«Καληνύχτα Μαργαρίτα» του Γεράσιμου Σταύρου (Δημήτρης Χατζής) / Σκηνοθεσία: Φώτης Μακρής
Ο Οίκος των Περδικάρηδων. Αρχοντική (;) οικογένεια στη μικρή τους πόλη. Αστοί, ξεπεσμένοι, που μένουν στο ίδιο διώροφο σπίτι, ζουν δύσκολα πια αλλά συνεχίζουν να κοιτάζουν αφ’ υψηλού την «πλέμπα». Θα μπορούσε να ’ναι κάτι σαν Μαντάμ Σουσού. Αλλά δεν πρόκειται για κωμωδία. Πρόκειται για δράμα. Ίσως και για
τραγωδία. Τέσσερα αδέρφια και μια αδερφή -μεσήλικες πια-, οι Περδικάρηδες: ο... ιατροφιλόσοφος Περικλής, αρχηγός της οικογένειας, μόνιμα ανακατεμένος, παρά τω μητροπολίτη, στα φιλανθρωπικά καταστήματα της πόλης, που βγάζει έναν καλό μισθό απ’ την ενασχόλησή του αυτή..., ο Στέφανος, με το παράλυτο χέρι, ο μικροκλεφτάκος του σπιτιού, συφιλιδικός, χήρος, με μια κόρη, την Φωτεινούλα, διαταραγμένη και περπατημένη, ο Βασίλης, παραιτημένος, μεθύστακας, τυμβωρύχος, η Κατερίνα, χήρα, με άντρα υπόπτου
παρελθόντος, που τον απάτησε κάποτε και που τους κατηγορεί ότι έγιναν υπαίτιοι για το θάνατό του κι ότι έκλεψαν τις λίρες της, κι ο Γρηγόριος, φαρμακοποιός με ζοφερό παρελθόν, που έχει αυτοκτονήσει. Η χήρα του, η Αντιγόνη, ανάλογο κουμάσι, ζει μαζί με τ’ απομεινάρια των Περδικάρηδων. Μισιούνται, αλληλοκατηγορούνται, βρίζονται, φτύνονται, αλληλοκαταριώνται, ψεύδονται... -κάτι, τηρουμένων των αναλογιών, από Ατρείδες. Αλλά προς τα έξω δεν πρέπει να βγει τίποτα: υπόδειγμα, προπύργιο της Τάξης και της Ηθικής, η
οικογένεια. Και, μαζί τους, η Μαργαρίτα, η κόρη του φαρμακοποιού και της Αντιγόνης. Είναι η μόνη τους ελπίδα, των Περδικάρηδων, για το μέλλον. Και την έχουν στείλει -ένα κοριτσάκι μικροκαμωμένο, καχεκτικό, μαραμένο, ένα «μυξιάρικο», κλεισμένο στον εαυτό του, μοναχικό- στην Αθήνα, στο Αρσάκειο, για να σπουδάσει δασκάλα. Είναι Κατοχή. Όταν η Μαργαρίτα
γυρίσει στη μικρή τους πόλη και διοριστεί σε σχολείο, θα την προσέχουν σαν τα μάτια τους, θα προσπαθούν να της κρύψουν τις μπομπές τους, θα της βουτάνε το μισθό της και θα την καληνυχτίζουν κάθε βράδυ, ένας-ένας, ώσπου, στο τέλος, αγανακτισμένη, όταν μένει μόνη, θα ψιθυρίζει ένα «καληνύχτα, ντε!» -το πικρό της αστείο. Στο μεταξύ θα ’χει συνειδητοποιήσει
τη διαπλοκή, τη διαφθορά, τη σήψη όχι μόνο στο σπίτι της, το σπίτι των Περδικάρηδων, αλλά και σ’ όλη την άρχουσα τάξη της πόλης -μια κοινωνία σε αποσύνθεση. Θα πληγωθεί βαθιά και θ’ αντιδράσει. Η γειτόνισσα και φίλη της παιδική, η Αγγελικούλα -από οικογένεια «παρακατιανή», με την οποία οι Περδικάρηδες δε θέλουν πάρε-δώσε και προσπαθούν ν’ αποκλείσουν την Μαργαρίτα από επαφές μαζί της-, μ’ αδελφό κομμουνιστή, στην εξορία πριν απ’ τον Πόλεμο, που φεύγει, κατόπιν, στο βουνό, θα τη μυήσει: η Μαργαρίτα των Περδικάρηδων -ο κόκκος της άμμου- θα πιστέψει
στον κομμουνισμό, θα τον ασπαστεί και θα μπει στην Αντίσταση. Μ’ έναν πολύγραφο που της δίνουν και που τον κρύβει στο κατώι του σπιτιού θ’ αρχίσει να τυπώνει προκηρύξεις που σκορπίζονται στους δρόμους ενώ θα τη φέρουν σ’ επαφή με τον Ορέστη -ψευδώνυμο, βέβαια- που γίνεται ο καθοδηγητής της ενώ, μεταξύ τους, παίζει και μια αύρα ερωτική. Η θεία Κατερίνα, η οποία ψάχνει όλες τις γωνιές του σπιτιού για να βρει τις λίρες που τις έκλεψαν, θ’ ανακαλύψει τον πολύγραφο που δεν ξέρει τι είναι, ο θείος Περικλής θα της εξηγήσει περί τίνος πρόκειται και θα σπεύσει στον μητροπολίτη να του το εξομολογηθεί για να βρουν λύση -πώς να πείσουν την Μαργαρίτα να ομολογήσει τα ονόματα των συνεργατών της που την «έμπλεξαν». Ο μητροπολίτης θα ειδοποιήσει το διευθυντή της αστυνομίας, θα τη συλλάβουν αλλά η Μαργαρίτα -προς έκπληξή τους- δε θα μαρτυρήσει τίποτα και κανέναν. Ούτε στην Γκεστάπο όπου την παραδίδουν -παρά τα
βασανιστήρια στα οποία την υποβάλλουν εκεί. Κι ένα ξημέρωμα η Μαργαρίτα -δεν έχει κλείσει ούτε τα είκοσι- θα τουφεκιστεί -οι Περδικάρηδες, η οικογένειά της, είναι που την έχουν προδώσει. Πριν, όμως, εκτελεστεί θα την ακούσουν να φωνάζει ένα, ακατανόητο για τους παρόντες, «καληνύχτα, ντε!». Ο Γεράσιμος Σταύρου, βασισμένος στο διήγημα- ένα απ’ τα διαμαντάκια του- του Δημήτρη Χατζή «Μαργαρίτα Περδικάρη» της συλλογής του «Το τέλος της μικρής μας πόλης» (Βουκουρέστι, 1953, συμπληρωμένη έκδοση Αθήνα,
1963), με ηρωίδα εμπνευσμένη από ένα υπαρκτό πρόσωπο, τη δασκάλα Μαργαρίτα Μολυβάδα που εκτελέστηκε απ’ τους Γερμανούς, άντλησε απ’ αυτό τα πρόσωπα, την πλοκή, τις καταστάσεις για να δημιουργήσει το έργο του «Καληνύχτα Μαργαρίτα» (1967), καταφέρνοντας, με μεγάλη επιτυχία, να μεταγγίσει το πνεύμα του διηγήματος του Χατζή, το οποίο, άλλωστε, ελάχιστους διαλόγους διαθέτει, σ’ ένα ανεξάρτητο, ολοκληρωμένο ρεαλιστικό θεατρικό έργο -το σημαντικότερό του: χαρακτήρες καλά χαραγμένοι, δραματική οικονομία, κορυφώσεις, συγκίνηση... Αδιάφορο αν σήμερα ηχεί κάπως ξεπερασμένο. Ο Φώτης Μακρής, που ανέλαβε τη σκηνοθεσία, φοβάμαι πως στάθηκε αμήχανος κι ανήμπορος μπροστά το έργο και κατέφυγε,
μετά από μια δυνατή έναρξη -όλα τα πρόσωπα, μετωπικά, σ’ επί τόπου βήμα, μια αίσθηση στρατοκρατίας...-, σ’ εξωτερικά, ευτελή τερτίπια -προβολείς που καταυγάζουν το κοινό, κραυγές, τρεξίματα, κυνηγητά από γερμανούς στρατιώτες...- που στον αλήστου μνήμης «Άγνωστο πόλεμο» παραπέμπουν παρά σε μια ουσιαστική, θαρραλέα αντιμετώπιση της Κατοχής και της Αντίστασης. Ενώ η όλη παράσταση την εντύπωση της ευκολίας και της προχειρότητας εκπέμπει. Κι, όμως, ο σκηνοθέτης είχε ως υποστηρίγματα γερά τόσο τα προσεκτικά σχεδιασμένα απ’ τον Αντώνη Δαγκλίδη σκηνικά που -αντίστιξη- ζεστά μεταφέρουν την παγωμένη αίσθηση της κατοχικής περιόδου και του «αξιοπρεπούς» αλλά απάνθρωπου σπιτιού των Περδικάρηδων, φωτισμένα απ’ τον Νίκο Βλασόπουλο, όσο και τη μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη, που, μέσα απ’ το ακορντεόν -απόλυτα σωστή ιδέα η χρήση του- που παίζει ζωντανά επί σκηνής ο Περικλής Σιούντας, δημιουργεί πολύ ταιριαστό ηχητικό περιβάλλον συν το ωραίο τραγούδι του φινάλε με στίχους του συνθέτη (αλλά κι ένα δάνειο απ’ τον Τ. Σ. Έλιοτ), καλά διδαγμένο απ’ τον Νίκο Βουδούρη. Όχι, όμως, και τα σωστά αλλά «κυριακάτικα» κοστούμια του Χρήστου Μπρούφα. Η παράσταση πάσχει κι ως προς τη διανομή -δεν νομίζω πως ο σκηνοθέτης βοήθησε τους ηθοποιούς. Ο Γιώργος Νινιός (Περικλής), σ’ ένα ρόλο που καθόλου δεν του ταιριάζει, απλώς τον διεκπεραιώνει. Η Κατερίνα Παπαδάκη, πειστική ως φιγούρα αλλά άπειρη και χωρίς τσαγανό Μαργαρίτα, προσπαθεί, κατά το δυνατόν. Σόνια Καλαϊτζίδου, Γιάννης Καραμφίλης, Λευτέρης Λιθαρής, Ευτυχία Σπυριδάκη, Αθηνά Συκιώτη δεν διαπίστωσα κάτι θετικό να προσθέτουν. Ο Γιώργος Σφυρίδης (Βασίλης) κι ο Γιάννης Τσάτσαρης (Σταθμάρχης) προσθέτουν μάλλον κάτι αρνητικό. Η Νεφέλη Ανθοπούλου (Κατερίνα), ανεξέλεγκτη, καλπάζει στην κυριολεξία επί σκηνής, με ποδοβολητά, αλλά καλπάζει και υποκριτικά, έχοντας απωλέσει κάθε μέτρο. Ξεχώρισα θετικά στοιχεία στον μετρημένο Θοδωρή Σκούρτα (Στέφανος) και στον Αριστοτέλη Ζαχαράκη (Ορέστης). Αλλά μια ηθοποιός με
δυνατότητες πάνω απ’ τον μέσο όρο του δυναμικού του ΚΘΒΕ πιστεύω ότι υπάρχει επί σκηνής: η Ιωάννα Παγιατάκη που από υπέροχη, λεπτεπίλεπτη ενζενί Έντβιγκ στην ιψενική «Αγριόπαπια» του Τάσου Μπαντή και των «Μορφών», στα είκοσι τόσα χρόνια που ’χουν μεσολαβήσει, έχει εξελιχθεί σε μια εξαιρετική ρολίστα. Η Αντιγόνη της φέρει όλη την κατάρα της δύστηνης, κακορίζικης, σάπιας γενιάς των Περδικάρηδων. Μια παραγωγή άρτια για μια παράσταση διεκπεραιωτική και, λόγω διάρκειας αλλά και λόγω έλλειψης δυναμικής, κατά τη γνώμη μου, κουραστική (Φωτογραφίες: Τάσος Θώμογλου).
(Το πρόγραμμα της παράστασης -επιμέλεια έκδοσης: Γραφείο Εκδόσεων του ΚΘΒΕ- θα μπορούσε να ’ναι πιο ψαγμένο και πιο εμπεριστατωμένο).
(Το πρόγραμμα της παράστασης -επιμέλεια έκδοσης: Γραφείο Εκδόσεων του ΚΘΒΕ- θα μπορούσε να ’ναι πιο ψαγμένο και πιο εμπεριστατωμένο).
Θεσσαλονίκη, Μονή Λαζαριστών /Σκηνή «Σωκράτης Καραντινός», Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 14 Οκτωβρίου 2018.
No comments:
Post a Comment