είδα και παραστάσεις ενδιαφέρουσες, και στο Υπόγειο και στην Φρυνίχου, ουκ ολίγες. Ειδικά μετά το Πάσχα.
Πρόλαβα στο τσακ -το τελευταίο βράδυ- στο Υπόγειο το «Η Λίλα λέει» του Σιμό. Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου κι η Μαριάννα Κάλμπαρη -έκανε και τη διασκευή αυτού του αφοπλιστικά αθώου πορνογραφήματος του άγνωστης ταυτότητας γάλλου συγγραφέα-, οι οποίοι υπέγραφαν τη σκηνοθεσία, χτύπησαν τη σωστή φλέβα: μια παράσταση συγκινητικά αθώα σαν μια επιστροφή στο «Δάφνις και Χλόη», που αναζήτησε και βρήκε τις ποιητικές ρίζες του κειμένου. Με βασικό μοχλό την Λένα Δροσάκη-Λίλα. Που λες κι ο ρόλος -η ηρωίδα αυτού του βιβλίου- γράφτηκε πάνω της: η αιθέρια, φευγάτη φυσιογνωμία της, η αθωότητα που εκπέμπει της επέτρεπαν να εξαγιάζει και τις πιο χυδαίες λέξεις, και τις πιο ακραίες σεξουαλικές πρακτικές στις οποίες η Λίλα αναφέρεται λεπτομερώς. Και, πλάι της, ο ίδιος ο Βασίλης Μαυρογεωργίου να αποδεικνύει ΠΟΣΟ καλός ηθοποιός είναι -αλλά και πόσο σπαταλιέται παίζοντας σε τόσο πολλά ταμπλό ενώ θα μπορούσε να ’χει επικεντρωθεί στα βασικά και να ’χει εκτοξευτεί.


Στην Φρυνίχου, πάλι, η Άντζελα Μπρούσκου παρέλαβε δυο παλαιάς «κοπής» -αλλά σε ελεύθερη απόδοση Αλέξανδρου Κυπριώτη- μονόπρακτα του Παντελή Πρεβελάκη -«Το τρελό αίμα» κι «Η δεύτερη εντολή»- κι ανακάλυψε την κρυμμένη δυναμική τους. Κι αγκαλιάζοντάς τα με ρινίσματα απ αυτά τα παραληρηματικά, τα «άτσαλα» αλλά με βαθιές αλήθειες, βιωματικά «Κείμενα για το θέατρο» και τα μονόπρακτα «Μισοφέγγαρα» του πρόωρα χαμένου Γιάννη Κοντραφούρη, τα όπλισε, έστω κι αν η δραματουργία ήταν κάπως ζορισμένη, με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη σε μια εκρηκτική παράσταση: «Το τρελό αίμα. Μια νύχτα σ’ ένα χωριό της Κρήτης ή κάπου αλλού». Μια παράσταση με προσωπική γραμμή, με αδρή αισθητική αντίληψη, βουτηγμένη στο κόκκινο του αίματος, με αίσθηση του μέτρου κι ας κατέφευγε σε ακρότητες και με καλά οδηγημένους ηθοποιούς. Θα σταθώ στην Παρθενόπη Μπουζούρη, στον Διαμαντή Καραναστάση που σίγουρα έκανε τον καλύτερό του ρόλο και στον Βασίλη Παπαγεωργίου που για μένα ήταν έκπληξη (φωτογραφία: Μυρτώ Αποστολίδου).
Τέλος, στο Υπόγειο πάλι, η Νατάσα Τριανταφύλλη στους «Αδερφούς Καραμάζοφ» μπορεί να μην κατάφερε να βγάλει απ’ όλους τους -γενικά, ταλαντούχους- ηθοποιούς της το καλύτερο, κατάφερε, όμως, το σημαντικότερο: έχοντας στα χέρια της την εξαιρετική διασκευαστική δουλειά για το θέατρο του έργου απ’ τον Διονύση Καψάλη, ν αποστάξει τη ντοστογιεφσκική ουσία μέσα από μια επιβλητική και υποβλητική παράσταση, με καλούς ρυθμούς, σφύζουσα από ενέργεια. Όπου, πέρα απ’ την πείρα και τη δυναμική του Λάζαρου Γεωργακόπουλου-Φιόντορ, ξεχώρισα και πάλι τον Μελέτη Ηλία: αν και δεν ήταν για μένα ο πλέον κατάλληλος για Αλιόσα, απέδειξε πως και μέγεθος διαθέτει και αλήθεια βγάζει. Απ’ τα σπλάχνα του. Εξαιρετικός!
Αλλά δεν ήταν μόνον τα καλλιτεχνικά αποτελέσματα. Ήταν που η Μαριάννα Κάλμπαρη έδωσε το βήμα σε νέους που άξιζαν να το πάρουν, ήταν που έψαξε το ρεπερτόριο, ήταν που είδα για πρώτη φορά, μετά από χρόνια, το Υπόγειο και μάλιστα δυο φορές -στην «Λίλα» και στους «Καραμάζοφ»- φουλαρισμένο. Σα να αποτίναξε τη μούχλα.
Ελπίζω πως θα συνεχίσει στον ίδιο δρόμο και την επόμενη χρονιά. Αλλά ελπίζω και πως θα ελαφρώσει το ρεπερτόριο -αριθμητικά εννοώ. Αυτό το φετινό πήξιμο, ναι, απέδειξε ότι ξέρει και μπορεί να συνθέσει ένα ευρύτατο ρεπερτόριο. Αλλά απέδειξε και πως οι παραστάσεις στο «Τέχνης» ήταν πολλές. Τόσο πολλές που να μην προλαβαίνονται. Για την επόμενη σεζόν ας κάνει τις επαναλήψεις των επιτυχημένων φετινών παραστάσεων -που οφείλει να τις κάνει- κι ας απαλλαγεί απ’ το άγχος που μαστίζει πια όλους τους θιάσους μας: της ποσότητας.