November 30, 2018

Στο Φτερό / Ένας Σούμπερτ δραματικός, μια Μεγάλη Ερμηνεύτρια


«Οι σονάτες του Σούμπερτ με την Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια»: 2ο ρεσιτάλ. 


Η Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια επανήλθε. Για το δεύτερο ρεσιτάλ της του Κύκλου με άπασες τις Σονάτες για Πιάνο του Φραντς Σούμπερτ. Αυτό το εξαιρετικά ενδιαφέρον σχέδιο του Μεγάρου Μουσικής, που θα ολοκληρωθεί μ’ έξι ρεσιτάλ σε δυο σεζόν -τρία φέτος, τρία την επόμενη. Επανήλθε για να επαληθεύσει άλλη μια φορά ότι ανήκει στη χορεία των Μεγάλων Ερμηνευτών: δεξιοτεχνία, κατακτημένη και λιωμένη πια, εντυπωσιακός 
δυναμισμός, συναίσθημα μετρημένο -ρομαντική έκρηξη αλλά ελεγχόμενη- βαθύτατη μουσικότητα διυλισμένα, όλα, μέσα από μια ιδιαίτερη σοβαρότητα -αυστηρότητα θα ’λεγα- κι απόσταση αλλά συνδυασμένα και με μια μοναδική γλυκύτητα. Η Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια άνοιξε το -και πάλι καλά οργανωμένο- πρόγραμμά της με την πενταμερή Σονάτα σε μι μείζονα D. 459 και 459a (1816) που εκδόθηκε το 1843, μετά το θάνατο του συνθέτη και την αταξία και τις ημιτελείς συνθέσεις που άφησε πίσω του, και που αμφισβητείται αν είναι ενιαίο 
έργο ή συρραφή δυο διαφορετικών. Η Λεόνσκαγια έδωσε μια δραματική ερμηνεία της σονάτας και σ’ αυτό το κλίμα κινήθηκε, όπως και στο πρώτο ρεσιτάλ της: πίσω απ’ τις ανάλαφρες, νεανικές πινελιές του νεαρού Βιενέζου σα να κρύβεται ένα δράμα -η σύφιλη που τον βασάνιζε και τον οδήγησε σε πρόωρο θάνατο στα 31 του, μόλις, χρόνια. Το πρώτο μέρος του ρεσιτάλ ολοκληρώθηκε με την αριστουργηματική τριμερή Σονάτα σε λα μείζονα, D. 664 (1819, ίσως και 1825) που, επίσης, εκδόθηκε μετά το θάνατό του -το 1829. Εξαιρετικά δυναμική στο αλέγκρο μοντεράτο, λυρικότατη στο αντάντε, η Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια πέρασε με τον τρόπο της τις χαρούμενες πινελιές του αλέγκρο: η καλύτερη, κατά τη γνώμη μου, στιγμή της βραδιάς. Δεύτερο μέρος, και το ρεσιτάλ έκλεισε με την τετραμερή Σονάτα σε λα ελάσσονα, D. 845, την πρώτη απ’ τις τρεις μόλις σονάτες του Σούμπερτ που εκδόθηκαν όσο ζούσε. Έργο ωριμότητας (1825), αν κι ο Σούμπερτ ήταν μόνο 28 χρόνων, φέρει 
τον τίτλο Πρώτη Μεγάλη Σονάτα. Η δραματικότητά του βρήκε ακόμα πιο πρόσφορο έδαφος στην ερμηνευτική γραμμή της Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια. Η οποία απάντησε στο θερμό χειροκρότημα ενός αντάξιού της κοινού -ούτε ψίθυροι, ούτε αντικείμενα να πέφτουν, ούτε βηχαλάκια, ούτε ένα κινητό να χτυπήσει και μια αξιοσημείωτη προσήλωση, καθήλωση θα ’λεγα- μ’ ένα ανκόρ -Σούμπερτ και πάλι: τη μελωδικότατη, την υπέροχη Εμπρομπτί ( Αυτοσχεδιασμός) αρ. 2, απ’ τις Τέσσερις Εμπρομπτί, D. 935 (1827, εκδόθηκε μεταθανάτια, το 1839), που της επιφύλαξε μια μουσικότατη ερμηνεία. Περιμένω (-ουμε) το τρίτο ρεσιτάλ της του Κύκλου Σούμπερτ με λαχτάρα.
(Το έντυπο πρόγραμμα -επιμέλεια Φωτεινή Ξυγκογιάννη-, κοινό για τα τρία ρεστιτάλ του Κύκλου, θα μπορούσε να ναι λιγότερο «βιαστικό»).

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος», Κύκλος «Μεγάλοι Ερμηνευτές / Οι Σονάτες του Σούμπερτ με την Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια», 29 Νοεμβρίου 2018.

November 28, 2018

Στο Φτερό / Ο Ορφανός που καταλήγει θύτης


«Ο Ορφανός Τζάο» του Τζιν Τζουνσιάν (διασκευή: Ου Τσινφέν) / Σκηνοθεσία: Ουάν Σιαογίν 

Περίοδος της δυναστείας των Τζιν (265-420 μ.Χ.) κι η διαιρεμένη Κίνα ενώνεται για να διαμελιστεί και πάλι. Οι αυτοκράτορες, αν και πάντα θεωρούμενοι εκ Θεού, είναι ανίσχυροι κι η εξουσία περνάει σε τοπικούς ηγεμόνες. Ο πρωθυπουργός -και στρατηγός- Τουάν Γκου, προσωποποίηση του Κακού, μισεί και θέλει να εξοντώσει τον υπουργό Τζάο Ντουν. Και τα καταφέρνει -ερήμην του αυτοκράτορα: τον σκοτώνει, σκοτώνει 300 μέλη της οικογένειάς του που θέλει να τη ξεριζώσει, σκοτώνει -τότε αρχίζει το έργο- και τον Τζάο Σουό, γιο του Τζάο Ντουν αλλά δεν μπορεί να θίξει την έγκυο σύζυγό του Τζουάν Τζι, αυτοκρατορική 

πριγκίπισσα, ως κόρη του εκ Θεού αυτοκράτορα. Στόχος του, το παιδί, όταν γεννηθεί: θέλει να ξεπαστρέψει και τον τελευταίο των Τζάο. Το παιδί γεννιέται, είναι αγόρι, ο Τουάν Γκου, επειδή είναι αμαρτία να σκοτώσει αναμάρτητο νεογέννητο, περιμένει να κλείσει

ένα μήνα ζωής ο Ορφανός Τζάο, όπως το ονομάζουν, αλλά η μητέρα του καταφέρνει, παρά την ισχυρή φρούρηση, να το φυγαδεύσει μέσω του γιατρού της οικογένειας Τσεν Γιν, με σκοπό ο γιατρός να το παραδώσει στον γέροντα Γκονσούν Τσουτζιό, τέως πρωθυπουργό, στενό φίλο της οικογένειας Τζάο, για να το μεγαλώσει. Πράγμα που το πετυχαίνει, μολονότι ο στρατηγός Χαν 
Τζουέ, επικεφαλής της φρουράς, ανακαλύπτει, κατά την έξοδό του από το μέγαρο των Τζάο, στο καλάθι του το μωρό αλλά από συμπόνοια και σεβασμό στη γενιά τον Τζάο τον αφήνει να περάσει και μετά αυτοκτονεί γνωρίζοντας την τύχη που τον περιμένει. Ο Τουάν Γκου σκυλιάζει με τη φυγάδευση του μωρού και διακηρύσσει πως, αν δεν του το παραδώσουν, θα σκοτώσει όλα τα μωρά της πόλης που ’χουν την ίδια ηλικία μ’ αυτό -μια απόφαση ανάλογη του Ηρώδη. Ο γιατρός έχει ένα αγοράκι, νεογέννητο επίσης, που, αν συμβεί έτσι, θα πέσει 
θύμα της οργής του Τουάν. Κι αποφασίζει -η φιλοσοφία του Κομφούκιου έχει πια εξαπλωθεί κι ο κομφουκιανισμός διδάσκει- να το θυσιάσει γλυτώνοντας τον Ορφανό Τζάο κι όλα τ’ άλλα μωρά της πόλης, σε συνεννόηση με τον γέροντα Γκονσούν: ανταλλάσσει το αγοράκι του με τον Ορφανό παραδίδοντάς το στον Γκονσούν και μετά τον «καταγγέλλει» ότι ανατρέφει το μωρό που ο Τουάν Γκου αναζητά. Ο Τουάν συντρίβει το μωρό -που δεν είναι το μωρό που αναζητά...- με τα χέρια του και σκοτώνει τον Γκονσούν Τουτζιό ενώ ο Τσεν Γι με τη γυναίκα του, κρατώντας το μυστικό, αποφασίζουν ν’ 
αναθρέψουν τον Ορφανό σαν παιδί τους με τ’ όνομα Τσεν Γου. Ο Τουάν Γκου, όμως, από ευγνωμοσύνη προς τον γιατρό που υποτίθεται ότι κατέδωσε τον Γκονσούν και το μωρό, καθώς δεν έχει παιδί, αποφασίζει -τραγική ειρωνεία...- να υιοθετήσει και ν’ αναθρέψει τον Ορφανό, εν αγνοία του ότι είναι το αντικείμενο του μίσους του, με, πλάι του, τους υποτιθέμενους 


γονείς του οι οποίοι όχι μόνο πρέπει να κρύβουν το θρήνο τους για το σκοτωμένο αγόρι τους αλλά, επιπλέον, ο γιατρός είναι αναγκασμένος αδιαμαρτύρητα να υφίσταται την περιφρόνηση όλης την πόλης ως κατάπτυστος -όπως νομίζουν- προδότης. Όταν το αγόρι γίνει 16 χρόνων, ο γιατρός τού αποκαλύπτει το μυστικό: είναι ο Ορφανός Τζάο και πρέπει να πάρει εκδίκηση. Σ’ αυτό ωθεί τον έφηβο κι η πριγκίπισσα μητέρα του, όταν μαθαίνει πως ο γιος της ζει. Ο Τουάν Γκου, έχοντας χάσει πια τη δύναμή του, καθώς νέος αυτοκράτορας 
έχει ανεβεί στο θρόνο, ελπίζει στη στήριξη του θετού γιου του. Αλλά αυτός έρχεται να του αποκαλύψει την ταυτότητά του και να τον σκοτώσει παίρνοντας πίσω το αίμα του πατέρα του. Και, κατόπιν, αναλαμβάνοντας την εξουσία στα χέρια του, διατάζει να σκοτώσουν κι όλους τους συγγενείς του Τουάν Γκου, τους υπηρέτες του, ακόμα και τα ζώα του, μέχρι να συμπληρωθεί ο αριθμός των 300, ισοσταθμίζοντας τους 300 της γενιάς του που ο Τουάν Γκου εξόντωσε. Ένας νέος τύραννος έχει γεννηθεί, προς απελπισία του γιατρού Τσεν Γιν που 

έσωσε τον Ορφανό θυσιάζοντας το παιδί του. Η ιστορία αυτή εμφανίστηκε στην Κίνα τον 6ο π.Χ. αιώνα περίπου, κατά τη διάρκεια της Περιόδου της Άνοιξης και του Φθινοπώρου (722-481 π.Χ.) της δυναστείας των Τζόου (1028-256/249 π.Χ). Διατηρήθηκε ως ιστορική αφήγηση σε πρόζα μέχρι τον 13ο μ.Χ. αιώνα  
και τη δυναστεία των Μογγόλων Γιουάν (1280-1367), οπότε και σχηματοποιήθηκε, με τον τίτλο «Η μεγάλη εκδίκηση του Ορφανού Τζάο», σ’ έργο θεατρικό που αποδίδεται στον Τζιν Τζουνσιάν, κατατάσσεται στο είδος ζαζού -έργο με διαλόγους σε πρόζα και με τραγούδια- κι αντλεί από ένα κεφάλαιο των «Αρχείων του Μεγάλου Ιστορικού», μνημειώδους ιστορίας 2500 χρόνων της αρχαίας Κίνας, η οποία 

άρχισε να γράφεται απ’ τον Σίμα Ταν στο τέλος του 2ου π.Χ. αιώνα -επί δυναστείας των Χαν- κι ολοκληρώθηκε απ’ τον γιο του Σίμα Τσγιέν γύρω στο 98 π.Χ. -άρα το έργο βασίζεται σε γεγονότα πραγματικά. Στη συνέχεια, γνώρισε πολλές διασκευές, πήρε τη μορφή όπερας -με την κινέζικη έννοια του όρου που πόρρω απέχει απ’ τη δυτική- και μια απ’ τις διασκευές αυτές που υπογράφει ο σύγχρονος κινέζος συγγραφέας Ου Τσινφέν παρουσιάζεται τώρα στην Ελλάδα, σε μετάφραση Λι Τσενγκουέι και Σου Τζιν, που την 
έχει επιμεληθεί, σε στρωτά, καλά ελληνικά, η Σοφία Καψούρου. Έργο εκ πρώτης όψεως απλοϊκό για τον δυτικό θεατή, σαν βίαιο παραμύθι, που κρύβει, όμως, φιλοσοφικές αλήθειες γύρω απ’ τα θέματα δικαιοσύνη, ηθική, καλοσύνη, συγχώρεση, μίσος, εκδίκηση, μοναξιά... ανέβηκε απ’ τον κινέζο σκηνοθέτη Ουάν Σιαογίν, καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου της Κίνας στο Πεκίνο -συνεργάτες σκηνοθέτες, ο Στρατής Πανούριος κι ο Γιάννης Παναγόπουλος και δραματολόγος της παράστασης η Έρι Κύργια-, σε δίγλωσση παράσταση. Με γνώση και προσοχή στην κάθε λεπτομέρεια της mise en place: είσοδοι, έξοδοι, σχηματισμοί, θέσεις των ηθοποιών, κίνηση, μετωπική παράθεση, Χορός με μάσκες (της Σεν Μιάο που έχει επιμεληθεί και το μακιγιάζ)... -μια άψογη γεωμετρία. Και με μια συναρπαστική αισθητική, όπου η λιτότητα κι η διακριτικότητα συναντούν το υψηλό γούστο: το σκηνικό με το βασικό πατάρι, τα πέριξ σπετσάτα και τα απλά σκηνικά αντικείμενα του Λιό Κεντόν και τα υπέροχα κοστούμια της Τζάο Γιεν -σε παλ, «ήρεμα» χρώματα, όλα- συνθέτουν μια αυστηρή αλλά γοητευτική, ποιητική παράσταση στην οποία βάζουν αποφασιστικά κι ευεργετικά το χεράκι τους ο Αλέκος Αναστασίου με τους έξοχους φωτισμούς του κι ο επί σκηνής μουσικός Ιάκωβος Παυλόπουλος που χει την επιβλητική μουσική επιμέλεια ενώ η φωνητική επεξεργασία κι η μουσική διδασκαλία είναι της Μελίνας Παιονίδου. Οι σκηνές των θανάτων με τα κόκκινα πέπλα που πέφτουν, υπέροχες. Όμως, μια παράσταση είναι πρώτα οι ηθοποιοί. Και σε μια δίγλωσση παράσταση είναι δύσκολο να επιτευχθούν οι ισορροπίες. Ο Χόου Γιενσόν, ο κινέζος γιατρός Τσεν Γιν, γνώστης 

των κωδίκων του θεάτρου αυτού, στην παράσταση επιδεικνύει μια εντυπωσιακή, απαράμιλλη, συναρπαστική δεξιοτεχνία -από αύριο αντικαθίσταται, όπως προβλεπόταν, απ τον Στρατή Πανούριο. Εξαιρετική η ενέργεια που εκλύει κι η επίσης Κινέζα Ου Φενσιά στον επώνυμο ρόλο του Ορφανού Τζάο/Τσεν Γου. Αλλά οι έλληνες ηθοποιοί του Εθνικού που τους πλαισιώνουν -πολλοί, ηθοποιοί ικανότατοι- μοιάζουν, αν και φιλότιμα ακολουθούν, αμήχανοι κι αδύναμοι και, κυρίως, άδετοι -μια διανομή ετερογενής: Θανάσης Ακοκκαλίδης, Κωνσταντίνος Γαβαλάς, Γιώργος Ζυγούρης, Σταύρος Καραγιάννης, Γιασεμί Κηλαηδόνη, Ελίτα Κουνάδη (Πριγκίπισσα Τζουάν Τζι), Λήδα Κουτσοδασκάλου, Δαυίδ Μαλτέζε (Γκονσούν Τσουτζιό), Τζίνη Παπαδοπούλου (Τσεν Ουάν, Σύζυγος του Τσεν Γιν), Τάσος Πυργιέρης, Δήμητρα Χαριτοπούλου, Βαγγέλης Ψωμάς, με πιο αδύναμο τον Θανάση Σαράντο (Τουάν Γκου) που χει και προβλήματα στην εκφορά του λόγου του. Μια ποιητικότατη αλλά ανολοκλήρωτη, κατά τη γνώμη μου, παράσταση.
(Σφαιρικά ενημερωτικό, χωρίς να πλατειάζει, το πρόγραμμα της παράστασης -υπεύθυνη Μαρία Καρανάνου, επιμέλεια ύλης Έρι Κύργια. Έκπληξη, το διαφωτιστικό, πολύ καλά ενημερωμένο κείμενο «Το χρέος και το ηθικό αδιέξοδο» του γενικού προξένου της Ελλάδας στην Σανγκχάι Βασίλη Ξηρού. Παράλληλα, κυκλοφορεί, απ τις -πάντα προσεγμένες- Εκδόσεις Σοκόλη, στη Σειρά «Παγκόσμιο Θέατρο», η μετάφραση του έργου για την παράσταση, με πρόλογο -πιο προσωπικό απ όσο χρειαζόταν- της Σοφίας Καψούρου που χε την επιμέλεια της μετάφρασης.
Προβληματικοί οι υπέρτιτλοι της παράστασης: δυσδιάκριτοι λόγω έλλειψης φωτεινότητας, ενώ, καθώς προβάλλονται τόσο ψηλά, στην κορυφή της μπούκας, υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν αυχενικό συνδρομο στους θεατές της πλατείας... Να βρεθεί γρήγορα λύση! Προς το παρόν, προτιμήστε τον εξώστη).

Κτίριο Τσίλερ / Κεντρική Σκηνή, Εθνικό Θέατρο και Εθνικό Θέατρο της Λαΐκής Δημοκρατίας της Κίνας στο Πεκίνο, 23 Νοεμβρίου 2018.

November 24, 2018

Ένα «Αριστούργημα» διόλου τερατώδες



Μια μέρα μετά το χτεσινό κομμάτι που δημοσιεύτηκε στο totetartokoudouni.blogspot.com για το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε. Μια παράσταση βασισμένη σε ένα θέμα του Λουίτζι Πιραντέλο», αυτή τη συναρπαστική παράσταση του Δημήτρη Μαυρίκιου και των συνεργατών του στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, η τύχη τα ’φερε, ξαφνικά, να βρεθώ μπροστά σ’ ένα άλλο κομμάτι μου, ηλικίας σχεδόν δέκα χρόνων: την κάλυψη που ’χα κάνει το καλοκαίρι του 2009, στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου, για μια άλλη σπουδαία παράστασή του Μαυρίκιου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου -ο Γιώργος Λούκος, τότε, στο τιμόνι του Ελληνικού Φεστιβάλ. Δημοσιεύτηκε στα «Νέα -του ΔΟΛ, τότε...- στις 27 Ιουλίου 2009. Το θεώρησα επίκαιρο να το αναρτήσω εδώ, αυτούσιο, όπως το ’γραψα, με κάποιες ορθογραφικές διορθώσεις μόνο. Και συνοδευόμενο από ένα σχόλιο μου, προσωπικής συναισθηματικής αξίας, που δημοσιεύτηκε στα «Νέα» επίσης, στη στήλη «Το Τέταρτο Κουδούνι», λίγες μέρες μετά -στις 6 Αυγούστου 2009. Έτσι, για να θυμηθούμε... 



Αποστολή: Γιώργος Δ. Κ. Σαρηγιάννης
Μια σύνθεση που συμπύκνωνε όλο το έργο του Γιάννη Ρίτσου παρουσίασε ο Δημήτρης Μαυρίκιος στην Μικρή Επίδαυρο, ενώ το μεγάλο θέατρο παρέμεινε κλειστό μετά την ακύρωση της παράστασης του Άμος Γκιτάι. 

Όχι. Κανένα σκάνδαλο δεν έγινε το Παρασκευοσάββατο στην Μικρή Επίδαυρο. Τίποτα το εξόχως σοκαριστικό δεν είδαμε.
Καλώς το Ελληνικό Φεστιβάλ χαρακτήρισε «ακατάλληλη για ανηλίκους» την παράσταση «Το τερατώδες αριστούργημα» -κάποιους, που δεν ενοχλούνται με όσα βλέπουν τα παιδιά στην τηλεόραση, μπορεί και να τους ενοχλούσαν κάποιες λέξεις του Ρίτσου ή ένα-δυο ανδρικά γυμνά. Αλλά κακώς ο σκηνοθέτης 

Δημήτρης Μαυρίκιος τόνιζε στις συνεντεύξεις που έδωσε πριν απ’ την παράσταση πως το θέαμα -μια «σκηνική προσέγγιση των έργων του Γιάννη Ρίτσου»- «ήταν «αυστηρώς ακατάλληλο για πουριτανούς» δημιουργώντας εκ των προτέρων μια ατμόσφαιρα που, αν κάποιους έλκυσε, περισσότερους μπορεί να απομάκρυνε… Ένα πλατό -τηλεοπτικό/κινηματογραφικό- είχε στηθεί στην ορχήστρα της Μικρής Επιδαύρου (σκηνικά Δημήτρης Πολυχρονιάδης): περιφερειακά, ράγες που πάνω τους θα κυλούσε ένας κινηματογραφικός γερανός, γύρω ριγμένα μόνιτορ -συσκευές τηλεόρασης, όπου προβάλλονταν σχετικά βίντεο-, καλώδια, προβολείς εδάφους ή στημένοι σε πόδια… Ανάμεσά τους, μερικά παλιά κομμάτια -μια φωτογραφική μηχανή με θάλαμο σε τρίποδο, ένα κομοδίνο, μια πολυθρόνα… Κι οι τρεις κόσμοι του Ρίτσου, ο αρχαίος με τα ερείπια του θεάτρου, ο κόσμος στον οποίο μεγάλωσε ο ποιητής κι ο σημερινός, να μπλέκονται γλυκά. Κάτι σα γεφυράκι στο πλάι, το αγροτόσπιτο πίσω απ’ το θέατρο και τα δέντρα της αυλής του, έξοχα φωτισμένα απ’ τον Λευτέρη Παυλόπουλο και τον Νίκο Βλασόπουλο -ευτυχώς οι αρχαιολόγοι πείστηκαν, επιτέλους, ν απομακρύνουν το κοτετσόσυρμα που προστάτευε, υποτίθεται, τις αρχαιότητες κι οι ηθοποιοί μπορούσαν να κινηθούν και να χορέψουν (κίνηση-χορογραφία Αποστολία Παπαδαμάκη) πιο άνετα. Και παντού κόκκινα τετράδια: σκορπισμένα στη σκηνή, δεμένα σε πακέτα, αφημένα στο θώκο…
Ένα ντοκιμαντέρ για τον Ρίτσο υποτίθεται πως ετοιμάζεται στο χώρο. Σκηνοθέτης -φωνή off- ο σκηνοθέτης της παράστασης Δημήτρης Μαυρίκιος. Ατμόσφαιρα γυρισμάτων, «πάμε», κλακέτα, κι η αφηγήτρια (Τατιάνα Παπαμόσχου) σ’ ένα σύντομο πρόλογο περνάει τα απολύτως βασικά βιογραφικά του ποιητή, ύστερα παίρνει ένα απ’ τα κόκκινα τετράδια στα χέρια: «Το τερατώδες αριστούργημα». Καπνοί πίσω απ το σπίτι και μια διαδήλωση που ακούγεται, ψηλά, πάνω απ’ το θέατρο, πίσω απ’ τα δέντρα, διακόπτει: «Ψωμί, ελευθερία, έρωτας!» -απ’ την «Γκραγκάντα» του Ρίτσου. Αυτό το σύνθημα έδωσε και το στίγμα της παράστασης: ο πολιτικός, ο επαναστάτης Ρίτσος σε ισορροπία με τον ερωτικό Ρίτσο: κόκκινο παντού (κοστούμια Εύα Νάθενα) σε συνδυασμό με μαύρο και νέοι με γυμνό το στέρνο.

Ο νεαρός Ρίτσος (Δημήτρης Ντάσκας) κατεβαίνει τα σκαλιά, φωνές παιδιών, ένα παιδάκι με πένθος περασμένο στο μπράτσο -ο Ρίτσος μικρούλης, όταν αλλεπάλληλες τραγωδίες έπληξαν την οικογένειά του-, η «Σονάτα στο σεληνόφως» του Μπετόβεν στο πιάνο, η Λυδία Φωτοπούλου, στα μαύρα, καπελάκι με βέλο, ισορροπεί πάνω στις ράγες και «Η σονάτα του σεληνόφωτος» του Ρίτσου… 

Νέοι παντού, το άσμα, πένθιμο και ηρωϊκό, «Επέσατε θύματα αδέρφια εσείς…» με «μπους φερμέ» αφήνει να μας διατρέξει ένα μικρό ρίγος, ο ενήλικος πια ποιητής -ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος που, χωρίς να τον μιμείται, ΗΤΑΝ ο Ρίτσος- στην κορυφή του γερανού που κινείται με ταχύτητα, η Ράνια Οικονομίδου-Ελένη, συγκλονιστική, τυλιγμένη στα τούλια ενός παλαιϊκού ρούχου, σε
αναπηρική πολυθρόνα την οποία αργά-αργά την κινεί ένα βαγονέτο, ένα ομπρελάκι καρφωμένο πάνω απ’ την πολυθρόνα -κάτι μεταξύ Μις Χάβισαμ απ’ τις «Μεγάλες προσδοκίες» του Ντίκενς και Γουίνι του Μπέκετ-, ο προβολέας να φωτίζει την πλάτη ενός γυμνού κάμεραμαν (Γιάννης Κότσιφας), κάποια κρυμμένα στο κομοδίνο χαρτιά, δυο άντρες της Ασφάλειας που στριμώχνουν τον ποιητή κι ερευνούν, μουσικές συναρπαστικές (επιμέλεια του σκηνοθέτη και της Φωτεινής Μπαξεβάνη)…
Ο «μπανάλ» πια «Επιτάφιος να παίρνει καινούργια πνοή στα χείλη της Βαγγελιώς Ανδρεαδάκη -στα μαύρα, με τον νεκρό γιο στην αγκαλιά της, μια Πιετά- και, μετά, η ερωτική σκηνή των δυο αγοριών -ναι, ο Ρίτσος τα γραψε αυτά!-, με τον πιο λεπτό και διακριτικό τρόπο στημένη και με το «Κύριε» απ’ το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ να κορυφώνεται, ύστερα πάλι η «Σονάτα»…
Ακόμα και τη λατρεμένη του, την αξέχαστη Αλέκα Παΐζη, είχε καταφέρει να την έχει εκεί ο Δημήτρης Μαυρίκιος -η φωνή της ακούστηκε να διαβάζει απ’ τις αναμνήσεις της Λούλας Ρίτσου-Γλέζου, της αγαπημένης αδελφής του ποιητή. Ακόμα και το φεγγάρι-δρεπανάκι, ακόμα κι ένα πουλί που διέσχισε τον αέρα πάνω απ’ το θέατρο κρώζοντας, ακόμα και τα τζιτζίκια που ’χαν λυσσάξει απ’ τη ζέστη ενταγμένα έμοιαζαν στην παράσταση που συμπύκνωσε τον Ρίτσο τον Άπαντα.
Το φινάλε -εβδομήντα πέντε, μόνο, λεπτά κράτησε η παράσταση- έγινε δεκτό με θερμότατο χειροκρότημα και πολλά «μπράβο».
Την πρεμιέρα της Παρασκευής παρακολούθησαν, ανάμεσα σ’ άλλους, Διονύσης Φωτόπουλος, Μιχάλης Ρέππας, Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, Μαρία Κατσιαδάκη, Δημήτρης Τσούτσης, Λίζυ Τσιριμώκου, Σεραφείμ Βελέντζας, Γιάννης Χάρης. Το Σάββατο παρόντες ήταν η Έρη Ρίτσου, η συμπαθέστατη κόρη του ποιητή που, χωρίς να το παίζει θεματοφύλακας του έργου του πατέρα της, με τη λεπτή, ευγενική, διακριτική στάση της το βοηθάει περισσότερο, ο πρόεδρος του Φεστιβάλ Γιώργος Λούκος, η Μαρία Φαραντούρη κ.α.

Ιδανική ισορροπία

Ο Δημήτρης Μαυρίκιος με την παράστασή του αυτή έδωσε, κατά τη γνώμη μου, ένα μοντέλο μετασχηματισμού της ποίησης σε θέατρο. Απέσταξε, με πλατφόρμα το αυτοβιογραφικό «Το τερατώδες αριστούργημα», το τεράστιο σε όγκο έργο του Γιάννη Ρίτσου και συμπύκνωσε την ουσία του σε μια σύνθεση που επιδέξια ισορρόπησε τον πολιτικό και κοινωνικό Ρίτσο με τον μεταφυσικό και ερωτικό Ρίτσο -ναι, υπήρξε και υπάρχει και αυτός…- ισορροπώντας, επίσης, τον δικό του εστετισμό με τη βαθιά κατάδυσή του στα άδυτα μιας ποίησης που δεν έχει, ίσως, ακόμα εκτιμηθεί όσο της αξίζει. Ίσως η καλύτερη παράσταση του Δημήτρη Μαυρίκιου μετά τον «Γυάλινο κόσμο» του.

INFO
Γίνονται συζητήσεις η παράσταση να μεταφερθεί το φθινόπωρο στην Αθήνα, «Πειραιώς 260».


Από Το Τέταρτο Κουδούνι / 9 Αυγούστου 2018

Οι στίχοι -το απόσπασμα με τα μαύρα στοιχεία- του Γιάννη Ρίτσου ακούστηκαν στην Μικρή Επίδαυρο. Στην έξοχη παράσταση του Δημήτρη Μαυρίκιου «Το τερατώδες αριστούργημα» -στο ποίημα αυτό άλλωστε ανήκουν: «…μετά μου χρειάστηκε μια βροχερή μέρα / ένα τραίνο στο Βόλο φορτωμένο κάρβουνο / μια πομπή μουσκεμένων κατάδικων / τότε που μου ’φυγε το κασκόλ κι’ έτρεχα πίσω απ’ τον καπνό να το πιάσω / και με νόμισαν ύποπτο και με κράτησαν όμηρο / και μου ’φερε η Μαρία ένα μοναδικό τριαντάφυλλο στα καπνομάγαζα /και δεν ήξερα τι να το κάνω και το ’φαγα /κι’ ύστερα το ’βγαλα απ’ τη μύτη μου κι’ ήταν ένα τριανταφυλλί κουνέλι / και τότε κατάλαβα πως είμαι ποιητής / κι επομένως δίκαιος». 
Την ήξερα. Την Μαρία αυτή, του Ρίτσου. Και την αγαπούσα πολύ. Δεν ξέρω αν το ’ξερε. Δεν ξέρω αν το ’ξερα. Μ’ επηρέασε όσο λίγοι. Με την ιδιοφυή τρέλα της. Και τη σωκρατική φιλοσοφία της. Του περιπλανώμενου αλήτη. Που γίνεται αφόρητος, που είναι όμως και λατρεμένος. Και ξέρω καλά πως κι άλλους επηρέασε. Κι ας μη μας άφηνε σε χλωρό κλαρί. Ήξερε ν’ Αγαπάει, ήξερε να Μισεί. Ήξερε να Πιστεύει. Ήξερε να Ζει. Δε γνώριζε συμβάσεις. Ούτε στα λόγια, ούτε στις πράξεις της. Και μοίραζε ό,τι είχε. Και τριαντάφυλλα. Δεν έγραψε «τίποτα», δε στάθηκε σε κανέναν που ήθελε κάτι να αποτυπώσει απ’ την- άπιαστη εξάλλου…- πραγματικότητά της, δεν ξέρω ούτε αν θα ’θελε να τα γράψω αυτά.
Τη λέγανε Μαρίκα Βασιλάκου, μετά Μαρία Καπόλου, αλλά όλοι, απ’ όπου κι αν πέρασε -τα πολλά τελευταία της χρόνια στην Δαφνομήλη-, την ήξεραν «Η Μαρίκα». Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1920 στον Βόλο, έφυγε, με τον τρόπο που ήθελε, την 1 Μαρτίου του 1999 στην Αθήνα. Και σ’ έναν τοίχο της Δαφνομήλη κάτι όμορφο της έγραψαν τότε -θα ’χει σβηστεί πια. Όσο μεγαλώνω, τόσο περισσότερο τη θυμάμαι -στο κατάστιχο των Αγίων μου την έχω καταχωρημένη.