May 24, 2020

«Κάρμεν», μα ποια «Κάρμεν»;...


Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια... 6

Τη μάνα μου τη λέγανε Κάρμεν. Κάρμεν, που δεν ήταν μάλιστα Εβρέα, στον Βόλο επί... Μπελ Επόκ, ήταν κάπως -έως πολύ- περίεργο. Πώς προέκυψε; Να τα πιάσω απ' την αρχή: 1910 κι η γιαγιά μου, η Λενίτσα Βασιλάκου, το γένος Αποστολίδου, απ’ την Άνω Κερασιά του Πηλίου, ήταν έγκυος στο τρίτο της παιδί. Είχε έναν πρώτο ξάδελφο ονόματι Νίκο Βολοβίνη. Που ήταν ερωτευμένος με μια ωραία νέα της εποχής, την Αλεξάνδρα Μπουλασικίδου. Φλερτάρανε κι ανταλλάσσανε ραβασάκια. Κρυμμένα, λέει, μέσα στις σελίδες της «Κάρμεν» του Προσπέρ Μεριμέ (!): «πολύ ωραίο βιβλίο», «θα μου το δανείσετε;», «πολύ ευχαρίστως, δεσποινίς Αλεξάνδρα», «να σας επιστρέψω το 

βιβλίο», «σας άρεσε;», «πάρα πολύ», «μου ξαναδίνετε το βιβλίο, κ. Βολοβίνη, γιατί με συνεπήρε και θα ήθελα να το ξαναδιαβάσω;»... Στην ξαδέρφη του ο θείος Νίκος τα εξομολογούνταν όλα. Και της έλεγε: «Αν πάρω την Αλεξάνδρα και γεννήσεις κορίτσι, θα το βγάλω Κάρμεν». «Άντε από δω, σαλέ. Τα σκ’λιά βγάζουν Κάρμεν» του ’λεγε η προγιαγιά μου, η Κυρατσώ, η μάνα της Λενίτσας.
Και όμως! Το ρομαντικό φλερτ ευοδώθηκε, την Αλεξάνδρα την πήρε -κι έκαναν τρία παιδιά, με τρίτο την Τερψιχόρη Βολοβίνη-Παπαστεφάνου, και η κόρη της Τερψιχόρης, η πιανίστα Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου, το όνομα της γιαγιάς της έχει. Και το μωρό γεννήθηκε κορίτσι. Στις 17/30 Μαρτίου του 1911. Και το βάφτισε, 
όντως, Κάρμεν -πώς έπεισαν τον παπά δεν ξέρω αλλά τότε όλα ήταν δυνατά, εδώ ο, επίσης, πηλιορείτης κομμουνιστής ιστορικός Γιάννης Κορδάτος είχε βρει παπά που βάφτισε το γιο του Λένιν, αδιάφορο αν τον συνέλαβαν στη συνέχεια... Ως εκ τούτου η μαμά μου είχε, πάντα, μια ιδιαίτερη σχέση με το ιδιαίτερο όνομά της: να διαβάσει τη νουβέλα, να δει την όπερα -μεγάλη πια, όταν ανέβαζε «Κάρμεν» η Λυρική, «θα με πας;» μου ’λεγε και την πήγαινα-, να δει τις σχετικές ταινίες...
Μετά τον πρόλογο να μπω στο ψητό. 
Πάντα, στις αναζητήσεις μου, στις σκέψεις μου, από παιδάκι, εκεί, όταν ξάπλωνα να κοιμηθώ, πρόβαλαν... αμείλικτα τα ερωτηματικά: ποια ήταν η πρώτη παράσταση που ’χα δει -γιατί από τότε τις μετρούσα...-, ποια ήταν η πρώτη ταινία που είδα; Ανασκάλευα -ναι, από μικρός το ’χα αυτό- αναμνήσεις που είχαν θολώσει με το χρόνο, που είχαν επικαλυφθεί από πιο φρέσκες. Όταν μεγάλωσα και απέκτησα πρόσβαση σε αρχεία και γνώρισα ανθρώπους που τα είχαν ψάξει τα σχετικά, τις βρήκα τις απαντήσεις.
Σήμερα, λοιπόν, θα σας γράψω -τέτοιες μέρες, τέτοια λόγια...- για την πρώτη ταινία που είδα. Πού, πότε, πώς...
Βόλος, καλοκαίρι του 1956, ενάμιση χρόνο μετά τους σεισμούς που μας είχαν ξεσπιτώσει και μας είχαν ρίξει, τους «σεισμοπλήκτους», στις σκηνές -όχι τις θεατρικές... στο Πάρκο του Βόλου και, ένα απόγευμα, η Κάρμεν -η δικιά μου- είχε πάει «επίσκεψη» στο θείο μου τον Γιώργο, τον αδελφό της, και τη θεία μου, την Ευαγγελία, που έμεναν κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο, πλάι στα «Καλαμάκια», και με είχε πάρει μαζί -από το χέρι, δεν είχα κλείσει ακόμη τα έξι. Γυρίζοντας περάσαμε έξω απ την «Εξωραϊστική» -πλάι στο Πάρκο, ένα από τα δυο,

μαζί με το «Ρεξ», «επίσημα» θερινά σινεμά του Βόλου. Έπαιζε κάποια «Κάρμεν». Φτιάχτηκε η μαμά μου: «να πάμε!». Είχε σουρουπώσει -η πρώτη προβολή είχε ήδη ξεκινήσει, αλλά δεν πείραζε, θα μέναμε και στη δεύτερη, για να δούμε την αρχή, έτσι συνηθιζότανε τω καιρώ εκείνω. Δεν με είχαν πάει μέχρι τότε στον κινηματογράφο. Το έργο ήταν «ακατάλληλον δι’ ανηλίκους». Αλλά στην είσοδο τα εισιτήρια έκοβε ο Θανάσης -παλιός γνώριμος. «Θα μας βάλεις;». «Εεεε, είναι ακατάλληλο. Αλλά..., εντάξει, περάστε», παρέβλεψε. Ήταν όντως «ακατάλληλον». Γιατί τι μου έμεινε; Ότι ο ερωτευμένος μαζί της στραγγάλιζε -ναι, στραγγάλιζε!- την Κάρμεν 
στο τέλος. Α, και μια σκηνή σε λούνα παρκ. Όταν γυρίσαμε στο -φρέσκο, «αντισεισμικό», καινούργιο μας- σπίτι, απέναντι απ’ τον Άγιο Νικόλαο, βρήκαμε τον πατέρα μου ανήσυχο -«μα που ήσασταν;». Βλέπεις, κινητά, τότε, δεν υπήρχαν.
Χρόνια με βασάνιζε ποια «Κάρμεν» ήταν ΕΚΕΙΝΗ η «Κάρμεν» -έμμονη ιδέα μου ’χε γίνει. Έψαξα, έψαχνα. Το 1954 ο Ότο Πρέμινγκερ είχε μεταφέρει στον κινηματογράφο -έγχρωμον σινεμασκόπ!- το μιούζικαλ του 1942 «Κάρμεν Τζόουνς», μια διασκευή-μεταφορά στη σύγχρονη εποχή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου της «Κάρμεν» του Μπιζέ, σε λιμπρέτο και με στίχους Όσκαρ Χάμερστάιν II, με προσαρμοσμένη και ενορχηστρωμένη απ’ τον Ρόμπερτ Ράσελ Μπένετ τη μουσική της όπερας. Και με διανομή αποκλειστικά, όπως και στη σκηνή, από αφροαμερικανούς ηθοποιούς/τραγουδιστές. Πρωταγωνιστές, ο Χάρι Μπελαφόντε ως δεκανέας Τζο -ο Ντον Ζοζέ της όπερας- και η (πρόωρα, άδοξα χαμένη) Ντόροθι Ντάντριτζ ως Κάρμεν, εργάτρια σε εργοστάσιο κατασκευής αλεξιπτώτων στην Βόρεια Καρολάινα.

Όταν κάποια στιγμή προβλήθηκε η ταινία στην τηλεόραση, την είδα και σιγουρεύτηκα: αυτή ήταν! Πρώτη προβολή στις ΗΠΑ: 28 Οκτωβρίου 1954. Στην Αθήνα δεν ξέρω -δεν βρήκα- πότε πρωτοπροβλήθηκε. Ούτε με ποιον τίτλο. Στον Βόλο έφτασε, προφανώς, το 1956. Και, ναι, ο -νεαρός- Χάρι Μπελαφόντε ήταν! Που, από τα κατοπινά, τον ήξερα, ως τραγουδιστή βασικά, μέχρι να τραγουδάνε μαζί με τη φίλη του Νάνα Μούσχουρη -ακτιβιστής απ τα νιάτα του, εν ζωή πάντα, στα 93 του σήμερα.
Έτσι έλυσα οριστικά την παιδική μου απορία.

May 15, 2020

Πλατφόρμα που γλιστράει... ή Ιμπρεσάριοι και καρατερίστες γίνανε μαλλιά κουβάρια


Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια... 5




Το «Μητρώο Καλλιτεχνών» αποδεικνύεται ένα σχεδόν σατιρικό, σπαρταριστό έως γελοίο κείμενο, παλιό όσο κι η Ακρόπολη ως προς τον προσδιορισμό των «καλλιτεχνικών επαγγελμάτων» και ουδεμία σχέση έχον με τη σημερινή καλλιτεχνική πραγματικότητα, εντελώς δυσλειτουργικό και δύσχρηστο, συνταγμένο, ως προκύπτει, από ασχέτους -για τα σκουπίδια. Η υπουργός Πολιτισμού, που δεν ξέρω από πού το ανέσυρε με μεγάλη προχειρότητα και πανηγυρικά, με υπερβάλλουσα επιπολαιότητα, ανήγγειλε την κατάρτισή του, με περισσή σπουδή ζητώντας να το συμπληρώσουν, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, ιμπρεσάριοι και καρατερίστες, ηθοποιοί και κωμικοί ηθοποιοί, συγγραφείς και πεζογράφοι, λογοτέχνες και μυθιστοριογράφοι, εφαρμοστές περουκών και μέλη χορού αρχαίας τραγωδίας- εκείνη ας το αποσύρει με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Κι ας μην ανακοινώνει, απλώς, για να τα κουκουλώσει, πως «έχει εντοπίσει ελλείψεις και αρρυθμίες στη διατύπωση επαγγελματικών κλάδων και ειδικοτήτων». Αλλά ας αναθέσει, σε συνεργασία με το υπουργείο Εργασίας που το έχει «διαπράξει», προφανώς προ δεκαετιών, σε κάποιους αρμόδιους ή έστω με κοινό νου κι όχι αναλφάβητους, να επανασυντάξουν τη σχετική πλατφόρμα. Διότι αντί να επιδείξει φροντίδα για το θέμα, γελοιοποιείται. Κι η επιθεώρηση - ε, πού θα πάει;...- καραδοκεί.