August 26, 2020

Κορίτσια, με κονκάρδες!

Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια... 25

 

Αυτό πάλι, που, με τις μάσκες, δεν αναγνωριζόμαστε, μεταξύ μας, οι γνωστοί, πού το πάτε;... Το έναυσμα μου ’δωσε μια ανάρτηση της κυρίας Κάτιας Καλλιτσουνάκη στο face book, με την οποία ταυτίστηκα. Μπαίνω στην πολυκατοικία, βγαίνω στη γειτονιά, πάω στο σούπερ μάρκετ..., συναντώ φιγούρες που μου φαίνονται γνωστές, χαμογελώ αμήχανα στους μασκοφόρους -είναι ή δεν είναι ο/η τάδε; 

Πάω και στην «Ριβιέρα» να δω το παλαιό, του ’42, αλλά ακόμα σπαρταριστό «Να ζει κανείς ή να μη ζει;» -μην το χάσετε, απόλαυση, ατάκες-σφαίρες!-, στο ταμείο, μια κυρία μασκοφόρος. Δίστασα: είναι ή δεν είναι η Πέγκυ Ρίγγα, η ιδιοκτήτρια του κινηματογράφου; «Είστε η κυρία Ρίγγα;». «Ναι, εγώ είμαι». «Εγώ είμαι ο Γιώργος Σαρηγιάννης, ο δημοσιογράφος». Χαρά! Αναγνωριστήκαμε! Αλλά δεν αγκαλιαστήκαμε -βέβαια.

Και τότε το θυμήθηκα -μου το ’χε πει ο παλιός ηθοποιός Δημήτρης Βεάνος.

Πέθαιναν, η μια μετά την άλλη, οι παλιές της επιθεώρησης, κηδείες κι άλλες κηδείες, πήγαιναν οι επιζώσες που ’χαν χρόνια να ειδωθούν, αγνώριστες... «Ποια εισ’, εσύ;», «είμαι η τάδε, εσύ;», «εγώ η δείνα», «α, δε σε γνώρισα, βρε παιδί μου». Οπότε η υπέροχη Καίτη Ντιριντάουα, απ’ τις δόξες της επιθεώρησης, μεταξύ των 30’s και 60’s -που λέμε τώρα και δεν το ’λεγαν τότε...-, σε κάποια απ' τις κηδείες, το ’πε: «Κορίτσια, από ’δω και πέρα, με κονκάρδες!».  

Λοιπόν, κορίτσια, από ’δω και πέρα με κονκάρδες! Κρατάει -ελπίζω όχι χρόνια...- πολύ αυτή η πανδημία.

Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...

August 24, 2020

Ναταλία Τσαλίκη με Αλέξανδρο Μυλωνά στη σύγχρονη συνέχεια του «Κουκλόσπιτου» ως κωμωδίας με σκηνοθέτη τον Μανώλη Δούνια, τον Φεβρουάριο, στο «Πόρτα».

 

Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση 

Η Ναταλία Τσαλίκη κι ο Αλέξανδρος Μυλωνάς θα πρωταγωνιστήσουν στο έργο του Αμερικανού Λούκας Ναθ «Το κουκλόσπιτο-Μέρος Δεύτερο», κωμική συνέχεια του «Κουκλόσπιτου» του Χένρικ Ίψεν, που θα σκηνοθετήσει, σε μετάφρασή του, ο Μανώλης Δούνιας, τον Φεβρουάριο, στο θέατρο «Πόρτα» το οποίο θα φιλοξενήσει την παράσταση.

Μάστορες και στην κωμωδία, η Ναταλία Τσαλίκη κι ο Αλέξανδρος Μυλωνάς έχουν και οι δυο ήδη συνεργαστεί ευδόκιμα με το σκηνοθέτη: ο Μανώλης Δούνιας έχει ανεβάσει πέρσι -2019/2020-, στο «Ιλίσια/Βολανάκης», τον «Αέρα» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, με την Όλια Λαζαρίδου και την Ναταλία Τσαλίκη, και τη σεζόν 2017/2018 -με επανάληψη την επόμενη 2018/2019- στην, τότε, Β΄ Σκηνή του θεάτρου «Οδού Κεφαλληνίας» τον «Αμπιγιέρ» του Ρόναλντ Χάργουντ, με τον Αλέξανδρο Μυλωνά, τον Μάνο Βακούση, την Άννυ Λούλου, την Ευγενία Αποστόλου κι άλλους.

Το «Κουκλόσπιτο» του Χένρικ Ίψεν, που ’κανε την πρεμιέρα του στην Κοπεγχάγη, το 1879, τελειώνει με το εκτός σκηνής βροντερό χτύπημα της εξώπορτας που κλείνει πίσω της η Νόρα Χέλμερ εγκαταλείποντας αποφασιστικά το σπίτι της, τον άντρα της Τόρβαλντ και τα τρία τους παιδιά -ήχος που αναστάτωσε και συντάραξε τη συντηρητική, ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής ως πρόωρη αλλά σημαίνουσα φεμινιστική κίνηση προκαλώντας σκάνδαλο και την επέμβαση της λογοκρισίας έως και την απαγόρευση των παραστάσεων του έργου. 

Το έργο του 41χρονου Λούκας Ναθ, η κωμωδία «Το κουκλόσπιτο-Μέρος Δεύτερο» που ’κανε τη δική του πρεμιέρα το 2017 στην Κόστα Μέσα της Καλιφόρνια κι αμέσως μετά στην Νέα Ιόρκη - ντεμπούτο του Ναθ στο Μπρόντγουέι-, με ιδιαίτερη επιτυχία, καθώς η παράσταση ήταν υποψήφια για Βραβεία Τόνι σε οκτώ κατηγορίες μεταξύ των οποίων και για Καλύτερο Έργο, ξεκινάει ακριβώς μ’ ένα χτύπημα στην ίδια αυτή πόρτα που κάποτε η Νόρα (Ναταλία Τσαλίκη) έκλεισε με σθένος: είναι η ίδια που γυρίζει, δυο δεκαετίες μετά, στο σπίτι που εγκατέλειψε. Φεμινίστρια, πετυχημένη μυθιστοριογράφος, επιστρέφει για να ζητήσει από τον Τόρβαλντ Χέλμερ (Αλέξανδρος Μυλωνάς) να υπογράψει ορισμένα απαραίτητα έγγραφα ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία του διαζυγίου που δεν έχουν πάρει έως τώρα. Στο σπίτι βρίσκονται, επίσης, η μεγάλη, πια, κόρη τους Έμι κι η Άν Μαρί, η νταντά των παιδιών που άφησε. Μετά από τόσα χρόνια, όμως, πολλά έχουν αλλάξει τόσο για την ίδια όσο και για τους άλλους χαρακτήρες του έργου, που αρχίζουν να την κατηγορούν για τις πράξεις της. Όλα, όμως, ενταγμένα μέσα στη σφαίρα του κωμικού πια. 

Τα σκηνικά της παράστασης, που θα παίζεται στο «Πόρτα» κάθε Δευτέρα, Τρίτη και Σάββατο, θα υπογράψει ο Δημήτρης Πολυχρονιάδης, τη μουσική ο Λόλεκ και τους φωτισμούς ο Νίκος Βλασόπουλος ενώ η διανομή θα συμπληρωθεί με δυο ακόμα ηθοποιούς. Την παραγωγή έχει αναλάβει η «Kart Productions» της Μαρίας Ξανθοπουλίδου, που έχει παρουσία στο χώρο της παραγωγής

για περισσότερο από δέκα χρόνια. Από το 2016 έως το 2019 είχε αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση και την παραγωγή των παραστάσεων στη Β΄ Σκηνή του Θεάτρου «Οδού Κεφαλληνίας» παρουσιάζοντας παραστάσεις όπως «Ο αμπιγιέρ», «Η φαλακρή τραγουδίστρια», «Η κυρία Ντάλογουέι», «Σύντομες συνεντεύξεις με απαίσιους άντρες» ενώ συνεχίζει να δραστηριοποιείται στο χώρο της παραγωγής μ’ άλλες παραστάσεις και συμπαραγωγές, όπως το «Ρίτερ, Ντένε, Φος» με το «Θέατρο Τέχνης».

Τον Λούκας Ναθ μας γνώρισε στην Ελλάδα, τη σεζόν 2017/2018, ο Βασίλης Μυριανθόπουλος που ανέβασε το έργο του «Red Speedo», στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης».

Το θέατρο «Πόρτα» πρόκειται σύντομα ν ανακοινώσει όλο το πρόγραμμά του για τη σεζόν 2020/2021.

August 9, 2020

«Όρνιθες» του Κουν: Λάμπουν για πάντα στο στερέωμα του ελληνικού Θεάτρου

 

Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια... 24

Μ’ αφορμή τους «Όρνιθες» που το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος παρουσιάζει στην Επίδαυρο, τελευταία απ’ τις παραστάσεις του φετινού, συρρικνωμένου Φεστιβάλ, την αναφορά στους -αξεπέραστους- «Όρνιθες» του Κάρολου Κουν και του «Θεάτρου Τέχνης» την ένοιωσα επιτακτική. Πόσο μάλλον όταν ο σκηνοθέτης της σημερινής παράστασης Γιάννης Ρήγας στους «Όρνιθες» του 1975, στον Χορό των Πουλιών, ήταν που, ως ηθοποιός ντεμπουτάρησε 

στο θέατρο και, ταυτόχρονα, στην Επίδαυρο, πρωτοετής μαθητής, τότε, στη δραματική σχολή του «Θέατρου Τέχνης», πόσο μάλλον όταν στην παράστασή του -που δεν την είδα ακόμη- περιλαμβάνει ένα συγκινητικό κλείσιμο του ματιού στην παράσταση εκείνη που ανήκει πια στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.

Η παράσταση του Κάρολου Κουν, που απ’ το 1959 και την πρεμιέρα της στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, πέρασε από σαράντα κύματα -αποδοκιμασίες στην πρεμιέρα, απαγόρευση συνέχισης των παραστάσεων απ’ τον υπουργό Προεδρίας Κυβερνήσεως της κυβέρνησης

Καραμανλή Κωνσταντίνο Τσάτσο («[...] Το χθες εμφανισθέν έργον ατελέστατα προπαρασκευασμένον απετέλεσε παραμόρφωσιν του πνεύματος του κλασικού κειμένου, ωρισμέναι δε σκηναί αυτού παρουσιάσθησαν κατά τρόπον προσβάλλοντα το θρησκευτικόν αίσθημα του λαού [...]»), ξαναδούλεμα της παράστασης, το 1960, και πάλιτο 1962, αυτή τη φορά με αλλαγή χορογράφου, Εθνικό Βραβείο στο «Φεστιβάλ των Εθνών»,

 

στο Παρίσι, το 1962, δικαίωση, συνεχείς διεθνείς θρίαμβοι, περιοδείες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, το όχημα με το οποίο «αλώθηκε», το 1975, απ’ το «Θέατρο Τέχνης»

η Επίδαυρος, η κατειλημμένη μέχρι τότε και επί μια ολόκληρη εικοσαετία, την πρώτη του Φεστιβάλ, κατ αποκλειστικότητα απ’ το Εθνικό Θέατρο, η πιο ανθεκτική παράσταση του ελληνικού θεάτρου (παιζόταν επί 39 χρόνια -απ’ το 1959 έως και το 2008-, και μετά το θάνατο του Κάρολου Κουν, σε αναβιώσεις απ’ τους μαθητές του), δεν ήταν πάντως η πρώτη του δουλειά πάνω στην αρχαία ελληνική κωμωδία.

Καθηγητής στο Κολέγιο Αθηνών ακόμα, πρωτοανέβασε Αριστοφάνη με τους μαθητές του: τον Μάιο του 1932 και μάλιστα «Όρνιθες» -ήταν η πρώτη φορά, ανάμεσα στους έφηβους μαθητές-ερασιτέχνες ηθοποιούς κι ο κατοπινός σκηνοθέτης Αλέξης Σολομός που, αργότερα, διέπρεψε, επίσης, με Αριστοφάνη αλλά στο Εθνικό Θέατρο και που χει αφήσει σχετική μαρτυρία για την παράσταση αυτή η οποία άρχισε να κάνει ευρύτερα γνωστό τον Κουν-, τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς «Βάτραχους», τον Μάρτιο του 1936 «Πλούτο» (φωτογραφία απ τη συλλογή του Ντίμη Αργυρόπουλου) ενώ

τον Ιανουάριο του 1939 επανήλθε στους «Όρνιθες» -ήταν η δεύτερη φορά. 

Στο μεταξύ, το 1934, με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Διονύση Δεβάρη, ιδρύουν την ημιεπαγγελματική «Λαϊκή Σκηνή» -άντεξε μέχρι το 1936- με την οποία ο Κουν, το καλοκαίρι του 1936, ανεβάζει τον «Πλούτο».

Στον Αριστοφάνη και στον «Πλούτο» θα επιστρέψει, 21 χρόνια μετά, με το «Θέατρο Τέχνης» πια: στο «Θέατρο του Πεδίου του Άρεως», παράσταση ενταγμένη στο Φεστιβάλ Αθηνών.

Είδα τους «Όρνιθες» καθυστερημένα -το καλοκαίρι του 1986 (φωτογραφία: Κωστής Καπελώνης), μαζί μ’ έναν αγαπημένο μου άνθρωπο που δεν υπάρχει πια, σ’ εκείνον το οφείλω ότι πήγαμε. Κουβαλούσαν στην πλάτη τους 27 χρόνια. Δεν τους φαινόταν καθόλου.

Δε θα ξεχάσω ΠΟΤΕ την αίσθηση απ’ τη βραδιά αυτή: πετούσαμε κι οι δυο μας. Όλο το τιγκαρισμένο θέατρο πετούσε. Και στο τέλος ουρλιάζαμε όλοι -αφήστε την Πάροδο... Κι ήταν εκεί ο Κουν, ήταν εκεί και δυο απ’ τους συνδημιουργούς αυτού του θαύματος: ο σκηνογράφος κι ενδυματολόγος της παράστασης Γιάννης Τσαρούχης κι η χορογράφος Ζουζού Νικολούδη. Κι αποθεωθήκανε -αυτοί οι υπέροχοι γέροι με την εφηβική ψυχή-, όταν εμφανίστηκαν για να χαιρετήσουν. Ο μεταφραστής Βασίλης Ρώτας δε ζούσε πια κι ο Μάνος Χατζιδάκις δεν ήταν παρών αλλά η μουσική του ήταν περισσότερο από παρούσα -αθάνατη. Τους αγαπήσαμε όλους τόσο πολύ... 

Μόλις γύρισα στην Αθήνα, πήγα να ξαναδώ τους «Όρνιθες» που παίζονταν και στο Ηρώδειο. Και ξαναπήγα το επόμενο καλοκαίρι -του ’87- που παίχτηκαν πάλι εκεί. Η αίσθηση η ίδια ήταν, η συγκίνηση μεγαλύτερη: ο Κάρολος Κουν δεν ήταν πια εκεί, είχε απέλθει λίγους μήνες νωρίτερα. Έκτοτε, όσες φορές η παράσταση ξανανέβηκε, σε αναβίωση, παρών ήμουν.

Η παραστασιογραφία των «Ορνίθων» εμπλουτίζεται διαρκώς αλλά οι «Όρνιθες» του Κουν παραμένουν ένα αστέρι πάντα φωτεινό -ίσως το λαμπρότερο- στο στερέωμα του ελληνικού Θεάτρου.

(Στοιχεία άντλησα απ’ τον πολύτιμο τόμο «Κάρολος Κουν», επιστημονική επιμέλεια Δηώ Καγγελάρη, Θεατρική Βιβλιοθήκη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης).