August 25, 2019

Περί Κάλλας και «Νόρμας»: «Ένα παλιό κείμενό της»...

Στη χτεσινή «Καθημερινή» δημοσιεύτηκε ένα κείμενο με τον τίτλο «Όταν η Κάλλας τραγούδησε στην Επίδαυρο», με την υποσημείωση, μάλιστα, «*Χρησιμοποιήθηκε υλικό από τις εξής πηγές: ‘Κωστής Μπαστιάς’ του Γιάννη Κ. Μπαστιά, εκδ. Καστανιώτη και ‘Νόρμα: Η ελληνική της διαδρομή’, Σοφία Κομποτιάτη». Μέσα στο κείμενο διάβασα: «‘Ζούσε τον έρωτά της μαζί του’, θυμάται η Κική Μορφονιού, η Ανταλτζίζα εκείνης της παράστασης, σε ένα παλιό κείμενό της στην εφημερίδα ‘Τα Νέα’. ‘Κάθε απόγευμα την έφερνε στο θέατρο, στην πρόβα με την ορχήστρα ερχόντουσαν χεράκι-χεράκι, παρακολουθούσε όλη την πρόβα και μετά την έπαιρνε και φεύγανε. Την έβλεπες πως ήταν ευτυχισμένη’». Επειδή η αντιδεοντολογική αγένεια ενδημεί πλέον στο χώρο που ονομάζουμε δημοσιογραφία, αναρτώ το «ένα παλιό κείμενό της στην εφημερίδα ‘Τα Νέα’». Δημοσιεύτηκε, με την υπογραφή μου, μετά από εξαντλητική έρευνα, στις 21 Αυγούστου 2010 στα «Νέα» και αναρτήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2017 στο totetartokoudouni.blogspot.com.



August 14, 2019

Της «κακομοίρας»... ή Η χαρά του πλαστικού χειρουργού... ή Τα likes στην αλητεία



Το Τέταρτο Κουδούνι / 14 Αυγούστου 2019 

Απ’ τις 18 Μαΐου είχε να εμφανιστεί «Το Τέταρτο Κουδούνι». Σχεδόν τρεις μήνες. Δε σας ξέχασε όμως. Ιδού λοιπόν!




Δε συνηθίζω να γλείφω -το απεχθάνομαι. Συνηθίζω -όσο, μάλιστα, γερνάω όλο και περισσότερο- να γράφω και να λέω την αλήθεια (μου) -μ’ ό,τι αυτό συνεπάγεται... Αυτή θα γράψω και τώρα.
Τον ξέρω από παιδί σχεδόν. Τον εκτιμώ πολύ -όπως εκτιμούσα και τον πατέρα του φιλόλογο, κριτικό θεάτρου, θεωρητικό, συγγραφέα, Δάσκαλο Τάσο Λιγνάδη, όπως εκτιμώ και τον αδελφό του φιλόλογο, μεταφραστή, δάσκαλο Γιάννη Λιγνάδη- ως ηθοποιό. Έχω στις παρακαταθήκες μου τη φωνή του -και τον τρόπο που ΞΕΡΕΙ να τη χειρίζεται όταν διαβάζει- απ’ την εποχή που συχνά διάβαζε στην εκπομπή «Το Βιβλίο στο Μικρόφωνο» την οποία είχα κάθε Σάββατο, απ’ το ’83 έως το ’91, στην ΕΡΑ1 -χρόνια ονειρεύομαι πως κάποια κείμενα που λατρεύω θα τα διαβάσει, όταν την κάνω οριστικά (και μη γελάτε...), στην (πολιτική) κηδεία μου. Τον έχω εκτιμήσει πια και ως σκηνοθέτη -κι ας μην έχω διστάσει να επικρίνω κάποιες επιλογές του. Αλλά, πέραν αυτών, έχει τις γνώσεις, έχει το σθένος, έχει την ευαισθησία, έχει την Αγάπη για το αντικείμενο -το Θέατρο: η επιλογή του Δημήτρη Λιγνάδη στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου ήταν προαναγγελθείσα αλλά είναι και αξιοκρατική -θα μπορούσε να προκύψει κι από προκήρυξη της θέσης. Καλορίζικος! Το θέμα είναι και να πολιτευτεί αξιοκρατικά. Να δούμε, εκτός απ’ το ότι ΞΕΡΕΙ, αν ΜΠΟΡΕΙ. Να του δώσουμε το χρόνο; Δεν τον δικαιούται; Πέραν απ’ τις πολιτικές πεποιθήσεις του και πέραν απ’ τις πολιτικές μας πεποιθήσεις, να τον αφήσουμε να δουλέψει; Και ΜΕΤΑ να τον κρίνουμε για τις αποφάσεις και τα πεπραγμένα του -να τον λατρέψουμε αναντίρρητα κι ασυζητητί ή να τον ξεσκίσουμε, όπως συνηθίζεται; Ε;

Για ένα φοβάμαι: ότι τα καθήκοντά του μπορεί να ανακόψουν την κατακόρυφη πορεία του ως Ηθοποιού. Γιατί τον θεωρώ κορυφαία υποκριτική μονάδα του θεάτρου μας κι είναι άδικο, στην πιο ώριμη στιγμή του, να εμποδιστεί απ’ τα διευθυντικά καθήκοντά του. 
Για ένα χαίρομαι -επιπλέον: ότι η υπουργός, με την ανακοίνωση του διορισμού του, προαναγγέλλει την καθιέρωση προκήρυξης της θέσης για τον επόμενο καλλιτεχνικό διευθυντή. Που θα γίνει -ελπίζω...- ΈΓΚΑΙΡΑ. Κι όχι βεβιασμένα. Και θα ισχύει για όλους στις ανάλογες θέσεις.  




Ο Στάθης Λιβαθινός, πάντως, που δεν ανανεώθηκε η θητεία του, αποχωρεί με ψηλά το κεφάλι, παρά τους πολέμους που δέχτηκε, και με το καμάρι ότι η τελευταία χειμερινή σεζόν του στο Εθνικό, ήταν κι η καλύτερη (Φωτογραφία: Βαγγέλης Ζαβός).



Διψάει το facebook. Ψοφάει το facebook. Για αντιπαραθέσεις. Αντιπαραθέσεις μέχρι διαμάχες, μέχρι καυγάδες, μέχρι... μετωπικές συγκρούσεις. Αντιπαραθέσεις πολιτικές, καλλιτεχνικές, τηλεοπτικές, δικαστικές, αστυνομικές, κοινωνικές, για πρόσωπα, για γεγονότα, για fake -ή μη fake- news... Ζει απ’ τις αντιπαραθέσεις. Στο νήμα περιμένουν οι χρήστες. Που σα να νιώθουν στο fb μια πρωτόγνωρη ελευθερία να εκφραστούν όπως τους έρθει και να γράψουν ό,τι τους κατέβει -να βγάλουν ό,τι απωθημένο έχουν και δεν έχουν. Και με την πρώτη ευκαιρία ορμούν. Μερικές φορές διαβάζεις νηφάλιες ή και πολύ ενδιαφέρουσες κρίσεις και απόψεις, αλλά, συνήθως, η εμπάθεια, η αμετροέπεια, η ξέφραγη χρήση λεξιλογίου, εκφράσεων, χαρακτηρισμών που οι γράφοντες ποτέ δε θα χρησιμοποιούσαν στον Τύπο ή σε δημόσιες συζητήσεις ξεπερνούν κάθε όριο -μπορούν να εξελιχθούν σε οχετό που ξεχείλισε.
Όλοι, δε, με μια σιγουριά ακλόνητη για τις απόψεις τους, όλοι αφήνοντας την εντύπωση ότι οι γνώσεις τους, επί παντός επιστητού, είναι ευρύτατες, είναι ανεξάντλητες. Ίχνος μετριοπάθειας, ίχνος δισταγμού, ουδέ κόκκος σεμνότητας, ακόμα κι αν δεν έχουν άμεση γνώση ή, έστω, σχέση με το αντικείμενο -το Αλάθητον του Πάπα.
Ειδικά στα καλλιτεχνικά θέματα τα δίνουν όλα. Γελάω πολύ αλλά μερικές φορές φρίττω κιόλας.


 

Ένα απ’ τα πρόσφατα θέματα αιχμής -καλλιτεχνικού ή, μάλλον, «καλλιτεχνικού» επιπέδου-, ο Ρόμπερτ Γουίλσον κι ο «Oedipus» του, παράσταση του 2018, «βασισμένη στον ‘Οιδίποδα τύραννο’ του Σοφοκλή», όπως σαφώς αναφερόταν, που ποτέ, κανείς δεν ισχυρίστηκε πως ήταν η τραγωδία του Σοφοκλή, παράσταση η οποία άνοιξε το φετινό Φεστιβάλ Επιδαύρου.
Διάβασα γνώμες και σχόλια που απλώνονταν από ύμνους περί «μαγείας» και «γοητείας» μέχρι λιβέλους -όπου, μεταξύ άλλων, εμβρόντητος, διάβασα για «πιο gay αισθητική καίγεσαι» (υπάρχει και straight αισθητική; Μωρέ, δεν το ’ξερα...), μέχρι που εντόπισα και το χαρακτηρισμό (που μ’ έκανε να κοκκινίσω από ντροπή) «μια κακομοίρα άρχισε να μονολογεί», για την άξια του βαθύτερου
σεβασμού 75χρονη Μεγάλη γερμανίδα Ηθοποιό Άνγκελα Βίνκλερ. ΝΑΙ! Την Άνγκελα Βίνκλερ! Την αξέχαστη Καταρίνα Μπλουμ στην «Χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ», την εμβληματική ταινία-σταθμό του Φόλκε Σλέντορφ και της Μαργκαρέτε φον Τρότα, την Όζε στον «Πέερ Γκιντ» του Πίτερ Τσάντεκ που ’δαμε απ’ το «Μπερλίνερ Ανσάνμπλ» στην Θεσσαλονίκη, το 2007, την Τζένι στη μπρεχτική «Όπερα της πεντάρας» του Ρόμπερτ Γουίλσον που ’δαμε στο «Παλλάς», το 2010, επίσης απ’ το «Μπερλίνερ Ανσάνμπλ», για να μιλήσω για όσα την έχουμε δει στην Ελλάδα (συν πολλές άλλες ταινίες). Κι η οποία έχει παίξει δεκάδες πρωταγωνιστικούς ρόλους στο θέατρο, από Λιουμπόφ στον «Βυσσινόκηπο» μέχρι την Μάνα Κουράγιο, έχει κάνει δεκάδες ταινίες, έχει συνεργαστεί με τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Πιο των άκρων καίγεσαι...
Προσωπικά, κάπου ανάμεσα βρέθηκα -ούτε κρύο ούτε ζέστη. Είδα μια παράσταση με την παγιωμένη (υπέροχη) αισθητική του Ρόμπερτ Γουίλσον (που δε γινόταν, παρά τα φωτισμένα πεύκα στο βάθος, ν’ αναπτυχθεί άνετα στο χώρο της Επιδαύρου -τα ερείπια της σκηνής «φραζόταν» από δυο τεντωμένες οθόνες-, με γουιλσονική έμφαση στους -συχνά συναρπαστικούς- φωτισμούς, στους ήχους, στις χορογραφίες, στα κοστούμια και στα μακιγιάζ-μάσκες, στις μουσικές, μ’ ελκυστικές στιγμές, με μια ε-ξαι-ρε-τι-κή Λυδία 
Κονιόρδου η οποία μας θύμισε το Μέγεθός της -ακόμα και σ’ όσους την έχουν στοχοποιήσει για τη θητεία της στο υπουργείο Πολιτισμού και τη συνεργασία της με τον ΣΥΡΙΖΑ- και για την φωνή της οποίας το μικρόφωνο ήταν παντελώς περιττό.
Αλλά είδα και μια παράσταση με ανύπαρκτη -πολύγλωσση- δραματουργία -ερανίσματα απ’ την τραγωδία του Σοφοκλή και κείμενα αφηγηματικά, αντλημένα απ’ το μύθο του Οιδίποδα. Μια παράσταση 
που έμοιαζε αποσπασματική, ανομοιογενής, μ’ επαναλήψεις και μ’ ασύνδετα κομμάτια, βιαστικά, πρόχειρα μονταρισμένα, όπου, όντως, η Άνγκελα Βίνκλερ έμοιαζε εξαφανισμένη.
Οι τιμές, πάντως, των εισιτηρίων που κυμαίνονταν από 100 (!) μέχρι 25 -για τα ψηλά, όπου υποθέτω ότι δεν έβλεπες σχεδόν τίποτα -ευρώ και με 10 και 15 ευρώ για τις ειδικές κατηγορίες, δικαιολογούσε το σχετικά μικρό, παρά τις πολλές, απ’ ό,τι κατάλαβα, προσκλήσεις, κοινό.


Στην Επίδαυρο, φέτος, είδα τις λιγότερες παραστάσεις από ποτέ, αφότου παρακολουθώ το Φεστιβάλ -δυο απ’ τις οκτώ του Αρχαίου Θεάτρου, καμιά απ’ τις πέντε του Μικρού. Είτε λόγω της προσβολής/αποκλεισμού που ’φαγα στη μούρη απ’ το -«αγαπημένο»- Γραφείο Τύπου του Φεστιβάλ, είτε λόγω απουσίας, είτε λόγω καυσώνων. 
Για τον «Οδίποδα τύραννο» του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη -παραγωγή της «Αθηναϊκά Θέατρα», ενταγμένη στο Φεστιβάλ, με τον Δημήτρη Λιγνάδη συγκλονιστικό στον επώνυμο ρόλο, και την Αμαλία Μουτούση- ήδη σας έχω γράψει. Τις υπόλοιπες θα τις δω στην Αθήνα, όσες παιχτούν εδώ. Και θα σας γράψω τη γνώμη μου.


Αλλά έχω κάτι και για κάποιες παλιότερες παραστάσεις -της χειμερινής σεζόν, εκ... μεταφοράς.

Ένα πολύ-πολύ ενδιαφέρον έργο. Πάνω σ’ ένα καυτό θέμα -την παιδεραστία, την παιδεραστοφοβία και τις βλαβερές συνέπειές της. Που μπορούν να καταλήξουν και σε τραγωδία: «Η Αρχή του Αρχιμήδη» του Καταλανού Ζουσέπ Μαρία Μιρό. Ένα έργο που, πολύ σωστά, αφήνει να εκκρεμεί η κατάληξή του -είναι αθώος ο προπονητής κολύμβησης που φίλησε το αγόρι που φοβόταν να μπει στην πισίνα για να το ενθαρρύνει; Ή έχουν δίκιο οι γονείς που, όταν ένα κοριτσάκι τους είπε ότι το φιλί ήταν στο στόμα, άρα «ύποπτο», ξεσηκώνονται κι αρχίζουν να πετροβολούν το κολυμβητήριο; Ερωτήματα τα οποία υψώνονται αμείλικτα μέσα από σύντομες σκηνές ρεαλιστικής υφής, σε μια δομή με φλας μπακ και φλας φόργουορντ που δίνουν στο έργο, εκτός από σασπένς κι ένταση, ένα προσωπικό ύφος.
Στο «Scrow», ο Βασίλης Μαυρογεωργίου το ανέβασε με σφιχτούς ρυθμούς, χωρίς, όμως, να το απογειώσει κατά τη γνώμη μου. Μεγάλο ατού του, στο ρόλο του Τζόρντι -του προπονητή-, ο
Μιχάλης Συριόπουλος. Αλλά, ο εξαιρετικά ταλαντούχος ηθοποιός, ενώ είχε διαγράψει με ενάργεια το χαρακτήρα του αμφιλεγόμενου Τζόρντι, τον είχε φορτώσει, με την ανοχή, προφανώς, του σκηνοθέτη, με τόσα πλουμίδια, και «τικ», και μικρολεπτομέρειες που μπορεί να εντυπωσίαζαν αλλά ήταν σε βάρος του ρόλου -μια άσκοπη επίδειξη ευκολιών, που εμένα δε με κέρδισε. Ελπίζω ότι ο Μιχάλης Συριόπουλος δεν έχει παρασυρθεί απ’ τους επαίνους μας και τα βραβεία και δεν έχει πέσει στην παγίδα που μπορεί να τον οδηγήσει στον μανιερισμό.


 
Η αμερικάνικη τηλεοπτική σειρά του 1990 «Μπέβερλι Χιλς 90210» μόλις επανήλθε -ως reboot που λένε- στις μικρές οθόνες. Με τους ίδιους πρωταγωνιστές μετά τριάκοντα έτη. (΄Εξαλλης) χαράς ευαγγέλια για τους πλαστικούς χειρουργούς. Στο Χόλιγουντ το επάγγελμα πανηγυρίζει...
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...



«Για ΑΠΟΛΥΤΑ (τα κεφαλαία του συντάκτη) περιορισμένες παραστάσεις»: το τελευταίο δημοσιοσχετίστικο -πι αρ, που λέμε- τρικάκι. Στα πατώματα...


Δε συνηθίζεται. Να δίνεται σε θέατρο τ’ όνομα καλλιτέχνη εν ζωή. Μετά θάνατον είναι τιμητικό αλλά ο τιμώμενος δε ζει για να το χαρεί... Να δώσουν στο «Θέατρο του Μύλου» της Λάρισας, στέγη -ακόμα δυστυχώς...- του ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας, ήτοι του «Θεσσαλικού Θεάτρου», του οποίου υπήρξε συνιδρυτής το 1975,
για πάρα πολλά χρόνια καλλιτεχνικός διευθυντής, αυτός που το οδήγησε, με τη σκηνοθεσία του στην «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη και την ανεπανάληπτη ερμηνεία της Λυδίας Κονιόρδου, έξω απ’ τα σύνορά μας, αυτός που το στήριξε στα δύσκολα, αυτός που μάτωσε για το «Θεσσαλικό», τ’ όνομα του Κώστα Τσιάνου ήταν μια δίκαιη πράξη -πιο δίκαιη δε γίνεται. Μια πράξη οφειλόμενη.
Ελπίζω πως το νέο όνομα του θεάτρου θ’ αναρτηθεί -ή θα ’χει ήδη αναρτηθεί- στη μαρκίζα του. Γιατί το Πάσχα που πέρασα απ’ την Λάρισα δεν το δα.

Πάντα κυκλοφορούσε η αλητεία (και) στο θέατρο. Το fb τής έχει επιτρέψει να εκφράζεται απροκάλυπτα. Και να υποστηρίζεται με τα likes και τα comments και τα shares του κάθε διπρόσωπου πικραμένου…

August 3, 2019

Κινείται και ανθίζει


25ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας

Έκλεισε τα 25! Ο σπόρος που έσπειρε η Βίκυ Μαραγκοπούλου, το 1995, στο, προφανώς, γόνιμο έδαφος της Καλαμάτας βλάστησε. Και βλάστησε για τα καλά: το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, γερά τσαπισμένο και πλούσια ποτισμένο από τα άξια χέρια της, ως καλλιτεχνικής διευθύντριας, φύτρωσε, ρίζωσε, αναπτύχθηκε, μέστωσε, ανδρώθηκε, κάρπισε, στέριωσε με άξονα τον σύγχρονο χορό, άντεξε 21 χρόνια, όσο άντεξε στις δυσκολίες και η Βίκυ Μαραγκοπούλου. Η Κατερίνα Κασιούμη που τη διαδέχτηκε για δύο χρόνια κρατήθηκε επάξια στη γραμμή της. Στα ηνία, από πέρυσι, η Λίντα Καπετανέα, χορεύτρια και χορογράφος που ξέρει καλά τα πράγματα, το οδήγησε στη φετινή, 25η διοργάνωσή του, με προσοχή και επιδεξιότητα. Ήδη από το περυσινό καλοκαίρι το στηρίζει σε δύο άξονες: ο ένας, ο σταθερός, είναι, σαφώς, οι νέες και προχωρημένες προτάσεις, ο δεύτερος τον οποίο έχει προσθέσει, είναι πιο ψυχαγωγικός, απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό της Καλαμάτας, που ένα μέρος του, παλαιότερα, είχε αντιρρήσεις και ζητούσε λιγότερο ερμητικές και λιγότερο «προχωρημένες» παραστάσεις.
Η ισορροπία μοιάζει να έχει πετύχει, πόσο μάλλον όταν οι Καλαματιανοί έχουν, πια, «εκπαιδευτεί» να δέχονται το καινούργιο. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, πως οι δύο αίθουσες του Μεγάρου Χορού -ολοκληρωμένο πια (αν και πιστεύω ότι πρέπει το προαύλιό του να πρασινίσει και να λουλουδίσει), ένα κόσμημα, καθόλου «επαρχιακών προδιαγραφών», που κι αυτό στις προσπάθειες, αρχικά, της Βίκυς Μαραγκοπούλου οφείλεται και, φυσικά, στις κατά καιρούς δημοτικές αρχές και τα καθ’ ύλην αρμόδια υπουργεία που υλοποίησαν το σχέδιο- ήταν γεμάτες -στις παραστάσεις που παρακολούθησα, τουλάχιστον.
Ευγενικά καλεσμένος από το, διάρκειας δέκα ημερών, Φεστιβάλ -με μοχλό τη γλυκύτατη υπεύθυνη Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας Λήδα Καρανικολού- για ένα διήμερο, έμεινα, εξ ιδίων, μία μέρα ακόμη με τη συντροφιά μου -εκτός από αυτό καθαυτό το Φεστιβάλ, οι συνθήκες το... απαιτούσαν: το, πολύ καλά οργανωμένο και με έξοχο πρωινό, ξενοδοχείο «Pharae Palace», οι θάλασσες της Καλαμάτας, η πόλη που πολύ αγαπώ, οι άνθρωποί της, οι φίλοι μου εκεί, η παρέα, τα πολύ καλά φαγάδικα, όπως το «Οινοπαντοπωλείον» του Παναγιώτη Χρυσομάλλη ή η, εκτός κέντρου, ταβέρνα «Στου Κώστα», με τον φοβερό... περφόρμερ ιδιοκτήτη, τα γλυκά του Αθανασίου... Οπότε και παρέβλεψα την καθιερωμένη αφόρητη καλαματιανή ζέστη+υγρασία...
Πρώτη μέρα, Τρίτη, στο ξενοδοχείο μάς έχει υποδεχτεί μία τσάντα του Φεστιβάλ με το πρόγραμμα -ένα καλόγουστο, καλοφτιαγμένο έντυπο, μόνο που θα έπρεπε να διαχωρίζει καλύτερα τις παραστάσεις-, ένα μπουκαλάκι ντόπιο βαλσάμικο Παπαδημητρίου, ένα μπουκαλάκι ούζο Καλλικούνη και ντόπια φιστίκια, και από τις επτάμισι στη «δουλειά»: Μέγαρο Χορού -εκεί, ανάμεσα και σε άλλους παλιούς γνώριμους, πρόσωπα αγαπητά, όπως η Βούλα Λαδά ή η Μαίρη Εξάρχου-, αίθουσα του «Στούντιο» και «Μάστερ 


και Μαργαρίτα» (παράσταση που ήδη παίχτηκε στην Αθήνα, στην αρχή της σεζόν 2018/2019), από την ελληνική ομάδα «κι όμΩς κινείται». Ιδρυμένη από τη χορεύτρια Χριστίνα Σουγιουλτζή και τον ουρουγουανό, μεγαλωμένο στην Αργεντινή, καλλιτέχνη του τσίρκου Καμίλο Μπεντανκόρ και με σταθερό συνεργάτη το χορευτή-χορογράφο Ερμή Μαλκότση, που συνυπογράφουν τη σκηνοθεσία και τη χορογραφία. Μία παράσταση που γόνιμα γυρίζει το βλέμμα της στο μακρινό ρωσικό μετεπαναστατικό κίνημα του κονστρουκτιβισμού, εμπνευσμένη από το ομώνυμο («Ο μετρ και η Μαργαρίτα», 1928-1940) διωγμένο, απαγορευμένο, λογοκριμένο, σατιρικό μυθιστόρημα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ -ο Διάβολος, με τη συνοδεία του, επισκέπτεται την Μόσχα προκαλώντας το χάος: με κέντρο βάρους μία σκαλωσιά που πάνω της είναι σκαρφαλωμένοι έως γατζωμένοι οι χορευτές και, σιγά-σιγά, την αποδομούν, για να τη μεταβάλουν, τελικά, σε ένα «πλεούμενο» με το οποίο φεύγουν, με τα ακροβατικά -η τσιρκολάνικη προέλευση του Μπεντανκόρ, εμφανώς, υποβάλλει και το ύφος της ομάδας- να συμπρωταγωνιστούν με το χορό, να μεταπλάθονται σε χορό, με εικόνες γνώριμες που παραπέμπουν στον Μέγιερχολντ, με έξοχα πειραγμένες -από ρώσικα παραδοσιακά τραγούδια και επαναστατικά εμβατήρια μέχρι Σοστακόβιτς, πολιτικούς λόγους και απαγγελίες (ο Μαγιακόφσκι;)- μουσικές, ζωντανά παιγμένες από δύο μουσικούς επί σκηνής, οι «κι όμΩς κινείται» δημιουργούν, μέσα σε 60 λεπτά, ένα καλοδουλεμένο, εξαιρετικό αποτέλεσμα -μόνο τον Διάβολο του Ερμή Μαλκότση θα τον ήθελα λιγότερο ποζάτο.
Τα ακροβατικά είναι που κυριαρχούν και στο «Optraken»(το τιρμπουσόν στα νορβιγικά, 2017) του γαλικής προέλευσης «Συνόλου Galactik» που εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα -Τετάρτη απόγευμα στην Κεντρική Σκηνή 


του Μεγάρου. Η παράσταση -αν και πόρρω απέχει από το χορό και μάλλον για διεθνές φεστιβάλ Νέου Τσίρκου θα ήταν κατάλληλη-, τόσο αξιοθαύμαστα ακριβής, τόσο καλοκουρδισμένη -τεχνικό επίτευγμα!-, τόσο λαμπερή, γοητεύει: πέντε υπέροχοι ακροβάτες/περφόρμερ, με θαυμαστή ακρίβεια αυτοσκηνοθετημένοι, τέλεια συντονισμένοι με τις μουσικές και τους ήχους, τρία ταχύτατα κινούμενα σπετσάτα/τοίχοι πίσω από τα οποία εμφανίζονται και εξαφανίζονται αστραπιαία, εξωτερικές «απειλές» -κάτι σαν λιθοβολισμός τους από τις πλαϊνές κουίντες, βομβαρδισμός τους, κάθε είδους, από την οροφή της σκηνής, μία κατάρρευση...-, πετράδια που ξεχύνονται από τα φουντωτά μαλλιά του ενός, σκόνες, σοβάδες, ταβάνια που προσγειώνονται στα κεφάλια τους... Και χιούμορ απολαυστικό. Που κάνει την -πολλή- πιτσιρικάδα στο κοινό -η παράσταση σαφώς απευθύνεται και σε παιδιά- να ξεσπάει σε γέλια, να ξεκαρδίζεται. Εύφορο απόγευμα.
Απόγευμα και πάλι, την Πέμπτη, επιστρέφουμε στο «Στούντιο»: ο Θίασος (της Καταλανής) Λάλι Αϊγουαδέ, που, επίσης, πρωτοεμφανίζεται σε ελληνικό έδαφος, και «Iu an Mi» (2017) -προφανώς παιχνίδι του τίτλου με το you and me. Μετά από την κηδεία προσφιλούς προσώπου -μάνα; πατέρας; αδελφός; αδελφή; Δεν προσδιορίζεται-, τέσσερα πρόσωπα -δύο γυναίκες, δύο άντρες, 

η μία γυναίκα με ένα μπουκέτο λευκά τριαντάφυλλα στα χέρια- βιώνουν την εμπειρία του «δεν συμβαίνει παρά μόνο στους άλλους»: πόνος, η απουσία, κινήσεις αιφνιδιαστικές, κατάρρευσης, συμπαράσταση, αναμνήσεις, γέλιο, δάκρυα, ένα τηλέφωνο που δεν 
απαντάει, το ακουστικό του που μένει κρεμασμένο και αιωρούμενο ώσπου κάποιος να το βάλει οριστικά στη θέση του -μία σπαρακτική σκηνή-, τέσσερις εξαιρετικοί, εκφραστικότατοι χορευτές-ερμηνευτές, με πρώτο μεταξύ ίσων τον καταπληκτικό Νικ Κουτσίερ-, μουσικές του Γιουζέπ Μπαλντομά συνυφασμένες με την κίνηση, κίνηση συνυφασμένη με τις μουσικές... Μία παράσταση συγκινητική, συγκλονιστική, για μένα η καλύτερη στιγμή από το τριήμερό μας.
Ανάμεσα, όμως, κάθε βράδυ στις 9, έχουμε και τις «Υπαίθριες Παραστάσεις». Μία εξέδρα στημένη στην Κεντρική Πλατεία της Καλαμάτας -την πλατεία «Βασιλέως Γεωργίου Β΄»-, πιο οργανωμένη φέτος, με «πλάτη», υποδέχεται, κάθε βράδυ, μία ή δύο «μικρές» παραστάσεις -διάρκειας περίπου δεκαπέντε λεπτών η καθεμία, ένας ή δύο, οι εκτελεστές... Δωρεάν για το κοινό -κοινό πολυπληθές, παραδόξως ήσυχο, αν και με τα παιδάκια να περισσεύουν.
Προσωπικά πιστεύω ότι αυτός ο θεσμός -που τον είχε ξεκινήσει η Βίκυ Μαραγκοπούλου σε περιορισμένη κλίμακα αλλά τώρα καθιερώθηκε πια- είναι η πολυτιμότερη προσφορά του Φεστιβάλ: άσχετοι με την τέχνη του χορού, ενήλικες, παιδάκια... κάνουν, έτσι, την πρώτη τους μετάληψη στον σύγχρονο χορό, παίρνουν την πρώτη τους γεύση. Κι ας μη γνωρίζουν τίποτα, κι ας τους φαίνονται αυτά που βλέπουν «αλλόκοτα» και «ακαταλαβίστικα». Έχουν μπολιαστεί. Και για είκοσι, για δέκα από αυτούς να λειτουργήσει το «μπόλι» μακροπρόθεσμα, είναι μεγάλο το κέρδος.
Εκεί, στην εξέδρα της πλατείας, θα δούμε ενδιαφέρουσες, τουλάχιστον, προτάσεις. Την Τρίτη το «Πρόσκληση σε...», από την επίσης Καταλανή Άνα Καλσίνα Φορελιάδ -που χόρευε και στο «Iu an Mi»- με τη συνοδεία του φλάουτου του Βέλγου Κεντέν Μανφρουά ενώ η Χανιώτισσα Ιουλία Ζαχαράκη,
που συνεχίζει με το σόλο της «Wethericecream Weatheriscream», δεν έχει την τεχνική της Καταλανής αλλά τη βρίσκω πολύ πιο εκφραστική.
Η Τετάρτη θα είναι, για μένα, στις «Υπαίθριες Παραστάσεις», η καλύτερη μέρα του τριήμερού μας. Η καταλανή χορογράφος του «Iu
an Mi» Λάλι Αϊγουαδέ, ως χορεύτρια εδώ, στο σόλο της «Ανάμεσα σε δύο» (2015) μεταφράζει λαγαρά τις σκέψεις της σε κίνηση με μία χορογραφία εμπνευσμένη από τον συμπατριώτη της υπερεαλιστή ζωγράφο/γλύπτη Zουάν Μιρό και η εκπληκτική δική μας Εύα Γεωργιτσοπούλου, που ζει στο Βερολίνο, με τη σειρά της, συγκλονίζει μέχρι ρίγους με άλλο 

ένα σόλο, το «miTerra» -αναφορά στη Μητέρα και στη Μητέρα Γη-, πάνω σε μουσικές που ξεκινούν με το παραδοσιακό «Σήκω, μάνα μου».
Την Πέμπτη, τελευταία μέρα του τριήμερου, στην εξέδρα της Πλατείας βρίσκεται ένας Μεξικάνος. Ο Φρανσίσκο Κόρδοβα της Ομάδας «Physical Momentum» στο σόλο του «Ohtli» («Μονοπάτι», 2013) μας εντυπωσιάζει με την πλαστικότητά του.
Είχε, όμως, και την ατυχία του το φετινό Φεστιβάλ Καλαμάτας: ο Μέγας ούγγρος σκηνοθέτης του κινηματογράφου Μπέλα Ταρ, ο οποίος αναμενόταν να παρευρεθεί στο αφιέρωμα που του είχε οργανώσει, στο πλαίσιο των Παράλληλων Εκδηλώσεών του, με προβολή δύο ταινιών του, και να συμμετάσχει σε μία ανοιχτή συζήτηση, δεν μπόρεσε να έρθει. Έσπασε το χέρι του, εγχειρήθηκε και του ήταν αδύνατο να ταξιδέψει. Οι ταινίες του, πάντως, αν και δεν κατάλαβα το λόγο που ήταν ενταγμένες σε ένα φεστιβάλ χορού, προβλήθηκαν. Και είναι, βέβαια, αριστουργήματα. Είδαμε την Πέμπτη -δεν ήταν πολύς, ομολογουμένως, ο κόσμος-, στην Κεντρική Σκηνή, τις «Αρμονίες του Βερκμάιστερ» (2000). Μία ταινία -τη συνυπογράφει με τη 


γυναίκα του Άγκνες Χρανίτσκι και βασίζεται στη νουβέλα του επίσης Ούγγρου Λάσλο Κρασναχορκάι- που την είχα ήδη δει αλλά, ξαναβλέποντάς την, την εκτίμησα περισσότερο: ένας φιλοσοφικός στοχασμός, προσωπικό ύφος -ένας ποιητικότατος μαγικός, φανταστικός ρεαλισμός-, δύναμη της ασπρόμαυρης εικόνας που σε καθηλώνει, σφιχτοδεμένη, παρά τα πλάνα μεγάλης διάρκειας, συγκλονιστικές στιγμές, παρά την ερμητικότητα.
Στα ενδιάμεσα χάρηκα -επίσης στις «Παράλληλες Εκδηλώσεις- και την έκθεση φωτογραφίας «Ten» του Mike Raphail, του γκράφικ ντιζάινερ που έχει σημαδέψει το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας με τη γραφιστική δουλειά του και τα εξαιρετικά λογότυπά του -η δουλειά του για την εταιρική ταυτότητα του 24ου Φεστιβάλ βραβεύτηκε. Και ο οποίος φωτογράφισε όλους τους χορευτές που συμμετείχαν στο περυσινό Φεστιβάλ, αποτυπώνοντας 

συναρπαστικά, σε πορτρέτα τους τραβηγμένα δέκα λεπτά -εξ ου και ο τίτλος «Ten»- μετά τις παραστάσεις στις οποίες χόρεψαν, την ένταση, την κούραση, τον ιδρώτα τους, την ικανοποίηση, τη χαρά, τον προβληματισμό τους...
Το 25ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας έληξε, ζήτω το 26ο με το οποίο ο θεσμός μπαίνει στο δεύτερο τέταρτο της εκατονταετίας! Εύχομαι και ελπίζω να τα εκατοστήσει. Κρατώντας το επίπεδό του, εξελισσόμενο και με την πολιτεία να βάζει, για χάρη του, πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη. Προς όφελος της Καλαμάτας και ημών που κατεβαίνουμε να το χαρούμε.

Μέγαρο Χορού Καλαμάτας / Κεντρική Σκηνή και Στούντιο. Κεντρική Πλατεία Καλαμάτας, 23, 24, 25 Ιουλίου 2019.