Χτες, απόγευμα Δευτέρας 27 Μαρτίου, Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου, έγινε στο «Θέατρο Τέχνης» της οδού Φρυνίχου η ζεστή παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Μόσχου «Ο Ερρίκος Ίψεν στην ελληνική σκηνή. Από τους Βρυκόλακες του 1894 στις αναζητήσεις της εποχής μας». Που κυκλοφόρησε σε μια προσεγμένη έκδοση η οποία εγκαινιάζει τη δραστηριότητα των Εκδόσεων «Αμολγός» (αρχαιοελληνική λέξη, ομηρικής προέλευσης). Αποσπάσματα διάβασαν ο Δημήτρης Καταλειφός κι η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου και μίλησαν ο εκδότης Βάιος Ντάφος κι ο θεατρολόγος, συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιάννης Μόσχος. Το βιβλίο παρουσιάσαμε ο θεατρολόγος, ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και σκηνοθέτης Νικηφόρος Παπανδρέου, ο σκηνοθέτης Λάκης Παπαστάθης κι ο υπογράφων που μου ’καναν την τιμή να ’μαι ανάμεσά τους.
Αναρτώ το κείμενο που ’χα ετοιμάσει:
Λίγο σαν το ψάρι έξω απ’ τα νερά του νοιώθω εδώ πάνω -επί σκηνής. Πάντα κάθομαι απ’ την άλλη πλευρά -της πλατείας. Σκηνοθέτες, καθηγητής θεατρολογίας και δη ιψενιστής, πρωταγωνιστές… Γιατί ήρθα λοιπόν -να πω τι; Κι αν ο Ίψεν είναι κάπου στον εξώστη;
Τέλος πάντων. Είναι πολύ απλό. Ήρθα γιατί εκτιμώ τον Γιάννη τον Μόσχο. Δεν είμαι καν φίλος του κολλητός, ούτε ένα καφέ δεν έχουμε πιει μαζί -μόνο μια συνέντευξη για τα «Νέα» έχουμε κάνει, όλη κι όλη. Το 2005. Έτσι η εκτίμηση είναι πιο «άδολη».
Έχουμε και Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου σήμερα, ευτυχής η συγκυρία βέβαια, αλλά, επειδή εγώ έχω κάθε μέρα Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου, δεν της δίνω της σημερινής και μεγάλη σημασία…
Τον Γιάννη Μόσχο τον γνώρισα, όπως τους περισσότερους από εσάς του θεάτρου, μέσω του θεάτρου. Απ’ την πρώτη φορά, μάλιστα, που το όνομά του μπήκε μετά τη λέξη σκηνοθεσία. Ήταν η σεζόν 2002/2003 -συνήθως με σεζόν μετράω, εγώ, το χρόνο… Στον Εξώστη του «Αμόρε». Στις «Δοκιμές» που οργάνωνε το «Θέατρο του Νότου» του Γιάννη Χουβαρδά για να προωθήσει νέους συγγραφείς, νέους μεταφραστές, νέους σκηνοθέτες, νέους σκηνογράφους/ενδυματολόγους, νέους συνθέτες, νέους διευθυντές φωτισμών, νέους ηθοποιούς… Που τόσοι απ’ αυτούς και τόσο εξελίχθηκαν, ώστε τώρα πια να μπορούμε να μιλάμε για «το φυτώριο του ‘Αμόρε’», όπως μιλούσαμε κάποτε για το «φυτώριο του ‘Θεάτρου Τέχνης’». Κι ας μην είχε το «Θέατρο του Νότου» δραματική σχολή.
Ήταν, λοιπόν, σεζόν 2002/2003, όταν ανέβηκε η πρώτη αυτή παράστασή του: «Οι μέρες πριν έρθεις» του Ανδρέα Φλουράκη, το έργο. Κάτι διαισθάνθηκα, φαίνεται: είχα γράψει, μετά, στο «Marie Claire» με το οποίο συνεργαζόμουν, τότε, παράλληλα με τα «Νέα»: «Ο πρωτάρης Γιάννης Μόσχος […] έδωσε σημάδια ότι ‘ξέρει’ και ότι είναι ικανός για μια ακόμα καλύτερη συνέχεια».
Ε, λοιπόν στα 15 χρόνια που ’χουν μεσολαβήσει, ο -τότε «πρωτάρης»- Γιάννης Μόσχος απέδειξε ότι, όντως, «ξέρει». Κι ότι ήταν, όντως, «ικανός για μια ακόμα καλύτερη συνέχεια». Με βασικούς σταθμούς και ορμητήριά του το «Αμόρε», την «Πόρτα» της Ξένιας Καλογεροπούλου, την
Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» του -παρακείμενου- Νικηφόρου Παπανδρέου και της πατρίδας του, της Θεσσαλονίκης -διότι ο περί ου ο λόγος έχει άλλο ένα συν στο βιογραφικό του, είναι γεννημένος στην Σαλονίκη…-, ο Γιάννης Μόσχος, καθόλου φουριόζος, καθόλου αγχωμένος, με μέτρο και με σύνεση, χαλαρά, χωρίς ίντριγκες και διαγκωνισμούς, εισήλθε στο Φεστιβάλ Αθηνών, εισήλθε στο «Θέατρο Τέχνης», εισήλθε στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά…, φέτος ανοίχτηκε και σε πιο main stream, που λέμε, ύδατα συνεργαζόμενος με τα «Αθηναϊκά Θέατρα», στο «Εμπορικόν», κι όχι μόνο δεν πνίγηκε αλλά με το «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» του Άρθουρ Μίλερ έκανε, με τον Καταλειφό και την Σακελλαροπούλου και τους υπόλοιπους, μια απ’ τις καλύτερες και, ταμειακά, πιο επιτυχημένες παραστάσεις της σεζόν… Κι ας προβλέψω πάλι -είμαι σίγουρος- ότι «είναι ικανός για μια ακόμα καλύτερη συνέχεια».
Τον παρακολουθούσα και τον παρακολουθώ -με την καλή έννοια. Έχω δει όλες τις δουλειές του, μ’ εξαίρεση, ίσως, κάποιες ελάχιστες εκτός Αθήνας. Από Άκη Δήμου και Αντώνη και Κωνσταντίνο Κούφαλη μέχρι Μάμετ, από Αναγνωστάκη μέχρι Μάικ Κένι και μέχρι Λούκας Μπέρφους, από Κοκτό και Ντένις Κέλι μέχρι Φρανκ ΜακΓκίνες, από Θόρντον Γουάιλντερ μέχρι την υπέροχη σύνθεσή του από διηγήματα του Τσέχοφ και μέχρι Πίντερ. Οι παραστάσεις του, όποιον δρόμο κι αν αποφασίσει ν’ ακολουθήσει, έχουν πίσω τους, κατά τη γνώμη μου πάντα, μια γνώση και μια αίσθηση του ρυθμού και μια ικανότητα να «μιλάει» τόσο με το συγγραφέα όσο και με τους ηθοποιούς. Με αποτελέσματα, σχεδόν πάντα, αν και σε τόσο διαφορετικού ύφους έργα, πολύ καλά έως και θαυμαστά. Κι έχει χιούμορ! Εξαιρετικής ποιότητας! Όταν, για παράδειγμα, είδα ΠΏΣ είχε ανεβάσει το «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» του Άκη Δήμου στην Πειραματική, ε, του ’βγαλα το καπέλο. Ο σκηνοθέτης Γιάννης Μόσχος ξέρει να μετράει πολύ, μα πολύ καλά τις δόσεις. Ίσως, γιατί, πριν σπουδάσει στο Τμήμα Θεάτρου του Αριστοτέλειου, είχε, όπως αποδεικνύεται, τελικά, την εξυπνάδα να σπουδάσει -κι έχει πάρει και το πτυχίο- φαρμακοποιός.
Βέβαια, εδώ, ήρθα να μιλήσω όχι για το σκηνοθέτη Γιάννη Μόσχο ούτε για το φαρμακοποιό Μόσχο αλλά για το διδάκτορα θεατρολόγο και συγγραφέα Γιάννη Μόσχο και για το πρώτο βιβλίο του, σύμπτυξη της διατριβής του, που, με τον τίτλο «Ο Ερρίκος Ίψεν (κι όχι Ίμπσεν, ευτυχώς…) στην ελληνική σκηνή. Από τους ‘Βρυκόλακες’ του 1894 στις αναζητήσεις της εποχής μας» και με ιδιαίτερη φροντίδα, κυκλοφόρησαν οι Εκδόσεις «Αμολγός» -παρθενική τους έκδοση που εύχομαι να ’ναι και καλορίζικη.
Την πρώτη μου εμπειρία με τον Ίψεν, ως θεατής, την είχα τη σεζόν 1971/1972 στο θέατρο «Βεργή». Στο υπόγειο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, νυν City Link, κάτω απ’ το «Παλλάς» ήταν, κατόπιν διχοτομήθηκε σαν την Κύπρο, το εναπομείναν κομμάτι του μετονομάστηκε σε «Βασίλης Αυλωνίτης» και, στη μετάπλαση του κτιριακού συγκροτήματος, εξαφανίστηκε. Η Έλσα Βεργή παρουσίαζε «Τα (σ.σ. «επικά», να τα πούμε;) παλληκάρια στο Χέλγκελαντ», σε σκηνοθεσία του Κλέαρχου Καραγιώργη. Για πρώτη -και τελευταία μέχρι σήμερα- φορά στην Ελλάδα. Η εμπειρία ήταν -λυπάμαι…- τραυματική -κάπως το προσδιορίζει, μέσω των ευρημάτων του για την παράσταση, κι ο Γιάννης Μόσχος στο βιβλίο του. Έκτοτε, συντασσόμουν με τους «ξεπερασμένος πια ο Ίψεν», μια τάση που, όπως επισημαίνει ο μελετητής, είχε ξεκινήσει στην Ελλάδα ήδη απ’ το 1926 (!), είκοσι μόλις χρόνια μετά το θάνατό του συγγραφέα. Από τότε! Τάση που υποχωρούσε κατά καιρούς, ύστερα επανερχόταν, μετά υποχωρούσε πάλι, ξαναεπανερχόταν και ούτω καθεξής μέχρι σήμερα.
Ώσπου τη σεζόν 1975/1976 είδα τον «Γιάννη Γαβριήλ (τι μετάφραση τίτλου κι αυτή, αυτός ο «Γιάννης»…) Μπόρκμαν» του Μινωτή στο Εθνικό. Ακαδημαϊκή παράσταση αλλά… ογκόλιθος. Μου επέβαλε ν’ αναθεωρήσω τις απόψεις μου. Πήρα τα βιβλία του στα χέρια μου, τον διάβασα τον Ίψεν και κατάλαβα ότι είναι, πρώτον, σπουδαίος ποιητής και, δεύτερον, ο πιο καλός αρχιμάστορας Σόλνες του θεάτρου: που ήξερε να στήνει τα πιο γερά οικοδομήματα αλλά και που δε φοβόταν ούτε τα ύψη, όπως ο Σόλνες του, ούτε τα βάθη… -βουτηχτής στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής. Κι έκτοτε προσχώρησα στους «ΜένουμεΊψεν» -πώς λέμε «ΜένουμΕυρώπη»; Με την ακράδαντη πια πεποίθηση πως στα χέρια του σκηνοθέτη είναι να δεις τον Ίψεν «ξεπερασμένο» ή όχι.
Από κάποια, κατά καιρούς, τηλεφωνήματα του Γιάννη, για ορισμένες, περί παραστάσεων του Ίψεν, πληροφορίες έμαθα ότι ετοιμάζει τη διατριβή αυτή. Όταν ευοδώθηκε, μου χάρισε ένα αντίτυπο: δυο πολυγραφημένοι ογκώδεις τόμοι, όπου, συχνά, βουτούσα και μάθαινα ή ξαναθυμόμουνα. «Δε θα γίνει βιβλίο;» ρωτούσα. «Δύσκολο, πού να βρεθεί εκδότης ν’ αναλάβει…».
Ε, να, λοιπόν, που εκδότης βρέθηκε κι ανέλαβε και τώρα έχουμε στα χέρια μας το βιβλίο αυτό με το μαγκιόρικα κομψό εξώφυλλο του Σάκη Στριτσίδη και σ’ επιστημονική επιμέλεια Βάνιας Παπανικολάου, αφιερωμένο στον μέντορα του Γιάννη Μόσχου, τον σεβαστό μας Νικηφόρο Παπανδρέου. Βιβλίο που είναι, παρά τις χιλιάδες υποσημειώσεις του, ένα ταξίδι στην ελληνική «Χώρα Ίψεν» -για να κλείσω το μάτι και στον Καμπανέλλη. Απ’ το 1894 και τους «Βρυκόλακες», και την εισήγηση του Γρηγορίου Ξενοπούλου, και τον Όσβαλντ του Ευτύχιου Βονασέρα μέχρι το 2000: βεντέτες και ηθοποιοί, σκηνοθέτες και σκηνογράφοι,
η ιστορική εναρκτήρια «Αγριόπαπια» του «Θεάτρου Τέχνης» του Κάρολου Κουν, αυτά που ’χω δει κι αυτά που δεν είδα, οι κριτικοί και οι διαπλοκές, οι καίριες γνώμες κι αυτές που ακυρώθηκαν -όλα- εδώ μέσα είναι. Και το ταξίδι αυτό είναι, ομολογώ, συναρπαστικό.
Επιπλέον, πάντως, μέσω των υποσημειώσεων, θυμήθηκα και μια απ’ τις πιο ωραίες αλλά ταυτόχρονα κι από τις χειρότερές μου στιγμές στα «Νέα». Όταν, το 1992, 50 ακριβώς χρόνια μετά την εναρκτήρια «Αγριόπαπια» του Κουν και του «Θεάτρου Τέχνης», σκέφτηκα να βρω όλους τους επιζώντες της παράστασης και να κάνω ένα θέμα επετειακό: να προσπαθήσω να την ανασυστήσω στο δημοσιογραφικό χαρτί. Η εφημερίδα συμφώνησε για ένα τρισέλιδο. Μίλησα με το σκηνογράφο/ενδυματολόγο Γιάννη Στεφανέλλη, τους ηθοποιούς της παράστασης Γιάννη Αλεξάκη, Νίκο Βασταρδή, Βασίλη Διαμαντόπουλο, Λυκούργο Καλλέργη, Καίτη Λαμπροπούλου, Μάριο Πλωρίτη -έπαιζε, τότε, ένα μικρό ρολάκι-, Σμάρω Στεφανίδου και Γιάννη Φύριο, την Ελένη Χατζηαργύρη, που δεν έπαιζε αλλά ήταν μαθήτρια, ακόμα, τότε, το ’42, της δραματικής σχολής του «Θεάτρου Τέχνης», και δυο θεατές της παράστασης εκείνης -τον κατοπινό κριτικό θεάτρου στα «Νέα» Αλκιβιάδη Μαργαρίτη και τον κατοπινό σκηνοθέτη Αλέξη Σολωμό. Κανείς τους δεν υπάρχει πια.
Απομαγνητοφωνούσα επί ώρες, σκοτώθηκα να γράφω επί μέρες, τους φωτογράφησα όλους στο θέατρο «Μουσούρη», που το ’42 λεγόταν «Αλίκης», πάνω στην ίδια με τότε σκηνή όπου δόθηκε η πρεμιέρα, ετοίμασα, με δέος και συγκίνηση, το τρισέλιδο για το -τότε- ένθετο «Τέχνες και Θεάματα» της Παρασκευής 2 Οκτωβρίου -η πρεμιέρα της «Αγριόπαπιας» είχε δοθεί στις 7 Οκτωβρίου του μαύρου 1942-, το τρισέλιδο τυπώθηκε και, δυο-τρεις μέρες πριν την έκδοση, στο δοκίμιο πάνω, ο τότε διευθυντής των «Νέων» Καραπαναγιώτης, που, όπως μου εξήγησαν, «δε συμπαθούσε το ‘Θέατρο Τέχνης’ και τον Λαζάνη» - που τότε το διηύθυνε-, ενώ αρχικά είχε συμφωνήσει, απαίτησε, απαξιωτικά -προφανώς καθ’ υπόδειξιν κάποιου συμβούλου του επί των θεατρικών, που, επίσης, προφανώς, δε συμπαθούσε το «Θέατρο Τέχνης» και τον Λαζάνη...-, οι τρεις σελίδες να γίνουν δυο. Και, βέβαια, οι τρεις σελίδες πετσοκόφτηκαν κι έγιναν δυο… Αυτά όμως συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες.
Και για να επανέλθω: Ξεφυλλίζοντας τη διατριβή και επανερχόμενος σ’ αυτή, ξανά και ξανά, και διαβάζοντας, τώρα, το βιβλίο κατέληξα για το θεατρολόγο Γιάννη Μόσχο, όπως, κάποτε, και για το σκηνοθέτη Μόσχο, ότι «ξέρει». Κι ότι είναι «ικανός για μια ακόμα καλύτερη συνέχεια».
Όπως έχω καταλήξει, στα χρόνια αυτά που μεσολάβησαν, κι ότι ο Γιάννης Μόσχος δεν άλλαξε: έχει παραμείνει το «καλό παιδί», ο καλός συνεργάτης που δεν έχω ακούσει ποτέ, από κανέναν κακό λόγο γι αυτόν και -για να χρησιμοποιήσω μια πολύ φθαρμένη και σχεδόν ακυρωμένη λέξη- έχει παραμείνει σεμνός, σχεδόν ντροπαλός. Υποπτεύομαι, μάλιστα, πως τώρα που τ’ ακούει αυτά ντρέπεται.
Αυτά και τω Θεώ του θεάτρου δόξα!