June 26, 2019

Στο Φτερό / Κορμιά σπαρασσόμενα και αποσαθρωμένα: ένα πολεμικό ρέκβιεμ



«#minaret» («Μιναρές») / Σύλληψη-χορογραφία: Ομάρ Ρατζέχ 
 
Μία φορά και έναν καιρό ήταν στην Σιρία μία πόλη ονομαστή -από τις αρχαιότερες συνεχώς κατοικούμενες πόλεις του κόσμου: το Χαλέπι. Σήμερα, που ο Εμφύλιος ακόμη θερίζει στην Σιρία και την Σιρία και οι θάλασσές μας ξεχειλίζουν από Σίρους και πνιγμένα 
κορμιά Σίρων που προσπαθούν να γλυτώσουν από την καταστροφή και το θάνατο, το Χαλέπι είναι ερείπια. Ανάμεσα στα ερείπια και ο εμβληματικός μιναρές του ιστορικού τζαμιού Ουμαρέντ της πόλης,
που χρονολογούνταν από τον 11ο αιώνα. Αυτή η καταστροφή -οι αντίπαλες πλευρές αλληλοκατηγορούνται για την ευθύνη- ήταν το έναυσμα: έχει εμπνεύσει τον λιβανέζο χορογράφο Ομάρ Ρατζέχ να ανεβάσει (2018), με την ομάδα του «Maqamat», που εδρεύει στην Βιριτό, την παράσταση «#minaret» («Μιναρές»). Μπορεί να μετουσιωθεί ο πόλεμος σε χορό; Τα σπαραγμένα κορμιά και τα ερείπια μπορούν να γίνουν χορογραφία; Ναι, αν ο χορογράφος έχει ζήσει στο πετσί του ήδη τον Εμφύλιο -έναν άλλον εμφύλιο, του Λιβάνου, αλλά μήπως οι εμφύλιοι διαφέρουν; Και, ναι, αν ο χορογράφος είναι εμπνευσμένος. Και ο Ομάρ Ρατζέχ είναι 
εμπνευσμένος. Συνεπικουρούμενος από τις μουσικές του Μαχμούντ Τουρκμανί και του Πάβλο Παλάθιο, οι οποίοι έχουν δημιουργήσει ένα εξαιρετικό κράμα ηλεκτρονικών ήχων, που, μεγεθυμένοι με μικρόφωνα, παραπέμπουν σε απειλητικό βόμβο αεροπλάνων και σε πολυβολισμούς, με απόηχους αραβικών μουσικών, παιγμένων ζωντανά από επί σκηνής όργανα, και από ένα drone που, δίκην βομβαρδιστικού, εφορμά κάθε τόσο -διαρκώς- 

στη σκηνή διαλύοντας, συντρίβοντας, ισοπεδώνοντας και κάποιες λίγες ήρεμες σκηνές χορού και χαράς, ο χορογράφος έχει οδηγήσει τους έξι εξαιρετικούς και εξαιρετικά δουλεμένους χορευτές του -ανάμεσά τους και ο ίδιος- σε έναν οδυνηρό αχό πολέμου: βία, συγκρούσεις, τρόμος, πανικός, σώματα με μέλη ξεχαρβαλωμένα, ξεβιδωμένα, αποσαθρωμένα, πτώσεις, συρσίματα, κορμιά ριγμένα στο έδαφος, κορμιά σπαρασσόμενα και σπαραγμένα, κορμιά

πασαλειμμένα με λάσπη, κορμιά στο μάρμαρο του νεκροτομείου... Δεν λείπουν οι γνώριμές μας από τις φωτογραφίες ή από τα βίντεο του διαδικτύου μαύρες κουκούλες, δεν λείπουν οι αντιπαραθέσεις κεφάλι με κεφάλι σαν κριάρια -συνειρμικά με παρέπεμψαν στο 

«Τραγούδι του νεκρού αδελφού» του Μίκη Θεοδωράκη -ένας άλλος Εμφύλιος, ο δικός μας, ολότελα διαφορετικός αλλά και με τόσα κοινά... Και όλα αυτά, μέσα από το drone, να ζουμάρονται σε ταυτόχρονα βίντεο, να μεγεθύνονται, να κυριαρχούν, να συντρίβουν. Αλλά κι όλα αυτά άριστα διυλισμένα μέσα από την αίσθηση, μέσα από την

ευαισθησία και το γούστο ενός Καλλιτέχνη. Κανένας ρεαλισμός, κανένας νατουραλισμός, καμιά «εικόνα φρίκης», καμιά πρόκληση για την πρόκληση, καμιά «κυριολεξία». Ο προικισμένος χορογράφος Ομάρ Ρατζέχ, μέσα και μόνο από το δυναμισμό της χορογραφίας του, μέσα και μόνο από την εκρηκτικότητα των σωμάτων των χορευτών του,
μέσα από εικόνες Πιετά καταφέρνει να προβάλει τον τρόμο, τη φρίκη, την απελπισία του πολέμου -του Εμφύλιου. Να συνθέσει ένα χορευτικό πολεμικό ρέκβιεμ που δεν καταγράφει εικόνες πολέμου, εικόνες Εμφύλιου αλλά τις επεξεργάζεται και τις μεταπλάθει σε τέχνη -τέχνη υψηλή. Πιο ουσιαστική, πιο αποτελεσματική, πιο, τελικά, σοκαριστική από μία ωμή καταγραφή. Το «#minaret» είναι, για τα 

μέτρα μου, το πρώτο -κι ας άργησε- Γεγονός του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών. Είναι μία πολιτική πράξη αλλά ουσιαστικής καλλιτεχνικής αξίας. Μη χάσετε με τίποτα τη σημερινή δεύτερη και τελευταία του παράσταση.

«Πειραιώς 260» / Η, Χοροθέατρο «Maqamat», Φεστιβάλ Αθηνών, 25 Ιουνίου 2019.

June 19, 2019

Στο Φτερό / Αλλά και από πιάνο, πιανιστάρα!


Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λουξεμβούργου / Μουσική διεύθυνση: Γκουστάβο Χιμένο. Σολίστ: Γιούτζα Γουάνγκ, πιάνο.

Εντυπωσιακή! Ως εμφάνιση. Αλλά και ως απόδοση. Η 32χρονη, εγκατεστημένη στις ΗΠΑ, κινέζα πιανίστα Γιούτζα Γουάνγκ, η σολίστ, ήταν το αναμενόμενο αστέρι της συναυλίας. Και δεν μας απογοήτευσε. Η εμφάνισή της -εμφάνιση πίστας-, με απαστράπτον μπλε ελεκτρίκ παγετέ, σούπερ-σούπερ μίνι, εφαρμοστό, εντελώς ξώπλατο και απολύτως σέξι φόρεμα και με χρυσές γόβες-πέδιλο
με δεκαοκτάποντο τακούνι -που, όπως αποδείχτηκε, παρά τις αναρωτήσεις μου, καθόλου δεν την εμπόδισαν στα πεντάλ-, ξεσήκωσε, με την είσοδό της στη σκηνή, το σούσουρο στο κοίλον. Ξεσήκωσε, όμως, και η δεξιοτεχνική απόδοσή της στην υπέροχη 


«Ραψωδία σε μπλε (νότα)» -και με τίποτα «Γαλάζια ραψωδία», όπως λανθασμένα έχει μεταφραστεί και καθιερωθεί στα ελληνικά- (1924, ενορχήστρωση για συμφωνική ορχήστρα από τον Φέρντι Γκροφέ 1942) του Τζορτζ Γκέρσουιν ισορροπώντας τις αρχικές εντυπώσεις ότι  ποντάρει, βασικά,

στην εμφάνισή της. Στο δεύτερο μέρος, η μικρόσωμη σέξι κινεζούλα επανήλθε, αυτή τη φορά με μακριά λευκή -ξώπλατη, πάντως, και αστραφτερή- τουαλέτα για το συναρπαστικό Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2 (1957) του Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Ο 
δυναμισμός, παρά τον «λεπτό» ήχο της, η εξαιρετική δεξιοτεχνία της -πετούσαν τα χέρια της!- εντυπωσίασαν και πάλι -μία ερμηνεία γενναιόδωρη, υποδειγματική. Γενναιόδωρη αποδείχτηκε και στα ανκόρ η Γιούτζα Γουάνγκ. Τρία έπαιξε, ανταποκρινόμενη στο ενθουσιώδες χειροκρότημα, αποδεικνύοντας, επιπλέον, ότι διαθέτει και εσωτερικότητα -και τα τρία μεταγραφές: τη
μεταγραφή για πιάνο (1838, αναθεώρηση 1876) από τον Φέρεντς Λιστ του τραγουδιού (1814) του Φραντς Σούμπερτ «Η Μαργαρίτα στο ροδάνι», την «Μελωδία του Γκλουκ» του Τζοβάνι Σγκανμπάτι, μεταγραφή του για πιάνο από την όπερα (1762) του Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ «Ορφέας και Ευρυδίκη» και τις «Παραλλαγές Κάρμεν (1926) του Βλαντίμιρ Χόροβιτς, μεταγραφή για πιάνο από την όπερα «Κάρμεν» (1875) του Ζορζ Μπιζέ. Και η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λουξεμβούργου; Ομολογώ ότι την αγνοούσα. Η αρχή δεν με έκανε να νιώσω τύψεις για την άγνοιά μου αυτή. Με τον Ισπανό
Γκουστάβο Χιμένο, μουσικό διευθυντή της από το 2015, στο πόντιουμ, άνοιξε τη συναυλία με τη Συμφωνική Φαντασία κατά Σέξπιρ «Η τρικυμία» (1873), ένα συμφωνικό ποίημα εμπνευσμένο από το ομώνυμο έργο του Ουίλιαμ Σέξπιρ, από τα ήσσονα έργα του Πιοτρ Ιλιίτς Τσαϊκόφσκι: οι εντυπώσεις ήταν πως δικαίως πρόκειται για συμφωνικό σύνολο που δεν βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Στον Γκέρσουιν συνόδεψε επαρκώς την πιανίστα, στον Σοστακόβιτς ακόμα καλύτερα αλλά στην Σουίτα Κοντσέρτου αρ. 2 από το μπαλέτο «Το πουλί της φωτιάς» (1910) του Ίγκορ 

Στραβίνσκι, με την οποία έκλεισε το πρόγραμμα της συναυλίας -πρόγραμμα με ελκυστικά έργα που θα μπορούσε να είχε άξονα ρόσους συνθέτες από τον 19ο στον 20ο αιώνα, αν, παραδόξως, δεν «τρύπωνε» ανάμεσά τους, αταίριαστος, ο Αμερικανός Γκέρσουιν-, μεταμορφώθηκε σε λαμπερό συμφωνικό όργανο. Ο Γκουστάβο Χιμένο έκλεισε τη βραδιά με ένα ανκόρ -επίσης ρόσικο: την Πολονέζα από την όπερα του Τσαϊκόφσκι «Ευγένιος Ονιέγκιν».
Μία βραδιά που μας αποκάλυψε μία εντυπωσιακή πιανίστα (Οι φωτογραφίες, εκτός της υπογραμμένης, αλιεύτηκαν από το διαδίκτυο και δεν αφορούν τη συναυλία, καθώς το Φεστιβάλ δεν μπορούσε να με προμηθεύσει με φωτογραφίες που απεικονίζουν την πιανίστα, διότι έπρεπε, λέει, να τις εγκρίνει η ίδια σε χρόνο απροσδιόριστο... Η τελευταία εκδοχή, με τις... εγκεκριμένες φωτογραφίες που το Φεστιβάλ εδέησε να αναρτήσει στη σελίδα του).

(Τη συναυλία συνόδευε ένα δωρεάν απλό δίφυλλο με τα ονόματα των συντελεστών, συμπληρωματικό στο βιβλίο/πρόγραμμα των Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου).

Ωδείο Ηρώδη του Αττικού, Φεστιβάλ Αθηνών, 17 Ιουνίου 2019.

June 17, 2019

Στο Φτερό / Μουσικές «ύπουλες»


Ελένη Καραΐνδρου. Συναυλία: «Tous des Oiseaux»/ «Όλοι ελεύθεροι σαν τα πουλιά». 



Οι μουσικές της Ελένης Καραΐνδρου δεν ξεσηκώνουν. Οι μουσικές της Ελένης Καραΐνδρου δρουν «ύπουλα». Σαν οξέα βραδείας δράσεως. Με τον τρόπο τους, με τους χαμηλούς τόνους τους, με τις έξοχες μελωδίες τους διαπερνούν τις εικόνες -κινηματογραφικές, θεατρικές, τηλεοπτικές...- που η συνθέτρια αναλαμβάνει να ντύσει, δεν τους επιβάλλονται, δεν τις καταπιέζουν, τις αγκαλιάζουν τρυφερά, δένονται άρρηκτα μαζί τους, ταυτίζονται μαζί τους. Τόσο που, βλέποντας ξανά τις ίδιες εικόνες, κάθε φορά ανακαλείς και τις
μουσικές της Ελένης Καραΐνδρου. Τόσο που ακούγοντάς τες ξανά, κάθε φορά, ανακαλείς τις εικόνες -τις κινηματογραφικές, τις θεατρικές, τις τηλεοπτικές...- τις οποίες έντυσαν -είναι αλληλένδετες. Αλλά, ενώ οι μουσικές της, παιγμένες ζωντανά, όπως, συνήθως, γίνεται στις κινηματογραφικές μουσικές, θα μπορούσαν να απογυμνώνονται και να ηχούν «λίγες», δεν συμβαίνει αυτό. Η Ελένη Καραΐνδρου τις έχει γραμμένες με 
τόση προσοχή στη λεπτομέρεια, με τόση συμφωνική αντίληψη, τόσο γενναιόδωρα μοιρασμένες σε σολίστες που, τελικά, απλώνονται αυθύπαρκτες και κατακτούν. Από την άλλη, οι μουσικές της Ελένης Καραΐνδρου ασκούν και αντίστροφη δράση: διαπερνούν τον ακροατή, τρυπώνουν στις φλέβες του και, αντί να τον ναρκώσουν, τον θέτουν σε εγρήγορση, τον κινητοποιούν. Διπλός ο λόγος, λοιπόν, που οι συναυλίες της έχουν επιτυχία. Όπως είχε και αυτή της Παρασκευής. Που άνοιξε με τη συνθέτρια στο πιάνο να τη 


διευθύνει με τα μάτια μόνο, πλαισιωμένη από ένα σύνολο εγχόρδων, με κοντσερτίνο την Ηρώ Σειρά, και από μία ομάδα σολίστες. Τίτλος της συναυλίας, ο τίτλος του τελευταίου cd της Ελένης Καραΐνδρου που κυκλοφόρησε, το 2018, στις New Series 
της ECM στο δυναμικό της οποίας ανήκει, από χρόνια, η συνθέτρια γι αυτό και ήταν αφιερωμένη, με αφορμή τη συμπλήρωση των 50 χρόνων της ανεξάρτητης γερμανικής δισκογραφικής εταιρείας που έχει γράψει ιστορία, στο χώρο, κυρίως της τζαζ, στον βασικό ιδρυτή της (το 1969, στο Μόναχο) Μάνφρεντ Άιχερ ο οποίος είχε και την καλλιτεχνική επιμέλεια της συναυλίας, με τον Αντώνη Αντύπα, σύντροφο στη ζωή της Ελένης Καραΐνδρου, να έχει τη σκηνοθετική. Το πρώτο μέρος, αφιερωμένο στην πρόσφατη δουλειά της -αυτή που περιλαμβάνει και το cd, δηλαδή τις μουσικές της για το θεατρικό έργο «Tous des Oiseaux» («Όλοι, πουλιά») του έξοχου Λιβανέζου του Καναδά Ουαζντί Μουαουάντ, 
όπως ο ίδιος το ανέβασε, το 2017, στο Παρίσι, για το Εθνικό Θέατρο «Λα Κολίν», παιγμένες σαν ένα ενιαίο συμφωνικό κομμάτι, και τη μουσική της για την ταινία (2018) του Ιρανού Πεϊμάν Μάαντι «Bomb: A Love Story» («Βόμβα: Μία ερωτική ιστορία»)- φανέρωσε μία ώριμη Καραΐνδρου, ουσιαστική, ανανεωμένη, έστω και αν δεν ξεφεύγει από το χαρακτηριστικό προσωπικό της ύφος. Το δεύτερο μέρος ήταν ένα καλά μονταρισμένο παστίς από το λαμπρό παρελθόν της Ελένης Καραΐνδρου: μουσικές από παραστάσεις του Ζιλ Ντασέν και του Αντώνη Αντύπα, από την τηλεοπτική σειρά-σταθμό «Το 10» της Πηγής Δημητρακοπούλου, από ταινίες της Τώνιας Μαρκετάκη, της Μαργκαρέτε φον Τρότα και του Χριστόφορου Χριστοφή, με πρωταγωνιστή, βέβαια, το «Ταξίδι στα Κύθηρα» του ταυτισμένου μαζί της Θόδωρου Αγγελόπουλου -αχ, εκείνο το «Ταξίδι»


που ανακαλεί το σπαρακτικό, ατελείωτα αργό κατέβασμα της σκάλας του καραβιού που φέρνει στην Ελλάδα τους «παλιννοστούντες»... Ο Βαγγέλης Χριστόπουλος με το όμποέ του, ο Ντέιβιντ Λιντς με το τενόρο σαξόφωνό του, και οι άλλοι εκλεκτοί σολίστες, με πρώτο, 


μεταξύ ίσων, το συγκλονιστικό βιολοντσέλο του Αλέξανδρου Μποτίνη, η κρυστάλλινη Σαβίνα Γιαννάτου με τα ανυπέρβλητα, άφθαρτα φωνητικά μελίσματα και σε κάποια από τα -λίγα- τραγούδια που έχει γράψει η Ελένη Καραΐνδρου, μεταξύ των 


οποίων και το ομότιτλο από την «Τιμή της αγάπης» της Τώνιας Μαρκετάκη, που το έχει κάνει σουξέ η πρώτη διδάξασα Δήμητρα Γαλάνη- μετέφεραν, σε μία συναυλία εξαιρετικά προετοιμασμένη και ηχητικά άψογα σχεδιασμένη (Γιώργος Καρυώτης), διακριτικά, όπως τους έπρεπε των μουσικών αυτών, και καθόλου στεντόρεια τον 


ψυχισμό, τον προσωπικό ήχο, την ποιότητα, το μελωδισμό τους: μία μελαγχολία, μία νοσταλγικότητα, μία τρυφερότητα που μαλακά, με λεπτότητα τρυπάνε τα κόκαλα και ξεχύνονται μέσα σου μέχρι το μεδούλι για να μετατραπούν σε συγκίνηση. Συγκίνηση λεπτή αθόρυβη, διακριτική.

(Ένα κομψό, λιτό, δωρεάν έντυπο δίφυλλο, με τα στοιχεία της συναυλίας, τη συνόδευε, συμπληρωματικό στο βασικό βιβλίο-πρόγραμμα των Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου).

Ωδείο Ηρώδη του Αττικού, Φεστιβάλ Αθηνών, 14 Ιουνίου 2019.