January 29, 2015

Είμαστε ακόμα ζωντανοί! Ή «Άμλετ» και «Τριστάνος»: σπεύστε!


Το Τέταρτο Κουδούνι /29 Ιανουαρίου 2015  

Ε, ναι λοιπόν! Είμαστε ακόμα ζωντανοί! Η Ολική Καταστροφή δεν ήρθε -ακόμα τουλάχιστον... Ξέθαψα τα «Τέταρτα Κουδούνια» απ’ τις γλάστρες και τα ξανακατέθεσα στην τράπεζα. Ε, αν μας αντέξει το σκοινί, θα φανεί στο χειροκρότημα... 
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή... 


Α, και κάτι άλλο. Καθόλου δε μου άρεσε η συγχώνευση του υπουργείου Πολιτισμού. Αλλά με τίποτα δεν το εισέπραξα ως υποτίμηση -όπως όταν έγινε μεμονωμένα επί Σαμαρά, που όντως ήταν υποτίμηση-, εφόσον εντάσσεται σε μια λογική συγχώνευσης υπουργείων. Κι είναι τιμή να συγχωνεύεται με το υπουργείο Παιδείας. Το οποίο - κακά τα ψέμματα- προηγείται: γίνεται πολιτισμός χωρίς παιδεία; 
Εκείνο όμως που με γλύκανε είναι πως αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού ανέλαβε, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, κάποιος που ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΣΧΕΤΟΣ με τον πολιτισμό. Πόσω μάλλον όταν αυτός είναι ο Νίκος Ξυδάκης. Καίρια επιλογή! Κι αυτό φάνηκε αμέσως απ’ τις αντιδράσεις που σύσσωμες ήταν από ενθουσιαστικές έως, τουλάχιστον, θετικές.
Καλή δύναμη και καλές αποφάσεις!




Ένα ενδιαφέρον έργο που η αρχική ιδέα του παραπέμπει στο «Κεκλεισμένων των θυρών» του Σαρτρ: το «Συγχώρεσέ με» των Αντώνη και Κωνσταντίνου Κούφαλη, το οποίο παρουσιάζεται απ’ το Εθνικό μέχρι και την Κυριακή στην Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» -σήμερα γίνεται κι η παρουσίαση του βιβλίου με το τυπωμένο έργο. Πλατειάζουν λίγο οι σκηνές του αλλά ο Ακύλλας Καραζήσης με τη δυναμική σκηνοθεσία του το ’χει ενισχύσει. Φωνακλάδικη σκηνοθεσία αλλά το αποτέλεσμα τη δικαιώνει νομίζω. Μαζί με το σκηνικό των Μαρίας Πανουργιά και Ιωάννας Τσάμη, τα κοστούμια της τελευταίας και τις μουσικές και τα τραγούδια που επέλεξαν και εκτελούν η Ελένη Μπούκλη -μια κα-τα-πλη-κτι-κή φωνή- κι ο Γιώργος Κατσής. Συν τις ερμηνείες. Όπου θα ξεχωρίσω την εκπληκτική Μαρία Σκουλά που, κουρδισμένη σ’ ένα φοβερό κρεσέντο απ’ την αρχή μέχρι σχεδόν το τέλος, τα βγάζει πέρα ηρωικά.


Έχει ατέλειες η παράσταση -τραβάει σε μάκρος τόσο που δεν ήταν απαραίτητο, η δραματουργία κάπως μπάζει, κάποιες απ’ τις αφηγήσεις «παίζονται» ενώ θα ’πρεπε να κρατούν τη φυσικότητα που απαιτεί μια παράσταση-ντοκιμαντέρ... Για το «Η τριλογία του ηθοποιού.1: Studio» που ’δα στο «Bios» απ’ την ομάδα «Koloφών» μιλάω. Αλλά υπάρχει χιούμορ. Κι οι μαρτυρίες ηθοποιών νέων -και κάποιων παλαιότερων- για το τι σημαίνει θεατρική εκπαίδευση στην Ελλάδα και τι σημαίνει «νέος ηθοποιός ψάχνει δουλειά» που τη συγκροτούν είναι αρκετές, έστω κι αν θα μπορούσαν να ’ναι πιο τολμηρές, για να σε αφοπλίσουν.
Η μαρτυρία για παράδειγμα της Κατερίνας Παπανδρέου για την... ευαισθησία με την οποία αντιμετωπίστηκε ο στραβισμός της, που τότε δεν τον είχε ακόμα διορθώσει, στις εξετάσεις του υπουργείου Πολιτισμού για εισαγωγή σε δραματική σχολή, από μέλος της αρμόδιας επιτροπής, ή της Νικολέτας Δάφνου που λέει «έχω ένα βιογραφικό τεσσάρων σελίδων αλλά οι δουλειές στις οποίες πληρώθηκα πιάνουν τη μισή σελίδα» είναι ικανές -την παράσταση συνυπογράφουν η Ελισάβετ Ξανθοπούλου κι ο Δημήτρης Μπαμπίλης- έως και να σε συγκινήσουν.
(Κι αν είσαι δημοσιογράφος που γράφει τη γνώμη του για παραστάσεις και για ηθοποιούς, μπορεί και να σε κάνουν να νοιώσεις άσχημα. Και να σκεφτείς -ειδικά αν αγαπάς τους ηθοποιούς: «Αυτά τα παιδιά τα τσακίζουν, αυτά τα παιδιά παραδέρνουν, αυτά τα παιδιά μπορεί και να πεινάνε κι έρχεσαι εσύ και τους γράφεις ‘δεν ερμήνευσες σωστά’, και ‘ήσουν μέτριος’ κι ‘ο άλλος ήταν καλύτερος’ και δεν ντρέπεσαι;»).



Δυο παραστάσεις-γεγονότα δυο ΜΕΓΑΛΩΝ (το γράφω με κεφαλαία για να το σημάνω επειδή το επίθετο μεγάλος κυλιέται πια στις λάσπες...) έργων -του θεάτρου και της όπερας αντίστοιχα- τρέχουν τις μέρες αυτές στην πόλη μας.
Η μια παίζεται στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση: ο σεξπιρικός «Άμλετ» του Γιάννη Χουβαρδά, ίσως η καλύτερη μέχρι τώρα παράστασή του, με τον Χρηστο Λούλη σε μια ερμηνεία του επώνυμου ρόλου συγκλονιστική.
Η δεύτερη είναι της Λυρικής -στο Μέγαρο Μουσικής: το βαγκνερικό αριστούργημα «Τριστάνος και Ιζόλδη» σε σκηνοθεσία Γιάννη Κόκκου και μουσική διεύθυνση Μύρωνα Μιχαηλίδη -ένας θρίαμβος.

Θα σας γράψω αναλυτικά. Προς το παρόν απλώς σας συστήνω να σπεύσετε. Ο «Τριστάνος» έχει ξεπουλήσει αλλά κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να συμβεί με κάποια επιστροφή της τελευταίας στιγμής.
Αλλά έχω μια απορία: είκοσι παραστάσεις -μαζί με την παράταση μιας βδομάδας που δόθηκε- για τον «Άμλετ» και τέσσερις -μόνο!- για το «Τριστάνος και Ιζόλδη» δεν είναι πολύ λίγες; Όταν, μάλιστα, η επιτυχία τους, καλλιτεχνική και εισπρακτική είναι τόση;
Συν κάτι ακόμα: οι παραστάσεις αυτές θα μείνουν εντός ελληνικών συνόρων; Το δικαιούνται, το αξίζουν και το μπορούν να βγουν και να διαπρέψουν εκτός Ελλάδας. Ποιος θα τις υποστηρίξει;


Και μια παρατήρηση: οι υπέρτιτλοι στα αγγλικά που υπάρχουν σε ορισμένες παραστάσεις του «Άμλετ» -και που η Στέγη θα καθιερώσει, όπως ανακοίνωσε, για όλες τις ελληνικές παραγωγές (της) οι οποίες παίζονται εκεί, μέτρο επιβεβλημένο για ένα θέατρο που απευθύνεται όχι σε στενά ελληνόφωνο κοινό και που πρέπει να το ακολουθήσουν κι άλλοι (η Λυρική έχει αρχίσει πρώτη να το εφαρμόζει αλλά μόνο το καλοκαίρι, στις παραστάσεις της στο Ηρώδειο)- δεν λειτουργούν.
Η τοποθέτηση του σχετικού πίνακα κάπου είκοσι μέτρα ψηλά, στην κορυφή της σκηνής, είναι απαγορευτική για όσους ξενόφωνους κάθονται στην πλατεία -πρέπει να ξελαιμιαστείς- και χρήσιμη μόνο για τους θεατές των θεωρείων. Ξέρω πως αυτό οφείλεται στο σκηνικό αλλά η Στέγη, πολυμήχανη καθώς είναι, πρέπει κάποια λύση να βρει.



Πάντως, στις δόξες του, φέτος, ο «Άμλετ» εν Ελλάδι. Λίγο πριν απ’ την παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά στην «Στέγη», είχαμε κι απ’ την ομάδα «Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων» κι άλλον «Άμλετ». Που παίχτηκε -και μάλιστα για δεύτερη σεζόν- στο «Πορεία», σε σκηνοθεσία Χρήστου Θεοδωρίδη. Μια παράσταση με αδυναμίες αλλά με προσωπικό ύφος και με Άμλετ έναν νεαρό ηθοποιό, τον Ντένη Μακρή, ενδιαφέροντα.
Υπάρχει, όμως, και το παραπληρωματικό του «Άμλετ», πολύ ενδιαφέρον, ιδιαίτερο, ευφυές έργο του Τομ Στόπαρντ «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» που ’χε χρόνια να παιχτεί στην ελληνική σκηνή. Μια τραγικωμωδία του 1966, όπου τα δυο αυτά δευτερεύοντα πρόσωπα του «Άμλετ» -δυο αυλικοί, φίλοι του πρίγκιπα, οι οποίοι γίνονται ρουφιάνοι του Κλαύδιου- αναδεικνύονται απ’ τον Στόπαρντ σε πρωταγωνιστές. Το παρουσιάζει η ομάδα «Εν Δράσει» στο «Επί Κολωνώ». Σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά, με Γεράσιμο Γεννατά και Γιώργο Παπαπαύλου στους επώνυμους ρόλους.
Δεν έχω δει ακόμα την παράσταση αλλά θ’ άξιζε να δείτε το έργο ως συμπλήρωμα στον «Άμλετ» -έχει κι εδώ Άμλετ, αλλά ως δευτερεύον πια πρόσωπο.



Ίσως ήταν η καλύτερη ερμηνεία του Σταμάτη Φασουλή τα τελευταία χρόνια: στο μονόλογο «Ο δικηγόρος Ντάροου» του Ντέιβιντ Ρίντελς που ερμήνευσε στο «Χορν». Είχα καιρό να τον δώ τόσο αληθινό στη σκηνή, απαλλαγμένο απ’ τα θεατρινίστικα κολπάκια που αγαπάει. Φαίνεται πως η σκηνοθεσία του Νίκου Χατζόπουλου έπαιξε σωστά το ρόλο της.

January 26, 2015

«Βασίλισσα της ομορφιάς» στην Θεσσαλονίκη απ’ την Πειραματική Σκηνή



Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση

To έργο του διακεκριμένου, ιρλανδικής καταγωγής, Μάρτιν ΜακΝτόνα «Η βασίλισσα της ομορφιάς» θα παρουσιάσει φέτος, σε σκηνοθεσία Χριστίνας Χατζηβασιλείου, στην Θεσσαλονίκη, στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς «Μελίνα Μερκούρη», η ντόπια Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» συνεχίζοντας το νομαδικό βίο της και τις... hit and run εμφανίσεις της.
Πρόκειται για το βραβευμένο πρώτο έργο του ΜακΝτόνα -φημολογείται πως το έγραψε σε οκτώ μέρες!- που έκανε την πρεμιέρα του στο Γκάλγουέι της Ιρλανδίας το 1996 εκτινάσσοντας τον 26χρονο τότε συγγραφέα -γεννημένο στο Λονδίνο από ιρλανδούς γονείς- που αμέσως κατατάχθηκε στους καλύτερους συγγραφείς της γενιάς του στο αγγλόφωνο θέατρο μαζί με την Σάρα Κέιν και τον Μαρκ Ρέιβενχιλ. Ο ΜακΝτόνα επιβεβαίωσε στη συνέχεια τις προβλέψεις, απλώθηκε μάλιστα με επιτυχία και ως σκηνοθέτης στον κινηματογράφο («Αποστολή στην Μπριζ»), όπου κέρδισε και Όσκαρ για μια μικρού μήκους ταινία του.
«Η βασίλισσα της ομορφιάς», που αποτέλεσε μαζί με τα δυο επόμενα έργα του συγγραφέα «Ένα κρανίο στην Κονεμάρα» και «Μοναξιά στην άγρια Δύση» (το οποίο έχει, επίσης, παιχτεί στην Ελλάδα και, κατά σύμπτωση, παίζεται τώρα στην Αθήνα, στο «Faust», σε σκηνοθεσία Πέμης Ζούνη), μια τριλογία με τον τίτλο «Η τριλογία του Λινάν» ανέβηκε έκτοτε πολλές φορές σ’ όλο τον κόσμο.
Στο έργο, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μαύρη κωμωδία, σ’ ένα απομονωμένο αγροτόσπιτο στη δυτική Ιρλανδία, αρχές της δεκαετίας του ’90, η Μορίν, μια σαραντάχρονη γεροντοκόρη με ιστορικό ψυχασθένειας, έχει μείνει μόνη, καθώς οι αδελφές της έχουν παντρευτεί, να φροντίζει την ανυπόφορη, εγωίστρια εβδομηντάχρονη μάνα της, την Μαγκ, παγιδευμένη σε μια δυσλειτουργική σχέση μαζί της -η μια προσπαθεί με σφοδρότητα να πληγώσει την άλλη.
Τελευταία ευκαιρία στη ζωή της Μορίν, ο Πάτο, ένας μεσήλικας οικοδόμος που έχει επιστρέψει από την Αγγλία απογοητευμένος από τους περιορισμούς και τη μοναξιά και που έρχεται στο σπίτι με τον μικρότερο αδελφό του, τον Ρέι. Η Μαγκ θα καταφέρει να τον διώξει μακριά διαλύοντας τα όνειρα της Μορίν. Εκείνη, χωρίς καμιά ελπίδα πια, θα την εκδικηθεί. Σκληρά.

Στην παράσταση της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης» Μαγκ θα ’ναι η Έφη Σταμούλη, Μορίν η Σοφία Βούλγαρη, ο Γιώργος Δημητριάδης θα παίξει τον Πάτο κι ο Κωστής Ραμπαβίλας τον Ρέι.
Το έργο ανεβαίνει στη μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, με σκηνικά και κοστούμια Όλγας Χατζηιακώβου, ηχητική επιμέλεια Φίλιππου Θεοχαρίδη και φωτισμούς Μαρία Λαζαρίδου η οποία θα ’ναι και βοηθός της σκηνοθέτριας. Η πρεμιέρα είναι προγραμματισμένη στις αρχές Μαρτίου κι η παράσταση θα παίζεται έως τα μέσα Απριλίου. 
Στην Ελλάδα την «Βασίλισσα της ομορφιάς» -αλλά και τον άγνωστο τότε ΜακΝτόνα- πρωτοπαρουσίασε τη σεζόν 1997/1998 ο Θύμιος Καρακατσάνης, όταν ανέβασε το έργο, με τον τίτλο «Ωραία μου βασίλισσα», στο θέατρο «Μπροντγουαίη» σε σκηνοθεσία Γιώργου Ρεμούνδου κρατώντας ο ίδιος το ρόλο της Μαγκ με Μορίν την Άννα Βαγενά.
Το χειμώνα 2008/2009 το έργο ανέβηκε στο θέατρο «Βικτώρια» σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη με Μαγκ την Έρση Μαλικένζου και Μορίν την Ναταλία Τσαλίκη, για να επαναληφθεί και τη σεζόν 2009/2010.
Τη σεζόν 2011/2012 παρουσιάστηκε και στην Κύπρο -στην Λευκωσία- απ' τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου -στην «Νέα Σκηνή» του. Η σκηνοθεσία ήταν της Μαγδαλένας Ζήρα και τους δυο βασικούς ρόλους κράτησαν η Αννίτα Σαντοριναίου (Μαγκ) κι η Ερμίνα Κυριαζή (Μορίν).
Ας σημειωθεί πως, εκτός απ την «Μοναξιά στην άγρια Δύση» στο «Faust», στην Αθήνα παίζεται, για δεύτερη συνεχόμενη σεζόν, στο θέατρο «Αθηνών», κι άλλο έργο του ΜακΝτόνα -«Ο Πουπουλένιος», σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη.

January 23, 2015

Όταν η λάβα δεν κοχλάζει



Το έργο. Ο συνταξιούχος, πια, καθηγητής πανεπιστημίου Σερεμπριακόφ, παντρεμένος σε πρώτο γάμο με την Βέρα Πετρόβνα, αδελφή του Βάνια, η οποία πέθανε, και πατέρας της Σόνιας, έχει παντρευτεί, σε δεύτερο γάμο, με την πολύ νεότερή του Γιελένα. Εδώ και μήνες μένουν στο κτήμα που έχει κληρονομήσει από την πρώτη γυναίκα του και στο οποίο ζει η Σόνια με το θείο της Βάνια και τη γιαγιά της, μητέρα του Βάνια και της μητέρας της, Μαρία Βασίλιεβνα.
Η ζωή αυτή έχει γίνει δύσκολη. Ο καθηγητής που πάσχει και από ποδάγρα, φαφλατάς, ιδιότροπος, εγωκεντρικός, είναι αφόρητος και τα ωράριά του έχουν ανατρέψει τα πάντα στο κτήμα. Όπου Βάνιας και Σόνια εργάζονται σκληρά και από τα έσοδά του, ουσιαστικά, ζει, εδώ και χρόνια, ο καθηγητής. Στον οποίο είναι ταμένη, θαυμάζοντάς τον απεριόριστα και έχοντας ευαγγέλιο τα βιβλία του, η ψευτοδιανοούμενη γιαγιά. Ο Βάνιας, που κάποτε πίστευε κι αυτός στον καθηγητή -μέχρι και ξένα βιβλία μετέφραζε με τη μητέρα του για χάρη του-, τον έχει απομυθοποιήσει εντελώς θεωρώντας τον ένα μηδενικό.

Ρόλο έχει παίξει και πως είναι ερωτευμένος -χωρίς ανταπόκριση -με την Γιελένα, την όμορφη γυναίκα του. Με την Γιελένα όμως είναι ερωτευμένος και ο φίλος του, ο γιατρός Άστροφ, που συχνά-πυκνά βρίσκεται στο σπίτι. Τον Άστροφ, έναν άντρα με οράματα που τα έχει πνίξει στη βότκα, έχει ερωτευτεί απελπισμένα η ασχημούλα Σόνια -ένας έρωτας κρυφός. Εκείνος δείχνει -ή θέλει να δείχνει- πως δεν το έχει αντιληφθεί. Η Γιελένα, που, αντίθετα το έχει καταλάβει και της το εξομολογείται η Σόνια, αποφασίζει να μεσολαβήσει και να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Ο Άστροφ είναι κάθετα αρνητικός -δεν νοιώθει τίποτα για την Σόνια- αλλά θετικότατος να εξομολογηθεί στην Γιελένα τον δικό του έρωτα. Της ορμάει, εκείνη ανθίσταται, μολονότι ο Άστροφ της αρέσει, αλλά ο Βάνιας τους βλέπει.
Ο καθηγητής ανακοινώνει πως σχεδιάζει να πουλήσει το κτήμα γιατί θεωρεί πως είναι οικονομικά η καλύτερη λύση -για τον ίδιο, βέβαια... Ο Βάνιας, εκτός εαυτού, τον πυροβολεί αλλά αστοχεί. Ο καθηγητής παίρνει πίσω την πρόταση και με την προτροπή της Γιελένα -που έχει τους δικούς της λόγους...- φεύγουν από το κτήμα αλλά αφού εκείνη και ο Άστροφ, σε ένα ξέσπασμα πάθους, δίνουν ένα τελευταίο φιλί.
Η «τάξη» αποκαθίσταται στο κτήμα και η ζωή συνεχίζεται ανιαρή -ίσως, γι αυτούς που μένουν, κατά ένα κάποιο τρόπο, και δημιουργική.

Στον «Θείο Βάνια» (1898), το ένα από τα τέσσερα κύρια μεγάλα έργα του, ο Αντόν Τσέχοφ, χρησιμοποιώντας μία πλοκή προσχηματικά συμβατή με το θέατρο της εποχής του -έρωτες που κρυφοβράζουν-, παίζει πάνω στα μοτίβα που είναι τα ίδια σε όλα τους: μία ζωή πληκτική, ανούσια, μία ελπίδα για ένα άδηλο μέλλον που μπλέκεται με μία συνειδητή παραδοχή πως μέλλον δεν υπάρχει, ένα επιφανειακό τίποτα το οποίο πότε-πότε σκάει με μικρές εκρήξεις σαν της λάβας ενός ηφαιστείου που σιγοβράζει αλλά ποτέ δεν φτάνει στη μεγάλη έκρηξη. Η λάβα, όμως, που κοχλάζει είναι πάντα από κάτω. Όλα τα ασήμαντα που λέγονται κρύβουν ένα κείμενο ανείπωτο μεν, καίριο δε. Και τα ανείπωτα είναι τα σημαντικότερα στον Τσέχοφ. Εκεί βρίσκεται η υπαρξιακή αναζήτησή του.
Η αναγωγή αυτών των προσώπων, των τραγικά γελοίων ή γελοία τραγικών, σε σύμβολα -εμείς είμαστε αυτά τα πρόσωπα- καθιστά τον «Θείο Βάνια», όπως και τα άλλα τρία βασικά έργα του Τσέχοφ, κείμενα παντός καιρού: ακατάλυτα, αξεπέραστα, ανεξάντλητα. Ανοιχτά να διαβαστούν κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, ανοιχτά κάθε φορά να ανακαλύψεις μέσα τους κάτι καινούργιο.

Η παράσταση. Η σκηνοθέτρια Λίλλυ Μελεμέ -της οποίας πολλές παραστάσεις έχω εκτιμήσει- νομίζω πως φοβήθηκε το έργο και τον Τσέχοφ. Και δεν μιλώ για αποδομήσεις και μεταδραματικά κόλπα. Μιλώ για ένα σκάψιμο πιο βαθιά. Επιχείρησε, πάνω στην έξοχη και ακόμα ισχυρή -καθώς, επιπλέον, αναθεωρήθηκε από τη μεταφράστρια, ειδικά για την παράσταση-, μετάφραση τη Χρύσας Προκοπάκη (που έγινε το 1989 για τον «Θείο Βάνια» του Λευτέρη Βογιατζή, σε συνεργασία με τον Δημήτρη Σπάθη και το σκηνοθέτη), μία ανάγνωση στρωτή, συντηρητική, ακολουθώντας την άποψη για έναν δραματικό Τσέχοφ και συγκρατώντας το χιούμορ του. Δεν ένοιωσα, δεν είδα κάτω από τη (μη) δράση να αναδύεται το υπο-κείμενο. Δεν ένοιωσα το γελοίο που κρύβεται μέσα σ’ αυτό που οι ήρωες -και εμείς- θεωρούν δράμα -μόνο, λίγο, στην ειρωνεία του Βάνια. Είδα εντάσεις, δάκρυα, άκουσα κορόνες που μου φάνηκαν να αντίκεινται στο τσεχοφικό πνεύμα. Είδα και άκουσα σόλι, δεν είδα σύνολα. Σαν ο καθένας να λέει το μονόλογό του, να λέει την ατάκα του ερήμην των επί σκηνής άλλων.
Όλα μοιάζουν πολύ καλά τακτοποιημένα, πολύ δουλεμένα αλλά σαν παράγωγα μιας πολύ καλής τεχνικής προετοιμασίας, όχι από τα σωθικά βγαλμένα. Ίσως να φταίει η αντίληψη που έχω για τον Τσέχοφ. Ίσως να φταίει ότι δεν μπορώ, είκοσι έξι χρόνια μετά, να ξεχάσω τον «Θείο Βάνια» του Λευτέρη Βογιατζή -μοντέλο, για μένα, τσεχοφικής παράστασης στην Ελλάδα. Ίσως γιατί πρόσφατα είδα τον κινηματογραφικό «Θείο Βάνια» του Αντρέι Καντσαλόφσκι...
Αποφασιστικό ρόλο στη γνώμη μου για την παράσταση έπαιξαν και οι μουσικές του Σταύρου Γασπαράτου. Έχω, καταρχάς, την πεποίθηση πως Τσέχοφ και Πίντερ δεν τη θέλουν καθόλου τη μουσική, την ενέχουν. Πέραν αυτού, υψηλής ποιότητας από μόνες τους, έχουν υποταχτεί στη σκηνοθετική άποψη περί μελαγχολίας των καιρών και απογοήτευσης και θλίψης και δράματος ενισχύοντας τη σχετική ατμόσφαιρα. Διαφωνώ.
Η Αριάδνη Βοζάνη έχει κάνει ένα καλόγουστο, λειτουργικό, μοντέρνο σκηνικό που το έχει φωτίσει εξαιρετικά η Μελίνα Μάσχα. Ειδική μνεία για τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα: ανάλαφρα, αέρινα, σε υπέροχους γαιώδεις, χρωματικούς συνδυασμούς, βοηθούν και αναδεικνύουν τους ηθοποιούς, ειδικά τις κυρίες, προσδίδοντας μία τσεχοφική ανάσα.
Οι ερμηνείες. Η διανομή διαθέτει οκτώ ηθοποιούς τουλάχιστον καλούς έως και εξαιρετικούς. Αλλά, εκτός και από τις κάποιες ηλικιακά λανθασμένες επιλογές που εκτινάξαν πολύ προς τα πάνω τις ηλικίες των ηρώων, φοβάμαι πως και η σκηνοθεσία δεν τους αξιοποίησε, δεν τους τιθάσευσε, δεν τους έδεσε μεταξύ τους -δεν τους οδήγησε προς τα μέσα αλλά προς τα έξω.
Ο Γιάννης Φέρτης, με το κύρος του, τονίζει την ειρωνεία του κειμένου αλλά δεν τον ένοιωσα να βαθαίνει το ρόλο -εκείνο το «μπαμ» του Βάνια, όταν το όπλο του δεν εκπυρσοκροτεί, θα έπρεπε να συμπυκνώνει όλον τον Τσέχοφ. Γιατί τον συμπυκνώνει. Ακόμα πιο εξωτερικό και κάπως υποτονικό, εκτός από λίγες στιγμές στη δεύτερη πράξη, βρήκα τον Στέλιο Μάινα-Άστροφ. Η Αλεξία Καλτσίκη, ηθοποιός εξαίρετη, κάνει το καλύτερο σε μία δραματική εκδοχή του ρόλου, που γίνεται ακόμα βαρύτερη στο φινάλε. Η επίσης έξοχη Μαρίνα Ψάλτη έχει οδηγηθεί, με κίνηση μεθυσμένη, σε μία ερμηνεία που «δείχνει» όλα όσα, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να μένουν κρυμμένα. Η Μελίνα Βαμβακά -άλλη πολύ καλή ηθοποιός-, επίσης. Ο Χάρης Χαραλάμπους έχει κάνει γραφικό ένα βαθιά τσεχοφικό πρόσωπο όπως ο Τελιέγκιν. Βρήκα πιο πειστικό, αν και κάπως αδύναμο, τον Γιάννη Βόγλη και, ίσως, καλύτερη όλων -συγκινητική- την Μαρίνα της Έρσης Μαλικένζου.

Το συμπέρασμα. Μία παράσταση που δεν θα σας απέτρεπα να τη δείτε αλλά που πιστεύω πως δεν αντιμετωπίζει κατάματα τον Τσέχοφ.

Θέατρο «Δημήτρης Χορν», 21 Ιανουαρίου 2015. 

(Φωτογραφίες: Τάσος Βρεττός).

January 22, 2015

Λίγο πριν απ’ την Ολική Καταστροφή


Το Τέταρτο Κουδούνι / 22 Ιανουαρίου 2015

Ναι, πολύ μου άρεσε, πολύ εκτίμησα την κωμωδία «Μου λες αλήθεια;» του Φλοριάν Ζελέ που παίζεται στο «Κάππα», τη σκηνοθεσία του Σπύρου Παπαδόπουλου, την ερμηνεία του και την ερμηνεία -αλλά και τη μετάφραση- της Νικολέτας Κοτσαηλίδου. «Μα ένα μπουλβάρ;», ανασήκωσαν το φρύδι μερικοί φίλοι μου -έκπληκτοι. «Με τον τηλεοπτικό αστέρα;». Έδωσα κάποιες εξηγήσεις -ότι μου άρεσε γιατί διαπίστωσα στην παρασταση αυτή πως δε χρειάστηκε καμιά «απόδοση» με προσθήκες-χοντροκοπιές για «τσιμπούκια» και «αδερφές», δε χρειάστηκε καμιά «προσαρμογή στα ελληνικά δεδομένα», δε χρειάστηκε καμιά «διασκευή» από εξυπνότερο, υποτίθεται, του συγγραφέα διασκευαστή για «ν’ αρέσει στο ευρύ κοινό» το έργο κι ότι αρέσει ως έχει.
Αλλά, μετά από προτροπή άλλου καλού φίλου, ας το επεκτείνω λίγο το θέμα.
Μολονότι φέρω τη... ρετσινιά του «κουλτουριάρη», αγαπώ το θέατρο σφαιρικά. Τη φάρσα, το μπουλβάρ, την ελληνική κωμωδία, την επιθεώρηση..., όσο και τους κλασικούς, τον Τσέχοφ, τον Λόρκα ή τον Μπέκετ... Αγαπώ τους καλούς καρπούς τους, όχι τα σαπάκια. Δυστυχώς, οι περισσότεροι απ’ αυτούς που κάνουνε αυτά τα είδη, οι ίδιοι τα υποτιμούνε. Τα θεωρούνε ευκολάκια και τα ξεπετάνε με αποτέλεσμα να βαριέμαι αφόρητα όταν τους βλέπω. Όταν τα σέβονται, ενθουσιάζομαι. Πάντα τρελαινόμουνα για τον τρόπο που ’καναν ο Ψάλτης ή ο Μουστάκας επιθεώρηση -όχι βιντεοταινίες...-, ενθουσιάστηκα με τον τρόπο που ανέβασε ο Πέτρος Φιλιππίδης την «Θεία από το Σικάγο» και τον «Μπακαλόγατο» -και πώς έπαιξε το ρόλο- ή ο Γιάννης Μπέζος το «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα». Ενθουσιάστηκα εξίσου με το «4.48 Ψύχωση» της Σάρα Κέιν που ’κανε η Άντζελα Μπρούσκου ή με τον Δημήτρη Δημητριάδη -τον «Κυκλισμό του τετραγώνου» του- που ανέβασε ο Δημήτρης Καραντζάς στην Στέγη. Αν ο Μάρκος Σεφερλής ανεβάσει καλά μια καλή κωμωδία κι όχι μια μπαλαφάρα δε θα διστάσω να πω ότι μ’ αρέσει. Αν μεταξύ τους δεν εκτιμούν ο ένας τον άλλο κι έχουν υψώσει Τείχη του Βερολίνου -η «ποιότητα» κι η «αποδόμηση» από ’δω, οι «ελαφροί» κι οι «τηλεοπτικοί» από ’κει-, είναι δικό τους θέμα. Εγώ αυτό που πιστεύω θα το γράψω. Όπως έγραψα -ή θα γράψω- όταν είχα δει -ή αν στο μέλλον δω- τους ίδιους σε ξεπέτες και δεν ήμουν -και δε θα ’μαι- καθόλου ενθουσιασμένος... Αν, επίσης, δω «ποιοτικούς» ν’ ανεβάζουν άτεχνα, βαριεστημένα, ρουτινιέρικα Σέξπιρ ή Στρίντμπεργκ ή Ίψεν ή αρχαία τραγωδία, και πάλι θα το γράψω -και το ’χω γράψει. 
Ο καθένας αποφασίζει για το δρόμο που θα πάρει στο θέατρο. Εμένα μ’ ενδιαφέρει αν, στο συγκεκριμένο δρόμο που πήρε, πορεύεται καλά, είτε κάνει Φεντό είτε Σοφοκλή. Μ’ ενδιαφέρει να μη νοιώθω ότι με -μας- κοροϊδεύει μ’ αυτό που κάνει. Τη γνώμη μου, επιμένω, θα την πω. Και θα τη γράψω. Αν μου άρεσε, θα χαρώ ο ίδιος διπλά. Αν όχι, ας μου κόψουν την καλημέρα, όπως ήδη συμβαίνει με κάποιους απ’ τους προαναφερόμενους. Αλλά δεν ιδρώνει το αυτί μου. 
(Το ίδια, πάνω-κάτω, θα ’γραφα με αφορμή και το «Ένας ήρωας με παντόφλες» του Γιάννη Μπέζου που είδα στο «Βρετάνια» και που μου άρεσε, όπως και η ερμηνεία του, σχεδόν εξίσου).



Τυχεροί οι έφηβοι -και τα άνω των εννέα ετών παιδιά- στους οποίους απευθυνόταν -αλλά όχι μόνο σ’ αυτούς- η παράσταση: «Η άφιξη» κι η Ζωή Χατζηαντωνίου, που ’χε ξαναδοκιμάσει σ’ αυτό το είδος θεάτρου -«της σιωπής» να το πω;- με εξαιρετικά αποτελέσματα, πριν τέσσερα-πέντε χρόνια, στο «Από Μηχανής Θέατρο», με τον συγκλονιστικό «σιωπηλό μονόλογο» του Κρετς «Wunschkonzert» ερμηνευμένο εκ βαθέων απ’ την Δέσποινα Κούρτη, αυτή τη φορά, εκτός απ’ τη σκηνοθεσία και τη χορογραφία, υπέγραφε και τη δραματουργία.
Βασισμένη στην ομώνυμη graphic novel του Σον Ταν, η Ζωή Χατζηαντωνίου, με στενό συνεργάτη/συνδημιουργό (ηχητική δραματουργία και παραγωγή μουσικής και ήχων κατά τη διάρκεια της παράστασης) τον Δημήτρη Καμαρωτό, με σκηνογραφική και ενδυματολογική επιμέλεια -δουλειά ιδιαίτερα ατμοσφαιρική- του Κένι ΜακΛέλαν, οδήγησε τους έξοχους πέντε ηθοποιούς της -Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Κώστα Κορωναίο, Μιχάλη Σαράντη, Γιώργο Συμεωνίδη, Αντιγόνη Φρυδά- σ’ ένα παιχνίδι ύψιστης ακρίβειας, συναρπαστικό, με βίντεο, οθόνες, μικροκάμερες, αντικείμενα..., που θέμα του είχε τον μετανάστη. Ένα παιχνίδι ανθρώπινο, γλυκό, με χιούμορ, που έγινε βαθιά συγκινητικό στο φινάλε, όταν ένας αληθινός ξένος, ένας ασιάτης μετανάστης, εισήλθε στη σκηνή κι οι ηθοποιοί του έδωσαν τη σκυτάλη. Ένα υπέροχο μάθημα -μάθημα εύφορο όμως- ανθρωπιάς, ό,τι καλύτερο, νομίζω, για έφηβους!

Ποιανού ήταν η παραγωγή; Μα φυσικά της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών! Όπου και παιζόταν μέχρι σήμερα. Πρέπει η Στέγη να βρει τρόπο να διατηρήσει την παράσταση αυτή. Ως κόρην οφθαλμού. 

Πολύ καλή η -εύφορα, πάντως- «πειραγμένη» προς το πιο μοντέρνο στους διαλόγους «Εύθυμη χήρα» του Λέχαρ, σε σκηνοθεσία Σούζαν Στρόμαν και με μαέστρο τον σερ Έιντριου Ντέιβις, που μεταδόθηκε ζωντανά απ’ την Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης στο Μέγαρο Μουσικής. Χαριτωμένη και χορταστική. Και καλαίσθητη.
Η Χάνα Γκλάβαρι της «πλαστικοποιημένης» Ρενέ Φλέμινγκ δεν με ξετρέλανε βέβαια αλλά ο Νάθαν Γκαν -φτυστός ο Ράσελ Κρόου!-, αρρενωπός, γοητευτικός, λίγο αλήτης αλλά και εξαιρετικός βαρύτονος ήταν ιδανικός Ντανίλο ενώ ο 70άρης πια σερ Τόμας Άλεν, ιστορικός βρετανός βαρύτονος, με εξέπληξε με το κέφι και την ανάλαφρη υποκριτική του ως Μίρκο Ζέτα, πρέσβης του -οπερετικού- Ποντεβέντρο στο Παρίσι και... διαπρεπής κερατάς. Εξαίρετος κι ο κωμικός Κάρσον Έροντ ως Νιέγκους. Να μην ήταν κι η οθόνη της αίθουσας «Χρήστος Λαμπράκης» τόσο υποφωτισμένη τι καλά που θα ’τανε...



Δεν ξέρω αν θα επικοινωνήσουμε ξανά μετά την Δευτέρα Παρουσία που με κεραυνούς εξαγγέλλεται ότι επέρχεται την Κυριακή. Δεν ξέρω αν η Ολική Καταστροφή βρίσκεται ante portas. Δεν ξέρω αν θα μου κρατικοποιήσουν το blog. Δεν ξέρω αν θα μου κατάσχουν τα κουδούνια. Δεν ξέρω αν επίκειται η Άλωση του facebook απ’ τα σοβιέτ. Δεν ξέρω αν παλιρροϊκό κύμα κατακλύσει την Google. (Το μόνο που ξέρω -το μόνο σιγουράκι- είναι πως ο Σωτήρης Χατζάκης θα παραμείνει καλλιτεχνικός διευθυντής -οπουδήποτε, οπωσδήποτε, οποτεδήποτε). Καλού-κακού, πάντως, σήκωσα απ’ την τράπεζα όλα τα «Τέταρτα Κουδούνια», κόπους δεκαπέντε ετών και βάλε, και τα ’θαψα στις γλάστρες. Από ’κει και πέρα, ο σώζων εαυτόν, σωθήτω. 
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...

January 20, 2015

«Ευτυχία» σοροπιαστή


Το έργο. Τέλος του Μεσοπολέμου, παραμονές του Δεύτερου Παγκοσμίου και ο αριστοκράτης βαρόνος Γκέοργκ φον Τραπ, πλοίαρχος του αυστροουγγρικού Πολεμικού Ναυτικού χωρίς πλοίο και αντικείμενο πια, μια και η συρρικνωμένη σε Αυστριακή Δημοκρατία τέως Αυστροουγγρική Μοναρχία έχει χάσει τη διέξοδό της προς τη θάλασσα, χήρος που η γυναίκα του πολύ του λείπει, εκτονώνει την καταπιεσμένη δυναμική του άπρακτου στρατιωτικού στα επτά παιδιά του, ηλικίας δεκαέξι έως πέντε ετών. Που τα μεγαλώνει στο μέγαρό του στο Ζάλτσμπουργκ, πλάι στα αλπικά βουνά, με πειθαρχία στρατιωτική η οποία αγγίζει τα όρια της υπερβολής ενώ οι γκουβερνάντες διαδέχονται ολοταχώς η μία την άλλη μη αντέχοντας τις σκανδαλιές των παιδιών. Ώσπου, σταλμένη από το γειτονικό μοναστήρι, έρχεται για την -και πάλι...- κενή θέση της γκουβερνάντας η Μαρία, νεαρή δόκιμη μοναχή, ορφανή, φτωχή, με αγάπη στη μουσική, καλλίφωνη, που η αγάπη της στον Θεό δεν φαίνεται να υπερνικά την έλλειψη πειθαρχίας στους κανόνες της μοναστικής ζωής, πράγμα που την κάνει ακατάλληλη για μοναχή.
Η Μαρία θα κερδίσει την αγάπη των παιδιών, θα ανατρέψει τη σιδηρά πειθαρχία που έχει επιβάλει ο πλοίαρχος, θα τον φέρει πιο κοντά στα παιδιά του -που πολύ τους λείπει με τις διαρκείς απουσίες του και με την απόσταση στην οποία τα κρατάει- και θα φέρει ξανά στο σπίτι τη μουσική -όλα τα παιδιά τραγουδούν- που μετά το θάνατο της μητέρας τους είχε εξοριστεί. Θα κερδίσει όμως και τον έρωτα του πλοίαρχου, που είναι ανομολόγητος αλλά αμοιβαίος.
Η Μαρία, τρομοκρατημένη από αυτό που δεν θέλει να παραδεχτεί και καθώς ο Γκέοργκ ήδη προετοιμάζεται να κάνει δεύτερη γυναίκα του την πλούσια βαρόνη Σρέιντερ, το σκάει και γυρίζει στο μοναστήρι. Αλλά η ανοιχτόμυαλη ηγουμένη τής συστήνει να επιστρέψει στους φον Τραπ και να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα μια και ο έρωτας δεν αντιβαίνει στην αγάπη προς τον Θεό. Η Μαρία θα επιστρέψει, η βαρόνη Σρέιντερ, που αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει, θα διαλύσει τον αρραβώνα που έχει κάνει στο μεταξύ μαζί της ο φον Τραπ και η Μαρία, ενώ οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Αυστρία και επιβάλλουν το Άνσλους -την ένωση των δύο χωρών-, παντρεύεται με τον πλοίαρχο.
Ο φον Τραπ, φανατικός Αυστριακός, αρνείται κάθε σχέση με τους χιτλερικούς. Οι οποίοι, για να τον εκβιάσουν και να τον φέρουν προ τετελεσμένων, τον διορίζουν αρχιπλοίαρχο στον γερμανικό στόλο. Ο βαρόνος δεν έχει άλλη λύση: πρέπει να φύγει κρυφά στο εξωτερικό. Οι φον Τραπ σύσσωμοι θα διαφύγουν στην Ελβετία, αμέσως μετά την πρώτη εμφάνισή τους ως χορωδιακού συνόλου -το οποίο έχουν στο μεταξύ συγκροτήσει- σε διαγωνισμό στο Φεστιβάλ του Κάλτσμπέργκ, όπου κερδίζουν, μάλιστα, το πρώτο βραβείο, σε μία περιπετειώδη απόδραση μέσα από τα βουνά, με τη βοήθεια του φίλου και ατζέντη τους Μαξ, γενικού γραμματέα του αυστριακού υπουργείου Πολιτισμού, και των μοναχών του μοναστηριού της Μαρίας.

Η πραγματική ιστορία της οικογένειας φον Τραπ, που βρήκε τελικά καταφύγιο στις ΗΠΑ όπου και διέπρεψε ως χορωδία δωματίου, έγινε βιβλίο το 1948 από την Μαρία φον Τραπ που εξέδωσε την αυτοβιογραφία της. Από το βιβλίο αυτό προέκυψε (1959) το μιούζικαλ «Η μελωδία της ευτυχίας». Οι Χάουαρντ Λίντσεϊ και Ράσελ Κράους έγραψαν, βάσει συνταγής, ένα ροζ, γλυκερό, σοροπιαστό, χαριτωμένο λιμπρέτο, με τα παιδάκια να παίζουν ρόλο πρωταγωνιστικό, το οποίο φυσικά ηρωποιεί τον Τραπ και εξαγιάζει την Μαρία χωρίς σκιές και αμφιβολίες, ό,τι έπρεπε για τη σκηνή του Μπρόντγουέι και μάλιστα της δεκαετίας του ’50. Πάνω σ’ αυτό ο Ρίτσαρντ Ρότζερς συνέθεσε μελωδικές και αγαπησιάρικες μουσικές και πολλά ωραία, αναγνωρίσιμα τραγούδια σε βολικούς, ταιριαστούς, ανάλογου ύφους στίχους του Όσκαρ Χάμερστάιν ΙΙ -το τελευταίο μιούζικαλ που συνυπέγραψαν και το οποίο θριάμβευσε συνεχίζοντας και κορυφώνοντας το θριάμβό του όταν μεταφέρθηκε (1965) από τον Ρόμπερτ Γουάιζ στον κινηματογράφο. Δεν είμαι καθόλου θαυμαστής του γλυκερού αυτού μιούζικαλ αλλά δεν παύω να το θεωρώ μία απόλυτα επαγγελματική δουλειά που κορυφώνεται έξυπνα με την απόδραση των Τραπ ενώ αναμένονται τα αποτελέσματα του διαγωνισμού.
Η παράσταση. Η Θέμις Μαρσέλλου ανέβασε το έργο, σε δική της, πολύ σωστή απόδοση του κειμένου και των στίχων, νοικοκυρεμένα αλλά χωρίς μεγάλη έμπνευση -μία αίσθηση ερασιτεχνισμού είχα κάποιες στιγμές και ότι το σκηνοθετικό χέρι δεν είναι αποφασιστικό. Η παράσταση είναι εύρυθμη, τσουλάει αλλά αφήνεται σε ευκολίες και ποντάρει πολύ στα παιδιά τονίζοντας τις αφέλειες του κειμένου -σαν να επιδιώκει να φέρει το αποτέλεσμα περισσότερο κοντά στα παιδικά γούστα.
Οι σκηνές με την υπηρέτρια που την πέφτει στον Μαξ και η παρουσίαση της Σρέιντερ ως εντελώς σαχλής είναι αφελή έως και φτηνά ευρήματα. Αντίθετα, οι σκηνές της «αποχώρησης» της Βαρόνης και του ξανασμιξίματος Τραπ-Μαρίας, από τις καλύτερες.
Η Μαίρη Τσαγκάρη έχει κάνει ευέλικτα, εξυπηρετικά σκηνικά που τα  βοηθούν οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη ενώ το video design και τις προβολές υπογράφουν οι Grou³. Βρήκα άνισα τα κοστούμια της Παναγιώτας Κοκκορού -μερικά ατυχή και ευτελή, όπως στη σκηνή της δεξίωσης του φον Τραπ. Επαρκείς οι χορογραφίες της Άννας Αθανασιάδη.
Η παράσταση κερδίζει πόντους από τη μουσική πλευρά. Είναι συγκροτημένη μουσικά με τρόπο πυκνό και ουσιαστικό. Προφανώς πολλά οφείλονται στον Γιάννη Αντωνόπουλο που είχε τη μουσική διεύθυνση, έκανε τη φωνητική διδασκαλία και διευθύνει μία νευρώδη, νεανική ορχήστρα αλλά και στον Βασίλη Αξιώτη που δίδαξε φωνητική στα παιδιά.

Οι ερμηνείες. Η Νάντια Κοντογεώργη σαφώς και είναι τάλαντο ξεχωριστό: έχει έξοχη φωνή, χαριτωμένη παρουσία, ένα πανέξυπνο μουτράκι, λάμψη και το διάβολο μέσα της -το κωμικό στοιχείο αυθόρμητα ξεπηδάει. Το θέμα είναι πως έχει στόφα σουμπρέτας ενώ η Μαρία δεν είναι σουμπρέτα, ενζενί είναι. Η κωμικότητα που αναβλύζει στρέφει κάθε τόσο τη νεαρή ηθοποιό προς μία ερμηνεία με τόνους που δεν ταιριάζουν στο ρόλο. Και δεν υπήρχε προφανώς ισχυρό σκηνοθετικό χέρι να τη συγκρατήσει. Πιστεύω πως, τελικά, ο ρόλος δεν της πηγαίνει και τόσο. Μία «Sweet Charity», για παράδειγμα, θα της ταίριαζε πολύ περισσότερο. Πρέπει, όμως, πολύ να προσέξει, αν την ενδιαφέρει φυσικά, να μην εκτροχιαστεί προς στην κωμωδία με την αγοραία σήμερα στο ελληνικό θέατρο έννοια...

Ο Άκης Σακελλαρίου, ηθοποιός με κύρος, δίνει μία σωστή, συγκρατημένη αλλά λίγο πιο κορδωμένη απ’ όσο χρειαζόταν ερμηνεία του Πλοιάρχου Τραπ. Η Ζέτα Δούκα, μέγα τάλαντο και εκθαμβωτική σκηνική παρουσία -από τις σπάνιες που διαθέτει η ελληνική σκηνή-, με μία μάλλον αποτυχημένη περούκα, κακώς έχει οδηγηθεί σε μία παρώδηση του ρόλου της. Αν η Σρέιντερ είναι τόσο ανόητη, τότε, για την Μαρία, το παιχνίδι να κερδίσει τον Τραπ είναι πανεύκολο... Τελικά οι θετικότερες, ως συνολικό αποτέλεσμα, εντυπώσεις μου είναι για τον Μαξ του Αργύρη Αγγέλου. Εξαίρετος, λεπτός, ανάλαφρος κωμικός, με θαυμάσια κίνηση, μετρημένος, ώριμος πια, πετάει στο ρόλο του. Από τους πολλούς υπόλοιπους ξεχώρισα τον Περικλή Λιανό που δίνει σωστά και με μέτρο τον κρυπτοεθνικοσοσιαλιστή καμαριέρη. Άχρωμη η Λιζλ της Άννας Φιλιππάκη και ιδιαίτερα αδύναμη ως Φράου Σμιτ η σκηνοθέτρια Θέμις Μαρσέλλου που κινεί διαρκώς τα χέρια της αμήχανα, χωρίς να τα ελέγχει.
Αλλά η έκπληξη της παράστασης είναι η ερμηνεία της Μαρίας Γράμψα. Κυριολεκτώ όταν μιλώ για ερμηνεία. Η Μαρία Γράμψα δεν είναι απλώς μία εντυπωσιακή δραματική σοπράνο. Κινείται στη σκηνή και παίζει με μία απλότητα και με μία φυσικότητα δυσεύρετες σε λυρικούς καλλιτέχνες το ρόλο: μία απόλυτα πειστική, γαλήνια και με χιούμορ Ηγουμένη.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση ευπρεπής -και ακόμα καλύτερη μουσικά-, σίγουρα ελκυστική για τα παιδάκια ως εισαγωγή στο μουσικό θέατρο, αλλά που δεν θα ήταν δυνατό να συγκριθεί με παράστασεις μιούζικαλ του Γουέστ Εντ ή του Μπρόντγουέι...

Θέατρο «Παλλάς», 16 Ιανουαρίου 2015.

January 18, 2015

600.000 επισκέψεις



600.000 επισκέψεις μέσα στα τρία χρόνια και τους τρεις, περίπου, μήνες της ύπαρξής του συμπλήρωσε χτες totetartokoudouni.blogspot.com
Σας ευχαριστώ θερμά όλους.

Οι καρέκλες που συντρίβουν την Καρένινα


Το έργο. Η Άννα Καρένινα, γυναίκα του κόμη Καρένιν, ανώτερου κυβερνητικού στελέχους, είκοσι χρόνια μεγαλύτερού της, και μάνα ενός μικρού γιου, ερωτεύεται τον αξιωματικό του ιππικού κόμη Βρόνσκι. Ο έρωτας γίνεται πάθος που φτάνει στον παροξυσμό και το σκάνδαλο ξεσπάει στην «υψηλή κοινωνία» της Αγίας Πετρούπολης. Η Άννα προσπαθεί να πάρει διαζύγιο. Ο Καρένιν τής το αρνείται. Όταν αποκτήσει ένα κοριτσάκι από τον Βρόνσκι θα της προτείνει να το παρουσιάσουν για δικό του, αρνούμενος πάντα το διαζύγιο. Τότε η Άννα θα εγκαταλείψει το σπίτι της και θα φύγει με τον Βρόνσκι και το παιδί τους στο εξωτερικό. Όταν γυρίσουν αρχίζει η κατάρρευση της σχέσης. Η Άννα εξοστρακίζεται από την αριστοκρατική κοινωνία και αρχίζει να υποπτεύεται πως ο Βρόνσκι την απατάει. Η κατάθλιψη τη συντρίβει. Θα αυτοκτονήσει πέφτοντας στις γραμμές του τρένου.

Αυτή είναι, σε πολύ αδρές γραμμές, η βασική πλοκή που μαζί με άλλες υποπλοκές συγκροτούν το αριστούργημα του Λιεφ Νικολάιεβιτς Ταλστόι «Άννα Καρένινα» (1873-1877, πρώτη έκδοση σε βιβλίο 1878), μία συγκλονιστική νωπογραφία της ρωσικής κοινωνίας του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, που θεωρείται από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί.
Η παράσταση. Η «Άννα Καρένινα» έχει μεταφερθεί στο θέατρο, στον κινηματογράφο, έχει γίνει χορόδραμα... Η Λιθουανή Αντζέλικα Χόλινα τη χορογράφησε/σκηνοθέτησε και πάλι (πρώτο ανέβασμα με την ομάδα της «Αντζέλικα Χόλινα» 2010 / πρώτη παράσταση στο Θέατρο «Βαχτάνγκοφ» 2012). Ακουμπώντας πάνω σε ένα μουσικό χαλί τέλεια εναρμονισμένο με τον παροξυσμό του πάθους στο έργο, χαλί που το συνθέτουν, βασικά, συγκλονιστικές μουσικές -κυρίως από το Κοντσέρτο γκρόσο αρ. 1- του Άλφρεντ Σνίτκε (στο πρόγραμμα, περιέργως, δεν αναφέρεται τίποτα για τη μουσική, για τον Σνίτκε υπάρχει αναφορά μόνο -κακώς- σε ένα σημείωμα στη ηλεκτρονική σελίδα του «Βαχτάνγκοφ»), η Χόλινα δημιούργησε μία αφηγηματική χορογραφία -ένα χορόδραμα.
«Αφηγηματική χορογραφία στον 21ο αιώνα της αποδόμησης;» είναι το πρώτο ερώτημα που εύλογα δημιουργείται. Αν ο σκηνοθέτης/χορογράφος έχει τις ικανότητες να εμφυσήσει στη δουλειά του έμπνευση, απαντώ ανεπιφύλακτα «ναι». Και η Χόλινα τις διαθέτει με το παραπάνω. Έχει δημιουργήσει, δένοντας ηθοποιούς που χορεύουν αλλά και άλλους που δεν χορεύουν αλλά απλώς η κίνησή τους στη σκηνή είναι στενά δεμένη με τη μουσική, μία παράσταση πυκνή, εξαιρετικής σκηνικής οικονομίας, δυναμική -με μία εσωτερική δύναμη εκρηκτική. Που κάποιες στιγμές μου θύμισε χορογραφίες του Μπορίς Έιφμαν («Κόκκινη Ζιζέλ»).

Μέσα σε μία αχλή, σε μία θολή ατμόσφαιρα, σε ημίφωτα, τα τεντωμένα σαν τόξα, «άκαμπτα» κορμιά που καταγράφουν τη συντηρητική ακαμψία της ρωσικής κοινωνίας της εποχής, τα ίδια κορμιά που μετατρέπονται σε νευρόσπαστα, το πάθος που, ανεξέλεγκτο, δονεί, σπαράσσει την Καρένινα, η απόλυτα ευρηματική, εκφραστική κίνηση που αντλεί από το κλασικό μπαλέτο χωρίς να αδιαφορεί για τον σύγχρονο χορό αλλά πάνω απ
όλα εκφράζει την ψυχολογία των χαρακτήρων, οι πολλές, βασικά σύντομες, σκηνές που, συχνά, στο τέλος τους παγώνουν σε ταμπλό βιβάν, τα εξαιρετικά σύνολα εν είδει Χορού αρχαίου δράματος -μία πινακοθήκη τεράτων-, η θεατρικότητα που κυριαρχεί συγκροτούν ένα άρτιο, ένα πλήρες, ένα συναρπαστικό, ένα εμπνευσμένο αποτέλεσμα.
Το άλλο μεγάλο ατού τού οποίου είναι η αισθητική του: ο σκηνογράφος Μάριους Γιατσόβσκις με τα απόλυτα λιτά, αυστηρά, σκηνικά του -πολυέλαιοι, φανοστάτες, μία οροφή, ένα ευέλικτο, στενόμακρο τραπέζι, ένα πιάνο, μία πολυθρόνα, πολλές καρέκλες...-, ο Γιουόζας Στατκεβίτσους με τα κοστούμια του -μία συμφωνία μαύρου κυρίως, λευκού και λίγου κόκκινου, βασικά σε μονοχρωμίες και με στενά περιγράμματα που μέσα τους ασφυκτιούν τα γυναικεία κορμιά- και τα μακιγιάζ του- οι σφιχτές, σκληρές, επίσης αυστηρές κομμώσεις- 
και, πάνω από όλους, ο Τάντας Βαλέικα, με τους φωτισμούς του που με άφησαν άφωνο και που αποτελούν από μόνοι τους ένα γεγονός καλλιτεχνικό, μοιάζει να έχουν δουλέψει με ένα μυαλό, με ένα σώμα και με μία κοινή γλώσσα για να εκτοξεύσουν στο άπειρο την παράσταση.
Από την πρώτη στιγμή, όταν η αυλαία ανοίγει σαν να πέφτει κεραυνός, με το παγωμένο σύνολο που με παρέπεμψε σε εικόνες από τον «Επιθεωρητή» του Μέγιερχόλντ, μέχρι την τελευταία, τη σκηνή της αυτοκτονίας -που εμένα με έκανε να ξεσπάσω σε λυγμούς-, όπου το τρένο είναι μόνον ήχος -ήχος που παράγουν οι ηθοποιοί με καρέκλες που τις βροντούν στο σανίδι με ρυθμό ατμομηχανής, τι εύρημα!-, μόνο σκηνές ανθολογίας έχω να σημειώσω: η σκηνή με τον μικρό Σεργκέι να παίζει πιάνο σε τρίτο πλάνο μέσα σε ημίφως, τον Καρένιν στην πολυθρόνα του, πλάτη, επίσης υποφωτισμένο, σε δεύτερο πλάνο, να τον ακούει βυθισμένος στις σκέψεις του και σε πρώτο πλάνο την Άννα, με μία καρέκλα -οι καρέκλες συμπρωταγωνιστούν στην παράσταση-, φωτισμένη πιο έντονα, να παλεύει με τις Ερινύες της, 
η σκηνή με την πολυθρόνα του Καρένιν, που ο ήχος της, καθώς την κοπανάει στη σκηνή, εκφράζει όλη την απροσμέτρητη οργή του, η σκηνή του γάμου της Κίτι και του Λέβιν -πάλι οι καρέκλες...-, η σκηνή όπου οι καρέκλες γίνονται διάδρομος από τον οποίο η Καρένινα τρυπώνει κρυφά στο μέγαρό τους από όπου είναι πια αποκλεισμένη με σκοπό να αγκαλιάσει για μία στιγμή το γιο της, για να αναποδογυριστούν, να συντριβούν, μετά, από την πετρουπολίτικη κοινωνία και κάθε δίοδος να κοπεί, η σκηνή ρίγους της Όπερας, με την Καρένινα να συναντάει την Τατιάνα του «Γιεβγκένι Ανιέγκιν» μέσα από τη σοπράνο που τραγουδάει την Άρια του Γράμματος της Τατιάνας από την όπερα του Τσαϊκόφσκι ενώ όλοι της γυρίζουν την πλάτη, είναι ανάμεσα σ’ αυτές που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Οι ερμηνείες. Ένας κι ένας, οι ηθοποιοί που, για ορισμένους, δεν μπορώ να πιστέψω πως δεν είναι διακεκριμένοι χορευτές: με επικεφαλής την εκπληκτική Όλγκα Λέρμαν-Άννα, τον Ντμίτρι Σαλομίκιν-Βρόνσκι και τον Γιεβγκένι Κνιάζεφ-Καρένιν, ένα σύνολο υψηλού επιπέδου -ξεχώρισα την Μπέτσι της Αναστασία Βασίλιεβα.
Το συμπέρασμα. Μία αριστουργηματική παράσταση. Μην τη χάσετε!

Θέατρο «Badminton», από το Κρατικό Ακαδημαϊκό Θέατρο «Γιεβγκένι Βαχτάνγκοφ», 16 Ιανουαρίου 2015.