November 26, 2015

Ούτε ανάσα ασκηνοθέτητη απ' τους σκηνοθέτες της όπερας


Το Τέταρτο Κουδούνι / 26 Νοεμβρίου 2015 

Τα δεκάξι του έκλεισε χτες, ως στήλη, «Το Τέταρτο Κουδούνι». Πέμπτη -πάντα- 25 Νοεμβρίου ήταν όταν ξεμύτισε στις πολιτιστικές σελίδες των «Νέων» -στη βάση μιας σελίδας, χωρίς φωτογραφία. Μεγάλωσε, απλώθηκε, πήρε χρώμα, εικονογραφήθηκε, έγινε σελίδα, έδωσε τ’ όνομά της -totetartokoudouni.blogspot.com- στο ιστολόγιο αυτό, απ’ τις 4 Νοεμβρίου του 2011 έγινε και ηλεκτρονική, απ’ την 1 Νοεμβρίου του 2012, μια και της είπαν «γεια» τα «Νέα», έγινε αποκλειστικά ηλεκτρονική κι αντέχει ακόμα, με πολλούς, πολλούς φίλους που την περιμένουν και τη στηρίζουν. Πάντα ευγνώμων προς όσους βοήθησαν στη δημιουργία της κι όλους εσάς που τη διαβάζετε και που συμμετέχετε. 


Μάνος Βαβαδάκης, Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, Κατερίνα Ζησούδη, Γιώργος Κατσής, Ελένη Μπούκλη, Κωνσταντίνος Πλεμμένος: νέοι, πολύ νέοι ηθοποιοί -παιδιά ακόμα. Απόφοιτοι των δραματικών σχολών του Εθνικού και του Ωδείου Αθηνών. Μαζεύτηκαν τον περασμένο Απρίλιο στο -αγγλόφωνο…- «Main» του «Bios/Tesla» και με σκηνοθέτη τον Ακύλλα Καραζήση, δάσκαλό τους, προφανώς, στις δυο σχολές, έκαναν θέατρο τη νουβέλα του Χάινριχ φον Κλάιστ «Ο σεισμός στη Χιλή» που πρωτοεκδόθηκε στην Ελλάδα, σε μετάφραση Θοδωρή Δασκαρόλη, το 1985, απ’ την «Άγρα», μαζί μ’ άλλες τρεις απ’ τις οκτώ νουβέλες που πρόλαβε να γράψει ο σπουδαίος γερμανός ρομαντικός. 
Ένα κείμενο συν-αρ-πα-στι-κό -απορείς πώς είναι δυνατόν να γράφτηκε το 1807- απ’ το οποίο τα παιδιά, με τη διδασκαλία του Ακύλλα Καραζήση, έχουν δημιουργήσει μια παράσταση-διαμαντάκι. Μοντέρνα, με παραξενίσματα κινητικά και φωνητικά, με τραγούδια σημερινά, με διάφορα ευρήματα χωρίς, όμως, ποτέ να χάνουν το μέτρο. Και, κυρίως, υποστηρίζοντας με λόγο κύρους και με ρυθμούς που σου κόβουν την ανάσα -καθηλωμένοι όλοι ήμασταν- την ιστορία των δυο νέων οι οποίοι αγαπήθηκαν στο Σαντιάγο του 1647, η κοινωνία τους χώρισε και τους οδήγησε στο χείλος του γκρεμού, ένας τρομακτικός σεισμός τους απελευθέρωσε και τους ξαναένωσε αλλά η ίδια αυτή κοινωνία τελικά τους συνέθλιψε.
Συγκινήθηκα. Πολύ. Κι επειδή η παράσταση, που παρουσιάζεται για δεύτερη σεζόν, θα παιχτεί ακόμα μόνο το επόμενο Δευτερότριτο 30 Νεμβρίου/1 Δεκεμβρίου, θα σας συνιστούσα να μην τη χάσετε.


Πάντως, ο Κλάιστ θα συνεχίσει να ’ναι παρών στο «Bios/Tesla» -σα σε σκυταλοδρομία. Το ίδιο Δευτερότριτο, στο λεγόμενο «Basement» όμως, αρχίζει εκεί παραστάσεις άλλη ομάδα, η «Τρις», που ανεβάζει -η σκηνοθεσία της ομάδας- επίσης Κλάιστ: την άλλη έξοχη νουβέλα-του «Μίχαελ Κόλχαας» 
με τον τίτλο «Μίχαελ Κόλχαας. Η ιστορία ενός δίκαιου ανθρώπου». Την ίδια νουβέλα που ως μονόλογο παρουσιάζει και πάλι -ούτε θυμάμαι εδώ και πόσα χρόνια… -μ έξοχο τρόπο ο Νίκος Αλεξίου, στο «Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων» αυτή τη φορά, έως και την Τρίτη 1 Δεκεμβρίου. Πιένες ο Κλάιστ! Και δικαίως.



Έβλεπα τους «Καπουλέτους και Μοντέκους» της Λυρικής τις προάλλες στο Μέγαρο -μια παράσταση καλόγουστη αλλά ρουτίνας, τελικά, κατά τη γνώμη μου, μέτρια, όπου το εύρημα του σκηνοθέτη Αρνό Μπερνάρ να τοποθετήσει την όπερα του Μπελίνι σ’ ένα μουσείο μου φάνηκε προσχηματικό, χωρίς αντίκρισμα, να μην έχει λειτουργήσει κι όπου οι άντρες της, ομολογουμένως, εξαιρετικής φωνητικής απόδοσης, χορωδίας που κλήθηκαν, καπελωμένοι με κάτι κακοκολλημένες περούκες, να κινούνται υπέρ το δέον και να συμμετέχουν ερμηνευτικά στα δρώμενα, έβγαλαν, προφανώς ακαθοδήγητοι, τον χειρότερο εαυτό τους έως και προκαλώντας γέλιο, με αποκορύφωμα τη σύγκρουση Καπουλέτων και Μοντέγων στο τέλος της πρώτης πράξης -και σκεφτόμουνα: κανένας, μα κανένας πια σκηνοθέτης όπερας δε θεωρεί τον εαυτό του άξιο του ονόματος αν δε σκηνοθετήσει και τα καθαρά μουσικά μέρη της όπερας. ΌΛΑ. Μα ΌΛΑ! Δεν υπάρχει πια περίπτωση ουβερτούρα, ιντερμέτζο, ιντερλούντιο, ροσίνια συμφωνία, πρελούντιο, συμφωνικό μέρος… που να το αφήσουν ασκηνοθέτητο. Ούτε μισό μουσικό μέτρο.
Οι συνθέτες έγραφαν τις εισαγωγές για να χαλαρώσουν το θεατή/ακροατή και να τον εισαγάγουν στο κλίμα της όπερας, τα ιντερμέτζα και τα ιντερλούδια και τα πρελούδια για να τον φέρουν μαλακά στην ατμόσφαιρα της σκηνής ή της πράξης που ακολουθεί, για να του επιτρέψουν να πάρει μιαν ανάσα και να πάρουν κι οι τραγουδιστές μιαν ανάσα, να γίνουν κι οι αλλαγές των σκηνικών. Τώρα, τίποτα. Αμείλικτοι οι σκηνοθέτες που ’χουν επιπέσει επί της όπερας: ΌΧΙ, καμιά ανάσα! Με την πρώτη μπατούτα της ορχήστρας αρχίζει η σκηνική δράση -μη σας πω και νωρίτερα... Σου λέει «να χάσω τόση ώρα και να παίζει η ορχήστρα χωρίς εγώ να κάνω κάτι;».
Στην αρχή, όταν ξεκίνησε η ιστορία αυτή, μου άρεσαν διάφορες ιδέες που είχαν. Τώρα πια, που γινε κοινός τόπος, έχω αρχίσει να βαριέμαι -ως φλυαρία το εισπράττω. Σα να το θεωρούν πια οι σκηνοθέτες υποχρέωσή τους, σα να αγωνίζονται απεγνωσμένα να μας πείσουν για τις ικανότητές τους -«δείτε, πόσο παρών είμαι εγώ!»-, σα να φοβούνται πως θα εκληφθούν ως οπισθοδρομικοί έτσι και δεν το κάνουν. 
Απ’ το μυαλό μου περνάει μπας κι αρχίσουν να σκηνοθετούν και την είσοδο των μουσικών στην τάφρο της ορχήστρας. Όλα να τα περιμένει κανείς…


«Την πρωτόδα το 2009, στο ‘104’ της οδού Θεμιστοκλέους, με την ομάδα ‘Vasistas’ στην παράστασή τους ‘Silence’. Την Αριάν Λαμπέντ, τη μικρή, γεννημένη στην Ελλάδα, Γαλλίδα που οι συγκυρίες την είχαν φέρει πάλι στη χώρα μας να κάνει θέατρο. Δεν ήταν μόνο ένα πανέμορφο, γλυκύτατο πλάσμα, είχε αυτά τα λεπτεπίλεπτα χαρακτηριστικά που γράφουν στο πανί. Σκεφτόμουνα σ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης: το πρόσωπο αυτό είναι για το σινεμά. Αυτό το κορίτσι δε θα το ‘ανακαλύψουν’ οι κινηματογραφιστές μας; Το ανακάλυψαν. Η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη. «Attenberg» κι η Αριάν Λαμπέντ, προς έκπληξιν όλων-και δική της-, η πρωτάρα στο σινεμά, κερδίζει στο Φεστιβάλ Βενετίας το Κύπελλο ‘Βόλπι’ -το Βραβείο Καλύτερης Ηθοποιού. Ένα βραβείο με το οποίο έχουν τιμηθεί απ’ την Μπέτι Ντέιβις και την Άννα Μανιάνι μέχρι την Χέλεν Μίρεν και την Κέιτ Μπλάντσετ. Στην Ελλάδα -η Λαμπέντ εδώ ζει, η παραγωγή ελληνική ήταν, μεγάλη η τιμή- η βράβευση πέρασε στο ντούκου. Η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, πάντως, της δίνει επίσης το Βραβείο Πρώτου Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της στην ίδια ταινία και με το ανάλογο τιμάται και στο Φεστιβάλ της Ανζέρ.
Η νεαρή ηθοποιός θα συνεχίσει: ‘Άλπεις’ του Γιώργου Λάνθιμου -είναι πια σύντροφός του, ωραίο ζευγάρι-, ‘Πριν τα μεσάνυχτα’ του Ρίτσαρντ Λίνκλέιτερ -που προβάλλεται τώρα εδώ- κι η Αριάν Λαμπέντ -καιρός ήταν- 
είναι η πρωταγωνίστρια, πλάι στον Μπενουά Πουλβόρντ, σε μια γαλλική πια παραγωγή η οποία στην Γαλλία βγαίνει στις αίθουσες τον Αύγουστο: ‘Une Place sur Terre’ της Φαμπιέν Γκοντέ. Να ευχηθώ την καλύτερη καριέρα!».
Αυτά έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι». Στις 20 Ιουνίου του 2013. Έχουν περάσει σχεδόν δυόμισι χρόνια. Η διαίσθησή μου λειτούργησε. Η ευχή μου έπιασε. Η καριέρα τής (και) δικής μας Ariane Labed/Αριάν Λαμπέντ, καλπάζει. Αυτό το υπέροχο, διάφανο, πρόσωπο, αυτό το ταλαντούχο πλάσμα -που χει πια ενώσει τη ζωή του με τον Γιώργο Λάνθιμο- φωτίζει τις οθόνες διεθνώς. Ο «Αστακός τους που προβάλλεται τις μέρες αυτές μου τη ξαναθύμισε.


Ο -τότε- γραμματέας της κοινοβουλευτικής ομάδας της Νέας Δημοκρατίας και -νυν- μεταβατικός πρόεδρός της Γιάννης Πλακιωτάκης, μετά το τέλος της πρώτης πράξης της παράστασης με τη σπαρταριστή φάρσα «Τέσσερα πρόσωπα ζητούν online», έκανε, λέει, δήλωση όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Σήμερα προέκυψε ένα τεχνικό πρόβλημα. Ένα πρόβλημα που μας πλήγωσε όλους. Ένα απαράδεκτο γεγονός, που έπληξε την εικόνα και το κύρος της μεγάλης Παράταξής μας».
Καλά, ε; Εκεί ακόμα φαντασιώνονται πως είναι μεγάλη Παράταξη (και με το Πι κεφαλαίο)… Κάτι σαν ΠΑΣΟΚ.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

Στο μεταξύ διαβάζω: «Ο κ. Μεϊμαράκης κατήγγειλε ότι σχηματοποιείται στο πρόσωπό του μια επίθεση ‘πολλές φορές χυδαία και ανήθικη’, που, όπως είπε, δεν συνάδει με το νεοδημοκρατικό ύφος και ήθος».
Με το ποιοοοο; Άι, άι, άι, άι, άι, άι…
Ακόμη πιο όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

November 19, 2015

Τσίπουρα, μάτια μουσκεμένα κι ένα πλακάτ-προχειροδουλειά ανάκατα…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 19 Νοεμβρίου 2015 

Δεν είχα διαβάσει -κακώς!- τον Χρήστο Οικονόμου του οποίου έχουν ανεβάσει (;) ως πράξη θεατρική (;) -λέξεις, ουσιαστικά, χωρίς νόημα για την περίσταση…-, με τον τίτλο «Blackout,» δυο διηγήματα. Πήγα στο ικαριώτικο καφε-ουζερί «Χαλ…αρά», στην Μπενάκη, κοντά στην Κάνιγγος, για χάρη του Χρήστου Σαπουντζή, τον οποίο εκτιμώ πολύ -και ως ηθοποιό και ως άνθρωπο, όσο τον ξέρω-, που παίζει (;) και της Ειρήνης Μαργαρίτη, την οποία επίσης εκτιμώ και συμπαθώ πολύ, που τον είχε σκηνοθετήσει. Και χάρη στο ένστικτό μου που συνήθως δε λαθεύει. Είχα χάσει την παράσταση (;) πρόπερσι, όταν πρωτοπαίχτηκε, αλλά, ευτυχώς, φέτος την επαναλαμβάνουν.
Μόνο που το ένστικτό μου απεδείχθη σωστό μεν αλλά όχι σαφές. Στο ικαριώτικο καφενείο, βγαλμένο, στην καρδιά της Αθήνας, λες απ’ τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, δεν είδα παράσταση. Ο Χρήστος Σαπουντζής, οδηγημένος απ’ την Ειρήνη Μαργαρίτη, δεν έχει θεατροποιήσει τα δυο διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου «Μουστακάκι με κάρβουνο» και «Πλακάτ με σκουπόξυλο» -απ’ τη συλλογή του «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (εκδόσεις «Πόλις», 2011, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος). Δεν παίζει τα δυο διηγήματα. Δεν κάνει «θεατρικό αναλόγιο». Δεν τα αφηγείται. Τα μοιράζεται μαζί μας. Με μια απέραντη γενναιοδωρία.
Εκείνος σ’ ένα τραπεζάκι του καφε-ουζερί, εμείς στ’ άλλα, σβησμένα τα φώτα του μαγαζιού, αναμμένα μόνο τα μικρά πορτατιφάκια πάνω στα τραπέζια, το φως της μέρας απ’ έξω -όσο φτάνει μέσα στη στοά, η θεατρική (όσο θεατρική είναι) πράξη γίνεται μεσημεριάτικα, στις δύο η ώρα, τα Σαββατοκύριακα-, εμείς πίνουμε τα τσιπουράκια μας και τσιμπολογάμε τα μεζεδάκια, που ο ίδιος μας σερβίρισε, πριν αρχίσει, κι ο Σαπουντζής διυλίζει μέσα του τα κείμενα αυτά -κείμενα σε γραμμή ευθεία με τον Δημήτρη Χατζή και τον Σωτήρη Δημητρίου, τρέχω ν’ αγοράσω το βιβλίο- και μας τα σερβίρει κι αυτά, απ’ τα σπλάχνα του βγαλμένα, απλόχερα.
Τα δάκρυα αναβλύζανε, ακόμα κι ο φίλος που ήταν μαζί μου και δεν ξέρει πολύ καλά ελληνικά την εισέπραξε τη συγκίνηση κι εκείνο το πλακάτ, το άγραφτο, το βουβό, το φτιαγμένο -προχειροδουλειά…- μ’ ένα σκουπόξυλο και με χαρτόνια κομμένα από χαρτόκουτες και κολλημένα με σελοτέιπ που ξεκολλάνε απ’ τη βροχή, εκείνο το πλακάτ που δεν το βλέπεις αλλά σα να σου μπήγεται κατάστηθα, εκείνο το χέρι που μένει υψωμένο, ξεραμένο, μουσκεμένο, σα γροθιά που ποτέ δε σχηματίστηκε δε θα τα ξεχάσω. Ποτέ.
Να πω ένα ευχαριστώ. Και να σας πω κι ότι αυτά τα τσίπουρα με τον Χρήστο Σαπουντζή πρέπει να τα πιείτε. Είναι καθαρτήρια.
(Οι φωτογραφίες του «Blackout» απ την  Κατερίνα Χατζηκυριάκου). 


«Μήδεια. Ο σπαραγμός της Ανατολής» είναι ο τίτλος της παράστασης που θ’ ανεβάσει η Δέσποινα Γκάτζιου, μόνη επί σκηνής, με τον Αιμίλιο Χειλάκη σε βίντεο, παραγωγή του δικού της «Πρόχειρου Θεάτρου», σε δραματουργική επιμέλεια και σκηνοθεσία της, στο θέατρο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών για τρεις Τρίτες, από 8 έως και 22 Δεκεμβρίου, πραγματοποιώντας έναν πολύ ενδιαφέροντα παραλληλισμό σε μια καίρια στιγμή μετά τα τραγικά γεγονότα στο Παρίσι. 
Πρόκειται για μια παράσταση, όπως σημειώνεται, «που επιχειρεί να αναδείξει την ακραία σύγκρουση ανάμεσα στον κόσμο της Ανατολής και στον κόσμο της Δύσης, έτσι όπως, με σοφή δεξιότητα, την καταγράφει ο Ευριπίδης στην ομώνυμη τραγωδία του και έτσι όπως με εφιαλτικό τρόπο συμβαίνει τώρα... Ο ορθολογισμός του δυτικού κόσμου, που μέχρι και σήμερα χαρακτηρίζεται από πράξεις συμφέροντος -όπου και ο έρωτας συνδυάζεται με το συμφέρον- προσωποποιείται στον γοητευτικό Έλληνα Ιάσωνα. Η Ανατολή, από την άλλη, ενσαρκώνεται στο πρόσωπο της εξωτικής, βάρβαρης Μήδειας, της γυναίκας που τα αισθήματα και οι πράξεις της έχουνε ρίζες αρχέγονες, χθόνιες, απόλυτα ανορθολογικές και εντέλει καταστροφικές.
‘Δεν έχω λόγο να ζω’ λέει η Μήδεια, όταν παίρνει την απόφαση να πραγματοποιήσει το φρικτό έργο της. ‘Γιατί δεν έχω πατρίδα, γιατί δεν έχω σπίτι -γιατί δεν έχω οδό να ξεφύγω από την κακιά μου μοίρα’. Ακριβώς το ίδιο λένε και οι σύγχρονες παλαιστίνιες βομβίστριες αυτοκτονίας, που είτε ζώνονται οι ίδιες τα εκρηκτικά, είτε ζώνουν με αυτά τα παιδιά τους πραγματοποιώντας τις αυτοκαταστροφικές και θανατηφόρες ενέργειες τους».
Στην παράσταση ο λόγος της Μήδειας αντιπαρατίθεται με το λόγο των γυναικών αυτών, έτσι όπως καταγράφεται στο βιβλίο της αμερικανίδας δημοσιογράφου Μπάρμπαρα Βίκτορ με τίτλο «Ο στρατός των ρόδων». Το βίντεο είναι της Δώρας Μασκλαβάνου και του Κλάουντιο Μπολίβαρ, οι φωτισμοί του Θωμά Οικονομάκου και το υφαντό της Μαρίας Γονίδου.
Ας σημειωθεί πως η παράσταση, σε σκηνοθεσία Δέσποινας Γκάτζιου αλλά με ερμηνεύτρια την Σοφία Καλλή, πρωτοανέβηκε στις 17 Οκτωβρίου στην Κύπρο, στο Εγκώμιο Πολιτιστικό Κέντρο της Λευκωσίας, όπου και παίζεται ακόμα -και θα παίζεται παράλληλα με την ελληνική παράσταση.



Δεν έχω κλείσει ακόμα τους λογαριασμούς μου με τον Άρπαντ Σίλινγκ και τη «Μέρα οργής» του, την πρώτη των φετινών «Transitions 3» που είδα στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών». Εγώ ενθουσιάστηκα. Ενθουσιάστηκαν κι άλλοι. Υπήρχαν όμως κι οι αντιφρονούντες. Οι οποίοι, λέει μια φίλη μου, «έξαλλοι, έπληξαν με τα κλισέ του, το βρήκαν παλιό και μίζερο». Όπως το αντιλαμβάνεται κανείς. Εγώ, πάντως, δεν πιστεύω, γνωρίζοντας τη δουλειά του απ’ το παρελθόν, ότι ο Σίλινγκ χρησιμοποίησε κλισέ -η απολυμένη, η τύφλωση της μάνας, η κατάληξη της κόρης, η αυτοκτονία του φινάλε…- τυχαία. Αλλά πως, αντίθετα, τα χρησιμοποιεί συνειδητά υπονομεύοντάς τα, ακολουθώντας τη μπρεχτική μέθοδο, με τα «στεγνά», «διδακτικά» τραγούδια. Και πιστεύω πως ο Σίλινγκ από έναν άλλο δρόμο έχει καταλήξει εκεί που κατέληξε κι ο Πίτερ Μπρουκ: στην απόλυτη λιτότητα της ουσίας. Με όργανα μερικούς εξαίρετους ηθοποιούς.



Με την ευκαιρία να σας αποκαλύψω πως ανακάλυψα στις παραστάσεις των «Transitions» παλιούς γνώριμους. Τρεις μέχρι τώρα. Και τους -τις- τρεις απ’ τον αξέχαστο, σ’ όσους τον είδαμε το 2007, στο Φεστιβάλ Αθηνών, «Γλάρο» του Άρπαντ Σίλινγκ, μέλη τότε του «Κρέτακορ»:
Η Λίλα Σάροσντι, σπουδαία ηθοποιός και γλυκύτατη, με χιούμορ, όπως προέκυψε απ’ τη δημόσια συζήτηση μετά την παράσταση που είδα, η έξοχη νοσοκόμα Έρζι στην «Μέρα της οργής», γυναίκα του σκηνοθέτη 
και μάνα των δυο παιδιών τους, ήταν η επίσης έξοχη Μάσα στον «Γλάρο».
 


Κι η Άνναμαρία Λανγκ που έπαιζε διάφορους ρόλους, όπως τη φίλη της Έρζι και την καθηγήτρια της κόρης της, η ωσαύτως έξοχη Νίνα του «Γλάρου». Και παραμένουν κι οι δυο τους ακόμη στο «Κρέτακορ».
Την τρίτη -με το θίασο του Μπέλα Πίντερ πια, στην παράσταση «Τα μυστικά μας»- την αναγνώρισα άμα τη εμφανίσει: η Έστερ Τσάκανι, η Αρκάντινα του «Γλάρου», με τη φωνή τσέλο. Ήταν η Γιατρός Σάντετσκι και ο Κύριος Πάντσελ, ανώτερο στέλεχος του ουγγρικού κομμουνιστικού καθεστώτος -ρόλος ανδρικός.
Συγκίνηση, να ξαναβρίσκεις, οκτώμισι χρόνια μετά, ηθοποιούς που σε συγκλόνισαν και να διαπιστώνεις πως δεν ήταν τυχαίο.


Όχι άλλη «Δεσποινίς Julie» παρακαλώ! (Ή «Δεσποινίς Τζούλια» ή όπως, τέλος πάντων, θέλετε να τη λέτε). Όχι άλλη «Δεσποινίς Julie»! ΟΧΙ ΑΛΛΗ «ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ JULIE»!!! Μα δυο, και τρεις παραστάσεις, ΚΑΘΕ σεζόν, του έργου του Στρίντμπεργκ; Σ’ όλες τις εκδοχές- κλασικές, πειραματικές, ακαδημαϊκές, ανατρεπτικές, χοροθεατρικές, επαγγελματικές, ερασιτεχνικές…; Ε, δεν παλεύεται. Ώσπου να κατεβεί η μια, ανεβαίνει η άλλη, Το ξέρω, ναι, έχει τρία μόνο πρόσωπα, ναι, το τραγουδιστικό/χορευτικό ιντερμέδιο με τους χωριάτες κόβεται πανεύκολα, ναι, ένα σκηνικό χρειάζεται, άρα βολικό το έργο, αλλά basta! Έγκωσα. Συγγνώμη, δεν το αντέχει πια άλλο ο οργανισμός μου. Overdose! 



Δεν έχουν κάνει, τελικά, τους «Τσέντσι» του Αντονέν Αρτό. Έχουν κάνει -η Ιόλη Ανδρεάδη μαζί με τον Άρη Ασπρούλη- ένα δικό τους θεατρικό έργο για τρία πρόσωπα που βασίζεται στο έργο του Αρτό αλλά και στην ομώνυμη νουβέλα/χρονικό του Σταντάλ. Και η Ιόλη Ανδρεάδη -που υπογράφει και τη σύλληψη και τη μετάφραση των πρωτότυπων κειμένων- την ανέβασε -συνεχίζοντας τη σκηνική μελέτη της πάνω στον Αρτό μετά το μονόλογο «Αρτώ/Βαν Γκογκ, avec un pistolet» που έκανε πέρσι με ερμηνευτή τον Ιωάννη Παπαζήση- στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης», στον Υπόγειο Χώρο του.
Μια παράσταση σχεδόν ακίνητη, «σκοτεινή», απόλυτα στιλιζαρισμένη που, όμως, μεσ’ απ’ την «ακινησία» της εκλύει ενέργεια κατεβάζοντας με δέος, σαν μέσα απ’ τη βιτρίνα ενός μουσείου, αυτή τη «θλιμμένη τραγωδία τεράτων», όπως τη χαρακτηρίζει η Γλυκερία Μπασδέκη στον πρόλογό της στο καλοφτιαγμένο πρόγραμμα/βιβλίο (Κάπα Εκδοτική) με το κείμενο του έργου. Κι οι τρεις ηθοποιοί έχουν τη δύναμη να το κάνουν: Ελεάνα Καυκαλά, Μαρία Προϊστάκη, με κορυφαίο τον Μιλτιάδη Φιορέντζη που χαράζει στη μνήμη αυτόν τον τερατώδη Κόμη Τσέντσι.



Πήγαινα στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» επιφυλακτικός: δυο ηθοποιοί -ο ένας, ο Γεράσιμος Μιχελής, με πείρα, ο άλλος, ο Γιώργος Χριστοδούλου, νεαρός, με πολύ μικρότερη- να συν-αυτό-σκηνοθετούνται. «Ο μικρός Χίτλερ» του Άρνολντ Μπέρνφελντ (ψευδώνυμο, λέει, του συγγραφέα που πάντα γράφει με ψευδώνυμα), το έργο: μια σειρά από φανταστικές ψυχαναλυτικές σεάνς του 23χρονου Άντολφ Χίτλερ με τον Σίγκμουντ Φρόιντ στο ντιβάνι του γραφείου του, στην Βιένη του 1909 -ή τι θα μπορούσε ο κόσμος να ’χει γλυτώσει αν πετύχαιναν… Ένα κείμενο σαρκαστικό, σχεδόν κυνικό, που αντιμετωπίζει τον Χίτλερ όχι ως τέρας αλλά ως -πολύ προβληματικό…- άνθρωπο. Δεν ξέρω σε τι βάθος έφτασε η δραματουργική επεξεργασία της Σέβης Ματσακίδου και πόσο έγιναν επεμβάσεις για ν’ αποφευχθούν «παρεξηγήσεις» -πρόσεξα πως στην πρώτη σελίδα του προγράμματος της παράστασης έχει επικολληθεί αυτοκόλλητο που, σε αντίθεση με το εξώφυλλο, γράφει «βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Άρνολντ Μπέρνφελντ»…- αλλά το κείμενο που έχει προκύψει είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ, πολύ καλά ισορροπημένο. 
Οι δυο ηθοποιοί/σκηνοθέτες, εκτός του ότι τα δίνουν όλα -αγνώριστος ο νεαρός Χριστοδούλου ως νεαρός Χίτλερ-, έχουν κατορθώσει το ακατόρθωτο: χωρίς να υπάρχει τρίτο μάτι να ’χουν δεθεί τέλεια και να ’χουν δώσει στην παράσταση άψογους ρυθμούς. Που τρέχουν, διακοπτόμενοι από σύντομα, α λα καμπαρέ, «νούμερα» και τραγούδια -η, άψογα εναρμονισμένη με τη σκηνοθεσία, μουσική, του Χαράλαμπου Γωγιού- τα οποία αποστασιοποιούν μπρεχτικά το θεατή.
Σας συστήνω την παράσταση ανεπιφύλακτα. Έχει πολύ -δηκτικό- χιούμορ και στο βάθος… σκοτάδι, κατά πώς είναι κι η τελευταία λέξη του έργου, την οποία εκφέρει ο Φρόιντ. Α, και να κλείσετε έγκαιρα θέση. Εγώ δυο βδομάδες παιδεύτηκα να βρω -η καλή δουλειά δεν αργεί να γίνει γνωστή…


(Η στήλη -το blog, γενικότερα-, θα ’ταν πιο in, πιο to the point αν έγραφε και κάτι σχετικό με τους νεκρούς της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι -έξι μέρες πριν. Ο υπογράφων, όμως, έχει δει ώς τώρα τις φωτογραφίες και τα βίντεο τόσων, μα τόσων νεκρών, σε τόσες, μα τόσες χώρες μέχρι τώρα -απ’ το Βιετνάμ μέχρι το Μαλί, απ’ την χιτλερική Γερμανία μέχρι την Ισπανία του Εμφύλιου, απ’ την Ελλάδα του δικού μας Εμφύλιου μέχρι την εξεγερμένη Ουγγαρία του ’56, απ’ την επαναστατημένη Αλγερία μέχρι την Τουρκία και την Συρία και τον Λίβανο… Προτιμάει, λοιπόν, κρατώντας τα συναισθήματά του για τον εαυτό του, τη σιωπή αντί για τις αναπεπταμένες μεσίστια tricolore. Κι από το «Je suis France», το «Je suis humain». Κι ας κινδυνεύει να εμπλακεί στις εμφύλιες συγκρούσεις που συγκλονίζουν, μέρες τώρα, το Facebook…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…)

November 12, 2015

«Μέρα (συγκλονιστικής) οργής»


Το Τέταρτο Κουδούνι / 12 Νοεμβρίου 2015 

Πήγαινα σφιγμένος. «Είχε σταματήσει να κάνει θέατρο», «έχει κάνει πλήρη στροφή», «είναι πολύ πολιτικοποιημένος», «είναι ακτιβιστής», «το θέατρό του είναι κάτι άλλο πια»… Είχα δει το 2001 τον «Δημόσιο κίνδυνό» του -«Δημόσιος εχθρός» το σωστότερο-, απ’ τον «Μιχαήλ Κόλχάας» του Κλάιστ-, είχα δει -δυο φορές- τον «Γλάρο» του το 2007, με είχαν σημαδέψει οι παραστάσεις αυτές, τις είχα καταγραμμένες στα «πολύ αγαπημένα μου», είχα τον Άρπαντ Σίλινγκ που τις σκηνοθέτησε πολύ ψηλά στη λίστα μου των εκλεκτών και φοβόμουν: τι να σήμαιναν ολ’ αυτά που ’χα ακούσει. Εάν δεν...; 
Η «Μέρα της οργής» που είδα απ’ το θίασο «Κρέτακορ» στην «Στέγη» -ευτυχία και τιμή μας να τη δούμε στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση (Κάτια Αρφαρά, ευχαριστούμε)- σε παγκόσμια πρώτη -ναι, αυτή, δίκαια χαρακτηρίζεται «παγκόσμια πρώτη», είμαι σίγουρος ότι η παράσταση θα σπάσει τα σύνορά μας και τα σύνορα της πατρίδας της, της Ουγγαρίας- δε διέψευσε απλώς τους φόβους μου. Περίτρανα εγκαταστάθηκε μέσα μου πλάι στις άλλες δυο: μια εμπειρία αξέχαστη.
Και βέβαια είναι «άλλο θέατρο». Το κείμενο που υπογράφουν η Έβα Ζαμπερζίνσκι, ο σκηνοθέτης κι οι ηθοποιοί αφετηρία έχει ένα πραγματικό γεγονός: μια νοσοκόμα σε μονάδα εντατικής θεραπείας πρόωρων νεογνών ενός ουγγρικού δημόσιου νοσοκομείου, χωρισμένη, που μεγαλώνει μια δεκαεπτάχρονη κόρη και φροντίζει μια μάνα η οποία τυφλώνεται και χρειάζεται να κάνει μια εξαιρετικά δαπανηρή εγχείρηση για να ξαναβρεί το φως της, απλήρωτη για καιρό, ηγείται μιας διαδήλωσης των εργαζομένων στον τομέα της υγείας. Το αποτέλεσμα είναι ότι πρώτα παρασημοφορείται και μετά… απολύεται αφού η μονάδα διαλύεται. Θα ’χει πια ν’ αντιμετωπίσει μια ζωή εντελώς δύσβατη και μια κοινωνία που όχι απλώς δεν είναι αλληλέγγυα αλλά είναι εχθρική. Ώσπου η γυναίκα να δώσει το αναμενόμενο τέλος. Ένα κείμενο φοβερά απλό, γραμμικό -γεγονότα καθημερινά, τίποτα το ηρωικό, καθόλου «κορόνες», στους «Εφήμερους» της Αριάν Μνουσκίν με παρέπεμπε. 
Αλλά ο Άρπαντ Σίλινγκ με τα μέσα του, με τα τραγούδια που παρεμβάλλει μπρεχτικώ τω τρόπω, με τις ρωγμές που δημιουργεί προς τους θεατές –«εμείς, εδώ, θέατρο κάνουμε- το διαμορφώνει απλά, χωρίς στιλιζαρίσματα, άμεσα, σε ευθύβολα πολιτικό θέατρο, ένα θέατρο ουσιαστικά αριστερό που κλείνει το μάτι στο αμέσως μετά την Επανάσταση σοβιετικό θέατρο της προλέτκούλτ, στο μεσοπολεμικό ευρωπαϊκό -γερμανικό κυρίως- αλλά και το αμερικάνικο θέατρο της ίδιας περιόδου. Ένα θέατρο σφριγηλό, δυνατό, «διδακτικό» αλλά και τρυφερό -η ερωτική σκηνή πόσο (πικρά, όπως αποδεικνύεται, τελικά…) τρυφερή!-, στα όρια του νατουραλισμού αλλά και ποιητικό, σκληρό αλλά και συγκινητικό, στα όρια του τραγικού. Ένα θέατρο σοφά φτιαγμένο. Μ’ ένα φινάλε που σε παγώνει. Η πλαστική ταινία «police» που φράζει τη σκηνή σού φράζει την ψυχή: πρέπει ν’ αντιδράσουμε!
Όργανα που παίζουν έξοχα την παρτιτούρα οι πέντε έξοχοι ηθοποιοί με άξονα την Λίλι Σάροζντι (Έρζιμπετ/Έρζι) υλοποιούν με τον καλύτερο τρόπο αυτό που ο Σίλινγκ τους ζητάει χωρίς να χάνουν την προσωπικότητά τους.
Ναι, ένα «άλλο» θέατρο. Μόνο που το θέατρο αυτό του 41άρη Σίλινγκ εγώ διαπίστωσα πως παραμένει απόλυτα πιστό, απλώς με διαφορετικό τρόπο, στα πιστεύω του 25άρη Σίλινγκ: η Έρζι της «Μέρας οργής» δεν είναι παρά η συνέχεια, πιστεύω, του Κόλχάας του «Δημόσιου εχθρού» του 1999, δεν είναι παρά η συνέχεια του Τρέπλιεφ του «Γλάρου» του 2003, που αντί να καρφώσει μια σφαίρα στο κεφάλι του συνθλίβει με το πόδι το βιολί του. Πιστό αλλά πιο απελπισμένο. Και πιο οργισμένο.
Σας προτρέπω να δείτε σήμερα τη δεύτερη και τελευταία παράσταση της «Μέρας οργής». Θα είμαι ευτυχής αν συμφωνήσετε μαζί μου.



Διήμερος ο εορτασμός στο Εθνικό για τα εγκαίνια της Πειραματικής Σκηνής του που επαναλειτουργεί στην Σκηνή «Κατίνα Παξινού» -στο μείον 1, όπως το λένε πια, του «Ρεξ»- με καλλιτεχνικούς υπεύθυνους δυο ικανούς και ξύπνιους νέους ανθρώπους, τον Ανέστη Αζά και τον Πρόδρομο Τσινικόρη -καλορίζικη και καλορίζικοι!-, τριήμερος στην ηλεκτρονική σελίδα των «Νέων». Όπου το σχετικό ρεπορτάζ συνοδευόταν με φωτογραφία (βλέπε ανωτέρω τη συγκεκριμένη) της… «Κομεντί Φρανσέζ», παρακαλώ! Προφανώς σημειολογώντας τις ελπίδες της εφημερίδας -και του κριτικού (της) θεάτρου άραγε;- να δει το Εθνικό να εξελίσσεται σε «Κομεντί Φρανσέζ». Φωτογραφία που χρειάστηκαν τρεις μέρες για να την κατεβάσουν (Όχι, επιστολή του Σωτήρη Χατζάκη για το θέμα δεν είχαμε. Προς το παρόν).





Πολύ εκτιμώ τη σοβαρότητα και τη συνέπεια της θεατρικής δουλειάς -ρεπερτόριο και συντελεστές- που κάνει ο Δάνης Κατρανίδης απ’ το 2012 αφότου ανέλαβε το θέατρο «Μέλι», το οποίο μετονόμασε σε «Πόλη», στην τόσο ευαίσθητη περιοχή της πλατείας Βικτωρίας -πέραν καλλιτεχνικών αποτελεσμάτων που μπορεί και να μη μου άρεσαν. «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ» του Άλμπι, «Σκηνές από ένα γάμο» του Μπέργκμαν και δυο φρέσκα έργα σύγχρονων ελλήνων συγγραφέων: «Αέρας» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη και τώρα -από αύριο- «Το κενό αυτοπροσώπως» του Άκη Δήμου. Συνεργασία με ηθοποιούς όπως, αντίστοιχα, η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, η Παναγιώτα Βλαντή, η Ράνια Οικονομίδου κι η Ρένη Πιττακή, η Παναγιώτα Βλαντή και πάλι τώρα. Και σκηνοθέτες που κάτι καινούργιο επιδιώκουν να κομίσουν: Γιώργος Νανούρης, ΄Ενκε Φεζολλάρι, Σύλβια Λιούλιου, αντίστοιχα, και, τώρα, Κωνσταντίνος Ρήγος. Χωρίς ο Δάνης Κατρανίδης να επιδιώξει, παρά τη μακρά θεατρική πείρα που διαθέτει πια, να αυτοσκηνοθετείται, όπως πολλοί συνάδελφοί του θιασάρχες κάνουν. 



Βγάζει τα σωθικά του στη σκηνή -αυταπόδεικτο- ο Άρης Μπινιάρης. Και στο «’21» του, ένα «ροκ ορατόριο», όπως το χαρακτηρίζει, πάνω στην ελληνική επανάσταση του 1821. Που πρωτοπαρουσίασε στο Φεστιβάλ Αθηνών και επαναλαμβάνει τώρα, μαζί με τους δυο μουσικούς του, στο «Gazarte» -εκεί το ’δα.
Στο «Θείο τραγί» του, βέβαια, που πρωτόκανε τo 2011 στο «Bios», στην ίδια γραμμή -σα ροκ συναυλία-, η έκπληξη ήταν μεγάλη: συναρπαστική παράσταση. Εκεί, όμως, είχε μια γερή βάση να πατήσει -την ομώνυμη νουβέλα του Γιάννη Σκαρίμπα. Εδώ λείπει η δραματουργία. Ρινίσματα από πρακτικά Εθνοσυνελεύσεων, από απομνημονεύματα αγωνιστών, άρθρα εφημερίδων και επιστολογραφία δεν συντίθενται εύκολα σε σώμα δραματουργίας. Όλα μοιάζουν να πατούν στον αέρα. Αυτή είναι η αντίρρησή μου. Η δεύτερη είναι πως φοβάμαι μήπως αυτή η γραμμή παγιδεύσει τον ταλαντούχο νέο σε μια μανιέρα. Πρέπει να το ψάξει και αλλιώς κι από αλλού.



Θέλω ν’ αφιερώσω το σημερινό «Τέταρτο Κουδούνι» στην αρχιμουσικό Λούλη Ψυχούλη. Δημιουργό και εμψυχώτρια, μαζί με την Άννα Κουκουράκη, πλην πολλών άλλων, του «Athenaeum», των Διεθνών Διαγωνισμών Όπερας, Ορατόριου/Λιντ και Πιάνου «Grand Prix Μαρία Κάλλας», των συναυλιών στη μνήμη της Μαρίας Κάλλας κάθε χρόνο ανήμερα την επέτειο θανάτου της. Που έφυγε απ’ τη ζωή στις 29 Οκτωβρίου. Τόλμησε πολλά στη ζωή της και δεν το ’βαλε ποτέ κάτω. Και στα πιο δύσκολα. Ας είναι αναπαυμένη.



Δυο σημεία κρατώ απ’ τη συνέντευξη/συζήτηση που έστησε για «Τα Νέα» η Μαίρη Αδαμοπούλου με τον Άγγελο Δεληβορριά, τέως διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, και τον γάλο σκηνοθέτη Αρνό Μπερνάρ ο οποίος ανεβάζει μεθαύριο για την Λυρική στο «Μέγαρο Μουσικής» την όπερα του Μπελίνι «Καπουλέτοι και Μοντέκοι» σε σκηνικό μουσείου.
«Είναι μουσειακό είδος η όπερα;» ρωτάει η δημοσιογράφος.
«Δεν θα έπρεπε να είναι», απαντάει ο σκηνοθέτης. «Στο 80% των περιπτώσεων, πάντως, είναι μουσειακό είδος διότι καταλήγει να είναι κονσέρτο με κοστούμια κι αυτό είναι λάθος της διαχείρισης της όπερας σε παγκόσμιο επίπεδο. Προσλαμβάνονται σκηνοθέτες που προέρχονται από το θέατρο και τον κινηματογράφο ενώ ο σκηνοθέτης της όπερας είναι πολύ εξειδικευμένη δουλειά που σχετίζεται άμεσα με τη μουσική. Η ενέργεια, οι κινήσεις, η ατμόσφαιρα προέρχονται από τη μουσική αλλά ελάχιστοι σκηνοθέτες στον κόσμο μπορούν να προκαλέσουν τη θεατρική ένταση που βγαίνει από τη μουσική. Εννοείται ότι υπάρχουν εξαιρετικές εξαιρέσεις. Ο νεωτερισμός στην όπερα, κατά τη γνώμη μου, δεν προέρχεται επειδή θα παίξεις την όπερα ‘Καπουλέτοι και Μοντέκοι’ με δερμάτινα μπουφάν και μηχανές Χάρλεϊ Ντάβιντσον και Μερσέντες στη σκηνή. Είναι ο τρόπος που θα παιχτεί, η ενέργεια που θα βγει». 
Πέστα, χρυσόστομε! -συμφωνώ μέχρι κεραίας και προσυπογράφω.
Στο τέλος, όμως, μου τα χαλάει εντελώς ο Αρνό Μπερνάρ: «Ξέρω πολύ μορφωμένους και πλούσιους ανθρώπους στο Παρίσι που δεν έχουν πάει ποτέ στην όπερα. Πάνε στο Λούβρο, στο θέατρο, αλλά όχι στην όπερα. Και είναι κρίμα διότι οι τιμές για να πάει κάποιος στην όπερα είναι χαμηλές. Είναι πιο χαμηλές από το να πάρεις ένα εισιτήριο για αγώνα ποδοσφαίρου. Αν πας στον κινηματογράφο και φας μια πίτσα κοστίζει περισσότερο».
Θα πρόκειται περί παρανόησης ή θέλει να προκαλέσει ή πλάκα μας κάνει ο κ. Μπερνάρ. Ή ποτέ, ως εκ της ιδιότητάς του, δεν έχει πληρώσει εισιτήριο σε παράσταση όπερας. Μπείτε στην ιστοσελίδα της Όπερας του Παρισιού, της κορυφαίας Όπερας της πατρίδας του, από περιέργεια και δείτε παρακαλώ τις τιμές των εισιτηρίων. Εκτός κι αν η πίτσα έχει τόσο πολύ ακριβύνει στην Γαλία…

Μωρέ, εγώ, στην Θεσσαλονίκη, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου έπρεπε να ’μαι τώρα και «Το Τέταρτο Κουδούνι» να αργεί αλλά έλα που η άτιμη η κενωνία φέτος… Πάντως, η μισή καρδιά μου εκεί βρίσκεται.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…