February 27, 2014

Της Αγίας Παρασκευής/Wind ανήμερα…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 27 Φεβρουαρίου 2014





Ρόμπα. Εισήλθε ως αγέρωχος υπουργός Πολιτισμού(;)* και Αθλητισμού στο Μέγαρο Μουσικής και εξήλθε ως ρόμπα. Ο κ. Πάνος Παναγιωτόπουλος. Μα τα γύρευε ο κώλος του-επιτρέψτε μου την έκφραση. Τι το ’θελαν κι αυτός κι η γενική γραμματέας του υπουργείου «του», η εξόχως cool -και παντός καιρού- κ. Λίνα Μενδώνη το διεθνές συνέδριο; «Στο πλαίσιο», λέει, «της ελληνικής προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με προσκεκλημένους έλληνες και ευρωπαίους εκπροσώπους πολιτιστικών φορέων, ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και εμπειρογνώμονες». Και με τι θέμα λέτε; «Finincing Creativity/Χρηματοδοτώντας τη δημιουργικότητα»! Τι θράσος! Απύθμενο. Να της δείξουμε της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας προεδρεύουμε, τι δημιουργικοί που είμαστε χωρίς να δίνουμε πεντάρα τσακιστή. Ο κόσμος (και του πολιτισμού) καίγεται κι η Μπουμπουλίνας χτενίζεται. Ε, φάτε την…


Κι η Ένωση μη Κερδοσκοπικών Θιάσων που ακόμα τους χρωστάει το υπουργείο κάτι προϊστορικές επιχορηγήσεις σηκώθηκε κι έκανε ενώπιον των ευρωπαίων εταίρων τη διαμαρτυρία της και τους ξεμπρόστιασε τι (δεν) πράττουν υπέρ του πολιτισμού. Αλλά η Κίνηση Μαβίλη, ολ’ αυτά τα παιδιά που παλεύουν να κάνουν θέατρο με τις πιο αντίξοες συνθήκες, με το τίποτα, τσάμπα, και που τους φτύνει το υπουργείο Πολιτισμού(;) με την πλήρη αδιαφορία του, ήταν που ’χε την καλή, την πολύ καλή ιδέα. Όοοχι, δεν τον έκραξαν. Όοοχι, δεν τον αποδοκίμασαν. Όοοοχι, δεν τον γιαούρτωσαν τον κ. υπουργό. Όοοχι, δεν του ύψωσαν πανό. Όοοχι δεν τον έβρισαν. Ούτε του πέταξαν ντομάτες. Ή πέτρες. Βρήκαν μια πιο λιτή λύση. Και πιο αποτελεσματική: έσκαγαν ομαδικά στα γέλια -στα χάχανα είναι το πιο σωστό και ταιριαστό- στις… κρίσιμες περικοπές της εμβριθούς ομιλίας του. Και τον καταχειροκροτούσαν -με ουρανομήκη «μπράβο». Αυτό. Μόνο. Συμπαρασύροντας και πολλούς απ’ τους παρευρισκόμενους. Και, κατόπιν, τον άφησαν να γελοιοποιηθεί από μόνος του αμυνόμενος. Και χρησιμοποιώντας το πολύ πτωχό λεξιλόγιο που διαθέτει για να το χρησιμοποιεί σε περιπτώσεις σαν κι αυτή – «συνδικαλιστές», και ξανά μανά «συνδικαλιστές», και «δεν τιμάτε τη χώρα», και «κατευθύνεστε από συγκεκριμένο κόμμα», και «τα γκρουπούσκουλα της Αριστεράς στα οποία ανήκετε», και «μην κρύβεστε πίσω από την ανωνυμία», και «σας βλέπω ποιοι είστε», και δώστου τα «είναι ντροπή σας», και ξαναδώστου τα «είναι ντροπή σας»… (Βρε, ντροπή δική σου είναι!). Και τα μάζεψε τα χαρτιά με τις μπουρδολογίες -μια αιωνιότητα και μια μέρα θα του φάνηκαν αυτά τα δέκα λεπτά- και την έκανε άρον-άρον.



Συγχαρητήρια για το εύρημα στην «Κίνηση Μαβίλη». Θεατρικότατο. Να το υιοθετήσουν. Κι αν τιμήσουνε και προσεχή, αναλόγως εμβριθή εισήγησή του, ας βάλουν και εισιτήριο. Θα κόψουν μονέδα. Κι ας του δώσουν κι ένα ποσοστό. Βγάζει γέλιο αυτός ο υπουργός. Πιένες έκανε -και κάνει- το σχετικό βιντεάκι στο YouTube. Περιζήτητο! Στην καλύτερη παράδοση της παλιάς ελληνικής κωμωδίας. Άρα κατάλληλο και για χρήση στην προσεχή προεκλογική εκστρατεία του κ. υπουργού. Ε;
*(Ίσως προσέξατε πως απ’ το περασμένο «Τέταρτο Κουδούνι», όταν γράφω «υπουργείο Πολιτισμού», το συνοδεύω μ’ ένα κολλητό ερωτηματικό εντός παρενθέσεως:(;). Υπουργείο Πολιτισμού(;). Φαντάζομαι πως οι λόγοι που το κάνω είναι πια απολύτως ευνόητοι).



«Νονούς για να βαφτίσουν τους σταθμούς της στο μετρό και τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο σχεδιάζει να αναζητήσει η εταιρεία Σταθερές Συγκοινωνίες (ΣΤΑΣΥ), σε μια προσπάθεια να αυξήσει τα έσοδά της από τη διαφήμιση. Μια εταιρεία κινητής τηλεφωνίας θα μπορεί για παράδειγμα, έναντι συγκεκριμένου τιμήματος, να ντύσει με τα χρώματά της έναν πολυσύχναστο σταθμό δίνοντας σε αυτόν και το όνομά της (π.χ. Μοναστηράκι Vodafone-Wind-CosmOTE κ.λπ.)», διάβασα.
Να δω εγώ όλους αυτούς τους δεκάδες Αγιοτάδε σταθμούς με πρόσθετα βοηθήματα, να δω εγώ Skoda/Άγιος Δημήτριος, και Wind/Αγία Παρασκευή, και Antenna/Αγία Μαρίνα, και Σκλαβενίτης/Άγιος Ελευθέριος, και Vodaphone/Άγιος Νικόλαος, και Durex/Άγιος Αντώνιος και να πεθάνω.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…



«19 έως 28 Φεβρουαρίου: ‘Μαμά, η ζωή είναι αγρίως απίθανη’. Σκηνοθεσία: Ά. Μπρούσκου» έγραφε το πρόγραμμα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά που ανακοινώθηκε απ’ τον Οκτώβριο. Κι είχε τυπωθεί και σε μονόφυλλα φλάιερ. Περίμενα να ξαναδώ την παράσταση πάνω σε κείμενα της Μαργαρίτας Καραπάνου που ’χε κάνει -και παίξει, μαζί με την Παρθενόπη Μπουζούρη- η Άντζελα Μπρούσκου στη αρχή της προπερασμένης σεζόν στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση ξαναδουλεμένη.
Την περασμένη Τετάρτη 19/2 να ’χει βουίξει ο τόπος: Το «Αλ Τσαντίρι Νιουζ» του Λάκη Λαζόπουλου και του «Alpha», με guest τον αοιδό Γιώργο Μαργαρίτη, να ’χει μεταδοθεί το περασμένο βράδυ, 18/2, ζωντανά απ’ το Δημοτικό του Πειραιά. Ξέρετε, το ανακαινισμένο αρχοντικό θέατρο του 19ου αιώνα για το οποίο, στα λαμπερά νέα εγκαίνια του, ο πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς το χαρακτήριζε «το στολίδι του Πειραιά», μιλούσε για «συνέπεια και συνέχεια» κι ευχόταν «να συνεχίσει την ιστορία του, να γράψει νέες σελίδες, να συνεχίσει την παράδοση, αυτό το αισθητικά όμορφο και κοινωνικά χρήσιμο κτίριο» για να καταλήξει ότι «το Δημοτικό Θέατρο είναι ένα σύμβολο ότι η πόλη ξαναγεννιέται, ότι η χώρα ξαναγεννιέται». Ακριβώς απ’ αυτό.
Βεβαίως, ο καθένας έχει δικαίωμα στο όνειρο να κάνει τη ζωντανή εκπομπή του με τον κάθε Μαργαρίτη του απ’ το Δημοτικό Θέατρο, απ’ το Εθνικό -καλομελέτα...-, απ’ το Μουσείο της Ακρόπολης ή ακόμα κι απ’ την ίδια την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα. Το θέμα είναι αν θα του δώσουν την άδεια οι «υπεύθυνοι». Εδώ, οι «υπεύθυνοι» του τη δώσανε καθότι, προφανώς, κρίνανε πως πολύ ταιριάζει το περιεχόμενο της εκπομπής με το πλαίσιο. Ίσως το όλον πράγμα να συμβόλιζε και τον τρόπο που εννοεί ο κ. Σαμαράς ότι «η χώρα ξαναγεννιέται». Θέλω να ελπίζω, πάντως, πως η απόφαση ελήφθη άνωθεν και δεν την προσυπέγραφε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Δημοτικού Τάκης Τζαμαργιάς -αν και, έτσι, δεν καταλαβαίνω ποία η έννοια «καλλιτεχνικός διευθυντής»...
Πέραν αυτών, αναρωτήθηκα: «Μα στις 18 Φεβρουαρίου δε θα ’πρεπε να ’χει πρόβα τζενεράλε η Μπρούσκου;». Δεν είχε. Διότι η Μπρούσκου, που ’χε αρχίσει από αρχές Ιανουαρίου πρόβες, έμαθα πως, κατά κάποιο τρόπο, τελικά, εκπαραθυρώθηκε. Δεν έμαθα τους ακριβείς λόγους. Αλλά θα περίμενα τουλάχιστον μια ανακοίνωση απ’ το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Αν όχι για τους λόγους, για τη ματαίωση της παράστασης. Ως ένδειξη σεβασμού προς το κοινό.
(Α, και μια απορία: το «Αλ Τσαντίρι Νιουζ» θα μεταδίδεται απευθείας απ’ το Δημοτικό Πειραιά σε μόνιμη βάση;).




Στις 17 Ιανουαρίου σας έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» για το μονόλογο του Γιον Άτλι Γιόνασον «Βυθός» τον οποίο θ’ ανεβάσει -το πρώτο θεατρικό έργο απ’ την Ισλανδία που παρουσιάζεται στην Ελλάδα- τον Απρίλιο, στο «104», ο Κωστής Καλλιβρετάκης με ερμηνευτή τον Θανάση Δόβρη: μονόλογο αντλημένο απ’ την πραγματική αλλά απίστευτη περιπέτεια ενός ισλανδού ψαρά που σώθηκε από ένα ναυάγιο κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες. Και σας έλεγα πως το γεγονός έχει εμπνεύσει και την -ισλανδική- ταινία «Djúpið» του Μπάλτασαρ Κόρμακουρ σε σενάριο του ίδιου του Γιόνασον. Ε, λοιπόν, η ταινία αυτή -του 2012- προβάλλεται στις αθηναϊκές αίθουσες (με τον αγγλικό τίτλο της «The Deep») ακριβώς τις μέρες αυτές -και μάλιστα με καλές κριτικές. Δείτε την, να πάρετε μια ιδέα πριν δείτε και την παράσταση.


Κάθε βδομάδα, κάθε μέρα μάλλον, στο athinorama.gr/Θέατρο/Τελευταία εβδομάδα. Με την… αγωνία: ποιες παραστάσεις κατεβαίνουν και δεν πρόλαβα να τις δω;
Πού να προλάβεις πια να τις δεις όλες, όταν έχουν γίνει εκατοντάδες; -κατά ριπάς οι πρεμιέρες, 525 μέτρησε απ’ τον Οκτώβριο η Ιλειάνα Δημάδη σε -περασμένο- «Αθηνόραμα». Κι όταν παίζονται για περιορισμένο διάστημα κι οι περισσότερες λίγες έως ελάχιστες φορές τη βδομάδα -κάποιες ακόμα και μόνο μια! Τρέχω, τρέχω αλλά… Μερικές τις προλαβαίνω στο τσακ, την τελευταία μέρα. Κι όταν μου αρέσουν, λυπάμαι που δεν πρόλαβα κάτι να γράψω έγκαιρα. Αλλά είμαι της άποψης «γράψε, γράψε, κάτι θα μείνει». Συχνά άλλωστε αυτές οι βραχύβιες παραστάσεις επαναλαμβάνονται στον ίδιο ή σ’ άλλο χώρο.

Έτσι, τελευταία μέρα είδα στο «Από Μηχανής» τον «Κροκόδειλο» της Κατερίνας Μπερδέκα. Διασκευή για το θέατρο απ’ την ίδια -που υπέγραφε και τη σκηνοθεσία- κι απ’ τον Στράτο Σωπύλη ενός διηγήματος (1865) που δεν μπορείς να το πιστέψεις πως το ’χει γράψει ο Ντοστογιέφσκι: ειρωνικό, σατιρικό, δηκτικό, απολαυστικό, που αγγίζει το παράλογο… Και που μάλλον στα –μεταγενέστερα- διηγήματα του Τσέχοφ παραπέμπει. Και μια παράσταση με γνώση στημένη, με εφτά καλοδουλεμένους, καλοκουρδισμένους καλούς ηθοποιούς, απλή, αφηγηματική αλλά καθόλου βαρετή, με στιλ, με χιούμορ, με άψογους ρυθμούς, που κατέβαζε το λόγο κι άγγιζε την ψίχα του κειμένου. Τη φχαριστήθηκα.




Όποιος πει πως η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση δεν προωθεί το καινούργιο και το διαφορετικό και το ουσιαστικά πρωτότυπο θα πέσει η στέγη να τον πλακώσει. Το φεστιβάλ «Transitions 1. Balkans», αν και θα προτιμούσα τον τίτλο στα ελληνικά, δεν υπάρχει που λένε τα παιδιά – ή οι παλιμπαιδίζοντες. Στα όρια περφόρμανς, χορού, θεάτρου, εικαστικών και μουσικής, καλλιτέχνες από Σερβία, Κροατία, Σλοβενία, Μαυροβούνιο, την υφ’ ημών αποκαλουμένη ΠουΓουΔουΜου (όπου Μου=Μακεδονία...), Βουλγαρία, Ρουμανία, Μολδαβία, οι οποίοι ταράζουν τα ύδατα της διεθνούς σκηνής με τις ριζοσπαστικές φόρμες τους και τον έντονα πολιτικοποιημένο χαρακτήρα τους, για εννιά μέρες (5 με 16 Μαρτίου) σκοπεύουν να καταστήσουν την Στέγη ανοιχτή πλατφόρμα διαλόγου αποκαλύπτοντάς μας μια όψη των Βαλκανίων που δεν μπορούμε, ίσως, να φανταστούμε. Δεν ξέρω πού να πρωτοπάω.


Το τελευταίο ανέκδοτο: «Επόμενη προτεραιότητα η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης» δήλωσε ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

February 25, 2014

Άτοσσα ο Άκης Σακελλαρίου


Το Τέταρτο Κουδούνι/Έκτακτο


Ο καλός Άκης Σακελλαρίου επιστρέφει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε: στο αρχαίο δράμα. Το καλοκαίρι θα κάνει τραγωδία. Μετέχει στη διανομή των «Περσών» του Αισχύλου που θ’ ανεβάσει η Νικαίτη Κοντούρη -πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Φιλίππων/Θάσου- συνεχίζοντας τη συνεργασία του με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος -Θεσσαλονικιός είναι άλλωστε- το οποίο με την παράσταση αυτή θα συμμετάσχει στο φετινό, 60ο, Φεστιβάλ Επιδαύρου -η δεύτερη φορά που παρουσιάζει την τραγωδία του Αισχύλου μετά το καλοκαίρι του 1978, όταν τους «Πέρσες» σκηνοθέτησε ο Σπύρος Ευαγγελάτος. Το ιδιαίτερο είναι πως ο Άκης Σακελλαρίου θα ερμηνεύσει Άτοσσα -ο ρόλος-άξονας στους «Πέρσες». Πλάι στον Γιάννη Φέρτη που θα επωμιστεί το Φάντασμα του Δαρείου, όπως έχω ήδη γράψει στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 30 Ιανουαρίου αναγγέλλοντας την παράσταση, και με τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο ως Αγγελιαφόρο.

Ο Άκης Σακελλαρίου ακριβώς με τραγωδία άρχισε, ουσιαστικά, την πορεία του, ερμηνεύοντας σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου, στις «Βάκχες» του Ευριπίδη, την εναρκτήρια παράσταση του θιάσου του «Άττις», η οποία έκανε πρεμιέρα το καλοκαίρι του 1986 στους Δελφούς, έναν συγκλονιστικό Διόνυσο έντονης σωματικότητας που εντυπωσίασε και που εκτίναξε την καριέρα του.

Στο τελευταίο ανέβασμα των «Περσών» στην Επίδαυρο -το 2009 απ’ το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του Βούλγαρου, πολιτογραφημένου Γερμανού, Ντίμιτερ Γκότσεφ- την Άτοσσα ερμήνευε η Αμαλία Μουτούση.

Και να συμπληρώσω πως άντρας ηθοποιός -ο Κωνσταντίνος Μητρόπουλος- έπαιζε Άτοσσα και στο τελευταίο, έως τώρα, ελληνικό ανέβασμα της τραγωδίας του Αισχύλου -απ’ την Βαρβάρα Δούκα στον κλειστό χώρο του «Εν Αθήναις» τον περασμένο Οκτώβριο, παράσταση που θα επαναληφθεί τον Μάιο. Ενώ η πιο πρόσφατη ερμηνεία γυναικείου ρόλου από άντρα στην Επίδαυρο ήταν του Γιώργου Κιμούλη που έκανε Μήδεια στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου.
Για το ρόλο του Ξέρξη στους «Πέρσες» τους οποίους θα παρουσιάσει το ΚΘΒΕ προορίζεται ο ταλαντούχος νέος ηθοποιός του ΚΘΒΕ Γιώργος Κολοβός συμπληρώνοντας ένα ενδιαφέρον καρέ που πέτυχε η Νικαίτη Κοντούρη για τη διανομή της.


February 24, 2014

Μα να βουβάνουν την Βέμπο;



Το έργο. Στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης γεννήθηκε η Σοφία (Έφη) Μπέμπο(υ). Το 1910. Η οικογένειά της θα μετακινηθεί σύντομα στην Κωνσταντινούπολη ενώ, αργότερα, με την ανταλλαγή πληθυσμών, θα εγκατασταθεί στον Βόλο. Το 1933 ο καλλιτεχνικός πράκτορας Κωνσταντίνος Τσίμπας θα ακούσει την 23χρονη Έφη να τραγουδάει και να παίζει κιθάρα μέσα στο πλοίο με το οποίο ταξιδεύει για την Θεσσαλονίκη και θα της προτείνει να εμφανιστεί στο εκεί κοσμικό κέντρο «Αστόρια». Η επιτυχία της τη φέρνει μέσα σε λίγες μέρες στην Αθήνα. Θα κάνει το ντεμπούτο της στη σκηνή -ως τραγουδίστρια- στο τότε θέατρο «Κεντρικόν» του Φώτη Σαμαρτζή, στην επιθεώρηση «Παπαγάλος του ’33» των Αντώνη και Λόλας Βώττη. Η Σοφία Βέμπο έχει γεννηθεί: ο πρώτος της δίσκος -1934, «Μη ζητάς φιλιά»-, κατακόρυφη άνοδος, τραγουδίστρια αλλά και ηθοποιός, πρώτο όνομα, βεντέτα, συνάντηση με τον κομφερανσιέ/ποιητή/συγγραφέα Μίμη Τραϊφόρο που θα τον παντρευτεί το 1957 μετά από… 17χρονη μνηστεία και μία θυελλώδη σχέση η οποία παρέμεινε θυελλώδης και μετά το γάμο τους, «Η προσφυγοπούλα» -η πρώτη από τις τρεις ταινίες που έκανε…
Το 1940 και ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, τα πατριωτικά και σατιρικά αντι-ιταλικά τραγούδια που τραγούδησε με πάθος, οι διώξεις της και οι απαγορεύσεις των εμφανίσεων και των δίσκων της από τις κατοχικές αρχές, η φυγάδευσή της στην Μέση Ανατολή, οι περιοδείες της για εμψύχωση των εκεί ελληνικών και συμμαχικών δυνάμεων, που συνεχίστηκαν και στον Εμφύλιο, την καθιστούν μύθο -«η Τραγουδίστρια της Νίκης»-, άρρηκτα συνδεδεμένο, μετά την Απελευθέρωση, με την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου.
Το 1950 αποκτά δικό της θερινό θέατρο, το θέατρο «Βέμπο», που εγκαινιάζεται το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς με την ιστορική πια επιθεώρηση «Βίρα τις άγκυρες» ενώ συνεχίζει τις περιοδείες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό -στις ΗΠΑ θα παραμείνει πάνω από δύο χρόνια. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 αρχίζει να αραιώνει τις εμφανίσεις της -η φωνή της κάμπτεται νωρίς και η δημοφιλία της πέφτει- για να αποσυρθεί οριστικά στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Πεθαίνει από εγκεφαλικό επεισόδιο το 1978.
Στην παράσταση «Η Μαρινέλλα συναντά την Βέμπο» ο Πέτρος Ζούλιας, που υπογράφει το κείμενο, βασισμένο σε έρευνα του Λάμπρου Λιάβα, θέλησε να υλοποιήσει σκηνικά τη ζωή αυτή και την καριέρα της Βέμπο σε ένα λαϊκό θέαμα. Το κείμενο όμως αποδεικνύεται σαθρό και το έργο «λίγο». Η εντύπωσή μου είναι πως είτε η Μαρινέλλα είτε οι συντελεστές και οι παραγωγοί φοβήθηκαν μία θεατρική βιογραφία της Βέμπο στην οποία η Μαρινέλλα, όπως είναι σήμερα, θα την ενσάρκωνε από τα 23 χρόνια της μέχρι το θάνατό της. Και επελέγη η χωρίς ίχνος θεατρικότητας λύση η Μαρινέλλα σε πρώτο πρόσωπο -ως Μαρινέλλα- να εκφράζει τη λατρεία της για την Βέμπο της οποίας τη ζωή, κατά κάποιο τρόπο, να «αφηγείται». 
Αλλά δεν πρόκειται ούτε για αφήγηση ακριβώς. Με τη νεαρή Βέμπο παρούσα βουβή (η Βέμπο βουβή! Οποία λύση!) επί σκηνής, στη δράση -τρόπος του λέγειν...- αλλά με την Μαρινέλλα να τραγουδάει τα τραγούδια της -όπως και κάποιοι άλλοι από τους ηθοποιούς- και με τα δύο πρόσωπα να μπλέκονται άτσαλα, το αποτέλεσμα κειμενικά θυμίζει αδέξιο σενάριο ραδιοφωνικής εκπομπής. Έχω την εντύπωση πως ο αντιθεατρικός τίτλος «Η Μαρινέλλα συναντά την Βέμπο» που μάλλον σε τίτλο δίσκου παραπέμπει -η Μαρινέλλα, άλλωστε, έχει βγάλει δίσκο το 1980 με τραγούδια της Βέμπο- βρέθηκε εκ των υστέρων για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.
Η αμηχανία του κειμένου κάποιες στιγμές γίνεται έκδηλη -η επινόηση ενός ήρωα με το όνομα Παυλάρας, που από ηθοποιός γίνεται διευθυντής σκηνής και μόνιμος συνεργάτης και ακόλουθος της Βέμπο, και της γυναίκας του Μαρίκας μοιάζει εντελώς ξεκάρφωτη και περιττή και δεν εξυπηρετεί παρά, ίσως, κάποιες αφηγηματικές ανάγκες σύνδεσης των, ασύνδετων πάντως, σκηνών. Τόσο ξεκάρφωτη και αδέξια, που, ιδιαίτερα, με την πρώτη, κοινή σκηνή των δύο, να νομίζω πως κάποια άλλη σκηνή που τη συνέδεε με τις υπόλοιπες παραλήφθηκε ή πως εγώ αφαιρέθηκα και δεν κατάλαβα πώς συνδέεται…
Και φυσικά πρόκειται για μία αγιογραφία η οποία υπερτονίζει τη χειρονομία της Βέμπο να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού της που βρισκόταν στην οδό Στουρνάρα, πλάι στο Πολυτεχνείο, και να προσφέρει καταφύγιο στους διωκόμενους και τραυματισμένους φοιτητές τον Νοέμβριο του 1973, τη νύχτα της εξέγερσης κατά της χούντας, και τη συμμετοχή της στη γιορτή για την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 ενώ αποσιωπά τη συμμετοχή της σε εορταστικές εκδηλώσεις της χούντας.
Η παράσταση Ο Πέτρος Ζούλιας με τη σκηνοθεσία του δεν μπόρεσε να τιθασσεύσει αυτό το ατελές κείμενό του. Κόσμος μπαινοβγαίνει, παρατάσσεται, λέει λόγια στον αέρα, χωρίς κάτι, πλην ελαχίστων στιγμών -όπως η σκηνή με την Βέμπο μέσα στην τεράστια φούστα-σκηνικό-, να σε απογειώνει, σε μία παράσταση που παρατραβάει σε διάρκεια -σχοινοτενής...
Την κατάσταση σώζουν ο Φωκάς Ευαγγελινός -όχι πάντοτε…- με τις χορογραφίες του και ο Γιώργος Γαβαλάς και ο Γιάννης Μουρίκης με τα απλά αλλά λειτουργικά σκηνικά τους, φωτισμένα ευπρεπώς από την Ελευθερία Ντεκώ. Άνισα βρήκα αυτή τη φορά τα κοστούμια της Εύας Νάθενα. Μερικά πολύ καλόγουστα και εντυπωσιακά, μερικά -ανάμεσά τους και της Μαρινέλλας/Βέμπο-, όχι ιδιαίτερα κομψά και επιτυχημένα ενώ οι στρατιωτικές στολές ολίγον κρέμονται σαν τσουβάλια.
Δεν με ενθουσίασε και το μουσικό μέρος. Στην παράσταση ακούγεται, σε  μουσική επιμέλεια Λάμπρου Λιάβα επίσης, ένα πλήθος ανθεκτικών στο χρόνο -ή, τέλος πάντων, ικανών να ξυπνήσουν τη νοσταλγία- τραγουδιών -Ραπίτης, Ριτσιάρδης (και όχι Ριτσιάδης, όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα), Γιαννίδης, Σουγιούλ, Χαιρόπουλος, Μουζάκης, Θεοφανίδης, Χατζιδάκις και άλλοι, ήτοι ο αφρός του προπολεμικού και του αμέσως μεταπολεμικού τραγουδιού- αλλά τις ενορχηστρώσεις του Γιώργου Ζαχαρίου και την εκτέλεσή τους από την, υπό τη διεύθυνσή του, -ζωντανή- ορχήστρα δεν τις βρήκα εμπνευσμένες.
Πάντως η παραγωγή, πολυπρόσωπη, καλά οργανωμένη, χωρίς μιζέριες, ομολογώ πως σέβεται το κοινό. Και πως, ευτυχώς, το κιτς είναι απόν.
Η διανομή. Στο «έργο» δεν υπάρχουν ρόλοι παρά ηθοποιοί που φέρουν τα ονόματα υπαρκτών ή φανταστικών προσώπων  Και κανένας ηθοποιός, βέβαια, δεν μπορεί να κριθεί εύκολα όταν παίζει μη ρόλο.
Η Μαρινέλλα έχει άνεση, αμεσότητα, καλή κίνηση και ένα αναμφισβήτητο σκηνικό κύρος -πατάει γερά το σανίδι. Αλλά η εξ αναμνήσεων υποκριτική της είναι πεπαλαιωμένη και εντελώς στοιχειώδης. Όσο για τη φωνή της, τη χειρίζεται μεν έξυπνα αλλά οι δυνατότητές της έχουν πια αισθητά περιοριστεί: έχει κάπως στεγνώσει και το τέλος της μουσικής φράσης δεν είναι πια δυνατό να κρατηθεί σταθερό.
Ο πολύ καλός Αντώνης Λουδάρος εδώ όχι απλώς δεν έχει ρόλο και ευκαιρίες αλλά δεν έχει καν πουθενά να πατήσει, δεν έχει λόγο ύπαρξης στη σκηνή. Και αμηχανεί. Η καλή καρατερίστα Νεφέλη Ορφανού αφήνεται, αυτή τη φορά, όπως και άλλοτε, σε υπερβολές Από τους υπόλοιπους -πού να τους διακρίνω και να τους προλάβω και να τους αναγνωρίσω όλους… - ξεχώρισα κάπως τον Τάσο Κωστή, τον Χρήστο Πλαΐνη, την Ελένη Καρακάση, τον Κώστα Βελέντζα, την Χριστίνα Αλεξανιάν. Λυπήθηκα την εξαίρετη ηθοποιό Αγορίτσα Οικονόμου που έχει υποχρεωθεί, φορώντας μία κάκιστη περούκα, να παραμένει βουβή, με ένα μόνιμο, γλυκερό χαμόγελο αμηχανίας, ως Νεαρή Σοφία Βέμπο.

Από τη διανομή κρατώ μόνον την Στέλλα Γκίκα -πολύ πειστική μητέρα Πηνελόπη- και τον Χρήστο Στέργιογλου/Τραϊφόρο. Επίσης χωρίς ρόλο και κείμενο είναι, εντούτοις, στο στοιχείο του: προσωποποιημένη η χάρη, ανάλαφρος, ευλύγιστος, με χιούμορ, με καλή και πολύ καλά διατηρημένη φωνή, κερδίζει τις εντυπώσεις. Τον χάρηκα.
Το συμπέρασμα.  Μία χορταστική και καλόγουστη παραγωγή χωρίς κείμενο σε μία αμήχανη σκηνοθεσία.

Θέατρο «Badminton»/Κεντρική Σκηνή, 20 Φεβρουαρίου 2014.

February 20, 2014

Κρατική Ορχήστρα Αθηνών: Το Μεγάλο Σκάνδαλο



Το Τέταρτο Κουδούνι / 20 Φεβρουαρίου 2014





Ανέλαβε -καλλιτεχνικός διευθυντής- μια Κρατική Ορχήστρα Αθηνών μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας -μια ορχήστρα επαρχιώτικου, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, επιπέδου. Πριν από τρία χρόνια -το 2011. Ο Βασίλης Χριστόπουλος. Νεότατος -στα 36 του. Με πείρα -αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νοτιοδυτικής Γερμανίας, στην Κονσταντία, απ’ το 2005. Μέσα σε μικρό διάστημα την ανάστησε την Κ.Ο.Α. Εν μέσω κρίσης. Ανανέωσε τους μουσικούς της, οργάνωσε προγράμματα με άξονα, εξαιρετικά ενδιαφέροντα, κάλεσε ταλαντούχους νέους μαέστρους να τη διευθύνουν εκτός απ’ τον ίδιο, έλληνες και ξένους, σεβάστηκε τους παλαιότερους, πρόβαλε τους έλληνες συνθέτες, έκανε πειράματα τολμηρά, έκανε μείξεις απρόσμενες αλλά καρποφόρες… Η Κ.Ο.Α. απέκτησε φαν. Φανατικούς φαν. Η επιτυχία είναι πανθομολογούμενη.
Σας έγραφα την περασμένη Πέμπτη στο «Τέταρτο Κουδούνι» περί της αδιαφορίας του υπουργείου Πολιτισμού(;) για τα οικονομικά της Ορχήστρας –και κατ’ επέκταση για την τύχη της. Και πως ως προς την ανανέωση της θητείας του Βασίλη Χριστόπουλου που λήγει τον Μάιο ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Ο αρμόδιος(;) υπουργός ούτε που δέχεται τον καλλιτεχνικό διευθυντή ο οποίος ζήτησε να τον δει ούτε απάντησε σε επιστολή του με την οποία ο Βασίλης Χριστόπουλος του ζήτησε να διευκρινίσει τις προθέσεις του -καλλιτέχνης είναι αλλά είναι κι επαγγελματίας και θέλει να ρυθμίσει το μέλλον του.
Έπεσα έξω. Δεν πρόκειται για αδιαφορία. Πρόκειται για κάτι ΠΟΛΥ χειρότερο. Για εσκεμμένη αποστασιοποίηση πρόκειται. Διότι, έμαθα, μηχανεύεται μη ανανέωση της θητείας του Χριστόπουλου και αντικατάστασή του από εκλεκτό μέλος της Νέας Δημοκρατίας και ευνοούμενο του πρωθυπουργικού γραφείου. Πώς έγινε στα κρατικά Θέατρα που μοίρασαν πόστα οι συγκυβερνώντες; Βέβαια εκεί δε διεπράχθη «φόνος» εκ προμελέτης. Απλώς ο παντός «καιρού» Σωτήρης Χατζάκης με στοργή μετακινήθηκε απ’ το ΚουΘουΒουΕ στο Εθνικό κι ο Γιάννης Βούρος πήρε τη θέση του. Τώρα σκοπεύουν –ναι, οι «Αδιάφθοροι»…- να εκτελέσουν εν ψυχρώ τον απόλυτα επιτυχημένο Χριστόπουλο και να τον αντικαταστήσουν μ’ έναν «δικό τους». Δε ντρέπονται; Τσίπα δεν έχουν; Ως πότε θα διαιωνίζεται αυτή η νοοτροπία;. Και αν ΑΥΤΟ δεν είναι ΣΚΑΝΔΑΛΟ, τότε ποιο είναι; Ελπίζω οι συνάδελφοί (μου), εκείνοι τουλάχιστον που ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ, να ξεσηκωθούν.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…




Είδα και τον Μιχάλη Χατζηγιάννη να κάνει μιούζικαλ -το «Annie». Να ερμηνεύει τον δισεκατομμυριούχο Γουόρμπακς με χεράκια ξύλινα, σφιγμένα σε γροθίτσες. Και να χορεύει! Και την Κατερίνα Παπουτσάκη να παίζει τη Δεσποινίδα Φαρέλ σαν Γεωργία Βασιλειάδου. Τι άλλο να θέλω; Νυν απολύεις τον δούλον σου…



«Είναι λογικό να μην μπορούν ακόμα οι Έλληνες να νοιώσουν την ανάπτυξη» δήλωσε ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.
Ε, ναι, δεν μπορείς να νοιώσεις τη γλύκα της αμέσως, στην αρχή πονάει…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…



Το Θεατρικό Μουσείο έχει εγκαταλειφθεί στην τύχη του. Γράψαμε, γράψαμε, ξαναγράψαμε για την αθλιότητα που διεπράχθη εις βάρος του να του κοπεί η επιχορήγηση, είπαν, είπαν οι ίδιοι του Μουσείου, ξανά και ξανά, πολλά, πολλοί ήταν που συμπαραστάθηκαν, προσπάθησαν επί κάποιο διάστημα οι εργαζόμενοι που ’χουν κάνει επίσχεση εργασίας να το κρατήσουν εθελοντικά ανοιχτό για δυο μέρες τη βδομάδα, το αυτί κανενός υπουργού Πολιτισμού(;) δεν ίδρωσε. Η πανεπιστημιακή κι η θεατρική κοινότητα έμειναν χωρίς τις πολύτιμες υπηρεσίες που το Μουσείο πρόσφερε αλλά το θέμα σα να ξεχάστηκε, σα να ’γινε πια καρτερικά αποδεκτό ως αναπόφευκτο πλήγμα της μοίρας.
Το Μουσείο, όμως, έχει περιουσία. Η οποία, κλεισμένη στους τοίχους του ανήλιαγου, με ακατάλληλο φωτισμό, ημιυπόγειου του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων όπου στεγάζεται, ημιυπόγειου που κάθε τόσο πλημμυρίζει, αφημένη στο έλεος των ποντικών, των κατσαρίδων και των τερμιτών -που εμφανίστηκαν προσφάτως ως άλλη μια πληγή του Φαραώ- , χωρίς καμιά συντήρηση σαπίζει, καταστρέφεται. Οι υπολογιστές δε λειτουργούν, οι βάσεις δεδομένων είναι ανενεργές, η ιστοσελίδα με ψηφιακό αρχειακό υλικό, η οποία επιδοτήθηκε απ’ το πρόγραμμα «Κοινωνία της Πληροφορίας» αδρότατα -ευρωπαϊκά λεφτά, οι Ευρωπαίοι επιδοτήσαντες δεν ενδιαφέρθηκαν, δεν ενδιαφέρονται να μάθουν πώς χρησιμοποιήθηκαν και την τύχη του αντικειμένου της επιδότησης; - είναι ανενεργή, η Βιβλιοθήκη του Μουσείου που στεγάζεται σ’ άλλο κτίριο, ενοικιαζόμενο- η αδυναμία καταβολής των σχετικών ενοικίων ήταν που όξυνε το πρόβλημα-, ο πρόεδρος του Μουσείου Κώστας Γεωργουσόπουλος σύρεται σε δίκες…
Το κερασάκι στην τούρτα είναι, όμως, πως το υπό τον Κώστα Γεωργουσόπουλο διοικητικό συμβούλιο απ’ τον Ιανουάριο του 2013 -πάνω από χρόνο- που εξελέγη και συγκροτήθηκε σε σώμα δεν έχει συνεδριάσει -εγκατέλειψε; Οι οκτώ εναπομείναντες εργαζόμενοι, απλήρωτοι απ’ τον Φεβρουάριο του 2012 (!) -δυο χρόνια!-, πήραν την κατάσταση στα χέρια τους κι έστειλαν υπόμνημα στο υπουργείο Πολιτισμού(;).
Τι θα γίνει; Είμαι περίεργος να δω η ως πού θα φτάσει η αδιαφορία. Μέχρι που οι τερμίτες και τα ποντίκια να ροκανίσουν τα κοστούμια της Κυβέλης και της Κοτοπούλη και του Βεάκη και να κάνουν σκόνη τα θεατρικά προγράμματα που ’χουν διασωθεί απ’ τον 19ο αιώνα; Ντροπή! Τσίπα δεν υπάρχει; (Το ’γραψα και παραπάνω αλλά φαίνεται πως όντως δεν υπάρχει…).





Ο Ευαγγελισμός, προ των εκλογών δεν είναι; Το Πάσχα, προ των εκλογών δεν είναι; Ε, μετά το Άγιον Όρος, και στα Ιεροσόλυμα τον βλέπω προσεχώς τον πρωθυπουργό μας. Να μας μεταφέρει το Άγιον Φως. Μέχρι και γονυπετή ν’ ανεβαίνει σούρνοντας τα σκαλιά στην Παναγία της Τήνου. Με μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι των δημοσκοπήσεων. Κάνοντας, πάντα, την εκτίμηση ότι «η χώρα αφήνει πίσω της τις ημέρες της δοκιμασίας». (Πόσο ακριβώς πίσω, δηλαδή;).
Σώσον, Κύριε, τον Σαμαράν σου.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…




«Μου άρεσε», «δε μου άρεσε», «ήταν μια καλή παράσταση», «είχε ελλείψεις», «ήταν άρτια», «ήταν καλά δουλεμένη»…: κουβέντες του αέρα, φράσεις άχρηστες, άκαιρες, περιττές -πάνω και πέρα απ’ τη συγκεκριμένη παράσταση που είδα σε μια αίθουσα του νοσοκομείου «Άγιος Παύλος» των Φυλακών Κορυδαλλού. Από οροθετικούς -φορείς του AIDS- κρατούμενους. Μια παράσταση που την οργάνωσε η ομάδα «Τεχνοδρομώ» -ομάδα εθελοντών που ιδρύθηκε απ’ τον ηθοποιό Γιάννη Νικολόπουλο το 2010 με κύριο στόχο να προσεγγίσει, μέσω του θεάτρου και άλλων τεχνών, ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες και να λειτουργήσει θεραπευτικά και επικουρικά στην κοινωνική ένταξή τους. Μια ομάδα που πρέπει να τη βοηθήσουν(-με) να συνεχίσει με καλύτερες συνθήκες.
Το έργο -«Κ», ο τίτλος του- το υπέγραφε ο ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας πια Τσιμάρας Τζανάτος και συγκροτήθηκε πάνω σε ιστορίες των οροθετικών και χρηστών κρατουμένων -πλάι τους. Τη σκηνοθεσία είχε αναλάβει η επίσης ηθοποιός Άννα Χατζηχρήστου. Ενάμιση χρόνο δούλεψε μαζί τους με βοηθό της -ηθοποιός κι αυτή- την Ειρήνη Ιωάννου που ήταν και στη «σκηνή» κρατώντας και το ρόλο του υποβολέα. Το αποτέλεσμα, που εισπράξαμε καμιά τριανταριά άτομα και πλάι μας, καθισμένοι κατάχαμα, καμιά εικοσαριά ακόμα απ’ τους οροθετικούς κρατούμενους που δεν έπαιζαν αλλά είχαν «δανείσει» τις ιστορίες τους, δεν περιγράφεται με τους συνήθεις όρους. Σε συνέτριβε. Σαν οδοστρωτήρας..
Εκείνο που εισέπραξα πάνω απ’ όλα και που κράτησα ήταν η σχέση της Άννας Χατζηχρήστου με τους άντρες αυτούς που ζούνε σε «γκέτο», απομονωμένοι απ’ τους άλλους κρατούμενους, σε συνθήκες που λίγο-πολύ όλοι γνωρίζουμε ή φανταζόμαστε. Σκηνοθέτρια; Τι θα πει αυτό; Μάνα, αδελφή, ψυχή τους, άγγελός τους είναι το σωστό. Το γλυκό, αναγεννησιακό της πρόσωπο με τα γαλάζια μάτια έλαμπε συγκινημένο όταν, μετά την παράσταση και το χειροκρότημα και τα «μπράβο», την αγκάλιαζαν, τη φιλούσαν και τη σήκωναν, ένας-ένας, και τη στριφογύριζαν στον αέρα. Αυτή είναι δικαίωση! Δικαίωση ζωής. Εγώ, ως θεατής, πέρα από συνειρμούς και μνήμες οδυνηρές που μου ανέσυρε το γεγονός αυτό, ένοιωσα αμήχανος. Ένοιωσα ντροπή. Που παραβίαζα μια σχέση ιερή με την παρουσία μου. Ένοιωσα σα θεατής στην παράσταση του «Μαρά/Σαντ».
Δε θα την ξεχάσω την παράσταση αυτή. Ποτέ. Εμπειρία θα την έλεγα. Μεγάλη εμπειρία. Αλλά ντρέπομαι να συλλέγω εμπειρίες από ανθρώπους τόσο πληγωμένους, τόσο πονεμένους -έτσι είναι, κι ας πλήγωσαν κι ας πόνεσαν κι εκείνοι άλλους. Από ανθρώπους που εξομολογούνται: «Τη μέρα που πήρα τις εξετάσεις και πήγα σπίτι, η μάνα μου δε με αγκάλιασε όπως τις άλλες φορές. Φαΐ μού ’βαλε να φάω. Αλλά, μετά, πέταξε το πιάτο στα σκουπίδια». Εκεί, μόνο να σωπάσω πρέπει.
Θα χαιρόμουνα, πάντως, μια μέρα να πετύχω στο θέατρο τον Σταύρο. Που μου είπε πως, «πριν», έβλεπε θέατρο, πως του αρέσει και πως βλέπει και τώρα, όταν παίρνει άδεια.



Το τελευταίο –σπαρταριστό- ανέκδοτο: Ζήτημα «ωρών και ημερών» θα ’ναι απ' τα μέσα του 2015 η απονομή της σύνταξης για διαδοχική ασφάλιση κι «όχι μηνών ή ετών, όπως είναι σήμερα, καθώς θα έχει ολοκληρωθεί η ψηφιοποίηση του ασφαλιστικού βίου κάθε εργαζόμενου» τόνισε σε συνέντευξή του στο Α.Π.Ε.-Μ.Π.Ε. ο υφυπουργός Εργασίας Βασίλης Κεγκέρογλου, όπως διάβασα.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

February 19, 2014

Θεόδωρος Κουρεντζής: έτοιμος για τη χορεία των Μεγάλων ή Ανάμεσα στον ψίθυρο και στη σιωπή


Θα ξεκινήσω το κείμενο με μία απόλυτη γνώμη. Πιστεύω -κι ας είναι αμφιλεγόμενος, ειδικά στα ελληνικά μουσικά χωρικά ύδατα… -πως ο έλληνας αρχιμουσικός Θεόδωρος Κουρεντζής με τη διεθνή πια καριέρα δεν είναι απλώς χαρισματικός. Πιστεύω -και επιμένω- πως αποτελεί Εθνικό μας Κεφάλαιο. Και πιστεύω, επίσης -ακράδαντα-, πως είναι ό,τι σημαντικότερο έβγαλε η Ελλάδα στον τομέα αυτό μετά τον Δημήτρη Μητρόπουλο. Ο χρόνος θα δείξει αν θα δικαιωθώ στα... προγνωστικά αυτά.
Η χτεσινή συναυλία του, επικεφαλής της Ορχήστρας και της Χορωδίας Δωματίου «MusicAeterna» που ο ίδιος έχει δημιουργήσει και που εδρεύουν στο Περμ της Ρωσίας, στερέωσε ακόμα πιο γερά τη γνώμη μου.
Ξεκίνησε με το «Dixit Dominus (Ελέησον Κύριε)» (1707), έναν αριστουργηματικό ψαλμό του Τζορτζ Φρίντερικ Χέντελ, καρπό της ιταλικής περιόδου του συνθέτη. Έργο με μελωδίες που ξεπηδούν μέσα από μία βαθιά πνευματικότητα, με συγκρατημένες κορυφώσεις και με αέρινες, εσωτερικότατες πινελιές, αποδόθηκε με απόλυτη γνώση του ύφους -παρά τις ελευθερίες που ο μαέστρος πήρε-, με εξαιρετική προσοχή στις λεπτομέρειες, με αυτοέλεγχο. Η -νεανικότατη- ορχήστρα και η έξοχα δουλεμένη από τον Βιτάλι Πολόνσκι χορωδία, σε πλήρη αυτοσυγκέντρωση, οδηγήθηκαν, μαζί με τους καλούς σολίστ που τα ονόματά τους δεν αναφέρονταν στο πρόγραμμα, μέσα, προφανώς, από εξαντλητική δουλειά, σε μία -έξοχη, κατά τη γνώμη μου- (ανα)δημιουργική ερμηνεία. Τα πιανίσιμι -μεταξύ ψίθυρου και σιωπής-, μαγευτικά.

Το δεύτερο μέρος ήταν αφιερωμένο στον Χένρι Πέρσελ. Με την παρουσίαση, σε μορφή συναυλιακή, του «Διδώ και Αινείας», της πρώτης του (1688) όπερας -σε λιμπρέτο του ποιητή Νέιαμ Τέιτ, βασισμένο στην «Αινειάδα» του Βιργίλιου- και πρώτου έργου που έβαλε την Αγγλία στο χάρτη της όπερας: ο έρωτας της βασίλισσας της Καρχηδόνας Διδώς και του Τρώα Αινεία που μετά την πτώση της Τροίας πλέει για την Ιταλία αλλά οι τρικυμίες τον ρίχνουν στις αφρικανικές ακτές, στην Καρχηδόνα και στην αγκαλιά της Διδώς. Ένας έρωτας που λήγει άδοξα όταν ο Αινείας, παρασυρμένος από έναν ψευτο-Ερμή τον οποίο σκαρώνουν οι μάγισσες που μισούν την Διδώ, την εγκαταλείπει για τον αρχικό προορισμό του και εκείνη πεθαίνει τότε από το μαράζι.

Ο Θεόδωρος Κουρεντζής που κατέχει πολύ καλά το έργο -του οποίου, βέβαια, δεν έχει διασωθεί κανένα μέρος της αρχικής παρτιτούρας αλλά εκ των υστέρων έχει «συγκολληθεί» ώστε να αμφισβητείται η αυθεντικότητά του- διηύθυνε το ειδικευμένο, άλλωστε, στην παλιά μουσική σύνολό του σε μία ερμηνεία της απεγνωσμένης αυτής όπερας συναρπαστική, πολύ πιο ώριμη από το 2007 όταν την παρουσίασε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών: ένα σφιχτό δέσιμο σολίστ, ορχήστρας και χορωδίας και περάσματα, όπως στον Χέντελ, από τον ψίθυρο στην έκρηξη, δεξιοτεχνικά. Με χέρι στιβαρό και βαθύτατη ευαισθησία σε μία και πάλι απολύτως προσωπική ερμηνεία.
Αλλά και οι σολίστ, αν εξαιρέσω τη σουηδή μέτζο Μαρία Φόρστρεμ/Μεγάλη Μάγισσα που τη βρήκα κάπως σκληρή, στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων: ο γερμανός βαρύτονος Τομπίας Μπερντ/Αινείας, η αυστριακής καταγωγής γερμανίδα σοπράνο Άννα Προχάσκα, ο ρώσος μπάσος Βίκτορ Σαποβαλόφ/Ναύτης, με κορυφαία την έξοχη καταλανή σοπράνο Νούρια Ριάλ που έδωσε μία Μπελίντα (σ.σ. η ακόλουθος της Διδώς) κρυστάλλινης διαύγειας.
Όσο για τους φωτισμούς με τους οποίους ο μαέστρος έπαιξε στη διάρκεια της παρουσίασης, τους βρήκα όχι απλώς νόμιμους αλλά ιδέα εξαιρετική: υπέβαλε ατμόσφαιρα.
Η συναυλία έκλεισε με δύο αποσπάσματα επίσης Πέρσελ ως ανκόρ. Εκ των οποίων το πρώτο, ένα α καπέλα, συ-γκλο-νι-στι-κό κομμάτι της χορωδίας, με γοητευτική κίνηση, από την όπερά του «Η ινδιάνα βασίλισσα» που παρουσιάστηκε από τα σύνολα πριν από λίγους μήνες στο Περμ πρώτα, στο Βασιλικό Θέατρο (Τεάτρο Ρεάλ) -την Όπερα- της Μαδρίτης στη συνέχεια, ως συμπαραγωγή, σε σκηνοθεσία Πίτερ Σέλαρς με τον Θεόδωρο Κουρεντζή στο πόντιουμ.     
Το συμπέρασμα: Άλλη μία μοναδική, για μένα, στιγμή από τον Θεόδωρο Κουρεντζή. Η συναυλία, ευτυχώς, επαναλαμβάνεται απόψε. Η πρόκληση: να πάτε χωρίς προκαταλήψεις για να διαπιστώσετε αν υπερβάλω.


Μέγαρο Μουσικής Αθηνών/ Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», 18 Φεβρουαρίου 2014.

February 15, 2014

Πώς ο βαρύς γλυκός καφές κατέληξε πικρός…



Το έργο. Ιταλία, τέλος της δεκαετίας του ’30, ο Μουσολίνι και οι φασίστες του στις δόξες τους. Σε μία επαρχιακή πόλη, οι -τρεις, όσες και του Τσέχοφ- αδελφές Ποστιλιόνι, σε ηλικία μεγαλύτερη, πια, από την –τότε- συνήθη ηλικία γάμου, ορφανές από -αριστοκρατικής καταγωγής- μητέρα, πολύ πρόσφατα ορφανεμένες και από πατέρα -διακεκριμένο δικηγόρο, αυστηρό, παραδοσιακό οικογενειάρχη αλλά αντιφασίστα-, έρχονται, με αφορμή ένα κληρονομικό θέμα που τους έχει προκύψει, σε συνάφεια με τον Εμερεντσιάνο Παροντσίνι, υπάλληλο εφορίας, που, γοητευμένος από τη μεσαία των αδελφών, την Ταρσίλια -είναι εκείνη την οποία θα πρωτοσυναντήσει-, προτείνει να τους βοηθήσει να λύσουν με τον καλύτερο τρόπο το πρόβλημά τους. Ανεπίσημα, φυσικά, και εκτός της δημόσιας υπηρεσίας του. Οπότε και τον καλούν στο -παλιό, λίγο αφημένο αρχοντικό τους- για έναν καφέ ώστε να συζητήσουν το θέμα.
Το πρόβλημα θα λυθεί αλλά ο καφές καθιερώνεται. Κάθε Κυριακή απόγευμα. Ο Παροντσίνι, μέλος του φασιστικού κομματος, που δηλώνει ήρωας του Μεγάλου (Πρώτου Παγκόσμιου) Πολέμου όπου πολέμησε στην πρώτη γραμμή και τραυματίστηκε βαριά -τραυματισμός που του έχει αφήσει αναπηρία, όχι πάντως εμφανή-, αναλαμβάνει να επιλύσει και το ερωτικό πρόβλημα των τριών αδελφών. Οι βλέψεις του, συγκεκριμένες. Έχει περάσει κι αυτός την ηλικία γάμου και θέλει να βολευτεί. Τα οικονομικά των τριών αδελφών δεν του πέφτουν άσχημα. Φλερτάρει και τις τρεις, μοιράζει ελπίδες και τελικά παίρνει την απρόσμενη απόφαση να παντρευτεί τη μεγαλύτερη, την Φορτουνάτα, καθηγήτρια γαλλικών. Ένας φασίστας σε μία αστική οικογένεια που δεν τρελαίνεται για τους φασίστες; Τα σεξουαλικά απωθημένα, όμως, και των τριών έρχονται στην επιφάνεια. Και τον αποδέχονται. Η Ταρσίλια -που καλά-καλά να διαβάζει δεν έμαθε αλλά σπούδασε πιάνο το οποίο όμως εγκατέλειψε-, «επικρατέστερη» υποψήφια, και η ασχημούλα μικρότερη Καμίλα, καθηγήτρια λατινικών, πεθαίνουν βέβαια από ζήλεια γιατί όλες λιγουρεύονταν τον άντρα που έπεσε σαν κομήτης στο σπίτι τους ενώ όλα έδειχναν πως, «κορίτσια» και οι τρεις, δεν θα ξεφύγουν από την μοίρα της γεροντοκόρης.
Δεν θα μείνουν, πάντως, παραπονεμένες. Η Φορτουνάτα δεν θα τα βγάλει πέρα στο ρόλο της συζύγου. Η εκρηκτική σεξουαλικότητα του προικισμένου, άλλωστε, με… υπερμεγέθη προσόντα συζύγου της θα τη βγάλει νοκ άουτ. Ο γιατρός θα συστήσει εγκράτεια και αποχή. Ο ακόρεστος Παλαβιτσίνι θα στραφεί τότε στις άλλες δύο -ένας κόκκορας στο κοτέτσι με τις κότες- οι οποίες εύκολα θα υποκύψουν. Αλλά δεν θα αργήσουν, επίσης εξοντωμένες, να το μετανοιώσουν. Επιπλέον αποκαλύπτεται πως ο «κόκκορας» καθόλου ήρωας δεν υπήρξε. Ούτε στην πρώτη γραμμή, στα μετόπισθεν ήταν. Και ο τραυματισμός του στη σπονδυλική στήλη τυχαία συνέβη. Όσο για την αναπηρία δεν είναι παρά… πριαπισμός που προκλήθηκε από το τραύμα στη σπονδυλική στήλη και απλώς θέλει να τον ικανοποιεί διαρκώς επί… δικαίους και αδίκους, με τη συγκατάθεσή τους ή και χωρίς. Οι τρεις αδελφές συνασπίζονται και, σε συνεργασία με την υπηρέτρια του σπιτιού, που ποτέ δεν τον συμπάθησε, θα τον εξοντώσουν. Αλλά ο φασισμός ποτέ δεν πεθαίνει…
Η «Ομάδα 92» διασκεύασε ελεύθερα (2012) το σενάριο της ταινίας (1970) του Αλμπέρτο Λατουάντα «Έλα να πάρεις τον καφέ σε μας» -ταινίας της εποχής όπου η ανεπανάληπτη ιταλική, δηκτικά σατιρική κινηματογραφική κωμωδία ηθών των δεκαετιών του ’50 και του ’60, παρακλάδι του νεορεαλισμού, είχε αρχίσει κατηφορικά να εξελίσσεται σε «ερωτικά πικάντικη» φάρσα- αλλά σε συνδυασμό με τη νουβέλα «Η μοιρασιά» (1964) του Πιέρο Κιάρα, στην οποία και βασίζεται το σενάριο της ταινίας, νουβέλα που δεν γνωρίζω. Το θεατρικό κείμενο, με τον τίτλο, «Ελάτε σ’ εμάς για έναν καφέ», προσπαθεί -λίγο βεβιασμένα, είναι η αλήθεια, προς το τέλος- να δώσει, τονίζοντας τη φασιστική ιδιότητα του Παροντσίνι, πέραν του σκαμπρόζικου στοιχείου, μία παραβολή της φασιστικής διείσδυσης και να αποκτήσει διαστάσεις μαύρης κωμωδίας.

Η παράσταση. Ο Βασίλης Νικολαΐδης που ανέλαβε τη σκηνοθεσία στάθηκε στο κείμενο αυτό με ιδιαίτερη σοβαρότητα -και δεν εννοώ σοβαροφάνεια. Δημιούργησε τις σωστές συνθήκες εποχής, έδωσε τους πρέποντες γοργούς ρυθμούς -ρυθμοί εξαιρετικοί-, έδωσε τη δέουσα -αλλά καθόλου αυτονόητη στα ανεβάσματα κωμωδιών- προσοχή στις λεπτομέρειες, αποκαλύπτει, για πρώτη, ίσως, φορά, πως διαθέτει τόσο απολαυστικό χιούμορ -αποκορύφωμα τα επιδέξια κλεισίματα του ματιού στις τσεχοφικές «Τρεις αδελφές»-, αναπτύσσει με μέτρο τα ευρήματά του -η σπαρταριστή υπηρέτρια-, χειρίζεται με λεπτότητα το υπονοούμενο και κρατάει τον έλεγχο στις περισσότερες σεξουαλικές σκηνές –θα εξαιρούσα ίσως τη συλλαβιστή ανάγνωση του «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι» από την Ταρσίλια, τη βρήκα περιττή.
Ο Γιάννης Μετζικώφ προσάρμοσε, με γούστο και με τη βοήθεια των σωστών φωτισμών του Αποστόλη Τσατσάκου, τον σκηνικό χώρο. Τα ιδιαίτερα καλόγουστα κοστούμια του έχουν στιλ, έχουν γραμμή, είναι κομψά και καθορίζουν αποφασιστικά την αισθητική της παράστασης. Ουσιαστικός ο ρόλος και της κίνησης που την επιμελήθηκε η Κική Σελιώνη.
Οι ερμηνείες. Η παράσταση ενισχύεται από την καλή –και πολύ καλά οδηγημένη- διανομή. Η Στέλλα Χατζημιχελάκη/Φορτουνάτα, η Μαρία Καρακίτσου/Καμίλα και, κυρίως, η Ιουλία Σιάμου, που παρά το κάποιο σφίξιμό της δίνει μία Ταρσίλια – φιγούρα, κίνηση, λεπτομέρειες…- ιδανική, συγκροτούν ένα άψογο τρίο. Το υποστηρίζει η Ευγενία Μαραγκού, Τερέζα αυθεντική, απολαυστικά κωμική που ποτέ δεν χάνει το μέτρο και που καλώς ο σκηνοθέτης την έχει αβαντάρει.
Ο Θανάσης Κουρλαμπάς, ένας ηθοποιός με πλούσιο τάλαντο και με σοβαρότητα, ο οποίος -κακώς- ολίγον λανθάνει και δεν έχει εκτιμηθεί όσο του πρέπει, με τον Παροντσίνι, έστω και αν ο ρόλος ήθελε ηθοποιό μεγαλύτερης ηλικίας, δίνει μέτρο των δυνατοτήτων του: άψογοι εσωτερικοί ρυθμοί, δεύτερα επίπεδα πέρα από τα προφανή και επιπλέον χιούμορ που πρώτη φορά ανακαλύπτω. Ο Γιώργος Σκυριανός, άψογος και με χιούμορ στον σύντομο ρόλο του Γιατρού, συμπληρώνει το εξαιρετικά εναρμονισμένο σεξτέτο.
Το συμπέρασμα. Μία έκπληξη για μένα. Ο Βασίλης Νικολαΐδης, στα κέφια του, εμπνέει τους ηθοποιούς του. Αν πάτε, θα ευχαριστηθείτε αυτή την κομψή και αστεία παράσταση. Σας τη συνιστώ.

Θέατρο «Φούρνος», από την «Ομάδα 92», 10 Φεβρουαρίου 2014. 

February 13, 2014

Όταν έγραψα στον Τζορτζ ή Η δήλωση της Μεγάλης Ντροπής


Το Τέταρτο Κουδούνι / 13 Φεβρουαρίου 2014

Αξιότιμε κύριε Κλούνι

Απευθύνομαι σε σας ως πολίτης της Ελληνικής Δημοκρατίας. Θα ήθελα, παρακαλώ, να με εξαιρέσετε από τους «όλους τους Έλληνες» που πιστεύει ότι εκφράζει ο υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Πάνος Παναγιωτόπουλος στην -προεκλογική- επιστολή που σας έστειλε για να σας μεταφέρει «ένα εγκάρδιο ευχαριστώ για τη δήλωσή σας κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου του Φεστιβάλ του Βερολίνου, η οποία αφορούσε τα Γλυπτά του Παρθενώνα». Και την οποία είδαμε στο βίντεο ΠΩΣ σας την εκμαίευσαν και ΠΩΣ την κάνατε -εντελώς ξινισμένος και με το ζόρι.
Δεν θα ήθελα να συμμετάσχω με το ζόρι στο γελοίον του όλου επιστολικού πράγματος. Θέλω, επίσης, να σας δηλώσω πως δεν ανήκω στους, κατά τον κ. υπουργό, συμπατριώτες μου που, μαζί με εκείνον προσωπικά, χαίρονται «που συμπλέετε δημόσια με αυτό το αέναο κύμα συμπαράστασης και διεκδίκησης».

Υ.Γ. Ως προς την πρόσκληση που ο κ. υπουργός σάς απηύθυνε, να περάσετε λίγες μέρες στην Ελλάδα, κρατήστε μία πισινή. Μπορεί, τελικά, και να σας αφήσουν εισιτήρια και ξενοδοχεία απλήρωτα και μετά να κυνηγάνε εσάς αεροπορικές εταιρίες και ξενοδόχοι. Το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας μετά βεβαιότητος θεωρείται περιώνυμος μπαταχτσής.

Υ.Γ.2. Ότι μετά από τρεις μέρες, στο Λονδίνο, το γυρίσατε το χαρτί κι επανήλθατε, ένθερμος πια, με αλληλέγγυους, στο θέμα «επιστροφή των Μαρμάρων στην Ελλάδα», τους συμπρωταγωνιστές σας στη νέα ταινία σας, ε, εντάξει… Καινούργια ταινία έχετε, κλεμμένα καλλιτεχνικά αριστουργήματα στον πόλεμο είναι το θέμα της, η προμόσιον της ταινίας αυτά σας ζήτησε να πείτε, που πολύ την εξυπηρετούν για τον ντόρο που θα γίνει, αυτά είπατε, κατανοητό. Εκτός κι αν κάνω λάθος και τους αφήσατε όλους σύξυλους και μελετούσατε το μεσολαβήσαν τριήμερο περί Έλγιν και Μαρμάρων…

Με τους πιο φιλικούς χαιρετισμούς.

Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…



Ημέρες Χατζακιστάν… Στα χέρια μου έφτασε -διότι δεν υπήρχε λόγος να πάω ο ίδιος στη συνέντευξη Τύπου για τις καλοκαιρινές παραστάσεις του Εθνικού που δόθηκε στις 4 Φεβρουαρίου όπου και τη μοίρασαν- η «δήλωση» των ηθοποιών της παράστασης «Πρόβα νυφικού» για το θέμα του αρχικού -τώρα την ανέλαβε ο Σωτήρης Χατζάκης- σκηνοθέτη της Βασίλη Βαφέα ο οποίος απομακρύνθηκε. Δήλωση που οι ηθοποιοί της διανομής -υπάρχουν και κάποιες εξαιρέσεις που δεν υπέγραψαν αλλά δεν ξέρω ποιοι είναι…-, απευθυνόμενοι προς τη διεύθυνση του Εθνικού -τον Σωτήρη Χατζάκη, δηλαδή- μεταξύ άλλων γράφουν στο… τρίτο πρόσωπο: «[…] Ουδόλως η διεύθυνση υπήρξε η αιτία των εντάσεων που οδήγησαν σε αδιέξοδο […]» και «[…] Οφείλουμε δε να πούμε ότι η διεύθυνση υπήρξε καταρχήν συναινετική, υπογραμμίζοντάς μας τη σημαντικότητα του προσώπου του σκηνοθέτη μας προσπαθώντας να χαμηλώσουν οι τόνοι…». Σα να πρόκειται να διαβάσουν το κείμενο, που κάνει μπαμ πως στόχος του είναι να ξελασπώσει το διευθυντή, τρίτοι -διότι ποιος ο λόγος να στείλουν τη δήλωση στη διεύθυνση; Τρίτοι οι οποίοι ακριβώς απεδείχθη πως ήταν οι δημοσιογράφοι στους οποίους και μοιράστηκε! Ναι!

Μπορεί, όντως, οι ηθοποιοί να τα πίστευαν και να τα πιστεύουν αυτά και να ’ναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Δε δικαιούμαι να το αμφισβητήσω. Αλλά, εμένα προσωπικά, η δήλωση αυτή μου θύμισε τον παλιό καλό καιρό -δεκαετίες του ’50 και του ’60…- που αναγκάζονταν οι αριστεροί να υπογράψουν -και τους έλεγαν «δηλωσίες»- δηλώσεις νομιμοφροσύνης οι οποίες δημοσιεύονταν στις εφημερίδες. Ή τα χρόνια της χούντας που ’στελναν τηλεγραφήματα «συμπαράστασης» στην «Εθνική Κυβέρνηση», τα οποία επίσης δημοσιεύονταν στις εφημερίδες. Και ντράπηκα πολύ. Και αναρωτήθηκα ποιος συνέταξε τη θλιβερή αυτή δήλωση, πρωτοκολλημένη, μάλιστα -για να γίνει πιστευτή;- απ’ το Εθνικό. Δήλωση για την οποία η μόνη κατάλληλη λέξη που βρήκα για να τη χαρακτηρίσω είναι «κατάπτυστη». Και η οποία επίσης μου θύμισε ανάλογες πρόσφατες πρακτικές που είχαν εφαρμοστεί στο ΚουΘουΒουΕ. Επί διεύθυνσης Χατζάκη. Επίσης.


«Με πρωτογενές πλεόνασμα 811 εκατ. ευρώ έκλεισε και ο Ιανουάριος του 2014, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία που ανακοίνωσε […] ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας», διάβασα. Και δεν ξέρω τι ακριβώς πρέπει να κάνω. Να χαρώ;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…




Πάει πλέον η εποχή που τα –ελληνικά- κρατικά Θέατρα είχαν ανσάνμπλ (ηθοποιών)... Η εποχή των σταρ ανατέλλει ξανά. «Πρωταγωνιστούν Κοραλία Καράντη, Μέμος Μπεγνής»: προτάσσεται -ευτυχώς μετά απ’ το όνομα του σκηνοθέτη τουλάχιστον- στο δελτίο Τύπου του ΚουΘουΒουΕ για «Το γλυκό πουλί της νιότης» του Τενεσί Γουίλιαμς που οσονούπω ανεβάζει εκεί ο Βασίλης Νικολαΐδης. Πρώτο –και μόνο;- μέλημα πια: Τι «πουλάει». Απροκάλυπτα.



Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό τον Βασίλη Χριστόπουλο και η Καμεράτα-Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής (που με πολλά ονόματα εμφανίζεται τελευταία και μ’ έχει μπερδέψει) υπό τον Γιώργο Πέτρου, κατά γενική κι όχι προσωπική μόνο διαπίστωση, είναι στην καλύτερη στιγμή τους. Αλλά παραπαίουν οικονομικά. Στην ΚΟΑ μάλιστα φτάνει η λήξη της θητείας του καλλιτεχνικού διευθυντή της αρχιμουσικού Βασίλη Χριστόπουλου -αυτού ακριβώς του νεότατου στον οποίο οφείλεται το θαύμα της αναγέννησης και της εκτόξευσης της Ορχήστρας- κι ούτε φωνή ούτε ακρόαση ακόμα. Αλήθεια, θα τις αφήσουν έτσι τις δυο ορχήστρες μας οι επί του Πολιτισμού «αρμόδιοι» που αερολογούν; Δεν είναι αίσχος απλώς. Είναι ε-γκλη-μα-τι-κό! Αιδώς!
Αλλά θα μου αντιτείνετε: είδες τον υπουργό Πολιτισμού -τον τρέχοντα ή κάποιον απ’ τους προηγούμενους- σε συναυλία της Κρατικής ή της Καμεράτας; Ομολογώ πως όχι -λέτε να μου ξέφυγε;. Αλλά εκείνο που ξέρω είναι πως μόνο όπου πέφτει φλας και κάμερα και γκλαμουριά εμφανίζονται και κάτι ανόητες, κούφιες δηλώσεις κάνουν και κάτι ψευτοϋποσχέσεις δίνουν και κάτι ξεχασμένα απ’ τον Θεό Ελληνικά Ιδρύματα Πολιτισμού θυμούνται και μην τους ξανάδατε… Η Ξεφτίλα. Αναρωτιέμαι ΠΟΙΟΥΣ συμβουλεύονται- γιατί σαφώς ιδέα, μα ιδέα δεν έχουν περί των θεμάτων της «αρμοδιότητάς» τους. Και θα ’ρθουν να ζητήσουν και την ψήφο μας προσεχώς. Και θα κάνουν και συγκέντρωση προεκλογική με καλεσμένο τον πνευματικό κόσμο, τον κόσμο «του πνεύματος και των τεχνών» που λένε, Ε, ρε μούντζα που αρμόζει στην περίπτωση.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…




Η παράσταση πήγε φούντο και ήδη κατέβηκε. Συμβαίνουν αυτά. Αλλά έμεινα με την απορία: Και οι τρεις έχουν γράψει μια μικρή ή μεγάλη ιστορία στο ελληνικό θέατρο. Δεν κατάλαβα γιατί ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος που υπέγραψε τη σκηνοθεσία κι ο Άγγελος Αντωνόπουλος κι ο Αντώνης Καφετζόπουλος που πρωταγωνιστούσαν στους ρόλους των δυο ηλικιωμένων γκέι του «Κάτω από τη σκάλα» του Τσαρλς Ντάιερ, το οποίο παίχτηκε στο «Ζίνα», δέχτηκαν να συνδέσουν τ όνομά τους με το φιάσκο αυτό και να συμπράξουν στο φιάσκο αυτό.


Ε, ναι, στερημένη η καημένη η Κινέζα… Για την πρώην κυρία Ρούπερτ Μέρντοκ ομιλώ. Με το σάψαλο πλάι της για καμιά δεκαπενταριά χρόνια, λογικό να της φαίνεται πλέον λουκούμι ο Τόνι Μπλερ. 
«Είναι τόσο γοητευτικός και τα ρούχα του τόσο όμορφα. Έχει τόσο ωραίο σώμα και πραγματικά πολύ όμορφα πόδια. Και κώλο...» έγραφε -υποτίθεται σε κάτι σαν ημερολόγιο.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…



Παίζονται ταυτόχρονα σε δυο αθηναϊκές σκηνές: «Οι δανειστές» του Όγκουστ Στρίντμπάργ (μη θορυβήστε, έψαξα τη σωστή προφορά στα σουηδικά και τόσο κόπο δεν μπορώ να τον αφήσω να πάει χαμένος…). Στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» (του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου) απ’ το θίασο «Knot» σε σκηνοθεσία Θέμελη Γλυνάτση 
με τους ηθοποιούς Νέστορα Κοψιδά, Σοφία Μαραθάκη, Αλεξάνδρα Ντεληθέου και Συμεών Τσακίρη. Και στο «Διάχρονο» (της Μαίρης Βιδάλη) με τον υπότιτλο «Σπουδή 3 Στρίντμπεργκ», σε, όπως αναφέρεται, διδασκαλία Ζαχαρία Ρόχα με Παύλο Ευαγγελόπουλο, Τέτη Σχοινάκη, Μάνο Αντωνίου. Δυο, προφανώς, εκ διαμέτρου διαφορετικές σκηνοθετικές απόψεις.


Το τελευταίο ανέκδοτο: «Ο σχεδιασμός είναι το Κτηματολόγιο να έχει ολοκληρωθεί το 2020 σε έξι χρόνια από σήμερα», δήλωσε ο υπουργός Περιβάλλοντος Γιάννης Μανιάτης.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...