May 29, 2017

Ο Γιάννης Αναστασάκης ανεβάζει το «Περιμένοντας τον Γκοντό» στο ΚΘΒΕ στη μετάφραση Βολανάκη


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση 



Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ, το εμβληματικό έργο του 20ου αιώνα, απ’ τα κορυφαία του συγγραφέα του κι απ’ τα πιο αντιπροσωπευτικά του «Θεάτρου του Παραλόγου» -σύμφωνα με την ετικέτα κάτω απ’ την οποία το κατέταξαν οι θεωρητικοί του θεάτρου- θ’ ανεβάσει στο ΚΘΒΕ, την επόμενη χειμερινή περίοδο, ο ίδιος ο Γιάννης Αναστασάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, στη μετάφραση που ’χε κάνει ο Μίνως Βολανάκης.
Τους ρόλους θα επωμιστούν οι Γιώργος Καύκας (Βλαδίμηρος), 
Κωνσταντίνος Χατζησάββας (Εστραγκόν), Θανάσης Ραφτόπουλος (Λάκυ) και Παναγιώτης Παπαϊωάννου (Πότζο). Για το ρόλο του Αγοριού και τους υπόλοιπους συντελεστές ο σκηνοθέτης δεν έχει ακόμα αποφασίσει.
Η παράσταση θ’ ανεβεί στο «Βασιλικό Θέατρο» τον Ιανουάριο, μετά την εναρκτήρια της επόμενης σεζόν «Ρώσικη επανάσταση» -αυτός είναι ο τίτλος που τελικά επελέγη- που θ’ ανεβάσει, υπογράφοντας και τη δραματουργία, ο Τσέζαρις Γκραουζίνις
-σας έγραφα την είδηση στο ιστολόγιο, στις 25 Φεβρουαρίου.
Οι δυο αλήτες/κλόουν του Μπέκετ, ο Βλαντιμίρ κι ο Εστραγκόν, που περιμένουν κάποιον Γκοντό ο οποίος όλο και αναβάλει την έλευσή του, έγιναν το σήμα κατατεθέν της εποχής μας -οι εκφραστές του σύγχρονου ανθρώπου που από κάπου περιμένει τη σωτηρία αλλά δεν ξέρει από πού θα έρθει ούτε αν θα έρθει ποτέ- ενώ το έργο είναι ανοιχτό σε πάμπολλες αναγνώσεις, όπως και συνέβη στη διάρκεια της 64χρονης παραστασιακής πορείας του. Γραμμένο στα γαλικά απ’ τον εγκατεστημένο στο Παρίσι Ιρλανδό Μπέκετ, ανάμεσα στο 1948 και στο 1949, εκδόθηκε το 1952  κι 
ανέβηκε στη σκηνή το 1953, στο Παρίσι, σε σκηνοθεσία του Ροζέ Μπλεν δημιουργώντας σκάνδαλο ως «ακατανόητο» -τόσο κατανοητό πια σήμερα… Η εκδοχή του έργου στα αγγλικά, σε μετάφραση του ίδιου το συγγραφέα, ο οποίος χαρακτηρίζει, πια, το έργο «τραγικωμωδία», ανέβηκε το 1955 στο Λονδίνο, σε σκηνοθεσία του νεαρού, τότε, Πίτερ Χολ. Το 2009 ο Μάικλ Λίντσεϊ-Χογκ το μετέφερε στον κινηματογράφο.
Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» συνδέεται με ιδιαίτερο τρόπο με την Θεσσαλονίκη. Στην Θεσσαλονίκη -στο Γαλλικό Λύκειο- έγινε το πρώτο του ελληνικό ανέβασμα: ερασιτεχνικά, τη σεζόν 1963/1964 (πρεμιέρα στις 27 Δεκεμβρίου 1963, σύμφωνα με την ελληνική παραστασιογραφία Μπέκετ στο τεύχος 5 /Ιανουάριος 1981 του πολύτιμου περιοδικού της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης» «Θεατρικά Τετράδια», της Θεσσαλονίκης επίσης) απ’ την Φιλική Θεατρική Λέσχη-Θεατρικό Εργαστήρι Συνδέσμου Αποφοίτων Γαλλικού Λυκείου, σε σκηνοθεσία Χρυσούλη Πλακίδη.
Στην Θεσσαλονίκη ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και επαγγελματικά: τη θεατρική περίοδο 1965/1966, στο ΚΘΒΕ, επί διεύθυνσης Σωκράτη Καραντινού, 
σε σκηνοθεσία που υπέγραφε ο Μίνως Βολανάκης (Φωτογραφία απ το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης). Στη -διπλή και εξαίρετη- διανομή, ο Αλέκος Πέτσος κι ο Δημήτρης Βάγιας ως Εστραγκόν, ο Νικήτας Τσακίρογλου κι ο Γιάννης Κυριακίδης ως Βλαδίμηρος, ο Κώστας Ματσακάς κι ο Ηλίας Πλακίδης ως Λάκυ, ο Δημήτρης Βεάκης κι ο Βασίλης Γκόπης ως Πότζο και οι Γιάννης Ιορδανίδης -ο σημερινός σκηνοθέτης, μικρός τότε- και Μάρκος Παπακωνσταντίνου στο ρόλο του Αγοριού. Η παράσταση, που επαναλήφθηκε την επόμενη σεζόν 1966/1967 και παίχτηκε και στην τακτική εαρινή περιοδεία του ΚΘΒΕ το 1967, ήταν το μοναδικό, μέχρι σήμερα, ανέβασμα του έργου στο Κρατικό.

Στην Αθήνα το «Περιμένοντας τον Γκοντό» πρωτοανέβασε ο Κάρολος Κουν το χειμώνα του 1968/1969, στο Υπόγειο του «Θεάτρου Τέχνης», με Γιώργο Λαζάνη, Δημήτρη Χατζημάρκο, Δημήτρη Αστεριάδη, Νίκο Κούρο και Χρήστο Σκούρα.
Έκτοτε το έργο έχει γνωρίσει πολλά ανεβάσματα -και- στην Ελλάδα. Το πιο πρόσφατο, σ’ επιμέλεια σκηνοθεσίας Νέλλης Καρρά, με γυναίκες ηθοποιούς σ’ όλους τους ρόλους. Η παράσταση, που παίχτηκε στην αρχή της σεζόν στο θέατρο της δραματικής σχολής «Αρχή», παρουσιάζεται ακόμα -μέχρι και αύριο- στο «Faust» πια.

May 28, 2017

Tip: «Η τάξη μας»


Αίμα στο αίμα 


Πολύπαθη χώρα η Πολονία. Πολλά έχει τραβήξει στη μακρά ιστορία της. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα, ακόμα περισσότερα -σκληροί εθνικισμοί, η σιδηρά χειρ της Καθολικής Εκκλησίας η οποία, σαν την κατσαρίδα, επιβίωσε σε όλες τις καταστάσεις, αντισημιτισμός που άρχισε να φουντώνει τη δεκαετία 
του ’30, σοβιετική Κατοχή στο ανατολικό κομμάτι της χώρας μετά το Σύμφωνο Μαλενκόφ-Ρίμπεντροπ του 1939, που οδήγησε σε έναν ακόμα διαμελισμό της, η σφαγή του Κάτιν, ναζιστική Κατοχή μετά τη γερμανική επίθεση στην Σοβιετική Ένωση, πογκρόμ κατά των Εβρέων, Ολοκαύτωμα, η Πολονία Λαϊκή Δημοκρατία μετά την 
απελευθέρωση, Σύμφωνο Βαρσοβίας, αντιδράσεις, εξεγέρσεις, η Αλληλεγγύη, Βαλένσα, Γιαρουζέλσκι, κατάρρευση του κομμουνισμού, ακροδεξιοί στην εξουσία… Στο έργο του «Η τάξη μας» (2008) ο Πολονός Ταντέους Σλομποτζιάνεκ όλα αυτά τα δεινά τα δένει με προσωπικές περιπτώσεις και περνάει την Ιστορία μέσα από δέκα «μαθήματα»/σκηνές στην τάξη ενός σχολείου μιας μικρής
πολονικής επαρχιακής πόλης. 
Δέκα συμμαθητές -γεννημένοι ανάμεσα στο 1918 και στο 1920 -Καθολικοί και Εβρέοι- που ζουν μέσα στην ανεμελιά, σε αρμονική συμβίωση         τη δεκαετία του ’20, από τη δεκαετία του ’30 αρχίζουν να μεταβάλλονται σε αντίπαλους μεταξύ τους, σε εχθρούς και το μίσος να διαποτίζει τις σχέσεις τους: στην εξουσία εναλλάξ, ανάλογα με τον δυνάστη, στην Αντίσταση εναλλάξ, ανάλογα με την Κατοχή, τίποτα καθαρό στις προθέσεις τους, ενέδρες, φόνοι, βιασμοί, προδοσίες, ρουφιάνοι που κερδίζουν την αναγνώριση ως ήρωες, υποκρισία, βασανιστήρια, αίμα στο αίμα, ελάχιστες νότες ανθρωπιάς, οι αγαθές προθέσεις καταλήγουν σε αντίθετα αποτελέσματα και ένα κορυφαίο έγκλημα: στο καινούργιο πογκρόμ 
που εξαπολύεται το 1941, οι Καθολικοί της πόλης,    με τις  ευλογίες των Ναζί, κλείνουν εκατοντάδες Εβρέους σε ένα στάβλο και, εν ψυχρώ, τους καίνε -αυτό, που συνέβη στο χωριό Γεντβάμπνε το οποίο, όμως, ο συγγραφέας αποφεύγει να το ονοματίσει.   Οι παλιοί 
συμμαθητές είναι και ανάμεσα στα θύματα και ανάμεσα στους θύτες. Το έγκλημα θα μείνει κουκουλωμένο, αποδιδόμενο στους Γερμανούς, και θα περάσουν χρόνια για να έρθουν όλα στο φως μέσα από ανάλογα επώδυνες συνθήκες. 
Οι περισσότεροι από τους συμμαθητές θα είναι πια νεκροί -δύο έχουν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Η σφαγή αυτή είναι και η καρδιά του έργου που παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Ενός έργου περίτεχνου, πολύπτυχου, που ακολουθεί τις δέκα περιπτώσεις εξατομικεύοντας με φροντίδα       μέχρι το τέλος,
εξαιρετικά ισορροπημένου, διαποτισμένου με ειρωνεία, που κανέναν δεν κολακεύει και κανέναν δεν απαλλάσσει από τις ευθύνες του -στο επίπεδο της Ιστορίας αλλά και στο προσωπικό, κανένας, τελικά, δεν είναι αθώος. Ενός έργου πολύ κοντά στις μπρεχτικές δομές και με την αφήγηση να κυριαρχεί. Ο Τάκης Τζαμαργιάς που ανέλαβε τη σκηνοθεσία, πάνω στην εξαιρετική μετάφραση που υπογράφει η Έρι Κύργια, τήρησε τις ισορροπίες του συγγραφέα και, με τη βοήθεια του επιβλητικού σκηνικού της Ελένης Μανωλοπούλου και των έξοχων μουσικών του Δημήτρη Μαραμή, έστησε το έργο μετωπικά, μπρεχτικά χωρίς, όμως, να το στεγνώσει. Το αντίθετο! Η συγκίνηση, με κορυφαίο το «προσκλητήριο» των νεκρών του από τον ξενιτεμένο ραβίνο, σε πλημμυρίζει. Και το εύρημα των δέκα συμμαθητών που στο τέλος θα έχουν απομείνει δέκα ταφόπλακες -το μάταιο όλου  αυτού    του
αίματος που χύθηκε-, στοχαστικό, μελαγχολικό, συναρπαστικό. Θα ξεχωρίσω από τους ηθοποιούς τον Βασίλη Μαγουλιώτη, τον Αλέξανδρο Μαυρόπουλο, τον Γιώργο Πυρπασόπουλο και τους βετεράνους Άλκη Παναγιωτίδη και Κώστα Γαλανάκη και θα σταθώ στη συγκλονιστική Κωνσταντίνα Τάκαλου: δεν είναι καθόλου εύκολο να μεταφέρεις τόση συγκίνηση μέσα από αφηγηματικούς μονολόγους που προκύπτουν χωρίς διαλογικό «ζέσταμα». Θα τη θυμάμαι. 

Παρακολούθησα την παράσταση με ένα ετερόκλητο κοινό που παρέμεινε, όμως, στις τρείς ώρες ψαχνό της διάρκειάς της, καθηλωμένο. Αν προλαβαίνετε, δείτε την σήμερα που τελειώνει. Ειδεμή, οπωσδήποτε την επόμενη χειμερινή περίοδο, οπότε και θα επαναληφθεί όπως έμαθα.

May 24, 2017

Tip: «Θα σε πάρει ο δρόμος»


                        Χάντρες περασμένες με συγκίνηση 

Διαμαντάκια, τα σύντομα διηγήματα -οι σύντομες ιστορίες θα ήταν σωστό- του Σάκη Σερέφα στο βιβλίο του «Θα σε πάρει ο δρόμος» (2009): τείνει ευήκοον ους ο συγγραφέας στα μικρά που συμβαίνουν γύρω του -γύρω μας. Και τα κτίζει με ευαισθησία, με αποχρώσεις λεπτές, με χιούμορ, κάποτε με σκληρότητα, κάποτε μέσα από το πρίσμα του μαγικού ρεαλισμού -πάντα ποιητικά. Η Στέλλα Σερέφογλου διάλεξε δέκα από τα διηγήματα αυτά και τα έκανε θέατρο. Τα πέρασε δεξιοτεχνικά, το ένα μέσα στο άλλο, σαν χαντρούλες, ένοιωσε τις ανάσες τους, έψαυσε τα συγκίνησή τους, οδήγησε τους δύο ηθοποιούς της να γευτούν το λόγο
και να τον στερεώσουν, να βρουν τους ρυθμούς του, να διαφοροποιηθούν από «ρόλο» σε «ρόλο», να κατεβάσουν και στο κοινό τη συγκίνησή αυτή. Η έξοχη Λένα Γιάκα και ο Γιάννης Δρακόπουλος που, κυρίως, πέρασε αυτό το ιδιαίτερο, υπαινικτικό, παιχνιδιάρικο χιούμορ του Σερέφα αποδεικνύονται άριστοι δέκτες και, με τη σειρά τους, πομποί. Μία παράσταση που δεν χρειαζόταν τα συμβατικά σκηνικά αντικείμενα. Οι πλαστικές σακούλες που τις φουσκώνουν με την ανάσα τους, στο τέλος, οι δύο ηθοποιοί και τις άφηναν να φεύγουν μπροστά από τον ανεμιστήρα ήταν αρκετές: να βγάλουν όλη την ποίηση των κειμένων αυτών.

Καθηλώθηκα. Αν δείτε (δείτε την!) την παράσταση, που παίζεται στο «104», θα με καταλάβετε.

May 23, 2017

Tip: «Serengeti»


Στα άκρα… 



Γνωρίζονται σε chat room. Εκείνη είναι η «Άντζι», εκείνος ο «Ντάνι». Αποφασίσουν να συναντηθούν. Εκείνος είναι-δεν είναι δεκαοκτώ. Εκείνη έχει βάλει ψεύτικη, νεανική φωτογραφία. Αλλά είναι πολύ μεγαλύτερη του -μάνα του. Εκείνος θέλει να φύγει. Εκείνη τον κρατάει. Μιλούν. Της εκμυστηρεύεται ότι το όνειρό του είναι να ταξιδέψει. Με πρώτη προτεραιότητά του το Πάρκο Αγρίων Ζώων Serengeti, στην Τανζανία -το κόλλημά του. Δεν έχει όμως λεφτά. Ούτε, καθώς φαίνεται, πρόκειται να αποκτήσει. Εκείνη έχει. Του προσφέρει όσα χρειάζονται για το ταξίδι αυτό. Αλλά όχι χωρίς ανταλλάγματα: να της κάνει ό,τι, μα ό,τι του ζητήσει, χωρίς όρια. Το παιδί δέχεται -αρκεί να μην πρόκειται για παρανομίες. Μία νοσηρή σχέση αφέντρας-δούλου ξεκινάει. Μία σχέση σαδομαζοχιστική. Το παιδί εγκλωβίζεται. Δέχεται τα πάντα. 
Κάποια στιγμή, όμως, θα εκραγεί. Αλλά το τέλος θα μείνει ανοιχτό -κάθαρση δεν υπάρχει. Η σχέση αυτή, η αλλόκοτη, δεν θα τελειώσει. Ο μεξικανός Ραμίρο Τόρες ντε Μιγκέλ έχει γράψει ένα ενδιαφέρον, ακραίο αλλά μετρημένα ακραίο, μεγάλο μονόπρακτο, το «Serengeti». Το οποίο, στο «104» όπου το είδα, έχει εξαιρετική τύχη. Ο συμπατριώτης του Λουίς Γκόμεσμπεκ που ζει στην Ελλάδα το έχει ανεβάσει με μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες, με ανάσες που άλλοτε επιταχύνονται και άλλοτε κόβονται δημιουργώντας θαυμαστούς ρυθμούς, με παύσεις και σιωπές σημαίνουσες. Και φαίνεται να δούλεψε εξαντλητικά με τους δύο ηθοποιούς του. Που, επιπλέον, είναι ηθοποιοί επιπέδου. Η Δέσποινα Σαραφείδου, ηθοποιός με σιγουριά σκηνική αξιομνημόνευτη, που ξέρει να δαμάζει το σανίδι, ενσαρκώνει με κύρος, με απόλυτο έλεγχο, με μέτρο και με βλέμματα που καρφώνουν, συναρπαστικά αυτή τη γυναίκα-τέρας αφήνοντας, πάντως, ρωγμές που δίνουν και διαφορετικές αποχρώσεις στο ρόλο. 

Και ο Χάρης Χιώτης, ιδανική επιλογή για το ρόλο του «Ντάνι», απόλυτα πειστικός στις σιωπές αμηχανίας του, στους δισταγμούς και στους φόβους του, εξαιρετικά δεμένος μαζί της, τη συντροφεύει με τον καλύτερο τρόπο. Ιδέα που έχει υπέροχα καρποφορήσει, οι μουσικές του Γκαμπριέλ Φορέ, υπαινικτικές αλλά και επιβλητικές, τις οποίες ερμηνεύει με ευαισθησία, ζωντανά στο πιάνο η Κωνσταντίνα Τασσοπούλου. Θα σας συνιστούσα να δείτε τη «μικρή» αυτή παράσταση. Θα γευτείτε καλό θέατρο.

May 20, 2017

«Καινούργια σελίδα» για τον Γιάννη Μόσχο στο «Μικρό Γκλόρια»


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση 



Τη δραματική κομεντί «Καινούργια σελίδα» του Νιλ Σάιμον θ’ ανεβάσει το χειμώνα ο Γιάννης Μόσχος (φωτογραφία: Θεόφιλος Τσιμάς) στο θέατρο «Μικρό Γκλόρια».
Στο έργο, ο συγγραφέας Τζορτζ Σνάιντερ που πρόσφατα έχει χάσει τη γυναίκα του συναντάει σε τυφλό ραντεβού, μετά από πίεση του αδελφού και πράκτορά του Λίο -ο οποίος προσπαθεί να τον βοηθήσει να ξεπεράσει το πένθος του με τον τρόπο αυτό αλλά με… καταστροφικά, μέχρι τότε, αποτελέσματα- την Τζένι Μαλόν, μια ηθοποιό σαπουνόπερας -που ο Λίο την έχει γνωρίσει μέσω της Φέι, παντρεμένης φίλης του με την οποία έχουν κρυφή ερωτική σχέση-, πρόσφατα χωρισμένη από έναν επαγγελματία ποδοσφαιριστή μετά από ένα γάμο έξι χρόνων. Η συνάντησή τους, παρά την ανασφάλεια και των δυο τους αν μπορούν να ξεκινήσουν κάτι καινούργιο στη ζωή τους, θα καταλήξει, χωρίς πολλή σκέψη, σε γάμο.
Αλλά, μετά το γαμήλιο ταξίδι τους, ο Τζορτζ ανακαλύπτει ότι δεν είναι εύκολο να ξεπεράσει το πένθος του κι οι αναμνήσεις απ’ την πρώτη γυναίκα του, την Μπάρμπαρα, επανέρχονται βασανιστικά. Η Τζένι αφήνει το σπίτι τους κι όλα δείχνουν ότι ο γάμος θα λήξει τόσο σύντομα όσο και αποφασίστηκε αλλά, τελικά, ο Τζορτζ συνειδητοποιεί πόσο την αγαπάει και ξανασμίγουν οριστικά.
Η «Καινούργια σελίδα» του Νιλ Σάιμον έκανε την πρεμιέρα της, σε σκηνοθεσία του Χέρμπερτ Ρος, στο Λος Άντζελες το 1977. Η παράσταση μεταφέρθηκε στο τέλος της ίδιας χρονιάς, στην Νέα Ιόρκη, στο Μπρόντγουέι, όπου παίχτηκε μέχρι το 1979.
Ισορροπώντας ανάμεσα στην κωμωδία, την οποία περισσότερο στηρίζει στο έργο το ζευγάρι Λίο και Φέι, και στις λεπτές δραματικές αποχρώσεις, ο -ενενηντάχρονος σήμερα, πενηντάχρονος τότε- Σάιμον έχει γράψει ένα ημι-αυτοβιογραφικό έργο το οποίο έχει, κατά κάποιο τρόπο, αφιερώσει στη δεύτερη σύζυγό του, την ηθοποιό Μάρσα Μέισον, αναγνωρίζοντας και εκτιμώντας την ανοχή της στη, μετά το γάμο τους, μακρά περίοδο του πένθους του και της θλίψης του για την πρώτη του γυναίκα, τη χορεύτρια Τζόουν Μπέιμ η οποία πέθανε από καρκίνο το 1973, την ίδια χρονιά -ακριβώς όπως και στο έργο- κατά την οποία βιαστικά παντρεύτηκε την Μέισον. Η Μάρσα Μέισον έπαιξε, μάλιστα, την
Τζένι όταν το έργο μεταφέρθηκε, το 1979, απ’ τον Ρόμπερτ Μουρ, στον κινηματογράφο -ρόλο για τον οποίο ήταν, μάλιστα, υποψήφια για Όσκαρ Πρώτου Γυναικείου Ρόλου-, με συμπρωταγωνιστές τον Τζέιμς Κάαν, τον Τζόζεφ Μπολόνια και την Βάλερι Χάρπερ. Άσχετο αν ο γάμος τους, τελικά, δεν κράτησε πάνω από δέκα χρόνια κι, αφού χώρισαν, ο Νιλ Σάιμον έκανε άλλους τρεις, με ηθοποιούς επίσης -τους δυο με την ίδια γυναίκα…
Η «Καινούργια σελίδα» θ’ ανεβεί με πρωταγωνιστές τον Ταξιάρχη Χάνο -ο οποίος πρωταγωνιστεί, μαζί με την Μαρία Τσιμά, 
και στο έργο της Λοτ Φέικεμανς «Δηλητήριο» που ο Γιάννης Μόσχος έχει σκηνοθετήσει για το ΚΘΒΕ και το οποίο παίζεται ακόμα στο Φουαγιέ του θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών-, τον Άγγελο Μπούρα -ο οποίος έχει αναλάβει και την καλλιτεχνική διεύθυνση του «Μικρού Γκλόρια», όπως έγραψε ο Βασίλης Μπουζιώτης στο enikos.gr- 
και την Άντρη Θεοδότου -πολύ καλή διανομή- ενώ ακόμα αναζητείται η ηθοποιός που θα παίξει την Τζένι Μαλόν. Συζητήσεις, επίσης, γίνονται ακόμα και για τους λοιπούς συντελεστές.
Το έργο του Σάιμον πρωτοπαρουσίασαν στην Ελλάδα, τη σεζόν 1980/1981, στο -τότε- θέατρο «Αθήναιον» -τώρα «Τζένη Καρέζη»-, κρατώντας τους δυο βασικούς, απ’ τους τέσσερις πρωταγωνιστικούς ρόλους, 


ο Αλέκος Αλεξανδράκης κι η Νόνικα Γαληνέα, με τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο και την Άννα Φόνσου μαζί τους. Τη σκηνοθεσία υπέγραφε ο Ανδρέας Βουτσινάς.
Έκτοτε ανέβηκε άλλες τέσσερις φορές:
Τη σεζόν 1986/1987 -σκηνοθέτης ο Γιάννης Διαμαντόπουλος- παρουσιάστηκε σε περιοδεία απ’ το θίασο του Γιάννη Βόγλη, με τον ίδιο, την Τζένη Ζαχαροπούλου, τον Χρήστο Μπίρο και την Καίτη Παπανίκα.
Τη σεζόν 1988/1989 το ανέβασε στο θέατρο «Πόρτα» ο Μίνως Βολανάκης, με Γιάννη Φέρτη, Ζωή Λάσκαρη, Γιάννη Μπέζο και Σμαράγδα Σμυρναίου.
Ο Γιάννης Διαμαντόπουλος σκηνοθέτησε το έργο και τη σεζόν 1996/1997, στο θέατρο «Μελίνα» -πρώην «Όρβο»- του κτιρίου του Μετοχικού Ταμείου του Στρατού, νυν φουαγιέ του πρώτου ορόφου του «Παλλάς», για την Έλενα Ακρίτα που συμπρωταγωνιστούσε μαζί με τον Γιώργο Κυρίτση, τον Παύλο Χαϊκάλη και την Τζόυς Ευείδη. Η παράσταση αυτή μαγνητοσκοπήθηκε και μεταδόθηκε απ’ το κανάλι «Star».
Τέλος, η Κάτια Δανδουλάκη, παρουσίασε το έργο του Σάιμον με τον τίτλο «Όλα από την αρχή», τη σεζόν 2002/2003, στο θέατρό της «Κάτια Δανδουλάκη», σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, με τον Σταύρο Ζαλμά, την ίδια, τον Γιώργο Λέφα και την Μαρίνα Ψάλτη.

May 18, 2017

Ο Βασίλης Νικολαΐδης αλλάζει το φύλο στην «Ανθρώπινη φωνή» αποκαθιστώντας το έργο του Κοκτό


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση 


Τον «γυναικείο» μονόλογο του Ζαν Κοκτό «Η ανθρώπινη φωνή» θ’ ανεβάσει στο θέατρο «Αλκμήνη», μέσα Οκτωβρίου, ο σκηνοθέτης Βασίλης Νικολαΐδης «αποκαθιστώντας» το φύλο της Φωνής καθώς δίνει τον κύριο ρόλο σε άντρα αντί γυναίκας αλλά
και συνδυάζοντάς τον με την ιστορία του Αντόνιο και του Μπασάνιο απ’ τον «Έμπορο της Βενετίας» του Σέξπιρ, σε μια διασκευή που χει τον προσωρινό τίτλο «Μια φωνή κι ένα ψέμα. Ο Κοκτώ φλερτάρει με τον Σαίξπηρ» και την οποία, όπως και τα πρωτότυπα κείμενα και τη μετάφραση, υπογράφει ο Γιώργος Ξενίας.
Στο έργο του Κοκτό -που, γραμμένο μεταξύ 1927 και 1928, πρωτοπαίχτηκε το 1930 στο Παρίσι, στην «Κομεντί-Φρανσέζ», το 1930, με τη σπουδαία βελγίδα ηθοποιό Μπερτ Μποβί (σύζυγο -ο τρίτος γάμος της- του γάλου σταρ του κινηματογράφου Πιερ Φρενέ), σε σκηνοθεσία του ίδιου του Κοκτό 
και πρωτοεκδόθηκε την ίδια χρονιά- μια νέα ακόμα γυναίκα -χωρίς όνομα, Αυτή την έχει ονοματίσει ο Κοκτό- αποχαιρετά τον επί πέντε χρόνια εραστή της -επίσης χωρίς όνομα- που την επομένη πρόκειται να παντρευτεί μια άλλη γυναίκα και με τον οποίο, προφανώς, είναι, ακόμα, τρελά ερωτευμένη: ένα τελευταίο, απεγνωσμένο τηλεφώνημα, με αλλεπάλληλες διακοπές της σύνδεσης, με διαρκή σκαμπανεβάσματα, με τη γυναίκα άλλοτε να υποκρίνεται την ψύχραιμη κι άλλοτε να χάνει τον έλεγχο και να σπαράζει βιώνοντας την εγκατάλειψη.

«Η ανθρώπινη φωνή» μεταφέρθηκε το 1948 στον κινηματογράφο απ’ τον Ρομπέρτο Ροσελίνι, με ερμηνεύτρια τη Μεγάλη Άνα Μανιάνι, σ’ ένα σπονδυλωτό δίπτυχο με τον τίτλο «Ο έρωτας», που περιλαμβάνει, ως δεύτερο μέρος, «Το θαύμα», γραμμένο απ’ τον Φεντερίκο Φελίνι, επίσης με την Άνα Μανιάνι.
Το 1966 το ρόλο ερμήνευσε η Ίνγκριδ Μπέργκμαν σε μια εκδοχή για την τηλεόραση σκηνοθετημένη απ’ τον Τεντ Κότσεφ.
To 1958 ο γάλος συνθέτης Φρανσίς Πουλένκ συνέθεσε μια ομότιτλη μονόπρακτη όπερα για σοπράνο και ορχήστρα -«λυρική τραγωδία» τη χαρακτήρισε-, βασισμένη στην «Ανθρώπινη φωνή», που έκανε την πρεμιέρα της το 1959 στο Παρίσι, στην «Οπερά-Κομίκ», με την Ντενίζ Ντιβάλ, διευθυντή ορχήστρας τον Ζορζ Πρετρ και, επίσης, σε σκηνοθεσία του Ζαν Κοκτό.
Ο Βασίλης Νικολαΐδης τολμηρά επανατοποθετεί το, γραμμένο για γυναίκα αλλά εμπνευσμένο, καθώς είναι γνωστό, από έναν άντρα, μονόδραμα του -ανοιχτά ομοφυλόφιλου- Κοκτό στο αρχικό του πλαίσιο, όπως, όμως, ήταν αδύνατο να παρουσιαστεί στον καιρό του: μ’ ερμηνευτή έναν άντρα που μιλάει στο τηλέφωνο μ’ έναν άλλο άντρα, εραστή του, ο οποίος τον εγκαταλείπει για να παντρευτεί. Γεγονός που, ουσιαστικά, μεταβάλλει και το χαρακτήρα του ατόμου και την αίσθηση του δράματος που βιώνει.
Συνειρμικά οι δημιουργοί θυμήθηκαν μια άλλη ανάλογη ιστορία, αυτήν του «Έμπορου της Βενετίας» του Σέξπιρ, όπου ο ώριμος Αντόνιο θυσιάζεται για να μπορέσει ο νεότερος εραστής του, ο Μπασάνιο, ν’ αποκτήσει, μέσω ενός γάμου, την κοινωνική θέση που επιθυμεί -μια ερωτική σχέση που δηλώνεται σαφώς απ’ το συγγραφέα, όμως, επί αιώνες, καλύφθηκε κάτω απ’ το μανδύα της «αγνής φιλίας».
Στο καινούργιο αυτό θεατρικό δημιούργημα, με την γκέι, πλέον,
θεματική, η μια ιστορία φωτίζει, εμπλουτίζει την άλλη κι οι χαρακτήρες των δυο ηρώων, του Αντόνιο (Κύριος Α.) και του νεότερου Μπασάνιο (Κύριος Β.), διαγράφονται ακόμη πιο ουσιαστικά μέσα στο σύγχρονο πλαίσιο όπου εντάσσονται.
Ο Θανάσης Κουρλαμπάς θα επωμιστεί τον βασικό ρόλο του Κυρίου Α. κι ο Κωνσταντίνος 
Αρνοκούρος τον Κύριο Β. Τον σκηνικό χώρο και τα κοστούμια έχει αναλάβει ο Γιάννης Μετζικώφ ενώ η παραγωγή θα ’ναι του Βασίλη Κωνσταντουλάκη.
Την «Ανθρώπινη φωνή» στην Ελλάδα πρωτοπαρουσίασε -και καθόρισε με την ερμηνεία της την οποία επανέλαβε αρκετές φορές, επί 28 χρόνια- τη σεζόν 1949/1950  

-συγκεκριμένα την Πρωτοχρονιά του 1950 δόθηκε η πρεμιέρα- η Έλλη Λαμπέτη, αν και πολύ νέα, τότε, για το ρόλο -δεν είχε ακόμα κλείσει τα 26 της χρόνια: στο θέατρο «Μουσούρη» (τότε «Αλίκης») και στο πλαίσιο του κύκλου «Προσκήνιο» (του θιάσου του Κώστα Μουσούρη στον οποίο, τότε, συμμετείχε), σε σκηνοθεσία του Αλέξη Σολομού.
Την παρουσίασε πάλι, μαζί μ’ άλλα τέσσερα μονόπρακτα και με τον γενικό τίτλο «5 Θεατρικά πρόσωπα», τη σεζόν 1970/1971, στο νυν θέατρο «Χορν» -τότε «Διονύσια»-, την επόμενη 1971/1972, με τρία απ’ τα προηγούμενα μονόπρακτα αλλά και την «Πιο δυνατή» του Στρίντμπεργκ και με τον γενικό τίτλο «Πέντε θεατρικές μορφές», στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά μαζί με την Κατερίνα Βασιλάκου, και τη σεζόν 1977/1978, στο «Κάππα», μαζί μ’ άλλους πέντε μονολόγους και με τον γενικό τίτλο «Έξι μονόπρακτα», σε σκηνοθεσία Σωτήρη Μπασιάκου. Η ερμηνεία της αυτή αποτυπώθηκε, ευτυχώς, και σε δίσκο που κυκλοφόρησε απ’ την «Lyra» το 1979.
Το πιο πρόσφατο ελληνόφωνο ανέβασμα του μονόπρακτου έγινε στην Κύπρο -στην αίθουσα «Space» της Λευκωσίας-, την τρέχουσα σεζόν 2016/2017, απ’ την ομάδα «Open Arts» με την Αντωνία Χαραλάμπους, σε σκηνοθεσία Αθηνάς Κάσιου.
Στην Αθήνα η τελευταία φορά που έχει ανεβεί ήταν, επίσης, τη φετινή σεζόν -στο «Σπίτι του Ηθοποιού»-, με την Καίτη Φίνου, σε σκηνοθεσία Ελένης Δούναβη.
Υπογραμμίζω ότι ο Βασίλης Νικολαΐδης έχει ανεβάσει τη, βασισμένη στο έργο του Κοκτό, ομώνυμη όπερα του Πουλένκ με τη διεθνή σοπράνο μας Ζανέτ Πηλού στην Αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, το χειμώνα 1994/1995.

May 15, 2017

Κυρά της Ρω η Φωτεινή Μπαξεβάνη δια χειρός Γιάννη Σκαραγκά και σε σκηνοθεσία Κατερίνας Μπερδέκα


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση 



Την ιστορική Κυρά της Ρω θα ενσαρκώσει η εξαίρετη ηθοποιός Φωτεινή Μπαξεβάνη σε μονόλογο του Γιάννη Σκαραγκά που θ’ ανεβάσει το φθινόπωρο η Κατερίνα Μπερδέκα, σε παραγωγή της «Λυκόφως» του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου και σε θέατρο που δεν έχει ακόμα οριστικοποιηθεί.

Με ενεργό συμμετοχή στην Αντίσταση κατά την περίοδο της Κατοχής, η Δέσποινα Αχλαδιώτη -που χε γεννηθεί το 1890 και πέθανε, στα 92 της χρόνια, το 1982- έμεινε στην ιστορία ως «Η Κυρά της Ρω». Καθώς, απ’ το 1943 μέχρι το θάνατό της, κάθε πρωί ύψωνε την ελληνική σημαία, την οποία υπέστελλε με τη δύση του ήλιου. στην ακριτική νησίδα της Ρω των Δωδεκανήσων, όπου είχε εγκατασταθεί απ’ το 1924 με τον άντρα της και την τυφλή μητέρα της.
Η Κυρά της Ρω, αφότου έγινε γνωστή η περίπτωσή της, βραβεύτηκε απ’ την Ακαδημία Αθηνών (το 1975), το Πολεμικό Ναυτικό, την Βουλή των Ελλήνων, την Εθνική Τράπεζα τις Ελλάδος κι από άλλους φορείς ενώ το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, το 1975 επίσης, της απένειμε μετάλλιο «για τις προσφερθείσες εθνικές υπηρεσίες της» κατά την πολεμική περίοδο 1941-1944, στέλνοντας, μάλιστα, τιμητικό ναυτικό άγημα και αντιπροσωπεία του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού στο Καστελόριζο όπου πραγματοποιήθηκε η απονομή. Η κηδεία της, το 1982, έγινε στο Καστελόριζο δημοσία δαπάνη ενώ η σορός της μεταφέρθηκε στην Ρω όπου ετάφη κάτω απ’ τον ιστό όπου ύψωνε τη σημαία.
«Η Κυρά της Ρω είναι ο ελεύθερος άνθρωπος και η ανεξάρτητη γυναίκα που επενδύει στη ζωή ακόμα και με το πιο σκληρό και απαιτητικό της πρόσωπο», σημειώνει ο συγγραφέας. «Ανεβοκατεβάζει μια σημαία με το βάρος της προσωπικής αποστολής που, και να μην αλλάζει τον κόσμο, τουλάχιστον του δίνει νόημα. Συμβολίζει μια άλλη Ελλάδα που αντλεί δύναμη από τα ελάχιστα και ανανεώνει τις αντοχές της μέσα από την αλήθεια και το θάρρος να την αντιμετωπίσει.
Απομονωμένη, περιορισμένη, λόγω συνθηκών, και αντιμέτωπη με αντίξοες συνθήκες, αποτελεί το πιο επίκαιρο και ουσιαστικό σύμβολο μιας χώρας που επανέρχεται στις βασικές της αρχές. Ενσαρκώνει τη δύναμη του ανθρώπινου χαρακτήρα και, κυρίως, την ελπίδα ότι, στις δυσκολότερες περιόδους, η ανθρωπιά, η ακεραιότητα και οι λύσεις δεν είναι υπόθεση των πολλών αλλά του καθένα μας χωριστά».
Πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος, ο Γιάννης Σκαραγκάς έχει στο ενεργητικό του πέντε βιβλία με πεζά κι έξι θεατρικά. Έχει εργαστεί για περισσότερο από μια δεκαετία στο χώρο της τηλεόρασης (Mega, Alpha), υπογράφοντας πέντε σειρές, αλλά και του κινηματογράφου. Καθώς γράφει όχι μόνο στα ελληνικά αλλά και στα αγγλικά, διηγήματά του έχουν, κατά καιρούς, δημοσιευτεί σε γνωστά αμερικανικά λογοτεχνικά περιοδικά. Το γραμμένο στα αγγλικά έργο του «Prime Numbers» ανέβηκε στην Νέα Υόρκη το 2009.
Στην Ελλάδα, ως θεατρικός συγγραφέας, στη σκηνή, ο Γιάννης Σκαραγκάς πρωτοπαρουσιάστηκε τη σεζόν 2014/2015 με το έργο του «Η εποχή του κυνηγιού» που ανέβασε στο θέατρο «Ιλίσια» η Λίνα Ζαρκαδούλα, με την Αθηνά Μαξίμου και την Φωτεινή Μπαξεβάνη. Η παράσταση συνέχισε την πορεία της και την επόμενη σεζόν 2015/2016, στο «Κιβωτός» πια. Η Λίνα Ζαρκαδούλα σκηνοθέτησε, το καλοκαίρι του 2015, στην Σκύρο, και το έργο του «Περπατώντας στα σύννεφα», γραμμένο ως παραγγελία για τα 100 χρόνια απ’ το θάνατο στην Σκύρο του άγγλου ποιητή Ρούπερτ Μπρουκ, με την Παναγιώτα Βλαντή, τον Χριστόδουλο Στυλιανού και τη μέτζο Μαργαρίτα Συγγενιώτου.

Η Κατερίνα Μπερδέκα (φωτογραφία: Ελίνα Γιουνανλή), με σπουδές θεάτρου στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και στην Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης του Γιώργου Κιμούλη ξεκίνησε την πορεία της στη σκηνοθεσία, το 2002/2003, με την ομάδα «Εν Δυνάμει» από αποφοίτους της δραματικής σχολής Κιμούλη, στην οποία συμμετείχε, στο «Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας» και με το έργο που υπέγραφε η ίδια μαζί με τον Στράτο Σωπύλη «6+1 τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα». Έκτοτε έχει ανεβάσει κι άλλα δικά της έργα καθώς και έργα άλλων ελλήνων και ξένων συγγραφέων -Κάριλ Τσέρτσιλ, Εμανουέλ Νταρλέ…-, με πιο πρόσφατο, τη σεζόν 2014/2015, στο θέατρο «Θησείον» και με την ομάδα της «MeWe», το «Βυσσινόκηπος στα παρασκήνια», σε κείμενο που έγραψε με τον Στράτο Σωπύλη ενώ, παράλληλα κι απ’ το 2005, εργάζεται ως -εξαιρετικά δραστήρια- διευθύντρια θεατρικών παραγωγών.
Η Φωτεινή Μπαξεβάνη μόλις τελείωσε τις παραστάσεις του «Βικτώρ ή Τα παιδιά στην εξουσία» του Ροζέ Βιτράκ, που χε ανεβάσει η Μαριάννα Κάλμπαρη, μετασχηματισμένο απ’ τον Σταμάτη Κραουνάκη σε μουσικό έργο, στο «Θέατρο Τέχνης» της οδού Φρυνίχου κι όπου έπαιζε το ρόλο της Εσθήρ ενώ το καλοκαίρι θα ’ναι η Τροφός στην «Μήδεια» του Ευριπίδη, που θα σκηνοθετήσει και πάλι η Μαριάννα Κάλμπαρη, για το «Θέατρο Τέχνης», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου.
Για τους λοιπούς συντελεστές της «Κυράς της Ρω» γίνονται ακόμα συζητήσεις.

May 14, 2017

Πλατεία ναζιστών Ηρώων…


Το έργο. Φυγάς, το 1938, στην Ελβετία, από την προσαρτημένη -«Άνσλους»- στο Τρίτο Ράιχ Αυστρία, μαζί με την οικογένειά του, και αφού ο ένας από τους δύο αδελφούς του πηδάει από το μπαλκόνι και αυτοκτονεί, ο μεγαλοαστός εβραίος καθηγητής των μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Βιένης Γιόζεφ Σούστερ καταφεύγει, πρόσφυγας, στην Αγγλία. Στο Πανεπιστήμιο, πια, της Οξφόρδης ο ίδιος, καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ ο αδελφός του Ρόμπερτ, μετά τον Πόλεμο, τη δεκαετία του ’50, ύστερα από πρόσκληση του δήμαρχου της Βιένης τα παρατούν και επιστρέφουν, παρά τις αντιρρήσεις της Χέντβιχ, της γυναίκας του Γιόζεφ, στην πρωτεύουσα της Αυστρίας, ανακτώντας τις έδρες τους στο Πανεπιστήμιο της Βιένης. 

Ο αντισημιτισμός που συναντούν, είναι, σύμφωνα με αυτά που πιστεύει ο καθηγητής Γιόζεφ, ίδιος με αυτόν που είχαν να αντιμετωπίσουν πριν από το 1938 και ο ναζισμός και ο καθολικισμός έχουν πάντα, έστω και εκτός εξουσίας, το πάνω χέρι. Ο βίος για τον ακριβολόγο, σχολαστικό, ιδιόρρυθμο, εμμονικό, μισάνθρωπο καθηγητή γίνεται αβίωτος. Η γυναίκα του, στο διαμέρισμα που έχουν αγοράσει πλάι στην εμβληματική Πλατεία Ηρώων της πόλης, εκεί όπου, στις 15 Μαρτίου 1938, ο Χίτλερ, που είχε εισβάλει χωρίς καμία αντίσταση στη χώρα, κήρυττε την προσάρτηση της Αυστρίας ενώπιον παραληρούντος πλήθους 200.000 Αυστριακών, παθαίνει κρίσεις -για τις οποίες μάλιστα έχει νοσηλευτεί στο ψυχιατρεία Στάινχοφ-, κατά τη διάρκεια των οποίων «ακούει» και πάλι τις ιαχές αυτές. 
Ο Σούστερ αποφασίζει να γυρίσει μαζί της στην Οξφόρδη από την οποία δεν τρέφει, πάντως, τις καλύτερες εντυπώσεις. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα... Λίγο πριν μετακομίσουν, τον Μάρτιο του 1988, στην επέτειο αυτού του ονείδους που έχει σημαδέψει τον αυστριακό λαό, ο καθηγητής, τελικά, αυτοκτονεί όπως ο αδελφός του: πηδάει από ένα παράθυρό του διαμερίσματος.
Το -σε τρεις σκηνές- έργο «Πλατεία Ηρώων» (1988) του Αυστριακού Τόμας Μπέρνχαρντ, το έσχατο -λίγο πριν από το θάνατό του, μετά από χρόνια ασθένεια που τον βασάνιζε όλη του τη ζωή- αρχίζει το πρωινό και τελειώνει το μεσημέρι της κηδείας του αυτόχειρα.
Στην πρώτη σκηνή η εμμονικά ταμένη στον καθηγητή οικονόμος του Κυρία Τσίτελ και η υπηρέτριά του Χέρτα τακτοποιούν τα υπόλοιπα από το πακεταρισμένο, έτοιμο να ταξιδέψει στην Οξφόρδη, νοικοκυριό του διαμερίσματος που στο μεταξύ έχει πουληθεί, νοικοκυριό που, τελικά, πρόκειται να μεταφερθεί στο πατρικό εξοχικό κτήμα της οικογένειας, στο Νόιχαουζ της Καρινθίας.
Στη δεύτερη, αμέσως μετά την κηδεία, οι δύο κόρες του Σούστερ, η Όλγα και η Άννα, και ο θείος τους, ο με αναπνευστικά και καρδιακά προβλήματα βεβαρημένος αδελφός του Γιόζεφ, ο Ρόμπερτ, δύο χρόνια νεότερός του, που συμμεριζόταν τις ιδέες του αδελφού του αλλά δεν έχει το άγχος του και προτιμάει την ευζωία και ο οποίος ήρθε για την περίσταση από το Νόιχαουζ όπου έχει αποσυρθεί, κατευθυνόμενοι στο διαμέρισμα της Πλατείας Ηρώων, κάνουν μία στάση στο πάρκο Φόλκσγκάρντεν.
Στην τρίτη, στο διαμέρισμα γίνεται το γεύμα μετά την κηδεία, προετοιμασμένο από την Κυρία Τσίτελ. Παρόντες και η χήρα του καθηγητή, που την έφερε, καθυστερημένα, με το αυτοκίνητό του, 
ο γιος τους Λούκας αφού πήγε στο σπίτι της την ηθοποιό με την οποία έχει σχέση που όλοι σχολιάζουν, και ο φίλος τους, καθηγητής Λίμπιχ. Το έργο κλείνει με την Κυρία Καθηγητού να παθαίνει και πάλι, στη διάρκεια του γεύματος, μία κρίση -στο κεφάλι της, για άλλη μία φορά, οι ιαχές του 1938 από την Πλατεία Ηρώων…- και να καταρρέει.
Τίποτα ουσιαστικά δεν συμβαίνει στην «Πλατεία Ηρώων». Ο χολερικός, μισάνθρωπος -οι ήρωές του σαφώς και είναι προέκταση και προβολή του εαυτού του-, υπερβολικός, ίσως, στις εκτιμήσεις του αλλά απόλυτα ειλικρινής και ευθύβολος Μπέρνχαρντ βρίσκει, ουσιαστικά, μία ευκαιρία να «τιμήσει» την απεχθή επέτειο -καθώς το 1988 έκλειναν ακριβώς 50 χρόνια-, την πατρίδα και τους συμπατριώτες του και τη νοοτροπία τους -δεν εξαιρεί τους ήρωές του-, τον τότε πρόεδρο Κουρτ Βάλντχάιμ με το ναζιστικό παρελθόν-, την τότε κυβέρνηση και τα κόμματα, τη θεατρική και μουσική ζωή του τόπου, τους αυστριακούς πανεπιστημιακούς κύκλους… -τίποτα δεν αφήνει όρθιο. Το έργο είναι ένας κόλαφος, ένας λίβελος κατά της Αυστρίας. Και η δύναμή του είναι ο λόγος του. 
Επιπλέον, ο Μπέρνχαρντ αποδεικνύεται ασυζητητί προφητικός: η συνέχεια, με τους ναζιστικών καταβολών ακροδεξιούς του Γιοργκ Χάιντερ να μπαίνουν στην αυστριακή κυβέρνηση ή και με τις πρόσφατες εξελίξεις στις προεδρικές εκλογές του 2016, όταν ο ακροδεξιός υποψήφιος έφτασε μία ανάσα από τη νίκη, καθόλου δεν τον διέψευσε. Και, ταυτόχρονα, με την παρούσα πολιτική κατάσταση και την εκρηκτική άνοδο της Χρυσής Αυγής, ξαφνικά, το έργο γίνεται εξαιρετικά επίκαιρο για εδώ και σήμερα.
Πέραν, όμως, αυτών των διαστάσεων, ο Μπέρνχαρντ, αν και με μία γραφή εμμονική, με διαρκείς επαναλήψεις -σαν να κλωθογυρίζει κυνηγώντας την ουρά του-, εξουθενωτική, τελικά, παράγει μουσική. Μία μουσική «δωδεκατονική» -«Δεύτερη Σχολή της Βιένης».

Η παράσταση. Ο Δημήτρης Καραντζάς αποδείχθηκε ιδεώδης σκηνοθέτης για τον Μπέρνχαρντ και για το συγκεκριμένο έργο, άψογα μεταφρασμένο από την Έρι Κύργια: δονήθηκε από τη μουσική του αυτή και έκανε μουσική. Μουσική δωματίου. Δεν κατέφυγε στους προσφιλείς του μεταδραματικούς δρόμους. Και απέδειξε πως «μπορεί και αλλιώς». Άφησε το έργο να τον οδηγήσει. Και το έργο τον οδήγησε ασφαλώς.
Η ατμόσφαιρα που δημιούργησε με αρωγούς πολύτιμους τα σκηνικά της Κλειώς Μπομπότη -αυτό το νεκρικό λευκό με τους καθρέφτες, αυτά τα απολύτως συμμετρικά αραδιασμένα παπούτσια, αυτή η τρύπα που ανατριχιαστικά έχασκε στο πάτωμα του διαμερίσματος, η τρύπα που κατάπιε τον αυτόχειρα αλλά ήταν έτοιμη να καταπιεί και όλους τους ήρωες, να καταπιεί την Αυστρία, να καταπιεί όλους μας, η μαύρη τρύπα του ναζισμού-, φωτισμένα καίρια από τον Αλέκο Αναστασίου, τα κοστούμια -σε μαύρο, γκρίζο, λίγο άσπρο, μία εικόνα πένθους όχι ατομικού αλλά συλλογικού…- της Ιωάννας Τσάμη, την κίνηση που είχε διδάξει η Ζωή Χατζηαντωνίου, το συγκλονιστικό υπόστρωμα της μουσικής του Γιώργου Πούλιου που απειλούσε ύπουλα για να κορυφωθεί στο τέλος, δεν ήταν μόνον υποβλητική, επιβαλλόταν. Και τα βλέμματα των ηθοποιών προς το κοινό, βλέμματα ειρωνικά, συνενοχής, δεν σου έφερναν απλώς αμηχανία, δεν σε έκαναν να νοιώθεις άβολα, σε πλημμύριζαν τύψεις. 
Οι ερμηνείες. Ο Δημήτρης Καραντζάς ήξερε να οδηγεί και τους ηθοποιούς του, έστω και αν είχαν κάποιες αδυναμίες ορισμένοι. Παναγιώτης Εξαρχέας, Υβόννη Μαλτέζου -εντυπωσιακή η είσοδός
της-, Γιώργος Μπινιάρης, Μαρία Σκουλά –και ας μην ήταν εδώ στην καλύτερή της στιγμή- και, κυρίως, ο Χρήστος Στέργιογλου, που περνούσε περισσότερο από όλους το δηκτικό, δηλητηριώδες μπερνχαρντικό χιούμορ, ενίσχυαν τη σκηνοθεσία. Η Άννα Καλαϊτζίδου και η Σύρμω Κεκέ με τα λίγα λόγια τους και τις μεγάλες σιωπές τους έδιναν, ίσως, ακόμα ισχυρότερο στίγμα. 
Αφήνω την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη τελευταία: δεν ξέρω αν ήταν ο καλύτερός της ρόλος -γιατί έχει πολλούς «καλύτερους ρόλους», δεν μπορώ να διαλέξω. Αυτό το υστερικό, καταπιεσμένο, συμπλεγματικό, ανέραστο πλάσμα, η Κυρία Τσίτελ, που ενσάρκωσε -απόλυτη ταύτιση-, αυτό το πλάσμα που έχει λατρέψει και έχει, ίσως, μισήσει όσο κανείς τον καθηγητή -του οποίου είναι δημιούργημα- και που εκφράζει τις αντιναζιστικές απόψεις του όντας η ίδια η προσωποποίηση, η σωματοποίηση του ναζισμού, ένα πλάσμα τρομακτικό το οποίο η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη είχε σχεδιάσει με τη μέγιστη τεχνική ακρίβεια -με υποδεκάμετρο, μία χορογραφία- και στο οποίο έδωσε ζωή μέσα από τα σπλάχνα της, εγγράφηκε στο συλλογικό υποσυνείδητο. Η κορυφαία ερμηνεία της χρονιάς! 


Το συμπέρασμα. Μία εξαίρετη παράσταση, από τις σημαντικότερες -από τα επιτεύγματα- της σεζόν -έστω και αν το έργο χρειαζόταν την υπομονή σας. Και μία μεγάλη ερμηνεία. Η παράσταση δυστυχώς έχει τελειώσει. Είναι άδικο, πάντως, μία παράσταση αυτού του επιπέδου να μην έχει συνέχεια την επόμενη χρονιά (Φωτογραφίες: Γκέλυ Καλαμπάκα).

Θέατρο «Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής», 22 Φεβρουαρίου 2017.